Tuesday 8 October 2024
Αντίβαρο
Βασίλειος Ευσταθίου Ιστορία

Aπό τον Μέγα Αλέξανδρο έως την Μικρασιατική Καταστροφή

Γράφει ο Βασίλειος Ευσταθίου

 

Οι Έλληνες είναι ένας λαός και έχουν μια χώρα με ιστορία ένδοξη και αθάνατη, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι αιώνια. Αναζητώντας τις απαρχές της ελληνικής ιστορίας μέσα στα βάθη των αιώνων που υπάρχει το ανθρώπινο γένος, ανακαλύπτουμε τους πρώτους Έλληνες στο μεσογειακό χώρο και συγκεκριμένα γύρω από το Αιγαίο και στα νησιά αυτού ήδη στις αρχές τις δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Δεν αποκλείεται όμως, και οι κάτοικοι της περιοχής αυτής. που βρίσκονταν εκεί ήδη  από τους προηγούμενους αιώνες, να ήταν κι αυτοί ομόφυλοί τους. Δηλαδή βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή που βρίσκεται και η Ελλάδα σήμερα, πολύ περισσότερα από τρείς χιλιάδες χρόνια πριν. Μέσα στη δεύτερη χιλιετία π.Χ. γίνεται γνωστός εκεί και ο πρώτος μεγάλος πολιτισμός στην περιοχή, με κέντρο την Κνωσσό της Κρήτης,  που σήμερα έχει ονομαστεί Μινωικός πολιτισμός, που αν και αμφισβητείται από πολλούς η ελληνική προέλευσή του, ωστόσο αυτή δεν παύει να είναι πιθανή. Στη συνέχεια, μετά την εγκατάσταση στο χώρο του Αιγαίου των γνωστών ελληνικών φύλων των Ιώνων, Αίολων, Αχαιών και τέλος Δωριέων,  ακολούθησε, με αρχή τον Μυκηναϊκό πολιτισμό των Αχαιών,  η μεγάλη πολιτισμική ανάπτυξη των Ελλήνων, που κατέληξε να έχει κέντρο την Αρχαία Αθήνα. Μετά την γέννηση της φιλοσοφίας και της ρητορικής, γενικά τα γράμματα και οι τέχνες, και μάλιστα η αρχιτεκτονική, γνώρισαν άνθιση άνευ προηγουμένου στο κόσμο έως τότε. Παράλληλα ένας νέος εντελώς διαφορετικός τύπος πολιτεύματος ξεπρόβαλλε στη πόλη-κράτος της Αθήνας, του δημοκρατικού,  εκφράζοντας τη βαθιά αγάπη που έκρυβε στη συνείδησή του ο Αθηναίος και κάθε Έλληνας πολίτης προς το ιδανικό της ελευθερίας. Πηγή έμπνευσή του, που τον οδήγησε σε  αυτή την πολιτισμική πρόοδο, ήταν πάντα η αναζήτηση του θείου και η ευσέβειά του προς αυτό. Ταυτόχρονα με δύο μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα, οι Έλληνες δημιούργησαν αποικίες στα παράλια όλου του χώρου της μεσογείου, μεταδίδοντας έτσι τον πολιτισμό, μέσω των πολιτιστικών και εμπορικών σχέσεων μητροπόλεων-αποικιών,  έξω από το χώρο μητροπολιτικών πόλεων-κρατών.   

 

Δυστυχώς όμως, λόγω της σημαντικής γεωγραφικής θέσης της χώρας των Ελλήνων, αλλά και του μεγαλείου του ονόματός τους, δεν έπαυσαν να γίνονται στόχος του φθόνου και των  φιλοδοξιών των άλλων λαών, που συχνά στρέφονταν εναντίων τους, και χωρίς να λείπουν και οι εμφύλιες φιλαρχικές διχόνοιες των Ελλήνων, όλες οι σελίδες της ιστορίας του ελληνικού λαού από την αρχαιότητας έως τον τελευταίο αιώνα είναι αιματοβαμμένες. Έτσι οι  πρώτοι μεγάλοι πόλεμοι στα χρόνια της μεγάλης άνθισης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού είναι αυτοί με τη Περσική Αυτοκρατορία που επεκτάθηκε έως τα μικρασιατικά παράλια και είχε βλέψεις προς την απέναντι όχθη του Αιγαίου, όπου και τελικά οι Πέρσες συνετρίβησαν.  Όμως  την

 

platwn-aristotelhsO Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και άλλοι γνωστοί αρχαίοι Έλληνες στη Σχολή των Αθηνών (νωπογραφία του 1510).

 

νίκη των Ελλήνων επί των Περσών την ακολούθησαν μεγάλες εμφύλιες διαμάχες, με μεγαλύτερη τον τριακονταετή Πελοποννησιακό πόλεμο, κατά των οποίων οι Έλληνες, έχοντας πολλές απώλειες, αποδυναμώθηκαν. Τελικά λίγο αργότερα μετά την εμφάνιση μιας νέας μεγάλης δύναμης στον ελλαδικό χώρο, της μακεδονικής, μετά την επικράτησή της με συνεχείς νίκες ανάμεσα στους Έλληνες, τους ένωσε σε μια συμμαχία προς τον μεγάλο εξωτερικό εχθρό, την Περσική Αυτοκρατορία. Έτσι γράφτηκε μιας από της λαμπρότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας, καθώς οι συνασπισμένοι υπό των Μακεδόνων Έλληνες κατάφεραν και κατέλυσαν την περσική αυτοκρατορία παρόλη την άνιση αναμέτρηση των δυνάμεων, με πολύ λιγότερες τις ελληνικές έναντι στις περσικές, χάρη στον ηρωισμό τους και στην ευφυΐα του Μακεδόνα ηγεμόνος, με μεγαλύτερη και κρισιμότερη μάχη, την μάχη των Γαυγαμήλων το 331 π.Χ. Η νέα αχανής αυτοκρατορία, έχοντας διαιρεθεί μετά το θάνατο του ιδρυτή της σε τέσσερα ελληνιστικά βασίλεια, έγινε μέσο διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο και αιτία του εκπολιτισμού του, με πνεύμα σεβασμού προς τους κατεκτημένους σε βαθμό εξίσωσής τους με τους κατακτητές. Αυτή η πολιτική του αυτοκράτορα ήταν πρωτόγνωρη, πρωτοφανή, δύσκολα αποδεκτή από πολλούς έμπιστούς του και ήταν και είναι ανεπανάληπτη. Τα τέσσερα ελληνιστικά βασίλεια βασίλεψαν μέχρι την εμφάνιση μετά από καιρό μιας νέας μεγάλης εξωτερικής δύναμης, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην οποία το ένα μετά το άλλο, με κάποια χρονική διαφορά,   υπέκυψαν, λαβαίνοντας τέρμα έτσι η περίοδος της ελληνικής κυριαρχίας.

 

Στη συνέχεια, αφού πέρασαν λίγοι αιώνες, η αυτοκρατορία που ήταν κυρίαρχη στο τότε   κόσμο  άλλαξε  χέρια, πρωτεύουσα   και   όνομα,  και   ονομάστηκε   Βυζαντινή

 

xarths-byzantioΣτο χάρτη παρουσιάζονται οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα τέσσερα ελληνιστικά βασίλεια που δημιουργήθηκαν μετά το θάνατό του.

 

Αυτοκρατορία με πρωτεύουσα, όχι πλέον δυτικά την Ρώμη, αλλά ανατολικά την νέα Ρώμη, που ίδρυσε ο ιδρυτής της νέας Αυτοκρατορίας, δίνοντάς της το όνομά του, Κωνσταντινούπολη. Η νέα αυτοκρατορία, ενώ ήταν φορέας του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, ωστόσο είχε μια σημαντική διαφορά με τη προηγούμενη, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που ήταν το θρήσκευμα. Στη διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της οποία συνεκτικό στοιχείο ήταν η λατρεία του Αυτοκράτορα ως θεού, εμφανίστηκε η νέα πίστη του σταυρωθέντος Χριστού, η οποία ήταν τελείως ανεπιθύμητη στην αυτοκρατορία, καθώς δίδασκε μεν τον σεβασμό και την υποταγή στον αυτοκράτορα, δεν αποδεχόταν όμως και την λατρεία του ως θεό. Αυτό, για τους επόμενους τρεις ολόκληρους αιώνες, οδήγησε σε μεγάλους και τρομερούς διωγμούς από την αυτοκρατορία εις βάρος των ασπαζόμενων αυτήν την νέα πίστη. Καθώς τότε όμως ιδρύθηκε η νέα Αυτοκρατορία, ανακηρύχτηκε ανεξιθρησκία και η χριστιανική πίστη έγινε πια αυτή, που σε σύντομο χρονικό διάστημα ακολούθησε η πλειοψηφία του λαού, εκτός από τους Έλληνες, και οι άλλοι κάτοικοι της νέας αυτοκρατορίας. Η μεγάλες αυτές αλλαγές στην άλλοτε ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τόσο ο νέος αυτοκράτορας και η μεταφορά της πρωτεύουσας προς τα ανατολικά από αυτόν, όσο και η αλλαγή του επίσημου θρησκεύματος, όπου ο αυτοκράτορας δεν ήταν πια θεός ο ίδιος, αλλά εκπρόσωπος του Θεού στην διοίκηση της αυτοκρατορίας, με πλήθος και πολλών άλλων μεταρρυθμίσεων, της έδωσαν πια και νέο χαρακτήρα, μάλλον ελληνικό, αντί ρωμαϊκό. Σε μια ιστορική πορεία πάνω από μια χιλιετία, οι Έλληνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κυριάρχησαν σε όλη την οικουμένη αποκρούοντας στρατιωτικά και εξουδετερώνοντας πολλούς δυνατούς βάρβαρους επιδρομείς, ή άλλες φορές σταματώντας τους διπλωματικά με συμβιβασμούς, βοηθώντας και στον εκπολιτισμό τους. Παράλληλα, διαφύλαξαν τον πολιτισμό που πήραν από τους αρχαίους προγόνους  τους, όπως  και  την  χριστιανική πίστη τους,  αλλά και συνέβαλλαν στο πολιτισμό άλλοτε λίγο, άλλοτε πολύ, μέσα στο πέρασμα των πολλών αυτών βυζαντινών αιώνων, Η συμβολή τους στο πολιτισμό έγινε σε όλους τους διάφορους τομείς του, είτε πρόκειται για την πολιτική και την στρατιωτική οργάνωση, είτε για την εκκλησιαστική και μοναστηριακή οργάνωση, είτε για το δίκαιο, πολιτικό και εκκλησιαστικό, είτε για την αρχιτεκτονική, κυρίως με την ναοδομία, είτε για τα γράμματα, κυρίως την εκκλησιαστική και πατερική γραμματεία, είτε για  την μουσική κυρίως με την Βυζαντινή ψαλμωδία, είτε για τη ζωγραφική κυρίως με την αγιογραφία. Το σημαντικότερο όμως ίσως πολιτισμικό επίτευγμα του Βυζαντίου είναι ότι συνέβαλλε στον εκπολιτισμό των άλλων βάρβαρων λαών γύρω του, με πιο χαρακτηριστικό αυτόν των Σλάβων. Μάλιστα στη τελευταία περίοδο της ιστορία του, ενώ σε αυτή χαρακτηρίζεται από στρατιωτική και οικονομική αποδυνάμωση και συρρίκνωση του, τότε ακριβώς παρουσίαζε ιδιαίτερα έντονη πνευματική δραστηριότητα, και το αποτέλεσμα σε αυτό ήταν ότι το ίδιο το τέλος του, έγινε αρχή μια νέας πολιτισμικής ώθησης στην Ευρώπη. Αυτό πραγματοποιήθηκε με τη μεταφορά πολλών κορυφαίων διανοουμένων του, που ήταν άριστοι φορείς της  πολιτισμικής παράδοσης του, που οι ρίζες της βρίσκονταν στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, στην Δύση. Έτσι ακολούθησε η μεγάλη ανθηρή περίοδος για την Ευρώπη, που ονομάστηκε Αναγέννηση, και έγινε η αρχή του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, που ωστόσο η προσφορά της περιόδου αυτής στον σύγχρονο άνθρωπο δεν είναι αδιαμφισβήτητης αξίας, καθώς ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας της, που απομάκρυνε από το Θεό, τελικά οδήγησε σήμερα τον άνθρωπο σε πολλά αδιέξοδα.

 

                            

                            agia-sofiaΗ Αγία Σοφία.

Το Βυζάντιο όμως έπαψε να υπάρχει ως κράτος, όταν περίπου δυόμιση αιώνες μετά την πρώτη λεηλασία της πρωτεύουσας του από τους ‘Χριστιανούς’ σταυροφόρους της Δύσης, που ήρθαν να το ‘υπερασπιστούν’ από τους μουσουλμάνους, ήρθε η δεύτερη λεηλασία της, από τους μουσουλμάνους Οθωμανούς Τούρκους πλέον, εφόσον, μετά τη πρώτη και  φοβερότερη λεηλασία της, το Βυζάντιο δεν μπόρεσε ποτέ να επανέλθει στην προηγούμενη δύναμη και αίγλη του. Σύντομα τότε, μέσα σε λίγες δεκαετίες, όλα τα μέρη της πρώην Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχαν υποδουλωθεί στους Τούρκους κατακτητές και έτσι άρχισε η πιο μαύρη και θλιβερή χρονική περίοδο για τον ελληνικό λαό, που διήρκησε από τέσσερις έως πέντε αιώνες για τα διάφορα μέρη του ελλαδικού χώρου, που τώρα πια έχουν ελευθερωθεί αποτελώντας την σημερινή ελληνική επικράτεια. Οι υπόδουλοι Έλληνες, που κρατούσαν την αγάπη τους στη πίστη και στην πατρίδα τους, υπέφεραν κάτω από το τουρκικό ζυγό, που έφτανε να γίνεται αφόρητος πολλές φορές, όπως στην περίπτωση του φρικτού παιδομαζώματος των ελληνόπουλων, που αρπάζονταν από τις τούρκικες αρχές για να μπουν, αφού γίνουν με τη βία μουσουλμάνοι, στην στρατιωτική ή πολιτική υπηρεσία του κατακτητή Σουλτάνου. Βασικό χαρακτηριστικό της τουρκικής κυριαρχίας ήταν η δυσκολοβάστακτη φορολογία, προκειμένου να υπερπλουτίζει η εκάστοτε τουρκική διοίκηση.  Τελικά όμως ο ελληνικός λαός, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες, όχι μόνο για πρόοδο σε οποιοδήποτε τομέα, αλλά και για την ίδια την επιβίωσή του, κατάφερε με την πίστη του και με τα λιγοστά σχολεία που υπήρχαν, όπως και με τα κρυφά σχολεία, αλλά και με τα σχολεία και Πανεπιστήμια που υπήρχαν στο Εξωτερικό για τους Έλληνες που είχαν διαφύγει εκεί, στα οποία διδάσκονταν τα παιδιά τους την πίστη, την γλώσσα και την ιστορία των προγόνων τους, και τα οποία όλα αυτά τα σχολεία και Πανεπιστήμια τροφοδοτούνταν με βιβλία γραμμένα στα ελληνικά από πολλά τυπογραφία που λειτουργούσαν με αυτό το σκοπό, να μπορέσει αυτός να διατηρήσει την ελληνική του συνείδησή μέσα στους σκοτεινούς αιώνες της Τουρκοκρατίας, μέχρι να έρθει η ώρα που ποθούσε, η ώρα να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό, η ώρα να ξαναγίνει ελεύθερος. Τελικά βέβαια, επί τουρκοκρατίας το ελληνικό στοιχείο, όχι μόνο επιβίωσε, αλλά και έδωσε πολλά από τα πολιτισμικά του στοιχεία στον κατακτητή, που ως γνωστό ήταν τελείως βάρβαρος και απολίτιστος, και ότι στοιχείο πολιτισμού είχε όταν ήρθε στη Μικρά Ασία, αυτό το είχε λάβει από τον γειτονικό περσικό και αραβικό πολιτισμό μαζί με τη θρησκεία του. Επιπλέον   κατάφερε και κάποια συμβολή στη πολιτιστική πρόοδο με πολλούς Έλληνες διανοούμενους να βγαίνουν στο εξωτερικό, να γνωρίζουν και να μετέχουν στις εξελίξεις του πολιτισμού εκεί, και μάλιστα των φυσικών επιστημών. Βέβαια η τελευταία αυτή δυνατότητα δεν ήταν πάντα προς όφελος των Ελλήνων, καθώς υπό του πνεύματος των ιδεών του Διαφωτισμού, της θεοποίησης της λογικής στη θέση του παραμερισμένου Θεού και της άρνησης οποιαδήποτε πολιτισμικής προσφοράς του Βυζαντίου, με άλμα πίσω στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, άλλες φορές λιγότερο και άλλες φορές περισσότερο, επηρεάζονταν αυτοί αρνητικά με αποτέλεσμα να στρέφονται κατά της Εκκλησίας και του ιερατείου, όπως και κατά της Βυζαντινής παράδοσης των προγόνων τους.  Τελικά βέβαια κάποιες μεγάλες γνήσια ελληνορθόδοξες μορφές, κυρίως οι άγιοι πατέρες του κινήματος των Κολλυβάδων, με τη συμβολή τους βοήθησαν στη διαφύλαξη την πίστης και της ιστορίας της Ελλάδος. Η μεγάλη αγάπη των Ελλήνων όμως για την υπόδουλη πατρίδα τους, τους οδήγησε στην ίδρυση της Φιλικής εταιρίας, και ήρθε η ώρα που με τον ηρωισμό τους ύψωσαν το λάβαρο της επανάστασης, ξεκινώντας επίσημα τον άνισο αγώνα. Στις πολλές μάχες που ακολούθησαν, ο κατακτητής, έχοντας την περίοδο εκείνη και πολλά άλλα προβλήματα να αντιμετωπίσει εσωτερικά και εξωτερικά της Αυτοκρατορίας του, η οποία έπασχε λόγω της κακής οργάνωσής της, δεν μπόρεσε τελικά να καταστείλει την επανάσταση των Ελλήνων και μετά από μια σειρά μεγάλες ήττες του  (Γραβιά, Βαλτέτσι, Δολιανά, Γράνα, Δερβενάκια, Ναύπλιο, Κεφαλόβρυσο, Μύλοι, Βέργα, Δηρός, Πολυάραβο, Αράχωβα, Δίστομο, Κερατσίνι, Πέτρα) δημιουργήθηκε το νεοελληνικό κράτος με πρώτο, και τελευταίο μεγάλο, κυβερνήτη του, τον Ι.Καπποδίστρια.

 

                 

                  25martiou1821Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης.

 

Το νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος, κερδίζοντας την σχετική αυτονομία του, σχετική και όχι απόλυτη, γιατί μετά τον Ι.Καπποδίστρια, όλες οι ηγεσίες που ακολούθησαν ήταν και είναι εξαρτημένες από ξένες δυνάμεις, άρχισε να καλλιεργεί ένα όραμα, που ήταν ζωτικό για την ανάπτυξή του, μετά την πολιτισμική καθήλωση του για πολλούς αιώνες λόγω της τουρκοκρατίας σε μια περίοδο μεγάλης ανάπτυξης στην Ευρώπη, μέχρι και την ώρα, σχεδόν ένα αιώνα μετά την απελευθέρωσή του, που πέτυχε τον διπλασιασμό των εδαφών του. Το όραμα αυτό ήταν όραμα της Μεγάλης Ελλάδας, της Ελλάδας των δύο Ηπείρων και πέντε Θαλασσών. Το 1897 έγιναν οι πρώτες επιχειρήσεις για επέκταση των ελληνικών εδαφών προς τα βόρεια, και στην Κρήτη, με τον τριακονταήμερο ελληνοτουρκικό πόλεμο, που απέβησαν όμως άκαρπες. Τελικά το όνειρο της απελευθέρωσης για τους κάτοικους της Βορείου Ελλάδας μέχρι την Ήπειρο και την Μακεδονία, και των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και της Κρήτης, έγινε πραγματικότητα το 1912 με τον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο, τον οποίο χρειάστηκε να ακολουθήσει και δεύτερος, καθώς μετά την νίκη οι  Βούλγαροι, με τους οποίους κατά τον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο οι Έλληνες και οι Σέρβοι ήταν σύμμαχοι, είχαν μετά τη νίκη αξιώσεις που ήταν πέρα από την αρχική συμφωνία. Και ήταν τότε η ώρα, όταν τα εδάφη της ελληνικής επικράτειας είχαν διπλασιαστεί, που το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας ήρθε να φανεί κοντά, τη στιγμή μάλιστα που μέσα σε μικρό διάστημα, το 1914, στην Ευρώπη ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και η Ελλάδα πιεζόταν από τις αντίπαλες δυνάμεις να υποστηρίξει, είτε τη  μια, την συμμαχία της Αντάντ, πολεμώντας στο πλευρό της, είτε την άλλη, τις Κεντρικές Δυνάμεις, τηρώντας στάση ουδετερότητας. Ένας επιτυχημένος συνασπισμός με τη μια παράταξη θα σήμαινε τότε ότι οι Έλληνες θα βρίσκονταν με το τέλος του πολέμου στο πλευρό του νικητή και θα άνοιγε ο δρόμος έτσι να διεκδικήσουν τα εδάφη της Μεγάλης Ελλάδας. Όμως τότε τέθηκε ένα αντικειμενικό τεραστίου μεγέθους ζήτημα, καθώς ο Ελληνισμός στα τουρκικά εδάφη, αλλά και όλοι οι άλλοι  χριστιανικοί πληθυσμοί εκεί, απειλούνταν με φοβερό διωγμό να εκριζωθούν από τους πατρογονικές εστίες τους, μετοικώντας όσοι γλιτώσουν το θάνατο στη χώρα των ομοεθνών τους ή αλλού, ως πρόσφυγες. Η αιτία αυτής της απειλής ήταν το κίνημα των Νεότουρκων που είχε εμφανιστεί από το 1908 και διεκδικούσε την εξουσία,  απαιτώντας την δημιουργία εθνικού τουρκικού κράτους, ενός κράτους που θα είναι απαλλαγμένο από αλλοεθνείς, και μάλιστα Χριστιανούς.

 

Στο κρίσιμο αυτό σημείο για την μετέπειτα ιστορική πορεία της Ελλάδος, όπου η  πολιτική στάση που θα τηρούσαν οι Έλληνες ήταν αποφασιστικής σημασίας και για το ελληνικό κράτος και το ελληνισμό της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δέσποζαν στην Ελλάδα οι δύο μεγάλες γνωστές ηγετικές μορφές, που είχαν πρωτοστατήσει και στα προηγούμενα μεγάλα γεγονότα των τελευταίων χρόνων, στους Βαλκανικούς πολέμους, ο αρχιστράτηγος και μετέπειτα βασιλιάς, Κωνσταντίνος ο Α΄, και ο πολιτικός και πολλές φορές πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος. Και ενώ στους Βαλκανικούς Πολέμους είχαν δώσει στον ελληνικό λαό την εντύπωση της άριστης συνεργασίας μεταξύ τους, που μέγας και θαυμαστός καρπός της ήταν ο διπλασιασμός της Ελλάδας, με το ξέσπασμα του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και το δίλλημα του τέθηκε για την Ελλάδα για συμμετοχή στο πλευρό της Αντάντ ή για ουδετερότητα,  άρχισε μεταξύ τους να εμφανίζεται άκρα ασυμφωνία, κάτω από την επιρροή των διαφορετικών αντίπαλων ξένων παρατάξεων με τις οποίες τασσόταν ο καθένας. Αυτή  σταδιακά κλιμακώθηκε σε μεγάλη διαμάχη με τη ευθαρσή προώθηση των ξένων δυνάμεων κατά τα δικαιώματα που τους έδιναν οι διαφωνούντες Έλληνες ηγέτες, οι οποίοι δε δίσταζαν να προσπαθούν να λύσουν τη διαφωνία τους  και με το να παραβαίνουν αλλεπάλληλες φορές το σύνταγμα και τα δικαιώματα του ελληνικού λαού, που είχε ήδη κουραστεί από τους προηγηθέντες πολέμους. Έφθασαν έτσι στα πρόθυρα μιας εμφύλιας αιματηρής σύγκρουσης, που ευτυχώς αποφεύχθηκε τελευταία στιγμή με την υποχώρηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Αυτή η μεγάλη εσωτερική διαμάχη, όπου η μια ελληνική παράταξη θεωρούσε την άλλη εχθρό της, πουλημένη και προδότρια, και αποτέλεσε μια κατάσταση που κατέληγε στη συλλογική παράνοια και στο θανάσιμο μίσος, περιγράφεται με την ονομασία ‘Εθνικός Διχασμός’, που πληρώθηκε, και ακόμα ως τώρα πληρώνεται, με ακριβό τίμημα από τον Ελληνικό λαό.  Τελικά η Ελλάδα, καθοδηγούμενη πλέον από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μετά την εξόριση του αντιπάλου του, πήρε μέρος στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο συμμαχώντας με την Αντάντ κατά την επιλογή του, πράγμα που οδήγησε την Ελλάδα να βρίσκεται στο πλευρό των νικητών μετά το τέλος του πολέμου το 1918. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απόσπαση της δυτικής Θράκης από τη Βουλγαρία ως τμήμα της Ελλάδας πλέον με τη συνθήκη του Νεϊγύ, και  την παράδοση στην ελληνική διοίκηση της ανατολικής Θράκης, εκτός από την περιοχή της Κωνσταντινούπολης, και της ζώνης της Σμύρνης στη δυτική Μικρά Ασία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη συνθήκη των Σερβών. Ωστόσο ο Σουλτάνος, ο οποίος είχε υπογράψει την συνθήκη των Σερβών, παρέμενε ο επικυρίαρχος των περιοχών αυτών, αν και μετά από μια πενταετία παρεχόταν η δυνατότητα, μέσω δημοψηφίσματος στις περιοχές αυτές που είχαν παραδοθεί στους Έλληνες,  να περιέλθουν οριστικά αυτές στην επικράτεια της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, και η Ιταλία, με ξεχωριστή συμφωνία δεχόταν την απόδοση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. Ο ελληνικός στρατός, ήδη πριν να υπογραφεί η συνθήκη των Σερβών το καλοκαίρι του 1920, είχε καταλάβει αυτές τις περιοχές από την άνοιξη του 1919, μετά από εντολή της κυβέρνησης του Ελευθέριου Βενιζέλου, με την υποστήριξη των νικητών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίοι είχαν ήδη αποφασίσει τη συνθήκη των Σερβών και επρόκειτο να την εφαρμόσουν επί της ηττημένης Τουρκίας.

 

Ωστόσο, αν και υπογράφτηκε τελικά ακόμα και από τον Σουλτάνο η συνθήκη των Σερβών,  ωστόσο δεν επικυρώθηκε επίσημα ποτέ, σχεδόν από καμιά από τις πλευρές που την υπέγραψαν, μη έχοντας αναγνωριστεί από το κίνημα των Νεότουρκων, που είχε αρχηγό τον Μουσταφά Κεμάλ, και διεκδικούσαν να πάρουν την εξουσία από τον Σουλτάνο, αρχίζοντας και την ετοιμασία για πόλεμο εναντίον των συμμάχων της Αντάντ και των Ελλήνων. Η ελληνική κυβέρνηση πήρε την μεγάλη απόφαση να αντιμετωπίσει την απειλή των Νεότουρκων,  με σκοπό  να πετύχει την εφαρμογή αυτών που όριζε η συνθήκη των Σερβών, που έκαναν πραγματικότητα το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας, και να υπερασπιστεί τους ελληνικούς πληθυσμούς στα εδάφη της έως τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την άδικη και φοβερή τουρκική εκδίωξή τους, με την κλιμάκωση του πολέμου και την γενίκευση του στην Μικρασιατική ενδοχώρα, μέχρι την γραμμή που σύμφωνα με τη συνθήκη των Σερβών μπορούσαν να προχωρήσουν τα ελληνικά στρατεύματα, αλλά και πέρα από αυτή. Έτσι, οι Έλληνες στρατιώτες ξαναβρέθηκαν στο μέτωπο ενός μεγάλου πολέμου, συνεχώς βρισκόμενοι στα όπλα από το 1912, κάνοντας ένα αγώνα, ο οποίος ήταν από πολλούς αναγνωρισμένους μεγάλους στρατιωτικούς, μεγάλου βαθμού αμφισβητήσιμης  προοπτικής για επιτυχία. Και όλα αυτά από μια ελληνική κυβέρνηση, που μόλις τρία χρόνια πριν αποτελούσε τη μια από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις που προκάλεσαν τον Εθνικό Διχασμό, προκαλώντας την μεγάλη δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού, ο οποίος δεν είχε καταφέρει ακόμα να ζήσει την περίοδο ειρήνης που χρειαζόταν, με αποτέλεσμα να την ποθεί ακόμα πιο πολύ. Και μάλιστα  επανήλθε στην εξουσία η κυβέρνηση αυτή, χωρίς να επαναλάβει τις εκλογές.

 

Η ελληνική κυβέρνηση όμως, που ξεκίνησε την μεγάλη αυτήν εκστρατεία στην Μικρά Ασία, προκειμένου να πετύχει αυτό που επεδίωκε εξ αρχής, και γι αυτό το λόγο πήρε μέρος και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου και μετά τη νίκη σε αυτόν είχε πιστέψει προς στιγμή πως το κατάφερε, καθώς όλα αυτό έδειχναν, ενώ επανερχόμενη στην εξουσία μετά τα γεγονότα που οδήγησαν στον Εθνικό Διχασμό δεν έκανε εκλογές, αυτές τις εκλογές που δεν είχε κάνει, αποφάσισε, πιεσμένη από την δυσαρέσκεια του κόσμου που έφτασε ως την απόπειρα δολοφονίας του πρωθυπουργού της, να τις κάνει.…λίγο μετά την έναρξη της μικρασιατικής εκστρατείας. Οι εκλογές στη διάρκεια μεγάλης στρατιωτικής εκστρατείας ήταν ένα μεγάλο εγκληματικό πολιτικό λάθος, που μετά την ήττα της κυβέρνησης αυτής, μπήκε αυτό αρχή για την παταγώδη αποτυχία της εκστρατείας. Θα μπορούσε να είχε βγει από την ασφυκτική κατάσταση στην οποία βρισκόταν αυτή η κυβέρνηση, με την άνοδο στο βασιλικό θρόνο στη θέση του Αλεξάνδρου, που τον αποδέχονταν οι συμμαχικές δυνάμεις, αλλά πέθανε απρόσμενα, το μεγαλύτερο αδελφό του, τον Γεώργιο, με τη μεσολάβηση της συγγενικής του βασιλικής οικογένειας της Ρουμανίας, πείθοντας τις συμμαχικές δυνάμεις περί αυτού, μια λύση που την είχε σκεφτεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αλλά δυστυχώς ποτέ δεν θέλησε να την εφαρμόσει. Παράλληλο δεύτερο μεγάλο εγκληματικό λάθος της κυβέρνησης αυτής ήταν η ανάθεση της διοίκησης της Σμύρνης, μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού εκεί, σε αρμοστή, που λίγα ήξεραν και ξέρουν περί αυτού ως τώρα οι Έλληνες, που απόδειξε με λόγο και με έργο από την πρώτη κιόλας στιγμή ότι δεν κρύβει μέσα του ούτε στίγμα αγάπης προς την πατρίδα Ελλάδα και τους συμπατριώτες Έλληνες, και αυτό το λάθος το πλήρωσαν ακριβά, και η Ελλάδα και οι Έλληνες. Ήταν ο Αριστείδης Στεργιάδης, που αποδείχτηκε ισάξιος του Εφιάλτη της αρχαίας Ελλάδας. Μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση της αντιπολίτευσης που ανέλαβε, αποδείχτηκε στο Μικρασιατικό ζήτημα, χειρότερη από την προηγούμενή της, συνεχίζοντας την πολεμικές επιχειρήσεις στην Μικρά Ασία, της στιγμή που είχε υποσχεθεί προεκλογικά στον δυσαρεστημένο ελληνικό λαό ότι θα επέστρεφε από τον πόλεμο τους ταλαιπωρημένους στρατιώτες, που πολεμούν από το πρώτο Βαλκανικό πόλεμο. Ένα μεγάλο λάθος της νέας κυβέρνησης ήταν η αντικατάσταση των αποδεδειγμένα, από τους επιτυχείς πολέμους ως εκείνη την στιγμή, ικανών στρατηγών του στρατού από άλλους δικούς της, οι οποίοι δεν ήταν δοκιμασμένοι και έμπειροι στους πολέμους, αν και τον  έλεγχο του στρατού στη Σμύρνη τον ανάθεσε στο Βασιλιά Κωνσταντίνο, που τον επανέφερε στο θρόνο. Αυτή η αλλαγή είχε μεγάλη σημασία, γιατί ο ελληνικός στρατός τότε βασιζόταν κυρίως σε αξιωματικούς της προηγούμενης κυβέρνησης του Βενιζέλου και, μέσα στο κλίμα του εθνικού διχασμού, η αντικατάσταση των στρατηγών από βασιλικούς στρατηγούς δεν ήταν προς όφελος του, αλλά αποτελούσε συντελεστή αποδυνάμωσής του. Τότε μάλιστα ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ακριβώς τη στιγμή που τον χρειαζόταν η Ελλάδα να την βοηθήσει με τις διπλωματικές ικανότητές του όπως μπορεί, έστω και εκτός βουλής που ήταν, στο μεγάλο αυτό εγχείρημα της μικρασιατικής εκστρατείας που εκείνος το είχε ξεκινήσει, εφόσον δεν ήταν ο ίδιος πια κυβερνήτης για να αποφασίζει, την εγκατέλειψε φεύγοντας για το Παρίσι.

 

Η αντίστροφη μέτρηση στην πραγματικότητα είχε ήδη αρχίσει, με την Ελλάδα να χάνει σταδιακά την στήριξη των συμμάχων της Αντάντ, που είχε ως εκείνη τη στιγμή, οι οποίοι βρήκαν πρόφαση την αλλαγή της ελληνικής κυβέρνησης και την επάνοδο του Βασιλιά, για να αρχίσουν όχι μόνο να μας εγκαταλείπουν, αλλά και να τάσσονται μυστικώς στο πλευρό των ….ηττημένων αντιπάλων του πολέμου, των Τούρκων. Τα οφέλη τους υποστηρίζοντας το συνεχώς όλο και περισσότερο καλά εδραιώμενο κίνημα των Νεότουρκων, με αρχηγό του τον Κεμάλ και έδρα του την Άγκυρα, ήταν προφανή, αφού άρχισε να διαφαίνεται ότι σύντομα θα υπερίσχυε του Σουλτάνου και θα ίδρυε τουρκικό κράτος. Πρώτοι αναχώρησαν από  την Μικρά Ασία οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, σταματώντας οποιαδήποτε στήριξη στην Ελλάδα, ενώ αντιθέτως ενίσχυαν τον τουρκικό στρατό, ο οποίος, μετά και την λήξη του πολέμου με τη Ρωσία για τα εδάφη της Αρμενίας και την απελευθέρωση των δυνάμεών του από εκεί, άρχισε να ενδυναμώνει πολύ. Τελευταίοι να στηρίζουν την Ελλάδα, εγκαταλείποντάς την αργότερα κι αυτοί, έμειναν οι Άγγλοι, που κι αυτοί δεν την στήριζαν στρατιωτικά ή οικονομικά, γιατί έτσι θα έρχονταν σε ρήξη με τους άλλους συμμάχους τους που είχαν αλλάξει πολιτική, αλλά, και αυτή την κοινή πολιτική τους με την Ελλάδα την εφάρμοζαν εξυπηρετώντας τα συμφέροντά τους βέβαια, και όχι επειδή ενδιαφέρονταν για το ελληνικό συμφέρον. Απλά….συμφωνούσαν μαζί της και φρόντιζαν να ‘συμβουλεύουν’ την ελληνική κυβέρνηση, που τους άκουγε κατά γράμμα, μέχρι λίγο πριν.…την καταστροφή. Και δεν έφταναν όλα αυτά, αλλά και στη Ρωσία οι ηγέτες του διεθνή κομμουνισμού που πήραν την εξουσία θεώρησαν ότι η ελληνική επιχείρηση στην Τουρκία, όπως και αυτή εναντίον τους στην Ουκρανία, είχε ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα και έγιναν βοηθοί του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος προκειμένου να αποτρέψει την επιτυχία αυτής, στέλνοντας τόσο στρατιωτική, όσο και οικονομική βοήθεια.

 

Η ελληνική κυβέρνηση δεν δίστασε παρά την αλλαγή στάσης των συμμάχων, με σκοπό της την νίκη κατά του ηγέτη των Τούρκων και τον εκβιασμό του έτσι σε διαπραγματεύσεις, να προχωρήσει μόνο με το στρατό της στα ενδότερα της Μικράς Ασίας, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε δύο πρώτες ήττες στις μάχες του Ινονού  στους πρώτους μήνες του 1921. Τελικά όμως, μετά την αποβίβαση του Βασιλιά Κωνσταντίνου στη Σμύρνη στη συμβολική ημερομηνία της 29 Μαΐου, της ημέρας της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, ο ελληνικός στρατός μπόρεσε να προχωρήσει, και στα τέλη Ιουλίου κατάφερε να βρίσκεται προ της Αλμυρής Ερήμου, που οδηγεί προ των πυλών της Άγκυρας.  Μετά από ευρεία στρατιωτική σύσκεψη που έγινε και την απόφαση που λήφθηκε για κατάληψη της Άγκυρας, με τη πεποίθηση ότι έτσι θα αναγκαστεί ο Κεμάλ να συνθηκολογήσει, η μεγάλη ελληνική στρατιά, αποτελούμενη από εκατόν είκοσι  χιλιάδες άντρες, προέλασε μέσα από την Αλμυρή Έρημο κάτω από τις καυτές ακτίνες του ήλιου του καλοκαιριού, κινούμενη αντίθετα από τη κατεύθυνση των μικρασιατικών παράλιων, στα όποια βρίσκονταν ελληνικές δυνάμεις, με τις οποίες έπρεπε να βρίσκεται σε επαφή και να ανεφοδιάζεται από αυτές. Οι Έλληνες στρατιώτες, μετά την εξάντληση της πορείας τους προς τα εκεί, χρειάστηκε να δώσουν με τους Τούρκους μια μάχη που διήρκησε μέσα στον καυτό Αύγουστο είκοσι δύο μέρες συνεχόμενα, την γνωστή μάχη του Σαγγάριου, και παρόλη την κούραση και την πείνα και δίψα, κατάφεραν με τον ηρωικό αγώνα τους  να σπάσουν και τις τρεις αμυντικές εχθρικές ζώνες, πέφτοντας στο πεδίο μάχης χιλιάδες νεκροί με τις τουρκικές απώλειες πολύ περισσότερες,  και έμεινε να κάνουν την τελική επίθεση στην Άγκυρα. Όμως μετά την σκληρή πολυήμερη μάχη που είχαν δώσει κατά των Τούρκων, οι οποίοι πολεμούσαν λυσσαλέα καθώς κινδύνευαν να τα χάσουν όλα, η στρατιωτική ηγεσία διαπίστωσε, ακριβώς τη στιγμή που ο Τούρκος ηγέτης λέγεται ότι ήταν έτοιμος να  οπισθοχωρήσει, ότι δεν αρκούν οι δυνάμεις της για το τελευταίο αυτό βήμα. Κατάλαβε επίσης ότι και στην Άγκυρα να έμπαιναν, λόγω της δυσκολίας ανεφοδιασμού σε αυτή την μεγάλη απόσταση από τα παράλια, στο χειμώνα που θα ερχόταν μετά το καλοκαίρι με ραγδαίες καταιγίδες, θα απομονώνονταν χωρίς ανεφοδιασμό. Έτσι, μετά από επικοινωνία με την ελληνική κυβέρνηση αποφασίστηκε η αμυντική εγκατάσταση της στρατιάς στη γραμμή της Συνθήκης των Σεβρών (Κίο Προποντίδας –  Εσκί Σεχίρ (ανατολικά) – Σεϊντί Γαζί (ανατολικά) – Αφιόν Καραχισάρ (ανατολικά) – Ακάρ Νταγ (ανατολικά) –  θάλασσα (δια δεξιάς όχθης του Μαιάνδρου Ποταμού)), που είχε συνολικό μήκος 740 χιλιομέτρων.  

 

 

xarths-2-saggarioΣτο χάρτη σημειώνονται οι θέσεις της ελληνικής στρατιάς μετά τη μάχη στο Σαγγάριο.

 

Σε αυτή την αμυντική γραμμή, η ελληνική στρατιά καθηλώθηκε για ένα ολόκληρο έτος, και ο χρόνος που ήταν σημαντικός και πολύτιμος, περνούσε άπρακτα και ανεκμετάλλευτα από την ελληνική πλευρά, σύμφωνα και με την παρότρυνση των Άγγλων να μην επιστρέψει πίσω ο στρατός, τη στιγμή μάλιστα που δεν υπήρχε καμιά οικονομική δυνατότητα από την Ελλάδα να συντηρηθεί, με τα ξένα κράτη να αρνούνται οποιοδήποτε οικονομική ενίσχυση μη δανείζοντάς μας, και το ίδιο αρνούταν και … η Αγγλία, η ‘σύμμαχος και σύμβουλος’ μας. Αυτό τελικά, ανάγκασε τον Έλληνα πρωθυπουργό να επινοήσει την πρωτόγνωρη λύση  της  διχοτόμησης  του  νομίσματος, με  το  μισό  να  μένει κέρδος στο στρατό, ώστε να αποφύγει έτσι κι άλλη υποτίμησή του. Την άνοιξη μάλιστα του 1922, μετά από επιδείνωση της υγείας του, ο Βασιλιάς επέστρεψε στην πρωτεύουσα της Ελλάδας.  Αντίθετα, τον χρόνο τον εκμεταλλεύτηκε με το παραπάνω η τουρκική πλευρά,  ανεφοδιαζόμενη μυστικώς από Ρώσους, Ιταλούς και Γάλλους και στρατολογώντας συνεχώς περισσότερους νέους άντρες που αναγνώριζαν τον Κεμάλ, ως τον νέο ηγέτη της Τουρκίας. Η μόνη προσπάθεια από την ελληνική πλευρά ήταν να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και να μπορέσει έτσι  να  εκβιάσει τους Τούρκους και να αποτρέψει τον κίνδυνο που υπήρχε σε αυτή την κρίσιμη κατάσταση. Όμως ακόμα και σε αυτή τη προσπάθειά της βρήκε πάλι εμπόδιο….τους συμμάχους της Αντάντ, και μάλιστα την Αγγλία που της το απαγόρευσε ρητά με τη μορφή απειλής. Βέβαια προτάθηκε στην ελληνική κυβέρνηση και η δημιουργία από τους ομογενείς του Πόντου δικού τους στρατού, επιστρατεύοντας τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, όπου το μόνο που χρειαζόταν από την Ελλάδα ήταν να τους προμηθεύσει με τους απαραίτητους αξιωματικούς, οι οποίοι υπήρχαν και ήταν πρόθυμοι να προσφερθούν, και έτσι σε περίπτωση αποτυχίας της Μικρασιατικής Εκστρατείας, να μπορέσουν μετά να αντισταθούν και να σταματήσουν τη μανία των Τούρκων, χωρίς να τους παραδοθούν ανυπεράσπιστοι, και έτσι να επιδιώξουν την αυτονομία τους. Όμως η Ελληνική Κυβέρνηση δεν ανταποκρίθηκε σε μια τέτοια προσπάθεια, δίνοντας την εντύπωση ότι μια τέτοια  ιδέα αυτονόμησης των Ποντίων, χωρίς να εμπλέκεται η Ελλάδα, δεν την έβρισκε σύμφωνη. Μάλιστα κάποιοι, όπως ο αρμοστής της Σμύρνης, έκαναν και τα πάντα να αποτρέψουν την πραγματοποίηση αυτής της πρότασης, που ίσως και να είχε τελικά αποβεί σωτήρια για τους  Έλληνες της Μικράς Ασίας.

 

Ο Αύγουστος του 1922 βρήκε τους  Έλληνες στρατιώτες με πεσμένο το ηθικό, καθώς βρίσκονταν συνεχώς επί ένα έτος απειλούμενοι από τον εχθρικό στρατό, ο οποίος δεν έπαυσε να τους παρενοχλεί, προκαλώντας τους περισσότερες φθορές και ταλαιπωρίες, βρισκόμενοι σε μεγάλη απόσταση από τα παράλια, με αποτέλεσμα ο ανεφοδιασμός και η λήψη ενισχύσεων που μπορούσαν να γίνουν από τις παράλιες περιοχές να είναι δύσκολος, ενώ την ίδια στιγμή δεν έρχονταν οι απαραίτητες ενισχύσεις που έπρεπε να στείλει η ελληνική κυβέρνηση. Αυτός μάλιστα ήταν και ο λόγος, που οδήγησε τον αρχιστράτηγο Α.Παπούλα να παραιτηθεί και να αντικατασταθεί από ένα θεωρητικό στρατηγό που δεν είχε επαφή με το μέτωπο του πολέμου, τον Γ.Χατζηανέστη, και αυτό  επιβάρυνε την ήδη πολύ δύσκολη κατάσταση που βρισκόταν ο στρατός. Καθοριστικός παράγοντας που οδήγησε στη πτώση του ηθικού του βαριά καταπονημένου ελληνικού στρατού, είναι και η μεταφορά του εθνικού διχασμού μέσα στο  στρατόπεδο, είτε με την ασυμφωνία μεταξύ των Βενιζελικών-Βασιλικών αξιωματικών, είτε με την προπαγάνδα από το αντίπαλο στρατόπεδο  που φρόντιζε να φτάσουν στα χέρια των Ελλήνων στρατιωτών ελληνικά φυλλάδια και εφημερίδες, οι οποίες χρηματοδοτούμενες από ξένες μυστικές υπηρεσίες δημοσίευαν άρθρα, τα οποία σκοπό είχαν να εντείνουν το διχασμό των Ελλήνων.  Και ενώ η οργάνωση του ελληνικού στρατού  είχε παραμεληθεί (είχε γίνει και το σφάλμα οι επικοινωνίες να έχουν οργανωθεί με καλώδια επί στύλους, που εύκολα μπορούσαν να καταστραφούν από το εχθρικό στρατό, όπως και έγινε), το πιο τραγικό ήταν ότι η ελληνική ηγεσία είχε αφεθεί εντελώς απληροφόρητη και ούτε καν υποψιαζόταν τις εξελίξεις στο αντίπαλο στρατόπεδο, το οποίο ενδυναμώνονταν συνεχώς, και το οποίο από τη μεριά του γνώριζε άριστα σε τι κατάσταση βρίσκεται το ελληνικό στράτευμα.

 

 Τότε, ενώ είχαν έτσι τα πράγματα για τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, τα ξημερώματα της 13 Αυγούστου (με το παλιό ημερολόγιο, δηλαδή  26  Αυγούστου  με το νέο ημερολόγιο) εκδηλώθηκε  μεγάλη  αντεπίθεση των Τούρκων στo σημαντικότερο σημείο  εγκατάστασης του ελληνικού στρατού, στο Αφιόν Καραχισάρ, που ήταν κέντρο ανεφοδιασμού. Λόγω της αναξιότητας κάποιων  αξιωματικών να πάρουν εγκαίρως σωστές αποφάσεις αντεπίθεσης ή άμυνας και να κινηθούν γρήγορα να τις εφαρμόσουν, να επικοινωνήσουν με τα υπόλοιπα τμήματα του στρατού (το δίκτυο των επικοινωνιών ως εύκολος στόχος που ήταν είχε καταστραφεί από τις εχθρικές δυνάμεις) για να μπορέσουν να αλληλοστηριχτούν, να αγωνιστούν με ηρωισμό να μπορέσουν να αναχαιτίσουν τον εχθρό και να ματαιώσουν τα σχέδιά του, εξ αιτίας αυτών των λόγων, ο στρατός όχι μόνο δεν μπόρεσε να αποκρούσει την τούρκικη αντεπίθεση, αλλά και ούτε μπόρεσε να υποχωρήσει με τάξη. Έτσι πρώτα διαλύθηκε το Α΄ Σώμα Στρατού με επικεφαλή τον Νικόλαο Τρικούπη, που δέχτηκε την τουρκική επίθεση στο Αφιόν Καραχισάρ, γιατί ο στρατηγός του αυτός άργησε να αντιδράσει με αντεπιθέσεις και έχοντας διακοπεί και οι επικοινωνίες, ο αγώνας πήρε δυσμενή εξέλιξη. Όταν βρέθηκε και περικυκλωμένος από το ιππικό, ο Τρικούπης διέταξε  σύμπτυξη εν ημέρα κάτω από τη παρακολούθηση της ηγεσίας των Τούρκων, η οποία την μετάτρεψε σε κατάρρευση και έτσι διαρρήχτηκε το μέτωπο. Και ενώ του Τρικούπη του δόθηκε η ευκαιρία λαμβάνοντας μήνυμα από αγγελιοφόρο να συναντήσει τις ελληνικές δυνάμεις του στρατηγού Φράγκου  στο Τουμλού Μπουνάρ, που τον περίμενε για λίγο αμυνόμενος, και να ενωθεί μαζί τους, αρνήθηκε να το κάνει, πράγμα που τον οδήγησε να δώσει άνιση μάχη λίγο αργότερα και να συντριβεί. Τελικά, με τα υπολείμματα του στρατού του, αφού περιπλανήθηκε λίγες μέρες, βρέθηκε περικυκλωμένος από Τούρκους, και χωρίς διάθεση να αντισταθεί, τους παραδόθηκε.  Ήταν πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία που παραδόθηκε υψηλόβαθμος αξιωματικός με τους αξιωματικούς του και του οπλίτες του. Αργότερα ο Ν.Τρικούπης επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου έγραψε και βιβλίο περιγράφοντας τι συνέβη τότε, όμως την ντροπή της παράδοσής του μετά από σειρά λαθών του που προσπαθεί να τα δικαιολογήσει στο βιβλίο του και να τα ρίξει σε άλλους, δεν μπορεί να την ξεπλύνει έτσι, γιατί η ευθύνη του για την πατρίδα δεν βρισκόταν στη συγγραφή βιβλίων, αλλά, όπως και άλλων, βρισκόταν στο να αγωνιστεί ηρωικά για την πατρίδα στο πεδίο της μάχης. Από τη πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης,  μέχρι που αιχμαλωτίστηκε ο Ν.Τρικούπης υπήρχε παντελή άγνοια της διάλυσης του στρατού, που την ακολούθησε και η  παράδοση και αιχμαλώτισή του ιδίου, και τον διόρισε τότε…αρχιστράτηγο του στρατού στη θέση του απόντα από το μέτωπο πρώην αρχιστράτηγου, που το μόνο που έκανε ήταν θεωρητικά σχέδια από μακριά. Και αυτόν τον διορισμό του Τρικούπη, του τον ανακοίνωσε την επομένη αυτοπροσώπως ο …Κεμάλ. Επομένως ο αιχμάλωτος των Τούρκων δεν ήταν απλά ένας στρατηγός, αλλά ο αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού, πράγμα που πιστοποιούσε τη διάλυση αυτού.

 

Τα υπόλοιπα τμήματα του στρατού έτρεξαν να φτάσουν στα παράλια για να περάσουν με πλοία στα ελληνικά νησιά (μάλλον σαν  μπουλούκι πια και όχι στρατός, προβαίνοντας πολλές φορές σε  ωμότητες κατά του Τουρκικού πληθυσμού, όπου και αξιωματικοί ακόμα διέταξαν να βάλλουν πυροβόλα κατά τούρκικων χωριών τα οποία δεν τους δέχτηκαν). Στη προσπάθειά τους να φτάσουν στα παράλια, πολλά  παγιδεύτηκαν στο δρόμο από τους Τούρκους, κι αν είχαν ικανούς και άξιους αξιωματικούς, αλλά και αν είχαν δυνάμεις και εφόδια, όσο μπορούσαν τους αντιμετώπισαν. Διαφορετικά, παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση. Ευτυχώς, χάρη σε κάποιους έμπειρους και ηρωικούς αξιωματικούς, όπως ο Νικόλαος Πλαστήρας και ο Στ. Γονατάς, που παρέμειναν ψύχραιμοι και καθοδηγούσαν σωστά τους στρατιώτες υποχωρώντας με τάξη, καλύπτοντας και τους υπόλοιπους όσο μπορούσαν που υποχωρούσαν άτακτα, κατάφερε να σωθούν, όσοι στρατιώτες και αξιωματικοί του ελληνικού στρατού σώθηκαν, χωρίς να παραδοθούν στην Μικρά Ασία. Κατά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, τον ακολούθησαν και πολλοί Έλληνες της Μικράς Ασίας, αφού φοβόντουσαν την αντίδραση με μένος των Τούρκων, και έτσι τελικά κατάφεραν να σωθούν μεταβαίνοντες ως πρόσφυγες μαζί με τον στρατό στα ελληνικά νησιά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες, ο Ελληνικός στρατός είχε μόνο την Σμύρνη υπό τον έλεγχό του.

 

Στις 27 Αυγούστου (9 Σεπτεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) ο τουρκικός στρατός μπήκε στην Σμύρνη, την οποία οι ελληνικές αρχές είχαν εγκαταλήψει την προηγούμενη μέρα, ενώ ο ελληνικός στρατός την είχε εγκαταλήψει πριν τρείς μέρες, ουσιαστικά λήγοντας έτσι αυτόν τον πόλεμο, και κατέλαβε αυτήν. Μπαίνοντας στην πόλη ο τουρκικός στρατός κατακρεούργησε εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων Μικρασιατών, άνδρες, γυναίκες και δεν χάρισαν τη ζωή ούτε στα παιδιά. Οι νικητές προέβησαν σε κτηνώδεις βιαιοπραγίες κατά του χριστιανικού πληθυσμού όλης της Μικράς Ασίας, ενώ οι ελληνικές και αρμενικές συνοικίες της Σμύρνης τυλίχθηκαν ολόκληρες στις φλόγες, οι οποίες έκαιγαν για τέσσερις μέρες μέχρι να τις κατακάψουν ολοσχερώς. Οι καταδιωκόμενοι Χριστιανοί αναζητούσαν απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής προς το Αιγαίο, χωρίς να βρίσκουν, αφού τα ελληνικά καράβια, που μπορούσαν να τους παραλάβουν για να τους μεταφέρουν στα ελληνικά νησιά και στην ηπειρωτική Ελλάδα, είχαν τεθεί για την μεταφορά του στρατού από την Χίο και τη Μυτιλήνη στην Αθήνα, λόγω της στρατιωτικής επανάστασης που ξέσπασε στα νησιά αυτά δύο μέρες πριν την πυρπόληση της Σμύρνης, καθώς τα διασωθέντα τμήματα του στρατού με τους αξιωματικούς τους επέστρεφαν στην Ελλάδα, προκειμένου  να γίνουν κατ΄ επειγόντως άμεσες αλλαγές στην ελληνική κυβέρνηση κάτω από την μεγάλη ανάγκη αυτής της κρίσιμης ώρας για την Ελλάδα. Βέβαια, παρόν ήταν πολλά συμμαχικά πλοία, τα οποία όμως τους παρακολουθούσαν αδιάφορα (με λίγες μόνο εξαιρέσεις), καθώς είχαν διαταχθεί από τους ηγέτες τους των δυνάμεων στις οποίες ανήκαν, τους …συμμάχους μας στο πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, να τηρήσουν στάση αυστηρής ουδετερότητας μπροστά στη σφαγή, όπου όχι μόνο δεν εμπόδισαν τους Τούρκους να ικανοποιήσουν την δίψα τους για αίμα, που θα ήταν πολύ εύκολο να το κάνουν αναίμακτα με προειδοποιητικές βολές, αλλά ακόμα και τους Έλληνες που προσπαθούσαν και μπορούσαν να διαφύγουν μέσω της θαλάσσης, όχι μόνο δεν φρόντιζαν να τους περισυλλέξουν, αλλά και καταγράφηκαν περιπτώσεις, όπου οι άνδρες των πληρωμάτων τους, ράβδιζαν τα χέρια των  χριστιανών που τους ικέτευαν να τους ανεβάσουν στα καταστρώματα τους για να σωθούν.  Παρόμοια τραγικά περιστατικά είχαν καταγραφεί και αλλού, όπως στα Μουδανιά, όπου οι Γάλλοι σταμάτησαν τους Έλληνες που προσπαθούσαν να διαφύγουν από τις τουρκικές δυνάμεις που τους κατεδίωκαν, κοντά στα παράλια όταν κόντευαν να διαφύγουν και τους παρέδωσαν στους διώκτες τους. Αυτοί, με τους οποίους η ελληνική ηγεσία θέλησε να συμμαχήσει και να τους βάλει και αφεντικά της, προκειμένου να μπορέσει να πετύχει την πραγματοποίηση του οράματος της Μεγάλης Ελλάδας και τη διάσωση του ελληνικού στοιχείου στα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που προς στιγμή πίστεψε ότι το πέτυχε όταν υπόγραψαν αυτοί την Συνθήκη των Σερβών, που αποσκοπούσε ακριβώς σε αυτό, αυτοί οι ίδιοι τώρα γίνονταν σύμμαχοι των διωκτών του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού γενικά, και βοηθούσαν τους Τούρκους στο έργο τους, είτε με την παθητική τους στάση, είτε και μετέχοντας ενεργητικά.

 

Η πολιτική που ακολούθησαν οι ηγέτες της Ελλάδας και ξεκίνησε στηριζόμενη στην υποτιθέμενη συμπαράσταση των ξένων δυνάμεων, κατά τις υποσχέσεις που έδωσαν αρχικά, χωρίς να αλλάξει η πολιτική αυτή μετά την εγκατάλειψή μας από αυτούς, και η οποία είχε ως αποκορύφωσή της την πραγματοποίηση της μικρασιατικής εκστρατείας, είχε αποτύχει παταγωδώς με κατάληξη την μικρασιατική καταστροφή. Το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας έσβησε οριστικά, αλλά η οδυνηρότερη, ασύγκριτα μεγαλύτερης βαρύτητας, πληγή για τον Ελληνισμό ήταν ότι, μετά και την αποτυχημένη επιχείρηση στην Μικρά Ασία, αναπότρεπτα πια, ξεριζώθηκε το ελληνικό στοιχείο από τις πατρογονικές του εστίες στη Μικρά Ασία,  μετά από χιλιάδων χρόνων ιστορία εκεί. Το μόνο που είχε καταφέρει η Ελλάδα μετά τη συμμετοχή της στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν να προεκτείνει τα σύνορά της μέχρι και τη Δυτική Θράκη, όπως όριζε η Συνθήκη της Λωζάννης. Πέτυχε επίσης την διάσωση του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, αλλά πρόσκαιρα, για τριάντα περίπου χρόνια ακόμα, μέχρι που οι Τούρκοι να αποφασίσουν να μη τηρήσουν ούτε την συμφωνία αυτή, και με το γνωστό τους τρόπο να τους διώξουν και αυτούς τους Έλληνες (Σεπτεμβριανά του 1955). Την εξουσία στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας, καθώς βρισκόταν στο τέλος η καταστροφή της Σμύρνης, στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, την ανέλαβαν στρατιωτικοί μετά από επανάσταση στη Χίο και στη Μυτιλήνη, την οποία μέσα σε τέσσερις μέρες μετέφεραν στην Αθήνα  (πρωτεργάτες της  Επαναστατικής Επιτροπής ήταν οι Συνταγματάρχες : Νικόλαος Πλαστήρας,  ως εκπρόσωπος του στρατού της Χίου, και  Στυλιανός Γονατάς,  ως εκπρόσωπος του στρατού της Λέσβου , και ο  Αντιπλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς, ως εκπρόσωπος του Ναυτικού). Ο Βασιλιά Κωνσταντίνος ο Α΄ έφυγε στην Ιταλία και τη θέση του πήρε ο γιός του Γεώργιος ο Β΄, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε τη διεθνή εκπροσώπηση της Χώρας . Αμέσως τότε συστήθηκε έκτακτο στρατοδικείο, γνωστό και ως η δίκη των 6, με πρόεδρο τον στρατηγό Αλ. Οθωναίο, όπου δικάστηκαν 8 στελέχη της τότε κυβέρνησης κατηγορούμενοι για εσχάτη προδοσία, το οποίο και ολοκληρώθηκε αυθημερόν με συνοπτικές διαδικασίες, λαμβάνοντας ως απόφαση, χωρίς να αποδειχθεί η ενοχή των κατηγορουμένων, την καταδίκη σε θάνατο των 6: Δ. Γούναρη, Ν. Θεοτόκη, Γ. Χατζηανέστη, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Στράτου, στις 28 Νοεμβρίου 1922. Η απόφαση εκτελέστηκε την ίδια μέρα, προκαλώντας αντιδράσεις τόσο εντός της Χώρας, όσο και στο εξωτερικό, και μετά από 88 χρόνια, το 2010, οι καταδικασθέντες αθωώθηκαν μετά θάνατο από τον Άρειο Πάγο.

 

                

dikh-eksΣτη φωτογραφία οι πρωτεργάτες της  Επαναστατικής Επιτροπής :  Συνταγματάρχες Νικόλας Πλαστήρας (δεξιά),  και  Στυλιανός Γονατάς (κέντρο),  και ο πολιτικός σύμβουλος της επανάστασης Γεώργιος Παπανδρέου ο πρεσβύτερος (αριστερά ).

 

Κατά την μικρασιαστική καταστροφή, εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων χάθηκαν (πάνω από 600.000 Έλληνες, με  25.000 νεκρούς και τραυματίες στρατιώτες)  και πάνω από 1,5 εκατομμύριο Έλληνες (1.650.000) εγκατέλειψαν το τόπο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν για να μεταναστεύσουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες (αντίθετα, από την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, οι Τούρκοι που έφυγαν ήταν μόνο μισό εκατομμύριο περίπου), με τη Σμύρνη, το μεγάλο αυτό κέντρο του ελληνικού πολιτισμού, να τη κατακάψουν οι Τούρκοι, μπροστά στα μάτια Ελλήνων, Ευρωπαίων και Αμερικανών. Στο Παράρτημα Α παρακάτω ακολουθούν μερικές περιγραφές σφαγών και εγκλημάτων, που διέπραξαν οι Τούρκοι κατά των Ελλήνων σε διαφορετικές περιοχές της Μικράς Ασίας, μπροστά στο μέγεθος των οποίων τα εγκλήματα των  Ελλήνων στρατιωτών ωχριούν και δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση, αν και την επιδίωξαν πολλοί στην υπηρεσία της προπαγάνδας. Όλα αυτά τα εγκλήματα των Τούρκων, τα βασανιστικά μαρτύρια των αιχμαλώτων, οι ατέλειωτες πορείες αιχμαλώτων στα «τάγματα εργασίας», οι βιασμούς, η ηθική οδύνη που προκαλούσε η συνεχή τρομοκρατία και απειλή του θανάτου, οι σφαγές και εκτελέσεις επί των αποφάσεων των δικαστηρίων της «Ανεξαρτησίας», πρόσβαλλαν κάθε έννοια αξιοπρέπειας των ανθρώπων. Ανθρώπων, οι οποίοι είχαν προγόνους με μεγάλη ιστορία, έχοντας παραλάβει από αυτούς μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά, που τη διατηρούσαν, και βοηθούσαν στην ανάπτυξη του τόπου, κυριαρχώντας οικονομικά. Και με την φρικαλέα αυτή εξάλειψη της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία από τους Τούρκους, με τη συμβολή και των ξένων δυνάμεων, όχι μόνο την παθητική, αλλά και την ενεργητική, χάθηκε ο Ελληνισμός του Πόντου, της Καππαδοκίας και της Ιωνίας, που βρισκόταν στα  μέρη αυτά πολύ περισσότερο από δύο χιλιάδες χρόνια.

 

Όμως το μεγάλο αυτό κακό δεν πλήγωσε μόνο τους Έλληνες, όπως και τους Αρμένιους και όλους τους αλλοεθνής Χριστιανούς της Μικράς Ασίας, αλλά και αυτούς τους ίδιους  από τους οποίους συντελέστηκε, τους Τούρκους, που φρόντισαν να καθαρίσουν τη χώρα τους από όλους τους Χριστιανούς, γιατί η κένωση αυτής της χώρας με το φρικώδη αυτό τρόπο, της στέρησε αυτής αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους, που αποτελούσαν το  στοιχείο της από το οποίο αυτή αντλούσε ζωή και χαρακτήρα όλους τους προηγούμενους αιώνες, όχι μόνο γιατί αυτή ήταν οι ραγιάδες της, αλλά και γιατί βάσταζαν ένα πολιτισμό, που μόνη της δεν θα μπορούσε ποτέ να βαστάξει. Η ουσιαστική αυτή απώλεια αυτή γι αυτούς, την οποία καθώς περνούν τα χρόνια αρχίζουν να τη παραδέχονται όλο και περισσότεροι στη χώρα τους, ήταν αιτία της γνωστής των ημερών μας κρίση της ταυτότητάς τους, όπου ενώ μπόρεσαν να έχουν κράτος, δεν ένιωσαν ποτέ ότι έχουν τουρκικό έθνος, όπως πίστεψαν ότι θα έκαναν αφανίζοντας όποιον δεν ήταν Τούρκος. Γιατί τελικά, όταν πια είχαν πετύχει να φέρουν εις πέρας το έργο των γενοκτονιών, διαπίστωσαν ότι αυτοί που βρίσκονταν στη χώρα δεν ήταν κι αυτοί απαραίτητα, ούτε και ένιωθαν έτσι, γνήσιοι απόγονοι των τουρκικών φύλων που κατέκτησαν την περιοχή τους πρώτους αιώνες της δεύτερης χιλιετίας. Mάλλον μοιάζουν να είναι απόγονοι των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής πριν εμφάνιση των Τούρκων, δηλαδή Έλληνων, Αρμενίων, Ιρανών, Ιορδανών, Ασσυρίων, αλλά και Αλβανών που βρίσκονταν ανάμεσα στους Τούρκους από παλιά πολεμώντας στον τουρκικό στρατό, πράγμα στο οποίο συνηγορούν εκτός από την εξωτερική τους εμφάνιση, που στη πλειοψηφία δεν έχει σχέση με αυτή των γνήσιων Τούρκων, και σε πολλές περιπτώσεις και τα αισθήματά τους, αλλά και τα ευρήματα από σύγχρονες έρευνες γενετικής που το αποδεικνύουν αναμφισβήτητα. Έτσι το σημερινό  Τουρκικό κράτος, η δημοκρατική Τουρκία, αν και προβάλλεται σαν μια υπερδύναμη,  είναι στην πραγματικότητα ένα οικοδόμημα που τρίζει συθέμελα, αφού αποτελεί ένα καθαρά τεχνητό κράτος, με την τουρκική εθνική ταυτότητα να αποδεικνύεται ένας μύθος, ένα κατασκεύασμα από πλαστά υλικά, που πλαστογραφήθηκε από το ιδρυτή αυτού του κράτους, τον Μουσταφά Κεμάλ. Ο ίδιος, που παρουσιαζόταν ως μεγάλος ευεργέτης των Τούρκων σε βαθμό που τον ονόμασαν πατέρα τους, Ατατούρκ στα τουρκικά, ποτέ δεν σεβάστηκε στην πραγματικότητα ούτε την θρησκεία της χώρας του, ούτε το Θεό, πράγμα που το έκφραζε τόσο στην πολιτική του, όσο και στην προσωπική του ζωή. Από την άλλη, ο ίδιος αυτοαναιρούταν στη ζωή του, όπως για παράδειγμα, ο ‘πατέρας των Τούρκων’, καθώς ήταν  ανίκανος να δημιουργήσει οικογένεια, την μοναδική γυναίκα που παντρεύτηκε την χώρισε μετά από δύο χρόνια, φροντίζοντας να το κάνει με το παραδοσιακό τρόπο, πριν εφαρμοστεί η μεταρρύθμιση του περί διαζυγίου, στην οποία τον καταργούσε. Τέλος, ο δημιουργός της σημερινού Τουρκικού κράτος κατέστρεψε την ίδια τη ζωή του με το πάθος του αλκοολισμού που τον οδήγησε σε τραγικό θάνατο. Σήμερα πια όλο και περισσότεροι στο  Τουρκικό κράτος δεν αποδέχονται τον ‘πατέρα των Τούρκων’, εκεί που είχαν φτάσει να τον τιμούν μέχρι πολιτικής θεοποίησης, αναγνωρίζοντας τις συμφορές που αυτός ο ηγέτης  προκάλεσε.  Μάλιστα αντί αυτής της τιμής προς αυτόν, υπάρχουν και περιπτώσεις, που ίσως δεν θα μπορούσε ούτε καν να τις φανταστεί κανείς παλιότερα, δημόσιας γελοιοποίησης του, χρησιμοποιώντας προσωπικά του στοιχεία σε περιοδικά. Και όσο η αλήθεια αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο, μετά από τόσα χρόνια απόκρυψής και παραποίησής της με επιμέλεια στα βιβλία της τουρκικής ιστορίας από την ηγεσία του Τουρκικού κράτους, που στη πραγματικότητα η ηγεσία του δεν είναι στα χέρια των Τούρκων, τόσο και όλο περισσότεροι ανάμεσά τους θα συνειδητοποιούν πόσα πολλά  χάθηκαν μάλλον, παρά κερδήθηκαν, και θα αναζητούν το καλύτερο σε έναν άλλο δρόμο.

 

Το 1994, 71 χρόνια αργότερα, κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Tέσσερα χρόνια αργότερα, το 1998, με ομόφωνη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων καθιερώθηκε να τιμάται κάθε έτος η 14η Σεπτεμβρίου ως «Ημέρα Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Ωστόσο, αν και υπάρχουν αμέτρητες μαρτυρίες στη διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών για τη γενοκτονία του Ελληνικού λαού και άλλων Χριστιανικών λαών από τους Τούρκους, το τουρκικό κράτος δεν την αναγνωρίζει, αποδίδοντας τον χαμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας…σε απώλειες του πολέμου. Μάλιστα μερικά γνήσια τέκνα των γενοκτόνων Νεότουρκων εθνικιστών επικροτούν το έγκλημα των προγόνων τους περιγελώντας τις διαδηλώσεις που γίνονται  υπέρ της αναγνωρίσεως της Γενοκτονίας από τους Τούρκους, την ίδια στιγμή που άλλοι Τούρκοι αρνούνται ότι είναι γνήσιοι Τούρκοι, και αντί αυτών, που οι πρόγονοί τους έσβησαν την παρουσία τους από την μικρασιατική γη με τα θλιβερά γεγονότα της αποτρόπαιης εκδίωξης τους, προσπαθούν τώρα αυτοί να επαναφέρουν όσο μπορούν τον πολιτισμό των αδικοδιωγμένων, είτε στοιχεία της γλώσσας τους, είτε του τρόπου ζωής τους, είτε της θρησκευτικής πίστης τους.

 

Η Ελλάδα μετά τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής ακολούθησε μια πορεία χωρίς πολλές προοπτικές, μη υποσχόμενη πολλά. Μετά την πρωθυπουργία μερικών χρόνων του πολιτικού που είχε ξεκινήσει την αποτυχημένη Μικρασιατική εκστρατεία, του Ελευθέριου Βενιζέλου, ανέλαβε αργότερα την ηγεσία ένας μεγάλος αντίπαλός του κατά τα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού, ο Ιωάννης Μεταξάς, καταργώντας τον κοινοβουλευτισμό και επιβάλλοντας δικτατορία. Η δικτατορία του, ωστόσο, χωρίς να παύει να μεταχειρίζεται τη βία, δεν είχε φασιστικό, ιμπεριαλιστικό και ολοκληρωτικό χαρακτήρα, αλλά αποτελούσε απροσδιόριστο καθεστώς, το οποίο στράφηκε και κατά της μεγάλης τότε απειλής του κομμουνισμού. Τελικά ο Μεταξάς, ο οποίος είχε προβλέψει και την δυσμενή έκβαση μιας εκστρατείας στην Μικρά Ασία, πριν ακόμα ξεκινήσει αυτή, γι αυτό και όταν του προτάθηκε να πάρει μέρος σε αυτή δεν δέχτηκε αλλά αρνήθηκε, έτυχε να είναι εκείνος που έδωσε και το ένδοξο ΌΧΙ της Ελλάδας στην απαίτηση για την κατάληψή της από την φασιστική Ιταλία και Γερμανία στον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι ακολούθησε ηρωική αντίστασή της απέναντι στις δυνάμεις του Άξονα, επιβάλλοντας τους σημαντική χρονική καθυστέρηση στο χρονοδιάγραμμα του πολέμου, που  απέβηκε καθοριστική για τη εξέλιξη όλου του πολέμου, οδηγώντας τελικά στην ταπεινωτική ήττα τους. Ήταν άλλη μια ένδοξη στιγμή της Ελλάδας στο παγκόσμιο ιστορικό γίγνεσθαι, που δεν  την χάρηκε όμως τελικά, καθώς την ήττα των κατακτητών και την απελευθέρωση της πατρίδας από τις δυνάμεις κατοχής, ακολούθησε ο φρικτός εμφύλιος σπαραγμός του διχασμένου ελληνικού λαού πάνω από τριάντα χρόνια, με τον κομμουνισμό απειλητικό για τον τόπο. Από εκεί και πέρα ακολούθησε η γνωστή πορεία της χώρας.

Το ελληνικό κράτος, αν και  βρέθηκε σε δύο Παγκόσμιους Πολέμους να έχει διαδραματίσει ένδοξο ρόλο και να είναι με το μέρος των νικητών,  δεν έπαψε ποτέ να είναι υποτελής στις ξένες δυνάμεις, κατευθυνόμενο από αυτές κατά τα συμφέροντά τους, συνεχώς χρεωμένο σε αυτές,  χωρίς να αλλάξει αυτό μέχρι σήμερα, ώσπου έφτασε, εξαθλιωμένο οικονομικά, να βρεθεί το τελευταίο καιρό στα πρόθυρα της πτώχευσης, έχοντας περάσει δύο δεκαετίες περίπου μετά την ένταξη του στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1992, που πολλοί ήθελαν να πιστεύουν, παραμένοντας τυφλωμένοι από τις ξένες υποσχέσεις, ότι αυτή μας υποσχόταν πολλά και μεγάλα για την Ελλάδα. Τελικά οι ηγέτες της αποφάσισαν, συνεχίζοντας την ξενόδουλη πολιτική που την έφτασε ως εδώ, να καταφύγουν στα μνημόνια, την επιπόλαια λύση που οδηγεί σε αδιέξοδο, πουλώντας το μέλλον των παιδιών της στους ξένους καταχραστές. Αυτούς που, με τα οικονομικά προϊόντα τους της εξαπάτησης, που πλασάρουν μέσω ενός παγκοσμίου καθεστώτος συνωμοτικών σχηματισμών μυστικισμού που έχουν ιδρύσει, εργαζόμενοι γι αυτό αόκνως και ακαταπαύστως τους τελευταίους αιώνες, προσπαθούν να κατακυριεύσουν όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και όλη την οικουμένη, πράγμα που ήδη το έχουν πετύχει κατά μέρη. Το άλλοθι που επικαλούνται οδηγώντας στη καταστροφή μια χώρα, είναι ότι αφού δεν είναι ικανός ο λαός της να προστατεύσει τον εαυτό του από την πανούργα αδηφαγία τους, αφού δεν είναι τόσο έξυπνος σαν εκείνους τους κολοσσούς της απάτης με νόμιμα και άνομα μέσα, γιατί να τον λυπηθούν και να μην τον κατακυριεύσουν πλουτίζοντας εις βάρος του, αφού, όπως ισχυρίζονται …κανένας νόμος δεν τους το απαγορεύει αυτό και δεν παρανομούν έτσι! Ακόμα και το νόμο τον υπέταξαν στην υπηρεσία τους και είναι η κάλυψη τους.  Όμως στην περίοδο αυτή την μνημονιακής κατοχής της Ελλάδας, που πριν δύο χρόνια, το 2012, συμπλήρωσε τα εκατό ακριβώς χρόνια  μετά την απελευθέρωση των βόρειων περιοχών της, οι Έλληνες δεν έχουν πάψει να μπορούν  να προβάλλουν αντίσταση και πάλι στους επίβουλους τους κατακτητές τους, που επιδιώκουν να τους καταχραστούν με τον ευκολότερο δυνατό τρόπο. Και αυτό που μπορεί να τους προστατεύσει σήμερα είναι, το ίδιο όπως πάντα, να διαφυλάξουν δηλαδή την πίστη τους και την ιστορία τους, όπως τη διαφύλαξαν οι πρόγονοί τους ως τώρα. Αυτό πολλοί το κάνουν και τώρα ήδη, το οποίο κανείς δεν μπορεί να τους εμποδίσει να το πετύχουν, είτε χρησιμοποιεί για τους υποχθόνιους σκοπούς του την προπαγάνδα των ΜΜΕ, είτε υποβαθμίζοντας την παιδεία, είτε με οποιοδήποτε τρόπο. Αρκεί βέβαια να το θελήσουν οι Έλληνες και να το επιδιώξουν, ξεκινώντας μέσα στην ίδια τους την οικογένεια!   

 

                                 

 shmaia-akropolh

Η τιμημένη ελληνική σημαία, βαμμένη στα αίματα των Ελλήνων εθνικών ηρώων, που θυσιάστηκαν για να μπορεί σήμερα ελεύθερη να κυματίζει κάτω από την ηλικίας 2500 ετών Ακρόπολη, σε μια Ελλάδα, στην οποία είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε ανάγκη, τα παιδιά της να αναλογιστούν και να εκτιμήσουν πόσα αξιώθηκαν να έχουν χάρη στη χώρα αυτή που γεννήθηκαν. Γιατί τα φώτα της τα χρειάστηκαν οι λαοί όλης της οικουμένης, για να μπορέσουν να οικοδομήσουν το σημερινό πολιτισμό με τα τόσα αξιοθαύμαστα επιτεύγματα, αλλά χωρίς να έχουν διδαχθεί τις αξίες, που μπορεί  αυτή να τους διδάξει, παρόλο τον τόσο μεγαλειώδη τεχνολογικό πολιτισμό που κατάφεραν να έχουν σήμερα, τελικά, μοιραία και αναπόφευκτα καταλήγουν στην παρούσα παγκοσμίου κλίμακας δραματική κρίση.     

 

Παράρτημα Α

 

ΣΦΑΓΕΣ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ.

– Περισσότεροι από 150.000 Έλληνες της Σμύρνης οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τις πρώτες κιόλας μέρες, 3.000 απ’ αυτούς δολοφονήθηκαν στο Μπουνάρμπασι, και 1.000 σφάχτηκαν στα ανατολικά του Μπουρνόβα.

– Από τους 8.000 Έλληνες που εκτοπίστηκαν στην Κιουτάχεια, μόνον οι μισοί επέζησαν.

– Στην περιφέρεια του Μπαλίκ Κεσέρ οι Τούρκοι συγκέντρωσαν στις 4 Σεπτεμβρίου γύρω στους 3.000 Έλληνες και τους έσφαξαν στην κεντρική πλατεία.

– Το περίφημο Αϊβαλή (οι Κυδωνιές της αρχαίας Αιολίας) είχε 40.000 Έλληνες κατοίκους και είχε υποστεί σφαγές το 1821 και το 1917. Η ελληνική κυβέρνηση κι η Αρμοστεία του Στεργιάδη άφησαν τελείως απληροφόρητο τον πληθυσμό για την κατάρρευση του μετώπου, ενώ οι κυβερνητικοί υπάλληλοι είχαν αποχωρήσει κρυφά για τη Μυτιλήνη. Μετά από συμβούλιο των προκρίτων αποφασίστηκε να μείνουν οι Χριστιανοί στην πόλη τους. Όταν μπήκαν οι Τσέτες υπό τον Καχιρμάν εφέ, οι Τούρκοι δημόσιοι υπάλληλοι, που είχαν μείνει στις θέσεις τους στη διάρκεια της ελληνικής κατοχής, χωρίς να πάθουν το παραμικρό, παρέδωσαν όλους τους καταλόγους με τα ονόματα όσων Αϊβαλιωτών είχαν καταταγεί στον ελληνικό στρατό ή στην πολιτοφυλακή. Το λάθος τους να μη φύγουν και να μείνουν, θα το πλήρωναν ακριβά. 4.000 άρρενες ηλικίας 18-45 ετών συνελήφθησαν για να σταλούν σε στρατόπεδα του εσωτερικού, αλλά κοντά στο χωριό Φρένελι σφάχτηκαν και τα πτώματα τα πέταξαν στη χαράδρα Μουσούλ Νταγκ.

– Στα Βουρλά, όπου ζούσαν 35.000 Έλληνες, μερικοί νέοι αντιστάθηκαν με τα όπλα που πήραν από τους Έλληνες στρατιώτες καθώς έτρεχαν στα Αλάτσατα κι από εκεί στο Τσεσμέ. Όλοι σχεδόν οι άντρες κατακρεουργήθηκαν. Οι Τούρκοι έκαψαν την πόλη ολοσχερώς και ξέσπασαν τη μανία τους στα γυναικόπαιδα. Πολλές γυναίκες έπεφταν στα πηγάδια ή από τα μπαλκόνια των σπιτιών τους.

– Το Αξάρι είχε πάνω από 10.000 Έλληνες κατοίκους. Με την είσοδό του ο τουρκικός στρατός κατέγραψε τους άρρενες, περίπου 7.000, για να φερθούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αντί για τα στρατόπεδα τους οδήγησαν σε μία χαράδρα στο Κιρτίκ Ντερέ όπου τους έσφαξαν. Όσες γυναίκες δεν ήθελαν να δοθούν στους Τούρκους αυτοκτόνησαν.

– Στη Μαγνησία ο Ύπατος Αρμοστής είχε δώσει εντολή να παραμείνουν οι κάτοικοι στα σπίτια τους. Όμως, ο συνταγματάρχης Φ. Φιλίππου παράκουσε τη διαταγή του Αρμοστή, προέτρεψε τον πληθυσμό να φύγει κι επιβίβασε σε τραίνα κατοίκους της Μαγνησίας. Σώθηκαν έτσι κάποιοι. Όσοι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν, σφάχτηκαν με τσεκούρι σε κοντινή χαράδρα. Τα ίδια πέρασαν και οι άμαχοι, ενώ εκατοντάδες άλλοι άμαχοι κάηκαν ζωντανοί στις εκκλησίες.

– Τρομερά εγκλήματα κατά των αιχμαλώτων έγιναν στο Ουσάκ, που αποτέλεσε τόπο βασανιστηρίων κι εκτέλεσης για 8.000 περίπου Έλληνες στρατιώτες. Τους νεκρούς τους πέταγαν λίγο πιο έξω από το στρατόπεδο και τους έτρωγαν τα σκυλιά.

– Σύμφωνα με τον αιχμάλωτο ιατρό Αποστολίδη, από το νοσοκομείο του Ουσάκ, κανείς δεν έβγαινε ζωντανός. Οι τραυματίες ήταν σκελετωμένοι και βρίσκονταν πάνω σε αχυρένια στρώματα, μέσα στη βρώμα και στην εγκατάλειψη. Δεν υπήρχαν ούτε τζάμια, ούτε πόρτες στα δωμάτια και το μόνο φάρμακο που υπήρχε ήταν το λάβδανο. Κάθε μέρα πέθαιναν περίπου 50 άρρωστοι.

– Στα Μουδανιά, τους στρατιώτες της 11ης Μεραρχίας τους παρέδωσαν οι Γάλλοι στους Τούρκους, που τους παρέταξαν και τους εκτέλεσαν με τα μυδραλιοβόλα, παρουσία Γάλλων αξιωματικών, ενώ άλλους τους μετάφεραν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

– Σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία του Κρητικού αιχμάλωτου Ε. Βασιλάκη, βάδιζαν με χιλιάδες άλλους, καθώς τους μετάφεραν σε στρατόπεδο στο  Γενή Σεχίρ,  νηστικοί και διψασμένοι για μέρες, ενώ τους θέριζε ο τύφος. Κάθε μέρα σήμαινε και το θάνατο όσων εξασθενούσαν ή αρρώσταιναν απ’ τις κακουχίες.

– Ο καθηγητής Καλογήρου επικεφαλής υγειονομικής επιτροπής, που το 1923 παραλάμβανε τους Έλληνες αιχμαλώτους, αναφέρει ότι έμεινε έκπληκτος όταν έκανε τη σύγκριση των Τούρκων που ανταλλάσσονταν με Έλληνες αιχμαλώτους. Οι Τούρκοι ήταν όλοι ευτραφείς, υγιέστατοι, καλοντυμένοι και αγενείς στη συμπεριφορά, και οι αξιωματικοί έφεραν ακόμα και τα περίστροφά τους! Οι Έλληνες ήταν σκιές του εαυτού τους, ημίγυμνοι ή ντυμένοι με τσουβάλια, σκελετωμένοι, άρρωστοι, σημαδεμένοι από ξιφολόγχες, βούρδουλες, μαχαίρια ή τσεκούρια. Μόλις ανέβαιναν στο πλοίο, τότε ξέσπαγαν σε κλάματα.

Στα εγκλήματα περιλαμβάνονταν επίσης και αρπαγές και λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών,  γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, γκρέμισμα των σχολείων, των ναών και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, χρεοκοπία και καταστροφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων.

 

Παράρτημα Β

 

 Ο ΑΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ.

 

Ο Χρυσόστομος Καλαφάτης, γεννήθηκε στην Τρίγλια της Προποντίδας το 1867. Γονείς του ήταν ο Ν. Καλαφάτης και η Καλλιόπη Λεμωνίδου. Το ζεύγος απέκτησε 8 παιδιά (4 αγόρια και 4 κορίτσια). Από τα αγόρια επέζησαν ο πρωτότοκος Ευγένιος (γεννήθηκε το 1865) και ο Χρυσόστομος. Το 1884 πήγε στη Χάλκη για να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή. Το 1902 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Δράμας. Αγωνίσθηκε με όλες του τις δυνάμεις για το καλό του ποιμνίου του. Έκτισε εκκλησίες, σχολεία κι οργάνωσε συλλόγους, φιλανθρωπικά ιδρύματα. Προσπαθούσε πάντα να τονώσει το εθνικό φρόνημα των σκλαβωμένων Χριστιανών. Η δραστηριότητά του ενόχλησε την Υψηλή Πύλη και τον χαρακτήρισε επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Γι’ αυτό και ανακλήθηκε από τη Δράμα.

 

Στις 11 Μαρτίου 1911 εξελέγη Μητροπολίτης Σμύρνης, όπου συνέχισε το κοινωνικό του έργο κτίζοντας γηροκομεία, πολιτιστικές αίθουσες θεάτρου και μουσικής, εκκλησίες, βιβλιοθήκες και γυμναστήρια. Οργάνωσε επίσης συλλαλητήριο για να καταγγείλει τις βιαιότητες των Βουλγάρων στη Μακεδονία κατά των Ελλήνων, την υποστήριξη των τουρκικών αρχών προς τη βουλγαρική προπαγάνδα και γενικά τις καταπιέσεις της Υψηλής Πύλης κατά των Ελλήνων του Οθωμανικού κράτους. Ήταν το 1914, που είχαν γίνει σφαγές στη Νέα Φώκαια, τη Μενεμένη, την Κρήνη, την Πέργαμο και σε δεκάδες άλλα χωριά. Ο Χρυσόστομος μετέφερε τρόφιμα, ναύλωσε καράβια για να μεταφέρει τους πρόσφυγες στα νησιά κι έγραψε επιστολές στους πρόξενους των Μεγάλων Δυνάμεων και τους αρχηγούς των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών, για να ξεσηκώσει το χριστιανικό κόσμο κατά των τουρκικών διώξεων. Ο Ραχμή μπέης, διοικητής της Σμύρνης, τον απειλούσε ότι θα σφάξει και τους Έλληνες της Σμύρνης, ενώ πέτυχε την απομάκρυνσή του από την πόλη. Ο Χρυσόστομος επέστρεψε μετά την ανακωχή του Μούδρου, τον Σεπτέμβριο του 1918.

 

Το 1919, όταν ο ελληνικός στρατός ελευθέρωνε τη γη της Ιωνίας και υλοποιούσε τη Μεγάλη Ιδέα, ο Χρυσόστομος βοηθούσε το στρατό με ό,τι διέθετε, ενώ κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας, γνωστοποιούσε στους ξένους επισκόπους και στον πάπα τους σκοπούς της, που ήταν κυρίως η σωτηρία των καταπιεζομένων Χριστιανών. Ο Νουρεντίν, που με την αναχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων, ανέλαβε τη διοίκηση της Σμύρνης δεν τον ξέχασε. Το πρωί της 27ης Αυγούστου 1922, ο Χρυσόστομος διένειμε συσσίτια, κλινοσκεπάσματα, φάρμακα στους πληγωμένους. Βρισκόταν στο άμβωνα και μιλούσε στο πλήθος, όταν Τούρκος υπαστυνόμος, συνοδευόμενος από ένοπλο στρατιώτη, άνοιξε την πύλη της εκκλησίας. Πήρε τον Δεσπότη και τον πήγε στον φρούραρχο Σαλήχ Ζεκί που ήταν ευγενικός μαζί του κι αφού του υπαγόρευσε μία προκήρυξη για τους Έλληνες της Σμύρνης, τον άφησε να φύγει. Αργότερα ο ένας Ιταλός καθολικός ιερέας ενημέρωσε τους Γάλλους σχετικά με τον θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε ο Χρυσόστομος. Πολύ σύντομα μια γαλλική περίπολος, αποτελούμενη από 20 ναύτες, κατέφθασε στην Μητρόπολη, την Αγία Φωτεινή, με σκοπό να φυγαδεύσει τον Χρυσόστομο. Οι Γάλλοι (είχε προηγηθεί και ανάλογη προσπάθεια από τους Άγγλους) ζήτησαν από τον Μητροπολίτη να τους ακολουθήσει είτε στο προξενείο τους είτε στην καθολική εκκλησία της Sacre Coeur (Καρδιά του Ιησού). Εκείνος όμως αρνήθηκε τονίζοντάς τους ότι το καθήκον του υπαγόρευε να παραμείνει με το ποίμνιό του, «ως καλός ποιμένας», όπως χαρακτηριστικά δήλωσε.

 

Το βράδυ ένα αυτοκίνητο ήρθε πάλι στη Μητρόπολη με τον ίδιο αστυνόμο και δύο στρατιώτες με λόγχες. Πήραν τον Χρυσόστομο μαζί με τους δημογέροντες Τσουρουκτσόγλου και Κλιμάνογλου και κατευθύνθηκαν στο Διοικητήριο, όπου τους περίμενε ο Νουρεντίν πασάς. Αυτός τον παρέδωσε στο μανιασμένο λαό και αυτός, διαπομπεύοντας τον στους δρόμους της πόλης,  μετά από χωρίς έλεος φρικτά βασανιστήρια, αφαιρώντας του με μίσος πολλά μέλη του, τον εκτέλεσε. Το σκήνωμα του μαρτυρικού Μητροπολίτη που θυσιάστηκε για το ποίμνιό του και το Χριστό παρέμεινε άγνωστο που κατέληξε.

 

 

                        

                    Στη φωτογραφία μαρτυρικός Μητροπολίτης.

 

Πηγές

Oι παρακάτω ιστοχώροι με σχετικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν για την συγγραφή αυτού του άρθρου:

1. www.enromiosini.gr/arthrografia/

2. www.orthodox.net.gr

3. www.antibaro.gr

4. opaidagogos.blogspot.gr/

5. anavaseis.blogspot.gr/

6. www.diakonima.gr/

7. www.agiotatos.gr/greekhistory/

8. www.orthodoxia-ellhnismos.gr

9. olympia.gr/

10. www.oodegr.com/

11. history-pages.blogspot.gr/

12. www.hellinon.net/

13. akritas-history-of-makedonia.blogspot.gr/

14. el.wikipedia.org/wiki/

15. www.emprosnet.gr/emprosnet-archive/

16. www.snhell.gr/testimonies/

17. infognomonpolitics.blogspot.gr/

 

 

4 comments

NF 12 April 2014 at 11:41

Το κειμενο είναι μια πολύ φιλοτιμη προσπαθεια συνοψης 25 αιωνων ελληνικης ιστοριας. Εχει ομως αρκετα γλωσσικα λαθη και πολλες ανακριβειες.
Οι………. «ακαρπες επιχειρησεις» του 1897 ηταν ενα απεριγραπτο φιασκο, που κατεληξε σε δεινη ηττα από τους Τουρκους.
Εξαπολυονται μια σειρα από εντελως αδικες κατηγοριες κατά του Ελευθερίου Βενιζελου.
Στη μαχη του Σαγγαριου εσπασαν οι 2 από τις 3 τουρκικες γραμμες. Η 3η κλονιστηκε, αλλα αντεξε. Οι δε τουρκικες απωλειες ηταν παρομοιες με τις ελληνικες.
Είναι τουλαχιστον αφελης ο ισχυρισμος ότι οι Μικρασιατες θα καταφερναν να συγκροτησουν τοπικο Στρατο που θα αντιμετωπιζε τα τουρκικα στρατευματα.
Ο Στρατηγος Χατζηανέστης ηταν πολύ καλος αξιωματικος, οι περισσοτερες κατηγοριες εναντιον του είναι αδικες, πληρωσε αμαρτιες αλλων, περιλαμβανομενου του Παπουλα, και ανελαβε περισσοτερες ευθυνες από αυτές που του αναλογουσαν.
Ο Στρατος δεν βασιζοταν μονο στα τηλεγραφικα καλωδια για τις επικοινωνιες του. Διεθετε και ασυρματους. Η καταρρευση των τηλεπικοινωνιων επηλθε στις 14/8/1922, όταν εξαιτιας φοβερης αμελειας ο ασυρματος του Α Σωματος Στρατου φορτωθηκε σε τρενο και εσταλλη στο Εσκι Σεχιρ.
Τα λαθη του Στρατηγου Ν. Τρικουπη δεν είναι αυτά που λεει το κειμενο, Το βασικο λαθος του ηταν ότι όταν διεφανη ο κινδυνος αποκοπης του, δεν υποχωρησε ταχυτατα ως οφειλε στο Τουμλου Μπουναρ, αλλα καθυστερησε αδικαιολογητα, με αποτελεσμα να περικυκλωθει. Ηταν όμως επισης εξαιρετικος αξιωματικος, και είναι αδικο να στεκομαστε μονο στα σοβαρα σφαλματα που διεπραξε κατά την τουρκικη επειθεση.
Είναι διαστρεβλωση αυτά που γραφονται για εγκληματα του ελληνικου στρατου κατά την υποχωρηση. Τι εγινε ακριβως; Κατά την υποχωρηση πολες μοναδες διαλυθηκαν, η πειθαρχια κατερρευσε, και τα εγκληματικα στοιχεια, που υπαρχουν φυσιολογικα σε ολους τους μαζικα επιστρατευομενους Στρατους, βρηκαν ευκαιρια να εκδηλωθουν, διαπραττοντας ωμοτητες κατά των κατοικων ολων των εθνικοτητων, και όχι μονο των Τουρκων. Επροκειτο επομενως για ωμοτητες μεμονομενων λιποτακτων-εγκληματιων οι οποιες δεν είναι δυνατον να βαρυνουν τον Ελληνικο Στρατο.
Οι δυναμεις που μετεφεραν στην Αθηνα οι κινηματιες του 1922 δεν ηταν μεγαλες, δεν χρειαστηκαν πολλα πλοια για τη μεταφορα τους, και δεν είναι δυνατον να αποδιδεται σε αυτην η μη εγκαιρη μεταφορα του τεραστιου πληθους προσφύγων.
Η δικη των Εξι δεν τελειωσε αυθημερον, κρατησε σχεδον 2 εβδομαδες.
Οι στρατιωτικες απωλειες ηταν πολυ μεγαλυτερες από 25.000 νεκρους και τραυματιες.
Τα περι προελευσεως των Τουρκων δεν είναι όπως τα γραφει το κειμενο.
Ο πολεμος των κομμουνιστων με τους υπολοιπους Ελληνες κρατησε τρια και όχι τριαντα χρονια (1946-1949).
Το κδημοσιο χρεος της Ελλαδας ηταν 30 % του ΑΕΠ το 1981. Δεν φταινε για όλα οι ξενοι. Ουδεις μας υποχρεωσε να φερουμε στην εξουσια το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρεα Παπανδρεου.
Αυτά τα μαργαριταρια σταχυολογησα εγω. Υπαρχουν και αλλα. Καλο είναι οι συντακτες να ελεγχουν πιο προσεκτικα τα κλειμενα τους πριν τα δημοσιευσουν.

Reply
Β.Ευσταθίου 13 April 2014 at 16:31

Eυχαριστώ για τα σχόλια σας, τις συμπληρώσεις και τις διορθώσεις κάποιων σημείων του κειμένου μου. Ωστόσο αμφισβητώ κάποιες, ενώ κάποιες άλλες έχουν γίνει από παρανόηση των όσων γράφω. Ζητώ συγγνώμη ωστόσο αν σε μερικά σημεία δεν εκφράζομαι με εύκολα κατανοητό τρόπο.
Σχετικά με το 1987 δεν διαφωνώ.
Σχετικά με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, δεν νομίζω ότι οι κατηγορίες είναι άδικες. Αν θέλει ο σχολιαστής μπορεί να γίνει πιο συγκεκριμένος και να στηρίξει τη θέση του. Θέλω μόνο να σημειώσω, αν δεν έχει γίνει σαφές, ότι στο κείμενο δεν έχω την πρόθεση να υποστηρίξω καμιά πολιτική παράταξη, αλλά γράφω το κείμενο μόνο και μόνο περί αλήθειας και πατρίδος.
Σχετικά με τη μάχη του Σαγγάριου θα μπορούσε να ήταν κι όπως γράφει ο σχολιαστής.
Σχετικά με το τοπικό στρατό των Μικρασιατών, δεν γνωρίζω με βεβαιότητα αν η ιδέα ήταν αφελής ή ρεαλιστική.
Σχετικά με τον Στρατηγό Χατζηανέστη, δεν νομίζω ότι πλήρωσε απλά και μόνο αμαρτίες άλλων. Αν ανέλαβε περισσότερες ευθύνες από όσες του αναλογούσαν, δεν θα έπρεπε να αναλάβει την στρατηγία, όπως έκαναν άλλοι.
Σχετικά με τις επικοινωνίες συμφωνώ και ευχαριστώ για τη συμπλήρωση.
Σχετικά με τον Στρατηγό Ν. Τρικούπη, συμφωνούμε στο σημαντικό συμπέρασμα ότι διέπραξε σοβαρά λάθη στο πεδίο της μάχης, και αυτό που μας ενδιαφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Σχετικά με τα εγκλήματα κατά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού νομίζω ότι δεν ήταν μόνο αυτά που αναφέρονται από τον σχολιαστή, ωστόσο εύχομαι να είναι λάθος αυτό που λέω εδώ.
Σχετικά με το επαναστατικό κίνημα του 1922, οπωσδήποτε στέρησε κάποια πλοία από τους πρόσφυγες που τα χρειάζονταν.
Σχετικά με τη δίκη των Έξι δεν διαφωνώ.
Σχετικά με τις στρατιωτικές απώλειες δεν διαφωνώ.
Σχετικά με την προέλευση των Τούρκων, αν θέλει ο σχολιαστής μπορεί να γίνει πιο συγκεκριμένος και να μας εξηγήσει ποια είναι, αφού νομίζει ότι δεν είναι αυτή που αναφέρεται στο κείμενο.
Σχετικά με το πόλεμο των κομμουνιστών, το κείμενο δεν γράφει ότι διήρκησε τριάντα χρόνια, αλλά ότι η ελληνικός διχασμός είχε ξεκινήσει τριάντα χρόνια πριν από αυτόν.
Σχετικά με την ευθύνη των ξένων, η άποψή μου είναι ότι πρώτα φταίνε οι πολιτικοί μας (και όσοι τους ψηφίζουν βέβαια) που τους υποτάσσονται σε όλα, και έπειτα αυτοί που το εκμεταλλεύονται με το χειρότερο τρόπο εις βάρος μας.
Μπράβο για τα σχόλια σας, είτε συμφωνώ, είτε όχι. Ξαναζητώ συγγνώμη για τυχόν σημεία του κειμένου που δεν είναι εύκολα κατανοητά ή για τυχόν γλωσσικά λάθη και ζητώ την κατανόησή σας. Ο πρωταρχικός σκοπός του κειμένου βέβαια δεν είναι η επιστημονική ακρίβεια απευθυνόμενο σε ένα κοινό από ιστορικούς και ειδικούς, αλλά μια ρεαλιστική σύνοψη της ιστορίας της πατρίδας μας για την ανάδειξη της αλήθειας επί τα ουσιώδη, χωρίς άσκοπες και ανώφελες διαφωνίες επί του παρόντος, απευθυνόμενο στον κάθε συμπολίτη μας, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου. Από εκεί και πέρα ο καθένας μπορεί να προβληματιστεί και να προβληματίσει προς όποια κατεύθυνση επιθυμεί, αρκεί να το κάνει πάντοτε εποικοδομητικά.

Reply
vefsta 13 February 2015 at 22:25

Τα ιστορικά σχολικά εγχειρίδια, τα βιβλία, τα άρθρα αναφέρονται στην Αυτοκρατορία που είχε πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη ή Νέα Ρώμη μέχρι την άλωσή της το 1453 από τους Οθωμανούς, με την ονομασία Βυζαντινή, όπως κάνω και εγώ στο παραπάνω άρθρο. Θα ήθελα να διευκρινίσω ωστόσο τώρα ότι το να χρησιμοποιούμε αυτό το τεχνητό όνομα, που δεν υπήρχε ως όνομα της Αυτοκρατορίας ενόσω ζούσε και υπήρχε μέχρι το 1453 και ποτέ δεν χρησιμοποιούταν από τους πολίτες της όσο αυτοί ήταν ελεύθεροι, αλλά μόνο πολύ αργότερα (το1562) το εμπνεύστηκαν οι δυτικοί και το επέβαλαν ‘επιστημονικώς’ σε γενική χρήση, αυτό οπωσδήποτε δεν είναι το καλύτερο. Το καλύτερο είναι να μη το χρησιμοποιούμε ή τουλάχιστον όχι μόνο του σε καμιά περίπτωση, και αν θέλουμε να το αναφέρουμε, για παράδειγμα για να καταλάβουν οι άλλοι τι γράφουμε, αφού έχει καθιερωθεί γενικώς να χρησιμοποιείται αυτή η ονομασία, να το κάνουμε μόνο δευτερευόντως και με εξηγήσεις, αφού πάντα πρώτα ονομάζουμε την Αυτοκρατορία και τους κατοίκους της με το πραγματικό τους όνομά, που αυτό χρησιμοποιούσαν από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης μέχρι την άλωσή της, αλλά και στη συνέχεια. Και το όνομά της που πήρε όταν άλλαξε χέρια και πρωτεύουσα ήταν Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης ή αλλιώς Αυτοκρατορία της Ρωμανίας ή απλά Ρωμανία (συναντώντας την και ως Ρούμελη), από την πρωτεύουσα της την Νέα Ρώμη, η οποία από το όνομα του ιδρυτή της πήρε και το όνομα Κωνσταντινούπολη. Ταυτόχρονα όμως η Αυτοκρατορία συνέχισε να ονομάζεται και με το αρχικό της όνομα, δηλαδή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, διακρινόμενη λόγω της μεγάλης της έκτασης, σε δυτική και ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Όταν αργότερα το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας καταλήφθηκε από τους βαρβάρους, αυτοί (οι Φράγκοι) προσπάθησαν να διαφοροποιήσουν το όνομα της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (σε Γραικία), προκειμένου να εξαλείψουν από τη μια κάθε ενοποιητικό στοιχείο μεταξύ των Ρωμαίων στο τμήμα της κατακτημένης δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τους Ρωμαίους της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά και να σφετεριστούν από την άλλη το όνομα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για το νέο κράτος που ίδρυσαν κάτω από τον έλεγχό τους με πρωτεύουσα την Ρώμη. Βέβαια η αυτοκρατορία δεν έπαψε όσο υπήρχε να διατηρεί το όνομά της, δηλαδή Ρωμαϊκή (ή Ρωμαίικη) ή Ρωμανία. Άλλα και μετά το τέλος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, και πάλι oι ίδιοι αυθαιρέτησαν εις βάρος της ιστορίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για τον ίδιο λόγο της απομάκρυνσης και διάσπασης μεταξύ των Ρωμνιών των διαφορετικών καταγωγών, τώρα αυτών που ανήκαν στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, ονομάζοντάς την με το όνομα Βυζάντιο που δεν είχε ξαναχρησιμοποιηθεί γι αυτή ως τότε, βάση του ονόματος της αρχαίας πόλης στη θέση της οποίας ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Έτσι την ονόμασαν από αυτό, Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όνομα που έχει διατηρηθεί ως τις μέρες μας, αν και είναι αυθαίρετο και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά ως παραπλανητικό την κρύβει και γι αυτό δεν πρέπει να το χρησιμοποιούμε στη θέση του πραγματικού και λαμπρού ονόματός αυτής, που εκφράζει την Ορθόδοξη πίστη της, την αιώνια ιστορία της και τον οικουμενικό χαρακτήρα της σε όλη την έκταση τους. Ονομάζεται Ρωμαϊκή (ή Ρωμαίικη) Αυτοκρατορία ή Αυτοκρατορία Νέας Ρώμης ή Ρωμανία.

Reply
Βασίλειος Ευσταθίου 13 February 2015 at 22:36

Η παραχάραξη της ελληνικής ιστορίας.

Τα ιστορικά σχολικά εγχειρίδια, τα βιβλία, τα άρθρα αναφέρονται στην Αυτοκρατορία που είχε πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη ή Νέα Ρώμη μέχρι την άλωσή της το 1453 από τους Οθωμανούς, με την ονομασία Βυζαντινή, όπως κάνω και εγώ στο παραπάνω άρθρο. Θα ήθελα να διευκρινίσω ωστόσο τώρα ότι το να χρησιμοποιούμε αυτό το τεχνητό όνομα, που δεν υπήρχε ως όνομα της Αυτοκρατορίας ενόσω ζούσε και υπήρχε μέχρι το 1453 και ποτέ δεν χρησιμοποιούταν από τους πολίτες της όσο αυτοί ήταν ελεύθεροι, αλλά μόνο πολύ αργότερα (το1562) το εμπνεύστηκαν οι δυτικοί και το επέβαλαν ‘επιστημονικώς’ σε γενική χρήση, αυτό οπωσδήποτε δεν είναι το καλύτερο. Το καλύτερο είναι να μη το χρησιμοποιούμε ή τουλάχιστον όχι μόνο του σε καμιά περίπτωση, και αν θέλουμε να το αναφέρουμε, για παράδειγμα για να καταλάβουν οι άλλοι τι γράφουμε, αφού έχει καθιερωθεί γενικώς να χρησιμοποιείται αυτή η ονομασία, να το κάνουμε μόνο δευτερευόντως και με εξηγήσεις, αφού πάντα πρώτα ονομάζουμε την Αυτοκρατορία και τους κατοίκους της με το πραγματικό τους όνομά, που αυτό χρησιμοποιούσαν από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης μέχρι την άλωσή της, αλλά και στη συνέχεια. Και το όνομά της που πήρε όταν άλλαξε χέρια και πρωτεύουσα ήταν Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης ή αλλιώς Αυτοκρατορία της Ρωμανίας ή απλά Ρωμανία (συναντώντας την και ως Ρούμελη), από την πρωτεύουσα της την Νέα Ρώμη, η οποία από το όνομα του ιδρυτή της πήρε και το όνομα Κωνσταντινούπολη. Ταυτόχρονα όμως η Αυτοκρατορία συνέχισε να ονομάζεται και με το αρχικό της όνομα, δηλαδή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, διακρινόμενη λόγω της μεγάλης της έκτασης, σε δυτική και ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Όταν αργότερα το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας καταλήφθηκε από τους βαρβάρους, αυτοί (οι Φράγκοι) προσπάθησαν να διαφοροποιήσουν το όνομα της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (σε Γραικία), προκειμένου να εξαλείψουν από τη μια κάθε ενοποιητικό στοιχείο μεταξύ των Ρωμαίων στο τμήμα της κατακτημένης δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τους Ρωμαίους της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά και να σφετεριστούν από την άλλη το όνομα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για το νέο κράτος που ίδρυσαν κάτω από τον έλεγχό τους με πρωτεύουσα την Ρώμη. Βέβαια η αυτοκρατορία δεν έπαψε όσο υπήρχε να διατηρεί το όνομά της, δηλαδή Ρωμαϊκή (ή Ρωμαίικη) ή Ρωμανία. Άλλα και μετά το τέλος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, και πάλι oι ίδιοι αυθαιρέτησαν εις βάρος της ιστορίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για τον ίδιο λόγο της απομάκρυνσης και διάσπασης μεταξύ των Ρωμνιών των διαφορετικών καταγωγών, τώρα αυτών που ανήκαν στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, ονομάζοντάς την με το όνομα Βυζάντιο που δεν είχε ξαναχρησιμοποιηθεί γι αυτή ως τότε, βάση του ονόματος της αρχαίας πόλης στη θέση της οποίας ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Έτσι την ονόμασαν από αυτό, Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όνομα που έχει διατηρηθεί ως τις μέρες μας, αν και είναι αυθαίρετο και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά ως παραπλανητικό την κρύβει και γι αυτό δεν πρέπει να το χρησιμοποιούμε στη θέση του πραγματικού και λαμπρού ονόματός αυτής, που εκφράζει την Ορθόδοξη πίστη της, την αιώνια ιστορία της και τον οικουμενικό χαρακτήρα της σε όλη την έκταση τους. Ονομάζεται Ρωμαϊκή (ή Ρωμαίικη) Αυτοκρατορία ή Αυτοκρατορία Νέας Ρώμης ή Ρωμανία.

Reply

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.