Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός.
“Γιορτάζουμε το ΟΧΙ, γιατί, αν γιορτάζαμε το ΝΑΙ, θα είχαμε κάθε μέρα γιορτή”
Aς ανασάνουμε λίγο. Μας έπνιξαν οι αναθυμιάσεις από το αποτεφρωτήριο της ιστορικής ευθανασίας, στο οποίο μας οδηγούν οι λυσασμένοι εθνομηδενιστές. Ας αρωματιστούμε από την ευωδία του ΄40.
Το 1999 από τις εξαιρετικές εκδόσεις «Γκοβόστης» μεταφράστηκε και κυκλοφορήθηκε το βιβλίο του Ιταλού στρατηγού Βισκόντι Πράσκα με τίτλο: «Εγώ εισέβαλα στην Ελλάδα» (Το βιβλίο γράφτηκε το 1946). Ο συγγραφέας του ήταν Ανώτερος Διοικητής των Ιταλικών Δυνάμεων Αλβανίας από τις 5 Ιουνίου έως τις 8 Νοεμβρίου του 1940, όταν λόγω αποτυχίας των σχεδίων του, αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Σοντού, μέχρι τότε υφυπουργό Στρατιωτικών. Το βιβλίο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, επέχει θέση ντοκουμέντου, όχι μόνο για τους απλούς φιλίστορες αναγνώστες, αλλά και για τους επίμονους ιστορικούς ερευνητές.
Ως είθισται, στα αυτοβιογραφικά κείμενα ηττημένων σε πολέμους πρωταγωνιστών, ο Πράσκα προσπαθεί να αποσείσει τις ευθύνες του και αποδίδει την μη ευνοϊκή εξέλιξη των επιχειρήσεων στις πρώτες κρίσιμες ημέρες στου πολέμου, πέρα από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες στην Ανώτατη Στρατιωτική Ηγεσία, καταλογίζοντας της ευθύνες για:
Α) Ανεπαρκή αεροπορική υποστήριξη.
Β) Καθυστέρηση της αφίξεως των προβλεπόμενων από την Ιταλία ενισχύσεων.
Γ) Ματαίωση της προκαθορισμένης καταλήψεως της Κέρκυρας ταυτόχρονα με την έναρξη των εχθροπραξιών.
Καταλήγει ότι κανείς δεν ήθελε τον πόλεμο, εκτός από τον Μουσολίνι, αποκαλύπτοντας την σαθρότητα και την δουλοπρέπεια που διέτρεχε το φασιστικό καθεστώς, αποκρύπτοντας και τις ευθύνες του, αλλά και την έπαρση της τότε ιταλικής ηγεσίας. Μέχρι την έναρξη του πολέμου οι ποταποί υμνωδοί του Μουσολίνι, περιφρονούσαν τους Έλληνες, βαυκαλίζονταν με στρατιωτικούς περιπάτους των οκτώ εκατομμυρίων λογχών, φούσκωναν τον λαό τους με ρωμαϊκές αυτοκρατορίες. Οι σημαντικότερες, όμως, σελίδες του βιβλίου δεν είναι οι ενδιαφέρουσες εκμυστηρεύσεις του Πράσκα, αλλά τα «Παραρτήματα» και δη το 7ο. Εκεί διαβάζουμε: (Εν περιλήψει).
Η ιταλική εφημερίδα « Il Tempo» στις 13 Ιουλίου 1944, δημοσίευσε τα πρακτικά της περίφημης σύσκεψης του Ανωτάτου Φασιστικού Συμβουλίου που έγινε στις 15 Οκτωβρίου 1940, στο Παλάτσο Βενέτσια και στο οποίο καθορίστηκαν οι γενικές γραμμές της εισβολής στην Ελλάδα. Μετέχουν: ο Μουσολίνι, ο Τσιάνο, γαμπρός του και ΥΠΕΞ, ο Πράσκα, ο Σοντού, ο Μπαντόλιο, ο Ροάττα (όλοι στρατηγοί) και ο Τζακομόνι, τοποτηρητής του καθεστώτος στην Αλβανία. Από τις συζητήσεις διαφαίνεται η κουφότητα, η αθλιότητα, η αλαζονεία, η ασυνειδησία αυτών των ανθρώπων. Μεταφέρω κάποιους διαλόγους:
«Μουσολίνι: Ποια είναι η κατάσταση του ηθικού του ελληνικού πληθυσμού;
Τζακομόνι: Φαίνεται ότι είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο.
Τσιάνο: Παρουσιάζεται μια σαφής, διαίρεση μεταξύ του πληθυσμού και μιας ηγετικής τάξεως πολιτικών και πλουτοκρατών. Η τελευταία διατηρεί ζωντανό το πνεύμα της αντιστάσεως και την αγγλοφιλία στη χώρα. Αυτή είναι μια ελάχιστη τάξη ανθρώπων πολύ πλουσίων, ενώ η άλλη (ο λαός) είναι αδιάφορη για όλα τα συμβαίνοντα, συμπεριλαμβανομένης και της εισβολής μας….
Μουσολίνι: Ποιο είναι το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών;
Πράσκα: Δεν είναι άνθρωποι που θα τους άρεσε να πολεμήσουν.
Μουσολίνι: Θα πρέπει να δούμε πως θα παρουσιάσουμε τα προσχήματα γι’ αυτήν την επιχείρηση…να σκηνοθετήσουμε ένα επεισόδιο.
Τζακομόνι: Εγώ μπορώ να κάνω κάτι στα σύνορα, όπως επεισόδια μεταξύ κατοίκων της Τσαμουριάς και των Ελληνικών αρχών. (Εμφανέστατος ο αείδουλος και προδοτικός ρόλων των Τσάμηδων. Αυτό πρέπει να προβληθεί, για να κατανοήσουν όλοι την ξεφτίλα των Αλβανών όταν μιλούν για Τσαμουριές).
Μουσολίνι: Όλα αυτά έχουν μια αμελητέα αξία για μένα και συνιστούν μια κάποια συγκάλυψη. Μολαταύτα είναι καλό να μπορέσετε να τα δημιουργήσετε σε τρόπο ώστε να δοθεί αφορμή για το άναμμα του φιτιλιού…
Τσιάνο: Πότε επιθυμείτε να λάβει χώρα το επεισόδιο;
Μουσολίνι: Στις 24 Οκτωβρίου.
Τσιάνο: Στις 24 να είστε βέβαιος ότι θα συμβεί.
Μουσολίνι: Πώς βλέπετε την πορεία προς την Αθήνα, αφού θα έχει καταληφθεί η Ήπειρος;
Πράσκα: Δεν βλέπω πολλές δυσκολίες. Αρκεί μια δύναμη 5 ή 6 Μεραρχιών επιπλέον των υπαρχόντων. (Σύμφωνα με τον Ιταλό κριτικό Α. Τόστι και στο σύγγραμά του «ο πόλεμος που δεν έπρεπε να γίνει», η εκστρατεία κατά της Ελλάδας: «Απορρόφησε και καταπόνησε 30 Μεραρχίες με 700.000 άνδρες, 90.000 κτήνη και 17.000 αυτοκίνητα και στοίχισε 14.000 νεκρούς, 51.000 τραυματίες και 25.000 αιχμαλώτους και αγνοουμένους και υπέρ τους 12.000 αχρηστευθέντες από κρυοπαγήματα»).
Από τα πρακτικά της ιστορικής εκείνης συσκέψεως εξάγονται κάποια συμπεράσματα:
Πρώτον: Οι υπερφίαλοι Ιταλοί υποτιμούν και περιφρονούν την αξία (το αξιόμαχο) και την φιλοπατρία του λαού μας. Όπως και οι τωρινοί οχτροί.
Δεύτερον: Διακρίνουν «μια διαίρεση» του απλού λαού και της ηγετικής τάξης (πολιτικοί – πλουτοκράτες). Όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα. Μόνο που ο αδιάφορος για τους Ιταλούς αυτός λαός, κατασκοτώθηκε στην Βόρειο Ήπειρο, δείχνοντας στην γονατισμένη Ευρώπη ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες. (Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού σύμφωνα με το Γ.Ε.Σ. ήταν: 13.752 νεκροί, 62.663 τραυματίες – από τους οποίους περίπου 25.000 παγόπληκτοι – 3.955 αγνοούμενοι και αιχμάλωτοι).
Τρίτον: Φασιστικά (ή κεμαλοφασιστικά) καθεστώτα θεωρούν τους λαούς «κρέας για μακέλεμα». Και σήμερα που γειτνιάζουμε με τέτοια τυχοδιωκτικά κράτη, οφείλουμε να καλλιεργήσουμε το πνεύμα αυτοθυσίας και αντίστασης του λαού μας. Όλοι μαζί οι Έλληνες, πλην της ηγετικής τάξης των κηφήνων και των ποικιλώνυμων Γραικύλων.
Κλείνω μ’ ένα ηρωικό γεγονός που διασώζει ο Σ. Μυριβήλης και το ανέφερε κατά την πανηγυρική ομιλία του στην Ακαδημία Αθηνών, το 1960:
«Πολύς κόσμος έτρεχε να δώσει αίμα τις ημέρες του πολέμου. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά που περίμεναν τη σειρά τους. Μια μέρα, ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε στη σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.
Εσύ παππούλη τι θέλεις εδώ; Ήρθα, κι εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα. Ο γιατρός τον κοίταξε με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιο ζωηρή. Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γέρος, το αίμα είναι καθαρό, και ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιους. Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Μου είπαν πως οι δύο πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα μου, θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους, γιατί δεν θα ‘χουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κι εγώ το δικό μου. Άιντε, πήγαινε γέρο, μου είπε κι ας είναι για την ψυχή των παιδιών μας. Κι εγώ σηκώθηκα και ήρθα».
Γι’ αυτό νικήσαμε, γιατί πολεμούσε όλος ο λαός. Την πιο μεγαλειώδη μάχη την κέρδισαν οι…άμαχοι.
ΥΓ. Να υπενθυμίσω ότι στο βιβλίο γλώσσας της Ε’ Δημοτικού, στο σχετικό αφιέρωμα για την εθνική επέτειο, περιέχεται κείμενο με τον εξής τίτλο: « Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο» και υπότιτλο«και εμείς πήγαμε στο υπόγειο». Την ημέρα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 ξέρουμε ότι ο λαός ξέσπασε, πανηγύριζε, ξεχύθηκε στους δρόμους ανεμίζοντας γεμάτος χαρά, την γαλανόλευκη. Οι καντιποτένιοι του αφελληνισμού μαγαρίζουν την γιορτή με κείμενα δειλίας, φόβου και ηττοπάθειας…
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς