Πριν λίγες μέρες γύρω στις δώδεκα το βράδυ δυο άνδρες προσπάθησαν να ανοίξουν το διαμέρισμα μου. Άκουγα τους θορύβους, τους ψιθύρους μεταξύ τους, έβλεπα την κίνηση στο πόμολο της πόρτας και παρέμενα πετρωμένη, μαγεμένη και απούσα. Στην πραγματικότητα με επανέφερε αιφνίδια το σκυλί μου, ένα γερμανικό ποιμενικό που χάλαγε τον κόσμο προσπαθώντας να σπάσει αυτό πρώτο την πόρτα. Οι τύποι το έσκασαν στους πάνω ορόφους της πολυκατοικίας.
Κατέβηκα στο δρόμο (λάθος κίνηση) και κάλεσα την αστυνομία. Όταν ήρθαν τα περιπολικά (τρία παρακαλώ!) μου ζήτησαν τα κλειδιά της πυλωτής και της ταράτσας για να ελέγξουν το κτήριο. Δεν τα είχα μαζί μου και έτσι χτυπήσαμε το κουδούνι ενός ενοίκου και ζητήσαμε να μας πετάξει τα δικά του από το μπαλκόνι. Μας απάντησε μέσα από τα δόντια του και φανερά εκνευρισμένος «κοιμάμαι τώρα» και πιθανότατα γύρισε πλευρό. Δεν έχει καμιά σημασία.
Την άλλη μέρα το απόγευμα κάποιος έσπασε με λοστό το μηχανισμό της πυλωτής και έκλεψε ένα αυτοκίνητο το οποίο δυστυχώς ανήκε στο φίλο που νύσταζε το προηγούμενο βράδυ.
Τι άθλια συγκυρία αλήθεια, τι εγκατάλειψη, τι θράσος που σε λιγοστεύει και σε αφήνει μετέωρο και άφωνο μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Έλεος!
Τη μεθεπόμενη παρέλαζε στα δελτία, βγαλμένη από την αιωνιότητα του τρόμου, η σφαγή του παππού στα Καμίνια για λίγα ευρώ.
Καταγάλανη θάλασσα χωρίς παραμύθια και αυτό το καλοκαίρι, χωρίς φτερά
Ιούλιος ντυμένος τα πιο σκοτεινά ένστικτα, τα πιο πυρακτωμένα αγκάθια
Στα απόνερα της είδησης του θανάτου της Μάγκυ, του κουταβιού που δολοφόνησε ο ταβερνιάρης στην Εύβοια, παρά τις αντιδράσεις που προκάλεσε, καταποντίστηκε το πιο σημαντικό. Δίπλα στη Μάγκυ και πέρα από την ανάγνωση ένας ακόμα «τάφος» που σκέπασε νωρίς και με πάταγο την παιδική ηλικία και την αθωότητα ενός εννιάχρονου παιδιού, του γιου του δράστη. Κρυφός καθρέπτης αδυσώπητος
αφού, η νοοτροπία είναι μοίρα και τέτοιου είδους εικόνες εμπειρίες και πραμάτειες όσο κι αν μοιάζουν υπερπαραγωγές μπλέκονται στα δάχτυλα, στο λογισμό στον ψυχισμό στο ζύγι
και αυτή η ζυγαριά δεν έχει αντίβαρο δεν έχει τύχη.
Φεγγαρόλουστη θάλασσα δίχως παραμύθια και αυτό το καλοκαίρι δίχως παιδιά. Εξαϋλώθηκαν στη Γάζα λαμπάδιασαν στη Βηρυτό έγιναν λύματα και μπάζα στα σμαραγδένια σου νερά.
Διπλός αντιφατικός χρόνος.
Από τη Γάζα ως την Ουκρανία, τόποι σκοτεινιασμένοι και αιμάτινοι που ταξιδεύουν από σώμα σε σώμα, συμπλέουνε, απονομιμοποιούνται, κλειδώνονται στη μεγάλη οθόνη, απασφαλίζονται στο μέγα ικρίωμα.
Η πολιτική στην κοινή της έννοια
και η ανεντιμότητα δρόμος είναι και μάλιστα βατός.
Σαράντα χρόνια από την εισβολή, Κύπρος της μνήμης και της ειρωνείας «δεν ξεχνώ», της σιωπής και των σπαραγμάτων, απομεινάρι μιας παλιάς συγκίνησης – χώμα και αλμύρα κρατούν στα χείλη τα ονόματα-.
Η πολιτική βυθισμένη στο δηλητήριο ψέμα της
χρειάζεται τρυφερότητα για να ράψει κανείς νάνους
και δεν αρκεί το φως ενός τρεμάμενου καλοκαιριού
Ελλάδα αγρύπνια άλλοτε σκηνικό κι άλλοτε βάραθρο, αγχόνη που μοιράζεσαι στα δυο στα τέσσερα στα χίλια, στα μυθικά παζάρια των εξουσιών.
Λύσε της πέτρας τα μαλλιά στης ερημιάς τα χρόνια.
Ένας πολιτικός μεσαίωνας που διαφεύγει από όλους τους καθρέπτες, ένα απίστευτο δίκτυο συνενοχών που σκιαγραφεί, χαρτογραφεί και επιβάλλει την ισονομία σαν διακόσμηση, τη δικαιοσύνη σαν κούκλα, τη δημοκρατία σαν τραύλισμα, το κυρίαρχο παράλογο ανάμεσα σ’ εμάς και τους άλλους.
Διπλός αντιφατικός χρόνος. Ένας κόσμος μπερδεμένος θολωμένος απάνθρωπος – ποτάμια οι διαμελισμένοι- και συνάμα ανυπεράσπιστος, φτιαγμένος από αναλώσιμα υλικά θαμμένος στα ίδια του τα θεμέλια που δεν γνωρίζει σε πιο κομματικό σανίδι ή σε ποιον όσιο να ταχθεί, για ποια γαλήνη
που ερωτεύεται ένα σπίτι ένα πορτραίτο ένα ρόλο ένα χαρτόκουτο ένα πυρπολημένο δρόμο
σκάβει την αγωνία του και υπομένει ερημώνει ερημώνεται, σιωπά, ούτε ζωή ούτε στάχτη, σιωπά και πεθαίνει λεία πειθήνια.
Αύγουστος ντυμένος με μια μονοτονία απάνθρωπη
Τόσοι αιώνες για ένα σώμα στα δόντια!
Χωρίς παραμύθια κι αυτό το καλοκαίρι χωρίς παιδιά
(Θα τα ζεσταίνει η πέτρα, θα τα χτενίζει ο ήλιος, θα τα βυζαίνει ο ουρανός.)
Από τη Γάζα και το Ιράκ
Αύγουστος με το θάνατο πάνω στο τραπέζι
και πως μπορεί κανείς να αγκαλιάσει το ρίγος που στοιχειώνει ένα άδειο σπίτι, τα σώματα της νύχτας, το άρρητο στο γέρμα της αυγής
αφού οι λέξεις, σκέλεθρα μιας ερειπωμένης γλώσσας
αλήθεια και βαρβαρότητα ένα τσιγάρο στη μέση, η ίδια επιφάνεια, η ίδια λάμα και φυσικά οι ίδιοι θεσμοφύλακες
από τη Γάζα ως την Ουκρανία
η ειρήνη είναι το μεγαλύτερο αγαθό, βοηθάει εξόχως και στας ημικρανίας αφού οι λέξεις
αιώνες σε τεντωμένο σκοινί
Το βρέφος που γεννιέται Ερημικός Άνεμος
Φως και σκοτάδι όπως τα χέρια της μητέρας από ανέμους ερημικούς.
*Η Γεωργία Δαλιανά είναι Ποιήτρια- Εικαστικός.