«Αιώνες φαρμάκι γενιές φαρμάκι».
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης
Γ. Σεφέρης
(Οι Γάτες τ’ Άϊ Νικόλα)
Ηλίας Μαυρογιαννέας
– Η όψιμη ανακάλυψη της επισφάλειας που σκιάζει την μάλλον βραχύβια εκδοχή του ΄΄αμερικανικού ονείρου΄΄ στα καθ’ ημάς, διαχέεται από τα μέσα ενημέρωσης και προκαλεί αλυσιδωτούς σπασμούς σε μία κοινωνία που παραπαίει αλαφιασμένη χωρίς προσανατολισμό.
Παρά την διεθνή οικονομική αρωγή που δέχεται η Ελλάδα, το μέλλον της προδιαγράφεται άδηλο καθώς εισέρχεται πλήρως εξαντλημένη από υλικές και πνευματικές δυνάμεις στην δίνη ενός παγκόσμιου κυκεώνα, προπομπό του οποίου αποτελεί η οικονομική κρίση που ξέσπασε μετά το 2008 .
Ίσως περισσότερο ανησυχητικό από τις εκρηκτικές διαστάσεις των ελλειμμάτων, του χρέους και της παραγωγικής ύφεσης που μαστίζουν την χώρα, είναι το έλλειμμα ανδρείου φρονήματος, κοινωνικής αλληλεγγύης και κοινής λογικής των βασικών συνεκτικών στοιχείων που διακρίνουν την συνομάδωση ενός λαού από μία άμορφη πληθυσμιακή μάζα.
Είναι πράγματι αμφίβολο κατά πόσο η τρυφηλή πάχυνση και η εκτενής, πολυεπίπεδη διαφθορά των τελευταίων δεκαετιών, έχουν αφήσει άτρωτη και αυτήν ακόμα την θεμελιακή συνοχή της νεοελληνικής κοινωνίας ένα γεγονός που θα κρίνει την ίδια την μοίρα της όταν η δοκιμασία που βρίσκεται σε εξέλιξη κορυφωθεί στο ορατό μέλλον. Εάν δηλαδή καταφέρει, μέσα σ’ ένα εξαιρετικά δυσμενές – όπως προδιαγράφεται – οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον, να συγκρατήσει την έκπτωση της εθνικής κυριαρχίας σε επίπεδα που θα επιτρέπουν την διατήρηση και αυτής ακόμα της κρατικής της οντότητας.
– Τα μέσα ενημέρωσης, δέσμια της επικαιρότητας από την φύση τους, περιστρέφονται μονομερώς γύρω από την οικονομική πλευρά του ζητήματος που φαίνεται να είναι, τουλάχιστον προς το παρόν, και η ζέουσα.
*Το ίδιο κείμενο διανεμήθηκε σε παρόμοια μορφή το Φθινόπωρο του 2011. Η παρούσα εκδοχή του, ύστερα από παραινέσεις φίλων, έχει συμπληρωθεί με προσθήκες όπου επισκοπούνται ορισμένα κρίσιμα γεγονότα της πρόσφατης νεοελληνικής ιστορίας εντασσόμενα στο γεωπολιτικό φάσμα της ευρύτερης περιοχής.
Όμως, αν δούμε τα πράγματα από κάποια απόσταση, προβάλλοντάς τα στο πλαίσιο του ιστορικού τους γίγνεσθαι, θ’ αντιληφθούμε ότι στην ζωή των κοινωνιών η οικονομία διαπλέκεται αξεδιάλυτα με τις ευρύτερες πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και γεωπολιτικές καταστάσεις.
Ακολούθως, θα επιχειρήσουμε να διαγράψουμε, με μεγάλο βαθμό αφαίρεσης, τις ιστορικές συνιστώσες εντός των οποίων εκτυλίσσεται η παγκόσμια οικονομική κρίση ώστε ν’ αναδειχθούν τόσον οι διεθνείς όσο και οι εγχώριες παράμετροι του νεοελληνικού αδιεξόδου.
– Ο Παναγιώτης Κονδύλης, η απουσία του οποίου γίνεται εκτάκτως αναναπλήρωτη, βλέπει στις ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα παγκοσμίως αμέσως μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, την περαιτέρω εξέλιξη μίας νέας ιστορικής περιόδου η απαρχή της οποίας χρονολογείται περί το 1900. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η παρακμή του αστικού πολιτισμού με τον οποίο θεωρεί ότι κλείνει οριστικά ο ιστορικός κύκλος των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων. Σε πολιτικό επίπεδο η αλλαγή αυτή εκδηλώνεται με την πτώση του κλασσικού – ολιγαρχικού – φιλελευθερισμού και την παράλληλη άνοδο της μαζικής δημοκρατίας, που στηρίζεται στην μαζική παραγωγή και την μαζική κατανάλωση σε παγκόσμια κλίμακα.
Έγραφε λίγο πριν από τον αδόκητο θάνατό του το 1998׃ «Ωστόσο, μέσα στην αυτοπεποίθηση τής Δύσης έχει ήδη εμφιλοχωρήσει η πρώτη αμφιβολία, αλλά και το πρώτο ρίγος, προ παντός στην Ευρώπη, όπου συνειδητοποιείται όλο και εντονότερα ότι η βαθύτερη αιτία της μόνιμης κρίσης είναι η ένταση του παγκόσμιου ανταγωνισμού και η συνεχής πτώση του ειδικού ευρωπαϊκού βάρους μέσα στην παγκόσμια οικονομία. Οι αμφιβολίες και τα ρίγη θα επιταθούν κάτω από την πίεση εισαγόμενων κι ενδογενών δημογραφικών και οικολογικών παραγόντων. Τότε τα σύνορα, τα οποία έχει γκρεμίσει στο μεταξύ η παγκοσμιοποίηση, θα εγερθούν και πάλι εξ αιτίας της όξυνσης των αγώνων κατανομής, μολονότι δεν γνωρίζουμε επακριβώς ποιός και πού θα τα χαράξει αυτή τη φορά». (Π. Κονδύλης, Από τον 20ο στον 21ο αιώνα, εκδ. Θεμέλιο 1998, σελ. 73).
«Γιατί μόλις τώρα, μετά το εξαιρετικά δραματικό κοσμοϊστορικό επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου, έρχονται στην επιφάνεια οι βαθύτερες κινητήριες δυνάμεις της μελλοντικής πλανητικής πολιτικής, οι οποίες συσσωρεύονταν, πολλές φορές ανεπαίσθητα, κάτω από τη θυελλώδη πολιτική ιστορία του 20ου αι.
Μιά τρομακτική ένταση δημιουργείται τώρα από το γιγάντωμα μαζικοδημοκρατικών προσδοκιών σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ παράλληλα ο πλανήτης γίνεται στενότερος εξ αιτίας της πληθυσμιακής έκρηξης και της διαγραφόμενης σπάνης οικολογικών και λοιπών αγαθών. Πρέπει λοιπόν να αναμένονται βίαιοι ανταγωνισμοί και συγκρούσεις, και μέσα σ’ όλα αυτά ως ο χειρότερος κίνδυνος ίσως δεν θ’ αποδειχθεί κάν ο πόλεμος, παρά μιά διαρκής κατάσταση αχαλίνωτης ανομίας». (Π. Κονδύλης, Το Αόρατο Χρονολόγιο της Σκέψης, εκδ. Νεφέλη 1998, σελ. 29).
«Το άκρως επικίνδυνο παράδοξο της πλανητικής κατάστασης έγκειται ακριβώς στο ότι ακόμα και οι δίκαιες λύσεις, ακόμα και μια αυταπάρνηση δίχως ιστορικό προηγούμενο δεν θα πρόσφερε μακροπρόθεσμη διέξοδο. Αν ο πλούτος 800 εκατομμυρίων μοιρασθεί σε 6 δισεκατομμύρια, απλώς θα γίνουν όλοι αδέρφια μέσα στη φτώχεια – και αντίστροφα׃ αν ο Κινέζος, ο Ινδός και ο Αφρικανός καταναλώσουν κατά κεφαλήν τόσες πρώτες ύλες και τόση ενέργεια όπως ο Βορειοαμερικανός, αυτό θα μπορούσε να συνεπιφέρει την οικολογική κατάρρευση. / Οι παγκόσμιες υλικές προσδοκίες προσανατολίζονται τώρα πιά στο πρότυπο της δυτικής μαζικής δημοκρατίας, ενώ λείπουν οι υλικές προϋποθέσεις για την ικανοποίησή τους. Αυτά όλα συνιστούν μιάν εξαιρετικά ευαίσθητη εκρηκτική ύλη – και ακριβώς απ’ αυτήν την ύλη πρέπει να πλασθεί η πλανητική πολιτική του μέλλοντος». (Π.Κονδύλης, Το Αόρατο Χρονολόγιο της Σκέψης, εκδ. Νεφέλη 1998, σελ. 35).
«Η διάδοση της μαζικής δημοκρατίας σε παγκόσμια κλίμακα όχι μόνον δεν θα γεννήσει παντού πιστά αντίγραφα, αλλά θα αλλάξει και αυτήν την ίδια στις μητροπολιτικές χώρες, πυροδοτώντας παράλληλα οξύτατους αγώνες κατανομής. Αν ο 20ος αιώνας σήμανε την διάψευση της κομμουνιστικής ουτοπίας, ο 21ος θα χαρακτηρισθεί από την κατάρρευση της φιλελεύθερης. Ποιά συγκεκριμένα γεγονότα θα συγκροτήσουν τις μεγάλες ροπές κατά τον 21ο αιώνα, που θα είναι ο συγκλονιστικότερος και τραγικότερος της ανθρώπινης Ιστορίας, δεν μπορούμε να ξέρουμε. / Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιγράψουμε τις κινητήριες δυνάμεις της, μέσα στη δεδομένη βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη συγκυρία». ( Π.Κονδύλης, Από τον 20ο στον 21ο αιώνα, εκδ. Θεμέλιο 1998, σελ. 11).
II
– Είναι μάλλον κοινότοπη η διαπίστωση ότι τις τελευταίες δεκαετίες, για πρώτη ίσως φορά από την εποχή της αποικιοκρατικής έξαρσης του 18ου αιώνα, η ροή τού παγκόσμιου πλούτου μεταβάλλεται σταθερά καθώς όλο και μεγαλύτερο μέρος του δεν εισρέει πλέον στα παραδοσιακά κέντρα της Δύσης, αλλά σε γιγάντιες χώρες της περιφέρειας όπως η Ινδία, η Βραζιλία και κυρίως η Κίνα.
Το γεγονός αυτό μεγιστοποιείται αμέσως μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού συνασπισμού κατά την περίοδο της παγκοσμιοποίησης.
Τα κάθε είδους επενδυτικά κεφάλαια υπακούοντας αντανακλαστικά στην απάτριδα φύση τους, αναζητούν μέσα στις νέες συνθήκες την μέγιστη δυνατή κερδοφορία.
Κολοσσιαίες μονάδες παραγωγής αναπτύσσονται στις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας. Μεταξύ αυτών και μονάδες πρωτοκλασάτων Δυτικών εταιρειών με ιδιαίτερα συμβολικό φορτίο για την ιστορία και την ισχύ των χωρών από τις οποίες προέρχονται.
Η εξέλιξη αυτή συντελείται σχεδόν νομοτελειακά λόγω των εγγενών ροπών του καπιταλισμού μέσα στο πλαίσιο των τεκτονικών, ανά την υφήλιο, πολιτικών, γεωπολιτικών, τεχνολογικών, οικονομικών και δημογραφικών μεταβολών που επέφερε ο 20ος αιώνας.
Απέναντι στην αναπότρεπτη μετακίνηση των παραγωγικών μονάδων και την διαφαινόμενη απώλεια πλούτου, σε καιρούς ξέφρενου μαζικού καταναλωτι-
σμού, η μητροπολιτική Δύση αντέδρασε αναπτύσσοντας το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε παγκόσμια κλίμακα.
Όμως πολύ γρήγορα τα πράγματα εκτραχύνθηκαν και πλείστα κεφάλαια δεν επενδύονταν πλέον παραγωγικά, σύμφωνα με τις αρχές του παραδοσιακού καπιταλισμού, στην προσδοκία της λελογισμένης απόδοσης, αλλά σε νέα ΄΄τραπεζικά προϊόντα΄΄ που υπόσχονται μέγιστες αποδόσεις και προέρχονται από κεφαλαιοποιήσεις ακόμα και ΄΄άϋλων πραγμάτων΄΄, ή σε επενδυτικά τεχνάσματα κατά τα πλέον ακραία πρότυπα του κοινού τζόγου.
Το Ελληνικό Χρηματιστήριο, γύρω στό 2000, υπήρξε ένας διάττων – φορέας του ιδίου πνεύματος και συνάμα θέατρο όπου εκτυλίχθηκαν με απροκάλυπτη ωμότητα, σε βάθος κι έκταση, οι δύο πράξεις του ΄΄ρωμέϊκου δράματος΄΄: η κοινωνική ψυχοπαθολογία και η αυτοκαταστροφική διάβρωση των θεσμών.
Τα ανωτέρω φαινόμενα συνιστούν την φρενήρη μετάβαση στην όψιμη, μεταμοντέρνα εποχή της Δυτικής, φιλελεύθερης οικονομίας, που σηματοδοτείται από την επικράτηση του χρηματιστηριακού έναντι του παραγωγικού καπιταλισμού, εν μέσω ισχυρότατων τριγμών μετά το 2008.
Έκτοτε οι κυβερνήσεις σύρονται αμήχανες και, λόγω αμοιβαίας εξάρτησης, διασώζουν με ΄΄βέβηλους΄΄ τρόπους κρατικών ενισχύσεων τους κλονισμένους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς οι οποίοι, παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να συμπεριφέρονται σαν απόκοσμα ΄΄ζόμπι΄΄.
Ταυτόχρονα, οι κεντρόφυγες τάσεις του σύγχρονου χρηματιστηριακού καπιταλισμού αυτονομούν τις διαδικασίες συσσώρευσης κεφαλαίου και τις ωθούν πέρα από τις ανάγκες των κοινωνιών, με απρόβλεπτες συνέπειες γιά την μελλοντική λειτουργία των κρατών αλλά και την ισορροπία του παγκόσμιου status quo.
– Σε μία εποχή ραγδαίας οικονομικής ανόδου μεγάλου μέρους της περιφέρειας, η Δύση, με προεξάρχουσες τις Η.Π.Α., ανέπτυξε, εντελώς ασύμμετρα προς την παραγωγική της οικονομία, το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα ώστε, σε συνάρτηση με την διπλωματική, την στρατιωτική και την τεχνολογική της υπεροχή, να κρατεί τον έλεγχο των εξελίξεων διαφυλάσσοντας ως κόρη οφθαλμού τα συμφέροντά της.
Η επιλογή αυτή προκρίθηκε ως αναγκαία λόγω της κλιμάκωσης των πιέσεων που δέχεται η Δυτική οικονομική επικυριαρχία στο πλαίσιο του παγκόσμιου ανταγωνισμού, καθώς απειλείται πλέον ξεκάθαρα το μοντέλο του καταναλωτικού ευδαιμονισμού – θεμελιώδες κεφάλαιο της μαζικής δημοκρατίας – των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων στις ίδιες τις καπιταλιστικές μητροπόλεις.
Η οικονομική λιτότητα παγιώνεται, κατά το μάλλον ή ήττον, σε ολόκληρο το φάσμα του δυτικού κόσμου, ιδιαίτερα δε στις ασθενέστερες χώρες, επιβάλλοντας συνεχείς και δραστικές περικοπές σε κάθε είδους δαπάνες.
– Κομβικό σημείο στον ρού της παγκόσμιας ιστορίας, κατά τον 20ο αιώνα, αναδείχθηκε η οκτωβριανή επανάσταση του 1917 στην Ρωσία.
Μέσα σε λίγα χρόνια από την επικράτησή της, ύστερα από ανελέητες εσωτερικές διαμάχες, η ηγεσία του Κ.Κ.Σ.Ε. υπό τον Στάλιν εξοβέλισε κάθε στοιχείο ρομαντισμού κι έθεσε ως πρωτεύοντα πολιτικό στόχο τον ταχύρυθμο εκμηχανισμό της χώρας, έναντι κάθε τιμήματος.
Η συντριβή της Βέρμαχτ στο Στάλινγκραντ, μερικά χρόνια αργότερα, που καθόρισε την έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και παράλληλα την νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, οφείλεται κυρίως σ’ αυτή την πολιτική.
Ακόμα, το αντίπαλο δέος που προκαλούσαν οι μπολσεβίκοι στην Δύση αλλά και η άμεση συνδρομή τους προς τους επαναστατημένους Κινέζους κομμουνιστές, επέτρεψαν, ύστερα από είκοσι και πλέον χρόνια πολυμέτωπων, αιματηρών αγώνων εναντίον εσωτερικών κι εξωτερικών εχθρών, την οριστική επικράτηση και την θριαμβευτική είσοδο των στρατευμάτων τους στο Πεκίνο τον Ιανουάριο του 1949.
Καθοριστικό γεγονός για το κινεζικό κομμουνιστικό κίνημα υπήρξε η Μεγάλη Πορεία των ετών 1934 – 1935, όπου μέσα σε ακραίες συνθήκες δοκιμάσθηκαν οι αντοχές και η ίδια η ύπαρξή του ενώ αναδείχθηκε η ηγετική προσωπικότητα του Μάο Τσέ Τούνγκ.
Μετά την νίκη τους, οι κινέζοι κομμουνιστές, με σιδηρά πυγμή ενοποίησαν την πολυπληθή και πανάρχαια χώρα τους, έβαλαν τέλος στις λεηλασίες και τους εξευτελισμούς που την υπέβαλλαν οι ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (πόλεμοι των κανονιοφόρων, του οπίου, ιαπωνικές εισβολές κ.ά.), και σηματοδότησαν την απαρχή μίας παγκόσμιας αυτοκρατορίας.
Σήμερα γίνεται πλέον σαφές ότι αν η Κίνα διατηρήσει την ενότητά της στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, την γιγάντωση της οικονομίας θ’ ακολουθήσουν αναπότρεπτα οι τομείς της άμυνας, της υψηλής τεχνολογίας και της διπλωματίας.
Όταν η γενικότερη ισχύς της εξισωθεί μ’ εκείνη των Η.Π.Α., οι Δυτικές χώρες και η Ιαπωνία δεν θα δύνανται να κατακρατούν το σημερινό τους υπερ – ποσοστό επί του παγκόσμιου πλούτου.
Την άνοδο της Κίνας ακολουθούν κι άλλες μεγάλες ή μεσαίες χώρες της περιφέρειας οι οποίες με την πάροδο του χρόνου θ’ ασκούν όλο και πιο έντονη πίεση στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σύστημα, διεκδικώντας ν’ αναβαθμίσουν την θέση τους στον παγκόσμιο γεωστρατηγικό και οικονομικό καταμερισμό. Μερικές απ’ αυτές ενδέχεται να συγκροτήσουν κοινά μέτωπα για την επαύξηση της επιρροής τους.
Η γειτονική Τουρκία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ανερχόμενης μεσαίας δύναμης που διαθέτει ήδη ένα σημαντικό επίπεδο ημιαυτόνομης οικονομικής, διπλωματικής και στρατιωτικής διείσδυσης στην ευρύτερη περιοχή της.
– Η ενδυνάμωση της Σοβιετικής Ένωσης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την ώθησε στην άσκηση επεκτατικής πολιτικής στο όνομα του προλεταριακού διεθνισμού κάτι αντίστοιχο της δυτικής προπαγάνδας για τον ΄΄ελεύθερο κόσμο΄΄ τότε ή τα ΄΄ανθρώπινα δικαιώματα΄΄ σήμερα.
Ενίσχυσε τα κομμουνιστικά κινήματα σ’ ολόκληρο τον κόσμο, με αποκορύφωμα εκείνο του Βιετνάμ, κι επηρέασε καθοριστικά τον αγώνα για την απόσειση της αποικιοκρατίας.
Αλλά και οι κοινωνικές κατακτήσεις στο εσωτερικό των δυτικών χωρών που εδραίωσαν την μαζική δημοκρατία οφείλονται, σε μεγάλο βαθμό, στην γεωπολιτική και την ιδεολογική της εμβέλεια.
Τις μεταπολεμικές δεκαετίες ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη μετατράπηκε σε θέατρο του Ψυχρού Πολέμου, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τον επαπειλούμενο πυρηνικό όλεθρο, μεταξύ δύο κορυφαίων κρατών που διεκδικούσαν την παγκόσμια κυριαρχία, και για πρώτη φορά από την εποχή παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ανήκαν στον παραδοσιακό πυρήνα της Γηραιάς Ηπείρου.
Τελικά, η απότομη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, που ήταν ο ασθενέστερος των δύο μονομάχων, επέφερε την λήξη του Ψυχρού Πολέμου, την διάψευση της κομμουνιστικής ουτοπίας και μαζί την επικράτηση της ΄΄ελεύθερης αγοράς΄΄ σε παγκόσμια κλίμακα.
Ήταν η απαρχή της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης και ο διθύραμβος των φιλελεύθερων ιδεών υπερκάλυπτε κάθε φωνή φερέγγυας κρίσης, με συνέπεια να υποτιμηθούν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, τα σοβαρά προβλήματα που επέσυρε η νέα κατάσταση.
Εκείνη την εποχή έλαβε χώρα και η συνθήκη του Μάαστριχτ, που αναβάθμιζε το επίπεδο των πολιτικών θεσμών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας η οποία στο εξής θα μετονομαζόταν σε Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ παράλληλα ξεκινούσαν οι διαδικασίες για την θέσπιση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος θέτοντας στόχους δημοσιονομικής πειθαρχίας και σύγκλισης των οικονομιών για τα κράτη – μέλη.
– Από τον 17ο αιώνα, όταν έλαβε χώρα η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη των βορείων Κάτω Χωρών και λίγο αργότερα της Αγγλίας, η οποία πρωτοστάτησε στην βιομηχανική επανάσταση κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, παγιώθηκε μία σημαντική αναπτυξιακή διαφορά ανάμεσα στις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά και σ’ εκείνες του νότου η οποία, παρά τις μεγάλης έκτασης ιστορικές μεταβολές, διαιωνίζεται μέχρι σήμερα.
Το γεγονός αυτό σηματοδοτείται κι από την δύστηνη θαλασσομαχία της ισπανικής αρμάδας στα βρεταννικά νησιά το 1588 έκτοτε αν και η Ισπανία διατήρησε την ισχύ της γι’ αρκετές ακόμα δεκαετίες, εν τούτοις στάθηκε αδύνατο ν’ ανακόψει την ραγδαία ανάπτυξη των χωρών της βορειοδυτικής Ευρώπης με συνέπεια, όταν αυτή κορυφώθηκε, ν’ απολέσει τον θώκο της ευρωπαϊκής και κατά συνέπεια της παγκόσμιας κυριαρχίας.
Τις παραμονές της Βιομηχανικής Επανάστασης η Ισπανία δεν ήταν άλλο από μία καθυστερημένη κι αποδυναμωμένη χώρα της Ευρωπαϊκής περιφέρειας.
– Την επαύριον του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ευρώπη ήταν απ’ άκρου σ’ άκρον καθημαγμένη και παρά την ραγδαία ανάπτυξη των επόμενων δεκαετιών, πάντοτε υπό την στρατιωτική, την πολιτική και την οικονομική – αρχικά – αιγίδα των Η.Π.Α., γινόταν σαφές ότι, για πρώτη φορά ύστερα από αιώνες, δεν κατηύθυνε αλλά συρόταν πίσω από τις παγκόσμιες εξελίξεις.
Το πάντοτε υπό αίρεση – εδώ κι αιώνες – αίτημα της ευρωπαϊκής, πολιτικής ενοποίησης παραμένει δραματικά ατελέσφορο.
Παρά τις αφειδώλευτες κι αναπτυξιακά αμφίβολες οικονομικές παροχές που διοχετεύθηκαν πρόσφατα – μέσω των σχηματισμών της Ε.Ο.Κ. και της Ε.Ε. – προς τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, πρόοδος σημειώθηκε μονάχα σ’ ελάσσονος σημασίας οικονομικά και θεσμικά ζητήματα, και πρό παντός όχι στους κρίσιμους τομείς της δημοσιονομίας της άμυνας και της διπλωματίας.
Η ούτως ή άλλως ισχνή δυναμική αυτού του αιτήματος σχεδόν εκμηδενίσθηκε ύστερα από την αμετροεπή διεύρυνση της Ένωσης προς ανατολάς, με την ένταξη των πρώην κομμουνιστικών και νύν φιλοαμερικανικών χωρών.
Μία επιλογή στην οποία πρωτοστάτησε η Γερμανία λόγω της κρυφής εσωστρέφειας που διακρίνει ανέκαθεν την ευρωπαϊκή της πολιτική αλλά και των ανεξόφλητων λογαριασμών προς τις Η.Π.Α., οι οποίες, με την παράλληλη επέκταση του Ν.Α.Τ.Ο., θέλησαν να θέσουν υπό ασφυκτική πίεση την Ρωσσία προκειμένου ν’ αποτραπεί η διείσδυσή της στον κρίσιμο ενεργειακά και γεωστρατηγικά χώρο της Ευρασίας, αλλά και μία ενδεχόμενη προσέγγισή της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με σκοπό την περαιτέρω αποδυνάμωση και, τελικά, την ποδηγέτηση της αχανούς ευρασιατικής χώρας με τις αστείρευτες πλουτοπαραγωγικές πηγές. (Άκρως απευκταία συνέπεια για τους αυτουργούς της στρατηγικής αυτής επιλογής των Η.Π.Α. αποτελεί μία ενδεχόμενη εξαναγκαστική στροφή της Ρωσσίας προς την Κίνα και η συγκρότηση ενός πανίσχυρου σινο – ρωσσικού άξονα. / Πιέσεις προς την Ρωσσία ασκούνται κι από την πλευρά της Κίνας η οποία αργά αλλά σταθερά θέτει υπό αμφισβήτηση την παγιωμένη κατάσταση της σινο – σιβηρικής μεθορίου, με προφανή, απώτερο στόχο τον τεράστιο ορυκτό πλούτο της Σιβηρίας).
– Oι Η.Π.Α. με τον τρόπο αυτό ενίσχυσαν και την πάγια θέση τους για μία αδύναμη πολιτικά, διασύνδεση των ευρωπαϊκών χωρών, εμπορικού κυρίως χαρακτήρα, ώστε να διαιωνίζεται η επικυριαρχίας τους.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής πρωτοστάτησαν, την επαύριον του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην απαρχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης με κύριο στόχο – τότε – την συγκρότηση μίας ισχυρής αντικομμουνιστικής συμμαχίας.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου γινόταν σαφές στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ότι η προοπτική μίας Ευρωπαϊκής Ένωσης με πρωταγωνιστικό ρόλο στα παγκόσμια πράγματα προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, φειδωλή διεύρυνση προς τις αδύναμες χώρες, ουσιαστική εμβάθυνση της ενότητάς της αλλά και προσέγγιση με την Ρωσσία, στην προοπτική ακόμα και μίας μελλοντικής ένταξης της τελευταίας στην Ένωση.
Μία τέτοια εξέλιξη θα ισχυροποιούσε και τις δύο πλευρές αλλά κυρίως την ίδια την ευρωπαϊκή ενοποίηση∙ θα απάλλασσε την Ευρώπη από το μόνιμο άγχος της ενεργειακής της στενότητας αλλά και από μία, μελλοντική, ρωσσική εναντίωση στα συμφέροντά της.
Παράλληλα, θα περιόριζε σημαντικά τις κατά βούλησιν παρεμβάσεις των Η.Π.Α. και θα διαμόρφωνε, από πλεονεκτικώτερη θέση, τις σχέσεις της με τις ανερχόμενες χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία.
Όμως την κρίσιμη εκείνη περίοδο η Ευρωπαϊκή Ένωση στάθηκε κατώτερη όλων των προσδοκιών∙ ποδηγετημένη από τις Η.Π.Α. εξακολούθησε να ενεργεί, ουσιαστικά, καθ’ υπαγόρευση.
– Αναφορικά με τα όσα διατείνονται τα τελευταία χρόνια ορισμένοι νεοέλληνες πολιτικοί ή αναλυτές που υπερθεματίζουν την διμερή σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ρωσσίας, εκτός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε πλήρη αντίθεση με μία βασική πολιτική επιλογή των Η.Π.Α., δεν στερούνται απλώς σοβαρότητας αλλά στον βαθμό που υλοποιηθούν γίνονται κι επιλογές εθνικά επικίνδυνες.
Το γεωπολιτικό και το γεωστρατηγικό εκτόπισμα της σημερινής Ρωσσίας, παρά την σημαντική ανάκαμψη της περιόδου Πούτιν, υπολείπεται παρασάγκας της άλλοτε κραταιής Σοβιετικής Ένωσης.
Τα προσδοκώμενα οφέλη για την Ελλάδα σε περίπτωση μίας διμερούς προσέγγισης με την Ρωσσία την εκθέτουν σε υπέρμετρα δυσανάλογους κινδύνους πράγμα που καθιστά απαγορευτικό ένα τέτοιο εγχείρημα.
Δεν θα ήταν ό,τι καλύτερο για μία χώρα με το αμελητέο διεθνές εκτόπισμα και τα προβλήματα της σημερινής Ελλάδας να προκαλέσει την τύχη της μπαίνοντας τελείως απομονωμένη στο στόχαστρο της Υπερδύναμης.
Οι στενώτερες σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Ρωσσίας θα ήταν εφικτές μονάχα στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ενιαία κεντρική επιλογή στην παρούσα συγκυρία όμως κάτι τέτοιο φαντάζει μάλλον σαν όνειρο θερινής νυκτός.
– Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Η.Π.Α., ως ηγέτιδα δύναμη της αντικομμουνιστικής συμμαχίας, επέβαλλαν τους πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς όρους με τους οποίους θα λειτουργούσαν στο εξής, κατά περίπτωση, οι χώρες της επιρροής τους.
Ιδιαίτερη μέριμνα έλαβαν για την Γερμανία και την Ιαπωνία, οι οποίες αποτέλεσαν τους δύο αναπτυξιακούς πυλώνες του μεταπολεμικού καπιταλισμού, παρέχοντάς τους πέρα από την – αρχική – οικονομική συνδρομή (Σχέδιο Μάρσαλ), την απαραίτητη διπλωματική και στρατιωτική κάλυψη σε παγκόσμια κλίμακα.
Η αναμφίβολη δυνατότητα υψηλής παραγωγικότητας των Γερμανών και των Ιαπώνων σίγουρα δεν θα επαρκούσε για την επίτευξη του οικονομικού τους ΄΄θαύματος΄΄ αν δεν καλυπτόταν από την αμυντική ομπρέλα της υπερδύναμης, εφ’ όσον στις ίδιες, μετά την ήττα, δεν επιτράπηκε παρά μονάχα η ανάπτυξη υποτυπώδους στρατιωτικής δύναμης, υπό το εύλογο τότε πρόσχημα του βεβαρυμμένου τους παρελθόντος.
Η απαλλαγή από τα στρατιωτικά βάρη ευνόησε σημαντικά την καθαρώς παραγωγική τους οικονομία όμως πρόσδεσε αναγκαστικά τις δύο σημαντικές αυτές χώρες στο αμερικανικό άρμα αμφότερες έκτοτε εξαγοράζουν την οφειλή τους επενδύοντας ένα μεγάλο μέρος των εμπορικών τους κερδών στην Wall Street, την σύγχρονη Μέκκα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, και μέσω αυτής χρηματοδοτούν την οικονομία των Η.Π.Α. με τα ιλιγγιώδη πλέον δημοσιονομικά κι εμπορικά ελλείμματα.
Θέση προνομιούχου θεραπαινίδας στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό αλισβερίσι δόθηκε, ελέω Η.Π.Α., στην Βρεταννία, ιδιαίτερα από την περίοδο της πρωθυπουργίας Θάτσερ, όταν πρωταγωνιστούσε πλάι τους στό θέατρο του Ψυχρού Πολέμου.
Σε μία εποχή που η εμβέλεια της βρεταννικής βιομηχανίας υποβαθμιζόταν δραματικά στο παγκόσμιο στερέωμα, το περιώνυμο City του Λονδίνου κατέγραφε εντυπωσιακή άνοδο ενισχύοντας έτι περαιτέρω τον υπερατλαντικό προσανατολισμό της χώρας.
Παράλληλα η συμμετοχή της στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης γινόταν επιεικώς επαμφοτερίζουσα, για να επιβεβαιωθεί έκτοτε πολλάκις η διορατική κρίση του Ντε Γκώλ που χαρακτήρισε εξ αρχής την εισδοχή της ως ΄΄στρατηγικό σφάλμα΄΄.
– Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η παγκόσμια οικονομική κρίση μετά το 2008 διέλυσε και τα τελευταία προσχήματα αποκαλύπτοντας μίαν εξαιρετικά δυσάρεστη πραγματικότητα.
Οι σημαντικότεροι στόχοι του Μάαστριχτ έμεναν μόνο στα χαρτιά, παρά τα τεράστια κεφάλαια που δαπανήθηκαν.
Οι οικονομίες και οι νοοτροπίες των νοτίων χωρών δεν εκσυγχρονίσθηκαν ουσιαστικά, και μένουν πλέον σοβαρά εκτεθειμένες απέναντι στην ανταγωνιστικότητα των ανερχόμενων οικονομιών του πρώην Τρίτου Κόσμου. Εκρηκτικά ελλείμματα, χρέη και μία διαρκώς βαθύνουσα οικονομική ύφεση, δοκιμάζουν τα όρια αντοχής εκατομμυρίων ανθρώπων και μαζί την συνοχή των κοινωνιών τους.
Ενεργητικά ισοζύγια στις συναλλαγές διατηρούν, ύστερα από επώδυνες δημοσιονομικές αναπροσαρμογές, μονάχα οι χώρες του ευρωπαϊκού βορρά με προεξάρχουσα βεβαίως την Γερμανία, επειδή στηρίζονται στην παραγωγή και την εμπορία βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας και, προς το παρόν, δεν απειλούνται σοβαρά από τις Τρίτες Χώρες.
Το επίπεδο ανθεκτικότητας που επιδεικνύει η κάθε μία χώρα της Ένωσης απέναντι στην βαθύνουσα οικονομική κρίση, αποκαλύπτει και το επίπεδο ευθύνης με τον οποίο διαχειρίσθηκε, για πολλά χρόνια, ζητήματα που είναι πολύ πιθανόν να καθορίσουν το μέλλον της αλλά και το μέλλον ολόκληρης της Ευρώπης. (Ίσως είναι περιττό να επισημάνουμε ότι η αρνητική πρωτιά εδώ ανήκει αδιαφιλονίκητα στην Ελλάδα).
Όλα αυτά προκαλούν μεγάλη ανησυχία στην Ευρώπη όπου μετά το 2008 οι βόρειες χώρες, που διαθέτουν οικονομικά πλεονάσματα και δημοσιονομική πειθαρχία, συντείνουν, με επικεφαλής την Γερμανία, σε μία άτυπη κίνηση όπου εκ των πραγμάτων τίθενται εν αμφιβόλω τόσο το κοινό νόμισμα όσο και η ίδια η ευρωπαϊκή ενοποίηση τουλάχιστον στην κατά Μάαστριχτ εκδοχή της.
Παρά τους μηχανισμούς στήριξης και τα μνημόνια γίνεται έκδηλος, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, ο λεγόμενος ευρωσκεπτικισμός καθώς ενεργοποιείται το βαθύ ρήγμα που υπήρχε ανέκαθεν μεταξύ του βορρά και του νότου.
Η επαπειλούμενη, εσχάτως, κρίση του χρέους μεγάλων χωρών της ΄΄ευρωζώνης΄΄ όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία, αποκαλύπτει την ανύπαρκτη θεμελίωση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος κι επιβεβαιώνει μία στοιχειώδη οικονομική αρχή: ένα κοινό νόμισμα προϋποθέτει τουλάχιστον ενιαία δημοσιονομική βάση των κρατών που μετέχουν σ’ αυτό – στα ανεγειρόμενα οικοδομήματα προηγούνται πάντοτε τα θεμέλια κι έπονται οι τοιχοποιίες και η στέγη ποτέ αντίθετα.
Επίσης, η μέχρι σήμερα νομισματική σταθερότητα του ευρώ, που στηρίζεται εν πολλοίς στα πρότυπα του άλλοτε ΄΄σκληρού΄΄ μάρκου και καθορίζεται από την συνολική οικονομική κατάσταση των χωρών της Ευρωζώνης, ευνοεί την δημοσιονομική σταθερότητα και την διατήρηση της μεγάλης κερδοφορίας των χωρών που εξάγουν βιομηχανικά προϊόντα υψηλής ποιότητας, και προς το παρόν δεν αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα ανταγωνισμού όπως προαναφέρθηκε.
Όμως το ΄΄σκληρό΄΄ ευρώ δεν ευνοεί τις εξαγωγές προϊόντων χαμηλής ανταγωνιστικότητας που παράγουν κατ’ εξοχήν οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου, με συνέπεια την περαιτέρω συρρίκνωση του παραγωγικού τους ιστού γεγονός που συγκαλυπτόταν για χρόνια από μία επίπλαστη αναπτυξιακή πραγματικότητα.
– Θα ήταν ίσως παράλειψη να μην σταθούμε για λίγο στον ρόλο της Γερμανίας η οποία φαίνεται ότι ενδίδει ξανά στον κακό της δαίμονα παρασύροντας, κατά πάγια συνήθεια, μαζί και την Ευρώπη.
Η χώρα με τις αστείρευτες παραγωγικές και πνευματικές δυνάμεις επιμένει σε μία αγιάτρευτη πολιτική νηπιότητα.
Αντί ως φυσική ηγέτιδα της Ευρώπης να σταθεί με διορατικότητα, ορθολογικό σχεδιασμό και απαρέγκλιτα φειδωλή οικονομική διαχείριση απέναντι στις ασθενέστερες ευρωπαϊκές χώρες συμβάλλοντας ουσιαστικά στην παραγωγική τους ανάπτυξή – απαραίτητη προϋπόθεση για την προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης – εν όψει του διαφαινόμενου σκληρού ανταγωνισμού από τις χώρες του πρώην Τρίτου Κόσμου γιά δεκαετίες ανεχόταν να σκορπίζονται στους ΄΄πέντε ανέμους΄΄ τα οικονομικά πλεονάσματα των βορείων χωρών και κυρίως της ίδιας, χωρίς κανένα ουσιαστικό έλεγχο για την κατάληξή τους. Έκανε ΄΄στραβά μάτια΄΄ σε δημιουργικές λογιστικές, επενδυτικές προφάσεις και άλλα χαλκεύματα των νοτίων, όπου συχνά μετείχαν με το αζημίωτο και πολλά παιδιά της.
Το παράδοξο αποτέλεσμα ήταν׃ ολόκληρες χώρες ή μεγάλες περιοχές χωρών της νότιας, κυρίως, Ευρώπης ν’ αυξάνουν σημαντικά το βιοτικό τους επίπεδο ενώ ταυτόχρονα συρρικνωνόταν ο παραγωγικός ιστός και υπολείπονταν οι εξαγωγές τους.
Παρουσίαζαν πλασματικούς δείκτες ανάπτυξης που στηρίζονταν σ’ επιδοτούμενες επενδύσεις αμφίβολης απόδοσης, σε δάνεια ή στην κατανάλωση.
Όταν όμως ήρθε η ώρα της κρίσης και μειώθηκε δραστικά η πρόσβασή τους στο εύκολο χρήμα, άρχισε να κλονίζεται συθέμελο το σκηνικό της φαρσοκωμωδίας.
Όπως είναι φυσικό τα ελλείμματα εκτοξεύονται και οι οικονομίες των χωρών αυτών παρασύρονται σε βαθειά – ενδεχομένως ανήκεστη – ύφεση.
Επίσης, η ηγετική ανεπάρκεια της Γερμανίας είναι σύμφυτη με τις πολιτικές της επιλογές στα ζητήματα της ευρωπαϊκής διεύρυνσης και του κοινού νομίσματος όπως προαναφέρθηκε.
Το κρίσιμο δίλλημα που σκιάζει στο άμεσο μέλλον το κοινό νόμισμα αλλά και την ίδια την ύπαρξη της Ενωμένης Ευρώπης όπως την γνωρίζουμε μέχρι σήμερα είναι: αν ΄΄τον δρόμο που χάραξε η Ελλάδα΄΄ διαβούν χώρες μεγάλου εκτοπίσματος όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία, οπότε αντί δισεκατομμυρίων για τα μνημόνια απαιτηθούν τρισεκατομμύρια.
Μία τέτοια, άκρως απευκταία, εξέλιξη θα προκαλέσει ισχυρότατες αποσχιστικές τάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και στο εσωτερικό ορισμένων χωρών όπως η Ιταλία, η Ισπανία και το Βέλγιο, ενώ η Γερμανία και η παρέα της θα μπούν σε μεγάλο πειρασμό να εγκαταλείψουν το παραπαίον σκάφος υπακούοντας στο στοιχειακό κέλευσμα: ΄΄ο σώζων εαυτόν σωθήτω΄΄.
– Η παρατεινόμενη αβεβαιότητα της Γερμανίας, αμέσως μετά το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, συνίσταται σ’ ένα σχεδόν υπαρξιακό της δίλλημα׃ ή θα παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη επιλέγοντας να έχει κοινή μοίρα με τον ευρωπαϊκό νότο ή θα επιλέξει την έξοδο ακολουθούμενη πιθανότατα και από κάποιες βόρειες χώρες.
Στην πρώτη περίπτωση θα μετακυλήσει το οικονομικό βάρος των νοτίων χωρών στο κεντρικό επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναλαμβάνοντας η ίδια το μεγαλύτερο μέρος του με την έκδοση και των περιβόητων ευρωομολόγων, ενώ στην δεύτερη θ’ απαλλαγεί βέβαια από τον νότο αλλά θα υποστεί έναν ενδεχομένως καταλυτικό οικονομικό ανταγωνισμό από την Κίνα ως συνέπεια της υπερτίμησης του νέου της νομίσματος.
III
– Η Ελλάδα, μικρή κι απομονωμένη χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας με μόνιμα χαρακτηριστικά την υλική και πνευματική ένδεια, κρατούσε, αρκετές δεκαετίες μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, την συντριπτική πλειονότητα ενός ολιγάριθμου πληθυσμού στην ύπαιθρο όπου εγκαταβίωνε χειμαζόμενος υπό πρωτόγονες βουκολικές συνθήκες.
Η σταδιακή ένταξη της χώρας στον παγκόσμιο οικονομικό καταμερισμό – αν και ουδέποτε υπήρξε επαρκώς ενεργή με βάση τα διεθνή δεδομένα, λόγω αταβιστικής πρόσδεσης σε κοινωνικές, πνευματικές και παραγωγικές δομές του παρελθόντος – έδωσε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα μία σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη, με την κατασκευή βασικών έργων υποδομής που συνέβαλλαν στην περαιτέρω ενδυνάμωση των πρώτων – βιομηχανικών κι εμπορικών – αστικών της κέντρων.
Στην συνέχεια όμως η διόγκωση των αστικών κέντρων δεν προήλθε μόνο από την παραγωγική τους ανάπτυξη, αλλά σε μεγάλο βαθμό επιβλήθηκε από ιδιάζουσες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως το κύμα προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής και η εκτενής μετανάστευση του Εμφυλίου ή της Μετεμφυλιακής περιόδου.
Για τον λόγο αυτό οι βιοτικές συνθήκες των επήλυδων εκείνων ΄΄αστών΄΄ υπολείπονταν ακόμα και των αντίστοιχων της ευρύτερης μάζας του πληθυσμού της υπαίθρου.
– Βάση της ελληνικής οικονομίας υπήρξε ανέκαθεν η γεωργία συνεπικουρού-μενη από την κτηνοτροφία και την αλιεία. Τα προϊόντα από την δραστηριότητα στους τομείς αυτούς έγιναν πρώτη ύλη και για την βιομηχανία, που χαρακτηριζόταν πάντοτε ως ελαφριά κι αναπτύχθηκε κυρίως σε συνάφεια με την γεωργία.
Το εξαγωγικό κι εσωτερικό εμπόριο στηρίχθηκαν επίσης στην διακίνηση των προϊόντων αυτών, αν και η μεγάλη τους ανεπάρκεια ως σύνολο κρατούσε διαρκώς ελλειμματικούς τους δείκτες των τρεχουσών συναλλαγών και σε μόνιμο οικονομικό άγχος τις κυβερνήσεις.
Μετά την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έλαβε χώρα η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη των προηγμένων κρατών της αντικομμουνιστικής συμμαχίας που στηρίχθηκε από τις Η.Π.Α. – για λόγους οικονομικούς και γεωστρατηγικούς – με το σχέδιο Μάρσαλ.
Στην Ελλάδα, λόγω του Εμφυλίου και της εγγενούς γενικής υστέρησης, η δυναμική της ανάπτυξης υπήρξε κατά πολύ κατώτερη των εκρηκτικών αναγκών της κοινωνίας, με συνέπεια ένα μεγάλο τμήμα του πιο ενεργού πληθυσμού να ζητήσει διέξοδο στην εξωτερική μετανάστευση.
Στην συνέχεια, η ανάπτυξη των Δυτικών χωρών επέδρασε ως εμβρυουλκός στην ανάκαμψη της Ελλάδας, μέσω της απορρόφησης των εξαγωγών της αλλά και του παραθεριστικού τουρισμού, που ξεκίνησε μαζικά τα πρώτα χρόνια του ’70 και πήρε διαστάσεις πανστρατιάς τις επόμενες δεκαετίες.
Η Ελλάδα, μετά το 1974, λόγω της διεθνούς πολιτικής συγκυρίας και σίγουρα όχι λόγω της δικής της ετοιμότητας, προσεταιρίσθηκε κάπως καθυστερημένα το ήδη κυρίαρχο στις αναπτυγμένες χώρες μοντέλο της μαζικής δημοκρατίας και της μαζικής κατανάλωσης.
Η ένταξη της χώρας στους θεσμούς των ευρωπαϊκών κοινοτήτων της επέφερε μίαν άνευ προηγουμένου κεφαλαιακή εισροή, υπό μορφή επιδοτήσεων, χρηματοδοτήσεων αλλά και δανείων.
Ήταν η νεοελληνική εποχή των ΄΄παχιών αγελάδων΄΄.
Την πρώτη δεκαετία της ένταξης, η διάθεση των ελληνικών αγροτικών προϊόντων εξασφαλιζόταν με σχετικά υψηλές τιμές καθώς εντός της Ε.Ο.Κ. δεν επιτρεπόταν η εισαγωγή αγροτικών προϊόντων από Τρίτες Χώρες, αν προηγουμένως δεν εξαντλούνταν τα αντίστοιχα κοινοτικά διαθέσιμα.
Τα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης επέβαλλαν την αναθεώρηση της συνθήκης για το παγκόσμιο εμπόριο – GATT – όπου καταργήθηκαν οι προστατευτικοί φραγμοί κι απελευθερώθηκε η διακίνηση εμπορευμάτων, κεφαλαίων και υπηρεσιών σε παγκόσμια κλίμακα.
Στο νέο καθεστώς προσαρμόσθηκε αναγκαστικά και η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όμως, το υψηλό βιοτικό επίπεδο των χωρών της Ένωσης επιβάρυνε το κόστος παραγωγής των αγροτικών – και άλλων – προϊόντων, με συνέπεια να γίνεται προβληματική η διάθεση πολλών απ’ αυτά στην παγκόσμια αλλά και την ευρωπαϊκή αγορά, καθώς έπρεπε να συναγωνισθούν με τα πολύ πιό ανταγωνιστικά – λόγω χαμηλού κόστους παραγωγής – προϊόντα των χωρών του πρώην Τρίτου Κόσμου.
Η Ένωση θέσπισε τότε το σύστημα των ΄΄ποσοστώσεων΄΄ με σκοπό την επιβολή δραστικών μειώσεων στην παραγωγή των αγροτικών προϊόντων που ενέπιπταν στην κατηγορία αυτή, ενώ πολλαπλασίασε τα κονδύλια για χρηματοδοτήσεις κι επιδοτήσεις, με διακηρυγμένο στόχο την εξορθολογισμένη αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, των δικτύων εμπορίας και άλλων συναφών δραστηριοτήτων, κατά τα πρότυπα των βορείων ευρωπαϊκών χωρών.
Οι ΄΄ποσοστώσεις΄΄ καθόριζαν τα είδη και τα ανώτατα όρια παραγωγής ανά προϊόν για κάθε χώρα – μέλος, γεγονός που αν και ουδέποτε τηρήθηκε επ’ ακριβώς προκάλεσε ένα έντονο διπλωματικό παρασκήνιο επειδή τα επίσημα αυτά όρια θα καθόριζαν, επιπλέον, το ύψος των χρηματοδοτήσεων κι επιδοτήσεων που επρόκειτο να διανέμονται στο εξής.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε τότε σε μία σειρά υποχωρήσεων έναντι άλλων εταίρων, με αντάλλαγμα την υποστήριξή τους σε κρίσιμα εθνικά της ζητήματα, αλλά και σε αυτοπαγιδεύσεις όπως η ατέρμονη διαμάχη για την ονομασία του κράτους των Σκοπίων, ή την διαμεσολάβησή τους ώστε να λάβει ακόμα μεγαλύτερες πιστώσεις, απαραίτητες για την συντήρηση του παρασιτικού της καταναλωτισμού.
Τα ιλιγγιώδη ποσά που εισέρρευσαν στην Ελλάδα κατά τα επόμενα χρόνια αύξησαν σημαντικά το μέσο βιοτικό επίπεδο και το κόστος ζωής, χωρίς όμως να επιφέρουν ανάλογη ανάπτυξη κι εκσυγχρονισμό στους κρίσιμους τομείς της παραγωγής και του εξωτερικού εμπορίου.
Τουναντίον, αυξήθηκαν σημαντικά οι εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών και το κόστος της εγχώριας παραγωγής, με συνέπεια την δραματική συρρίκνωση σε τομείς όπως η πάντοτε αδύναμη ελληνική βιομηχανία αλλά και η γεωργία, που ήταν ανέκαθεν στυλοβάτης της οικονομίας και της κοινωνίας κι εκφυλίσθηκε σταδιακά σε αντιπαραγωγική και κρατικοδίαιτη.
Την ίδια περίοδο έγιναν σημαντικά έργα υποδομής∙ αν και η ποιότητα κατασκευής των περισσοτέρων υπολείπεται κατά πολύ των επισήμων τεχνικών προδιαγραφών με βάση τις οποίες κοστολογήθηκαν.
Από τους παραγωγικούς τομείς που συμβάλλουν στην συσσώρευση του εγχώριου πλούτου, μονάχα ο τουριστικός παρουσίασε αλματώδη άνοδο αλλά χωρίς ορθολογικό σχεδιασμό, με συνέπειες την δήωση του σπάνιου ελληνικού τοπίου και την χαμηλή του ανταγωνιστικότητα.
Από τα ανωτέρω γίνεται σαφές ότι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα δεν οφείλεται τόσο στην ενεργό συμμετοχή των κατοίκων της στον παγκόσμιο οικονομικό καταμερισμό, αλλά στην άμετρη δανειοληψία και στην καταχρηστική ιδιοποίηση των κεφαλαίων που διατέθηκαν με δεδηλωμένο στόχο τον γενικό εκσυγχρονισμό της χώρας, ώστε ν’ αποκτήσει κάποτε, στο μέλλον, ουσιαστική συμμετοχή στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Μία προοπτική που αν τελικά δεν ευοδωθεί, εκτός των άλλων, θα την αφήσει απολύτως εκτεθειμένη και απέναντι στον ανερχόμενο νέο – οθωμανικό ιμπεριαλισμό.
– Τα χρόνια των μεγάλων στερήσεων μετουσιώθηκαν μάλλον ως ταμπού στη συλλογική μνήμη πολλών φερέλπιδων Νεοελλήνων που βάλθηκαν να το ’ξορκίζουν μ’ επιδεικτικές σπατάλες και απληστίες.
Η ιδιοποίηση πόρων, με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο, διατρανώθηκε ως πάνδημο αίτημα που μετάλλαξε και την λειτουργία των πολιτικών θεσμών, εκτρέποντάς την σε δημαγωγία και αυτοκαταστροφική διασπάθιση του δημόσιου πλούτου.
Η ενδημούσα συλλογική ασυνειδησία εξακολουθεί ακόμα, παρά την κατάρρευση της αυταπάτης, να κωφεύει πεισματικά σε κάθε νουνεχή σύσταση απέναντι στην συντελούμενη διαφθορά των κοινωνικών πραγμάτων και ηθών.
Οι γενιές της Μεταπολίτευσης, εθισμένες στην ραστώνη μίας εικονικής πραγματικότητας και άμοιρες του σύγχρονου σκέπτεσθαι, δείχνουν ότι έχουν απολέσει πρό πολλού ακόμα και την πατροπαράδοτη, εμπειρική γνώση της αυτοσυντήρησης.
– Η ένταξη στους θεσμούς των ευρωπαϊκών κοινοτήτων συνιστούσε για την Ελλάδα μία δυνητική ευκαιρία ανάκαμψης και γενικού εκσυγχρονισμού την σημαντικότερη ως προς το ύψος των κεφαλαιακών εισροών από την εποχή της σύστασης του νεοελληνικού κράτους.
Η Ελλάδα, έχοντας πρό πολλού απολέσει το τρένο της βαρειάς βιομηχανίας και των νέων τεχνολογιών, αποκτούσε μίαν ύστατη ευκαιρία να εισέλθει, με κάπως υπολογίσιμες αξιώσεις, στον παγκόσμιο οικονομικό καταμερισμό.
Η ευόδωση αυτής της προοπτικής απαιτούσε την χάραξη και την απαρέγκλιτη εφαρμογή μίας μακροπρόθεσμης αναπτυξιακής στρατηγικής, με επίκεντρο τον πρωτογενή τομέα της γεωργίας σε συνάρτηση με τους συναφείς κλάδους της βιομηχανίας, του εξαγωγικού εμπορίου αλλά και του τουρισμού, υπό την άμεση συνδρομή πανεπιστημιακών σχολών και άλλων εξειδικευμένων επιστημονικών κέντρων με αντικείμενο την ενδελεχή έρευνα των καλλιεργειών, την οργάνωση της παραγωγής και τον εξαγωγικό προσανατολισμό του εμπορίου με στόχο την διαρκή βελτίωση κι εν τέλει την αποτελεσματικότητα.
Η Ελλάδα, λόγω του εύκρατου κλίματός της, διαθέτει σημαντικές δυνατότητες ποιοτικής αναβάθμισης των προϊόντων της – π.χ. των βιολογικών – ενώ οι περιορισμένες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γής δεν της αφήνουν περιθώρια για την παραγωγή αξιόλογων ποσοτικών μεγεθών.
Η στοιχειώδης αυτή εκτίμηση δεν γίνεται παρά να διέπει δίκην γενικής αρχής κάθε σοβαρό αναπτυξιακό σχεδιασμό στους πιο πάνω τομείς.
Όμως, η μοναδική αυτή ευκαιρία απεμπολήθηκε εν τη γενέσει της όταν, μετά το 1981, ο πρωθυπουργός της ΄΄Αλλαγής΄΄ Α. Παπανδρέου εκμεταλλευόμενος τις αθρόες εισροές κοινοτικών πόρων αλλά και την αναβαθμισμένη – λόγω Ε.Ο.Κ. – πιστοληπτική δυνατότητα της χώρας, αύξησε ασύμμετρα τις δημόσιες δαπάνες και τις παντοειδείς παροχές, τροφοδοτώντας, παράλληλα, έναν φαύλο κύκλο παρασιτισμού και διαφθοράς κατά τρόπο που υπονόμευε καίρια κάθε αναπτυξιακή και δημιουργική προοπτική το ίδιο το μέλλον της χώρας.
Την ίδια περίοδο η παράταξη της Δεξιάς, παρά τις σπασμωδικές απόπειρες φιλελευθεροποίησης, με κορυφαία πράξη την ένταξη της χώρας στην Ε.Ο.Κ., έμεινε πολιτικά δέσμια των κοινωνικών αποκλεισμών του μετεμφυλιακού της παρελθόντος, με συνέπεια ύστερα από την παρέλευση του καιρού έκτακτης ανάγκης (1974) να υποστεί σταδιακή συρρίκνωση των εκλογικών της ποσοστών, και το 1981 ν’ απολέσει την εξουσία υποκύπτοντας στην δημαγωγική επέλαση του Α. Παπανδρέου και την, ομολογουμένως, εύστοχη συνθηματολογία του׃ ΄΄ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά΄΄.
Ήταν η εποχή που στο μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου διαφαινόταν πλέον η υπερίσχυση των Η.Π.Α. έναντι της Ε.Σ.Σ.Δ.. Όμως λόγω της συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού πυρηνικών όπλων τεράστιας ισχύος, εκατέρωθεν, γινόταν εξαιρετικά αμφίβολη μία ανόλεθρη έκβαση.
Καθοριστικός παράγοντας στην τελική επικράτηση της Δύσης υπήρξαν, πέραν της στρατιωτικής ισχύος, η ασυναγώνιστη οικονομική και τεχνολογική της ανάπτυξη και τα πολυπλόκαμα δίκτυα της προπαγάνδας.
Η γεωπολιτική συγκυρία εκείνης της εποχής προώθησε και την ένταξη της ανέτοιμης οικονομικά Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. όταν, ύστερα από πιέσεις των Η.Π.Α., η Γερμανία υποχρεώθηκε να άρει τις βάσιμες αντιρρήσεις της.
Η καθυστερημένη, βαλκανική Ελλάδα αποτελούσε δυσαρμονία στο στρατόπεδο του ΄΄Ελευθέρου Κόσμου΄΄, που προβαλλόταν και ως παράδεισος ευημερίας, όταν μάλιστα διατηρούσε κοινά σύνορα με χώρα του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
– Όπως προαναφέραμε, ο δημόσιος βίος της χώρας, κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, καθορίσθηκε εν πολλοίς από τις επιλογές του Α. Παπανδρέου, ενός πολιτικού θιασώτη της ακραίας δημαγωγίας ο οποίος με την επικράτηση της δικτατορίας του ’67 συνελήφθη για ν’ αφεθεί λίγο αργότερα ελεύθερος, ύστερα από προσωπική παρέμβαση του Προέδρου των Η.Π.Α., και στην συνέχεια να πρωτοστατήσει, εκ του ασφαλούς, στο αντιδικτατορικό κίνημα του εξωτερικού.
Ο ίδιος πολιτικός υπήρξε – μεταξύ άλλων – αρνητικός πρωταγωνιστής και κατά την εξαιρετικά αμφίβολη περίοδο του ’65, όταν με τις αμετροεπείς πράξεις του συνέβαλλε στην περαιτέρω αποδυνάμωση του κοινοβουλευτικού συστήματος, μέχρι που αυτό έγινε τελικά βορά της συνομωσίας των συνταγματαρχών.
Στην Ελλάδα επέστρεψε λίγο μετά την κατάρρευση της δικτατορίας κι εγκλιματίσθηκε μ’ επιτηδειότητα στις συνθήκες της εποχής υπερθεματίζοντας μίαν αντιαμερικανική κι αντιευρωπαϊκή συνθηματολογία ΄΄αριστερής΄΄ κοπής.
Με τον τρόπο αυτό έδρεψε επιτυχώς, για την πολιτική του αναρρίχηση, την εκτονωτική διάθεση μίας κοινωνίας που για δεκαετίες στέναζε κάτω από τις κοινωνικές διακρίσεις και τους μετεμφυλιακούς αποκλεισμούς.
Όταν έγινε πρωθυπουργός κεφαλαιοποίησε πολιτικά το εμφυλιακό αυτό άγος διασκορπίζοντας αφειδώς το δημόσιο χρήμα, με κύριο μέλημα την παντί τρόπω εδραίωσή του στην εξουσία.
Ήταν μία ακραία καταστροφική, πολιτική πράξη που ισοδυναμούσε με το άνοιγμα των ασκών του Αιόλου.
Έκτοτε, όλες οι κυβερνήσεις, οι πολιτικές δυνάμεις αλλά και το σύνολο της κοινωνίας αυτοπαγιδεύθηκαν στην ροπή της αλόγιστης και ατάσθαλης διαχείρισης του δημόσιου χρήματος σύροντας με αναπότρεπτη συνέπεια, μεσοπρόθεσμα, την χώρα προς την καταστροφή.
Ιδιαίτερα η Αριστερά – σκιά του παλαιού εαυτού της στο επίπεδο της ανθρώπινης ποιότητας των ηγετικών στελεχών της – αφέθηκε να μεταλλαχθεί πλήρως υπερθεματίζοντας δημαγωγικά, τόσο στις ΄΄δογματικές΄΄ όσο και στις ΄΄ανανεωτικές΄΄ εκδοχές της, την νεόκοπη αυτή μόδα χωρίς όμως να πιστωθεί τίποτε περισσότερο από την θέση του ουραγού στην κούρσα που οδηγούσε ο Παπανδρέου.
– Ένα γεγονός που ενδεχομένως έκρινε τα πολιτικά πράγματα της Μεταπολίτευσης υπήρξε ο θάνατος – κάτω από εξαιρετικά ύποπτες συνθήκες – του Αλέκου Παναγούλη.
Ενός ευφυούς πολιτικού με αποδεδειγμένο ηρωισμό. Ήταν ο μόνος αντιστασιακός στον οποίο υποκλίνονταν οι ίδιοι οι βασανιστές του ένας τίτλος που στην συνέχεια απαξιώθηκε καθώς συνδέθηκε ξεδιάντροπα με κάθε είδους αριβισμό και ιδιοτέλεια.
Ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας, η εντιμότητα και η δεδηλωμένη πολιτική του αντιπαλότητα προς τον Α. Παπανδρέου (τον παρομοίαζε με τον Μουσολίνι), πιθανόν να γίνονταν ισχυρός ανασταλτικός παράγοντας στην επέλαση του δεύτερου προς την εξουσία.
Όμως η πραγματική Ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις αλλά από την δράση ζωντανών ανθρώπων, και ατυχώς για την Ελλάδα, η δική της, των κρίσιμων δεκαετιών της Μεταπολίτευσης, γράφηκε χωρίς εκείνον.
– Επίκεντρο της νεοελληνικής παθογένειας παραμένει διαχρονικά ο δημόσιος τομέας ο οποίος τα τελευταία τριάντα χρόνια απέκτησε τερατώδεις διαστάσεις λόγω της πρωτόγνωρης κεφαλαιακής πλημυρίδας και της εκτενούς, πολυεπίπεδης διαφθοράς που επακολούθησε.
Από την εποχή του αγώνα της Ανεξαρτησίας ο πολύπαθος αυτός τομέας γίνεται φέουδο των εκάστοτε κυβερνώντων, οι οποίοι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αναρριχώνται στην εξουσία με βασική επιδίωξη όχι την πρόοδο του τόπου αλλά τον παρασιτικό πλουτισμό, την κοινωνική ανάδειξη και το βόλεμα ημετέρων, μέσω ύποπτων συναλλαγών, εργολαβιών, προμηθειών, φοροδιαφυγής και άμετρων – αναξιοκρατικών κατά κανόνα – προσλήψεων.
Η ανωμαλία αυτή – ενδεικτικό γνώρισμα καθυστερημένων χωρών – οφείλεται, κατά μία γενική εκτίμηση, στην σχεδόν ανύπαρκτη συμμετοχή της νεοελληνικής κοινωνίας στο γίγνεσθαι των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων, λόγω του απομονωτισμού της κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο και καθ’ όλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας, με συνέπεια την στασιμότητα σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, της τεχνολογίας, των θεσμών και του πολιτισμού.
Έτσι, παρά τον ρομαντικό φιλελευθερισμό του Βελεστινλή και της Φιλικής Εταιρείας, την στρατηγική ιδιοφυΐα του Καραϊσκάκη και τον άδολο ηρωισμό αγωνιστών όπως ο Νικηταράς, την πολιτική ή επιστημονική περιωπή ενός Καποδίστρια κι ενός Μάουρερ, το νεοελληνικό κρατίδιο στοιχειώθηκε εξ υπαρχής με ισχυρότατες νοοτροπίες και πρακτικές, που ανάγονται στην μεσαιωνική, βαλκανική πατριά και τον ιδιότυπο φεουδαλισμό των Ελληνικών Κοινοτήτων της Τουρκοκρατίας.
Ο αγώνας για την ανεξαρτησία υπήρξε διττός καθ’ όλη την διάρκειά του. Από την μία εξωτερικός εναντίον των Τούρκων και από την άλλη εσωτερικός, ένας ανελέητος, ακραίου αμοραλισμού, εμφύλιος πόλεμος που κρίθηκε με την επικράτηση της συμμαχίας κοτζαμπάσηδων, καραβοκυραίων, Φαναριωτών, ανώτερου κλήρου και μερίδας οπλαρχηγών – πάντοτε υπό την αιγίδα ξένων Δυνάμεων – ως άρχουσας τάξης του νεοσύστατου κρατιδίου.
Ήταν τέτοιο το μένος για την τελική εξόντωση των ελλήνων αντιπάλων τους – κυρίως οπλαρχηγών – που δεν το συγκράτησαν ακόμα κι όταν η επανάσταση απειλήθηκε με αφανισμό από τους Τούρκους.
Είναι άλλωστε αδιαμφισβήτητο γεγονός, όσο κι αν η επίσημη νεοελληνική ιστοριογραφία το αντιπαρέρχεται με πρόδηλη αμηχανία, ότι ύστερα από την συντονισμένη δράση του Ιμπραήμ και τις αυτοκαταστροφικές επιπτώσεις του εμφυλίου, η Επανάσταση έπνεε τα λοίσθια και διασώθηκε μόνο εξ’ αιτίας της στάσης που άλλαξαν απέναντί της οι Μεγάλες Δυνάμεις κυρίως η Αγγλία και η Ρωσσία.
Η πρώτη κατά την σύντομη περίοδο της πρωθυπουργίας του Κάννιγκ και η δεύτερη μετά την ενθρόνιση του τσάρου Νικολάου.
Η συνθήκη του Λονδίνου που υπήρξε προπομπός της ναυμαχίας του Ναυαρίνου αλλά και η λυτρωτική για τα ελλαδικά πράγματα συνθήκη της Ανδριανούπολης – επιβλήθηκε στην Πύλη από τον στρατηγό Ντίμπιτς υπό το κράτος της άμεσης απειλής προέλασης ρωσσικού στρατού προς την Κωνσταντινούπολη – προέκυψαν από τις ανάγκες γεωπολιτικής επέκτασης και ισορροπίας των Μεγάλων Δυνάμεων στο πλαίσιο του λεγόμενου Ανατολικού Ζητήματος.
Με τις πράξεις αυτές ακυρώθηκε ουσιαστικά το δόγμα της Ιεράς Συμμαχίας, που κυριαρχούσε στην διπλωματία της μεταναπολεόντειας Ευρώπης, κι άνοιξε ο δρόμος για την ίδρυση του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους.
Η αλλαγή της αγγλικής στάσης προέκυψε επειδή οι οικονομικοί και πολιτικοί κύκλοι που εξέφραζε ο Κάννιγκ, έκριναν ότι έπρεπε ν’ αφαιρεθεί κάθε πρόσχημα μονομερούς επέμβασης της Ρωσσίας, η οποία, διεκδικώντας ρόλο προστάτιδας δύναμης των Ορθοδόξων πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ουσιαστικά ασκούσε επεκτατική πολιτική σ’ ένα χώρο ύψιστης γεωστρατηγικής σημασίας καθ’ ό,τι εκεί διασταυρώνονταν οι χερσαίοι και θαλάσσιοι δρόμοι προς την Ανατολή και κυρίως προς τις Ινδίες.
Με τον τρόπο αυτό το νεότευκτο κρατίδιο – προτεκτοράτο, το οποίο στους αρχικούς σχεδιασμούς περιοριζόταν μονάχα στην Πελοπόννησο, έγινε το πρώτο εθνικό κράτος της Ευρώπης κατά την περίοδο της Παλινόρθωσης.
– Την ώρα που η Ευρώπη συνταρασσόταν από την κοσμογονία του δεκάτου ενάτου αιώνα, και οι δυνάμεις του αστικού φιλελευθερισμού κατίσχυαν επί του φεουδαλικού αντιπάλου, η Ελλάδα, παρά το ελπιδοφόρο ξεκίνημα, διολίσθαινε σε καταστάσεις και πρακτικές που διαιώνιζαν εν πολλοίς τα θέσμια της Τουρκοκρατίας.
Ίσως παρόμοιοι φόβοι να βρίσκονταν, μεταξύ άλλων, και στην σκέψη του Κοραή, όταν εκδήλωνε τις επιφυλάξεις του για την ωριμότητα του χρόνου της Ανεξαρτησίας.
Ο δημόσιος βίος της χώρας καθορίσθηκε έκτοτε με τον προσεταιρισμό ευρύτατων λαϊκών μαζών από την άρχουσα τάξη, μέσα στο πλαίσιο συναλλαγών που διαιώνιζαν φεουδαρχικού τύπου πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές δομές, εφελκόμενες από το πρότερο σύστημα των Ελληνικών Κοινοτήτων.
Πρόκειται για τις περίφημες ΄΄πελατειακές σχέσεις΄΄ που αλλοίωσαν βαθειά ένα ανώριμο κοινοβουλευτικό σύστημα – το οποίο επιβλήθηκε άκαιρα από την Αγγλία προκειμένου να χειραγωγηθεί εκ των έσω η αλυτρωτική πολιτική του Όθωνα – και καταδίκασαν ολόκληρη την κοινωνία σε μαρασμό, καθώς περιόριζαν ασφυκτικά την δυνατότητα ανέλιξης νέων, ταλαντούχων ανθρώπων που δεν είχαν ή δεν θέλησαν να έχουν ΄΄μπάρμπα στην Κορώνη΄΄.
Το γεγονός αυτό χαρακτηρίζει ανέκαθεν την λεγόμενη ΄΄λαϊκή δεξιά΄΄ και το ΄΄κίνημα της αλλαγής΄΄ πιο πρόσφατα.
Η πολιτικο – κοινωνική αυτή αναδίπλωση απέτρεψε και την ανάπτυξη καινοτόμου βιομηχανικού πνεύματος, της κινητήριας δύναμης του αστικού εκσυγχρονισμού που διεμβόλιζε τα στεγανά των παραδοσιακών τάξεων κι αναδιάρθρωνε ριζικά τις κοινωνίες στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α., καθώς γινόταν επιτακτική η ανάγκη εξεύρεσης άξιων στελεχών, ικανών για το εμπόριο, την βιομηχανία και την δημόσια διοίκηση.
Στον νέο τρόπο παραγωγής εκπαιδεύονταν και οι ευρύτερες λαϊκές μάζες, που συνέρρεαν αθρόα στα αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα εγκαταλείποντας την ύπαιθρο με την προσδοκία μίας καλύτερης βιοτής.
Η ραγδαία εκμηχάνιση των κοινωνιών της κεντρικής, βόρειας και δυτικής Ευρώπης, με την προώθηση της πειθαρχίας, της συνεργασίας και της παραγωγικότητας κατ’ άτομο, άλλαξε ριζικά την νοοτροπία και τις συνήθειες των πρώην δουλοπάροικων και, παρά την εξαθλίωση της εποχής του Μάρξ, οδήγησε σε μιάν άνευ προηγουμένου ανάπτυξη που έφθασε μέχρι την υπέρβαση της σπάνης των αγαθών και την μαζική δημοκρατία.
– Οι λαοί των ευρωπαϊκών χωρών που εγκολπώθηκαν την πραγματικότητα της βιομηχανικής και της αστικής επανάστασης έχουν, ο καθένας, μέσα στο πλαίσιο της ιδιαίτερης ιστορικής διαδρομής του, μία μακρά φεουδαλική προϊστορία κατά την οποία ευρύτατα κοινωνικά στρώματα ήταν ενταγμένα, υπό καθεστώς δουλοπαροικίας, στα αμέτρητα φέουδα και τις τοπικές ηγεμονίες.
Η στελέχωση των παραγωγικών μονάδων με ανάλογα, ευμεγέθη ανθρώπινα σύνολα αποτέλεσε ένα κοινό χαρακτηριστικό των δύο ιστορικών περιόδων.
Οι μάζες αυτές ανέπτυξαν, συν τω χρόνω, μία κουλτούρα συνεργασίας η οποία κατά την περίοδο της βιομηχανίας καθοριζόταν, επιπλέον, και από τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες των παραγωγικών μονάδων.
Στον ελλαδικό χώρο, την αντίστοιχη χρονική περίοδο, για διάφορους λόγους, η φεουδαρχία δεν αναπτύχθηκε ποτέ σε επίπεδο που θα εξαφάνιζε την αυτοαπασχόληση ή την μικρή ιδιοκτησία.
Αυτοαπασχολούμενοι και μικροϊδιοκτήτες συνέστησαν ένα ευρύτατο κοινωνικό στρώμα το οποίο μετεξελίχθηκε από τις αγροτοποιμενικές του καταβολές στην πληθώρα των πάσης φύσεως σύγχρονων, ελεύθερων επαγγελμάτων.
Η πολυδιάσπαση του εργασιακού δυναμικού συνέβαλλε, παράλληλα με την δράση και άλλων ανασταλτικών παραγόντων, στην αποτροπή της ανάπτυξης πολυσύνθετων εργασιακών σχημάτων σε ευρεία κλίμακα.
Όλα αυτά συνέβαιναν σε μία χρονική συγκυρία κατά την οποία ο παγκόσμιος οικονομικός καταμερισμός απαιτούσε επιτακτικά, επί ποινή αποκλεισμού, από τις χώρες που αναπτύσσονταν, την συγκρότηση παραγωγικών μονάδων κι επιχειρήσεων με ολοένα μεγαλύτερο δυναμισμό σε πλανητική κλίμακα.
– Επισημάνθηκε ήδη ότι η μακρά απουσία της νεοελληνικής κοινωνίας από τα κοσμοϊστορικά τεκταινόμενα των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων στάθηκε η κύρια αιτία της καθολικής της υστέρησης.
Όμως, ακόμα και μία στοιχειώδης επισκόπηση της γενικής αυτής εκτίμησης, στο πλαίσιο της ιστορίας των ιδεών, θα υπερέβαινε, λόγω της πολυσχιδούς και ανεξερεύνητης, ουσιαστικά, υφής της, κατά πολύ τα όρια της θεματικής οικονομίας του παρόντος άρθρου. Για τον λόγο αυτό θα σταθούμε, προς το παρόν, επιλεκτικά σε ορισμένες κρίσιμες, από κοινωνικοπολιτική έποψη, εκδοχές της, επιφυλασσόμενοι να επανέλθουμε με νέο πόνημα και να δοκιμασθούμε στα παραλειπόμενα της ιστορίας των ιδεών.
– Η δύστοκη πορεία του εκμηχανισμού της Νεώτερης Ελλάδας αποτελεί κεφαλαιώδες ζήτημα εντός του οποίου διαπλέκεται ένα ευρύτατο φάσμα κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, πολιτισμικών και γεωπολιτικών ιστορικών παραγόντων.
Η αναπτυξιακή άνθιση που παρατηρήθηκε στην Ευρώπη από τις παραμονές ακόμα της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης του 18ου αιώνα, προκάλεσε μία ραγδαία κινητικότητα σε πολλές παραγωγικές περιοχές της περιφέρειας οι οποίες τελούσαν, κατά κανόνα, υπό καθεστώς ιμπεριαλιστικής εξάρτησης ή αποικιοκρατίας.
Αναλόγως αναβαθμίσθηκε και το διεθνές – θαλάσσιο και χερσαίο – δίκτυο του διαμετακομιστικού εμπορίου από και προς τις ανερχόμενες καπιταλιστικές μητροπόλεις, στα κομβικά σημεία του οποίου αναδείχθηκαν και πόλεις -σταθμοί.
Στις παραγωγικές αυτές περιοχές ανήκαν και ορισμένες των παραλίων της Αζοφικής και της Μαύρης Θάλασσας (παραδουνάβιες ηγεμονίες, Κριμαία, Πόντος, Ανατολική Ρωμυλία) αλλά και του Αιγαίου (Θεσσαλονίκη, Σμύρνη) όπου πρωταγωνιστικό ρόλο ως έμποροι, τραπεζίτες ή εφοπλιστές διαδραμάτιζαν και αρκετοί Έλληνες οι οποίοι ευνοήθηκαν από την επικράτηση της Ρωσσίας σε μία σειρά πολέμων της με την Τουρκία και ιδιαίτερα μετά την συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή το 1774.
Οι δραστηριότητες αυτές των Ελλήνων που επεκτάθηκαν επίσης σ’ εμπορικές πόλεις της Κεντρικής κυρίως Ευρώπης, προσομοίαζαν εν πολλοίς με τις αντίστοιχες των επιχώριων αστών αλλά παρουσίαζαν και σημαντικές διαφοροποιήσεις τελούσαν υπό αλλότρια εθνικά καθεστώτα ενώ ο χαρακτήρας τους ήταν κατά βάση μεταπρατικός.
Η άνοδος της τάξης των Ελλήνων επιχειρηματιών στην αλλοδαπή, η ανάγκη τους για στήριξη από ένα οικείο εθνικό κράτος και η αγάπη τους για την μητέρα πατρίδα, που εκφραζόταν ποικιλοτρόπως, τους ώθησε και στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας.
Μετά την Απελευθέρωση ο τρόπος του επιχειρείν των Ελλήνων της διασποράς μετεμφυτεύθηκε στις ιδιάζουσες συνθήκες του νεοσύστατου κρατιδίου και αποτέλεσε το αφετηριακό πλαίσιο της οικονομικής του ανάπτυξης.
Η μονομερής ενασχόληση των επιχειρηματιών αυτών με ναυτιλιακές, χρηματοοικονομικές και διαμετακομιστικές δραστηριότητες, που τους ήταν ήδη οικείες αλλά και προσοδοφόρες, κάλυπτε σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη τους για συσσώρευση κεφαλαίου.
Συνεπώς η ανάγκη αυτή δεν μετασχηματιζόταν σε κίνητρο για την ανάπτυξη άλλων, περισσότερο σύνθετων και με υψηλό δείκτη επικινδυνότητας, δραστηριοτήτων όπως η βιομηχανία στην καθυστερημένη μετα – οθωμανική Ελλάδα.
Οι άνθρωποι αυτοί παρέμειναν κατά βάση – εντός ή εκτός Ελλάδας – τραπεζίτες, έμποροι κι εφοπλιστές δεν μετεξελίχθηκαν σε καινοτόμους βιομηχάνους.
– Το επίπεδο εκβιομηχανισμού μίας χώρας είναι ίδιον της αστικής ωριμότητάς της πρόκειται για τον κλάδος που συμβάλλει καθοριστικά, μακράν κάθε άλλου, στην δημιουργία αυτοτελούς (για κάθε χώρα) οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής αλλά και πολιτισμικής ανάπτυξης μέσα στο πλαίσιο του παγκόσμιου καταμερισμού.
Ως βιομηχανικές θεωρούνται οι χώρες των οποίων το Α.Ε.Π. προκύπτει, κατά κύριο λόγο, από την παραγωγή και το εξαγωγικό εμπόριο βιομηχανικών προϊόντων, αλλά και από ένα μεγάλο μέρος του συνόλου των επιχώριων δραστηριοτήτων που είτε άμεσα είτε έμμεσα συνδέονται με την βιομηχανία.
– Σχετικά πρόσφατα επανακυκλοφόρησε το βιβλίο του Δημήτρη Μπάτση ΄΄Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα΄΄ που πρωτοεκδόθηκε στην Αθήνα το 1947. Πρόκειται για μία μοναδική, εμπεριστατωμένη έρευνα όπου αναδεικνύονται οι υλικές, τεχνικές, οικονομικές και πολιτικές συνιστώσες που – δυνητικά – καθιστούν εφικτή την ανάπτυξη βαρειάς βιομηχανίας στην Ελλάδα.
Η βασική συλλογιστική του βιβλίου, όσο κι αν εντάσσεται στο κοσμοϊστορικό πλαίσιο εκείνης της εποχής και στην συγκεκριμένη επιστημονικο – ιδεολογική αντίληψη του συγγραφέα, δεν έπαψε ποτέ να είναι επίκαιρη επειδή αγγίζοντας τον πυρήνα ενός τόσο κρίσιμου ζητήματος – που παραμένει ουσιαστικά αναλλοίωτος – αποκτάει διαχρονική εμβέλεια εσχάτως μάλιστα η ανακίνηση του ζητήματος των υδρογονανθράκων της προσδίδει μία νέα επικαιρότητα.
Με το βιβλίο αυτό ο Μπάτσης απέδειξε ότι η μέχρι τότε κρατούσα αντίληψη, που απέδιδε την έλλειψη βαρειάς βιομηχανίας στην μεγάλη ανεπάρκεια της χώρας σε πλουτοπαραγωγικές κι ενεργειακές πηγές, είναι πέρα για πέρα αναληθής και υποβολιμαία.
Ένα μεγάλο μέρος των εκτιμήσεών του στηρίζεται σ’ εκθέσεις και πίνακες κρατικών φορέων όπου προσμετρείται ο ελληνικός ενεργειακός πλούτος ο οποίος αποδεικνύεται ως επαρκής για σημαντικού επιπέδου βιομηχανική ανάπτυξη.
Στην κλίμακα ανάπτυξης της βαρειάς βιομηχανίας ο ενεργειακός πλούτος μίας χώρας βρίσκεται στην πρώτη βαθμίδα, ασχέτως αν εισάγεται ή αποτελεί κτήμα της. Στην περίπτωση που αποτελεί κτήμα της και κρίνεται ως επαρκής της δίνει ένα σημαντικό πλεονέκτημα.
Η αμέσως επόμενη βαθμίδα αφορά το σκέλος των αποφάσεων ως προς τους τρόπους εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών, που είναι κατ’ αρχήν πράξεις πολιτικής ζητήματα οικονομικής, τεχνικής ή εμπορικής τάξεως έπονται αλλά κι εξαρτώνται από την κεντρική πολιτική επιλογή.
Φέρ’ ειπείν, έχει μεγάλη σημασία αν η εκμετάλλευση ενός ορυκτού κοιτάσματος γίνεται με γνώμονα την παράλληλη ανάπτυξη και άλλων συναφών κλάδων, αξιοποιώντας κατά το μέγιστο δυνατό, για λογαριασμό της εγχώριας οικονομίας, την ωφέλεια που παρέχεται δυνητικά από το αρχικό φυσικό προϊόν ή αν αυτό εξορύσσεται από ξένες εταιρείες κι εν συνεχεία εξάγεται με αποικιοκρατικούς όρους ως ακατέργαστο υλικό.
Στην δεύτερη περίπτωση ακολουθεί όλα τα υπόλοιπα στάδια μέχρι την τελική του διαμόρφωση σε εμπορεύσιμο, επώνυμο προϊόν έξω από την χώρα προέλευσής του και χωρίς καμμία επιπλέον ωφέλεια γι’ αυτήν.
Οι δυσκολίες που ανακύπτουν όταν μία μικρή χώρα επιχειρεί ν’ αναπτύξει μεγάλης κλίμακας εκμηχανισμό είναι πολλές και περίπλοκες. Δεν είναι όμως ανυπέρβλητες, ιδιαίτερα όταν διαθέτει ικανές πλουτοπαραγωγικές πηγές, ισχυρή πολιτική βούληση – κυβερνήσεων και λαού – κι ακολουθεί με αταλάντευτη σταθερότητα, σε βάθος χρόνου, μία φερέγγυα, εθνική αναπτυξιακή στρατηγική η οποία θα συνδέεται οργανικά με μία αξιόπιστη διπλωματία ώστε να παρέχεται ασφαλής γνώση του διεθνούς πεδίου των δραστηριοτήτων και να διασφαλίζεται η ορθότητα των επιλογών. Ακριβώς η παντελής έλλειψη των δύο τελευταίων, βασικών προϋποθέσεων κατέστησε διαχρονικά ατελέσφορο τον ελλαδικό εκμηχανισμό.
Οι αιτίες αυτής της κατάστασης ανάγονται κατά μία γενική εκτίμηση σε κοινωνικούς αποκλεισμούς και στρεβλώσεις αιώνων τους οποίους επιχειρούμε να περιγράψουμε συνοπτικά στο παρόν άρθρο. Γίνεται όμως ν’ αποδοθούν και σε πιο πρόσφατες, συγκεκριμένες καταστάσεις που εστιάζονται κυρίως στην σφαίρα των ιμπεριαλιστικών εξαρτήσεων της χώρας, όπου η οικονομική υπανάπτυξη επιβάλλεται ως βασικό τους προαπαιτούμενο.
Η μεθοδευμένη διατήρηση της ειδεχθούς αυτής πραγματικότητας πυροδότησε εθνικούς διχασμούς, εμφύλιους πολέμους και πολλές άλλες ανωμαλίες που δηώνουν μονίμως την δημιουργική της ικμάδα.
Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που δύνανται να ελέγχουν τον ζωτικό χώρο ανάπτυξης της βαρειάς βιομηχανίας μίας μικρής χώρας επικεντρώνονται κυρίως στο άνοιγμα των διεθνών αγορών που είναι απαραίτητες για την απορρόφηση των προϊόντων αλλά και την κάλυψη των ποικίλων αναγκών της .
Ο Μπάτσης παρακάμπτει τον βασικό αυτό σκόπελο κι εντάσσει, ως κομμουνιστής επιστήμονας, την προοπτική του ελληνικού εκμηχανισμού στο ευρύτερο πλαίσιο του θεαματικά ανερχόμενου τότε σοσιαλιστικού κόσμου, προϋποθέτοντας βέβαια και ανάλογη μεταβολή των εγχώριων πολιτικών συνθηκών.
Δηλαδή, τον εξοβελισμό, ουσιαστικά, της άρχουσας τάξης που στηρίζει ανέκαθεν τα προνόμιά της στην διατήρηση των ιμπεριαλιστικών εξαρτήσεων και της εγχώριας οικονομικής υπανάπτυξης.
– Αυτό είναι το κύριο πολιτικό συμπέρασμα που συνάγεται από μία σημερινή ανάγνωση του βιβλίου αλλά και της βιοπορείας του Δημήτρη Μπάτση, ο οποίος το 1952 εκτελέσθηκε ως κομμουνιστής κατάσκοπος και προδότης της πατρίδας.
Με τον τρόπο αυτό η επίσημη ελλαδική πολιτεία – υποκινούμενη και από τις Η.Π.Α. στις οποίες τότε κυριαρχούσε ο μακαρθισμός – ανταπέδωσε την οφειλή της στον πρωτοπόρο επιστήμονα εξωθώντας στην λήθη την ενοχλητική παρρησία του και συνάμα τις ενοχές της.
– Από τα ανωτέρω γίνεται σαφές ότι η ελλαδική άρχουσα τάξη πόρρω απέχει από το να χαρακτηρίζεται αυτοδικαίως ως εθνική αστική τάξη, όχι τόσο λόγω της απώτερης καταγωγής της όσο επειδή με την στάση της διαιωνίζει αυτή την καταγωγή αναδεικνύοντάς την διαρκώς σε συστατικό στοιχείο ταυτότητας.
Ουδέποτε απέκτησε την στοιχειώδη έστω αστική επάρκεια, πέρα απ’ τον στείρο μιμητισμό των τύπων, καθ’ ό,τι απέφευγε πάντοτε να γίνεται μπροστάρης, σε συλλογικό επίπεδο, για την προώθηση αστικών καινοτομιών μεγάλης κλίμακας ιδιαίτερα στον τομέα της βιομηχανίας, εκεί που κρίνεται η οικονομική αλλά και η πολιτική αυτοδυναμία μίας σύγχρονης χώρας.
Επεδίωκε μονίμως την κερδοσκοπία μέσω της διατήρησης των παρωχημένων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών της δικτύων.
Πλήν μεμονωμένων περιπτώσεων, ακόμα και οι πλέον προβεβλημένοι νεοέλληνες πολιτικοί ή επιχειρηματίες ποτέ δεν υπολογίσθηκαν ως ισότιμοι συνομιλητές στα διεθνή κέντρα αποφάσεων.
Είναι κοινό μυστικό ότι στα μείζονα πολιτικά ζητήματα, οι δραστηριότητες της ελλαδικής άρχουσας τάξης στοιχίζονται πάντοτε με την βούληση των εκάστοτε ξένων επικυριάρχων, οι οποίοι, κατά πάγια τακτική, επηρεάζουν καθοριστικά και την ανάδειξη προσώπων σε κορυφαίους πολιτικούς ή οικονομικούς ρόλους.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε ν’ αναγνωρίσουμε ότι στην διεθνή διπλωματία ο βαθμός ανεξαρτησίας μίας χώρας καθορίζεται κυρίως από την ειδική γεωπολιτική της βαρύτητα, κι ως ένα μονάχα βαθμό από την πολιτική και διαπραγματευτική της δεινότητα εφ’ όσον βέβαια διαθέτει.
Το μονίμως βαρύνον γεωπολιτικό έλλειμμα της Ελλάδας στην διεθνή σκηνή δεν κατάφερε ν’ αντισταθμίσει κανένας νεοέλληνας πολιτικός¬ πλην του Ελευθερίου Βενιζέλου.
– Οι οικονομικές δραστηριότητες της ελλαδικής άρχουσας τάξης είναι κυρίως μονοπωλιακού – μεταπρατικού χαρακτήρα και συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με το κράτος ή την διείσδυση πολυεθνικών ομίλων τους οποίους υπηρετεί συχνά όχι επ’ ωφελεία των ελληνικών εθνικών συμφερόντων.
Την τελευταία εικοσαετία ιδιαίτερα, με την εισροή των ευρωπαϊκών κονδυλίων, το ενδιαφέρον της επεκτάθηκε σ’ ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων μεγάλης κλίμακας, όπως εργολαβίες δημοσίων έργων, προμήθειες δημοσίου υλικού, χρηματοδοτούμενες επενδύσεις, εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών … μέχρι διοργάνωση του ποδοσφαιρικού και λοιπού τζόγου.
Συνέπεια όλων τούτων υπήρξε η εκτενής, παρασκηνιακή διασύνδεση μεταξύ δημοσίων λειτουργών και οικονομικών παραγόντων, στο πλαίσιο παράνομων εκδουλεύσεων και συναλλαγών που εκμαυλίζουν τα κοινά ήθη, παραλύουν την λειτουργία των θεσμών και υπονομεύουν την αναπτυξιακή και δημιουργική δυναμική ολόκληρης της χώρας.
Προβλήματα διαφθοράς αντιμετωπίζουν όλες οι προηγμένες χώρες της Δύσης, όμως εκεί, λόγω της ενεργού συμμετοχής τους στη μακρά κοσμοϊστορική διαδρομή των Νέων Χρόνων, διαθέτουν θεσμική οργάνωση αλλά και ευρέα κοινωνικά σύνολα με επαρκή, ατομική συνείδηση δημόσιας ευθύνης που περιορίζουν την καταστροφική επίδραση κάθε αντικοινωνικής δράσης.
Κατ’ αντιστοιχία, στην Ελλάδα, υπήρχε παλαιότερα μία μειοψηφική αλλά σημαντική μερίδα του πληθυσμού που εμφορείτο από υψηλό πνεύμα κοινωνικής συνδρομής και αλληλεγγύης, προερχόμενο από τις ενεργές ακόμα κοσμοεικόνες της βαλκανικής αγροτοποιμενικής πατριάς, της ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράδοσης, του ιδεολογικού κλίματος της πάλαι ποτέ Μεγάλης Ιδέας και του κομμουνιστικού κινήματος – «Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω» (Ελύτης / Άξιον Εστί, Τα Πάθη).
Οι άνθρωποι αυτοί που μπορούσαν ν’ ανήκουν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα – «γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν / είναι πτωχοί, πάλι εις μικρόν γενναίοι, / πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε» (Καβάφης / Θερμοπύλες) – ήταν παρόντες τόσο στις κρίσιμες όσο και τις ειρηνικές περιόδους, κι ενέπνεαν στις συνειδήσεις πολλών συνανθρώπων τους την γενναιότητα και την δικαιοσύνη, αντισταθμίζοντας, ως ένα βαθμό, την εγγενή ροπή ενός μεγάλου τμήματος της νεοελληνικής κοινωνίας προς την αυθαιρεσία, την ραθυμία και την διαφθορά.
Όμως, από τα χρόνια Εμφυλίου λιγόστεψε δραματικά ο αριθμός τους, ενώ αναπαράγονται πλέον ελάχιστα και αποτελούν είδος προς εξαφάνιση μέσα στις συνθήκες του παρασιτικού καταναλωτισμού και της ΄΄αρπαχτής΄΄, που επικράτησαν κατά την μεταπολιτευτική περίοδο της μαζικής δημοκρατίας – αλά ελληνικά.
Η συρρίκνωση της παρουσίας τους μέσα στο κοινωνικό σώμα, την ώρα που μεγαλομαυραγορίτες – δωσίλογοι της Κατοχής αναβαπτίζονταν εθνικόφρονες στην χοάνη του Εμφυλίου και πολιτογραφούνταν ως νέα μέλη στην άρχουσα τάξη, προδιέγραφε με τα πλέον μελανά χρώματα την περαιτέρω πορεία του τόπου.
IV
– Κατοπτεύοντας σέ μακροϊστορικό επίπεδο τις αιτίες που οδήγησαν την Ελλάδα στο σημερινό της αδιέξοδο, γίνεται απαραίτητη η μνεία ορισμένων κρίσιμων γεγονότων που διαδραματίσθηκαν από την εποχή του Εμφυλίου μέχρι την πτώση της δικτατορίας το 1974.
Επειδή ένα μεγάλο μέρος των επίμαχων γεγονότων έλαβε χώρα, υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας, στο πλαίσιο της πολυσχιδούς ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της Ελλάδας από τις Η.Π.Α., γίνεται εξαιρετικά δυσχερής η διαμόρφωση μίας ολοκληρωμένης κι ευκρινούς εικόνας τους – π.χ. δεν γίνεται να γνωρίζουμε επ’ ακριβώς τις επαφές που διατηρούσε ο Γ. Παπαδόπουλος, ηγέτης της χούντας των συνταγματαρχών, με Αμερικανούς, μυστικούς παράγοντες ιδιαίτερα δε τον ρόλο που διαδραμάτισαν αυτοί κατά την εξύφανση της συνομωσίας, όταν και ο ίδιος ο δικτάτορας μάλλον αδυνατούσε ν’ αντιληφθεί τις μύχιες προθέσεις των συνομιλητών του ή, ακόμα περισσότερο, των υψηλά ισταμένων τους.
Αν όμως εντάξουμε το γεγονός της δικτατορίας μέσα στην γεωπολιτική συνάφεια τής ευρύτερης περιοχής, μία πληθώρα σαφών ενδείξεων – τις οποίες θα περιγράψουμε μερικώς πιό κάτω – ενισχύει την εκτίμηση ότι ο ΄΄κομμουνιστικός κίνδυνος΄΄ δεν αφορούσε τόσο την Ελλάδα, όπως διατεινόταν ο Παπαδόπουλος για να δικαιολογήσει την έκνομη πράξη του, αλλά μάλλον την Μέση Ανατολή.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών αποτελεί παράγωγο ενός αιτιώδους συσχετισμού που εκτείνεται πολύ πέραν των ορίων της ελλαδικής πολιτικής παθογένειας εντάσσεται σαφώς στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των Η.Π.Α. στην λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και την Μέση Ανατολή.
Η πολιτική αυτή άρχισε να διαμορφώνεται σταδιακά αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως συνισταμένη της δυναμικής – και όχι πάντοτε αγαστής – συμπόρευσης ικανού αριθμού παραγόντων της οικονομίας, της πολιτικής αλλά και των υπηρεσιών ασφαλείας που εκπορεύονται από το εσωτερικό της Υπερδύναμης.
Οι παράγοντες αυτοί συγκροτούν, στο παρασκήνιο της επίσημης πολιτικής και στην βάση τεραστίων οικονομικών συμφερόντων σε παγκόσμια κλίμακα, ισχυρά κέντρα που διαθέτουν πολυδαίδαλα δίκτυα επηρεασμού κάθε είδους απόφασης που εμπίπτει στην σφαίρα των ενδιαφερόντων τους, εντός ή εκτός των Η.Π.Α..
Για να καταδείξουμε την δράση αμερικανικών ιμπεριαλιστικών κύκλων στην διαμόρφωση της ελλαδικής πολιτικής πραγματικότητας, θα επιχειρήσουμε μία διασταύρωση των συμβεβηκότων ανάμεσα στις δύο πλευρές όπου οι επαναλαμβανόμενες ΄΄συμπτώσεις΄΄ τείνουν να μετατραπούν σε αποχρώσες ενδείξεις των ανωτέρω αιτιάσεων.
– Οι εγχώριες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες σε συνδυασμό με την διεθνή συγκυρία του μεσοπολέμου συνέβαλλαν στην ισχυροποίηση του Κ.Κ.Ε., το οποίο, παρά τις απηνείς διώξεις, κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής πρωτοστάτησε στην Εθνική Αντίσταση με την συγκρότηση του Ε.Α.Μ. – Ε.Λ.Α.Σ., θέτοντας παράλληλα υπό πίεση ή εξοντώνοντας τις υποδεέστερες αντιστασιακές οργανώσεις που προέρχονταν από αντίθετους πολιτικούς χώρους ήταν οι πρώτες προστριβές – προάγγελοι του Εμφυλίου.
Προϊόντος του χρόνου, κατά την ίδια περίοδο, το Ε.Α.Μ. απέκτησε ένα σημαντικό λαϊκό έρεισμα κι όταν άρχισε να διαφαίνεται η ήττα των Γερμανών, η δυναμική του – ιδιαίτερα του Ε.Λ.Α.Σ. με πρωτοκορυφαίο τον Άρη Βελουχιώτη – ήταν τέτοια που επέτρεψε στην ηγεσία του να διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα ή ακόμα να μελετά και το ενδεχόμενο κομμουνιστικής επανάστασης στην Ελλάδα, αμέσως μετά την Απελευθέρωση.
Τον Οκτώβριο του 1944 έγινε στην Μόσχα η άτυπη, μυστική συμφωνία Στάλιν – Τσώρτσιλ, όπου καθόρισαν τα ποσοστά επιρροής των κυβερνήσεών τους επί των χωρών της νοτιο-ανατολικής Ευρώπης.
Τα συμφωνηθέντα αποτυπώθηκαν παραστατικά σ’ ένα πρόχειρο κομμάτι χαρτί. Η Ελλάδα παραχωρήθηκε ερήμην της και σχεδόν καθ’ ολοκληρία (90% – 10%) στον σχηματιζόμενο τότε αντικομμουνιστικό συνασπισμό.
Η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. αγνοώντας τα εν κρυπτώ συμφωνηθέντα και δέσμια της μεσσιανικής ουτοπίας της, απέτυχε να διαγνώσει έγκαιρα την διαμορφούμενη γεωπολιτική πραγματικότητα, με συνέπεια να παγιδευθεί σε μία ιδιαίτερα περίπλοκη κατάσταση και να εξωθηθεί με άνισους όρους σ’ έναν γενικευμένο εμφύλιο πόλεμο, από τον οποίο, πέρα από τους διθυράμβους της προπαγάνδας και τις πρόσκαιρες επιτυχίες της, σύντομα κατανόησε ότι δεν μπορούσε να προσδοκά παρά μονάχα τον συμβιβασμό και την αποφυγή της συντριβής χωρίς τελικά να το καταφέρει.
Η Ε.Σ.Σ.Δ., στην αρωγή της οποίας προσέβλεπαν οι έλληνες κομμουνιστές, δεν ανταποκρίθηκε ουσιαστικά για να μην θέσει σε κίνδυνο την εδραιούμενη επικυριαρχία της στην Ανατολική Ευρώπη, δεδομένου ότι εκείνα τα χρόνια οι Η.Π.Α. ήταν η μοναδική πυρηνική δύναμη.
Η έξαρση του ανταγωνισμού ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις που οδήγησε λίγο αργότερα στην αντιπαράθεση του Ψυχρού Πολέμου, έκανε απροκάλυπτη την εμπλοκή των ηγέτιδων χωρών του Δυτικού Συνασπισμού στον Ελληνικό Εμφύλιο, καταδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την ίδιαίτερη γεωστρατηγική σημασία που προσέδιδαν στην Ελλάδα.
Ένα γεγονός που όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα στάθηκε αδύνατον ν’ αξιοποιηθεί προς όφελος της χώρας, η οποία πριν προλάβει να συνέλθει από την φοβερή δοκιμασία της Κατοχής ενεπλάκη στην φρίκη του Εμφυλίου.
Ο απόλυτος γεωστρατηγικός έλεγχος της Ελλάδας από την Δυτική συμμαχία στο πλαίσιο της κρίσιμης εκείνης συγκυρίας, εκτιμήθηκε ότι απαιτεί όχι μονάχα τον περιορισμό αλλά την συντριβή μίας εξαιρετικά ατίθασης όσο και απρόβλεπτης κομμουνιστικής Αριστεράς.
Όταν η αμερικανική πλευρά έλαβε την τελική της απόφαση, η αντίδραση εναντίον των επαναστατημένων ελλήνων κομμουνιστών σε πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο υπήρξε καταλυτική.
Η ελλαδική άρχουσα τάξη με το προσωπείο της εθνικοφροσύνης, την καθοδήγηση και την αμέριστη αρωγή των ξένων πατρώνων της, πέρα από την στρατιωτική δράση, άσκησε αφόρητες πιέσεις, ιδεολογικής κάθαρσης, στο κοινωνικό σώμα, πετυχαίνοντας την συστράτευση της ΄΄συντηρητικής΄΄ μερίδας του πληθυσμού αλλά και πολλών άλλων που ενέδωσαν στην τρομοκρατία και την συνδιαλλαγή.
Προκειμένου να συρρικνωθεί στο ελάχιστο δυνατό η επιρροή της Αριστεράς, εφαρμόσθηκαν πάμπολλοι συνδυασμοί κατασταλτικών μέτρων και προπαγάνδας, που θα μπορούσαν επάξια να συγκριθούν με τις επινοήσεις του Γκαίμπελς.
Το ΄΄ουαί τοις ηττημένοις΄΄ έλαβε χώρα σε απόλυτη σχεδόν κλίμακα, για αρκετά χρόνια, με την δαιμονοποίηση των πραγματικών ή κατά φαντασίαν κομμουνιστών, των συγγενών και των φίλων τους.
– Ο σημερινός ερευνητής των γεγονότων της ακραίας εκείνης εποχής που δεν καταδέχεται τις μεμψίμοιρες ιδεολογικές περιχαρακώσεις – ένθεν κακείθεν – όσο ενδελεχή γνώση των ΄΄πηγών΄΄ κι αν αποκτήσει, όταν επιχειρεί να κατανοήσει τα βαθύτερα κίνητρα που ώθησαν τους απόκοτους εκείνους θιασώτες της κομμουνιστικής ουτοπίας στις μεγαλειώδεις αλλά και τις φρικτές πράξεις τους, θα βρίσκεται πάντοτε αντιμέτωπος μ’ ένα ιστορικό παράδοξο που ξεπερνά κατά πολύ τα μετρήσιμα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα.
Η ιχνηλάτηση τέτοιων πράξεων, ύστερα από ένα σημείο, απαιτεί, η εμβέλεια της παιδείας και της προσωπικής καλλιέργειας του ενδιαφερομένου να εκτείνονται πολύ πέραν των ειδικών απαιτήσεων ενός και μόνου επιστημονικού κλάδου γίνεται απαραίτητη η παράλληλη, συγκριτική προσέγγιση των ιστορικών γεγονότων μέσα σ’ ένα ευρύ διεπιστημονικό πλαίσιο, με την συνδρομή των μεγάλων στιγμών της τραγικής ποίησης και των ακραίων τανυσμάτων του στοχασμού.
– Το αριστερό κίνημα της Αντίστασης και του Εμφυλίου αποτέλεσε την πιο σοβαρή απειλή κατά της ελλαδικής άρχουσας τάξης∙ του εντόπιου εγγυητή των διεθνών δεσμεύσεων που είχε αναλάβει ή είχαν επιβληθεί στην χώρα από την εποχή της σύστασης του νεοελληνικού κράτους.
Aπό την λήξη του Εμφυλίου και για μία σχεδόν δεκαετία, ύστερα από αλλεπάλληλες απηνείς διώξεις, η εκλογική δύναμη της Αριστεράς κυμαινόταν στο επίπεδο του 10%.
Όμως στις εθνικές εκλογές του 1958 η Αριστερά, παρά το εις βάρος της δυσμενέστατο κλίμα, έλαβε ως Ε.Δ.Α. το 25% των ψήφων και κατέλαβε την θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης προκαλώντας έντονα ρίγη σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς κρατούντες.
Ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στο απόγειό του κι έδειχνε εξαιρετικά αμφίρροπος καθώς λίγο αργότερα έλαβε χώρα το επεισόδιο με τους σοβιετικούς πυραύλους στην Κούβα, ενώ στην γειτονική Μέση Ανατολή οι ρηξικέλευθες θέσεις του Νάσερ και οι απόπειρες διείσδυσης της Ε.Σ.Σ.Δ. έθεταν σε κίνδυνο τις λεπτές ισορροπίες της περιοχής.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό ενδεχόμενη αποσκίρτηση της Ελλάδας από την Δυτική Συμμαχία έθετε σε κίνδυνο σημαντικά γεωστρατηγικά της δεδομένα .
Η αποτροπή μίας τέτοιας, απευκταίας εξέλιξης, ώθησε τά αρμόδια υπερατλαντικά επιτελεία σε πυρετώδη αναζήτηση των κατάλληλων αντιμέτρων.
Προφανώς εκτιμήθηκε τότε ότι η διαρκής και απόλυτη δαιμονοποίηση της Αριστεράς επέσυρε ανεπιθύμητες κι ενδεχομένως απρόβλεπτες κοινωνικές αντιδράσεις , με ορατό τον κίνδυνο διασάλευσης της καθεστηκυίας τάξης στην χώρα.
Αίφνης, ύστερα από το 25% της Ε.Δ.Α. προέκυψε η Ένωση Κέντρου, ένα πολιτικό συνονθύλευμα που αυτοπροσδιορίσθηκε ως Δημοκρατική Παράταξη και διεκδίκησε το αντίπαλο δέος απέναντι στην άτεγκτη, μετεμφυλιακή Δεξιά.
Το νεοπαγές κόμμα προσεταιρίσθηκε ένα μέρος των ιδεολογικών και κοινωνικών θέσεων της Αριστεράς, ενώ διατράνωνε την προσήλωσή του στις αρχές της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας κατά τα πρότυπα της δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Αμέσως έλαβε σημαντική αρωγή από ένα μεγάλο τμήμα της εγχώριας άρχουσας τάξης (συγκροτήματα Τύπου, επιχειρηματικοί όμιλοι κ.ά.) αυξάνοντας θεαματικά την απήχησή του στο εκλογικό σώμα.
Παράλληλα, εντάθηκαν σε ακραίο βαθμό οι διώξεις κατά στελεχών της Αριστεράς, με προφανή στόχο την φθορά του κομματικού μηχανισμού της Ε.Δ.Α., ύστερα από συντονισμένη δράση επίσημου κράτους – παρακράτους (με δωσιλογικό παρελθόν) – υποκόσμου, υπό την ηθική αυτουργία και υψηλή καθοδήγηση αμερικανικών μυστικών κύκλων.
Η απρόβλεπτη ανακριτική ΄΄παρέκκλιση΄΄ που σημειώθηκε κατά την εκδίκαση της δολοφονίας του βουλευτή της Ε.Δ.Α. Γρηγόρη Λαμπράκη, έφερε για λίγο στην επιφάνεια μία μόνο πλευρά του ζοφώδους εκείνου εναγκαλισμού.
Στις εκλογικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν καταγράφηκε η δυναμική εξουσίας που απέκτησε η Ένωση Κέντρου ενώ συρρικνώθηκε το ποσοστό της Ε.Δ.Α..
Όμως, παράλληλα, εκδηλώθηκε μία δυναμική του κοινωνικού σώματος και ιδιαίτερα της φοιτητικής νεολαίας, που ξεπερνούσε κατά πολύ τα αφομοιωτικά όρια ενός προκατασκευασμένου πολιτικού μορφώματος όπως ήταν η Ένωση Κέντρου.
Το γεγονός αυτό φαίνεται ότι θορύβησε τους υπερατλαντικούς ΄΄εταίρους΄΄ καθώς ο κίνδυνος απώλειας ή μείωσης του γεωστρατηγικού ελέγχου της Ελλάδας σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη φάση του Ψυχρού Πολέμου, δεν άφηνε άλλα περιθώρια πειραματισμών με νομότυπα πολιτικά σχήματα και γηραιούς ηγέτες.
Εκείνη την εποχή ο ΄΄πολιτικός κόσμος΄΄ γινόταν για μία ακόμα φορά θλιβερά κατώτερος των περιστάσεων συνεργώντας στην θεσμική και ηθική καταβαράθρωση του δημόσιου βίου της χώρας, πράγμα που ευνόησε καθοριστικά τά συνωμοτικά σχέδια του Γ. Παπαδόπουλου και της συν αυτώ δράκας των συνταγματαρχών.
Ισχυρά κίνητρα των αυτουργών της δικτατορίας υπήρξαν ο υπέρτατος φαντασιακός αντικομμουνισμός και η βλακώδης, μέχρι σημείου δολιότητας – μέσα στα όρια της εθνικής προδοσίας – ταύτισή τους με τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς και τα αμερικανικά κατασκοπευτικά δίκτυα.
Ο Γ. Παπαδόπουλος είχε θητεύσει επί μακρόν ως σύνδεσμος της Κ.Υ.Π. με την C.I.A. ενώ είχε πρωτοσταστήσει και σε πράξεις για τις οποίες, υπό συνθήκες ανεμπόδιστης λειτουργίας των θεσμών, έπρεπε τουλάχιστον να είχε αποταχθεί από το στράτευμα.
Η ΄΄21 Απριλίου΄΄ υπήρξε καταλυτική και για τα ανάκτορα που αιφνιδιάσθηκαν πλήρως καθώς σχεδίαζαν με τους εξ απορρήτων τους ΄΄στρατηγούς΄΄ ένα άλλο πραξικόπημα, ώστε ν’ αποφύγουν ή να ελέγξουν την προγραφόμενη εις βάρους τους αποδοκιμασία στις επερχόμενες εκλογές.
Για την περίπτωση αυτή εκτιμούμε ότι ένας επιπλέον λόγος που ώθησε τους Αμερικανούς να συνδράμουν την συνωμοτική ομάδα του Παπαδόπουλου, υπήρξε ακριβώς η ανεξαρτησία που διέθετε απέναντι στα ανάκτορα όταν οι στρατηγοί δεν ήταν παρά ένας βραχίονάς τους.
Η σταθερότητα του θεσμού της βασιλείας στην Ελλάδα είχε γίνει ιδιαίτερα επισφαλής από την περίοδο του Εθνικού Διχασμού.
Οι ταραγμένες δεκαετίες που ακολούθησαν επισώρευσαν στους άνακτες ένα βαρύ φορτίο άγχους που τους ωθούσε πιεστικά στην αναζήτηση ξένων υποστηρικτών. Αυτοί βρίσκονταν κυρίως ανάμεσα στους ιθύνοντες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που προσεταιρίζονταν την Ελλάδα.
Η ακραία εθνικοφροσύνη και ο υπερβάλλων ζήλος με τα οποία υπηρέτησαν την αγγλική και την αμερικανική εξωτερική πολιτική κατά την εμφυλιακή και μετεμφυλιακή περίοδο στην Ελλάδα, αποδείχθηκαν, μεσοπρόθεσμα, επιζήμια και για τους ίδιους.
Αυτό το ΄΄βεβαρυμμένο΄΄ παρελθόν του θεσμού της βασιλείας δυσχέραινε τις κινήσεις και τους πολιτικούς σχεδιασμούς των Αμερικανών, σε μία εποχή που απαιτούσε οι λύσεις να εξευρίσκονται μέσα στα θεσμικά πλαίσια της μαζικής δημοκρατίας ή τουλάχιστον να τηρούνται κάποια στοιχειώδη προσχήματα.
Είναι παγκοίνως γνωστό ότι στην πολιτική οι συμμαχίες και οι φιλίες στηρίζονται σε κοινά συμφέροντα και παύουν να υφίστανται όταν εκείνα εκλείψουν το παλάτι είχε αρχίσει να γίνεται βάρος περιττό ή ΄΄καμμένο χαρτί ΄΄ για τους ισχυρούς πρώην ΄΄φίλους΄΄ του.
Παρόμοια τύχη επεφύλαξαν αργότερα οι ίδιοι ΄΄φίλοι΄΄ και στους συνταγματάρχες, αφού προηγουμένως αποπεράτωσαν το ΄΄έργο΄΄ που είχαν αναλάβει.
– Η κλιμάκωση της έντασης που οδήγησε στην έκρηξη του πολέμου των ΄΄έξη ημερών΄΄, πριν συμπληρωθούν δύο μήνες από την ΄΄21η Απριλίου΄΄, δεν αποτελούσε απλώς μία διμερή αραβοϊσραηλινή διένεξη καθώς η Σοβιετική Ένωση επιχειρούσε να διεισδύσει στον κρίσιμο, για τα δυτικά συμφέροντα, χώρο της Μέσης Ανατολής.
Η συντριπτική ήττα των Αράβων σ’ εκείνο τον πόλεμο, έβαλε τέλος στα μεγαλοϊδεατικά σχέδια του Νάσερ καταβάλλοντας τον ίδιο τον Αιγύπτιο ηγέτη προσωπικά, ενώ περιόρισε την διείσδυση της Σοβιετικής Ένωσης στην περιοχή σε επίπεδα ανεκτά για τα δυτικά γεωπολιτικά συμφέροντα.
Έκτοτε η Αίγυπτος παρά την μερική αποκατάσταση του κύρους της ύστερα από την επόμενη αραβοϊσραηλινή αναμέτρηση του Γιόμ Κιπούρ, ακολούθησε πολιτική συμβιβασμού με το Ισραήλ και τις Η.Π.Α. η οποία επισφραγίσθηκε από την συμφωνία του Κάμπ Ντέϊβιντ.
Κατά τον πόλεμο των ΄΄έξη ημερών΄΄ η ελληνική χούντα έθεσε τα σημαντικότερα στρατηγικά κέντρα ανεφοδιασμού της χώρας στη διάθεση των Αμερικανών που έσπευδαν να συνδράμουν το Ισραήλ, ενώ άφησε ανεμπόδιστη την λειτουργία των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων, όταν η Τουρκία αρνήθηκε να παράσχει και τις ελάχιστες διευκολύνσεις.
Ιδιαίτερα η βάση των Γουρνών Ηρακλείου φέρεται ότι συμμετείχε, μέσω συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου, στην παρεμβολή των αιγυπτιακών ραντάρ ώστε να μην γίνουν αντιληπτά τα ισραηλινά βομβαρδιστικά αεροσκάφη της πρώτης ξαφνικής εφόρμησης, που έκρινε και την έκβαση του πολέμου, καθώς μέσα σε λιγότερο από μία ώρα τέθηκε εκτός μάχης το σύνολο σχεδόν της αιγυπτιακής αεροπορικής δύναμης.
Οι αξιωματικοί της χούντας ως φορείς του ακραίου εθνικιστικού και αντικομμουνιστικού πνεύματος της Εμφυλιακής και Μετεμφυλιακής περιόδου, θεωρούσαν αενάως ταυτόσημα τα ελληνικά και τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα. Είχαν λάβει μονομερή στρατιωτική εκπαίδευση και οι γνώσεις τους πάνω σε ζητήματα πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών επιστημών περιορίζονταν μάλλον στην αποστήθιση της προπαγάνδας.
Όμως κατά την τελευταία περίοδο της εξουσίας του ο Γ. Παπαδόπουλος, πιθανότατα λόγω προσέγγισης με τον Σ. Μαρκεζίνη, διαφοροποιήθηκε από την άνευ όρων ταύτισή του με τους Αμερικανούς ενώ κατά την αραβοϊσραηλινή αναμέτρηση του Γιόμ Κιπούρ το 1973 αρνήθηκε να επαναλάβει τις άνευ όρων παραχωρήσεις.
Με την όψιμη επιφυλακτική στάση του απέναντι στους Αμερικανούς ο Παπαδόπουλος έχασε την υποστήριξή τους, ένώ ήταν ήδη απομονωμένος και στο περιβάλλον των ΄΄συνταγματαρχών΄΄ εξ’ αιτίας των ΄΄φιλελεύθερων΄΄ πολιτικών ανοιγμάτων του.
Παράλληλα, εκείνη την εποχή κλιμακωνόταν η αντιδικτατορική δράση της ελληνικής φοιτητικής νεολαίας που κορυφώθηκε με την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Τα γεγονότα αυτής της εξέγερσης, κατά τραγική συγκυρία, έδωσαν την ευκαιρία σ’ έναν κύκλο ΄΄δυσαρεστημένων΄΄ χουντικών αξιωματικών υπό τον ΄΄αόρατο΄΄ Δ. Ιωαννίδη και την υψηλή καθοδήγηση αμερικανικών κύκλων, ν’ απαλλαγούν από τον ΄΄μη συνεργάσιμο΄΄ Παπαδόπουλο.
Ο νέος δικτάτορας έμπλεος ασυνειδησίας προέβη σε πράξεις που έδωσαν στην Τουρκία το αναμενόμενο πρόσχημα ώστε να εισβάλλει στρατιωτικά στην Κύπρο, λίγους μήνες αργότερα, και να καταλάβει το 38% του εδάφους αποκτώντας τον πλήρη σχεδόν γεωστρατηγικό της έλεγχο.
– Η Μέση Ανατολή, ως περιοχή στην οποία υπάγονται μερικές από τις σημαντικότερες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες του κόσμου και οι θαλάσσιοι δρόμοι μεταφοράς με την νευραλγικής σημασίας διώρυγα του Σουέζ, ήταν και παραμένει σε υψηλή βαθμίδα αξιολόγησης για τα Δυτικά γεωπολιτικά συμφέροντα.
Με την κατάρρευση της αγγλικής αποικιοκρατίας, αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον έλεγχο των στρατηγικών ισορροπιών της περιοχής, μέσω των οποίων διασφαλίζεται η ομαλή ροή του πετρελαίου προς την Δύση, ασκούν οι Η.Π.Α. σε στενή σύμπραξη με το Ισραήλ.
Συνεπώς, η στήριξη του Ισραηλινού κράτους, από την εποχή της επεισοδιακής ίδρυσής του μέσα στο άξενο γι’ αυτό περιβάλλον του αραβικού κόσμου, αποτελεί ύψιστη γεωστρατηγική προτεραιότητα για τα δυτικά συμφέροντα και κυρίως τις Η.Π.Α.
Η ιδιαίτερη κρισιμότητα της κατάστασης στην Μέση Ανατολή και η αναπόφευκτη εξάρτηση, απ’ αυτήν, των ελληνικών εθνικών ζητημάτων, σε συνδυασμό με την ραγδαία αναβάθμιση της γεωστρατηγικής σημασίας της Τουρκίας κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, προοιώνιζε δυσμενέστατα για τον ελληνισμό την έκβαση του κυπριακού ζητήματος, όταν ο πρωθυπουργός Παπάγος αποφάσισε εντελώς αστρατήγητα να το ανακινήσει στο επίπεδο του Ο.Η.Ε. ευελπιστώντας αφελώς στην ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα.
Η υπόθεση της Κύπρου ήταν εξαιρετικά περίπλοκη από την αρχή καθ’ ό,τι αποτελεί νευραλγικό τμήμα του Δυτικού συστήματος ασφαλείας για το Ισραήλ και την ευρύτερη Μέση Ανατολή, κι ένας μονομερής, αποτελεσματικός χειρισμός της από ελληνικής πλευράς απαιτούσε διπλωματική και στρατιωτική ισχύ σε επίπεδο που δεν διέθετε ούτε κατ’ όναρ η Ελλάδα.
Ο Σπ. Μαρκεζίνης, ένας από τους ελάχιστους ελλαδίτες ή ελληνοκυπρίους πολιτικούς που ήταν σε θέση ν΄ αντιληφθούν την συνθετότητα του κυπριακού ζητήματος εκείνη την εποχή, διαφώνησε εξ αρχής κάθετα με τις σχετικές επιλογές του Παπάγου κι αναγκάσθηκε να παραιτηθεί από την κυβέρνηση.
– Είναι κοινός τόπος στην διεθνή διπλωματία ότι οι μικρές κι αδύναμες χώρες όπως οι Ελλάδα, μπορούν να προωθήσουν με βάσιμες πιθανότητες επιτυχίας τα εθνικά τους ζητήματα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτά άπτονται ή αντιτίθενται με συμφέροντα άλλων ισχυρών χωρών, μονάχα στο πλαίσιο ευρύτερων συνεκτικών συμμαχιών, η συνολική ισχύς των οποίων αντισταθμίζει τουλάχιστον την όποια αντίπαλη ισχύ.
Στο πλαίσιο αυτό κινήθηκε, με μεγαλοφυή τρόπο, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον καιρό που υπερδιπλασίαζε την Ελλάδα, ενώ απέτυχαν παταγωδώς να πράξουν το ίδιο οι Έλληνες ιθύνοντες κατά τις περιόδους των εθνικών καταστροφών σε Μικρά Ασία και Κύπρο.
Παρά τις ηρωικές πράξεις και τις θυσίες των αγωνιστών της Ε.Ο.Κ.Α., η μοίρα του νησιού προδιαγράφηκε στις γεωπολιτικές συμπληγάδες και τα άτεγκτα συμφέροντα των ισχυρών, στην ασυνειδησία των ελλαδικών κι ελληνοκυπριακών ηγεσιών μέχρι την υπέρτατη ύβρη της χούντας του Ιωαννίδη που άνοιξε την Κερκόπορτα στην τουρκική εισβολή για να κλείσει με τον τρόπο αυτό μονάχα η πρώτη πράξη του δράματος.
Η βαρύνουσα γεωστρατηγική θέση της Κύπρου έκανε από την αρχή την στάση της Βρεταννίας απόλυτα εχθρική απέναντι στις ελληνικές διεκδικήσεις, με συνέπεια να οδηγηθεί στην μοιραία, για τον ελληνισμό, επιλογή και να εμπλέξει στο κυπριακό, ύστερα από εκατό χρόνια, την Τουρκία.
Με την εύστοχη, διπλωματικά, αυτή κίνηση, η Γηραιά Αλβιών βγήκε από την δύσκολη θέση του κατακτητή σε μία επαναστατημένη χώρα λίγα μόλις χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και με την προσφιλή της τακτική ΄΄διαίρει και βασίλευε΄΄, μετατράπηκε από δυνάστη σε τιμητή.
Με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου πέτυχε την δημιουργία ενός θνησιγενούς κρατικού μορφώματος, εκτεθειμένου στην χρόνια αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με μειωμένη εθνική κυριαρχία ώστε να εξυπηρετούνται οι γεωστρατηγικές της ανάγκες.
Επανεξετάζοντας το ζήτημα της Κύπρου από την έποψη εξήντα και πλέον χρόνων Ιστορίας, διαπιστώνουμε ότι η αύξηση της γενικότερης ισχύος της Τουρκίας (δημογραφικής, οικονομικής, διπλωματικής, στρατιωτικής και γεωπολιτικής) σε θέση μακράν έναντι της Ελλάδας, τείνει ν’ αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα των εξελίξεων όχι μονάχα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά στην ευρύτερη περιοχή.
Στο πλαίσιο των συνθηκών που διαμορφώθηκαν έκτοτε αλλά και αυτών που προβλέπεται βάσιμα να διαμορφωθούν, δεν θα ήταν άτοπο να συμπεράνουμε ότι ο βαθμός δυσκολίας μίας αίσιας έκβασης του κυπριακού ζητήματος κλιμακώνεται πλέον δραματικά για τον ελληνισμό.
V
– Από τα χρόνια του Εμφυλίου μέχρι το 1974 που κατέρρευσε η δικτατορία των συνταγματαρχών, η επίσημη Ελλάδα διεκήρυσσε, με περίσσεια βερμπαλισμού, την προσήλωσή της στα ιδανικά του ΄΄Ελευθέρου Κόσμου΄΄ και κατακεραύνωνε την ΄΄κόλαση των Γκουλάγκ΄΄ παραβλέποντας, βέβαια, ότι την ίδια εποχή και η ίδια ήταν γεμάτη από ΄΄Γκουλάγκ΄΄.
Μετά το 1974 η χώρα κινήθηκε γοργά στον αστερισμό της μαζικής δημοκρατίας. Η παλαιά ενδεής και ολιγαρκής, αγροτοποιμενική κοινωνία χάθηκε μέσα στην φενάκη του παρασιτικού καταναλωτισμού και της ΄΄αρπαχτής΄΄ μαζί της χάθηκε και μία ποιότητα ανθρώπινου ήθους που συνιστούσε τον πληθυσμό του τόπου αυτού σε λαό. (Ανθρώπινο κοινωνικό σύνολο συνδεδεμένο διαχρονικά με ισχυρούς υλικούς και πνευματικούς δεσμούς).
Η απώλεια αυτή δεν περιορίζεται στο επίπεδο της ηθικής τάξης διότι στις ανθρώπινες κοινωνίες η ηθική συνδέεται άρρηκτα με την συγκρότηση και την λειτουργία τους.
Το παραδοσιακό ήθος των νεοελλήνων χάθηκε διότι, απλούστατα, έπαψε να υφίσταται ο τρόπος ζωής που το αναπαρήγε.
Στις σελίδες που προηγήθηκαν περιγράψαμε συνοπτικά τον μετασχηματισμό
της νεοελληνικής κοινωνίας, η οποία μέσα σε διάστημα λίγων δεκαετιών μετατράπηκε, φύρδην – μίγδην, από πατριαρχική – προαστική σε μαζικοδημοκρατική – μετααστική.
Όπως προαναφέραμε, ο αστικός εκσυγχρονισμός της Ελλάδας υπήρξε πάντοτε εξαιρετικά ελλιπής σε ολόκληρο το φάσμα των πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δραστηριοτήτων, με συνέπεια, πέρα από την γενική υστέρηση στους επί μέρους τομείς, την ανεπαρκή συγκρότηση και καλλιέργεια των ανθρώπινων προσωπικοτήτων που τάσσονται οιονεί θεματοφύλακες και διαχειριστές του δημόσιου και ιδιωτικού βίου των κοινωνιών.
Η ασυνειδησία του ανθρώπινου δυναμικού σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο, ευθύνεται στο ακέραιο, δίκην ηθικού και φυσικού αυτουργού, για το διαρκές έγκλημα της καταβαράθρωσης του τόπου έργο που συντελέσθηκε κατά τις τρείς, τουλάχιστον, τελευταίες δεκαετίες.
Η εξέλιξη αυτή συνιστά μέγιστη εθνική καταστροφή, ενδεχομένως υπέρτερη όσων έχουν προηγηθεί, επειδή αυτή την φορά πλήττονται καίρια, πέραν της υλικής, η ηθική και πνευματική συνοχή του ελληνικού λαού.
Η νόθα αστικοποίηση και ο παρασιτικός καταναλωτισμός προκάλεσαν συνθήκες ασφυξίας και στο πάλαι ποτέ αστείρευτο κεφάλαιο της εθνικής μυθοπλασίας.
Το πάλεμα του Έλληνα με τα κάθε λογής στοιχειά, μορφοποιείτο μέσα στο πανάρχαιο εργαστήρι της γλώσσας του και γινόταν θρύλοι και θρήνοι που αντιλαλούσαν στο διάβα του και τον εμψύχωναν.
Στους έσχατους ελλαδικούς καιρούς όμως όλα αυτά βουβάθηκαν υποκύπτοντας στην εκμαυλιστική σαγήνη μιάς βλαχο – μεταμοντέρνας εκδοχής του life style πρόσφατα δε και στις στερητικές οιμωγές της.
– Κάνοντας τον συνήγορο του διαβόλου δεν μπορεί να μην αναλογισθεί κανείς, με ενδιάθετη πικρή ειρωνεία, ότι το ΄΄επίτευγμα΄΄ τούτο αποτελεί απότοκο της έκβασης του Εμφυλίου.
Ένας οργανικός δεσμός, ίδιος ομφάλιος λώρος, συνδέει τους αποκαταστημένους μεγαλομαυραγορίτες της Κατοχής με τους συγκαιρινούς ΄΄ομοτέχνους΄΄ τού ΄΄Χρηματιστηρίου΄΄ και των ΄΄προμηθειών΄΄ – «όχι ταξίδια για να ιδείς καινούργιους τόπους αλλά / το σκοτεινό τραίνο της φυγής όπου τα βρέφη / τρέφουνται με τη βρώμα και τις αμαρτίες των γονιών» ( Γ. Σεφέρης / Ο Στράτης Θαλασσινός στη Νεκρή Θάλασσα).
Η Ελλάδα σήμερα καταρρέει λόγω της ανεξέλεγκτης ασυδοσίας και διαφθοράς που πυροδοτούν τα ΄΄ιδανικά΄΄ του μαζικού καταναλωτισμού, σε μία κοινωνία που στερείται την στοιχειώδη – ουσιαστική – αστική συγκρότηση και νοοτροπία ώστε να πορευθεί νουνεχέστερη και συνεπώς ασφαλέστερη μέσα στο θολό τοπίο της παγκοσμιοποιημένης πλέον μαζικής δημοκρατίας.
– Ίσως κάποτε, σε πείσμα της αργυρώνητης προπαγάνδας των φιλελεύθερων ιδεών, οι άνθρωποι αναλογισθούν ότι το μοντέλο μίας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, όπως αυτό που εφαρμόσθηκε στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, δεν αποτελεί ένα επάρατο σύστημα ή το Κράτος του Αντιχρίστου, αλλά μία τεχνική κατασκευή η αναγκαιότητα της οποίας απορρέει από συγκεκριμένες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.
Την ευρεία επαναφορά ενός τέτοιου ή παρόμοιου συστήματος, με όλα τα θετικά ή αρνητικά συμπαρομαρτούντα, δεν γίνεται ν’ αποκλείσει κανένας φερέγγυος μελετητής στο προγραφόμενο, ταραχώδες μέλλον της ανθρωπότητας ακόμα και χωρίς την προσθήκη της ουτοπίας με την οποία το περιέβαλλαν, αγωνιζόμενοι μέχρι θανάτου, άλλοτε ως θύματα κι άλλοτε ως θύτες – από κοινού με εκατομμύρια ομοϊδεάτες τους σ’ ολόκληρο τον κόσμο – οι Έλληνες Κομμουνιστές.
– Επισημάνθηκε ήδη – στο δεύτερο κεφάλαιο του άρθρου μας – ότι τα γενεσιουργά αίτια της βαθειάς κρίσης που διέρχεται η παγκόσμια οικονομία, οφείλονται στην ανάκαμψη χωρών που είχαν τεθεί στο περιθώριο της παγκόσμιας εξέλιξης από την εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων και της πρώιμης αποικιοκρατίας.
Οι τάσεις ανακατανομής του παγκόσμιου πλούτου απειλούν πλέον σοβαρά τα κεκτημένα της Δύσης καθώς αποκτούν μία ολοένα κλιμακούμενη ένταση. Κυβερνήσεις χωρών που διαθέτουν ορθολογικό και μακροπρόθεσμο πολιτικό σχεδιασμό όπως η Βρεταννία, η Γερμανία και η Σουηδία, εφαρμόζουν εδώ και αρκετά χρόνια προγράμματα επώδυνων δημοσιονομικών προσαρμογών αλλά και αναπτυξιακές στρατηγικές, με κριτήριο τον εξορθολογισμό των δαπανών, την υψηλή παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους στην διεθνή αγορά.
Βέβαια, τα ΄΄μηνύματα των καιρών΄΄ ήταν αδύνατον να ληφθούν από την χώρα της ΄΄φαιδράς πορτοκαλέας΄΄ όταν αφιονισμένη παραληρούσε στην ιαχή: ΄΄Τσοβόλα δώστα όλα!΄΄.
Η Ελλάδα μετά το 1974, ύστερα από μακροχρόνιες κι επώδυνες δοκιμασίες, εισήλθε σε περίοδο σπάνιας ομαλότητας. Η ένταξη στους θεσμούς των ευρωπαϊκών κοινοτήτων και οι αφειδώλευτες εισροές κονδυλίων που ακολούθησαν, της έδιναν μία μοναδική δυνατότητα γενικού εκσυγχρονισμού και ανάκαμψης.
Η πρόκληση αυτή για να ευοδωθεί απαιτούσε από την νεοελληνική κοινωνία ριζική αλλαγή νοοτροπίας, μεθοδική εργασία και σταθερή προσήλωση σε πολιτικές μεσοπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων στοχεύσεων, χαραγμένες κι εφαρμοσμένες από πολιτικούς, ικανούς ν’ αντιληφθούν και να συγκεράσουν την διεθνή πραγματικότητα με τις εγχώριες δυνατότητες κι αδυναμίες.
Η νεοελληνική κοινωνία όμως άμοιρη τέτοιων επιλογών ή το χειρότερο, εξαντλημένη ιστορικά, έστερξε να παραδοθεί στις πομφόλυγες του προέδρου της ΄΄αλλαγής΄΄.
Επί τρείς συνεχόμενες δεκαετίες, η συντριπτική πλειονότητα ταγών και λοιπού πληθυσμού συμπορεύτηκε με απίστευτη αυτοκαταστροφική ελαφράδα μέχρι την επαύριον των εκλογών του 2009, οπότε σήμανε ξαφνικά(;) ΄΄το τέλος της αθωότητας΄΄.
Τα πλούσια αποθέματα των εύρωστων οικονομικά εταίρων, επί των οποίων παρασιτούσε αφειδώς όλα τα προηγούμενα χρόνια η Ελλάδα, μειώθηκαν σε βαθμό απαγορευτικό για ανάλογη περαιτέρω συνέχεια.
Η χώρα εγκαλείται πλέον ιταμώς προκειμένου ν’ αναλάβει η ίδια το κόστος συντήρησής της. Όμως γίνεται πρόδηλο ότι αυτό υπερβαίνει κατά πολύ τις οικείες δυνάμεις. Αν εγκαταλειφθεί προαλείφεται βέβαιη η κατάρρευση, με κόστος υψηλό και για τους διεθνείς θεσμούς στους οποίους μετέχει.
Το γεγονός αυτό υποχρεώνει, προς το παρόν, τους ΄΄εταίρους΄΄ να παρατείνουν την παρασιτική της επιβίωσή μεθοδεύοντας, σταδιακά, την δραστική μείωση ενός δυσανάλογου προς τις παραγωγικές της δυνατότητές βιοτικού επιπέδου.
Σήμερα, δύο χρόνια μετά την ΄΄επώδυνη έκπληξη΄΄, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού των ασθενέστερων τάξεων δοκιμάζεται στα όρια της φτώχειας ή και ακόμα της επιβίωσης.
Αντίθετα, οι κομματικοί στρατοί του ΄΄βαθέως κράτους΄΄, κάποιες επαγγελματικές συντεχνίες και τα πάσης φύσεως ΄΄διαπλεκόμενα΄΄ συμφέροντα, διατηρούν σημαντικά από τα εκτός πάσης λογικής ΄΄προνόμιά΄΄ τους. Ακόμα και οι εκπρόσωποι της ΄΄τρόϊκα΄΄ αναγκάσθηκαν, σε πρώτη φάση, να υπαναχωρήσουν. Κοντολογίς, όσοι διαθέτουν εκβιαστική ισχύ την ασκούν απαιτώντας να μην φτωχύνουν αυτοί …. κι ας φτωχύνουν οι άλλοι.
– Η Ελλάδα πορεύεται πλέον όπως ένα ακυβέρνητο καράβι μέσα στην θύελλα, δίχως στιβαρούς καπεταναίους, εφεδρικό εξοπλισμό και πειθαρχημένο πλήρωμα.
Ενώ παγιώνεται το οικονομικό αδιέξοδο και η επιβίωσή της εξαρτάται από την αρωγή τρίτων, η διαρκώς εντεινόμενη αγωνία της κοινής γνώμης εστιάζεται μονομερώς στην επαπειλούμενη απώλεια των κεκτημένων.
Ακόμα και αυτή την ύστατη ώρα δεν εκδηλώνεται ούτε καν η στοιχειώδης εγρήγορση κοινωνικής αυτοσυντήρησης, παρά μονάχα οι καρικατούρες του τύπου των ΄΄αγανακτισμένων΄΄.
Το ΄΄1940΄΄ φαντάζει τόσο μακρινό που μοιάζει να μην ανήκει στον ίδιο λαό.
Όμως η αληθινή ιστορία ως σύνολο πραγμάτων που σχετίζονται, συγκρούονται ή μετασχηματίζονται δεν μένει ποτέ στάσιμη μέσα στον χρόνο∙ γίνεται μάλιστα ανελέητη με τις κοινωνίες που κάμπτονται και χάνουν έδαφος στην διαδρομή τους.
– Τραγελαφική κατακλείδα της έκπτωσης των ελλαδικών πραγμάτων και αξιών αποτελεί, λόγω επικαιρότητας, η αναρρίχηση ανθρώπων του υποκόσμου στην δημόσια ζωή της χώρας.
Τα τελευταία χρόνια τέτοιου είδους άνθρωποι, απολαμβάνοντας προκλητικά μία περίεργη ανοχή ή ασυλία εκ μέρους των δημοσίων αρχών, γίνονται πρόεδροι ΄΄ομίλων΄΄ με ποδοσφαιρικά σωματεία και άλλες αδιαφανείς δραστηριότητες, ενώ παράλληλα συγκροτούν στρατούς εγκάθετων για νά εκβιάζουν προς κάθε κατεύθυνση• ακόμα και τις κυβερνήσεις.
Στα πλαίσια των ΄΄αρμοδιοτήτων΄΄ τους γίνονται συχνά ομοτράπεζοι πολιτικών και άλλων δημοσίων αξιωματούχων.
Το θράσος και η εξεζητημένη επίδειξη της ισχύος τους, προκαλούν ευτράπελους και συνάμα μακάβριους συνειρμούς καθώς προσιδιάζουν με τις συμπεριφορές ΄΄βαρώνων΄΄ της Λατινικής Αμερικής.
Μόνον εσχάτως, ύστερα από μία εντελώς ασυνήθιστη εισαγγελική εγρήγορση, συναγελάσθηκαν αίφνης στον φυσικό τους χώρο, υπόλογοι για σοβαρά αδικήματα, αρκετοί τέτοιοι πρόεδροι, σύμβουλοι και λοιποί παρατρεχάμενοι αν και λόγω προϊστορίας παραμένει εξαιρετικά αμφίβολη μία ακριβοδίκαιη έκβαση.
– Κλείνοντας, θα σταθούμε ακροθιγώς στην προγραφόμενη δυναμική ορισμένων κρίσιμων εθνικών ζητημάτων, στα οποία η τύρβη της οικονομικής κρίσης αλλά και η ενδημούσα ραθυμία, δεν επιτρέπουν να λάβουν την δέουσα βαρύτητα στο επίπεδο της ελλαδικής κοινής γνώμης.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, στο πλαίσιο της διαμόρφωσης των νέων συσχετισμών δυνάμεων, μειώθηκε δραματικά η γεωστρατηγική σημασία της Ελλάδας, με μόνη εξαίρεση αυτήν της Κρήτης.
Παράλληλα, η διαφορά του γενικότερου δυναμικού της σε σχέση με την Τουρκία, σε όλους τους κρίσιμους τομείς της βιομηχανίας, της οικονομίας, της άμυνας, της γεωπολιτικής και της δημογραφίας, μεταβάλλεται άρδην υπέρ της γείτονος.
Η ανέλιξη της Τουρκίας σε περιφερειακή υπερδύναμη με ημιαυτόνομη οικονομική, διπλωματική και στρατιωτική διείσδυση στην ευρύτερη περιοχή, επιφέρει σημαντικές ανακατατάξεις ενώ αποτελεί μία εν δυνάμει κλιμακούμενη απειλή για την Ελλάδα, διότι, παρά την υιοθέτηση ήπιας επικοινωνιακής τακτικής, προβάλλει σταθερά – με αυξητική τάση – μονομερείς διεκδικήσεις σε βάρος ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, παραβλέποντας κατά πάγια τακτική τις διεθνείς θεσμικές ρυθμίσεις.
Η όξυνση στις σχέσεις της με το Ισραήλ, τον πάλαι ποτέ στρατηγικό της εταίρο, και η πολιτική εκπαραθύρωση των ΄΄κεμαλιστών΄΄ στρατηγών, σηματοδοτούν την απαρχή του τέλους της πρώτης περιόδου του νέου Τουρκικού κράτους, που θεμελιώθηκε από τον Κεμάλ Ατατούρκ την περίοδο που κατέρρεε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το ρηξικέλευθο πρόκριμα του ηγετικού διδύμου Ερτογάν – Νταβούτογλου, επιχειρεί να τερματίσει την εξαρτηματική πρόσδεση της χώρας στο άρμα της Δύσης, που συντηρούσε για δεκαετίες το ΄΄κεμαλικό κατεστημένο΄΄, και, στηριζόμενο στην πολυεπίπεδη, ραγδαία ανάπτυξή της, βγαίνει δυναμικά στο γεωπολιτικό προσκήνιο με μαξιμαλιστικές στοχεύσεις που ανακαλούν μνήμες από την κλασσική εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Καύκασος και η Κεντρική Ασία μέχρι τους τουρκογενείς πληθυσμούς της Κίνας, ο Αραβικός Κόσμος από τον Ινδικό μέχρι τον Ατλαντικό Ωκεανό, τα Βαλκάνια και η Κεντρική Ευρώπη, αποτελούν το πεδίο ανέλιξης του νέο – οθωμανικού ιμπεριαλισμού.
Προϋπόθεση για την δρομολόγηση του φιλόδοξου αυτού εγχειρήματος αποτελεί η αναθεώρηση θεμελιωδών πολιτικών επιλογών που μέχρι πρόσφατα αποτελούσαν ταμπού στην γείτονα.
Ο κίνδυνος που πρεσβεύει για τα Δυτικά συμφέροντα η έξαρση του ισλαμικού φονταμενταλισμού, καθιστά την ΄΄κοσμική΄΄ Τουρκία μουσουλμανική χώρα – πρότυπο στα μάτια των Αμερικανών κι Ευρωπαίων ηγετών, που υποστηρίζουν την αύξηση της επιρροής της στις μουσουλμανικές χώρες της ευρύτερης περιοχής.
Δεδομένου του αγεφύρωτου χάσματος που χωρίζει τις περισσότερες απ’ αυτές με το Ισραήλ, θα ήταν άτοπο για την Τουρκία να επιδιώκει τον προσεταιρισμό τους παραμένοντας σύμμαχός του η ρήξη με το Ισραήλ ήταν επιβεβλημένη κι εντάσσεται σαφώς στο πλαίσιο της αναθεωρημένης εξωτερικής της πολιτικής.
Πρόκειται, βέβαια, για ελεγχόμενη ρήξη καθ’ ό,τι οι δύο χώρες εξακολουθούν ν’ αποτελούν, υπό την αιγίδα των Η.Π.Α., τους πυλώνες του δυτικού συστήματος ασφαλείας σε μία ιδιαίτερα ευαίσθητη, γεωπολιτικά, περιοχή.
Η αύξηση της τουρκικής επιρροής στις μουσουλμανικές χώρες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., εξυπηρετεί και τα σχέδια των Η.Π.Α. που επιδιώκουν σταθερά τον περιορισμό της γεωπολιτικής εμβέλειας της Ρωσσίας.
Το γεγονός αυτό αποτελεί και την πλέον παρακινδυνευμένη παράμετρο του όλου εγχειρήματος καθώς ενδέχεται, αργά ή γρήγορα, να την οδηγήσει σε τροχιά ρήξης με την Ρωσσία. Όμως η Τουρκία που γνωρίζει καλά ότι η γεωστρατηγική της επέκταση διέρχεται αναπόφευκτα από τέτοιες ατραπούς, δείχνει αποφασισμένη ν’ αναλάβει το ανάλογο ρίσκο.
Ακόμα είναι πολύ πιθανό οι Η.Π.Α., που απεργάζονται συστηματικά πλήθος μακροχρόνιων, εναλλακτικών, γεωστρατηγικών σεναρίων, να ενισχύουν την διείσδυση της Τουρκίας στις μουσουλμανικές χώρες και τους τουρκογενείς πληθυσμούς της Κεντρικής Ασίας, με απώτερο – επί πλέον – στόχο την αναχαίτιση μίας μελλοντικής ιμπεριαλιστικής Κίνας.
Από την άλλη πλευρά το Ισραήλ, το οποίο ζεί μονίμως με το άγχος της περικύκλωσης από εχθρικά κράτη, επιδιώκει να καλύψει το κενό της πρώην συμμάχου του με τον προσεταιρισμό της Κύπρου και της Ελλάδας, ώστε να κρατά ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας του με την Δύση.
Η εξέλιξη αυτή αναβαθμίζει την γεωστρατηγική αξία των δύο ελλαδικών κρατών και τονώνει το ηθικό τους, σε μία χρονική συγκυρία που συντελούνται σημαντικές ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή.
Η αύξηση του διεθνούς ενδιαφέροντος για την έρευνα και την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου, που εκδηλώνεται τα τελευταία χρόνια και αρχίζει να υλοποιείται, με εμφανή πρωτοβουλία της κυπριακής κυβέρνησης λίαν προσφάτως, αποτελεί απόρροιά της.
Από πλευράς Ο.Η.Ε., το 1982 θεσμοθετήθηκαν, στα πλαίσια του Δικαίου της Θάλασσας, οι Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες, όπου εξισώνονται τα δικαιώματα των ηπειρωτικών με τις νησιωτικές περιοχές ως προς την εκμετάλλευση των παρακειμένων τους θαλασσών.
Η ρύθμιση αυτή σε συνδυασμό με την γεωγραφία της περιοχής, (Κρήτη, Ρόδος και ιδιαίτερα Καστελόριζο), δίνει στην Ελλάδα ασυγκρίτως μεγαλύτερα πλεονεκτήματα έναντι της Τουρκίας, η οποία για τον λόγο αυτό αρνείται να αποδεχθεί την συγκεκριμένη συνθήκη, επικαλούμενη διάφορες αντιρρήσεις που συντείνουν με την συγκαλυμμένη αλλά και τήν απροκάλυπτη απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας εναντίον της Ελλάδας, προκειμένου να την αποτρέψει από την χρήση νομίμων δικαιωμάτων της. Αυτή ενδίδει στους γενόμενους εκβιασμούς και στερείται για δεκαετίες ένα, ενδεχομένως, σημαντικό κεφάλαιο της ενεργειακής της οικονομίας.
Η τροπή που θα λάβουν τα πράγματα στο συγκεκριμένο ζήτημα κατά το επόμενο διάστημα, θα κριθεί, κατ’ αρχήν, από το πραγματικό μέγεθος και την δυνατότητα αξιοποίησης των κοιτασμάτων, αλλά και από την επίταση της θέλησης των Δυτικών πολιτικών και οικονομικών κέντρων ν’ αναζητήσουν ενεργειακές πρώτες ύλες σε περιοχές μικρότερης γεωστρατηγικής επισφάλειας.
Στην περίπτωση αυτή η νομή των υλών θα καθορισθεί, κατά πάσα πιθανότητα, μέσα στο πλαίσιο διαμόρφωσης των νέων συσχετισμών δυνάμεων της ευρύτερης περιοχής, όπου κύριοι παίκτες αναδεικνύονται η Τουρκία το Ισραήλ και η Αίγυπτος.
Η Ελλάδα και η Κύπρος ως χώρες με ελάχιστη έως ανύπαρκτη επιρροή στην ρύθμιση διεθνών γεωπολιτικών ζητημάτων και δεχόμενες την εντεινόμενη πίεση της Τουρκίας, πορεύονται με μεγάλη αβεβαιότητα κι ευελπιστούν μονάχα στην ισχύ και την αποτελεσματικότητα του νεόκοπου εταίρου τους, του Ισραήλ, προκειμένου να προσπορισθούν οφέλη από την αξιοποίηση νομίμων δικαιωμάτων τους, ενώ αναζητούν και διεθνή στηρίγματα – τα οποία παρέχονται συνήθως με σημαντικά ανταλλάγματα – ώστε να διασφαλισθούν από ενδεχόμενη στρατιωτική προσβολή εκ μέρους της Τουρκίας.
– Παράλληλα, την ώρα που η προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης γίνεται ολοένα και πιο αμφίβολη, η νέο-οθωμανική Τουρκία προσεταιρίζεται τον αλβανικό – ανθελληνικό – εθνικισμό, ενώ σε περίπτωση σοβαρής εμπλοκής στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πράξει το ίδιο και με τον αντίστοιχο – λανθάνοντα επί του παρόντος – βουλγαρικό.
Ενδεχόμενη έξαρση των δύο αυτών εθνικισμών, σε πρώτη φάση, θα προκαλέσει πιθανότατα διαμελισμό κι εκατέρωθεν προσάρτηση του κρατιδίου των Σκοπίων, καθ’ ότι η αλβανική του μειονότητα ενστερνίζεται το όραμα της Μεγάλης Αλβανίας, κι ακολουθώντας την δημογραφική έκρηξη των αλβανικών πληθυσμών θ’ αναδειχθεί σύντομα σε ρυθμιστικό παράγοντα, ενώ οι σλαβόφωνοι τους οποίους η συναίσθηση της γενικής απίσχνανσης ωθεί σε υπεραναπληρωτικές συμπεριφορές όπως η ιδιοποίηση ηρωικών συμβόλων, ονομάτων και μορφών, θ’ αναγκασθούν ίσως να υποκύψουν στην ΄΄προστασία΄΄ της Βουλγαρίας, η οποία ουδέποτε τους αναγνώρισε ως ανεξάρτητη εθνότητα αλλά ως αποσχισθέν βουλγαρικό φύλο.
Παρά την γενικά απαισιόδοξη προοπτική, δεν μπορεί κανείς να μην αναλογισθεί με θυμηδία την επίσης υπεραναπληρωτική έξαρση πατριωτισμού της νεοελληνικής κοινωνίας, που εγκλώβισε την – μονίμως πάσχουσα από έλλειψη ικανής εμβέλειας και μακροχρόνιας στρατηγικής – ελληνική διπλωματία, σε μία δονκιχωτικού τύπου σκιαμαχία αναφορικά με την χρήση του ονόματος΄΄Μακεδονία΄΄ και της ποικιλίας των προσομοιώσεων.
Με καθαρά διπλωματικούς όρους η Ελλάδα και τα Σκόπια αποτελούν εν δυνάμει συμμάχους, διότι τα ζωτικά συμφέροντά τους σχεδόν ταυτίζονται ενώ γίνονται αντικείμενο επιβουλής από ενδεχόμενους κοινούς εχθρούς.
Στην προοπτική αυτή αλλά κάτω από διπλωματικές, οικονομικές και στρατιωτικές προϋποθέσεις που δεν δύναται να διαθέσει η Ελλάδα, τα Σκόπια θα μπορούσαν ν’ αναδειχθούν σε πολύτιμο αμυντικό ανάχωμα ή προτεκτοράτο που όφειλε να στηρίξει με όλες τις δυνάμεις της.
Όμως τουναντίον, οι κοινωνίες και των δύο χωρών λόγω ανύπαρκτης συμμετοχής στο σύγχρονο παγκόσμιο γίγνεσθαι, αντιμάχονται επίμονα με όρους του παρελθόντος.
Ο πολύς ΄΄μακεδονικός αλυτρωτισμός΄΄, θα μπορούσε, μελλοντικά, ν’ αποτελέσει πραγματική απειλή για την Ελλάδα μονάχα στο πλαίσιο συμμαχίας του με την Βουλγαρία ή μία Μείζονα Αλβανία.
Όμως η παρουσία του αντιβαίνει στις μύχιες επεκτατικές προθέσεις και των δύο αυτών κρατών.
Η κύρια ευθύνη για την ατυχή έκβαση των διμερών σχέσεων με τα Σκόπια βαραίνει βέβαια την Ελλάδα, η οποία ως πιο έμπειρη και μεγαλύτερη χώρα όφειλε να επιδείξει ωριμότερη στάση, αντί να υπερβάλλει σε λεονταρισμούς και να υποβάλλει σε συνεχείς εξαντλητικές δοκιμασίες το νεοσύστατο κρατίδιο.
– Πραγματικά μέγιστη απειλή για την εσωτερική συνοχή και ασφάλεια της Ελλάδας αποτελεί η ανεξέλεγκτη πλέον πλημμυρίδα της λαθρομετανάστευσης. Μία κατάσταση που οφείλεται στις παγκόσμιες ανακατατάξεις των τελευταίων δεκαετιών, την γεωγραφική θέση της χώρας, την προβληματική λειτουργία του κράτους και την απόλυτη ηττοπάθεια των κυβερνήσεων.
– Η διευρυνόμενη διαφορά του γενικώτερου δυναμικού μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, κυρίως κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ώθησε την μειονεκτούσα Ελλάδα να εναποθέσει ένα μεγάλο μέρος του διπλωματικού ζητήματος των ελληνοτουρκικών διαφορών στα κεντρικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επειδή η ευρωπαϊκή προσέγγιση αποτελούσε μέχρι πρόσφατα κύριο -δεδηλωμένο τουλάχιστον – πολιτικό στόχο της Τουρκίας.
Όμως η βαθειά οικονομική κρίση των τελευταίων ετών που ταλανίζει την συνοχή αλλά και την ίδια την ύπαρξη της Ε. Ε. κατά την τωρινή συγκρότηση και μορφή της, σε συνδυασμό με την μάλλον οριστική επικράτηση των ΄΄μετριοπαθών ισλαμιστών΄΄ έναντι των ΄΄ακραιφνών κεμαλιστών΄΄ στο εσωτερικό της Τουρκίας, μεταβάλλει ραγδαία την εξωτερική της πολιτική – όπως έχουμε ήδη περιγράψει – υποβαθμίζοντας σαφώς την ευρωπαϊκή προτεραιότητα.
Στην συγκυρία αυτή μία ενδεχόμενη κατάρρευση της ΄΄ευρωζώνης΄΄ λόγω της παραγωγικής ύφεσης και της κρίσης χρέους των μεγάλων χωρών, θα συμπαρασύρει και την ίδια την Ε. Ε. αναγκάζοντάς την να συμπτυχθεί σ’ έναν στενό πυρήνα αποτελούμενο πιθανότατα από τις βόρειες χώρες.
Μία τέτοια εξέλιξη γίνεται άκρως απευκταία για την Ελλάδα καθώς η διακοπή των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων θα επιφέρει αυτόματη κατάρρευση της οικονομίας και μεγάλης κλίμακας κοινωνικές αναταραχές που μπορεί να οδηγήσουν στην καταβαράθρωση των θεσμών και την επικράτηση γενικευμένης ανομίας.
Τότε ενδέχεται να επιχειρηθεί η επιβολή δικτατορίας. Μόνο που την φορά αυτή η αντίδραση μάλλον δεν θα είναι αμελητέα όπως το 1967, προκαλώντας συνέπειες που σήμερα φαντάζουν ολωσδιόλου απρόβλεπτες καθώς αφήνουν ανοικτά πολλά ζοφερά ενδεχόμενα όπως ένας πολυμέτωπος εσωτερικός κλεφτοπόλεμος, με την συμμετοχή και των – μουσουλμάνων κατά την συντριπτική τους πλειοψηφία – λαθρομεταναστών, που μπορεί να οδηγήσει στην επέμβαση ξένων στρατιωτικών δυνάμεων και ιδιαίτερα της Τουρκίας.
– Στις σελίδες που προηγήθηκαν έγινε προσπάθεια να οικονομηθεί, σχεδόν επιγραμματικά και δίχως παρηγορητικές αυταπάτες ή επιθυμίες, μία εκτενής θεματολογία μέσω της οποίας αναδεικνύονται οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές παράμετροι του νεοελληνικού αδιεξόδου αλλά και οι προγραφόμενες, δυσμενείς εξελίξεις που προκύπτουν σχεδόν κατά μαθηματική συνεπαγωγή στο πλαίσιο της κριτικής μας.
Για όλ’ αυτά σίγουρα δεν νοιώθουμε ευτυχείς όμως οφείλουμε την πιστή τους απόδοση γνωρίζοντας ότι τέτοιου είδους προσεγγίσεις δεν είναι διόλου συμπαθείς στην ελλαδική κοινή γνώμη, η οποία αρέσκεται μάλλον σε παραμυθίες δημαγωγών και μίμων που αμβλύνουν την συνείδηση απαλλάσσοντάς την από την ευθύνη και το βάρος της ενοχής.
Αλλά δεν είναι ούτε στις δικές μας προθέσεις η ευρεία απήχηση ενός κειμένου που γράφηκε περισσότερο από προσωπική ανάγκη ή για παρόμοιες ανάγκες κάποιων άλλων ανθρώπων, «με το πάθος και με την εμμονή, με τη μανία του πληγωμένου και τσουρουφλισμένου, ο οποίος θέλει να ξέρει τι είναι ό,τι τον πονά κι από πού προέρχεται».(Π. Κονδύλης / Εισαγωγή στην επιλογή από το Il mestiere di vivere του Τσεζάρε Παβέζε, εκδ. Στιγμή 1993).
Βόλος, Μάϊος 2012
Η.Μ.
Για επικοινωνία׃ eliasmavrogianneas@gmail.com