Αντιγράφω από ένα μικρό βιβλίο του Γιάννη Πατίλη, με τίτλο «Ελληνικά και Ιστορική Ορθογραφία στην Πλανητική Εποχή», που πρόσφατα κυκλοφόρησε (δυστυχώς, λόγω κρίσης, σε πολύ περιορισμένο αριθμό αντιτύπων).
«Το 1930, στο περιοδικό “Πρωτοπορία”, ο μαρξιστής διανοούμενος Γιάννης Σιδέρης έγραφε χαρακτηριστικά: “Την ημέρα που θα επιβληθεί πια το λατινικό αλφάβητο και που θα μπει στα σχολειά, θα έχουμε προχωρήσει πολύ και θ’ αποδειχτεί πως έχουν γκρεμιστεί ένα σωρό προλήψεις και αμορφωσιές”.
»Οσοι είμαστε σήμερα εκπαιδευτικοί γνωρίζουμε καλά πως το λατινικό αλφάβητο είναι ήδη εδώ, στα σχολειά μας. Αυτό όμως που αστόχαστα παραγνωρίζουμε είναι, πως αυτή τη φορά το λατινικό αλφάβητο, ως φορέας της φωνητικής γραφής, δεν έρχεται από τα πάνω, από κάποια προϋποτιθέμενη προοδευτική εκπαιδευτική πολιτική ή από τις ελίτ των διανοουμένων, τον κ. Γληνό ας πούμε ή τον κ. Φιλήντα, και άλλες σοβαρές μορφές του πρώιμου διαφωτισμού μας, που υποστήριζαν την κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας, όπως ο Γιάννης Βηλαράς ή ο Αθανάσιος Ψαλίδας.
»Τώρα το λατινικό αλφάβητο έρχεται κατευθείαν από τα κάτω, από τη νεολαία, η οποία το χρησιμοποιεί ανεπίσημα παντού, από τα κινητά τηλέφωνα ώς το διαδίκτυο, πράγμα που του δίνει την οικειότητα και το ψυχικό προβάδισμα, την όλη ψυχοπνευματική επένδυση μ’ άλλα λόγια, την οποία στερείται, όχι μόνο στη συνείδηση των μαθητών αλλά και μεγάλης μερίδας εκπαιδευτικών, το ίδιο το κουτσουρεμένο με το μονοτονικό επίσημο και γι’ αυτό “καταναγκαστικό” σύστημα της σχολικής ιστορικής ορθογραφίας. Μια τέτοια ψυχολογικής τάξεως διαφορά δεν ήταν που οδήγησε σταδιακά στην πλήρη κατίσχυση της κοινής ομιλούμενης απέναντι στην γραπτή καθαρεύουσα;
»Τι ελπίδες έχει λοιπόν να επιζήσει το επίσημο σύστημα της ιστορικής ορθογραφίας, όταν το λατινόγραπτο μήνυμα που στέλνω στο κορίτσι μου με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με το κινητό μετράει, ως τρόπος γλωσσικής έκφρασης των πιο κρίσιμων συναισθημάτων μου, πολύ περισσότερο από τις ανούσιες σαχλαμάρες που θα πρέπει να γράψω την επομένη στο σχολείο;
»Αυτή λοιπόν η εκ των κάτω κίνηση αποδόμησης της γραπτής παράδοσης των ελληνικών, η οποία συνεπικουρείται από την παρδαλή ημι-αγγλόφωνη εικόνα των “Free Press”, πραγματοποιεί το καθυστερημένο ραντεβού με την κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας… Με την επιβολή του μονοτονικού έχουμε ήδη κάνει το πρώτο βήμα, το μονοτονικό αποδεικνύεται ένα απλώς μεταβατικό στάδιο ώς την πλήρη κατάργηση των τόνων. Και μετά το ατονικό, συνέπεια φυσική των αρχών που υπαγόρευσαν το μονοτονικό (αρχών μιας “ιδεολογίας της ευκολίας”, όπως έλεγε ο Αγγελος Ελεφάντης) θα είναι η παραδοχή της φωνητικής γραφής (“όλι ι άνθροπι ίδιι ίνε”), δηλαδή στην ουσία η διάλυση της ελληνικής γλώσσας εις τα εξ ων συνετέθη».
Η νύχτα της 11.1.1982 μοιάζει να έκρινε αμετάτρεπτα τις προοπτικές του Ελληνισμού: Η Βουλή συζητούσε νομοσχέδιο «περί εγγραφής μαθητών στα λύκεια», όταν, αιφνιδιαστικά, μετά τα μεσάνυχτα, εισάγεται τροπολογία με αντικείμενο την επιβολή του μονοτονικού στην εκπαίδευση. Η τότε αξιωματική αντιπολίτευση (Ν.Δ.) διαμαρτύρεται που ένα «μέγα θέμα» έρχεται για να εγκριθεί ως δευτερεύουσα, ήσσονος σημασίας προσθήκη σε άσχετο νομοσχέδιο, σε μεταμεσονύκτιες ώρες. Και αποχωρεί από την αίθουσα, χωρίς να δώσει έστω την ελάχιστη μάχη «επί της ουσίας». Το μονοτονικό επιβάλλεται με την ψήφο τριάντα παρόντων κυβερνητικών βουλευτών.
Να γεννιέσαι σε μια γλώσσα που μιλιέται τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια, και τα τελευταία δύο χιλιάδες διακόσια χρόνια εξασφαλίζει την ιστορική και λειτουργική της συνέχεια χάρη στην πολυτονική γραφή της (δεν υπήρχαν τόνοι στα αρχαία ελληνικά, απλούστατα, επειδή σώζονταν στην προφορική εκφορά τους), να σου έχει χαριστεί μια τέτοια γλώσσα, είναι δώρο ζωής και χάρισμα ποιότητας της ζωής από τα σπανιότερα που μπορεί να χαριστούν σε άνθρωπο. Οποιος συλλαμβάνει το ιλιγγιώδες μέγεθος του προνομίου, καταλαβαίνει ότι η άρνησή του για χάρη μιας φτηνιάρικης χρησιμοθηρίας («για να μην καταταλαιπωρούνται τα παιδιά στο σχολείο» ή «για να έχει όφελος η εθνική οικονομία»), φανερώνει κριτήρια ωμού πρωτογονισμού, βαρβαρικής ολιγόνοιας.
Πολύ ρεαλιστικά και ψύχραιμα, χωρίς συναισθηματισμούς ή ψυχολογικές εμμονές, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η επιβολή του μονοτονικού είναι στην ιστορία των Ελλήνων μια καταστροφή, ασύγκριτα ολεθριότερη από τη Μικρασιατική. Στη Μικρασιατική Καταστροφή χάθηκαν πανάρχαιες κοιτίδες του Ελληνισμού, χάθηκε η κοσμοπολίτικη αρχοντιά του, η συνείδηση ότι η ελληνικότητα είναι πολιτισμός, δηλαδή «τρόπος» βίου, όχι υπηκοότητα βαλκανικού επαρχιωτισμού. Ομως δεν χάθηκε η συνέχεια της γλώσσας του, που είναι και έμπρακτη συνέχεια της ιστορικής του συνείδησης, της ένσαρκης στον γραπτό λόγο συνέχειας του ελληνικού «τρόπου».
Το μονοτονικό κατάργησε τη σημειογραφία που συνέδεε την αρχαιοελληνική φωνητική «προσωδία» με τη γραπτή αποτύπωσή της και καθιστούσε ενιαία την ελληνική γλώσσα από τον Ομηρο ώς σήμερα. Διέρρηξε τη συνέχεια της γραπτής σημαντικής των σημασιών: Η μονοτονική γραφή της διατύπωσης του Αριστοτέλη «το ον η ον» δεν έχει κανένα νόημα, δεν είναι καν γλώσσα. Για να κατανοήσει, τώρα πια, ένας Ελλαδίτης τα κείμενα της κλασικής αρχαιότητας ή της «κοινής» ελληνικής (ή τον Παπαδιαμάντη, τον Ροΐδη, το «Τη υπερμάχω»), πρέπει να εισαχθεί εξ υπαρχής στη γραπτή σημαντική μιας άλλης γλωσσικής λογικής (σύνταξης, γραμματικής, ετυμολογίας) – σε μιαν άλλη, ξένη γι’ αυτόν γλώσσα.
Αντιδράσεις θεσμικών φορέων ή οργανωμένων κοινωνικών ομάδων για την γκανγκστερική επιβολή του μονοτονικού δεν υπήρξαν. Από τη μεταγενέστερη πολιτική της συμπεριφορά η Ν.Δ., όταν έγινε η ίδια κυβέρνηση, απέδειξε στην πράξη ότι συνέπλεε απολύτως με τους αυτουργούς του ιστορικού κακουργήματος. Η Ακαδημία Αθηνών δεν έκλεισε τις πύλες της διακηρύσσοντας ότι δεν έχει πια λόγο να υπάρχει μετά το ηροστράτειο πραξικόπημα.
Καμιά πανεπιστημιακή σύγκλητος δεν παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενη, καμιά Φιλοσοφική Σχολή δεν έκλεισε, δεν είπαν λέξη οι εταιρείες φιλολόγων, οι δικαστές, οι δικηγορικοί σύλλογοι, η Ιερά Σύνοδος, η ΟΛΜΕ, η ΔΟΕ. Η Ελλάδα ήταν πανέτοιμη για τον γλωσσικό αφελληνισμό της, είχε πια ταυτίσει την «πρόοδο» και τον «εκσυγχρονισμό» με την αποθέωση της χρησιμότητας, της ευκολίας, της καταναλωτικής ευχέρειας.
Κάθε κομματική επιλογή μας σήμερα είναι παγιδευμένη στον ίδιο αφελληνισμό.
http://www.kathimerini.gr/793210/opinion/epikairothta/politikh/pagideymenoi-ston-e8nomhdenismo
7 comments
Θέλω νά προσθέσω ότι,η παιδεία ως μεγίστης σημασίας ανάγκη γιά τόν άνθρωπο,υποτιμήθηκε μέχρι ευτέλειας κυρίως από τά χρόνια τής μεταπολίτευσης ,έως τώρα. Σάν λαός δέν αντιδράσαμε ποτέ ( ούτε μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων μας),
ούτε όπως αναφέρεται στό άρθρο, καμία άλλη αντίδραση δέν υπήρξε, από εκείνους πού ώφειλαν νά φυλάγουν τίς Θερμοπύλες.
Καί ερωτώ :
Τί μέλλον προσδοκεί ένας λαός -εμείς , όταν δέχεται νά βασανίζουν τά ίδια του τά παιδιά,δημιουργώντας ένα σύστημα αντιπαιδαγωγικό ,καταστροφικό μάλλον,ονοματίζοντάς το ΄εκπαίδευση΄…
Κάθε κόμα,καί σχεδόν κάθε υπ.παιδείας αλλάζει τό σύστημα…(αφήνοντας τήν ουσία ανέγγιχτη),τό οποίο κατά απόκλιση από τήν παιδαγωγική γνώση,υποβιβάζει τήν πλέον σημαντική περίοδο τού ανθρώπου, τήν νηπιακή καί τήν τών πρώτων τάξεων τού δημοτικού,ηλικία.
Έτσι εμείς οι γονείς σηκώνουμε νωρίς τά παιδιά,τούς φοράμε τήν υπέρβαρη τσάντα ,στέλνοντάς τα σ’ένα καγκελόφρακτο σχολείο,γιά νά ”μάθουν ” ένας θεός ξέρει τι…
Άν περιμένει κάποιος ένα παιδί νά χαίρεται πού τό ξυπνάμε γιά τό σχολείο…θά περιμένει.
Στήν εφηβεία τά υποχρεώνουμε νά αποφασίσουν / διαλέξουν τήν όποια κατεύθυνση,θά ακολουθήσουν στήν ζωή τους..
Καί βέβαια συμμερίζομαι τήν υγιέστατη αντίδρασή τους,σ’αυτά πού τούς σερβίρουμε.
Δέν θέλω νά μακρυγορήσω, αλλά μήν απορούμε λοιπόν όταν βλέπουμε τό επίπεδο τού λαού νά είναι αυτό πού είναι…έχει γίνει καλή δουλειά σαράντα χρόνια τώρα…πολύ καλή μάλιστα.
”Γεννιόμαστε αμόρφωτοι,αλλά γινόμαστε ηλίθιοι μέ τήν εκπαίδευση” …λόγια ευρωπαίου διανοούμενου 20.ου αι.
Μάλιστα. Ο υμνητής του ελληνοθωμανισμού έφτασε στο σημείο να συγκρίνει τη μικρασιατική καταστροφή με την κατάργηση κάποιων παρωχημένων εδώ και αιώνες τονικών σημαδιών… Δεν μας είπε όμως τίποτα για τους… εθνομηδενιστές του 9ου αι. που κατήργησαν την παραδοσιακή κεφαλαιογράμματη γραφή…
Διαχειριστής: «υμνητής του ελληνοθωμανισμού»! Τι άλλο θα δουν τα ματάκια μας;
προς Διαχειριστή:
Πώς μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος που μιλάει συνεχώς για την ακτινοβολία του ελληνισμού κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την απόλυτη παρακμή του στο πλαίσιο του, δυτικού τύπου, έθνους-κράτους; “Ελληνοθωμανισμό” είχε ονομάσει η έγκριτη Έλλη Σκοπετέα (Το Πρότυπο Βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα, Πολύτυπο, 1988) μία από τις εκδοχές της Μεγάλης Ιδέας, σύμφωνα με την οποία η εθνική ολοκλήρωση θα επιτυγχανόταν μόνο με την ένωση Ελλάδας-Τουρκίας. Τώρα, το ποιος θα είχε το πάνω χέρι σ’ αυτή τη “δυαδική αυτοκρατορία” ή “ομοσπονδία”, το καταλαβαίνει κι ένα μικρό παιδί.
Ευχαριστώ για την ερώτηση. Επιτρέψτε μου να σας εκφράσω τη δική μου αντίληψη κατά την οποία ο Γιανναράς δεν μιλάει για την ακτινοβολία του ελληνισμού κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως παράγωγο της ένταξής του στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Συνεπώς ο όρος που χρησιμοποιείτε είναι ατυχής, κατά την άποψή μου.
Ο Γιανναράς μιλάει για μία πολιτιστική συνέχεια από τους αρχαίους σε μέσους χρόνους με κοινό άξονα την κοινωνία της αληθείας (η οποία αποσκοπεί στην αναζήτηση της αλήθειας, σε αντίθεση με μία κοινωνία της χρείας, η οποία αποσκοπεί στο ωφέλιμο), με δευτερεύον στοιχείο -σε σχέση με αυτό- το ποια είναι αυτή η αλήθεια προς αναζήτηση.
Επίσης, επισημαίνει ότι η Ορθόδοξη εκδοχή του Χριστιανισμού είναι θεμελιωδώς διαφορετική από τις δυτικές εκδοχές του (Καθολοκισμό / Προτεσταντισμό) με τις ρίζες αυτών των διαφορών να ανιχνεύονται στην αντιστροφή των όρων της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας εκ μέρους της Δύσης. Έτσι, η ακτινοβολία του ελληνισμού δεν ήταν συνάρτηση, όπως λέτε, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά είχε βαθειές πολιτιστικές ρίζες οι οποίες δεν είναι ίσως ορατές στον αγύμναστο νου.
Ίσα ίσα που ο Γιανναράς θεωρεί ότι η αλλοτρίωση του πολιτιστικού αυτού υποδείγματος ξεκίνησε τον 13ο αιώνα, δηλαδή πριν ακόμα την πτώση της Νέας Ρώμης. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της Οθ. Αυτοκρατορίας, η αλλοτρίωση αυτή συνεχίστηκε κυρίως από Ιησουΐτες ιεραπόστολους στην περιοχή μας και την επιρροή τους στους εν Ελλάδι διανοούμενος.
Και τελικά, συνεχίστηκε σε ακόμη μεγαλύτερη ένταση από τη δημιουργία του Ελλαδικού κράτους και μετά, το οποίο ως μεταπτρατίζον, εισήγαγε αλλότριους κοινωνικούς θεσμούς και κρατικές δομές, οι οποίες δεν ταίριαζαν με την ιδιοπροσωπεία μας. Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, τίποτα από όλα αυτά δεν συνδέεται με τις σχέσεις «Ελλάδας-Τουρκίας», τίποτα δεν συνδέεται με καμία «δυαδική αυτοκρατορία ή ομοσπονδία».
Επίσης, ο Γιανναράς δεν είναι εθνικικιστής (με την ακαδημαϊκή έννοια του όρου, όχι με τη σύγχρονη πολιτικο-δημοσιογραφική που χρησιμοποιείται σχεδόν σε αποκλειστικότητα στον δημόσιο λόγο η οποία είναι εντελώς διαφορετική και τελείως άσχετη με το θέμα μας) ώστε να ονειρεύεται οποιουδήποτε βαθμού «εθνική ολοκλήρωση». Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι το πολιτισμικό υπόδειγμα που κομίζει ο ελληνισμός και όχι το αν, πώς και πότε θα συγκροτηθεί σε έθνος-κράτος, το οποίο -υποθέτω- θεωρεί δευτερεύον.
Γι’ αυτούς τους λόγους θεωρώ εντελώς άστοχη την ένταξή του σε έναν κάποιον «ελληνοοθωμανισμό» ή ακόμα και στον «νεο-οθωμανισμό» όπως γράφουν κάποιοι άλλοι δημοσίως. Αποδίδω αυτές τις άστοχες κατηγοριοποιήσεις σε κακή ή επιφανειακή ανάγνωση των κειμένων του. Εδώ, θα προσθέσω ότι πράγματι στην αρθρογραφία του δεν μπορεί εύκολα να αντλήσει κανείς στοιχεία της φιλοσοφίας του. Τα βιβλία του είναι πιο ενδεικτικά. Τα άρθρα του είναι εύκολα παρεξηγήσιμα σε κάποιον που δεν έχει επαφή με το κυρίως πνευματικό του έργο.
Ανδρέας.
@ Ανδρέα,
1) Όταν έγραψα ότι ο Γιανναράς “μιλάει συνεχώς για την ακτινοβολία του ελληνισμού κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας”, δεν εννοούσα ότι εκθειάζει το επίπεδο του ελληνισμού της τουρκοκρατίας σε σχέση με αυτό των προηγούμενων αιώνων (αρχαίων και βυζαντινών), αλλά σε σχέση με αυτό της μετέπειτα εποχής του έθνους-κράτους.
2) Ούτε οι παλιοί κήρυκες του “Ελληνοθωμανισμού” ήταν εθνικιστές με την ακαδημαϊκή (εθνοκρατική) έννοια του όρου. Η “εθνική ολοκλήρωση” που οραματίζονταν ήταν “αυτοκρατορική” και πολιτισμική. Επιζητούσαν την αποκατάσταση της πολιτισμικής πρωτοκαθεδρίας του Ελληνισμού στην καθ’ ημάς Ανατολή και υποστήριζαν πως αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα σε ένα κοινό ελληνοθωμανικό πολιτικό πλαίσιο.
Αυτό δηλ. που υποστήριξε και ο Γιανναράς, πριν από κάποια χρόνια, μέσα από τις σελίδες της Καθημερινής. Απλώς, (α) δεν το περιόρισε στην καθ΄ημάς Ανατολή, αλλά το προσάρμοσε στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα και (β) δεν μίλησε φυσικά για “ελληνική πολιτισμική πρωτοκαθεδρία”, αλλά για μια τελευταία ευκαιρία να επανέλθει ο ημιθανής Ελληνισμός του (“επάρατου” και φραγκευμένου) έθνους-κράτους, ενεργά στο ιστορικό προσκήνιο:
“Με ποιες προϋποθέσεις η προτεραιότητα του πολιτισμού μπορεί να αναδείξει την Τουρκία άξονα μιας αυτοκρατορικής «ειρήνης» στον χώρο της άλλοτε οθωμανικής κυριαρχίας με όρους όχι αντιπαλότητας, αλλά συνεργασίας με τη Δύση; Αυτό μπορούν οι Ελληνες, για δεύτερη φορά στην Ιστορία, να το χειριστούν για λογαριασμό των Τούρκων αποτελεσματικά“.
http://www.kathimerini.gr/716116/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/h-proklhsh-ntavoytogloy
“Θα είχε ενδιαφέρον ένας Ελληνας να υποδείξει στον κ. Νταβούτογλου τη δυνατότητα, προκειμένου να καταστεί η Τουρκία άξονας πολιτιστικής συνοχής (με συνέπειες πολιτικής συνύπαρξης) των χωρών της άλλοτε οθωμανικής επικράτειας. Αν αποδεχθεί την υπόδειξη, τότε ο Ελληνας θα μπορούσε να παζαρέψει τη συμπερίληψη και της Ελλάδας στην πολιτική συνύπαρξη.
[…]
να λειτουργήσει η Ελλάδα ως πολιτισμικός (άρα και πολιτικός) καταλύτης δημιουργικής συμπόρευσης αυτής της μετα-βυζαντινής Ανατολής (υπό τη Νεο-οσμανική ηγεσία) με τη μετα-ρωμαϊκή Δύση (υπό την ηγεσία των Βρυξελλών). Η Δύση διεκδικεί τη συνέχεια του αρχαιοελληνικού κληροδοτήματος, η Τουρκία τη συνέχεια του Βυζαντίου. Η υπαγωγή του σημερινού Ελλαδισμού υπό την οθωμανική επιρροή με παράλληλη τη μετοχή του στην Ευρωπαϊκή Ενωση, θα ήταν ίσως η τελευταία ευκαιρία να επανέλθει, με ενεργό μετοχή, στο ιστορικό γίγνεσθαι ο Ελληνισμός.
http://www.kathimerini.gr/716229/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/neo-osmanidwn-kai-vry3ellwn-gefyrwsh
Ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο και τη συζήτηση.
Ο Γιανναράς στο ίδιο ακριβώς άρθρο γράφει και τα εξής «Αν συμφωνήσουμε ότι το περιεχόμενο της λέξης «πολιτισμός», δεν περιορίζεται σε γραφικές ιδιαιτερότητες ηθών, εθίμων, φολκλορικών παραδόσεων και εθνοφυλετικών χαρακτηριστικών, τότε οφείλουμε να διερωτηθούμε αν το Ισλάμ παρήγαγε ποτέ πολιτισμό. Αν πολιτισμός είναι εκείνη η ένσαρκη σε λαϊκό βίωμα «νοηματοδότηση» του βίου που παράγει ιδιαιτερότητα θεσμών της συλλογικότητας και ιδιαιτερότητα Τέχνης, τότε πρέπει να εντοπίσουμε πηγή τέτοιας νοηματοδότησης για το Ισλάμ. Και πηγή δεν υπάρχει. Το Κοράνι (που για τους Τούρκους είναι και γλωσσικά απρόσιτο) περιέχει μόνο πρακτικές εντολές συμπεριφοράς και κάποιες αξιωματικές δοξασίες που μόνο συμπεριφορική ομοτροπία μπορούν να παραγάγουν, όχι πολιτισμό»
Πώς μπορεί ο ίδιος άνθρωπος να κατηγορείται για «νεο/παλιο-οθωμανισμό» λοιπόν;
Άρα κάτι λείπει από την ερμηνεία. Τι λείπει; το περιεχόμενο των δύο άρθρων του (αν όχι το υπόλοιπο έργο του). Αν το αγνοούμε και επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας σε μία ή δύο φράσεις αποσπασματικά, εξάγουμε επισφαλή συμπεράσματα.
Θα τολμήσω να συνοψίσω τι πιστεύω ότι λέει ο Γιανναράς σ’ αυτά τα δύο άρθρα.
Ρεαλιστικά πεθαίνουμε. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι είμαστε βορά στα νύχια των Τούρκων: πληθυσμιακά, σε σχέση με το φρόνημα, τη στρατηγική κλπ. Κανείς δεν φαίνεται να ανησυχεί για το ερώτημα επιβίωσης. Ο ίδιος ο Γιανναράς σκεπτόμενος για την επιβίωση αναρωτιέται τι είναι αυτό που κομίζουμε. Τι είναι αυτό που αξίζει να σωθεί, να διασωθεί. Ποια είναι η ετερότητά μας από τους υπόλοιπους λαούς (ανατολής ή δύσης); καταλήγει, βάσει όλου του του πνευματικού έργου και όχι των επιφυλλίδων ή ακόμη περισσότερο των δύο συγκεκριμένων επιφυλλίδων, ότι αυτό που κομίζουμε στον κόσμο ονομάζεται κοινωνία της αληθείας -ή κατ’ αλήθειαν βίος, όπως γράφει αλλού. Αυτό είναι λοιπόν που αξίζει να δια-σωθεί. Τι σημαίναι αυτό; τι είναι; είναι η συλλογική στόχευση της κοινότητάς μας -των Ελλήνων- στην αναζήτηση της αλήθειας, σε αντίθεση με άλλες αντίστοιχες στοχεύσεις στην αναζήτηση της χρείας, για παράδειγμα. Αυτός ο άξονας «ταιριάζει» ή συμπληρώνεται από τη γνωσιολογία, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίον αποκτάται η γνώση (μέσω της σχέσης και όχι με την εξατομικευμένη και απομονωμένη νόηση). Η οντολογία -δηλαδή: το περιεχόμενο της γνωσιολογίας- είναι δυνατόν να διαφέρει. Παράδειγμα εμείς οι ίδιοι, που από τα αρχαία χρόνια περάσαμε σε άλλη οντολογία, αλλά διατηρήσαμε την ίδια γνωσιολογία, την ίδια κοινωνία της αληθείας. Η γνωσιολογία αυτή είναι που παράγει πολιτισμό, και η μία και η άλλη. Η γνωσιολογία αντικατοπτρίζεται στο λαϊκό βίωμα. Η Δύση έχει αντίθετη γνωσιολογία. Η Ανατολή έχει την ίδια. Η Ανατολή βέβαια (οι Οθωμανοί εδώ) έχει εντελώς διαφορετική οντολογία. Αυτό είναι δευτερεύον. Η κοινή πολιτική ένταξη με τον χρόνο θα εξομαλύνει σχεδόν υποχρωτικά τη γνωσιολογία, θα τη συντρίψει. Είναι όμως δυνατόν να διατηρήσει τις διαφορετικές οντολογίες. Παράδειγμα η Ρώμη. Ιδού το απόσπασμα
«Η αυτοκρατορία σήμαινε πάντοτε «τάξη πραγμάτων» (ordo rerum), το είδος της ειρηνικής συνύπαρξης διαφορετικών λαών και εθνοτήτων που εγκαινίασε η Ρώμη (pax romana), με άξονα ενότητας έναν ηγεμονικό λαό διαχειριστή κοινών για όλους πολιτιστικών προτεραιοτήτων.». Άρα πολιτική συνύπαρξη κοινής γνωσιολογίας, χωρίς κοινή οντολογία, είναι δυνατή. Το αντίθετο δεν είναι δυνατόν (δηλαδή κοινή οντολογία με διαφορετική γνωσιολογία) στην ίδια πολιτική οντότητα. Το παράδειγμα της δυνατότητας συνύπαρξης κοινής γνωσιολογίας μας το δίνει η Ρώμη (Pax Romana).»
Δεν δίνει δηλαδή ούτε εδώ το παράδειγμα των Οθωμανών, διότι αυτό δεν συνέβη εκεί λόγω των μαζικών διώξεων, παιδομαζώματος κλπ πασίγνωστα πράγματα.
Με βάση αυτό το παράδειγμα, μία πολιτική συνύπαρξη δύο κόσμων οι οποίοι μοιράζονται την ίδια γνωσιολογία αλλά έχουν διαφορετική οντολογία, όπως εμείς και οι Τούρκοι (δεδομένων των απόψεων Νταβούτογλου) είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως το όχημα διατήρησης της ετερότητάς μας στον κόσμο. Αυτή η ετερότητα ορίζεται και σε σχέση με τη δύση -διαφορετική γνωσιολογία, ενδεχομένως κοινή οντολογία σχετικά με τον Χριστιανισμό- και σε σχέση με τους Οθωμανούς -κοινή γνωσιολογία, τελείως διαφορετική οντολογία. Έτσι, μπορεί να είναι ταυτόχρονα και φιλική στη Δύση. Δηλαδή να μην την εχθρεύεται. Και εμείς οι Έλληνες είμαστε η γέφυρα που μπορεί να αναδείξει αυτές τις ιδιαιτερότητες και των δύο.
Αυτή είναι η δική μου ερμηνεία των γραφομένων του Γιανναρά. Ενδεχομένως να κάνω λάθος. Να μη χρεωθεί άλλος τη δική μου ερμηνεία. Επειδή έχω διαβάσει 7-8 βιβλία του Γιανναρά και έχω δει το σκεπτικό του, μπορώ να πω ότι προσωπικά συμφωνώ με ένα μέρος αυτής της ανάλυσης (όχι με το σύνολο). Βέβαια, διαφωνώ κάθετα στο «δια ταύτα» του συγκεκριμένου άρθρου, δηλαδή στην κοινή «πολιτική συμπερίληψη». Το να συμφωνώ με κάποιους άξονες σκέψεις με τον Γιανναρά δεν με κάνει να δέχομαι όσα γράφει. Το μεγάλο του μειονέκτημα είναι η απαισιοδοξία του. Εγώ είμαι πιο αισιόδοξος.
Όμως από την άλλη, δηλαδή παρά τη διαφωνία μου με το συμπέρασμα του άρθρου, δεν μπορώ να χρεώσω ένα επίθετο του τύπου «νεο-οθωμανιστής» για μία ατυχή φράση σε μία επιφυλλίδα όταν έχει γράψει δεκάδες χιλιάδες σελίδες στα βιβλία του και τίποτα από όλα αυτά δεν υποδηλώνει την παραμικρή συνάφεια με το περιεχόμενο της ταμπέλας. Κάθε άλλο.
Τέλος κάτι εκτός θέματος: στο ίδιο άρθρο έγραψε και το εξής διορατικό.
«Ο κ. Νταβούτογλου μοιάζει να θέλει την Τουρκία όχι σε ρόλο κρατικής «περιφερειακής υπερδύναμης» που υπηρετεί μιαν αμερικανική Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων και προϋποθέτει την «εσωστρέφεια» του κεμαλικού εθνικισμού. Θέλει την Τουρκία φορέα του ισλαμικού πολιτισμού, με ηγετικό ρόλο στην προαγωγή της συνύπαρξης χωρών που βρίσκονταν κάποτε κάτω από την οθωμανική κυριαρχία. Να αποκτήσει ο ισλαμικός πολιτισμός, στον γεωγραφικό χώρο της άλλοτε οθωμανικής επικράτειας, πολιτική προτεραιότητα έναντι του εθνικού κράτους, το οποίο, ως τυπικά δυτικό προϊόν, είναι δυσαφομοίωτο στην Ανατολή. Αρνείται ο Αχμέτ Νταβούτογλου την αφελή επιδίωξη των ΗΠΑ σήμερα: να ομογενοποιηθεί ο μουσουλμανικός κόσμος με βάση τον εκδυτικισμό του.»
Αυτό είναι γραμμένο το 2009 και επιβεβαιώνεται σε απόλυτο βαθμό σήμερα ως στόχος κα όραμα της Τουρκίας. Ειδικά σήμερα που ο Νταβούτογλου εντωμεταξύ έγινε και πρωθυπουργός της Τουρκίας! Μακάρι να μας απασχολούσε από τότε η στρατηγική της Τουρκίας και να προετοιμαζόμασταν καταλλήλως, εάν βεβαίως το πολιτικό μας σύστημα ενδιαφέρονταν για τη στρατηγική της χώρας μας, διότι συνηθίζει να αναλώνεται σε επουσιώδη και να σύρεται από τα γεγονότα.
Ανδρέας.
Ανδρέα, να σε ευχαριστήσω με τη σειρά μου για το χρόνο που διέθεσες και για την ενδιαφέρουσα ανάλυση της σκέψης του Χρήστου Γιανναρά.
Ήμουν ιδιαίτερα προσεχτικός στον χαρακτηρισμό που απέδωσα στον Γιανναρά. Δεν τον αποκάλεσα «υμνητή του νεο-οθωμανισμού» (όπως άλλοι), αλλά του «ελληνοθωμανισμού». Έχω δηλ. την επίγνωση πως το όραμα του (όπως το ξεδιπλώνει στις συγκεκριμένες επιφυλλίδες) είναι ένα οθωμανικό πολιτικό σχήμα, μέσω του οποίου όμως θα επιβιώσει ο ελληνικός πολιτισμός και θα αρχίσει να ξαναπαίζει καταλυτικό ρόλο (όπως συνέβαινε στην αρχαία ελληνορωμαϊκή οικουμένη).
Ουσιαστικά όμως η πρόταση του είναι όχι μόνο ουτοπική και αφελής, αλλά και εθνικά επικίνδυνη. Γιατί όλοι ξέρουμε πως αν ποτέ επιχειρηθεί μια τέτοια ελληνοτουρκική προσέγγιση, όσο ικανή και αν είναι η ελληνική πνευματική και διπλωματική ελίτ, σαν τελικό αποτέλεσμα δεν θα έχει τον «ελληνοθωμανισμό», αλλά το «νεο-οθωμανισμό».
Το «δια ταύτα» λοιπόν του άρθρου του ήταν εν δυνάμει επικίνδυνο. Και δεν πρόκειται για μια «ατυχή φράση» (έτσι χαρακτήριζαν και οι «ρεπουσικοί» την αναφορά στον «συνωστισμό») σε ένα τυχαίο άρθρο. Ήταν μια ολοκληρωμένη σκέψη-πρόταση για τη μελλοντική πορεία του ελληνισμού.
Και γενικότερα όμως, η φιλοσοφία του Γιανναρά μου φαίνεται ελιτίστικη και ξεκομμένη από την πραγματικότητα. Από το γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής, αυτό που τον ενδιαφέρει είναι ότι χάθηκε η «κοσμοπολίτικη αρχοντιά» του Ελληνισμού και όχι ότι χιλιάδες Έλληνες δεινοπάθησαν, ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους και κληρονόμησαν ανεπανόρθωτα ψυχολογικά τραύματα. Και μάλιστα όλα αυτά τα θεωρεί (αν είναι δυνατόν!) «ασύγκριτα μικρότερη καταστροφή» από την κατάργηση της περισπωμένης και της δασείας!
Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, δεν είναι απορίας άξιον που παραγνωρίζει τις συνέπειες μιας ελληνοτουρκικής πολιτικής συνύπαρξης, δίνοντας προτεραιότητα στην επιβίωση μιας ελληνικής γνωσιολογίας, η οποία αναζητά την Αλήθεια. Δεν καταλαβαίνω βέβαια τί σχέση έχει η ελληνοβυζαντινή «εξ Αποκαλύψεως Αλήθεια» και μοιρολατρία με την πραγματική αναζήτηση της Αλήθειας (που προϋποθέτει ανοιχτούς ορίζοντες σκέψης και κριτικό πνεύμα), αλλά ας μην ανοίξουμε αυτό το κεφάλαιο, στην παρούσα συζήτηση τουλάχιστον…
Αντώνης Λαζάρου