Γράφει ο Γιάννης Κ. Νεονάκης MD, MSc, PhD.
Με το γνωστό καλοπροαιρέτως προκλητικό του λόγο ο Κώστας Ζουράρις μάς χάρισε μιαν εξαιρετική πρώτη ομιλία στη Βουλή των Ελλήνων (9-2-2015). Σύντομη και λιτή ως όφειλε, αλλά εξόχως μεστή νοημάτων, συναισθημάτων και λεπτοτάτων αποχρώσεων. Γι’ αυτό εξάλλου κατέφυγε πολλές φορές στην τέχνη της ποιήσεως για να μπορέσει να προσεγγίσει και να ψαύσει, ανεπαισθήτως πως, τις λεπτότατες διακρίσεις ενός πολιτισμού του ελληνικού, του ρωμαίικου, του σμιλεμένου από φως και αγέρα στην υπεράχρονη διαχρονία χιλιετιών.
Και μίλησε πρώτα και πάνω από όλα για τον κεντρικό άξονα αυτού του πολιτισμού: το σώμα. Το ζων, λειτουργικό, οντολογικό σώμα το συγκροτούμενο από τους τεθνεώτες, συγκαιρινούς και μέλλοντες ελθείν κοινωνούς του καθ’ ημάς τρόπου του ζειν. Ένα σώμα που έρχεται από μακριά και πορεύεται εδραίως, εν νηφαλίω μέθη, συνεχώς διευρυνούμενο και εκλεπτυζόμενο προς το τέλος, το σκοπό, την ολοκλήρωση, το φωτισμό και συμπερίληψη του σύμπαντος κόσμου. Σώμα προσώπων, σώμα ανθρώπων και θεών, που από Εκκλησία του Δήμου, θα γίνει Εκκλησία πορευόμενη αενάως από δόξης εις δόξαν. Ο Κώστας Ζουράρις ξέρει ότι δίπλα του, μέσα του είναι οι συλλέκτριες των κρόκων της Θήρας, είναι οι Μυροφόρες και με μεγάλη ταπείνωση η Υπέρμαχος Στρατηγός. Σώμα Τριαδολογικής βιωτής, του ασυγχήτως και αδιαιρέτως, σώμα της αδιαιρέτου αγαπητικής ενότητας και εν ταυτώ της ασυγχήτου αδιαπραγμάτευτης ετερότητας και ελευθερίας. Το αδύνατο που γίνεται δυνατό, το ασύλληπτο που οράται, το αχώρητο που χωρείται, η ετερότητα που μιλάει, το ένα σώμα που εκφράζεται. Από δόξης εις δόξαν.
Ένας πολιτισμός του προσώπου και της σχέσης. Ένας πολιτισμός της ετερότητας, της ιδιοπροσωπίας, της απόλυτης ελευθερίας και του μανικού έρωτα. Και ένας πολιτισμός που όχι μόνο δε σταματάει εκεί, αλλά βασιζόμενος σ’ αυτά τα δύο του δομικά συστατικά, τον μανικό έρωτα και την ελευθερία, τολμάει να διανοηθεί το αδιανόητο, τολμάει να αποζητήσει τη θέωση. Ναι, εμείς οι Ολύμπιοι, εν πλήρη ταπεινώτητι τολμάμε τη θέωση, τη βίωση της Θεανθρωπότητας, τη μετουσίωση στη νέα οντολογία που Εκείνος, ο πρώτος Θεάνθρωπος μάς προσέφερε ως χάρη. Η πλήρωση και ολοκλήρωση, η συγκεφαλαίωση της ύπαρξής μας ως πρόσωπα και ως σώμα. Το φως.
Και το σκοτάδι του κόσμου τούτου εμίσησε το φως. Πώς η βαρβαρότητα του εγωισμού και η αυθάδεια του πλούτου και της δύναμης να αντέξει την ημέρα να γλυκοχαράζει το πρωί στις καρδιές, και το σούρουπο την πορφύρα να βασιλεύει ειρηνεύοντας το νου; Και η βαρβαρότητα θέλησε να επικρατήσει. Να είναι όλα σαν κι αυτήν. Να είναι όλα δικά της, να τα εξουσιάζει όλα. Και ζωτικούς χώρους και καρδιές. Πόλεμος λυσσαλέος, πόλεμος ανηλεής. Ο αρχέκακος όφις από την πρώτη μέρα μέχρι το τέλος. Αγώνας για επικράτηση, αγώνας για δικαίωση του τρόπου του. Πάση δυνάμει η κυριαρχία. Σκότος, η έλλειψη του φωτός. Ο αγώνας συνεχής. Και όταν τα ανθρώπινα κουράγια λείψουν, μη φοβάστε, είναι μαζί μας αυτή, η κορυφαία του χορού, που και πάλι θα στρατηγήσει υπερμάχως.
Είμαστε στο φως, να το δούν και οι άλλοι και να σπεύσουν. Γευόμαστε το φως, απλά, με λίγο άρτο με λίγο κρασί. Ανάσταση. Με δυό ψαράκια και φίλους στην άμμο, δίπλα σε Εκείνον, μαζί με Εκείνον το λυτρωτή και το σωτήρα μας. Να πιάνομε τη θάλασσα, να κοιτάμε τον ουρανό και να δακρύζομε για τα μεγάλα. Ένα δάκρυ που πέφτει στο κύμα. Για την τελειότητα που δεν ήρθε ακόμα. Για τις αδυναμίες μας, τη θνητότητα και τη φθορά. Για τις ανομίες και τα βάσανά μας. Το συναμφότερον. Κακών τε καγαθών. Η χαρμολύπη.
Και οι άλλοι, με τη λογική του κόσμου τούτου, ας μάς θεωρούν ηττημένους. Για τον πλανεμένο τρόπο αντίληψής τους είμαστε οι χαμένοι, το τίποτα, το μηδέν. Και πλανήθηκαν, γιατί τα μάτια τους ήταν κλειστά και δεν είδαν εκείνη την παγερή νύχτα του Δεκέμβρη, στην εσχατιά του σπηλαίου την παρασάλευση του κόσμου, όλα να ανατρέπονται, και τα θεμέλια του κόσμου τούτου οριστικά να θρυμματίζονται. Ναι δεν έχομε τίποτα, είναι όμως όλα δικά μας. Και όχι σαν κτήση, αλλά ως υπόσταση και οντολογία. Η υπέρβαση της φθαρτότητας. Καινή ζωή. Έλθετε και ίδετε λαοί. Η αγκαλιά είναι ανοικτή και πάντες κλητοί και προσκεκλημένοι.