Αναδημοσίευση από το liberal.gr
Με τις ελληνορωσικές σχέσεις να μπαίνουν σε περίοδο ψύχρανσης και με τις ΗΠΑ και τη Γερμανία να έχουν συμφέροντα στα Βαλκάνια που είναι σε σύγκρουση με τα ελληνικά (Τουρκία, Σκόπια, Αλβανία) η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται και είναι κοντά σε συμφωνία με τα Τίρανα, με τέτοιο τόπο που φαίνεται να παραχωρεί μεγάλα κυριαρχικά και εθνικά συμφέροντα σε τρία μείζονα θέματα.
Σύμφωνα με πληροφορίες που δεν έχουν διαψευστεί, η κυβέρνηση- δηλαδή ο υπουργός κ Κοτζιάς- δείχνουν εξαιρετικά υποχωρητικοί στο θέμα της ελληνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου, στο θέμα της αποζημίωσης των Τσάμηδων της Ηπείρου και στο θέμα της ΑΟΖ και της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια.
Η ανησυχία για τις ελληνικές θέσεις εντείνεται από τη δήλωση στου Επίτροπου Χαν ότι Ελλάδα και Αλβανία είναι κοντά σε συμφωνία για τα σύνορα, την οποία διόρθωσε αργότερα λέγοντας ότι εννοεί την ΑΟΖ. Ακόμα χειρότερα!
Για να καταλάβει ο αναγνώστης πού μπορεί να έχει υποχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει παρά να διαβάσει ποιες είναι οι αλβανικές θέσεις.
1. Οι Αλβανοί κατάργησαν με το Συνταγματικό τους Δικαστήριο τη συμφωνία του 2009 με την Ελλάδα, που ήταν πολύ ευνοϊκή και για τις δύο χώρες και επέτρεπε στην Ελλάδα την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Με τη νέα θέση τους τα Τίρανα αρνούνται αυτή τη συμφωνία και – πιθανώς καθ υπόδειξη της Τουρκίας- δεν δέχονται ότι τα νησιά Οθωνοί, Ερείκουσσα και Μαθράκι έχουν ΑΟΖ και δεν δέχονται τη μέση γραμμή για τη χάραξη των θαλασσίων συνόρων.
2. Αν η ελληνική πλευρά δεχτεί ή έχει δεχτεί αυτές τις θέσεις, η Τουρκία θα επικαλείται αυτό το προηγούμενο για να μην αναγνωρίζει ότι το Καστελόριζο έχει ΑΟΖ, ανατρέποντας όλη τη χαρτογράφηση της ανατολικής Μεσογείου σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου και σε όφελος της Τουρκίας που θα κυριαρχήσει στην περιοχή. Αυτό επίσης θα σημάνει νέα οριοθέτηση στα οικόπεδα υδρογονανθράκων στο Ιόνιο, με αποτέλεσμα να παραχωρήσει αυτομάτως η Ελλάδα μεγάλο μέρος της ΑΟΖ της που είχε με τη συμφωνία του 2009 στην Αλβανία! Δηλαδή, η Ελλάδα θα αποδεχτεί περιορισμό της εθνικής και οικονομικής της κυριαρχίας, που της δίνει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας!
3. Το δεύτερο θέμα είναι της Βορείου Ηπείρου και της εκεί ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία. Σ αυτό φαίνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει συμφωνήσει με τα Τίρανα να αποφεύγονται οι «γεωγραφικοί προσδιορισμοί, που δυνητικά διεγείρουν τα πάθη μεταξύ των δύο λαών». Δηλαδή έχει συμφωνήσει την απαλοιφή της ονομασίας Βόρεια Ήπειρος και των παράγωγών της με αντάλλαγμα να σταματήσουν οι Αλβανοί τη χρήση της ονομασίας Τσαμουριάς για την Ήπειρο!
4. Και ενώ η ελληνική παρουσία στη Βόρειο Ήπειρο δεν αμφισβητείται από την πραγματικότητα, και ο ελληνικός πληθυσμός έχει εκεί δικαιώματα κερδισμένα με αίμα, η ελληνική κυβέρνηση ετοιμάζεται να την «εξαφανίσει» ανταλλάσσοντάς την με κάτι που δεν υπάρχει! Αναγνωρίζοντας μ αυτό τον τρόπο ύπαρξη Τσάμικου ζητήματος, πράγμα πρωτοφανές για την πάγια ελληνική εξωτερική επιτροπή.
5. Ακόμα χειρότερα, φαίνεται ότι υπάρχει συμφωνία για δημιουργία «επιστημονικών επιτροπών», που θα «ανασυντάξει» τα εκπαιδευτικά βιβλία! Δηλαδή, θα διαγράψει την ελληνική ιστορία, ακριβώς όπως διέγραψε το μακεδονικό ζήτημα και την ελληνική μειονότητα των Σκοπίων η συμφωνία των Πρεσπών.
6. Σημειώνεται εδώ, ότι καμιά ελληνική κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν πέταξε στο καλάθι των αχρήστων το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας του 1914, με το οποίο καθοριζόταν η αυτονομία της Βορείου Ηπείρου ως κρατική οντότητα. Ένα χαρτί που χάθηκε με το τέλος του Πολέμου, αλλά δεν παύει να έχει τη διαχρονική σημασία. Επειδή η ιστορία και τα κράτη δεν είναι σήμερα. Είναι αύριο και διαρκώς. Και κανείς δεν ξέρει ποτέ τις συνθήκες του «διαρκώς». Αυτό απαιτεί η εξωτερική πολιτική όλων των κρατών παγκοσμίως.
7. Το τρίτο επικίνδυνο σημείο της φημολογούμενης συμφωνίας είναι ότι η Ελλάδα δεσμεύτηκε να αποδώσει ως μεσεγγυητής τις περιουσίες των Αλβανών, που δημεύτηκαν μετά τον πόλεμο του 1940. Περιουσίες Αλβανών που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς σε εγκλήματα πολέμου και οι οποίοι έφυγαν με τις δυνάμεις του Άξονα για να μην πέσουν στα χέρια της ελληνικής δικαιοσύνης.
8. Οι περιουσίες αυτές, σύμφωνα με πληροφορίες, βρίσκονται κυρίως στα Γιάννενα, τη Θεσσαλονίκη και σκόρπιες στη Θεσσαλία και βρίσκονται μετά τη δήμευσή τους σε χέρια Ελλήνων. Αυτές, σύμφωνα με πληροφορίες η κυβέρνηση συμφώνησε να επιστραφούν! Και αφού δεν γίνεται να επιστραφούν, να αποζημιωθούν οι ταγματαλήτες των ναζί και οι απόγονοί τους! Από τη δήθεν αριστερή ελληνική κυβέρνηση.
Είναι άγνωστο αν η ελληνική κυβέρνηση προχωράει σε τέτοιου είδους προδοτική και επικίνδυνη για τα συμφέροντα της χώρας συμφωνία για να ξεκαθαριστούν γρήγορα τα οικόπεδα υδρογονανθράκων στο Ιόνιο και να αρχίσουν οι προσφορές από πετρελαϊκές εταιρίες.
Οι Γερμανοί έχουν ξετινάξει ήδη από την Κατοχή όλη την περιοχή σε έρευνες από την Κυλλήνη μέχρι την Αλβανία χωρίς ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Και οι έρευνες που έχουν γίνει εδώ και χρόνια από τις ελληνικές κυβερνήσεις σε συνεργασία με ξένα κονσόρτσιουμ έδειξαν ότι το κόστος είναι ασύμφορο σε σχέση με το εικαζόμενο υπάρχον προϊόν.
Αλλά, ακόμα και αν οι υδρογονάνθρακες είναι αξιόλογοι δεν πουλάς μια ζωντανή Ελλάδα σαν τη Βόρεια Ήπειρο και τα δικαιώματα της χώρας από το Δίκαιο της Θάλασσας, για βαρέλια πετρελαίου. Εκτός αν είσαι σκέτος φραγκοφονιάς, χωρίς ίχνος πατριωτικής συνείδησης. Που από ό,τι φαίνεται από όλες τις πράξεις σου, είσαι.
Τέλος, είδε το φως της δημοσιότητας μια είδηση που αφορά στα χερσαία σύνορα Ελλάδας- Αλβανίας με τις μικρές συνοριακές πυραμίδες που τα καθορίζουν. Η είδηση άφηνε θολό το τοπίο σχετικά με το αν και οι πυραμίδες, άρα και τα χερσαία σύνορα είναι στο τραπέζι. Δεδομένου ότι ο επικίνδυνα ανίδεος από πολιτική φρασεολογία και εξωτερική πολιτική πρωθυπουργός άφησε σε δηλώσεις του ανοιχτό το ενδεχόμενο να «έχουμε συνοριακές διαφορές»! Αυτό το λες όταν διεκδικείς εδάφη. Όχι όταν σου διεκδικούν. Γιατί έτσι αναγνωρίζεις ότι υπάρχει θέμα για διεκδίκηση!
Μέσα σε όλα αυτά τα βήματα, που χρειάζεσαι όσο πιο πολλούς και δυνατούς συμμάχους μπορείς να έχεις η κυβέρνηση τίναξε στον αέρα τις σχέσεις της χώρας με τη Ρωσία! Αντί να εκμεταλλευτεί το ενδιαφέρον και της ανατολής και της δύσης για την Ελλάδα και να διαπραγματεύεται ωφελούμενη και από τους δύο, όπως κάνει η Τουρκία, η ελληνική κυβέρνηση έχει γίνει δουλάκι του ενός και έχει εγκαταλείψει την άλλη δύναμη! Νομίζοντας ότι θα πληρωθεί από τους μεν για τις καλές της υπηρεσίες στα σχέδιά τους!
Αυτοί οι επικίνδυνοι τύποι που κυβερνάνε δεν ξέρουν ότι θα πεταχτούν σαν στημένη λεμονόκουπα από τα αφεντικά τους μόλις κάνουν τη βρώμικη δουλειά. Και νομίζουν ότι με τις εκταφές και τις παράτες για τους Έλληνες ήρωες του Αλβανικού Έπους θα κοροϊδέψουν τον ελληνικό πληθυσμό. Σαν το αεροδρόμιο των Σκοπίων που έπαψε να λέγεται Μεγαλέξανδρος και λέγεται Αλέξανδρος ο Μέγας. Ηλίθιοι.
Γ. Παπαδόπουλος- Τετράδης
6 comments
“ενώ η ελληνική παρουσία στη Βόρειο Ήπειρο δεν αμφισβητείται από την πραγματικότητα, και ο ελληνικός πληθυσμός έχει εκεί δικαιώματα κερδισμένα με αίμα, η ελληνική κυβέρνηση ετοιμάζεται να την «εξαφανίσει» ανταλλάσσοντάς την με κάτι που δεν υπάρχει! Αναγνωρίζοντας μ αυτό τον τρόπο ύπαρξη Τσάμικου ζητήματος, πράγμα πρωτοφανές για την πάγια ελληνική εξωτερική επιτροπή.”
Χμμμμμ…..
Στη Θεσπρωτία κατοικούσαν:
1) μουσουλμάνοι Τσάμηδες (Αλβανοί που κακώς κάποιοι τους αποκαλούν ‘Τουρκοτσάμηδες’),
2) χριστιανοί Τσάμηδες (Αλβανοί),
3) Έλληνες χριστιανοί,
4) Αρβανιτόβλαχοι (οι λεγόμενοι Τσαμουρένι)
5) Επίσης, υπήρχε ένας μικρός αριθμός μουσουλμάνων τσιγγάνων στους Φιλιάτες και αλλού (σήμερα κατοικούν σε 2 χωριά στους Άγιους Σαράντα) και μερικοί ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι.
Το 1928, ο πληθυσμός των μουσουλμάνων Τσάμηδων της Ηπείρου έφτανε επίσημα τους 19.244 από την πρώτη απογραφή πληθυσμού (αν και μάλλον ήταν περισσότεροι) και οι 17.008 δήλωναν ως μητρική τους γλώσσα την αλβανική. Πριν το 1928 ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ηπείρου ανέρχονταν στους 20.160 κατοίκους, σε 63 διαφορετικά χωριά και πόλεις. Το 1913 όμως, όταν η Ήπειρος ενώθηκε με την Ελλάδα, οι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι κάτοικοί της ανέρχονταν στους 40.000. Πολλοί απ’ αυτούς αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή και να μεταβούν στην Τουρκία και στην Αίγυπτο λόγω πιέσεων των ελληνικών αρχών. Γεγονός ήταν πως η ελληνική πλευρά, σκεπτόμενη πως η Αλβανία ίσως χρησιμοποιούσε τους Τσάμηδες ως μοχλό πίεσης σε διάφορα ζητήματα προσπάθησε από το 1924 να προκαλέσει με κάθε πρόσφορο τρόπο την εκούσια μετανάστευσή τους. Σε πρώτη φάση έφερε στην περιοχή μερικές χιλιάδες χριστιανούς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας με σκοπό να ενταθεί η πίεση προς τους Τσάμηδες. Οι χριστιανοί πρόσφυγες με στήριγμα τη νομοθεσία των υποχρεωτικών απαλλοτριώσεων έλαβαν σημαντικό μέρος της γης, ιδιαίτερα στις πλούσιες περιοχές Ηγουμενίτσας και Φαναριού. Η απαλλοτρίωση περιελάμβανε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και κατοικίες. Η καταναγκαστική αυτή συγκατοίκηση έμελλε να είναι οδυνηρή για τους Τσάμηδες.
Τσάμηδες ή Αλβανοτσάμηδες είναι το ίδιο πράγμα. Το “τουρκοτσάμηδες που λένε μερικοί είναι λάθος”. Οι πληθυσμοί αυτοί ήταν Αλβανοί και όχι Τούρκοι, αν και πριν 20ο αιώνα το πρόθεμα ‘τουρκο’ είχε την έννοια του μουσουλμάνου και όχι του εθνικά Τούρκου. Πρόγονοι των Τσάμηδων ήταν τα αλβανικά ποιμενικά φύλα που εισχώρησαν στη Θεσπρωτία τον 13ο-14ο αιώνα, και αναμίχθηκαν στη συνέχεια με παλαιότερα ιλλυρικά φύλα που είχαν εισχωρήσει στην Ήπειρο μετά την καταστροφή των πόλεων της από τον Ρωμαίο στρατηγό Αιμίλιο Παύλο, αλλά και παλαιότερα. Ήταν εκείνοι οι χριστιανικοί πληθυσμοί που ασπάστηκαν το Ισλάμ μετά την αποτυχημένη επανάσταση του επισκόπου Τρίκκης Διονύσιου του Σκυλόσοφου.
Σύμφωνα με τα βενετικά αρχεία, οι χίλιοι χριστιανοί, βοσκοί και γεωργοί, που ακολούθησαν τον Διονύσιο τον Φιλόσοφο στην εξέγερση του 1611, ήσαν Αλβανοί χωρικοί προερχόμενοι από εβδομήντα χωριά της ευρύτερης περιοχής Παραμύθιάς. Το γεγονός, ότι είναι γεωργοί και βοσκοί, δηλώνει πως ένα μεγάλο μέρος των Αλβανών ημινομάδων των προηγούμενων αιώνων, είχε περιέλθει, στις αρχές του 17ου αι., στην κατηγορία των εδραίων χωρικών – κτηνοτρόφων, με μόνιμο πλέον τόπο διαμονής και συμπληρωματική γεωργική απασχόληση. Εχει δηλαδή πλήρως ενταχθεί στο οικονομικό γαιοκτητικό καθεστώς της αυτοκρατορίας, υφιστάμενο, κατά συνέπεια, άμεσα τις επιπτώσεις από την οικονομική κρίση και τη φορολογική πρακτική του κράτους και των εκπροσώπων του. Φορολογία και αυθαιρεσίες θα εξωθήσουν τους χίλιους αυτούς Αλβανούς γεωργο-κτηνοτρόφους σε εξέγερση. Μετά την αποτυχία της ανταρσίας θα ακολουθήσει η διασπορά στα βουνά και η προσφυγή στην άσκηση της ληστείας. (Κ. Μέρτζιος, «Η επανάστασις Διονυσίου του Φιλοσόφου», Ηπειρωτικά Χρονικά, 1938, τ. 13, σ. 84-86)
Αργότερα, πολλοί Αλβανοί και Έλληνες χριστιανοί, μετανάστευσαν στην Κέρκυρα. Το 1627 ο Κινάν Πασάς εκτιμά σε πέντε χιλιάδες τον αριθμό των Ηπειρωτών που είχαν μεταναστεύσει στην Κέρκυρα, ενώ τον Ιούνιο του 1632 οι αρχές του νησιού αναφέρουν: «…Από τίνος ήλθον ενταύθα από την γειτονικήν Τουρκία περί τους 2.000 Ελληνες Αλβανοί εκ των οποίων άλλοι μεν διότι επείνων και εστερούντο εργασίας και άλλοι φεύγοντες την τυραννίαν.» (Κ. Μέρτζιος, «Το εν Βενετία Κρατικόν Αρχείον, Α’ περί Κοσμά του Αιτωλού», Ηπειρωτικά Χρονικά, 1940, τ. 19, σ. 42-44)
Σίγουρα ένα ποσοστό των Τσάμηδων συνεργάστηκαν με τις γερμανικές και τις ιταλικές κατοχικές αρχές. Δεν λέτε όμως γιατί, αποσιωπάτε τις αιτίες και τις αφορμές. Από την άλλη, ένα άλλο ποσοστό Τσάμηδων, εντάχθηκαν σε αντιστασιακές οργανώσεις, της Ελλάδας αλλά και της Αλβανίας (κυρίως στο Ε.Α.Μ. και στο αλβανικό L.A.N.C.), αλλά σχημάτισαν και κάποιες δικές τους μικρές ομάδες. Από τα ελληνικά δικαστήρια εκδόθηκαν περίπου 1900 καταδικαστικές αποφάσεις. Το ερώτημα είναι ότι, αφού καταδικάστηκε το 10% περίπου του τσάμικου πληθυσμού, γιατί εκδιώχθηκε και κακοποιήθηκε και το υπόλοιπο 90%; Για τους 2.500 δολοφονημένους Τσάμηδες (γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, κ.α.) από τις δυνάμεις του Ζέρβα, αλλά και από πιο πριν, δεν μιλάει κανείς. Μωρά παιδιά και αθώες γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά, ήταν συνεργάτες των Γερμανών και αυτοί;
Σε κάθε περίπτωση, σαφώς η οποιαδήποτε άδικη πράξη, η οποιαδήποτε δολοφονία είτε Έλληνα από Αλβανό, είτε Αλβανού από Έλληνα, είναι καταδικαστέα χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν ήταν όμως πάντα τα πράγματα άσπρο-μαύρο. Για παράδειγμα ας θυμηθούμε τη συνεργασία του Κολοκοτρώνη με τους Τσάμηδες όταν αυτός κατέφυγε στην Κέρκυρα για να ζητήσει δυτική βοήθεια, ας θυμηθούμε ότι το 1831 ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ των Μουσουλμάνων Τσάμηδων της Παραμυθιάς εναντίον των Σουλτανικών στρατευμάτων στη μάχη της Βελτίστας, δέχεται επίθεση του Εμίν Πασά των Ιωαννίνων και πολιορκείται για δυο μήνες το κάστρο της. Ακολουθεί μεγάλη καταστροφή των περιουσιών των Παραμυθιωτών και εξορίζονται οι αρχηγοί τους στην Σόφια.
Οι δολοφονίες εναντίον των Τσάμηδων Αλβανών είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1913 από ελληνικές συμμορίες που επιτίθονταν στην περιοχή – ενθαρρυμένες προφανώς και από τις τότε ελληνικές αρχές. Ο Μάρκος Δεληγιαννάκης (μετά την προσάρτηση της Παραμυθιάς και της υπόλοιπης Τσαμουριάς στην Ελλάδα το 23.02.1913) με τη συμμορία του συνέλλαβαν 72 πρόκριτους Τσάμηδες, τους μετέφεραν στην τοποθεσία «Λίβερη» κοντά στο Σελάνι και τους σκότωσαν. Το γεγονός – διανθισμένο φυσικά με μπόλικη ελληνική προπαγάνδα – ομολογεί ο Σταύρος Παπαμώκος στο βιβλίο του «Η Σέλλιανη χθες και σήμερα» (εκδόθηκε στην Αθήνα το 1997) στη σελίδα 160:
«Ο οπλαρχηγός Μάρκος Δεληγιαννάκης επί κεφαλής ομάδας κρητικών μαχητών, αλλά και άλλων ενόπλων από τα γύρω χριστια-νικά χωριά, κατέβηκαν στα τουρκοχώρια της Τσιαμουριάς και συνέλαβαν 72 Τουρκαλβανούς, τους οποίους μετέφεραν δεμένους στο απόμερο και ολοσκότεινο ρέμα ‘Μπιντούρια και Κατσικιά’ της Σέλλιανης και τους εκτέλεσαν.».
Προσέξτε πως αποκαλεί τα αλβανικά χωριά περιφρονητικά ως «τουρκοχώρια». Παρόλο που ο Παπαμώκος κατακρίνει στο βιβλίο του – για λόγους τακτικής – την πράξη του συμμορίτη Δεληγιαννάκη, ο στόχος του είναι προφανής. Εννοεί ότι ‘οι Τούρκοι ήταν κατακτητές των Ελλήνων και τους είχαν σκλάβους, ο Μάρκος Δεληγιαννάκης επιτέθηκε στα τουρκοχώρια κ.τλ.’. Δηλαδή με λίγα λόγια, αφήνει να εννοηθεί ότι ο Δεληγιαννάκης είχε το δίκαιο με το μέρος του, ότι επιτέθηκε στα χωριά των κατακτητών κ.α.
Για την πράξη αυτή του Δεληγιαννάκη έχει βγει ακόμα και δημοτικό παραδοσιακό τραγούδι από τους Έλληνες, με το όνομα «Του Μάρκου Δεληγιαννάκη» όπου περιγράφεται αυτή η σφαγή στο Σελάνι (ελλ. ‘Σέλλιανη’):
«Σαν τι κακό σας έκανα, κι μι κατηγουράτι;
Ιγώ χουριά δεν έκαψα και σκλάβους δεν επήρα.
Ιγώ τους πρώτους έμασα, εξήντα δυο νουμάτους
Στη Σέλλιανη τους έσυρα, στο μνήμα του Μανώλη.
Ξύπνα, Μανώλη ψυχογιέ, απού το μαύρου χώμα,
να δεις αρνιά που σου ’φερα, κριάρια σουβλισμένα.»
Οι Έλληνες πρόκριτοι της Παραμυθιάς που δολοφονήθηκαν από κάποιους Τσάμηδες ήταν λοιπόν αθώα θύματα αλλά οι 72 Αλβανοί που δολοφονήθηκαν από τη συμμορία του Δεληγιαννάκη ήταν κριάρια για σούβλισμα!!!
Στις 12/1/1942, στο κέντρο της Παραμυθιάς, ο ανθυπασπιστής της Χωροφυλακής Ηλίας Νίκου, Διοικητής του τοπικού σταθμού, μαζί με τον Κώτσιο Νικόλα, μετέπειτα οπλαρχηγοί του ΕΔΕΣ και οι δύο, δολοφόνησαν δύο από τους πιο σημαντικούς παράγοντες των Τσάμηδων στην περιοχή, τον κτηματία Τεφήκ Κεμάλ και τον γιατρό Αχμέτ Κασήμ. Οι συγκρούσεις και οι διαμάχες μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων είχαν αυξηθεί, ειδικά μετά την δολοφονία από τους χριστιανούς ενός επιφανούς μουσουλμάνου, του Γιασίν Σαντίκ, τον Δεκέμβριο του 1942. Μαρτυρίες υπάρχουν ακόμα και από Έλληνες που είχαν δει τα γεγονότα αυτά και όχι μόνο από Αλβανούς:
«Τα έκτροπα σε βάρος των μουσουλμάνων συνεχίστηκαν από δημόσιους λειτουργούς και χριστιανούς κατοίκους, μόλις έφυγαν οι άντρες για εξορία. Με το πρόσχημα της δήθεν ανάκρισης…καλούσαν στα γραφεία τους όμορφες χανούμισσες και τις βίαζαν…Οι λεηλασίες σπιτιών, οι αρπαγές ζώων φανερές. Οι βιασμοί κοριτσιών και γυναικών πολλοί και επώνυμοι. Η βίαιη υποχρέωση σε έκδοση μουσουλμανίδων σε ορισμένα χωριά μεγάλη…» λέει ο Γιάννης Σάρρας (Γιάννης Σάρρας, «Ιστορικά-Λαογραφικά περιοχής Ηγουμενίτσας», σελ.631). Γράφει επίσης για την εκτέλεση των 8 μουσουλμάνων κατοίκων στη θέση Βίγλιζα στα υψώματα Λαδοχωρίου, που την επιβεβαιώνει – ως αυτόπτης μάρτυρας – ο Χρίστος Λόης, οπλίτης τότε στο 39ο Σύνταγμα Ευζώνων, και την καταγράφει στο βιβλίο του «Από τις σελίδες της μνήμης. Περιστατικά Πολέμου, 1940-1941», εκδ. Παπαδήμα, σελ.17.
Το θέμα της γενοκτονίας των Τσάμηδων συμπεριελήφθη στην ατζέντα της τέταρτης γενικής συνέλευσης του Οργανισμού Μη Αναγνωρισμένων Εθνών και Λαών (UNPO) – που εδρεύει στη Χάγη – στις 20-26 Ιανουαρίου 1995. Ας δούμε μερικές μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν εκείνη την εποχή τα γεγονότα από πρώτο χέρι.
Ο Εσαμπουντίν Καντίου λέει: «Μας συγκέντρωσαν όλους στο σπίτι ενός Αλβανού, του Σαλί Αβούζι. Εκεί υπήρχαν και άλλοι που είχαν έρθει στην πόλη μας από τα γύρω χωριά. Εκεί είχαν συγκεντρώσει γυναίκες και μικρά παιδιά, καθόλου άντρες. Μας είχαν εκεί για περίπου 5-6 μήνες. Σχεδόν κάθε μέρα έθαβαν και από ένα παιδί. Μας είχαν πιάσει αρρώστιες, ήμασταν σε άσχημη κατάσταση. Δεν είχαμε να φάμε. Με λίγα λόγια πέθαναν πολλά παιδιά και ηλικιωμένες γυναίκες. Υπήρχαν κάποιες γυναίκες άνω των 80 χρόνων.. οι Έλληνες τους έριχναν από τις σκάλες και πέθαιναν…»
Η Καντριέ Οσμάνι λέει: «Σκότωσαν τον πατέρα μου, τον ξάδερφο μου, τους αδερφούς της μητέρας μου και την αδερφή της μητέρας μου που ήταν παράλυτη. Την έριξαν από τις σκάλες και μετά την πυροβόλησαν…»
Η Καντριέ Αλίου λέει: «Μπήκαν το βράδυ οι Έλληνες στο σπίτι μας, πήραν τα 4 πρόβατα που είχαμε. Η μητέρα μου με το μωρό στην αγκαλιά της τους έλεγε: {Σας παρακαλώ, δεν έχω γάλα για τα παιδιά μου} και ένας στρατιώτης της είπε: {Έχω μόνο μία σφαίρα, δεν είμαι εδώ για να την σπαταλήσω, πήγαινε μέσα}. Άκουγα τις γειτόνισσες μου που φώναζαν και έκλαιγαν. Τις είχαν κόψει τα αυτιά, τους τραβούσαν τα σκουλαρίκια από τα αυτιά τους με τη μία και τους τα έκοβαν. Τις είχαν κόψει τα δάχτυλα για να τις πάρουν τα δαχτυλίδια.. απίστευτα πράγματα. Ξεκοίλιασαν έγκυες γυναίκες. Θυμάμαι ακόμα μία γυναίκα που είχε ένα μεγάλο τραύμα από λόγχη ανάμεσα στους ώμους της.»
Ο Ραχμί Ουζέιρι λέει: «Σκότωναν γυναίκες και παιδιά. Είχαν ξεκοιλιάσει γυναίκες και τους έπαιρναν τα έμβρυα μέσα από τις κοιλιές τους. Τους είχαν κόψει τα δάχτυλα και τους έπαιρναν ό,τι κόσμημα φορούσαν..»
Ο Φαΐκ Μπολλάτι λέει: «Το πρώτο που μας ζήτησαν ήταν για χρυσό. Ό,τι είχαμε, ό,τι είχαν η μητέρα μου και η θεία μου στον λαιμό τους και στα δάχτυλα τους τους τα άρπαξαν. Τότε είπαν στη μητέρα μου: {Θέλουμε τον γιο σου για ένα λεπτό. Θα τον πάρουμε και θα στον ξαναστείλουμε σε ένα λεπτό}. Δεν το είδα αλλά άκουσα τη μητέρα μου να κραυγάζει και να χοροπηδάει’ είχαν κόψει το κεφάλι του αδερφού μου. Ήταν μόνο 17 χρόνων…. Ένας γείτονας μας μας πήρε μετά στο σπίτι του. Το όνομα του ήταν Τσιλ Μπάρμπα. Του δώσαμε μερικά χρήματα και μας άφησε να μείνουμε στο σπίτι του. Αφού τη νύχτα μας πήρε χρυσαφικά και ό,τι μας είχε απομείνει, μας πήρε την άλλη μέρα σε μία εκκλησία. Στην εκκλησία θυμάμαι ότι τρεις φορές μας έβγαλαν έξω ώστε να μας σκοτώσουν αλλά παρενέβησαν κάποιοι Βρετανοί στρατιώτες και σωθήκαμε.. υπήρχε και μία γυναίκα. Τότε μας πήγαν για τέσσερις μήνες στην Ηγουμενίτσα, σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και σε σπίτια κοντά στο λιμάνι, θυμάμαι ακόμα πως ανοιγόκλειναν τις μεγάλες σιδερένιες τους πόρτες. Άνοιγαν τις πόρτες, έπαιρναν νεαρά κορίτσια και τα βίαζαν. Κάποια επέστρεφαν πίσω, κάποια άλλα τα σκότωναν. Ακούγαμε τις κραυγές τους. Εκεί πέθανε μία από τις αδερφές μου από πείνα και έθαψαν ζωντανή μία θεία μου που τα παιδιά της ζούνε ακόμα.»
Η Ραμπιέ Σεριάνι λέει: «Σκότωσαν τον πατέρα μου. Σκότωσαν τον πεθερό της θείας μου. Τους έστειλαν στο τζαμί της Παραμυθιάς. Είπαν στη θεία μου και σε μερικές άλλες γυναίκες να καθαρίσουν το τζαμί. Όταν πήγαν στο τζαμί, ήταν γεμάτο με ακέφαλα πτώματα. Η θεία μου αναγνώρισε τον αδερφό της από τη μπλούζα που φορούσε. Ήταν ο μοναδικός της αδερφός ανάμεσα σε 5 αδερφές που είχε. Αναγνώρισε τον πεθερό της από ένα χαρακτηριστικό που είχε στις κάλτσες του… Τελικά δεν υπήρχε τίποτα να καθαρίσουν. Τις είχαν πάρει στο τζαμί μόνο για να δουν..»
«Ήμουν ήδη παντρεμένη για δύο χρόνια όταν σκότωσαν τον εικοσι-πεντάχρονο αδερφό μου και τους δύο αδερφούς του άντρα μου’ τον Σουλεϊμάν, τον Χαμίτ και τον αδερφό μου τον Εκρέμ. Ο ένας ήταν 39 και ο άλλος ήταν 22 χρονών. Μας πήραν και τα 700 πρόβατα που είχαμε…» λέει μία άλλη ηλικιωμένη πλέον γυναίκα (δεν θυμάμαι το όνομα της).
Η Σανίγιε Μπολλάτι από την Παραμυθιά (Ajdonat) κάηκε ζωντανή ρίχνοντας της οινόπνευμα, αφού πρώτα της έκοψαν τους μαστούς και της έβγαλαν τα μάτια. Ο Ομέρ Μουράτι δολοφονήθηκε, έκοψαν το σώμα του σε κομμάτια και τα περιέφεραν στην Παραμυθιά. Στο σπίτι του Σούλο Τάρι είχαν συγκεντρωθεί περισσότερες από σαράντα γυναίκες. Ο Τσίλι Πόποβα απ’ το χωριό Πόποβο (Αγία Κυριακή) μαζί με μία ομάδα στρατιωτών, μπήκαν στο σπίτι και ξεκίνησαν να βιάζουν τις γυναίκες και τα κορίτσια σε ένα από τα δωμάτια. Οι κραυγές των γυναικών ακούγονταν όλη τη νύχτα. Ο Σέρι Φέιζο, ο Φικρέτ Σούλο Τάρι και άλλοι, δολοφονήθηκαν. Ο Χιλμί Μπεκίρι από τους Φιλιάτες (Filat) χτυπήθηκε μπροστά στα μάτια της οικογένειας του και αφέθηκε στο έδαφος να σφαδάζει. Η οικογένεια του θέλοντας να τον προστατέψουν, τον μετέφεραν στο σπίτι του γιατρού Μαυρουδίου. Έμεινε εκεί για μερικές ώρες αλλά ύστερα ο γιατρός ζήτησε να τον πάρουν. Τον πήγαν στο σπίτι του Στάβρο Μουχατζίρι, και στη συνέχεια στο σπίτι του Σουάιμπ Μέτια, όπου είχαν συγκεντρωθεί και άλλες οικογένειες. Το πληροφορήθηκαν οι Έλληνες παρακρατικοί και πήγαν στο σπίτι και τον σκότωσαν, αφού πρώτα του έβγαλαν τα χρυσά του δόντια με πένσες.
Ο Μάλο Μούχο, ένας ογδοντάχρονος που για τέσσερα χρόνια είχε μείνει παράλυτος, δολοφονήθηκε. Τον έσφαξαν με ένα μικρό σπαθί μπροστά στη σύζυγο του. Του άνοιξαν το κεφάλι και τα μυαλά του πετάχτηκαν πάνω στη σύζυγο του. Στη συνέχεια διέφυγαν ανενόχλητοι. Ο Αμπντούλ Νούρτσε απήχθη στο Τρικόρυφο (Spatar) και οδηγήθηκε στους Φιλιάτες με τα πόδια και χωρίς παπούτσια, όπου τον έσειραν στους δρόμους της πόλης, και τελικά τον σκότωσαν μπροστά στο σπίτι του Νιδ Ταφότσι. 16 μέλη της οικογένειας του Λίλε Ρουστέμι από τον Άγιο Βλάσιο/Σούβλιασι (Sullashi), κυρίως παιδιά, κατακρεουργήθηκαν χωρίς να επιζήσει κανένας. Ο Τζελάλ Μινίτι από την Παραμυθιά αποκεφαλίστηκε πάνω στο πτώμα του μουφτή Χασάν Αμπντουλλάχου. Ο Σαλί Μουχεντίνι, ο Αμπεντίν Μπάκο, ο Μουχάμμεντ Πρόνια και ο Μάλο Σεϊντίου βασανίστηκαν, τους έκοψαν τα δάχτυλα, τη μύτη, τη γλώσσα και τα δάχτυλα των ποδιών, και ενόσο αυτοί σφάδαζαν από τους πόνους, οι αντάρτες του Ζέρβα χόρευαν και εξυμνούσαν τον αρχηγό τους. Στο τέλος τους σκότωσαν χτυπόντας τους με μαχαίρια και κοφτερά αντικείμενα.
Ακολουθεί η περιγραφή του Εσρέφ Χιλμί, κατοίκου της Παραμυθιάς, ο οποίος περιέγραψε τη σφαγή που έγινε στην περιοχή:
«Την Τρίτη, 27 Ιουνίου 1944, στις 7 το πρωί, οι Έλληνες αντάρτες (του Ζέρβα), υπό τον συνταγματάρχη Κρανιά, τους Χρήστο Σταυρόπουλο, Λευτέρη Στρουγκάρη, και Νικόλαο Τσένο, μπήκαν στην πόλη και η διαταγή δόθηκε: κανένας δεν έπρεπε να ζήσει… Το ίδιο απόγευμα, συνέλλαβαν τους άντρες, τις γυναίκες και τα παιδιά, λες και ήταν κλέφτες. Το επόμενο πρωί όλοι οι άντρες δολοφονήθηκαν. Αφού με κράτησαν φυλακισμένο για τέσσερις ημέρες, με άφησαν να φύγω για να πάω να θάψω τους νεκρούς. Στην περιοχή ‘η εκκλησία του Άη Γιώργη’, αναγνώρισα 5 πτώματα. Οι υπόλοιποι ήταν αδύνατον να αναγνωριστούν, εξαιτίας των βασανιστηρίων που είχαν υποστεί. Τα 5 θύματα που αναγνώρισα ήταν: ο Μετ Τσέρε, ο Σαμί Ασίμι, ο Μαχμούτ Κούπι, ο Άντεμ Μπεκίρι και ο Χακί Μίλε. Δύο ημέρες αργότερα, με έστειλαν στα Βώλια, κοντά στο σπίτι του Δημήτρη Νικολάου, όπου είχαν σκοτώσει 8 ανθρώπους. Δεν μπόρεσα να τους αναγνωρίσω επειδή τους είχαν κόψει κομματάκια. Παντού τριγύρω υπήρχαν πτώματα.
Μία γυναίκα με το ονοματεπόνυμο Σανιγιέ Μπολλάτι υπέσθη φοβερά βασανιστήρια και την έκαψαν ζωντανή με οινόπνευμα. Αυτή η τραγωδία έγινε την Τετάρτη, ενώ την Παρασκευή το πρωί μεταφέρθηκε από τη μητέρα της και δύο συγχωριανούς κατά διαταγή των παρακρατικών και αφού την κάλυψαν με μία κουβέρτα, την έκρυψαν σε μία αποθήκη ώστε να μην τη δει κανείς. Η καημένη γυναίκα πέθανε 5 ημέρες αργότερα. Το πτώμα της είχε γεμίσει σκουλήκια. Όλα αυτά που αναφέρω εδώ, τα έχω δει με τα μάτια μου.
Στην αρχή, κρύφτηκα για 5 μέρες σε μία σοφίτα, αλλά με έπιασαν οι μοναρχο-φασίστες και με οδήγησαν μπροστά στον Κρανιά ο οποίος αφού με ρώτησε διάφορα, διέταξε να με φυλακίσουν. Στη φυλακή βρήκα άλλα 380 άτομα, ανάμεσα τους γυναίκες και παιδιά. 120 από αυτούς πέθαναν από την πείνα. Τέσσερα άτομα μαζί με ‘μένα ήμασταν στη φυλακή για 15 ημέρες, μετά απ’ τις οποίες μας μετέφεραν στην Πρέβεζα (Prevezë) και από εκεί στα Γιάννενα (Janinë), όπου μείναμε για 40 ημέρες. Εκεί μας υπέβαλαν απερίγραπτα βασανιστήρια. Απελευθερωθήκαμε ύστερα από την άφιξη στην πόλη των δυνάμεων του ΕΑΜ.»
Ο Ντερβίς Σούλο από το χωριό Τρικόρυφο (Spatar) στην περιοχή των Φιλιατών (Filati), περιγράφει τη σφαγή στο Τρικόρυφο ως εξής:
«Το πρωί του Σαββάτου τον Σεπτέμβριο του 1944, συγκέντρωσαν τους κατοίκους μπροστά από το τζαμί του χωριού. Οι στρατιώτες άρχισαν να βιάζουν τις γυναίκες και τα κορίτσια, ακόμα και μεγάλες γυναίκες. Η Πέτσε Τσουλάνι, 50 χρόνων, βιάστηκε, της έκοψαν τα μαλλιά και τα αυτιά της, και στο τέλος τη σκότωσαν στο περιβόλι της, στην περιοχή Μούτσο. Είχαν φέρει στο σπίτι μας την οικογένεια του Σάκο Μπανούσι από την Σκορπιόνα (Skropjona), που αριθμούσαν 8 γυναίκες, άντρες και παιδιά. Αφού βίασαν τις γυναίκες και τις έκοψαν τους μαστούς με μαχαίρια, τους σκότωσαν όλους…
Στο σπίτι του Νταμίν Μουχαμέτι, δολοφονήθηκαν 5 γυναίκες και 3 παιδιά… Στο σπίτι του Φετίν Μουχαμέτι, βίασαν και βασάνισαν τη Χάνε Ισούφι και μία άλλη γυναίκα… Στο σπίτι του Ντούλε Σερίφι, έκοψαν τα κεφάλια του ογδοντάχρονου Σουλεϊμάν Διμίτσα και της συζύγου του. Στο σπίτι του Μέτο Μπράχο, 20 άτομα, άντρες, γυναίκες και παιδιά, κάηκαν ζωντανοί… Η Κίγιε Νούρτσια, 70 ετών, μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου… Στο αμπέλι του Ζούλε και στον κήπο του Αμπντούλ Νούρτσε, είδα 20 σφαγμένους ανθρώπους. Στο σπίτι του Χατζή Λατίφι, βίασαν την κόρη του Χατζή Γκουλάνι, ενώ στο σπίτι του Μέιντι Μέτο βίασαν την Χάβα Αΐσια και την Νάνο Αράπι την οποία στη συνέχεια σκότωσαν.»
Η Νουρίσα Πρόνιο, κόρη του Χουσέν Ντέμι και της Φεριντέ, 30 τότε ετών και σύζυγος του Μουχαρρέμ Πρόνιο, είπε από το Μπεράτ όπου βρέθηκε με την οικογένεια της:
«Στις 27 Ιουνίου 1944 ήρθε ο Ζερβικός Λευτέρης Στρουγκάρης, μαζί με 20 στρατιώτες και έψαξαν και έκλεψαν το σπίτι, απειλώντας με με ένα μαχαίρι. Το σούρουπο εγκατέλειψα το σπίτι μου και κατέφυγα στους γείτονες μου. Την επόμενη μέρα όμως ο γείτονας μου με αποκάλειψε και αναγκάστηκα να φύγω τρέμοντας από τον φόβο μου, και κατέφυγα με τα τρία παιδιά μου – ένα τετράχρονο αγόρι και δύο κόρες, έξι και δύο ετών – ανάμεσα στα δεντρα του κήπου μου. Τότε, ο γιος του Βαγγέλη Δράκα, μαζί με τρεις οπλισμένους, μπήκαν στο σπίτι και όταν είδαν που είμαι, ήρθαν σαν τα θηρία και μου άρπαξαν το τετράχρονο παιδάκι μου και το πήραν στα ξύλα για να το σφάξουν. Εγώ τρομαγμένη, άρχισα να κλαίω και να ξεφνίζω και αυτοί τότε, είπαν σαρκαστικά στο μωρό: {Είσαι τόσο τρυφερό, θα σε ψήσουμε και θα σε φάμε…} Ακούγοντας τις φωνές μου ο Σωτήρης Νικόλας, ο γείτονας μας, ήρθε προς το μέρος μας και αφού καβγάδισε μαζί τους, ήρθε σε ‘μένα και μου είπε ότι ήθελαν τέσσερις βρετανικές λίρες για να μου δώσουν το μωρό και να φύγουν. Τους έδωσα τα χρήματα που ήθελαν και μου έδωσαν πίσω τον γιο μου, χλωμό. Φαινόταν σαν πεθαμένος και ο λαιμός του ήταν γεμάτος αίματα. Όταν ο Σωτήρης Νικόλας ήρθε εκεί, αυτοί οι βάρβαροι ήδη τον έκοβαν. Ακόμα και σήμερα, έχει τα ήχνη του κοψίματος από το μαχαίρι στον λαιμό του. Αφού τελείωσε όλο αυτό, κατέφυγα στο σπίτι του Σαμπάν Κούρα, αλλά στον δρόμο ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με στρατιώτες του Ζέρβα. Μαζί τους ήταν ο Δημήτρης Πάσκος, που αυτές τις μέρες είχε σκοτώσει την Μπετούλα, τη γυναίκα του Ιμπραήμ Μπολλάτι και είχε αγριοδώς κάψει τη Σανίγιε Μπολλάτι με βενζίνη.
Με την υποχώρηση των Γερμανών, ο Σαπέρας, αρχηγός της τοπικής φρουράς, μαζί με τον δεσπότη, έβγαλαν μία διαταγή ότι θα έπρεπε οι άνθρωποι της περιοχής να παραδώσουν τα όπλα τους και ότι θα μπορούσαν πλέον να μετακινούνται ελεύθερα, χωρίς να φοβηθούν τίποτα. Έκαναν μία γραπτή συμφωνία γι’ αυτό, μπροστά στον μουφτή της περιοχής. Ο κόσμος τους πίστεψε και αφού παρέδωσαν τα όπλα τους, άρχισαν πλέον να κυκλοφορούν ελεύθερα. Αλλά οι στρατιώτες του Ζέρβα, άρχισαν να συλλαμβάνουν τους άντρες και να τους φυλακίζουν, και έτρεχαν στα σπίτια μας για να τα κλέψουν και βίαζαν τα νεαρά κορίτσια. Τότε άρχισαν να σκοτώνουν τους άντες που προηγουμένως είχαν συλλάβει. Είδα με τα ίδια μου τα μάτια το σώμα του ενενηντα-πεντάχρονου Τζελάλ Μπολλάτι που του είχαν κόψει το κεφάλι, και είχαν πετάξει το κεφάλι του σε έναν κήπο πιο πέρα, ενώ είχαν αφήσει το σώμα του δίπλα σε έναν μαντρότοιχο. Είδα τον Τεφίκ Αμπάζι που του είχαν κόψει τα πόδια και του τα έδεσαν πίσω στην πλάτη.
Έπιασαν μετά όλες τις γυναίκες και τα παιδιά μας, και μας φυλάκισαν. Μας έδιναν κακομαγειρεμένο φαγητό σε βρώμικα χάλκινα καζάνια. Ύστερα ήρθαν τρία άτομα από μία Βρετανική Αποστολή που έλεγξαν την κατάσταση, και σταμάτησαν τη χρήση των χάλκινων σκευών…»
Ο Σαλί Μπολλάτι απ’ την Παραμυθιά λέει τα εξής:
«Ήμουν 7 ετών στις 27 Ιουνίου του 1944, αλλά δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεχάσω τι συνέβη εκείνες τις μέρες στην οικογένεια μου και στις άλλες αλβανικές οικογένειες της πόλης μας, της Παραμυθιάς. Ήταν νωρίς το πρωί όταν η μητέρα μου μας ξύπνησε. Εκείνη τη μέρα η γλυκιά φωνή της ήταν διαφορετική, μία βραχνή φωνή: {Ντυθείτε γρήγορα, πρέπει να φύγουμε}, είπε βιαστικά. Έντυσε τη μικρή μας αδερφή, τη Μακμπούλε, και πήρε μερικά ρουχαλάκια γι’ αυτήν. Χωρίς να φάμε τίποτα, φύγαμε γρήγορα από το σπίτι μας, που βρισκόταν στην κορυφή του λόφου της πόλης, που είναι κοντά στον πύργο των Μπολλάτι, 400 χρόνων παλιός. Περπατώντας στον δρόμο, ακούγαμε πυροβολισμούς. Βιαστικά φτάσαμε στο σπίτι του θείου μας, του Μουχάμμεντ Μπάκο, κοντά στον πύργο του ρολογιού, στο κέντρο της Παραμυθιάς.
Η θεία Νασίμπε μας άνοιξε, παρόλο που φοβήθηκε μήπως είχαν έρθει ληστές, και μας δέχτηκε με πολύ αγάπη. Ξέροντας ότι ήμασταν πεινασμένοι, μας ετοίμασε φαγητό. Ενώ τρώγαμε, ο θείος Κιαζήμ, πρώτος ξάδερφος της μητέρας μου, μπήκε μέσα κοιτάζοντας τον πατέρα μου απορημένος: {Μπράχο, οι στρατιώτες του Ζέρβα σκοτώνουν, ντύσου και πάμε να φύγουμε.} Αλλά ο πατέρας μου του είπε ότι ήταν αδύνατον να αφήσει όλη την οικογένεια πίσω: {Άλλωστε εμείς δεν έχουμε κάνει κακό στους Έλληνες, το αντίθετο πάντα τους βοηθούσαμε.} Μετά από αυτό, ο θείος Κιαζήμ μας άφησε και έφυγε, διέφυγε και πέθανε στα Τίρανα το 1983.
Δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα και ακούσαμε να χτυπάνε την πόρτα. Ο πατέρας μου άνοιξε αλλά ένας οπλισμένος άντρας τον άρπαξε έτσι όπως ήταν, ξυπόλυτο. Αρχίσαμε να τσιρίζουμε και να κλαίμε, φοβούμενοι ότι δεν θα ξαναδούμε τον πατέρα μας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη φοβερή σκηνή, αλλά και τις συμβουλές που μου έδινε με τρυφερότητα ως παιδί. Αργότερα ανακαλύψαμε ότι τον σκότωσαν στην αυλή του σχολείου, και τον έθαψαν μαζί με άλλους σε έναν μαζικό τάφο. Προσπαθήσαμε με τη μητέρα μου να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Καθώς περπατούσαμε, ο μεγαλύτερος αδερφός μου, ο Φερχάτ, που τότε ήταν 13 χρονών, πήγε για να συναντήσει τον ξάδερφο μας τον Αβνί, στην ίδια ηλικία, τον οποίο οι συμμορίτες του Ζέρβα τον έπιασαν και τον σκότωσαν, ενώ είχε κρυφτεί μέσα σε ένα χωράφι με βατομουριές. Μερικές μέρες αργότερα, μας είπαν ότι ο αδερφός μου ο Φερχάτ, ο καλύτερος μαθητής του τοπικού αλβανικού σχολείου που είχε ανοίξει λίγο πριν το 1944, βρέθηκε επίσης σκοτωμένος. Μπαίνοντας φοβισμένοι στην αυλή μας, είδα το σώμα του παππού μου να βρίσκεται κάτω, γεμάτο αίματα, πεθαμένος. Τον είχαν σύρει κατρακυλώντας πάνω στα πέτρινα σκαλοπάτια, και τον σκότωσαν. Ήταν 82 ετών, συνταξιούχος ιμάμης.
Ο Έλληνας συγγραφέας Γιάννης Σάρρας, γράφει στο βιβλίο του “Ιστορία της Περιοχής της Ηγουμενίτσας” που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1985, επιβεβαιώνει τα εγκλήματα λέγοντας: {Η οικογένεια του Μουχαρρέμ Μπολλάτι που σφαγιάστηκε με άγριο τρόπο, ήταν τελείως αθώοι.}
Ύστερα από το απαίσιο αυτό θέαμα, η μανούλα μου μας πήγε σε ένα θρησκευτικό κτήριο στη γειτονιά μας. Εκεί υπήρχαν και άλλες φοβισμένες οικογένειες. Πέρασε λιγότερο από μία ώρα και ένας οπλισμένος άντρας ήρθε και μας διέταξε να εγκαταλείψουμε τον χώρο. Δίπλα στην πύλη του κτηρίου περίμενε ένας άντρας που κρατούσε ένα οπλοπολυβόλο, έτοιμος να μας σκοτώσει. Η μητέρα μου τότε άρχισε να παρακαλάει τον Θεό. Λίγο αργότερα ένας άλλος από τους συμμορίτες του Ζέρβα ήρθε και διέταξε να πάρουν το οπλοπολυβόλο και να μετακινηθούμε σε άλλο μέρος. Νομίζαμε ότι είχαμε σωθεί και ευχαριστούσαμε τον Θεό γι’ αυτό, όταν ξαφνικά ένας άντρας άρπαξε τη μητέρα μου…Λιγότερο από μία ώρα μετά, κλαίγαμε καθώς μάθαμε τα φοβερά νέα ότι η μητέρα μας, η Μπετούλα, 36 τότε ετών, βρέθηκε νεκρή μέσα στο τζαμί μας.
Μείναμε έτσι 4 ορφανά, η Κερίμε 10 ετών, εγώ 7, ο Φαρούκ 5 και η Μακμπούλε 2. Μαζί με άλλα 200 άτομα, μας οδήγησαν στο μεγάλο σπίτι των Μουχεντίνι, που είχε μετατραπεί σας χώρος συγκέντρωσης, όπου 10-15 άτομα κοιμόντουσαν μαζί στο πάτωμα. Ήμασταν με τη θεία μας, τη Ζουμπέιντε. Ο σύζυγος της, ο Νέλο 27 ετών, είχε δολοφονηθεί, αφήνοντας την μόνη με ένα μωρό – τον Ταχσίν που ήταν τριών μηνών. Οφείλω εδώ να πω ότι κάποιες (χριστιανές) γειτόνισσες, ήρθαν και μας έφεραν μία μικρή κούνια και ρουχαλάκια για τον Ταχσίν και διάφορα αντικείμενα απ’ τα σπίτια μας. Αυτό ήταν σημαντικό για μας, επειδή αν και οι γείτονες μας ήξεραν ό,τι δεν είχαμε κάνει τίποτα κακό, εντούτοις δεν μπορούσαν να μας ελευθερώσουν. Η έλειψη φαγητού και κανονικών συνθηκών ζωής, ήταν και η αιτία των ασθενειών και των ξαφνικών θανάτων. Κάθε μέρα πέθαιναν τουλάχιστον 2-3 άτομα. Η γιαγιά μου η Ρουκίε, 72 ετών και η δίχρονη αδερφή μου, η Μακμπούλε, πέθαναν μαζί την ίδια μέρα.
Μήνες αργότερα, Βρετανοί στρατιώτες έφτασαν στην περιοχή και μας έφεραν τρόφιμα και φάρμακα και έτσι η ζωή μας άρχισε να γίνεται λίγο καλύτερη. Στα τέλη Νοεμβρίου μας ρώτησαν αν θα θέλαμε να πάμε στην Τουρκία, την Αλβανία ή την Αίγυπτο, αλλά όλοι τους είπαμε ότι σαν Αλβανοί, θα θέλαμε να πάμε στην μητέρα πατρίδα μας, όχι σε άλλη χώρα. Μας έφεραν μεγάλα ανοιχτά φορτηγά και μας έβαλαν πάνω σ’ αυτά. Οι χριστιανές γειτόνισσες που μας είχαν βοηθήσει, εμφανίστηκαν ξανά και μας έδωσαν χειμωνιάτικα ρούχα αυτή τη φορά…Τα φορτηγά έφτασαν στην Ηγουμενίτσα και μας αποβίβασαν και μας οδήγησαν σε μία παραθαλάσσια αποθήκη. Κατά τη διάρκεια της νύχτας προσπάθησαν να αρπάξουν τα κορίτσια αλλά αρχίσαμε να κλαίμε και να τσιρίζουμε δυνατά, και έτσι Βρετανοί στρατιώτες μας έσωσαν ξανά. Ήταν η τελευταία μας απαίσια νύχτα με τους Ζερβικούς. Την επόμενη ημέρα μας έβαλαν σε μικρές βάρκες και το απόγευμα φτάσαμε στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα (στην Αλβανία). Εκεί μας περίμενε ο θείος μας, ο Μουχάμμεντ, που τον Ιούνιο είχε κρυφτεί στο σπίτι της αδερφής του στην Πάργα. Μετά από μία νύχτα που περάσαμε στο τζαμί των Σαράντα, μεταφερθήκαμε στην Χιμάρα, όπου μείναμε σε δύο μικρά δωμάτια.
Περπατούσαμε όλη τη μέρα και τη νύχτα σταματήσαμε κάτω από μια γέφυρα. Αφού μαζέψαμε μερικά ξυλαράκια, ανάψαμε φωτιά και καταφέραμε να βγάλουμε τη νύχτα. Ήταν Δεκέμβριος και έκανε πολύ κρύο. Ειδικά ο μικρός μου αδερφός πεινούσε και κρύωνε πολύ. Ήταν αδυνατισμένος και έκαιγε απ’ τον πυρετό. Ακόμα και τώρα θυμάμαι πως ζητούσε από τη θεία μας λίγο ψωμί, κλαίγοντας: {Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ καλή μου θεία, πεινάω, δώσε μου λίγο ψωμί, σ’ αγαπώ πολύ, σε παρακαλώ θεία!} αλλά ακόμα και ένα ψίχουλο τότε ήταν δύσκολο να βρεθεί. Ξεκινήσαμε να περπατάμε πλέον όταν έφεξε. Μετά από τρεις ώρες φτάσαμε στο Ντουκάτ. Εκεί μείναμε έκπληκτοι για τη ζεστή αγκαλιά και την αποδοχή των κατοίκων που βρήκαμε. Από εκεί κάποιοι παρτιζάνοι μας μετέφεραν με ένα φορτηγό στην Αυλώνα. Μόλις φτάσαμε, η θεία μου πήρε τον μικρό αδερφό μου στο νοσοκομείο. Την άλλη μέρα (ο μικρός) πέθανε!
Έτσι από τα εννιά μέλη της οικογένειας μου, παραμείναμε μόνο δύο, η δεκάχρονη αδερφή μου και εγώ. Μεγάλωσε στο σπίτι του θείου μας, ενώ εγώ μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο στα Τίρανα και σε εσωτερικό σχολείο στη Σκόδρα. Αυτό ήταν μόνο ένα μικρό δείγμα από τη γενοκτονία που διέπραξαν εναντίον μας οι Έλληνες σωβινιστές, στην Παραμυθία, στους Φιλιάτες και αλλού, μέχρι τον Μάρτιο του 1945. Περισσότεροι από 2900 Αλβανοί δολοφονήθηκαν και περισσότεροι από 2000 πέθαναν στην πορεία τους προς την Αλβανία. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν παιδιά και ηλικιωμένοι…»
Ένα από τα ντοκουμέντα στο State Department των Η.Π.Α. (No. 84/3, Αποστολή στα Τίρανα 1945-1946) αναφέρει: «Σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες που κατάφερα να συγκεντρώσω στο τσάμικο θέμα, το 1944 και τους πρώτους μήνες του 1945, οι αρχές στη βόρεια Ελλάδα διέπραξαν απίστευτη κτηνωδία εκδιώκοντας πάνω από 25.000 Τσάμηδες, κατοίκους της Τσαμουριάς, από τα σπίτια τους, όπου ζούσαν για αιώνες, καταδιώκοντας τους κατά μήκος των συνόρων αφού τους είχαν αρπάξει τη γη και την περιουσία τους. Οι περισσότεροι νεαροί άνθρωποι είχαν δολοφονηθεί επειδή η πλειοψηφία των προσφύγων ήταν ηλικιωμένοι και παιδιά.»
Ο Υψηλός Βρετανός αξιωματούχος στη Βρετανική Αποστολή στην Αλβανία, ο Ανθυπολοχαγός Palmer, στις έρευνες του προσπάθησε να ρίξει φως στα κίνητρα αυτών των σφαγών δίνοντας μια ενδιαφέρουσα εξήγηση πολύ κοντά στην αλήθεια. Ανέφερε στους ανωτέρους του ότι «Η περιοχή όπου ζούσε η αλβανική μειονότητα. Και υπήρχαν συναισθήματα μίσους και φθόνου από τους Έλληνες για τους Τσάμηδες.». Την ίδια στιγμή, ο Palmer σημείωσε ότι το παράλογο ελληνικό αίτημα για την προσάρτηση της νότιας Αλβανίας από την Ελλάδα, το οποίοι η Ελλάδα έντονα καλλιεργούσε, είχε δημιουργήσει «ένα δυνατό αίσθημα μίσους όχι μόνο προς τους Τσάμηδες αλλά προς όλους τους Αλβανούς.». Με αυτόν τον τρόπο, ο Palmer αμφέβαλλε για τον ελληνικό ισχυρισμό ότι η εθνοκάθαρση της Τσαμουριάς έγινε λόγω της συνεργασίας του πληθυσμού της περιοχής με τους Γερμανούς, αλλά ήταν τμήμα της ελληνικής εθνικιστικής στρατηγικής εναντίον των Αλβανών.
Η Ελευθερία Μαντά σημειώνει: «Ο αλβανικός πληθυσμός …που δεν είχε περάσει τα σύνορα καταδιώχθηκε απηνώς, τα θύματα υπήρξαν δεκάδες, τα αλβανικά σπίτια λεηκατήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλογες και τζαμιά καταστράφηκαν. Για πέντε περίπου ημέρες επικράτησε το χάος και η καταστροφή. Δεκάδες γυναίκες και παιδιά κλείστηκαν στο σχολείο και μόνο χάρη στην παρέμβαση των αξιωματικών της Συμμαχικής Αποστολής και των Ελλήνων κατοίκων που δεν συμφωνούσαν με την τακτική των μονάδων του ΕΔΕΣ διασώθηκαν…» («Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000)», εκδ. ‘Ίδρ.Μελ. Χερσονήσου του Αίμου’ – 2004)
«Μοναδική θα μείνει, ωστόσο, η αναφορά του βρετανού ταγματάρχη Ουάλας (15.8.1944) για όσα ακολούθησαν την είσοδο του ΕΔΕΣ στα χωριά των Τσάμηδων, το Σεπτέμβριο του 1944. Αν μη τι άλλο, στο πλιάτσικο φέρεται να πρωταγωνιστεί, αν και με αμφιλεγόμενες επιδόσεις, ο ίδιος ο τοπικός εκπρόσωπος του Υψίστου: «Οι αντάρτες επιδόθηκαν σ’ ένα όργιο αντεκδικήσεων, λεηλασιών κι εσκεμμένης καταστροφής των πάντων. Η όμορφη κωμόπολη Μαργαρίτι κάηκε ολοκληρωτικά. Ο μητροπολίτης Παραμυθιάς συμμετείχε στο ψάξιμο των σπιτιών για λάφυρα, βγαίνοντας από ένα σπίτι, ωστόσο, ανακάλυψε ότι το ήδη βαρυφορτωμένο μουλάρι του το είχαν ξαλαφρώσει κάτι αντάρτες«…»», (‘Ιός’-‘Ελευθεροτυπία’, 27/4/2003)
Για την αντιμετώπιση των Τσάμηδων από τις ελληνικές αρχές, αποκαλυπτική είναι μια πολυσέλιδη έκθεση (15/10/1930) του γενικού επιθεωρητή μειονοτήτων Κωνσταντίνου Στυλιανόπουλου, στενού συνεργάτη του πρωθυπουργού Βενιζέλου, που εντοπίσαμε στο αρχείο του τελευταίου (φ.58).
Ανώτατος κρατικός λειτουργός επιφορτισμένος με τη διαχείριση κάθε λογής μειονοτικών τριβών, προκειμένου ν’ αποφεύγονται διεθνείς επιπλοκές, ο Στυλιανόπουλος καταγράφει, έπειτα από επιτόπια έρευνα, ένα καθεστώς ασφυκτικής καταπίεσης:
«Η απελευθέρωσις της Ηπείρου υπό της Ελλάδος επέφερε τελείαν ανατροπήν της καταστάσεως. Από κυρίαρχοι και σατραπίσκοι, [οι Τσάμηδες] εγένοντο αποτόμως ακτήμονες, άστεγοι και πένητες. Η περιουσία των περιήλθεν εις τους καλλιεργητάς εκ διαρπαγής και απαλλοτριώσεως. Εννοείται ότι η απότομος αύτη μεταβολή τούς έφερε εις δεινήν παραζάλην και τους περιήγαγε εις αθλιότητα και οικτράν δυστυχίαν, ώστε πολλοί εξ αυτών να στερούνται και αυτό το ψωμί. Τα πράγματα επιδείνωσεν έτι περισσότερον η άνευ προηγουμένης ερεύνης κατάληψις κτημάτων υπό της Εθνικής Τραπέζης και αι επιτάξεις διά προσφυγικάς ανάγκας. Εάν δε λάβωμεν υπ’ όψιν και την μεροληπτικήν και απάνθρωπον στάσιν των αρχών, συμπληρούμεν την εικόναν της απελπισίας εις ην ευρέθησαν οι Μουσουλμάνοι, αρκετοί των οποίων, κατόπιν ενεργειών μας, εζήτησαν να μεταβούν εις την Τουρκίαν.» (σ.2)
Η κατάσταση δεν άλλαξε μετά την οριστική εξαίρεση της μειονότητας από την υποχρεωτική ανταλλαγή:
«Εις απάντησιν εις τας επανειλημμένας αιτήσεις και παρακλήσεις των ενεφανίζοντο διωγμοί και χειρότεραι δημεύσεις, μέχρι του σημείου να κηρυχθή [απαλλοτριωτέο] τσιφλίκιον η Παραμυθιά, έδρα Επάρχου και επί Τουρκοκρατίας υποδιοικητού, να απαλλοτριωθούν μικροϊδιοκτησίαι και αυλόκηποι και να μη αφεθή εις πολλούς ουδέ εν στρέμμα διά να καλλιεργήσουν και ζήσουν την οικογένειάν των, να μη πληρώνωνται εις αυτούς τακτικώς τα ορισθέντα μισθώματα, τινά των οποίων είναι κατώτερα και αυτών των απαιτουμένων διά την είσπραξίν των χαρτοσήμων, να εμποδισθούν κατ’ αρχάς και είτα να καταστούν λίαν δυσχερείς αι αγοραπωλησίαι, να εκτιμηθούν τα αγροκτήματα αυτών εις ευτελεστάτας τιμάς μέχρι και 3 δρχμ. το στρέμμα, να γίνωνται θύματα εκμεταλλευτών δικολάβων και τοκογλύφων και να φυλακίζωνται διά την πληρωμήν φόρων ενίοτε και αυτών των απαλλοτριωθέντων ή επιταχθέντων υφ’ ημών κτημάτων.» (σ.2-3)
Οσον αφορά τη Χωροφυλακή, διαβάζουμε, «δυστυχώς δεν είναι σπάνια τα επεισόδια δαρμού και αυθαιρεσιών» (σ.8), ενώ αποκαλυπτική για τον σεβασμό της θρησκευτικής ταυτότητας των Τσάμηδων υπήρξε η μετατροπή του μοναδικού Ιεροσπουδαστηρίου της περιοχής (στο Φιλάτι) σε… στάβλο του ελληνικού στρατού –«όστις μάλιστα, ηπείλησε και την δημοσίαν υγείαν, διότι πολύ πλησίον του ευρίσκονται τα μοναδικά πηγάδια από τα οποία υδρεύεται η πόλις.» (σ.11)
Οι μουσουλμάνοι αγρότες πιέζονταν, τέλος, ν’ αποπληρώσουν τους φόρους τους μέσα στον Ιούλιο, προτού πουλήσουν τη σοδειά τους, με αποτέλεσμα να «γίνονται έρμαια τοκογλύφων και εκμεταλλευτών ή [να] φυλακίζονται.» (σ.10)
Παρόμοια εικόνα σκιαγραφείται και σε εμπιστευτική έκθεση του Γενικού Διοικητή Ηπείρου (19/1/1929) που περιλαμβάνεται στο ίδιο αρχείο (φ.108): «μονόπλευρος», «τραχεία και άνευ ελέους» εφαρμογή του αγροτικού νόμου σε βάρος της μειονότητας, «σιωπηρή» απαγόρευση ακόμη και «της διδασκαλίας του Κορανίου παρά των χοτζάδων εις πλείστα χωρία», άρνηση της διοίκησης να επιτρέψει την εκλογή κοινοτικών αρχόντων από τους μουσουλμάνους και διορισμός χριστιανών στη θέση τους, εκπαιδευτικός αποκλεισμός με το σκεπτικό «ότι δέον ο μουσουλμανικός πληθυσμός να παραμείνη εις το σκότος και την αμάθειαν»· πεποίθηση, τέλος, των αρχών πως «η καλλιτέρα λύσις του ζητήματος της Τσαμουριάς θα ήτο η αναχώρησις του Μουσουλμανικού πληθυσμού».
«Εννοείται, ότι υπό τοιαύτας απανθρώπους συνθήκας», διαπιστώνει έτσι ο Στυλιανόπουλος, «ουδέ λόγος δύναται να γίνη περί Μουσουλμάνων προσκειμένων προς την Ελλάδα ή επιθυμούντων το καλόν της, αλλά τουναντίον περί εδάφους γονίμου εις πάσαν ξενικήν προπαγάνδαν.» (σ.3)
κ.α.
Θαυμάζω τις γνώσει σου αγαπητέ Αλή!
Μας έπεισες, μωρέ που τα βρήκες όλα αυτά και τα έγραψες, ολόκληρα κατεβατά!
Είχα μείνειμε την εντύπωση πως οι Τσάμηδες ήταν Έλληνε που αλλαξοπίστησαν και έγιναν μουσουλμάνοι σαν εσένα.
Άσε τον Παυλίδη που τα έζησε και έγραψε σχετικό βιβλίο να βουρλίζετε….
Μόνο στην Ελλάδα μπορεί κανείς ατιμώρητα να γράφει ότι θέλει και να προπαγανδίζει….ότι θέλει!
Ευμένης Καρδιανός