Monday 30 September 2024
Αντίβαρο
Ιστορία: Βυζάντιο Μανώλης Καρακώστας

Περί της Καταγωγής των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων – μέρος E

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ

 [Μέρος Α – Μέρος Β – Μέρος Γ – Μέρος Δ – Μέρος Ε ]

ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΥ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ Ε’)

Μανώλης Καρακώστας
MSc Διοίκησης Επιχειρήσεων
Επαγγελματίας Υγείας – Ερευνητής

Στο κεφάλαιο αυτό θα αναλυθεί η καταγωγή του Αυτοκράτορος Ηρακλείου και της Δυναστείας του, και με τον τρόπο αυτό θα ολοκληρωθεί η εξέταση και της Μεσοβυζαντινής Περιόδου (610 – 1204).  Τα μέλη της Δυναστείας εκτός από τον ιδρυτή της, που βασίλευσε από το 610 έως το 641, είναι οι Κωνσταντίνος Γ’ ή Ηράκλειος Νέος Κωνσταντίνος (641), ο οποίος είναι Άγιος και η μνήμη του τιμάται την 3η Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, Ηρακλεωνάς (641), Κώνστας Β’ (641 – 668), Κωνσταντίνος Δ’ Πωγωνάτος (668 – 685) και Ιουστινιανός Β’ (685 – 695 και 705 – 711). Γνωστό είναι και το όνομα του πατέρα του Ηρακλείου, ο οποίος φέρει το ίδιο όνομα με τον Αυτοκράτορα, ονομαζόμενος Ηράκλειος ο Πρεσβύτερος, στον οποίο εστιάζουν οι ιστορικοί για να μελετήσουν την καταγωγή της οικογένειας. Οι πληροφορίες που έχουμε για την καταγωγή του Ηρακλείου είναι ελάχιστες, γι’ αυτό και οι απόψεις που υπάρχουν είναι συγκεκριμένες.

Σχεδόν όλη η επιστημονική κοινότητα υποστηρίζει την αρμενική καταγωγή του Ηρακλείου, όπως οι Gregoire,232 Charanis,233 Kouymijian,234 Cameron,235 Mardinale,236 Treadgold,237 Εγκυκλοπαίδεια Brittanica,238 Kaegi 239 και Vasiliev,240 με τους τρεις τελευταίους να μην είναι απολύτως βέβαιοι γι’ αυτήν, αλλά με τον Kaegi να την αποδέχεται όπως φαίνεται στο έργο του, ενώ υπάρχει και η άποψη για την καταγωγή του από τον περσικό βασιλικό οίκο των Αρσακιδών, η οποία εκφράζεται από τον Shahid,240 την Εγκυκλοπαίδεια Iranica 241 και τον Toumanoff,240 ο οποίος όμως στηρίζει και την αρμενική καταγωγή του. Αυτό δεν είναι παράδοξο, διότι οι Αρσακίδες είχαν βασιλεύσει στην Αρμενία από το 54 μ,Χ. έως το 428 μ.Χ.,242 επομένως αυτές οι δύο εκδοχές είναι αλληλοσυμπληρούμενες, να είναι δηλαδή Αρμένιος από τον οίκο των Αρσακιδών. Επίσης, έχει υπάρξει η υπόθεση ότι ο Ηράκλειος ήταν δίγλωσσος,243, 244 δηλαδή μιλούσε την ελληνική και την αρμενική, κάτι όμως το οποίο δεν έχει αποδειχθεί και αποτελεί εικασία.244

Αντιθέτως, οι Έλληνες ιστορικοί τονίζουν την καταγωγή του από την Καππαδοκία,245, 246, 247 αποβλέποντας στις ελληνικές καταβολές του. Το ότι καταγόταν από την Καππαδοκία δεν χωρά αμφιβολία, αφού υπάρχουν οι μαρτυρίες του Ιωάννη Νικίου (8ος αι.) και του Κωνσταντίνου Μανασσή (12ος αι.),248 όμως αυτό δεν αναιρεί ότι μπορεί να ήταν Αρμένιος, αφού με τον όρο Καππαδοκία δύναται να εννοούνται περιοχές που εκτείνονταν ως τον Ευφράτη, όπου ζούσαν και Αρμένιοι.248 Υπάρχει ακόμα και η άποψη του Cyril Mango, ο οποίος «υποστηρίζει την πιθανή ταύτιση ενός Ηρακλείου των τελών του 5ου αιώνος με αυτήν την οικογένεια», που καταγόταν από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας.248 Γενικότερα, η αρμενική καταγωγή του Ηρακλείου αναγνωρίζεται καθολικά σήμερα, σε σημείο ο Gregoire να «χαρακτηρίζει όλη την μεταξύ 582 και 713 περίοδο ως την πρώτη Αρμενική Περίοδο της Βυζαντινής Ιστορίας»,249 και αυτό οφείλεται στις δύο και μοναδικές ιστορικές πηγές που διαθέτουμε και αναφέρονται στην καταγωγή του, αυτές του Θεοφύλακτου Σιμμοκάτη και του Sebeos.

Ξεκινάμε την έρευνα με την πρώτη πηγή, του Θεοφύλακτου, η οποία αναφέρει πως «και έτσι ο Φιλιππικός είχε μάθει κατά την διάρκεια του ταξιδιού του ότι ο Πρίσκος είχε διοριστεί από τον αυτοκράτορα ως στρατηγός. Κατά την άφιξή του στην Ταρσό, συνέταξε επιστολές στον Ηράκλειο, που υποδείκνυαν ότι, μετά την αποχώρηση από τον στρατό, θα έπρεπε να επιστρέψει στην πόλη του όταν θα πήγαινε στην Αρμενία και να παραδώσει τον στρατό στον Ναρσή, τον διοικητή της πόλης της Κωνσταντινής».250 Από το παραπάνω χωρίο και πιο συγκεκριμένα από την φράση «θα έπρεπε να επιστρέψει στην πόλη του όταν θα πήγαινε στην Αρμενία», υποτίθεται ότι φαίνεται πως ο Ηράκλειος καταγόταν από μία πόλη της Αρμενίας, στην οποία του υποδεικνύει ο Φιλιππικός να μεταβεί. Τα πράγματα όμως μάλλον δεν έχουν έτσι. Η επιστολή αυτή πρέπει να εστάλη το 588, όταν ο Αυτοκράτωρ Μαυρίκιος αντικατέστησε τον Φιλιππικό με τον Πρίσκο, στην θέση του στρατηγού των ανατολικών στρατευμάτων,250, 251 και ο πρώτος διέταξε τον Ηράκλειο να επιστρέψει στην Αρμενία, αφού αυτοί οι δύο ήταν συνεργάτες στις πολεμικές επιχειρήσεις.

Οι M. & M. Whitby αποφαίνονται πως ο Ηράκλειος μάλλον κατείχε την θέση του «στρατηγού του Αρμενιακού», που έδρα του ήταν η Θεοδοσιούπολη, στην οποία κατά πάσα πιθανότητα ο Φιλιππικός παρακινεί τον Ηράκλειο να επιστρέψει από το Μονόκαρτον, στρατόπεδο πλησίον της Κωνσταντινής, και να παραδώσει το στράτευμα στον Ναρσή.250 Αυτή η εκδοχή φαίνεται πιο εύλογη, αφού πρόκειται για την επικοινωνία δύο στρατιωτικών, εν μέσω των βυζαντινο – περσικών πολέμων του 572 – 591. Λογικό λοιπόν είναι η διαταγή να αφορούσε την βάση του στρατού και όχι την πόλη καταγωγής του Ηρακλείου, πόσο μάλλον την δεδομένη χρονική στιγμή με τις δυσκολίες που υπήρχαν. Ένα στοιχείο ακόμα που ενισχύει αυτήν την θέση, είναι πως ο Φιλιππικός μαζί με τον Ηράκλειο ένα χρόνο νωρίτερα είχαν ξεχειμωνιάσει στην Θεοδοσιούπολη, τον χειμώνα του 586 – 587.250, 251 Επομένως, «δική του πόλη» ίσως να χαρακτηρίστηκε διότι ήταν στρατηγός και η πόλη αυτή ήταν η βάση του στρατού, άρα και «δική του», συνδυαστικά με το ότι του ήταν γνώριμη και οικεία. Οπότε, το πρώτο επιχείρημα περί αρμενικής καταγωγής του Ηρακλείου δεν υφίσταται.

Η δεύτερη ιστορική αναφορά που υπάρχει είναι από την «Ιστορία» του Sebeos, «η οποία είναι γραμμένη στα αρμενικά» και «δεν αναγνωρίζει τον Ηράκλειο ως Αρμένιο, κάτι που μπορεί να αποτελεί έναν ασήμαντο εθνικό χαρακτηρισμό στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, ούτε αναφέρει τον τόπο γέννησής του», αλλά «υποθέτει την ύπαρξη γενεαλογικών δεσμών με την αρχαία δυναστεία των Αρσακίδων».252 Εν πρώτοις φαίνεται η αμφιβολία με την οποία εκφράζεται ο Kaegi, ο οποίος συγκαταλέγει την πηγή αυτή στις υποθετικές για την γενεαλογία της οικογένειας, αλλά όπως έχουμε αναφέρει ξανά σε άλλο σημείο της έρευνας, πολλές φορές οι ιστορικοί είχαν την συνήθεια να αναγάγουν την καταγωγή των βασιλέων σε ένδοξα και βασιλικά γένη, για να εξάρουν το κύρος τους, κάτι που συνέβη σε ενέργειες Ελλήνων ιστορικών (όπως στην περίπτωση του Βασιλείου Α’, που λεγόταν ότι κι αυτός καταγόταν από τους Αρσακίδες), και ίσως αυτό να συμβαίνει και με τον Sebeos, για να φανεί οικείος ο Ηράκλειος στους Αρμενίους και όχι κατακτητής, αφού ήδη σημαντικά εδάφη με αρμενικό πληθυσμό είχαν προσαρτιστεί στην Αυτοκρατορία.253 Όμως, το ότι ο Ηράκλειος δεν είχε καμία σχέση με τους Αρμενίους και τους Αρσακίδες φαίνεται από τα ονόματα της οικογένειάς του και των βασιλέων της Αρμενίας. Ο Ηράκλειος ο Πρεσβύτερος ήταν παντρεμένος με την Επιφανεία, που κατά πάσα πιθανότητα καταγόταν από την Καππαδοκία,254 και είχαν τρία παιδιά τον Ηράκλειο, τον Θεόδωρο και την Μαρία, και ο αδελφός του Γρηγοράς, τον Νικήτα. Τα ονόματα των απογόνων του Ηρακλείου, των αδελφών του και του Νικήτα είναι όλα χριστιανικά, ελληνικά και μερικά ρωμαϊκά, και κανένα από αυτά δεν έχει αρμενική ρίζα.255, 256, 257 Ακόμα, κι αν υποθέσουμε πως η οικογένεια είχε εξελληνιστεί πλήρως, αυτό δεν απαγορεύει την ύπαρξη ενός αρμενικού ονόματος, ακόμα και με ελληνική παραφθορά, αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Αντιθέτως, τα ονόματα των Αρσακιδών και των Αρμενίων βασιλέων του 6ου – 8ου αι. είναι τελείως διαφορετικά, όπως για παράδειγμα, Χοσρόφ, Τιγράνης, Αρσάκης, Βαρασδάτης, Αρταξίας, Σουνέν, Βαράζ, Σμπάτ, Σαχραπλακάν, Άσωτ, Σαράκ, Μουσέλ, Ταχάτ.258

Η διαφορά είναι πεσιφανέστατη, και μόνο απαρατήρητη δεν μπορεί να περάσει, καθώς είναι εύλογο ότι αν η οικογένεια είχε αρμενικές ρίζες, τουλάχιστον ένα όνομα θα έπρεπε να ομοιάζει με αυτά των Αρμενίων. Από την άλλη, το όνομα Ηράκλειος δεν το συναντάμε την εποχή εκείνη στα μέρη της ανατολής, ούτε σε λαούς γειτονικούς της Ρωμανίας. Άνθρωποι με το όνομα αυτό, εκτός από μέλη της Ηρακλειανής Δυναστείας, είναι ο Άγιος Μάρτυς Ηράκλειος ο Αθηναίος (3ος αι.), πολιούχος του Ν. Ηρακλείου,259 ο φιλόσοφος Ηράκλειος ο Κυνικός (4ος αι. μ.Χ.),260 ο Ηράκλειος Εδέσσης (5ος αι.), που αναφέρει ο Mango, ο Ηράκλειος ο αντιπάπας (4ος αι.),261 ο Ηράκλειος ο ευνούχος επί βασιλείας Ουαλεντιανού (364 – 375) στην Ρώμη,262 ο Ηράκλειος Επίσκοπος Angouleme (6ος αι.) 263 και ο Ηράκλειος που διετέλεσε σφετεριστικά «πατριάρχης Ιεροσολύμων» των Λατίνων (12ος αι.), ο οποίος ήταν Γάλλος.264 Οι μόνοι που είχαν αυτό το όνομα και κατάγονταν από τα μέρη της Ιβηρίας, ήταν δύο βασιλείς της Γεωργίας,  αλλά πολύ μακριά από την εποχή που εξετάζουμε, τον 17ο και 18ο αιώνα.265 Ας μην νομίζει κανείς πως το ζήτημα των ονομάτων που ερευνούμε είναι κάτι μικρό και δίχως σημασία, διότι για τον αριστοκρατικό οίκο των Φωκάδων, λόγω της ύπαρξης ενός αρμενικού ονόματος (Βάρδας), έχουν εγερθεί αξιώσεις για την αρμενική του καταγωγή, όπως είδαμε στο σχετικό κεφάλαιο. Με την αβεβαιότητα του Kaegi, που διεξήγαγε ογκωδέστατη έρευνα για τον βίο του Ηρακλείου, την πάγια τακτική των ιστορικών να προσδίδουν αριστοκρατικές ρίζες στους βασιλείς και βάση των ονομάτων, αναιρέθηκε και η δεύτερη θέση για την αρμενική καταγωγή του Ηρακλείου.

Επίσης, η αρμενική καταγωγή του Ηρακλείου έχει δεχθεί αμφισβητήσεις λόγω των φυσικών χαρακτηριστικών του, αφού αντίθετες προς την άποψη αυτή είναι οι πληροφορίες του Κεδρηνού για τα ξανθά μαλλιά του,266 ο οποίος αναφέρει πως «ήν την ηλικίαν μεσήλιξ, ευσθενής, εύστερνος, εκόφθαλμος, ολίγον υπόγλαυκος, ξανθός, την τρίχα, λευκός την χροιάν, έχων τον πώγωνα πλατύν και προς μήκος εκκρεμή».267 Για το εν λόγω θέμα ο Άμαντος συμπληρώνει λέγοντας πως «θεωρείται συνήθως Αρμένιος, αλλ’ αφού ήδη προ πολλού ο πατήρ του κατείχεν ανωτάτην θέσιν εις τον στρατόν, είχεν επικοινωνήσει προς το ελληνικόν περιβάλλον και εξελληνισθεί. Τούτο δεικνύει και το όνομα Ηράκλειος. Και αι παρατηρήσεις του Κεδρηνού δεν συνηγορούν υπέρ γνήσιας αρμενικής καταγωγής».267 Όμως, ο Ηράκλειος αν δεν ήταν Αρμένιος, τότε εκ των πραγμάτων ήταν Έλληνας, και από τα όσα έχουν αναφερθεί μέχρι στιγμής φαίνεται πως δεν είχε εξελληνιστεί, αλλά ήταν Έλληνας εκ γενετής. Αυτό δεν αναφέρεται αυθαίρετα, αλλά σύμφωνα με τον Καππαδόκη ιστορικό Παύλο Καρολίδη, που στην πραγματεία του «Καππαδοκικά, ήτοι πραγματεία ιστορική και αρχαιολογική περί Καππαδοκίας» αναφέρει πως ο εξελληνισμός της Καππαδοκίας ξεκίνησε από την περίοδο των Σελευκιδών βασιλέων, με την συγκατάθεση του ντόπιου πληθυσμού και των βασιλέων της Καππαδοκίας, οι οποίοι τον διενήργησαν και ολοκληρώθηκε με τον Χριστιανισμό.268 Δηλαδή, έχουμε πλήρη εξελληνισμό της Καππαδοκίας, τουλάχιστον τρεις αιώνες νωρίτερα από την εποχή της βασιλείας του Ηρακλείου. Μάλιστα, χαρακτηριστικότατο παράδειγμα για την ελληνικότητα των Καππαδοκών αποτελεί ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος «πολλές φορές τόνιζε ὅτι ἦταν ὑπερήφανος γιά τήν καταγωγή τῆς μητρός του ἀπό ἀρχαῖα ἑλληνικά γένη, γεγονός πού ἀναφέρει καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν Ἐπιτάφιο πρός τόν Βασίλειο»,269 αλλά και ο αδελφός του, Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, που όταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης απαγόρευσε την διδασκαλία των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων από Χριστιανούς διδασκάλους, εκείνος του απάντησε: «νομίζεις ότι μόνο εσύ είσαι Έλληνας»;270

Όμως, πέρα από την εθνικότητα υπάρχει και η εθνική συνείδηση του ατόμου, και αυτήν θα εξετάσουμε τώρα. Κατ’ αρχάς σε καμία περίπτωση η συνείδηση του Ηρακλείου του Πρεσβύτερου δεν ήταν αρμενική, αφού πολέμησε εναντίον των Αρμενίων ως «στρατηγός του Αρμενιακού», για να καταστείλει την εξέγερσή τους το 595.271 Επίσης, ο Kaegi, που παρά τις αμφιβολίες δέχεται την αρμενική καταγωγή, αναφέρει για την οικογένεια του Ηρακλείου πως «επρόκειτο για μια δεμένη οικογένεια, η οποία όμως δεν ακολουθούσε πιστά τα στενά αρμενικά πρότυπα», και σε άλλο σημείο γράφει πως ο Ηράκλειος «διέμενε στο παλαιό παλάτι των Σοφιών στην Κωνσταντινούπολη», όντας πολύ πιθανόν η οικογένειά του να «διέμενε προσωρινά σε αυτό το παλάτι ως αποδέκτης της αυτοκρατορικής φιλοξενίας, σε έναν ευνοούμενο εξέχοντα διοικητή».272 Αυτά τα αναφέρουμε για να δείξουμε πως ο Ηράκλειος είχε μεγαλώσει στα ενδότερα της αυτοκρατορικής ηγεσίας, κάτι που σίγουρα επηρέασε και διαμόρφωσε την συνείδησή του, και πως δεν είχε σχέση με τα αρμενικά πρότυπα και συνήθειες. Ο Ηράκλειος ο Πρεσβύτερος απολάμβανε την εύνοια του Μαυρικίου, κι αυτός και ο γιος του όφειλαν πολλά σε εκείνον. Η συμπάθεια ήταν αμοιβαία κι αυτό φάνηκε και μετά τον θάνατο του Μαυρικίου,272 κι αυτό ίσως να οφείλεται στην κοινή καταγωγή τους από την Καππαδοκία. Από αυτήν την υπόθεση μπορούμε να κάνουμε μια σκέψη. Ο Μαυρίκιος αντιπαθούσε σφόδρα τους Αρμενίους, όπως φαίνεται από την συνεργασία του με τον Πέρση βασιλιά, για την απομάκρυνση των οπλαρχηγών τους και των οπαδών τους από την πατρίδα τους και την άποψη που είχε εκφέρει γι’ αυτούς.273 Αυτό μπορεί να αποτελεί ένα στοιχείο κατά της αρμενικής καταγωγής του Ηρακλείου, αν και δεν κάνουμε λόγο για χειροπιαστό επιχείρημα, αλλά για μια σκέψη, αφού αν ήταν Αρμένιος ίσως να μην είχαν αυτή την σχέση.

Όμως, υπάρχουν ενέργειες του Ηρακλείου που καταδεικνύουν ολοφάνερα την ελληνική εθνική του συνείδηση, και αυτές δεν είναι άλλες από την αλλαγή του βασιλικού τίτλου, από «Αύγουστος», «Καίσαρ», «Αυτοκράτωρ», «Φλάβιος» σε «Πιστός ἐν Χριστῷ Βασιλεύς»,274, 275, 276 η επισημοποίηση της ελληνικής γλώσσας,275, 276 και η αλλαγή του ονόματος της γυναίκας του, από Φαβία στο ελληνικότερο Ευδοκία.277 Σχετικά με την αλλαγή του βασιλικού τίτλου, έχουν διατυπωθεί απόψεις ότι «η χρήση του τίτλου αυτού ανάγεται στην υποταγή του μοναδικού ηγεμόνα, στον οποίο δήθεν οι Βυζαντινοί αναγνώριζαν τον τίτλο του βασιλέως εκτός από τον δικό τους αυτοκράτορα»,276 γεγονός που δείχνει κατά ορισμένους μελετητές την αρμενική καταγωγή του Ηρακλείου, διότι υιοθέτησε έναν ανατολικό τίτλο. Σαφώς, αυτές οι απόψεις δεν ισχύουν, όπως εμπεριστατωμένα απέδειξε ο Ostrogorsky, γιατί οι Έλληνες δεν απέδιδαν μόνο στον Πέρση βασιλιά τον τίτλο αυτόν, αλλά και «στους ηγεμόνες της Αρμενίας και της Αιθιοπίας, και μερικές φορές – εναλλακτικά με άλλες προσωνυμίες – και στους Γερμανούς ηγέτες και ακόμη στους αρχηγούς των Αβασγών και των Ζιγχών», ο οποίος όμως ήταν κατώτερος του ρωμαϊκού. Ο Ρώσος ιστορικός συνεχίζει λέγοντας πως ο τίτλος «Βασιλεύς» είχε πλέον εξισωθεί με τον τίτλο «imperator», και αποδίδει τις μεταρρυθμίσεις αυτές στον εξελληνισμό του κράτους.276

Βέβαια μπορεί κάποιος να φέρει αντίλογο λέγοντας, πως αυτές οι ενέργειες ήταν αναγκαίες να γίνουν αφού η Αυτοκρατορία πλέον είχε περάσει στους Έλληνες, και ίσως να μην δείχνουν συνείδηση αλλά επιτακτική ανάγκη. Αυτή είναι μια αληθής σκέψη, όμως ο καθένας πράττει σύμφωνα με τα πιστεύω του, κι αυτό φαίνεται από τον Λέοντα Γ’ και τον Λέοντα Ε’, που ο μεν ίδρυσε την αίρεση της εικονομαχίας και ο δε την επανέφερε στο προσκήνιο.278 Και οι δύο έπραξαν σύμφωνα με τα πιστεύω και τις απόψεις τους, παρ’ όλο που ήταν αντίθετες με τις παραδόσεις της Αυτοκρατορίας. Το ίδιο έπραξε και ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, που επιχείρησε να επαναφέρει ανεπιτυχώς την ειδωλολατρία,279 την στιγμή που ο Χριστιανισμός ανθούσε και κατακτούσε όλη την οικουμένη. Αν αυτοί έπραξαν κατά το δοκούν αντίθετα στα ήθη και έθιμα της Αυτοκρατορίας, κατά αναλογία πρέπει να έπραξε και ο Ηράκλειος, σύμφωνα με τις δικές του αντιλήψεις, με την διαφορά ότι αυτός ενήργησε υπέρ της Αυτοκρατορίας, διότι τέτοιες ιστορικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται μόνο εξ ανάγκης, αλλά κυρίως λόγω θέλησης, που αυτή καθιστά μεγάλες τις ιστορικές προσωπικότητες, αναλόγως τις αποφάσεις τους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που οι ιστορικοί αποδίδουν τον εξελληνισμό της Αυτοκρατορίας στον Ηράκλειο, κι αυτός είναι και ο λόγος που ο Ostrogorsky λέει πως «ο Ηράκλειος υπήρξε ο δημιουργός του Μεσαιωνικού Βυζαντίου, του οποίου η οργάνωση είναι Ρωμαική, η γλώσσα και ο πολιτισμός Ελληνικός και η πίστι Χριστιανική»,280 όπως επίσης πως «μ’ αυτά τερματίζεται η υστερορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή εποχή. Το Βυζάντιο αναδύεται από την κρίση αυτή με ουσιαστικά νέο σχήμα, απαλλαγμένο από την κληρονομιά του σαθρού ρωμαϊκού κράτους και ενισχυμένο με νέες δυνάμεις. Η βυζαντινή ιστορία στην κυριολεκτική σημασία της, η ιστορία της μεσαιωνικής ελληνικής αυτοκρατορίας, αρχίζει τώρα».281

Αναφέρουμε κάτι τελευταίο για να αποφευχθεί τυχόν αντίλογος. Στα χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου, οι Αρμένιοι είχαν αυξηθεί στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός που συνέβη με τον απλό κόσμο αλλά και την αρμενική αριστοκρατία. Μπορεί κάποιος λοιπόν να προβάλλει το επιχείρημα, ότι εξ αιτίας του Ηρακλείου συνέβη αυτό, και ότι ως Αρμένιος βοήθησε τους ομοεθνείς του. Αυτό δεν ισχύει σε καμία περίπτωση, διότι «από τον 6ο αιώνα και εξής, το αρμενικό στοιχείο έγινε ιδιαίτερα ισχυρό στο Βυζάντιο…  κατείχαν επίσης εξέχουσα θέση στα στρατεύματα του Ιουστινιανού Α΄ και στη φρουρά των ανακτόρων του. Αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο την περίοδο που ακολούθησε τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Πέρση ηγεμόνα Χοσρόη Β΄ και το Βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο το 591, όταν σημαντικά εδάφη με αρμενικό πληθυσμό περιήλθαν υπό βυζαντινό έλεγχο. Το γεγονός αυτό ενδυνάμωσε τις προηγούμενες πολιτικές και πολιτιστικές ανταλλαγές και οδήγησε στην εισροή Αρμενίων σε βυζαντινά εδάφη, αυξάνοντας την αρμενική παρουσία στην πρωτεύουσα· εκεί ορισμένοι από τους νεοφερμένους δραστηριοποιήθηκαν στο διοικητικό μηχανισμό και στο στρατό».282 Επίσης, «τον 7ο αιώνα το κύμα εποικισμού έγινε ακόμα μεγαλύτερο, αφότου η Αρμενία κατακτήθηκε από τους Άραβες, μεταξύ των ετών 639-642. Ένα άλλο στοιχείο που συνέβαλε στον εποικισμό ήταν η διάδοση της παυλικιανής αίρεσης στην Αρμενία, οι οπαδοί της οποίας είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους κάποια στιγμή πριν από το 662 και είχαν εγκατασταθεί στα βυζαντινά τμήματα της Μικράς Ασίας».282

Επομένως, φαίνεται πως ο εποικισμός των Αρμενίων στην Αυτοκρατορία ξεκίνησε αρκετά χρόνια πριν τον Ηράκλειο, και αυτό έγινε για εκκλησιαστικούς και πολιτικούς λόγους, αφού ακόμη και οι ευγενείς Αρμένιοι, ενίσχυσαν την διοίκηση και τον αυτοκρατορικό στρατό.282 Εξ’ άλλου, αυτό συνέβαινε και με άτομα από άλλα έθνη, τα οποία ορισμένες φορές ανέβαιναν και σε θέσεις εξουσίας, όπως ο Ζήνων ο Ίσαυρος (5ος αι.), που έγινε και Αυτοκράτορας,283 ο Στηλίχων και ο Ρουφίνος οι Γότθοι (4ος – 5ος αι.), οι οποίοι ήταν οι πιο κοντινοί άνθρωποι των Αυτοκρατόρων Ονωρίου και Αρκαδίου αντίστοιχα,284 ο Ιωάννης ο Σκύθης (5ος αι.) που ήταν στρατηγός των Ανατολικών,285 ο Μαύρος ο Βούλγαρος (7ος – 8ος αι.) που πήρε το τίτλο του υπάτου από τον Ιουστινιανό Β’ 286 και άλλοι. Τέλος, δεν πρέπει να θεωρηθεί η θητεία του Ηρακλείου του Πρεσβύτερου στο θέμα των Αρμενιακών, ως επιχείρημα που δείχνει ότι καταγόταν από την Αρμενία, διότι η τοποθεσία στην οποία καλείτε να υπηρετήσει ένας στρατιωτικός δεν έχει σχέση με την καταγωγή του, αλλά με τις ανάγκες του κράτους. Την περίοδο εκείνη διεξάγονταν οι βυζαντινο – περσικοί πόλεμοι του 572 – 591, οπότε στα ανατολικά σύνορα υπήρχε η μεγαλύτερη ανάγκη. Εξ’ άλλου αργότερα μετατέθηκε στην Αφρική ως Έξαρχος, που ούτε αυτό αποτελεί λόγο για «να αναζητήσουμε κάποιον μακρινό Αφρικανό πρόγονο του Ηρακλείου του Πρεσβύτερου».287 Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα γι’ αυτό που αναφέρουμε αποτελεί ο Αυτοκράτωρ Λεόντιος (695 – 698), ο οποίος αν και Ίσαυρος, διετέλεσε στρατηγός του Ελλαδικού θέματος.

Στο παρόν κεφάλαιο λοιπόν, αποδείξαμε την ελληνική καταγωγή και την ελληνική εθνική συνείδηση του Αυτοκράτορος Ηρακλείου, συνεπώς της οικογένειάς του και της δυναστείας του. Το κεφάλαιο αυτό όμως διαφοροποιείται σε σχέση με τα υπόλοιπα, στο ότι προβήκαμε στην αναίρεση των στοιχείων που είχαμε στην διάθεσή μας και παρουσιάσαμε μία διαφορετική εκδοχή επί του θέματος, με συσχετιζόμενα στοιχεία για να καταλήξουμε στην ιστορική αλήθεια, ενώ στα προηγούμενα παραθέσαμε τις ιστορικές πηγές και τις απόψεις των ιστορικών για να εξάγουμε τα συμπεράσματα. Το ότι αναιρέθηκαν οι θέσεις δεν σημαίνει πως οι ιστορικοί που έχουν μελετήσει το συγκεκριμένο θέμα έχουν κάνει λάθος, απλώς δεν έχουν ασχοληθεί ενδελεχώς με το θέμα, διότι μελέτησαν τον βίο και το έργο του Ηρακλείου, τα οποία είναι πολύ σημαντικότερα από την καταγωγή του. Εξ’ άλλου όπως είπαμε και στην αρχή, τα στοιχεία είναι ελάχιστα, οπότε δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι ιστορικοί για τυχούσα παράληψη.

Βιβλιογραφία

  1. A.A. Vasiliev (1954), Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, σελ. 241, Α’ έκδοση 1925, μετάφραση Δημοσθένης Σαβράμης, εκδόσεις Μπεργάδη
  2. Charanis (1959) “Ethnic Changes in the Byzantine Empire in the Seventh Century”, Dumbarton Oaks Papers, Dumbarton Oaks, 13: 23–44
  3. W.E. Kaegi (2003), Ηράκλειος, Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, σελ. 42, εκδόσεις Ίνδικτος 2007, Αθήνα
  4. Cameron, B. Ward-Perkins, M. Whitby, eds. (2000), The Cambridge Ancient History, Volume XIV, Late Antiquity: Empire and Successors, A.D. 425–600, σελ. 561, Cambridge: Cambridge University Press
  5. B. Martindale, A.H.M. Jones, J. Morris, eds. (1992), The Prosopography of the Later Roman Empire III: A.D. 527–641, σελ. 584, Cambridge: Cambridge University Press
  6. Treadgold (1997),A History of the Byzantine State and Society, σελ. 287, Stanford: Stanford University Press
  7. Encyclopaedia Britannica, “Heraclius, Byzantine Emperor”, https://www.britannica.com/biography/Heraclius-Byzantine-emperor
  8. E. Kaegi (2003), σελ. 42
  9. A. Vasiliev (1954), σελ. 241
  10. Encyclopaedia Iranica, “Sasanian Dynasty”, 20 July 2005, http://www.iranicaonline.org/articles/sasanian-dynasty
  11. J. Hacikyan, G. Basmajian, E.S. Franchuk, N. Ouzounian (2000), The Heritage of Armenian Literature, vol. 1, σελ. 378, Wayne State University Press, Detroit
  12. Cameron et al. (2000), σελ. 561
  13. E. Kaegi (2003), σελ. 45
  14. Κ. Παπαρρηγόπουλος (1860-1876), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, βιβλίο ένατο, σελ. 265, εκδόσεις Κάκτος, 1992
  15. Π. Καρολίδης (1994), Ο Αυτοκράτωρ Ηράκλειος, σελ. 8-9, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα
  16. Ηλίας Λάσκαρης (1995), Βυζαντινοί Αυτοκράτορες, τόμος Α’, σελ. 84, 181, έκδοση Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα
  17. W.E. Kaegi (2003), σελ. 42-43
  18. A.A. Vasiliev (1954), σελ. 241
  19. Michael Whitby, Mary Whitby (1986), The History of Theophylact Simocatta, σελ. 91-92, 106, 107, Oxford: Claredon Press
  20. B. Martindale et al. (1992), σελ. 584-585
  21. W.E. Kaegi (2003), σελ. 42
  22. http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBody.aspx?lemmaId=12209
  23. W.E. Kaegi (2003), σελ. 67
  24. Άγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ιστορία Σύντομος, a602, P 1-7 σελ. 4
  25. Cawley (2006–2016), “Byzantium 395–1057”, Family of Emperor Heracleios 610 – 711, Medieval Lands Project. Foundation for Medieval Genealogy, http://fmg.ac/Projects/MedLands/BYZANTIUM.htm
  26. B. Martindale et al. (1992), σελ. 584
  27. J. Hacikyan et al. (2000), σελ. 378-380
  28. Ο Άγιος Μάρτυς Ηράκλειος Πολιούχος Ηρακλείου Αττικής, http://diakonima.gr
  29. H.W.F. Liebeschuetz (2015), East and West in Late Antiquity: Invasion, Settlement, Ethnogenesis and Conflicts of Religion, σελ. 329-330, Brill, Leiden, Boston
  30. New Catholic Encyclopedia, “Heraclius, Antipope”, 20 July 2017, http://www.encyclopedia.com/religion/encyclopedias-almanacs-transcripts-and-maps/heraclius-antipope
  31. Αγίου Θεοφάνους Ομολογητού, Χρονογραφία, σελ. 52
  32. Favreau (2010), “Évêques d’Angoulême et Saintes avant 1200”, Revue historique du Centre-Ouest 9, no. 1 (2010): 7–142
  33. Phillips (2014), The Crusades, 1095 – 1204, σελ. 157, Second Edition, Routledge, London and New York
  34. Mikaberidze (2015), Historical Dictionary of Georgia, σελ. 285-286, Second Edition, Rowman & Littlefield, Maryland
  35. A. Vasiliev (1954), σελ. 241
  36. Ηλίας Λάσκαρης (1995), σελ. 181
  37. Παύλος Καρολίδης (1874), Καππαδοκικά, ήτοι Πραγματεία Ιστορική και Αρχαιολογική περί Καππαδοκίας, τόμος Α’, σελ. 346-354, Τύποις Ευαγγελινού Μισαηλίδου, Κωνσταντινούπολις
  38. Κωνσταντίνος Χολέβας (2012), “Η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο Υγιής Πατριωτισμός”, http://www.impantokratoros.gr/xolevas-ekklhsia-patriotismos.el.aspx
  39. Δεν είσαι μόνος, “Συνάντηση Ελληνισμού – Χριστιανισμού”, https://www.youtube.com/watch?v=PqH-CKknTOI (27.15 – 27.30)
  40. Sebeos, History, chapters 6-7, http://rbedrosian.com/sebtoc.html
  41. W.E. Kaegi (2003), σελ. 48-49
  42. Charanis (1959), “Ethnic Changes in the Byzantine Empire in the Seventh Century”, Dumbarton Oaks Papers, Dumbarton Oaks, 13: 23–44
  43. A. Vasiliev (1954), σελ. 248
  44. Ηλίας Λάσκαρης (1995), σελ. 91
  45. Ostrogorsky (1969),History of the Byzantine State, σελ. 94, 414
  46. Λέων Γραμματικός, Χρονογραφία, σελ. 46-47
  47. A. Vasiliev (1954), σελ. 312-313, 352-353
  48. Ηλίας Λάσκαρης (1995), σελ. 26
  49. A. Vasiliev (1954), σελ. 243
  50. Ostrogorsky (1969),σελ. 94, 414
  51. http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBody.aspx?lemmaId=12209
  52. Ηλίας Λάσκαρης (1995), σελ. 58
  53. A. Vasiliev (1954), σελ. 119-120
  54. D. Dunn, W. Mayer (2015), Christians Shaping Identity from the Roman Empire to Byzantium, σελ. 304, Brill, Leiden, Boston
  55. Oikonomidès (1986), A collection of dated Byzantine lead seals, σελ. 38, Dumbarton Oaks
  56. W.E. Kaegi (2003), σελ. 49-50

1 comment

Λάζαρος 9 September 2017 at 11:53

ενδιαφερον

Reply

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.