Γράφει ο Αρχιμ. Συμεών Αναστασιάδης.
Με τη γέννηση του Θεανθρώπου γίνεται ουσιαστικά και οριστικά η σύγκρουση και η τελική κατάργηση δύο διαφορετικών αντιλήψεων για τη ζωή, του πλούτου και της πτωχείας.
Η σύγκρουση αυτή ενώ γίνεται ειρηνικά και σιωπηλά, με τρόπο μυστικό, παρόλα αυτά είναι καθοριστική για την ανθρώπινη φύση.
Μέσα από το απλό, απέριττο, ταπεινό και άδοξο σπήλαιο της Βηθλεέμ εγκαινιάζεται ένα νέο ήθος, το ασκητικό, που θα ανοίξει τους ορίζοντες του νέου είναι. Τα πρόσωπα που εκπροσωπεύουν τις δύο αυτές τάξεις είναι οι γνωστοί σε όλη την οικουμένη Μάγοι και Ποιμένες που αξιώθηκαν να πληροφορηθούν με θεία νεύση την γέννηση του Θεανθρώπου.
Η συνύπαρξη στη Φάτνη Μάγων και Ποιμένων, δηλαδή με άλλα λόγια πλουσίων και πτωχών, ενδόξων και ασήμων, και η προσκύνηση απ’ αυτούς του Θείου Βρέφους σημαίνει για την πολύπαθη ταξική ανθρωπότητα μία ελπίδα, ένα νέο πολίτευμα, μία νέα Βασιλεία που δεν ομοιάζει σε τίποτα με τις έως τότε γνωστές τυραννικές εξουσίες.
Και ενώ το Θείο Βρέφος είναι ακόμη μικρό και ανήμπορο για να αρθρώσει λόγο, ωστόσο, με τον τρόπο της γέννησής του και την πλήρη πτωχεία του, εξαγγέλλει ήδη ένα νέο πολίτευμα: την εν Χριστώ ζωή και Βασιλεία, το πολίτευμα των Ουρανών, που βασίζεται στην ταπείνωση, την αγάπη και την ισότητα των ανθρώπων.
Αν υποθέσουμε ότι ο γεννηθείς ένσαρκος Λόγος δεχόταν μόνο τους πτωχούς Ποιμένες, θα υπήρχε ο κίνδυνος να θεωρηθεί ως ένας κοινωνικός επαναστάτης εναντίων των πλουσίων. Αν πάλι δεχόταν μόνον τους πλούσιους Μάγους, θα φαινόταν ότι γεννήθηκε ακόμη ένας βασιλέας που, όπως και τόσοι άλλοι, είναι κι αυτός απόμακρος από τους απλούς και πτωχούς ανθρώπους. Θα υπήρχε ο κίνδυνος η σωτηρία να θεωρηθεί ταξική και όχι γενική.
Οι Μάγοι θα μπορούσαν να απορρίψουν το νέο Βασιλέα και να μην καταθέσουν στο σπαργανωμένο Βρέφος τα βασιλικά δώρα ξαναγυρίζοντας στην Περσία απογοητευμένοι από το θέαμα που αντίκρυσαν στο σπήλαιο και στη φάτνη.
Κι όμως του προσφέρουν ευλαβικά τα τρία βαρύτιμα δώρα, «χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν» , σύμβολα του βασιλικού, μεσσιανικού και προφητικού αξιώματος, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του μικρού βρέφους το μεγαλείο της θεότητας. Φυσικά όλα αυτά που συνέβησαν εκείνη τη νύκτα στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, ήταν τόσο περίεργα και ανεξήγητα, που έκαναν τον μεν Ιωσήφ δικαιολογημένα να απορεί, η δε Μαρία, όπως μας λέγει ο ευαγγελιστής, «συνετήρει τὰ ῥήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» .
Οι σοφοί Μάγοι δεν σκανδαλίζονται καθόλου από το θέαμα της πενίας και της αδοξίας. Αντίθετα, διδάσκονται από αυτό. Διδάσκονται στην ουσία ένα νέο «κοινωνικό γίγνεσθαι» που εισάγει ήδη από την ημέρα της γεννήσεώς του ο νέος Βασιλιάς, πριν ακόμη κηρύξει δημοσίως τη νέα διδασκαλία, που επρόκειτο να αλλάξει τον ρουν της ανθρωπότητας. Η πτωχή και απέριττη φάτνη γίνεται το μυστικό διδασκαλείο για τους σοφούς Μάγους.
Μέσα της θα αισθανθούν ως άσοφοι και θα καθίσουν στο ίδιο θρανίο με τους αγράμματους Ποιμένες, για να διδαχθούν ότι ο πλούτος ο αληθινός είναι κάτι άλλο από αυτό που έως τώρα γνώριζαν, είναι ο πλούτος των χαρισμάτων, ο εσωτερικός πλούτος, ότι η τιμή και η δόξα δεν βρίσκεται στα παρόντα αλλά στα μέλλοντα.
Έτσι, με έναν τρόπο μοναδικό και συνάμα μυστηριακό, η ασήμαντη φάτνη γίνεται ξαφνικά ο οικουμενικός εκείνος άμβωνας από τον οποίο θα κηρυχθεί πανηγυρικά η κατάργηση των τάξεων. Πλούσιοι και πτωχοί, σοφοί και άσοφοι, ένδοξοι και άδοξοι γίνονται δεκτοί από τον νέο Βασιλέα και κατά συνέπεια και στη μέλλουσα αιώνια Βασιλεία του, αρκεί να απαγκιστρωθούν αμφότεροι από τον εγωισμό και τον υλόφρονα λογισμό τους και να πιστέψουν «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» σ’Αὐτόν.
Οι μάγοι προσφέρουν δώρα βασιλικά, πολύτιμα και οι Ποιμένες προσφέρουν το «θαύμα». Και τα δύο ωστόσο γίνονται δεκτά από το θείο βρέφος χωρίς να υποτιμώνται τα δεύτερα από τα πρώτα. Ο νέος Βασιλέας δεν κάνει διακρίσεις. Δέχεται ως πολύτιμο ακόμη και το πιο ελάχιστο, αρκεί να δίδεται ως αποτέλεσμα της αγαθής προαιρέσεως από ταπεινή και καθαρή καρδιά.
Ο Θεός, Πατέρας και Δημιουργός, πολυεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος, δεν αφήνει την ανθρώπινη φύση στην κατάντια της πτώσεως, παίρνει σάρκα και οστά «ἵνα θεώσῃ καί πλουτίσῃ τόν πτωχεύσαντα».
Ο Μεσσίας Χριστός, ο Νέος Αδάμ, φανερώνοντας τον αληθινό πλούτο, τον εσωτερικό, τον πλούτο της καρδιάς, λυτρώνει τελικά και τον πλούσιο από τον πλούτο του και τον πτωχό από την πτωχεία του. Διότι και οι δύο καταστάσεις αποτελούν συνέπειες τῆς «πικροτάτης βρώσεως» καί πρέπει νά θεραπευθοῦν.
Έτσι, λοιπόν, για να λυτρώσει ο Θεός τον άνθρωπο από αυτήν την αθλιότητα, από το αδιέξοδό της αδικίας του και να υψώσει προς τα άνω όλους εκείνους, που είναι ταπεινωμένοι στη γη, παίρνει σάρκα και οστά αντιστρέφοντας την πυραμίδα του κοσμικού είναι προς τα κάτω. Εγκαθιστά την έσχατη τελειότητα.
Κορυφή αυτής της ανεστραμμένης πυραμίδας έγινε ο ίδιος ο Χριστός ως κεφαλή του σώματος της «καινῆς» πλέον κτίσεως, που εγκαινιάζεται με την ενσάρκωση και θα κορυφωθεί με την ανάληψη. Με την πορεία αυτή προς τα κάτω, προς τον πυθμένα της ανεστραμμένης πυραμίδας, ο Χριστός κάνει κάτι φοβερό και αδιανόητο: την μεγαλύτερη κοινωνική επανάσταση, που θα ανατρέψει την ταξική κοινωνία. Αργότερα ο απόστολος των Εθνών θα κηρύξει τη συγκλονιστική για την εποχή καινοτομία: «Ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ» .
Η ενσωμάτωση δια του βαπτίσματος στο Σώμα του Χριστού (την Εκκλησία) σημαίνει και την κατάργηση όλων των κοινωνικών διακρίσεων. Την επίβαση της θεωρείας (της διδασκαλίας) την βλέπουμε στην πράξη της εκκλησίας η καλύτερα στους καρπούς και εκφραστές της Εκκλησίας του Χριστού, που δεν είναι άλλοι παρά οι ανά τους αιώνες άγιοί μας.
Οι άγιοι της Εκκλησίας ασυμβίβαστοι με την πνευματική μεμψιμοιρία και την ψυχική διαφθορά της εποχής τους, συγκρούονται με την εξουσία, τους ισχυρούς της γης, τα κατεστημένα, αγνοώντας τις διώξεις, τους κατατρεγμούς, το φθόνο και το μίσος εναντίον τους.
Ενδεικτικά αναφέρουμε την στάση του αγίου Ιωάννου του Χυσοστόμου. Γράφει για το φαινόμενο αυτό: «Πολλά τά κύματα, ἀλλ’ οὐ δεδοίκαμεν μή καταποντισθῶμεν. Ἐπί γάρ τῆς πέτρας ἐστήκαμεν» .
Πολλές οι δυσκολίες, αλλά δεν φοβηθήκαμε μήπως και χαθούμε γιατί σταθήκαμε πάνω σε πέτρα. Και η πέτρα αυτή ήταν η μεγάλη τους αγάπη για το Θεό και τους συνανθρώπους τους.
Για την αγάπη του Θεού και των ανθρώπων, ο άγιος Ιωάννης, πρότυπο αγωνιστικότητας και τιμιότητας, πεθαίνει στην εξορία, επειδή ελέγχει με γλώσσα σκληρή, την διεφθαρμένη και αντιλαϊκή συμπεριφορά και πολιτική κι αυτής ακόμη της αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Πολλά παρόμοια παραδείγματα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, αλλά δεν είναι του παρόντος.