Γράφει ο Κωνσταντίνος Χολέβας.
Το Ορθόδοξο Χριστιανικό και πατριωτικό φρόνημα των επαναστατών του 1821 καταδεικνύει αριστοτεχνικά με τα κείμενά του ο Στρατηγός Ιωάννης Μκρυγιάννης. Γεννήθηκε το 1797 σε ένα χωριό κοντά στο Λιδωρίκι Φωκίδος και πέθανε το 1864 στην Αθήνα. Μετέσχε σε πολλές μάχες του Αγώνος και πρωτοστάτησε στις 3 Σεπτεμβρίου 1843 στην εξέγερση που είχε ως αποτέλεσμα την παραχώρηση Συντάγματος από τον Βασιλέα Όθωνα.
Η ελληνορθόδοξη συνείδησή του εκφράζεται γλαφυρά, παρά την έλλειψη στοιχειώδους παιδείας, στα δύο κείμενα που μάς άφησε. Το πρώτο βιβλίο είναι τα Απομνημονεύματα, τα οποία εξυμνήθηκαν από τον Νομπελίστα ποιητή μας Γιώργο Σεφέρη. Το δεύτερο, το οποίο εξεδόθη το 1983, έλαβε από τον επιμελητή τον τίτλο «Οράματα και Θάματα» και αναφέρεται στην περίοδο μετά την Ελληνική Επανάσταση.
Στο τέλος των Απομνημονευμάτων γράφει τα εξής χαρακτηριστικά που καθιστούν εμφανή τον σεβασμό του στην πατρίδα και στη θρησκεία:
«Κι ὅσα σημειώνω τὰ σημειώνω γιατί δὲν ὑποφέρω νὰ βλέπω τὸ ἄδικο νὰ πνίγει τὸ δίκιο. Γιὰ κεῖνο ἔμαθα γράμματα στὰ γεράματα καὶ κάνω αὐτὸ τὸ γράψιμο τὸ ἀπελέκητο, ὅτι δὲν εἶχα τὸν τρόπον ὄντας παιδὶ νὰ σπουδάξω: ἤμουν φτωχὸς κι ἔκανα τὸν ὑπηρέτη καὶ τιμάρευα ἄλογα, κι ἄλλες πλῆθος δουλειὲς ἔκανα, νὰ βγάλω τὸ πατρικό μου χρέος ποὺ μᾶς χρέωσαν οἱ χαραμῆδες, καὶ νὰ ζήσω κι ἐγὼ σὲ τούτη τὴν κοινωνία, ὅσο ἔχω τ᾿ ἀμανέτι τοῦ Θεοῦ στὸ σῶμα μου. Κι ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κάμει νεκρανάσταση στὴν Πατρίδα μου, νὰ τὴ λευτερώσει ἀπὸ τὴν τυραγνία τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κι ἐμένα νὰ δουλέψω κατὰ δύναμη, λιγότερον ἀπὸ τὸν χερότερο πατριώτη μου Ἕλληνα. Γράφουν σοφοὶ ἄντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι, καὶ ξένοι διαβασμένοι γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἕνα πρᾶμα μόνο μὲ παρακίνησε κι ἐμένα νὰ γράψω: ὅτι τούτη τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ κι ἀμαθεῖς, καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοί, καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοί, καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι. Ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσομεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζὶ νὰ τὴ φυλᾶμε κι ὅλοι μαζί, καὶ νὰ μὴ λέγει οὔτε ὁ δυνατὸς «ἐγώ», οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ λέγει ὁ καθεὶς «ἐγώ»; ὅταν ἀγωνιστεῖ μόνος του καὶ φκιάσει ἢ χαλάσει, νὰ λέγει «ἐγώ»· ὅταν ὅμως ἀγωνίζονται πολλοὶ καὶ φκιάνουν, τότε νὰ λένε «ἐμεῖς». Εἴμαστε στὸ «ἐμεῖς» κι ὄχι στὸ «ἐγώ». Καὶ στὸ ἑξῆς νὰ μάθομε γνώση, ἂν θέλομε νὰ φκιάσομε χωριὸ νὰ ζήσομε ὅλοι μαζί. Ἔγραψα γυμνὴ τὴν ἀλήθεια, νὰ ἰδοῦνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ν᾿ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν πατρίδα τους, γιὰ τὴ θρησκεία τους· νὰ ἰδοῦνε καὶ τὰ παιδιά μου καὶ νὰ λένε: «Ἔχομε ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομε θυσίες -ἂν εἶναι ἀγῶνες καὶ θυσίες. Καὶ νὰ μπαίνουν σὲ φιλοτιμία καὶ νὰ ἐργάζονται στὸ καλό της πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καὶ τῆς κοινωνίας- ὅτι θὰ εἶναι καλὰ δικά τους.»
Ο Μακρυγιάννης όπως και όλοι οι αγωνιστές είχε συνείδηση της διαχρονικής συνέχειας του Ελληνισμού. Ο σεβασμός του στην Αρχαία Ελλάδα φαίνεται από την ακόλουθη διήγησή του:
«Εἶχα δυὸ ἀγάλματα περίφημα, μία γυναῖκα κι ἕνα βασιλόπουλο, ἀτόφια -φαίνονταν οἱ φλέβες, τόση ἐντέλειαν εἶχαν. Ὅταν χάλασαν τὸν Πόρο, τὰ ῾χαν πάρει κάτι στρατιῶτες, καὶ στ᾿ Ἄργος θὰ τὰ πουλοῦσαν κάτι Εὐρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν […]. Πῆρα τοὺς στρατιῶτες, τοὺς μίλησα: ῾Αὐτά, καὶ δέκα χιλιάδες τάλαρα νὰ σᾶς δώσουνε, νὰ μὴν τὸ καταδεχτεῖτε νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν πατρίδα μας. Γι᾿ αὐτὰ πολεμήσαμε.»
Γι’ αυτά πολέμησαν οι αγωνιστές του 1821. Για την Αρχαία Ελλάδα, για τη Βυζαντινή Ρωμηοσύνη, αλλά και για τη διαφύλαξη της Ορθοδοξίας μας. Ο Μακρυγιάννης αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ευλαβούς Ορθοδόξου. Πίστευε, όπως οι περισσότεροι αγωνιστές, στη Θεία Πρόνοια. Η ακόλουθη συνομιλία του με τον Γάλλο Ναύαρχο Δεριγνύ στους Μύλους της Αργολίδος είναι αποκαλυπτική του ήθους του 1821:
«Ἐκεῖ πού ῾φκιανα τὶς θέσεις στοὺς Μύλους, ἦρθε ὁ Ντερνὺς νὰ μὲ ἰδεῖ: Μοῦ λέγει:
»- Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτὲς οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες· τί πόλεμο θὰ κάνετε μὲ τὸν Μπραΐμη αὐτοῦ;
»Τοῦ λέγω:
»- Εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσες κι ἐμεῖς. Ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς προστατεύει, καὶ θὰ δείξομε τὴν τύχη μας σ᾿ αὐτὲς τὶς θέσες τὶς ἀδύνατες. Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι στὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ᾿ ἕναν τρόπο· ὅτι ἡ τύχη μας ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος παλαιόθε καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε. Τρῶνε ἀπὸ μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά. Καὶ οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν. Καὶ ὅταν κάνουν αὐτήνη τὴν ἀπόφαση, λίγες φορὲς χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν. Ἡ θέση ὅπου εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη. Καὶ θὰ ἰδοῦμε τὴν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μὲ τοὺς δυνατούς.
»- Τρὲ μπιέν, λέγει κι ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος».
Είμαστε αδύνατοι, αλλά είναι δυνατός ο Θεός μας, διδάσκει ο Μακρυγιάννης. Και με αυτή την πίστη νίκησε τον Ιμπραήμ. Ενδιαφέρον δίδαγμα και για τους σύγχρονους Έλληνες. Με πίστη στον Θεό και επίγνωση της Ιστορίας μας θα γίνουμε πιο δυνατοί για να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες!
Άρθρο στην ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 21.3.2018