Γράφει ο Σαράντος Καργάκος. (μεταφορά από τη σελίδα του στο facebook)
ΟΧΙ δὲν πρόκειται νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὰ ὅσα φαῦλα σχεδιάζονται στὸ ὑπουργεῖο ὕπνοπαιδειας καὶ πνευματικῆς ἡμιπληγίας. Ἁπλῶς θὰ ξαναγράψω ὅτι ἡ λέξη «ἔμφυλος» εἶναι κατασκευὴ κάποιας κακῆς κεφαλῆς. Τέτοια λέξη δὲν ὑπάρχει σὲ κανένα ἑλληνικὸ λεξικό, τουλάχιστον μὲ τὴ σημασία ποὺ τῆς δίδεται ἀπό τὸ ἄντρο τῆς πνευματικῆς αὐτοκτονίας. Ἡ λέξη ἀπαντᾶ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ὀδύσσεια (οσ 273-274) μὲ ἔννοια τοῦ ἀνήκοντος σὲ μία φυλὴ ἢ τοῦ ἀνήκοντος στὸ αὐτὸ γένος: «Ἄνδρα κατακτὰς ἔμφυλον» (=Ἀφοῦ σκότωσα ἄνθρωπο ὁμόφυλό μου). Στὸν Θέογνι βρίσκουμε τὴ φράση «Ἔμφυλοι φόνοι ἀνδρῶν» (=Σκοτωμοὶ ἀνάμεσα σε ὁμοφύλους) καὶ στὸν Σοφοκλῆ τὴν ρήση: «Οὐκ εᾶ τοῦμφυλον αἷμά σε (=δὲν σὲ ἀφήνει τὸ συγγενικὸ αἷμα – Οἴδ. ἐπὶ Κολ., στ. 407). Γενικά, σὲ ὅλη τὴν ἀρχαία γραμματεία ἡ λέξη ἔμφυλος ταυτίζεται μὲ τὸ ἐμφύλιος, ποὺ σημαίνει τον ἀνήκοντα στὴν αὐτὴ φυλή. Ὁ Πίνδαρος μιλάει γιὰ χυμένο «ἐμφύλιον αἷμα» καὶ ὁ Σοφοκλῆς στὴν ἴδια τραγωδία μιλάει κι αὐτὸς γιὰ «ἔμφυλον γῆν», ἐννοώντας τὴν γενέτειρα.
Μόνο κατὰ τὰ νεώτερα χρόνια ἡ ἐπιστήμη τῆς Βιολογίας χρησιμοποίησε τὸν ὅρο «ἔμφυλος γένεσις», μὲ τὴν αὐτονόητη σημασία τῆς γενέσεως χάρη στὴν ἐπενέργεια ἀνδρὸς καὶ γυναικός. Τώρα ἂν τὸ ὑπουργεῖο θέλει νὰ δώσει στὴ λέξη ἄλλη σημασία, δικός του λογαριασμός. Ἀλλὰ τί φταῖνε τὰ παιδιά, τί φταῖνε οἱ δάσκαλοί τους, ποὺ οἱ πλεῖστοι – λόγω κακοπαιδείας- δὲν ξέρουν νὰ ψελλίσουν δύο στίχους τοῦ Ὁμήρου; Ἀντὶ νὰ μαθαίνουμε αὐτὰ τὰ ἀλαμπουρνέζικα στὰ παιδιά, δὲν εἶναι καλύτερο -λόγω τῆς ἐπερχόμενης παγκόσμιας πείνας-νά τους μαθαίνουμε πῶς κεντρώνεται ἡ κλαδεύεται μιὰ ἐλιά, πῶς μπολιάζεται μιὰ ἀγριοσυκιὰ καὶ γίνεται ἥμερη συκιά;
Ξέρω δύο νέα παιδιὰ ποὺ τὸ ἕνα, ἄριστος μαθητής, μόλις 12 ἐτῶν, εἶναι ἄριστος καλλιεργητὴς λαχανικῶν καὶ μελετητὴς σπουδαίων γεωπονικῶν συγγραμμάτων. Ὁ ἄλλος εἶναι 17-18 ἐτῶν. Ἀφοῦ διαπίστωσε ὅτι αὐτὰ ποὺ μάθαινε στὸ σχολεῖο εἶναι «σάταλα πάταλα», παρέλαβε τὸ μικρὸ κοπάδι τοῦ πατέρα του, τὸ αὔξησε ἀριθμητικά, δημιούργησε ἐπὶ πλέον μικρὸν ὀρνιθῶνα, ἔφτιαξε περιστερῶνα καὶ κονικλοτροφεῖο καὶ ζεῖ ἀρχοντικά. Μόνο ποὺ ξεκινᾶ τὸ πρωὶ στὶς 6 καὶ λέει στὸν πατέρα του: «Σήκω- πᾶμε γιὰ δουλειά»! Ὁ πατέρας πρόσφατα μοῦ εἶπε μὲ παράπονο: «Δὲν τὰ’ παιρνε τὰ γράμματα. Ὁ μεγάλος μου γυιὸς εἶναι συνεχῶς μὲ τὸ βιβλίο στὸ χέρι». – «Εὐτυχῶς, τοῦ εἶπα παρηγορητικά. Θὰ τὸν ζήσει ὁ μικρός»! Τὸ σχολεῖο δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἐκτροφεῖο ἀμαθῶν. Διότι, ἂν ἡ ἀμάθεια ἡ σαχλομάθεια γίνει γενικὸς κανόνας, θὰ κατέβει μοιραία καὶ ἡ μαθησιακὴ στάθμη τῶν διδασκόντων, τὸ πάθος γιὰ περισσότερη μάθηση, ἀφοῦ θὰ ἔχουν -καὶ πρέπει νὰ ἔχουν-τὸν ἀνταγωνισμὸ τῶν μαθητῶν τους. Πρόσφατα, μετὰ ἀπὸ 50 χρόνια, ἄνοιξα τὸ βιβλίο τοῦ Μὰξ Νορντάου (1849 -1923) «Τὰ κατὰ συνθήκην ψεύδη» (ἐκδ. Ι.Ν. Σιδέρης, μτφρ. Στ. I. Ζωγραφίδης).
Μὲ ἔκπληξη βρῆκα ἐνσφηνωμένο ἕναν συνδετήρα στὴ σελίδα 243, ὅπου εἶχα ὑπογραμμίσει κάποιες φράσεις τοῦ περιώνυμου κάποτε συγγραφέα. Τὶς ἀντιγράφω, διότι ὁ τολμηρὸς στὶς σκέψεις διανοητὴς τὸλμησε τότε (1883) νὰ πεῖ πράγματα, ποὺ δύσκολα θὰ τολμοῦσε σήμερα κάποιος νὰ πεῖ:
«Πᾶς εὐφυὴς νέος δὲν ἔχει κλίσιν πρὸς τὴν ἀνωτέραν μόρφωσιν ἢ τάσιν νὰ καταστῆ σοφός. Ἐάν το κράτος ἀναλάβη τὴν συντήρησιν ὅλη της μαθητικῆς νεολαίας καὶ καταστήση τὴν ἐκπαίδευσιν προσιτὴν καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς πτωχοτέρους, πρέπει νὰ ἐπιβλέπη ἀγρύπνως ὅπως τὸ εὐεργέτημα τοῦτο ἐφαρμόζεται μόνον εἰς ὅσους εἶνε ἄξιοι καὶ ἱκανοὶ νὰ ἐπωφεληθοῦν αὐτοῦ. Μετὰ τὸ πέρας ἑκάστου ἔτους, δέον νὰ ἐνεργῶνται αὐστηρότατοι ἐξετάσεις εἰς ὄλας τὰς τάξεις· μόνον οἱ εὐδοκιμοῦντες μαθηταὶ θὰ ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ εἰσάγωνται εἰς ἀνωτέρας σχολᾶς. Οὔτω λοιπὸν ἐκεῖνος, ὅστις δὲν θὰ εἶνε ποσῶς προικισμένος ἐκ φύσεως, θὰ ἐγκατάλειψη τὸ σχολεῖον φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ ἐλαφρὸν φορτίον γνώσεων, ἀρκετον ὅμως διὰ τὴν ἱκανότητά του. Ὁ μετριώτερος προικισμένος ἐκ τῆς φύσεως θ’ ἀποκομίση μέρος ἢ καὶ ὅλας τὰς γνώσεις τῆς μέσης ἐκπαιδεύσεως, ὁ δὲ προικισμένος μὲ ἐξαιρετικὴν πνευματικὴν πρόοδον θὰ γίνεται δεκτὸς εἰς ἀνωτέραν παιδείαν, εἰς τὰς ἐπιστημονικάς, τεχνικάς καὶ καλλιτεχνικάς σχολάς. Οὕτως, ἡ ἀνωτέρα μόρφωσις θὰ γείνη κτῆμα ὅλου τοῦ λαοῦ, ἀντὶ νὰ εἶνε ὅπως τώρα, προνόμιον τῶν πλουσίων. Τότε ἡ μπλούζα τοῦ ἐργάτου δὲν θὰ εἶνε σημεῖον χυδαιότητος καὶ ὁ ἀνεπτυγμένος οὐδόλως θὰ διεκινδύνευε, ἐάν ἐζήτει τὰ πρὸς τὸ ζῆν εἰς τὴν ἄμεσον παραγωγικὴν ἐργασίαν. Θὰ ἐμποδισθῆ οὕτως ἡ πλήρωσις τῶν ἐλευθερίων ἐπαγγελμάτων ὑπὸ αὐθαδῶν μετριοτήτων· τὸ ἀληθὲς τάλαντον κατ’ ἀνάγκην θὰ δόση διὰ σειρᾶς διαγωνισμῶν, ἁπλὰς καὶ πασιφανεῖς ἀποδείξεις τῆς ἱκανότητός του καὶ θὰ ἔχη ἐν τῷ διπλώματὶ του ἀπόλυτον ἐξασφάλισιν ἐντίμου κέρδους».
Ὀφείλω νὰ διευκρινήσω ὅτι μὲ τὸν ὅρο «ἐλευθέρια ἐπαγγέλματα» ὁ μεταφραστὴς νοεῖ αὐτὸ ποὺ νοοῦσαν πάντες οἱ γνωρίζοντες γράμματα σὲ παλαιότερη ἐποχή, δηλαδὴ τὰ ἐπιστημονικά, τὰ καλλιτεχνικά, τὰ συγγραφικὰ ἐπαγγέλματα καὶ τὰ τούτοις ὅμοια. Καὶ ὡς πρὸς τὸν Μὰξ Νορντάου, ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω ὅτι σὲ πολλὰ διαφωνοῦσα στὸ παρελθόν, ὅπως καὶ σὲ πολλὰ διαφωνῶ στὸ παρόν, ὡστόσο τὸ πρόβλημα τῆς παιδείας τὸ συνέλαβε μὲ τρόπο ρεαλιστικὸ καὶ φιλολαϊκό. Παιδείας δικαιοῦνται οἱ πάντες, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Αὐτὸ δὲν τὸ εἶπε κάποιος Ἀριστερός τῆς νέας ἐποχῆς ἀλλ’ ἕνας φιλόσοφος τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, ὁ Φαλέας ὁ Χαλκηδόνιος, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀριστοτέλη, διατύπωσε τὸ δόγμα: «Ἰσότητα δεῖ ὑπάρχειν ταῖς πόλεσι κτήσεως καὶ παιδείας» (=Πρέπει νὰ ὑπάρχει ἰσότητα ἀνάμεσα στοὺς κατοίκους τῶν πόλεων σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν περιουσία καὶ τὴν παιδεία). Ἀλλ’ ἡ ἰσότητα σὲ θέματα παιδείας, ὅπου ἔχει αὐτὴ ἐπιβληθεῖ, γιὰ νὰ εἶναι ὄντως δημοκρατική, πρέπει νὰ μὴν εἶναι ἰσότητα ἀρίστων καὶ μετριοτήτων. Ἀλλὰ καὶ οἱ μετριότητες στὸ σχολεῖο, ἂν στραφοῦν ἐνωρὶς πρὸς ἄλλες ἐπαγγελματικὲς κατευθύνσεις, μποροῦν νὰ θαυματουργήσουν. Πόσα πτυχία εἶχαν ὁ Ὠνάσης καὶ ὁ Μποδοσάκης;
1 comment
Πες τα, Χρυσόστομε!
(Αλλά οι ανά τους αιώνες χρυσόστομοι τα έχουν πει και ξαναπεί. το ερώτημα είναι ποιος τους ακούει…)