Γράφει ο Λουκάς Κασιάρας*
Αδέλφια μας αδικοχαμένα στην πύρινη λαίλαπα….
Καθώς μέρα με τη μέρα αθροίζονται τα ονόματά σας και συναριθμείσθε στη μαύρη λίστα των θυμάτων της δολοφονικής πυρκαγιάς, νιώθουμε ολοένα και περισσότερο να σφίγγεται η ψυχή μας. Πρωταγωνιστές εσείς μιας ασύλληπτης εθνικής τραγωδίας στον πρώτο και τελευταίο σας ρόλο∙ θεατές εμείς ενεοί και εμβρόντητοι σε ένα δυσερμήνευτο σκηνικό ανείπωτου άλγους. Κάθε μακάβρια ανεύρεση του ταλαιπωρημένου δερμάτινου χιτώνα σας ή έστω υπολειμμάτων του νιώθουμε να σταλάζει βαθιά μέσα μας ένα ασήκωτο βάρος. Οι πένθιμες αναγγελίες του χαμού σας μοιάζουν με σταγόνες που κοιλαίνουν τις λίθινες καρδιές μας. Πίσω από τον κάθε σας αριθμό, το όνομα, τη φωτογραφία βρίσκεται κρυμμένη μια ταπεινή ή δοξασμένη ιστορία σας. Κι όσοι από εμάς τείνουμε «ευήκοον ους» μπορούμε να την ακούσουμε ή ίσως και να την πλάσουμε με υλικά το βίωμα και την ενσυναίσθηση…
Μέσα στον ορυμαγδό των δηλώσεων, θέσεων και σχολίων είμαστε πολλοί αυτοί που απέχουμε σωπαίνοντας. Η κυνικότητα του πολιτικού ρεβανσισμού μάς εξοργίζει, η διελκυστίνδα της μετάθεσης ευθυνών μάς αποκαρδιώνει, οι μεγαλόστομες αποφάνσεις αυτόκλητων ειδημόνων περί των αιτίων μάς θλίβουν. Πλάι σ’ αυτά και το δημοσιογραφικό ντελίριο παραγωγής οίκτου, με την ψυχοτροπική αδολεσχία του, μοιάζει τόσο ανοημάτιστο και αποκρουστικό. Τόσο μελάνι χύθηκε στο βωμό της εξιλέωσης συνειδήσεων, θαρρείς και κάποιοι περίμεναν το θάνατό σας για να κρύψουν τον άμοιρο εαυτούλη τους…
Η αλήθεια είναι ότι αδυνατούμε να αποδεχτούμε και να εκλογικεύσουμε το ανεπανάληπτο συμβάν. Ο νους μας ιλιγγιά μπροστά στις σπαρακτικές επιθανάτιες στιγμές σας και τα μάτια μας φρίττουν στην απόπειρα να εσωτερικεύσουμε την αγριότητα των εικόνων. Γι’ αυτό και η σιωπή, σαν μια έμπονη βιωματική διεργασία των γεγονότων, νομίζουμε θα σας ανέπαυε πολύ περισσότερο από ατέρμονους και ενίοτε χύδην λόγους. Μια τέτοια υπεύθυνη σιωπή ίσως ανοίγει και ένα πεδίο γόνιμου αναμηρυκασμού και αυτοκριτικής.
Τα ερωτήματα ωστόσο αδυσώπητα μας κατακλύζουν: Γιατί οι ψυχούλες σας βιάστηκαν να αποδημήσουν εν μέσω θέρους και αναψυχής; Γιατί σας έλαχε ένα τέτοιο φρικώδες και αιφνίδιο τέλος; Γιατί να βρεθείτε εκείνη την ώρα, ανυπεράσπιστοι, στη δίνη της μαινόμενης φλόγας; Γιατί εκεί και όχι αλλού; Γιατί εσείς και όχι εμείς;
Ίσως αυτό το τελευταίο ερώτημα να ανοίγει ένα παράθυρο στο σκοτεινό δωμάτιο των αδιέξοδων λογισμών. Δεν γίνεται να προσωποποιούμε και να μεμφόμαστε «ες αεί» την αδυσώπητη μοίρα. Δεν μας επιτρέπεται να βουλιάζουμε στο τέλμα της απόγνωσης και να εμμένουμε ψυχαναγκαστικά στα κατακλυσμικά μας αισθήματα, που σαν κινούμενη άμμος μας καταπίνουν και μας εκμηδενίζουν. Η στοιχειώδης υπαρξιακή εγρήγορση και κοινωνική μας συνείδηση επιβάλλει να αναζητήσουμε μια βαθύτερη σκοπιμότητα στην παράδοξη απώλειά σας. Να αρνηθούμε πρωτίστως την καθησυχαστική λογική ότι εμείς υπήρξαμε για άλλη μια φορά «τυχεροί», ενώ εσείς οι … «άτυχοι» και να αποποιηθούμε τον απεχθή ρόλο του επίδοξου τιμητή των δοκιμασιών σας.
Έχουμε χρέος να σας κοιτάξουμε – έστω και μετά θάνατον – μέσα βαθιά στα βαθουλωτά καρβουνιασμένα μάτια σας. Αυτά τα μάτια που κοίταξαν με τόση λαχτάρα αλλά και ύστατο πόνο τους αγαπημένους σας ανθρώπους και τον όμορφο κόσμο που ζήσατε. Αυτά τα μάτια σας είναι που τώρα μας δικάζουν και μας αποκαλύπτουν τα δικά μας πάθη και αβαρίες. Πίσω από τα αποκαΐδια των σπιτιών σας κρύβεται η δική μας ασυδοσία, πίσω από την αδυναμία διαφυγής σας κρύβεται η δική μας ολιγωρία, πίσω από τη γοερή επίκληση των συγγενών σας κρύβεται η δική μας, συχνά ανάδελφη και φίλαυτη ζωή. Αν ήμαστε εμείς καλύτεροι, δηλαδή γνησιότεροι άνθρωποι, αληθινοί φίλοι, συνειδητοί πολίτες ίσως τώρα να μη θρηνούσαμε μια τέτοια βίαια «έξοδο» από τη ζωή σας.
Μια τέτοια συνειδητοποίηση, μάλλον, είναι το πιο ελπιδοφόρο αποθησαύρισμα του πικρού γεγονότος που ζήσαμε. Τότε θα είχε ένα νόημα, σχεδόν θυσιαστικό, η εκδημία σας∙ αν την εισπράξουμε ως απαράγραπτη ευθύνη να αντιστρατευτούμε στη φθορά, να υποτάξουμε το «Εγώ», να ανανήψουμε ηθικά, να σκύψουμε με φιλοτιμία και αγάπη στις ανάγκες του καθημερινού συνανθρώπου μας, να γίνουμε αδελφοί του με αυταπάρνηση και ιλαρή διάθεση. Είναι συγκλονιστικές οι ιστορίες αγάπης, που αποτυπώθηκαν τόσο ανάγλυφα στους διακεκαυμένους τόπους και στα καπνισμένα νερά της «πανδέγμονος» θάλασσας, όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης. Οι περισσότερες δεν διατυμπανίζονται, αλλά τις αλιεύουμε από ειδησεογραφικά μονόστηλα ή από στόμα σε στόμα και ομολογούν περίτρανα το θαύμα των ψυχών που μεγαλουργούν στο ύστατο άγγιγμα του θανάτου. Τα σώματά σας έγιναν λαμπάδα που κάηκε φωτίζοντας τα δικά μας σκοτάδια… Οι πυρπολημένες αγκαλιές σας φιλοδοξούν να χωρέσουν όλους εμάς, που το «συγγνώμη» μας γίνεται κινητήριο έναυσμα προσωπικής αλλαγής και κενωτικής αγάπης. Ακούγεται τόσο προφητικός και συνάμα παρήγορος ο λόγος του ποιητή:
«Αν θέλεις να λέγεσαι Άνθρωπος…
δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται…
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές…
κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον
είμαστε κιόλας νεκροί.» (Τ. Λειβαδίτης)
Ο Θεός να αναπαύσει τις ψυχές σας, αδέλφια μας,
και να αφυπνίσει τις δικές μας!
* O Λουκάς Κασιάρας είναι Φιλόλογος.