Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Η Βυζαντινή Μικρά Ασία
Γεωγραφία
Η Μικρά Ασία υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους τόπους ανάπτυξης του ανθρωπίνου πολιτισμού ήδη από την αρχαιότητα. Η χερσόνησος αυτή έχει επιπλέον υψηλή στρατηγική σημασία, όμως πέρασμα από την Ευρώπη προς την Ασία (και αντιστρόφως) και έδρα ελέγχου του Ευξείνου Πόντου και της Ανατολικής Μεσογείου θάλασσας. Περιβρέχεται από τρεις πλευρές με θάλασσα (Εύξεινος Πόντος, Αιγαίο πέλαγος, Παμφύλιο και Κιλίκιο πελάγη) και χωρίζεται από τη λοιπή Ασία με την οροσειρά του Ταύρου και τα μεγάλα όρη της Αρμενίας, της Καρδουχίας (Κουρδιστάν) και της Υπερκαυκασίας.
Η Μικρά Ασία υπήρξε πολυάνθρωπη, με δεκάδες διαφορετικούς λαούς να κατοικούν σε αυτή και πολλούς ακόμη να έρχονται να την αποικήσουν ή να την κατακτήσουν. Υπήρξε το λίκνο πολλών πολιτισμών (Χετταίοι, Λυδοί, Φρύγες, Τρώες) και πεδίο δράσης λαμπρό για άλλους, εξωτερικούς αυτής. Από τους χαρακτηριστικότερους της τελευταίας κατηγορίας ήταν ο ελληνικός. Από νωρίς οι Έλληνες διέσχισαν το Αιγαίο και ίδρυσαν πόλεις στις δυτικές ακτές, και αργότερα και στις βόρειες και νότιες, με αποτέλεσμα τα παράλια να καταστούν ελληνικές χώρες. Μετά τις αλεξανδρινές κατακτήσεις και την παγίωση των ελληνιστικών βασιλείων ο Ελληνισμός εισχώρησε σε όλη τη Μικρά Ασία, αφομοιώνοντας πολλούς λαούς. Η εξελληνιστική διαδικασία συνεχίστηκε απρόσκοπτα τη ρωμαϊκή εποχή. Η Μικρά Ασία υπήρξε, τέλος, ο κορμός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Από την αλεξανδρινή κατάκτηση (4ος αιώνας π.Χ.) μέχρι την έλευση των Τούρκων (11ος αιώνας μ.Χ.) μπορεί κανείς να χωρίσει τη Μικρά Ασία σε δύο πολιτιστικούς χώρους: ο πρώτος αποτελείται από τη δυτική ενδοχώρα μέχρι την Αλμυρά Έρημο και τα παράλια. Ο δεύτερος, από την κεντρική και ανατολική ενδοχώρα. Ειδοποιός διαφορά των δύο αυτών περιοχών είναι η επίδραση του Ελληνισμού. Στον πρώτο συναντούσε κανείς πολυαρίθμους εθνικά ελληνικούς ή ελληνοφώνους πληθυσμούς και τον ελληνορωμαϊκό (ευρωπαϊκό) τρόπο ζωής και κοινωνικής οργάνωσης. Στο δεύτερο αντίθετα οι ελληνικές εγκαταστάσεις και μεταναστεύσεις υπήρξαν σπάνιες και ο χαρακτήρας ήταν βαθιά ασιατικός. Ο ελληνικός πολιτισμός, η γλώσσα και ο τρόπος ζωής είχαν μικρή επίδραση. Στον πρώτο χώρο η οικονομία ήταν εν πολλοίς αστική, με κινητήρια δύναμη το εμπόριο και την ναυτιλία, ενώ στο εσωτερικό κυριαρχούσε η γεωργία.
Γενικά, η κεντρική και ανατολική Μικρά Ασία περιελάμβαναν τις αρχαίες χώρες της Γαλατίας, Μεγάλης Φρυγίας, Λυκαονίας, Καππαδοκίας (Μεγάλης και Ποντικής) και Μικρής Αρμενίας, που αντιστοιχούσαν στα βυζαντινά θέματα Ανατολικών, Βουκελλαρίων, Καππαδοκίας, Χαρσιανού, Κολωνείας, Λυκανδού, Σεβαστείας και Μεσοποταμίας.
Θρησκεία
Ο χριστιανισμός και ιδίως η Ορθοδοξία διαμορφώθηκε δογματικά και θεολογικά μέσα στο πλαίσιο της ελληνιστικής Ανατολής. Τα πρώτα και μεγαλύτερα κέντρα του δημιουργήθηκαν στη δυτική Μικρά Ασία , ενώ Έλληνες Πατέρες επεξεργάστηκαν το περιεχόμενο της νέας θρησκείας σε συνδυασμό με την αρχαία φιλοσοφία. Παρότι αρκετοί από αυτούς τους ιεράρχες είτε προήλθαν είτε έδρασαν στην εσωτερική Μικρά Ασία, το πολιτιστικό περιβάλλον της περιοχής δεν ευνόησε την εξάπλωση του ελληνοπρεπούς χριστιανισμού. Η ελλιπώς εξελληνισμένη Εγγύς Ανατολή έγινε μήτρα αιρέσεων, και η μικρασιατική ενδοχώρα αποτέλεσε εξαιρετικά πρόσφορο έδαφος για τέτοια φαινόμενα. Εκεί, στα όρια με τον περσικό και τον αραβικό-ισλαμικό κόσμο, από τις ασιατικές αντιλήψεις ξεπήδησαν τα δόγματα των Μαρκιωνιστών, των Καθαρών και άλλων μανιχαϊστικών, γνωστικών ομάδων, όπως και των Αρμενίων Μονοφυσιτών. Ήταν η ανατολική Μικρά Ασία που αγκάλιασε την Εικονομαχία. Εκεί άνθισε το εχθρικό, αιρετικό κράτος των Παυλικιανών τον 9ο αιώνα.
Παρά την κρατική αντίδραση, οι αιρέσεις άντεξαν. Η ανατολική Μικρά Ασία, λόγω της διαρκούς όσμωσης με τους ασιατικούς πολιτισμούς και ιδίως τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ, ανέπτυξε μία ξεχωριστή θρησκευτική συνείδηση. Όταν λοιπόν οι στρατιές των Σελτζούκων εισήγαγαν εκεί το Κοράνι, το έδαφος ήταν πρόσφορο για να γεννηθούν νέες, ιδιαίτερες, καινοφανείς θεάσεις του Ισλάμ.
Η έλευση του Ισλάμ και οι Αδελφότητες
Η τουρκομουσουλμανική κατάκτηση της Μικράς Ασίας ήταν μία αργή και επίπονη διαδικασία, ένεκα της βυζαντινής αντίστασης. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι κατ’ αρχάς εδραιώθηκαν στο εσωτερικό χώρο. Εκεί, οι προϋπάρχουσες πολιτιστικές ιδιομορφίες αναμείχθηκαν με το Ισλάμ και μέσω των προσηλυτισμών και του συγκρητισμού γεννήθηκαν νέα δόγματα και άνθισαν νέοι θεσμοί: οι μουσουλμανικές αδελφότητες.
Η κατάκτηση των Σελτζούκων
Η πορεία των Σελτζούκων Τούρκων είναι γνωστή. Ορμώμενοι από την κεντρική Ασία, κινήθηκαν προς τη Δύση μέσω Ιράν και Μικράς Ασίας. Υπέταξαν το παρηκμασμένο Χαλιφάτο και δημιούργησαν μία κραταιά μουσουλμανική αυτοκρατορία. Από το 1040 και ύστερα άρχισαν να περικόπτουν βυζαντινά εδάφη και να κάνουν καταστροφικές επιδρομές. Η βυζαντινή αντίδραση υπήρξε αποτυχημένη: το 1071 ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ υπέστη τραγική συντριβή στο Μαντζικέρτ. Τα επόμενα 10 χρόνια, σχεδόν ανεμπόδιστα οι Σελτζούκοι κυρίευσαν τη Μικρά Ασία, σπέρνοντας την καταστροφή. Στη Νίκαια ίδρυσαν το Σουλτανάτου του Ρουμ (της Ρωμανίας-Βυζαντίου), απειλώντας την αυτοκρατορία με αφανισμό. Το 1081 ανήλθε στο βυζαντινό θρόνο η δυναστεία των Κομνηνών, που ξεκίνησε την αντεπίθεση καρπός της οποίας ήταν η ανάκτηση της δυτικής και παράκτιας Μικράς Ασίας. Οι Τούρκοι όμως (Σελτζούκοι, Δανισμενδίδες, Τουρκομάνοι) εδραιώθηκαν αμετακίνητοι στο εσωτερικό. Μετά τη βυζαντινή ήττα στο Μυριοκέφαλο (1176) η τουρκική προέλαση άρχισε ξανά. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1204 από τους Σταυροφόρους, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας επωμίστηκε τη βυζαντινή άμυνα με επιτυχία. Η ανάκτηση όμως της Πόλης το 1261 μετέφερε το κέντρο ενδιαφέροντος στην Ευρώπη, η Μικρά Ασία παραμελήθηκε και σύντομα οι Τούρκοι έφθασαν στο Αιγαίο και την Προποντίδα. «Η πάσα Ανατολή» αιχμαλωτίστηκε.
Το νέο καθεστώς και οι εξισλαμισμοί
Η έλευση των Σελτζούκων έφερε τρόμο, εξανδραποδισμό και θάνατο. Μετά τη σταθεροποίηση όμως της νέας εξουσίας και της επιβολής της τάξης, φάνηκε ότι οι Τούρκοι είχαν διάθεση για ειρηνική διακυβέρνηση. Αντίθετα με τους Βυζαντινούς, οι Τούρκοι δεν ενδιαφέρονταν δογματικά θέματα, κάτι που εξίσωσε τους ελληνορθοδόξους με τους αποκλίνοντες. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η καταβολή του κεφαλικού φόρου, ο οποίος ήταν ελαφρύτερος από τη βυζαντινή φορολογία. Η ήπια οικονομική πολιτική και η θρησκευτική ευελιξία βοήθησε στον προσεταιρισμό μέρους του πληθυσμού και στην ανοχή των υπολοίπων. Υπονόμευσε δε τη βυζαντινή κυριαρχία, αφού οι χωρικοί συχνά προτιμούσαν τον ελαφρύτερο τουρκικό έλεγχο.
Όπως κάθε χώρα που βρέθηκε υπό το ξίφος και το σκήπτρο του Ισλάμ, έτσι και η Μικρά Ασία άρχισε να εξισλαμίζεται. Αυτό έγινε με διαφόρους τρόπους. Διαρκώς τουρκομανικές φυλές έρχονταν από την ανατολή και εγκαθίσταντο στη γη που παλαιά κατοικούσαν εξολοθρευμένοι ή εκδιωγμένοι χριστιανοί. Ο κυριότερος όμως παράγων ήταν οι προσηλυτισμοί των εντοπίων. Οι προύχοντες αλλαξοπιστούσαν για να κερδίσουν την εύνοια των νέων κυβερνητών, οι δε πτωχοί για να απαλλαγούν από τον κεφαλικό φόρο και να πάψουν να είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Όταν γίνονταν μικτοί γάμοι, τα παιδιά γίνονταν συνήθως μουσουλμάνοι. Συχνά πυκνά, ανάλογα με την ηγεμόνα, γίνονταν και βίαιοι εξισλαμισμοί, και έτσι πολλοί χριστιανοί υπέκυπταν για να μη χάσουν τη ζωή τους. Έτσι, με την πάροδο των αιώνων, η πλειονότητα του μικρασιατικού πληθυσμού απέβαλε τη χριστιανική πίστη για τη μουσουλμανική.
Οι μουσουλμανικές αδελφότητες και ο σουφισμός
Για τη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης των ανθρώπων, ο τρόπος λατρείας έχει πολύ σημαντική θέση, μαζί με τις βασικές αρχές και τα δόγματα της πίστης. Το αν η λατρεία είναι λιτή ή μεγαλοπρεπής, συμμετοχική ή απόμακρη, μυστηριακή ή πραγματιστική, έχει μεγάλη επίδραση στο αν θα ταυτιστεί ο πιστός.
Στο «ορθόδοξο» σουνιτικό Ισλάμ, η λατρεία είναι εξαιρετικά απλή. Δεν υπάρχουν μυστήρια ούτε θεσμοί θεοφόρου ιεροσύνης ή αγιότητας. Οι ακολουθίες στο τέμενος είναι τελετές προσευχής, όπου ο πιστός παθητικά προσκυνά στο άκουσμα του ιμάμη. Ένα τέτοιο περιβάλλον όμως φάνηκε πολύ φτωχό για πολλούς κατοίκους της Μικράς Ασίας, οι οποίοι είχαν συνηθίσει στη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια των χριστιανικών ακολουθιών, τη μελωδία των ψαλμών και τη ζέση του κηρύγματος, ενώ απέδιδαν μεγάλη τιμή στους αγίους, τους υπεράνθρωπα εγκρατείς ασκητές και τους αγγέλους, των οποίων τη μεσιτεία και βοήθεια ζητούσαν σε κάθε δύσκολη στιγμή.
Εκεί είναι που ήλθαν οι αδελφότητες (τουρκιστί tarikat), ομάδες πιστών, συσπειρωμένες γύρω από έναν «άγιο» διδάσκαλο (σεΐχης, δερβίσης κ.α.). Είχαν τελετές ζωηρές, με μουσική, χορό και τραγούδι. Η θρησκευτική εμπειρία ήταν βιωματική, οι διδάσκαλοι προσιτοί οδηγοί, κομμάτι του λαού. Κάθε αδελφότητα είχε διαφορετική φιλοσοφία και πίστη, όμως στην περίπτωση μας γενικά αντλούσαν τις βάσεις τους από το σουφισμό. Ο σουφισμός (στα περσικά tasawwuf, η διαδικασία να γίνει κανείς σοφός) ήταν ένα φιλοσοφικό και θρησκευτικό ρεύμα το οποίο πίστευε ότι η απόλυτη αλήθεια του Θεού προσεγγίζεται από όλες τις μεταφυσικές παραδόσεις. Έτσι, επί της ισλαμικής βάσης αναμείχθηκαν ελληνιστικά, χριστιανικά και αρχαία ανατολικά στοιχεία, αντιλήψεις και διδάγματα. Στην περίπτωση της Μικράς Ασίας, σε αυτά προστέθηκαν και η αρχαία τουρκική ειδωλολατρία και η κουρδική αγγελολατρεία. Συχνά οι αδελφότητας αυτές δέχονταν σιτικά δόγματα, περί της νομιμότητας του γαμπρού του Μωάμεθ, Αλί, και όχι των σουνιτών χαλιφών στην ηγεσία του Ισλάμ (εξ ου και οι όροι Αλεβίτες και Αλαουίτες). Τέλος, στους πληθυσμούς οι οποίοι ήταν χριστιανικοί πριν τον εξισλαμισμό τους, διατηρήθηκε η απόδοση τιμής στους αγίους (Παναγία, Άγιος Γεώργιος κ.α.), που μέχρι σήμερα έχει εξέχουσα θέση στο λαϊκό Ισλάμ της Τουρκίας. Οι σούφι, υπό την καθοδήγηση ενός διδασκάλου οδηγούνται στην ενδοσκόπηση και στην άσκηση σκοπεύοντας στην αποβολή του εγωισμού, την κάθαρση και την ένωση με την αλήθεια και το θείο έρωτα. Εξαιρετικές είναι οι ομοιότητες με τον ορθόδοξο μοναχισμό-ασκητισμό. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, η αμεσότητα, η δογματική ελαστικότητα και ο συγκρητισμός, έκαναν τις αδελφότητες αγαπητές στις λαϊκές, αγροτικές μάζες της μικρασιατικής υπαίθρου, ιδίως στην ανατολή. Οι αδελφότητες βοήθησαν εξαιρετικά στο να επιταχυνθεί ο εξισλαμισμός των χριστιανικών λαών της περιοχής.
Οι αδελφότητες των Μεβλεβήδων και των Μπαμπάδων Δερβίσηδων
Η ύστερη μεσαιωνική Μικρά Ασία έγινε γενέτειρα πολλών σημαντικών αδελφοτήτων-«μοναστικών» ταγμάτων. Κορυφαίος σούφι υπήρξε ο Τζελαλεντίν Ρούμι, που έφθασε στο Ικόνιο στις αρχές του 14ου αιώνα από την κεντρική Ασία. Υπήρξε πολυγραφότατος, πολύγλωσσος και ελληνιστής, μέχρι σήμερα δεν αναγνωρίζεται από ακαδημαϊκούς και φιλολόγους ως ένας από τους καλύτερους ποιητές του ισλαμικού Μεσαίωνα, ακόμη και όλων των εποχών. Οι μαθητές του τον αποκαλούσαν mevlana, δάσκαλο. Έτσι, ο κύκλος των μαθητών που εξελίχθηκε σε αδελφότητα ονομάστηκαν Μεβλεβήδες δερβίσηδες, που είναι μέχρι σήμερα ονομαστοί για τον περιστρεφόμενο χορό τους, μέσω του οποίου προσδοκούν να φθάσουν σε έκσταση και δι’ αυτής σε θέωση. Η τελετή αυτή μαρτυρεί επιδράσεις προχριστιανικές και δη αρχαιοελληνικές, διονυσιακών χορών οι οποίοι κατά πως μαρτυρείται μέχρι και το Μεσαίωνα επιβίωναν στη μικρασιατική ύπαιθρο, προς μεγάλη δυσφορία της Εκκλησίας. Οι Μεβλεβήδες είχαν υψηλή απήχηση στα αστικά στρώματα και τους μορφωμένους. Ο συνδυασμός της ανθρωπιστικής τους φιλοσοφίας μαζί με τις εξαιρετικές ικανότητες του Ρούμι εξηγούν εύκολα την εξέλιξη αυτή.
Λόγω της ανθρωπιστικής, αντιαυταρχικής και κοινωνικά ευαίσθητης διδασκαλίας τους, οι δερβίσηδες ήταν βασικό στήριγμα του πτωχού και καταπιεσμένου λαού, ενάντια στον κατεστημένο σουνιτικό κλήρο (ουλεμάδες) και τους φεουδάρχες. Όπως θα φανεί και στη συνέχεια, καθ’ όλη την τουρκική ιστορία, οι αδελφότητες είτε οργάνωσαν είτε υποστήριξαν λαϊκές επαναστάσεις. Μία από τις πρώτες ήταν αυτή του διδασκάλου Μπαμπά Ισαάκ, ο οποίος το 1239-1240 ξεσήκωσε την Καππαδοκία ενάντια στο σουλτανάτο των Σελτζούκων Τούρκων. Οι τουρκομανικές φυλές που τον ακολούθησαν ηττήθηκαν από Φράγκους μισθοφόρους μετά από σκληρό και αιματηρό πόλεμο, όμως η εξάντληση σε πόρους και ανθρώπινο δυναμικό που προξένησαν στους Σελτζούκους συνέβαλε στην ήττα των τελευταίων όταν προσπάθησαν να αποκρούσουν την εισβολή των Μογγόλων (1243). Μετά το 1243 το σουλτανάτο άρχισε να διαλύεται, και οι ανήσυχοι και ετερόδοξοι Τουρκομάνοι θα παρέμεναν αγκάθι στα πλευρά της κεντρικής εξουσίας.
Η αδελφότητα των Μπεκτασήδων Δερβίσηδων
Πολλές ήταν οι μουσουλμανικές αδελφότητες της Μικράς Ασίας. Οι πολιτικά δραστήριοι Αχήδες, οι κοινωνικά ανήσυχοι και φιλοτάραχοι Μπαμπάδες Τουρκομάνοι που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι ωρυόμενοι Ρουφάι, οι γυμνοί και περιφερόμενοι Καλαντάρι και οι αυτοεξευτελιζόμενοι Μαλαμάτι (που θυμίζουν τους καθ’ ημάς «δια Χριστόν σαλούς») ήταν μερικές μόνο από αυτές. Η κυριότερη όμως, της οποίας το όνομα κατέληξε να θεωρείται συνώνυμο του όλου Αλεβισμού, ήταν οι Μπεκτασήδες δερβίσηδες. Το όνομα τους πήραν από τον Πέρση σούφι Χατζή Μπεκτάς Βελή (1209-1271). Στην πνευματικότητα των tarikat τον εισήγαγε ο Μπαμπά Ισαάκ στου οποίου το τάγμα ανήκε αρχικά. Η διδασκαλία του Μπεκτάς ήταν τυπική για αδελφότητα σούφι: κήρυττε την αγάπη, την αποβολή της ιδιοτελείας και των ελαττωμάτων χάριν της θέωσης, και τον πανθεϊσμό. Οι Μπεκτασήδες ανέπτυξαν μεγάλο και πολυσχιδές φιλανθρωπικό έργο προς όλους όσους είχαν ανάγκη, ανεξαρτήτως θρησκεύματος ή καταγωγής. Γρήγορα η αδελφότητα έγινε η πιο λαοφιλής στον τουρκικό κόσμο. Το μήνυμα και το έργο της άγγιζε ιδιαίτερα τους ταπεινούς, τους απλοϊκά αλλά βαθιά θρησκευομένους αγρότες και ανθρώπους της υπαίθρου. Ο Μπεκτάς είχε άψογες σχέσεις με το χριστιανικό κλήρο, ενώ στα μοναστήρια των δερβίσηδων (τεκέδες) γίνονταν δεκτοί και χριστιανοί. Να σημειωθεί πως τον ίδιο αιώνα έζησε και έδρασε ο περίφημος για την ευστροφία και το χιούμορ του Νασρεντίν Χότζας, ο Αίσωπος των μουσουλμάνων.
Επίλογος
Η δράση των μουσουλμανικών αδελφοτήτων στη Μικρά Ασία υπήρξε καταλυτική για τον τελικό εξισλαμισμό της πλειοψηφίας των κατοίκων της, που οδήγησε στην κατάρρευση της χριστιανικής βυζαντινής κοινωνικής πραγματικότητας και την ανάδυση μίας νέας τουρκομουσουλμανικής. Με την πλουραλιστική, ανεκτική και κοινωνική ευαίσθητη διδασκαλία τους οι δερβίσηδες προσεταιρίστηκαν σημαντικά λαϊκά στρώματα, τόσο αστικά (Μεβλεβήδες) όσο και αγροτικά (Μπεκτασήδες). Οι διδασκαλίες όμως του Αλεβισμού-Μπεκτασισμού δεν ήταν συμβατές με το «ορθόδοξο» σουνιτικό Ισλάμ, το πλειοψηφικό και κατεστημένο δόγμα. Αυτό θα μπορούσε να δράσει (και εν μέρει έδρασε) αποσταθεροποιητικό για την κυριαρχία μιας νέας δυναστείας φανατικά σουνιτών με κοσμοκρατορικές ορέξεις. Η δυναστεία αυτή ήταν οι Οθωμανοί Τούρκοι.
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)
4 comments
Συγχαρητήρια για το άρθρο σας. Έχω μία απορία για πώς εννοείτε “ελλιπώς εξελληνισμένη Εγγύς Ανατολή” διότι στις σχολές της Ανατολής άνθισε το Ελληνικό πνεύμα και οι κλασσικές σπουδές οι οποίες αρκετές φορές έγιναν και η βάση των αιρέσεων , στην προσπάθεια των φιλοσόφων να προσπελάσουν τη θρησκεία λογικά.
Ναι αλλά στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής, τις αγροτικές περιοχές κ.α. η ελληνική διείσδυση και επιρροή δεν ήταν τόσο μεγάλη.
Όχι , ήταν τεράστια, απλά η πολιτική και οικονομική διαχείριση εκ μέρους του Βυζαντίου ήταν κακίστη με τα γνωστά αποτελέσματα. Μέσα από τον ελληνιστικό και βυζαντινό λόγο ο Ελληνισμός είχε διαδοθεί ευρέως σε αυτές τις περιοχές. Μια ματιά στην Υπατία και στον Πλωτίνο αποδεικνύει του λόγου το αληθές.Εξάλλου η ελληηνική παιδεία που είχε επεκταθεί στις γεωργικές και αγροτικές μάζες τις έκανε ικανές να κατανοήσουν τον κοπτισμό και άλλες αιρέσεις οι οποίες εστηρίχθησαν στον Ελληνικό λόγο(αδυναμία προσωποποίησης του θείου κ.λ.π). Σας ευχαριστώ για την απάντηση.
σε μια παρόμοια κατεύθυνση τα περιγράφει ο Σπύρος Βρυώνης στο έργο του Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού- Οι βίαιοι εξισλαμισμοί στην Μικρά Ασία(ΜΙΕΤ)