Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης:
Ένα εφόδιο στη διαδικασία ωρίμανσης του ανθρώπου, το οποίο είναι ανεξάρτητο από την ηλικία και το πλήθος εμπειριών, είναι η ικανότητα αντίληψης του οπτικού πεδίου του άλλου, αυτού με τον οποίον συνομιλούμε. Το χαρακτηρίζω εφόδιο επειδή εμποδίζει παρεξηγήσεις, εξαγωγή βιαστικών συμπερασμάτων, στρεβλές απόψεις που δεν βασίζονται σε δεδομένα, χτίσιμο θεωριών συνομωσίας κοκ.
Γενικά περί δημοσίου διαλόγου
Ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας πάσχει. Πάσχει ποικιλλοτρόπως. Τρία πρόσφατα παραδείγματα προσωπικής εμπλοκής στον δημόσιο διάλογο που είχα τα τελευταία χρόνια μου δίδαξαν ορισμένα συμπεράσματα.
Το πρώτο παράδειγμα ήταν το ζήτημα του Σχεδίου Ανάν το 2004. Το δεύτερο ήταν το βιβλίου Ιστορίας της Στ’ δημοτικού όπου ξεκίνησαν οι αντιδράσεις από τον παρόντα ιστοχώρο (Αντίβαρο) και έφτασαν το θέμα σε καθημερινή βάση στα κεντρικά δελτία ειδήσεων και σε δεκάδες τηλεοπτικά πάνελς επί πολλούς μήνες μέχρι την τελική απόσυρση του σχολικού εγχειριδίου. Το τρίτο παράδειγμα ήταν η έκδοση της εξαιρετικής μελέτης για το Κρυφό Σχολειό του Γιώργου Κεκαυμένου. Εδώ, η εμπλοκή μου περιορίστηκε στο να προσπαθήσω να βρω εκδότη για την έκδοση, στη συγγραφή της εισαγωγής του βιβλίου, αλλά και στην προσπάθειά μου να αντιληφθώ τον αντίκτυπο που είχε το εν λόγω βιβλίο σε διάφορους κύκλους της ελληνικής κοινωνίας.
Τα συμπεράσματα από αυτήν την εμπειρία ήταν στο ίδιο μήκος κύματος μεταξύ τους. Ενδεικτικά:
- ο κύκλος ανθρώπων που αυτοχαρακτηρίζεται ως «διανόηση» έχει θεμελιώδη επιστημολογικά κενά στη σκέψη και στην έκφρασή του,
- ο δημόσιος λόγος είναι υποβαθμισμένος ως ένα βαθμό και εξαιτίας του κύκλου αυτού ανθρώπων, ο οποίος έχει εκπαιδευτεί να επικοινωνεί με το περιβάλλον της με δύο μόνο τρόπους: α. να υποστηρίζει δημοσίως τα μέλη της υπο-ομάδας στην οποία ανήκει κανείς, και β. να επιτίθεται ad hominem σε αυτούς που δεν ανήκουν στην υπο-ομάδα του με ένα εύρος μεθόδων από απλή ειρωνία μέχρι ύβρεις (και ενδεχομένως υπονόμευση κάτω από το τραπέζι, εάν ανήκουν στο ακαδημαϊκό περιβάλλον, άρα θεωρούνται απειλή για το μονοπώλιο).
- αυτός ο τρόπος επικοινωνίας μεταφέρεται, ανεπίγνωστα, και στο ευρύ κοινό και συνεπώς το εθίζει στην ομαδοποίηση, στην καταφυγή στην αυθεντία, στον μηρυκασμόμασημένων απόψεων τρίτων και τελικά στην απουσία ιδίας αντίληψης των γεγονότων, δηλαδή με λίγες λέξεις στον εξωβελισμό ενός ορθολογιστικού περιβάλλοντος επικοινωνίας και διαλόγου, στο κέντρο του οποίου θα βρίσκονται τα δεδομένα και το ουσιαστικό περιεχόμενο μίας άποψης χωρίς περιτυλίγματα.
- εκτός από το ότι τρωτός στην επιστημολογία του, ο κύκλος αυτός ανθρώπων αποδεικνύεται από τα πράγματα και τρωτός πολιτικά. Δεν είναι ο παντοδύναμος εκείνος πυλώνας που τραβάει μπροστά την κοινωνία. Ακόμα και όταν συντάσσεται συλλήβδην υπέρ ενός προσώπου, μίας ιδέας, μίας άποψης, είναι πράγματι δυνατόν να προκαλέσει μία τέτοια πάνδημη αντίδραση, η οποία θα το κατανικήσει. Αυτό το είδαμε και στο Σχέδιο Ανάν και στο βιβλίο Ιστορίας.
Από την άλλη πλευρά:
- το αντίβαρο σ’ αυτή τη νομενκλατούρα της «διανόησης», οι άνθρωποι δηλαδή οι οποίοι κατά καιρούς εμφανίζονται ότι θέλουν να εκφράσουν έναν αντίθετο πόλο στη δημόσια σφαίρα, έχουν τη δική τους γύμνια: αδυναμία επιρροής στο πεδίο των αποφάσεων, αδυναμία συγκρότησης συγκεκριμένης πρότασης, αδυναμία θεωρητικού υπόβαθρου, αδυναμία επικοινωνίας και πρόσβασης στο ευρύ κοινό, αδυναμία αντίληψης των εξελίξεων,ερωτηματικά για τα κίνητρα (ιδιοτελή;), ερωτηματικά για την ατζέντα (κρύβει κανείς άλλους σκοπούς από αυτούς που εμφανίζει), ελαττωματικές προσωπικότητες, ανικανότητα συνεργασίας ή απουσία καλής διάθεσης για συνεργασία, γενική έλλειψη εμπιστοσύνης και προτίμηση σε «προσωπικά μαγαζάκια» και εν γένει καχυποψία προς πάντες.
Την αδυναμία συγκρότησης θεωρητικού υπόβαθρου του αντίθετου αυτού πόλου την διαπιστώσαμε, για παράδειγμα, από την έκπληξη αυτής της πλευράς στη μελέτη του Κεκαυμένου. Κάθισε ένας άνθρωπος 3-4 χρόνια και ανέσυρε τόσες πηγές, ένα ικανό μέρος των οποίων δεν το γνώριζαν ούτε οι πλέον ειδικοί αυτής της ιστορικής περιόδου!
Όλα αυτά δε σημαίνουν πως δεν υπάρχουν αξιόλογοι και εξαιρετικοί άνθρωποι σε όλες τις πολιτικές αποχρώσεις και σε όλες τις κλίμακες και διαβαθμίσεις της κοινωνίας, οι οποίοι εργάζονται ανιδιοτελώς για τις απόψεις τους, για το έργο τους και δεν αποσκοπούν σε προσωπικό όφελος στο τέλος. Το σύνηθες είναι όμως ότι τέτοιοι άνθρωποι απέχουν από τον δημόσιο διάλογο ή τον προσεγγίσουν με επιφυλακτικότητα και απόσταση. Όχι πάντα βέβαια. Όταν δεν απέχουν από τον δημόσιο διάλογο, αντιμετωπίζονται με αδιαφορία, σκληρότητα, εμπάθεια ή περιφρόνηση.
Αυτά είναι ασφαλώς προσωπικά συμπεράσματα από τη δική μου πλευρά, με τα οποία μπορεί ο καθένας να συμφωνήσει ή να διαφωνίσει σε όποιον βαθμό επιθυμεί. Τα βασίζω στα συγκερκιμένα τρία γεγονότα και στην προσωπική, άρα εξ ορισμού περιορισμένη, οπτική που είχα στα πράγματα, καθώς επίσης και από την πολυετή παρατήρηση και της επικοινωνίας στο διαδίκτυο, αλλά και της επικαιρότητας.
Πολλά συνηγούν σ’ αυτά τα συμπεράσματα και το τελευταίο δημόσιο δείγμα είναι ο εξ ορισμού αντι-επιστημονικός λόγος από (δήθεν) επιστήμονες περιωπής σχετικά με τον Τύμβο της Αμφίπολης. Την ώρα που η ανασκαφική ομάδα εμφανίζεται επιφυλακτική και χρησιμοποιεί υποθετικά ρήματα για τις εκτιμήσεις της, έρχονται διάφοροι άσχετοι από τον καναπέ τους και ως αυθεντίες αποφαίνονται «δεν είναι το τάδε, είναι το δείνα». «Είναι» και «δεν είναι», λες και πρόκειται για απόλυτες βεβαιότητες που δεν πρόκειται στον αιώνα τον άπαντα να να προσελκύσουν αμφισβήτηση! Πρυτάνεις στον ανορθολογισμό οι «επιστήμονες»
Τάση για συνομωσιολογία
Και ασφαλώς, αυτά είναι απλώς μία εισαγωγή στο κυρίως θέμα του άρθρου, το οποίο είναι η ροπή στη συνομωσιολογία και τα αίτιά της.
Μέσα λοιπόν στο περιβάλλον αυτό, δεν είναι παράλογο να βλέπει κανείς ομαδοποιήσεις, φανατισμό, ανορθολογισμό, αναπαραγωγή προκατασκευασμένων εκφράσεων, διάλογο με ανταλλαγή στερεοτύπων, αψιμαχίες που εξαντλούνται σε προσωπικές επιθέσεις, απουσία αναζήτησης δεδομένων, εξαγωγή βεβιασμένων συμπερασμάτων, έλλειψη διάθεσης για διαμόρφωση ίδιας άποψης από τα γεγονότα, και λατρεία για τους ενδιάμεσους που προσφέρουν μασημένη γνώση. Δεν είναι παράλογο να βλέπει κανείς χαμηλό επίπεδο σ’ αυτούς τους ενδιάμεσους (ΜΜΕ και διαμορφωτές κοινής γνώμης), οι οποίοι διαπλέκονται με το πολιτικό σύστημα και απλώς αναπαράγουν μασημένη τροφή υποτιμώντας τη νοημοσύνη του κοινού τους.
Είναι όμως όλα αυτά αρκετά για να αιτιολογήσουν την κατά γενική ομολογία ιδιαίτερη ροπή των Ελλήνων στη συνομωσιολογία;
Θα απαντούσα αρνητικά. Όχι. Η τάση αυτή είναι αναγνωρίσιμη πολύ πριν διαμορφωθεί το κλίμα το οποίο περιέγραψα πιο πάνω, και το οποίο ασφαλώς αποτελεί προϊόν της μεταπολιτευτικής πολιτικής περιόδου. Εφόσον προϋπάρχει, αλλού θα πρέπει να ανιχνευτούν τα αίτια. Ούτε βεβαίως δέχομαι ότι αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της «ψυχής» του Έλληνα εις το διηνεκές.
Αναφέρομαι στην εξαιρετική άνεση και ευκολία που έχει κανείς να θεωρητικοποιεί τα γεγονότα και να συνοψίζει την ερμηνεία των φαινομένων που παρατηρεί γύρω του σε ένα άπταιστα οργανωμένο σχέδιο από λίγους ανθρώπους (πάντα δύσκολα προσδιορίσιμους παρά μόνο με κάποιον αφηρημένο και διαχρονικό χαρακτηρισμό), το οποίο εκτελείται από πολύ περισσότερα πειθήνια όργανά τους.
Το φοβερό αυτής της άνεσης δεν είναι η αδιαφορία στα όποια δεδομένα, είναι η αδιαφορία στις επιπτώσεις που έχει η υιοθέτηση μίας θεωρίας σε συγκεκριμένα πρόσωπα, ακόμα και στον εαυτό μας (πχ: «μας ψεκάζουν όλους, αλλά όχι εμένα που έχω τα λογικά μου και βλέπω ότι μας ψεκάζουν»).
Εκτιμώ ότι ο Έλληνας έχει αυτή την ευκολία να βλέπει παντού γύρω του καλά οργανωμένα σχέδια τρίτων, ακριβώς επειδή ο ίδιος δεν είχε ποτέ του τριβή και ενασχόληση με δικά του σχέδια, ώστε να βιώσει τη δυσκολία.
Παράδειγμα:
Όταν δέκα Έλληνες δίνουν ραντεβού στις 8 για καφέ, ζήτημα είναι ο ένας από αυτούς να είναι εκεί στην ώρα του.
Γιατί;
Επειδή ναι, είναι τελικά πράγματι πολύ δύσκολο να οργανώσει κανείς τον χρόνο του, ακόμα και λίγες ώρες, από τη στιγμή που σχεδιάζεις να κάνεις κάτι μέχρι τη στιγμή που πρέπει αν το κάνεις, ώστε να το κάνεις στην ώρα που το σχεδίασες αρχικά. Δεν ειρωνεύομαι. Είναι πράγματι δύσκολο.
Όταν δεν έχεις εμπειρία σχεδιασμού, όταν δεν υπολογίζεις βασικά πράγματα τα οποία μπορεί να προκύψουν στην πορεία μέχρι να φτάσεις στο αποτέλεσμα, όταν αγνοείς όλους αυτούς τους παράγοντες, είναι λογικό και αναμενόμενο να θεωρείς ότι όλα αυτά είναι πολύ εύκολο να τα κάνουν κάποιοι τρίτοι, ακόμα και αν το σχέδιό τους είναι υποχθόνιο, εκτείνεται σε τεράστια χρονική περίοδο, αφορά άμεσα μυριάδες ανθρώπους, έχει προβλέψει πληθώρα ενδιάμεσων γεγονότων, έχει προϋπολογίσει τις (χαοτικές) αντιδράσεις του σύμπαντος κόσμου στο μεταξύ, για να φτάσει η ομάδα αυτή στον αρχικό της σκοπό.
Πρωτού λοιπόν νιώσουμε έλξη από την επόμενη θεωρία συνομωσίας που θα βρούμε στο διάβα μας, ας σκεφτούμε τις γενικές και ειδικές επιπτώσεις που θα είχε η υιοθέτησή της. Εξηγεί όλα τα φαινόμενα; ή μόνο όσα βλέπουμε σήμερα. Αν κάνουμε το εξαιρετικά δύσκολο άλμα να δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά άλλων εμπλεκομένων στην υπόθεση, θα μπορούσε να ευσταθεί η θεωρία ή όχι; Η βάσανος της λογικής είναι συμβατή με τη θεωρία; τα ενδιάμεσα στάδια από την εκπόνηση του βαθυστόχαστου σχεδίου μέχρι σήμερα, πόσο εύκολο ήταν να προβλεφθούν στην πράξη; ομοίως για όλες τις αντιδράσεις των εμπλεκομένων; αν είμασταν εμείς οι εμπλεκόμενοι σε ένα τέτοιο ενδιάμεσο στάδιο, πόσους βαθμούς ελευθερίας θα είχαμε να δράσουμε διαφορετικά; αν το κάναμε, πόσο εφικτό ήταν ναα μπορούσε να προβλέπει εναλλακτικά σχέδια το αρχικό σχέδιο; η πολυπλοκότητα όλων αυτών των παράλληλων συμπάντων (αν η πορεία των γεγονότων ήταν διαφορετική) συνάδει με την εκπόνηση του σχεδίου, και πώς συγκρίνεται η δυσκολία αυτή με κάτι πάρα πολύ απλό, όπως φερ’ ειεπείν τον υπολογισμό, πόσου χρόνου θα χρειαστούμε για να κατέβουμε στο κέντρο της πόλης με μέσο μαζικής μεταφοράς; κάτι που αποδεικνύεται αρκετά δύσκολο στην πράξη για μας.
Βέβαια, οι εθισμένοι στον τρόπο σκέψης ότι για κάθε τι που συμβαίνει πρέπει να ευθύνεται κάποιος άλλος που τα σχεδίασε όλα στο παρελθόν με εντυπωσιακή ακρίβεια, δεν κάμπτονται από θεωρητικά λογικά ερωτήματα.
Γι’ αυτό, θα πρέπει ίσως να στραφούμε στην παιδεία. Και να εκπαιδεύσουμε την επόμενη γενιά των ανθρώπων στην οργάνωση, στον σχεδιασμό και γενικότερα στη μεθοδολογία. Στην άσκηση στη σκέψη. Αυτό δεν αφορά μόνο τους δασκάλους στα σχολεία κατά τη διδασκαλία τους, οι οποίοι ενδεχομένως προβάλλουν αυτό που θέλουν να πουν σαν θέσφατο χωρίς να το βασανίζουν και να το κοιτούν από πολλές οπτικές. Δεν αφορά μόνο τους γονείς στην επικοινωνία με τα παιδιά τους, οι οποίοι συνηθίζουν να διατάζουν στα παιδιά τους «μη αυτό, κάνε εκείνο» χωρίς να τους αντιμετωπίζουν ως ώριμα όντα, διατεθειμένα δηλαδή να σκεφθούν μόνοι τους μέσα από διάλογο και να αποδεχτούν τους λόγους για τους οποίους μπορούν να κάνουν κάτι ή, ακόμη περισσότερο, την πληθώρα επιλογών που έχουν. Αφορά τους πάντες, διότι ο άνθρωπος είναι μιμητικό ον και του αρέσει να επαναλαμβάνει αυτό που βλέπει γύρω του. Να ασκηθούμε στη χρήση της λογικής και του σκεπτικού λοιπόν, αλλά και στη συγκερκιμένη σκέψη ότι δεν βλέπουμε μόνο εμείς τους άλλους. Μας βλέπουν κι όλας. Άρα είμαστε γονείς και δάσκαλοι προς το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο με τις πράξεις μας. Συνειδητά ή ανεπίγνωστα.
Την επόμενη φορά που θέλουμε να πούμε κάτι σε κάποιον, ας ενεργοποιήσουμε τη λογική του. Αντί να του πούμε «αυτό είναι έτσι» ή «αυτό κάντο έτσι», να του δώσουμε τα δεδομένα εκείνα και να καθηδηγήσουμε με τις κατάλληλες ερωτήσεις τον νου του, να αντιληφθεί μόνος του πώς είναι τα πράγματα ή πώς μπορεί να κάνει κάτι ή πώς λαμβάνοντας μία διαφορετική οπτική στα πράγματα, τα δεδομένα είναι πιθανό να εμφανίζονται διαφορετικά.
Για να μην ξεφύγω σε θέματα που άπτονται της καθημερινότητας, θα παραμείνω στη δημόσια σφαίρα προτείνοντας το εξής:
Την επόμενη φορά που θα ακούσουμε ή θα διαβάσουμε κάτι από έναν δημοσιογράφο ή πολιτικό, ας μη μας επηρεάσει ποιος το λέει, αλλά τι λέει. Ας μη μας επηρεάσει αν τον συμπαθούμε ή τον αντιπαθούμε. Ας προσπαθήσουμε να ελέγξουμε μόνοι μας τις πηγές που παραθέτει. Τη σημερινή εποχή είναι όλα πολύ πιο εύκολα προσβάσιμα από 20 ή 30 χρόνια πριν. Τις φαινομενικά απίθανες αλήθειες μπορούμε να τις επιβεβαιώσουμε και τις αρλούμπες μπορούμε να τις διαψεύσουμε εύκολα σήμερα. Μόνοι μας. Με αναφορά στις πηγές. Και όταν αρχίσουμε να το κάνουμε συστηματικά, θα αποδομηθεί η αξιοπιστία πολλών ενδιάμεσων παραγόντων, ώστε τελικά να αρχίσουν κι αυτοί να σοβαρεύουν.
4 comments
Εξαιρετικό το άρθρο, Ανδρέα, και η ιδέα του και το περιεχόμενό του.
Δύο μόνον συμπληρώσεις από την πλευρά μου. Το πρώτο είναι ότι για την ομαδοποίηση των ανθρώπων υπεύθυνο είναι και το ένστικτο της αγέλης, που διαπνέει το συλλογικό βίο και τον δικό μας και όλων των λαών. Ο άνθρωπος έχει έμφυτη την τάση να “ανήκει”, να κάνει τον διαχωρισμό “εμείς” έναντι των αόριστών “άλλων” που συνιστούν απειλή για τον ίδιο. Ο διαχωρισμός τελικό σκοπό έχει τη “νίκη”, είτε αυτό αφορά την “νίκη” μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, είτε την ανάπτυξη και επέκταση ενός έθνους, είτε την επικράτηση μιας θρησκείας, είτε την κυριαρχία μιας ιδεολογίας. Κάθε άνθρωπος έχει εντονότερη την αίσθηση του “ανήκειν” σε συγκεκριμένο συλλογικό σώμα. Άκουγα πριν από ένα-δυο χρόνια τυχαία μια εκπομπή αθλητικού-συλλογικού περιεχόμενου σε συγκεκριμένο σταθμό της Θεσσαλονίκης και ο δημοσιογραφών εκφωνητής έλεγε “ρε σεις ο ΠΑΟΚ είναι πάνω από έθνη, είναι πάνω από όλα, έρχεται ο άλλος από την Ασία ή την Αφρική και είναι ΠΑΟΚ, πηγαίνει στο γήπεδο και ειναι το ίδιο με τον Έλληνα”. Είναι πιθανόν, αυτοί οι άνθρωποι (σαν τον εκφωνητή) να είναι πρώτα ΠΑΟΚτσήδες και μετά Έλληνες. Θλιβερό αλλά πιθανό. Απόρροια του ενστίκτου της αγέλης και του πώς αυτό υλοποιείται στην συλλογική παιδεία του κάθε λαού.
Το δεύτερο είναι ότι η τάση για συνωμοσιολογία είναι διαδεδομένη όχι μόνον στους Έλληνες, αλλά και σε κάθε λαό που θεωρεί τον εαυτό του “αδικημένο ιστορικά”. Έμεινα έκπληκτος στη Γερμανία, όταν διαπίστωσα ότι και στη Γερμανία υπάρχει ο ίδιος μύθος όπως και στην Ελλάδα, ότι δήθεν η γερμανική(/ελληνική) γλώσσα έχασε για μία ψήφο την ψηφοφορία για το ποια θα είναι η επίσημη γλώσσα των ΗΠΑ. Ο ίδιος ακριβώς μύθος υπήρχε παλιότερα και στην Ελλάδα – αν και έχω πολλά χρόνια να τον ακούσω. Το ότι δεν ισχύει απόδεικνύεται ήδη εκ του ότι στις ΗΠΑ δεν υπάρχει “επίσημη” γλώσσα, τα αγγλικά επικράτησαν de facto και όχι βάσει κάποιας ψηφοφορίας. Θα δούμε θεωρίες συνωμοσίας στην Αγγλία του σήμερα σε σχέση με την απώλεια της αυτοκρατορίας τους, στη Γαλλία για τους Γερμανούς και τους Αμερικανούς, στη Ρωσία του σήμερα για τους Αμερικανούς, στην Τουρκία για όλους, αλλά δεν θα δούμε καμία (διαδεδομένη) θεωρία συνωμοσίας στις ΗΠΑ! Γιατί; Μα διότι οι Αμερικανοί δεν αισθάνονται να έχουν υποστεί καμία ιστορική αδικία! Ούτε στην Κίνα θα ακούσουμε θεωρίες συνωμοσίας. Σε αντίθεση με τους λαούς που προανέφερα, που “ήταν κάποτε” αυτοκρατορίες και σήμερα ψάχνουν το δρόμο τους. Οι ΗΠΑ είναι η μόνη πραγματική υπερδύναμη, ενώ η Κίνα έχει τέτοια ανερχόμενη θέση στο παγκόσμιο γίγνεσθαι που το συλλογικό ένστικτο δεν έχει ανάγκη καμία θεωρία συνωμοσίας για να ικανοποιηθεί.
Και κάτι τελευταίο: Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι, εκτός από τις θεωρίες συνωμοσίας, υπάρχουν και πραγματικές συνωμοσίες. Δεν είναι πανίσχυρες, ούτε μετέχουν σε αυτές “όλοι οι ισχυροί του πλανήτη”. Υπάρχουν πράγματα που γίνονται εν κρυπτώ, αλλά πρώτον, δεν είναι όλα εν κρυπτώ και, δεύτερον, κανένα ανθρώπινο δημιούργημα δεν μπορεί να έχει τέτοια τελειότητα ώστε να λειτουργήσει τόσο πια αποτελεσματικά εν κρυπτώ. Εξάλλου, οι περισσότερες πληροφορίες ειναι δημοσίως διαθέσιμες – θυμάμαι ότι κάποιος τις είχε υπολογίσει σε 95% των υπαρχουσών πληροφοριών. Πόσες συνωμοσίες πια να γίνουν με το υπόλοιπο 5%; Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Αλλά δεν είναι πανίσχυρες. Ούτε δικαιολογούν τις θεωρίες συνωμοσίας.
Εξαιρετικό, εξαιρετικό.
Γιώργο, ευχαριστώ για το σχόλιο. Σχετικά με το πρώτο σημείο θα έλεγα ότι η έννοια της αίσθησης του ανήκειν είναι πολύ γενικότερη. Εγώ αναφέρθηκα μόνο στον υποτιθέμενο επιστημονικό λόγο, δηλαδή σ’ αυτόν που σε ενδιαφέρει τι λέγεται και όχι ποιος το λέει. Αυτού του είδος ο λόγος στην Ελλάδα δεν απαντάται συχνά, και μάλιστα υποβαθμίζεται έναντι της ομαδούλας στην οποία ανήκει κανείς (πολιτική, συγγενική, ακαδημαϊκή ή όποια άλλη). Της κλίκας δηλαδή.
Για το δεύτερο, θα έλεγα ότι δεν αναφερόμουν σε κάποια μεγάλη, εθνικών διαστάσεων, συνομωσία. Το αντίθετο. Για τις πολλές, μικρές, καθημερινές. Χάνει ο άλλος το στοίχημά του και πιστεύοντας ότι άξιζε να κερδίσει, ισχυρίζεται ότι ο αγώνας στήθηκε, λίγο-πολύ για να χάσει ο ίδιος τα 10 ευρώ του. Συλλαμβάνεται ένας τρομοκράτης σε γκαράζ με δαχτυλικά αποτυπώματα ενός άλλου καταζητούμενου, και αμέσως δεν το πιστεύει κανείς και πλάθει θεωρίες για τη χρονική στιγμή της σύλληψης και θέτει ερωτήματα για το ποιος είναι αυτός (λες και έπρεπε να τον γνώριζε και ο ίδιος). Αποτυγχάνει να εισαχθεί στο δημόσιο και αυτομάτως όλοι όσοι έχουν περισσότερα μόρια είναι απαραίτητο να έχουν πλαστά χαρτιά ή ανέβηκαν στη βαθμολογία με πλάγιο τρόπο. Από αυτές τις μικρές μέχρι τις θεωρίες συνομωσίας εθνικών διαστάσεων, μεσολαβούν απειράριθμες ενδιάμεσες καθημερινές, οι οποίες καταδεικνύουν -κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον- την έλλειψη σχεδιασμού, μεθοδολογίας και τριβής με το ορθώς διανοείσθαι.
Δεν τις απορρίπτω όλες. Δε με ενδιαφέρει να τις απορρίψω. Λέω άλλο πράγμα, λέω ότι πρέπει να κοιτάζουμε πράγματα και γεγονότα πιο ψύχραιμα.
Έξοχο.