Από τα Απομνημονεύματα του Ξάνθου προκύπτει ότι ο σκοπός της Φιλικής Εταιρείας ήταν η γενική επανάσταση «διά την ανέγερσιν και απελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους».
Ήταν ένα καθαρά εθνικό σχέδιο, το πολυεθνικό όραμα του Ρήγα («Βούλγαροι κι Αρβανίταις και Σέρβοι και Ρωμηοί») είχε εγκαταλειφθεί χάριν της συμπήξεως καθαρά ελληνικού κράτους.
Σήμερα, βλέποντας τα γεγονότα από την σκοπιά του κράτους των Αθηνών, δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε ότι εκείνη την εποχή οι Έλληνες επεδίωκαν όχι την δημιουργία κρατιδίου στην ελληνικό νότο, αλλά το αυτονόητο γι’ αυτούς, που ήταν η απελευθέρωση του κατεχομένου από τους Οθωμανούς κράτους τους, δηλαδή του Βυζαντίου, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Άλλωστε, οι μεγάλες συγκεντρώσεις ελληνικών πληθυσμών ήταν στην Κωνσταντινούπολη και στην στην λεκάνη του Μαρμαρά, στον Πόντο, στην δυτική Μικρά Ασία, στην Ανατολική Ρωμυλία.
Σε αυτήν την δημογραφική, πολιτισμική και ιστορική πραγματικότητα αντιστοιχούσε και το επαναστατικό σχέδο της Φιλικής Εταιρείας, που προέβλεπε στην αρχική, αυθεντική του μορφή, επανάσταση στην Σερβία, στο Μαυροβούνιο και στην Μολδοβλαχία, στην Πελοπόννησο υπό τον Υψηλάντη και την πυρπόληση του οθωμανικού στόλου στην Κωνσταντινούπολη.
Ήταν ένα καλά μελετημένο σχέδιο στα γεωγραφικά όρια του Βυζαντίου, στα όρια του υπόδουλου Ελληνισμού, και αντιστοιχούσε στην ιστορική συνείδηση και στην κοινωνική πραγματικότητα του Ελληνισμού του 19ου αιώνα. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι η Επανάσταση κηρύχθηκε τον Φεβρουάριο του 1821 στο Ιάσιο της Μολδαυίας, δηλαδή στα παλαιά όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στο σχέδιο αυτό προσχώρησαν, παρά τις αρχικές αμφιθυμίες και δισταγμούς, οι πάντες: από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τους Φαναριώτες μέχρι τους εφοπλιστές, τους εμπόρους και τους προεστούς.
Το γεγονός ότι τελικώς προέκυψε ένα μικρό κράτος στον ελλαδικό νότο αποτελεί ουσιαστικά εκτροπή του αρχικού σχεδίου της Φιλικής Εταιρείας και είναι αποτέλεσμα παραγόντων που άλλαξαν τον ρου σε άλλη κατεύθυνση. Η συντριβή του Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι τον Ιούνιο του 1822 και η αποτυχία της επανάστασης στα βόρεια Βαλκάνια περιόρισαν το επαναστατικό εγχείρημα στον νότο.
Εκεί, αντιστρόφως, υπήρξαν ευνοϊκοί παράγοντες: α. η επανάσταση του Αλή-πασά, που εξερράγη το καλοκαίρι του 1820, η αυτοθυσία των Πελοποννησίων προκρίτων που παραπλάνησαν τους Τούρκους προσφερόμενοι ως όμηροι στις αρχές του 1821, εγγυώμενοι γιά την νομιμοφροσύνη των συμπολιτών τους (με αποτέλεσα όταν εξερράγη η Επανάσταση τον Μάρτιο να βρουν φρικτό θάνατο στις τουρκικές φυλακές), β. η παρουσία μίας στρατηγικής ιδιοφυϊας, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, γ. το ανάγλυφο του εδάφους, όπου οι μεγάλοι τουρκικοί στρατιωτικοί σχηματισμοί έχαναν το πλεονέκτημα της αριθμητικής υπεροχής, εγκλωβίζονταν και τελικά συντρίβονταν από μικρές ομάδες οπλαρχηγών της Ρούμελης και του Μοριά, δ. η μακρά παράδοση εθνικής αντίστασης και δράσης άτακτων ένοπλων σωμάτων κλεφτών και αρματολών, ευνοημένη από τα δυσπρόσιτα βουνά και την εγγύτητα της Ιταλίας ως οδού διαφυγής και ανεφοδιασμού, ε. η παρουσία ισχυρού πολεμικού στόλου στο νότιο Αιγαίο.
Καταλυτικό ρόλο στην έκβαση του εγχειρήματος έπαιξε η Πελοποννησιακή Δημογεροντία, που αποτελείτο από προσωπικότητες με παιδεία, μακρά πολιτική και διπλωματική εμπειρία, εσωτερική γνώση του οθωμανικού πολιτικού συστήματος και μεγάλη οικονομική ισχύ. Η μύησή της στην Φιλική Εταιρεία, η οποία αποτελεί προσωπική επιτυχία του Παπαφλέσσα, έδωσε πανεθνικό χαρακτήρα στην Επανάσταση και αποτέλεσε γεωπολιτικό κλειδί γιά την επιτυχία της.
Έτσι, η (λίγο μελετημένη) περίοδος από το τέλος του 1820 έως τον Μάρτιο του 1821 έκρινε την φυσιογνωμία, τα όρια και την δομή του Ελληνικού κράτους.
*Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης.