Γράφει ο Χρῖστος Δάλκος, καθηγητής Μ. Ἐ.
Ὁ ὑποφαινόμενος ἔχει ἀναφερθῆ καί παλαιότερα στήν ἰδιάζουσα σχέση μακεδονικῆς διαλέκτου καί νέας ἑλληνικῆς [προκειμένου περί λέξεων ὅπως ἀφρούδι, βρύδι (= φρύδι) – μακεδ. ἀβροῦτες / σμέρνα, σμύραινα, σβέρνα, σφύρνα – μακεδ. σφύραινα / τσακων. κράκα (= κλειδί, «ξυλιασμένος») – μακεδ. γάρκα (= ράβδος) / βρομερός – μακεδ. ὄν. Βρομερός / πέρδικα – μακεδ. ὄν. Περδίκκας κ.λπ.].
Αὐτή ἡ σχέση φαίνεται νά παραπέμπῃ σέ βαθύτερα στρώματα τῆς καθ’ ὅλου ἑλληνικῆς, στόν πυρῆνα ἑνός οἱονεί πρωτοελληνικοῦ ὑποστρώματος, τό ὁποῖο θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθῇ καί γραικικό.
Στό γραικικό αὐτό, πρωτοελληνικό στρῶμα φαίνεται νά ἀνήκῃ καί τό μακεδονικό ὄνομα τῶν Ἐρινύων «Ἀραντίδες» (πρβλ. τήν γλῶσσα τοῦ Ἡσυχίου: «ἀράντισιν• ἐρινύσι. Μακεδόνες»), γιά τό ὁποῖο πολλές, ἀλλά μή ἱκανοποιητικές, ἐτυμολογίες ἔχουν προταθῆ (ἐκ τοῦ ἀρά, Ἄρης κ.ἄ.). Εἶναι φανερό ὅτι πλήν τῆς σημασιολογικῆς, ὑφίσταται μεταξύ Ἐρινύων καί Ἀραντίδων καί κάποια – μακρινή πιθανόν – φωνολογική σχέση, τήν ὁποία θά προσπαθήσουμε νά διερευνήσουμε μέ τήν βοήθεια ὄχι τῆς σανσκριτικῆς ἤ ἄλλων ἰνδοευρωπαϊκῶν γλωσσῶν, ἀλλά – ἀκολουθῶντας τίς ἀρχές τῆς ἐνδοσυγκριτικῆς μεθοδολογίας – κυρίως καί πρωτίστως τῆς ἑλληνικῆς, ἀρχαίας καί νέας.
Στήν Βιθυνία (Κίο), Ἰωνία (Βουρλά), Κίμωλο, Κύθνο, Μῆλο, Μύκονο, Σέριφο, Σίκινο, Σίφνο, Σχινοῦσα, Φολέγανδρο κ.ἀ. ἕνα ἔδεσμα πού «γίνεται ἐξ ἀλεύρου, ὅπερ ραντιζόμενο δι’ ὕδατος συνέρχεται εἰς βώλους…» ὀνομάζεται ἀραντό1 , καί ἡ σχέση του μέ τό θέμα τοῦ ρήματος ραντίζω, (ἀ.ἑ. ραίνω, ρανίζω, ραντίζω) φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἀλλοῦ ὀνομάζεται ραντό, ἀραντιστό, ἀραντιστά, ἀραντ’στές, ἀράντα, ἀραντός, ἀραντές ὁ, ἀρεντιστά, ραντιστά, ραντιστές, ρεντιστά, ριτ’στό, ἀρανιστά, ἀρανιστές, ράνιστα, ραν’στά, ρανιστέδες, ρανιστές, ραν’στές, ρανg’στές, ραg’στές, ραϊστές, ρενιστά, ρεν’στά, ριν’στές, ριγκ’στές, ριγγ’στές ὁ, λαντουρίδια (ἐκ τοῦ *ραντουρίδια), λαdουρίδα (< *ραντουρίδα), λετούρα (<*ρεντούρα <*ραντούρα) κ.λπ.
_____________________________________
[1] Εὐχαριστῶ τούς φίλους Νῖκο Μαρτῖνο καί Στάμη Τσικοπούλου πού μέ τό θερμιώτικοἀραντό πού ἔθεσαν ὑπ’ ὄψει μου, μοῦ ἔδωσαν τήν ἀφορμή νά ἀσχοληθῶ μέ τίς Ἀραντίδες. Οἱ πολυπληθεῖς ἐναλλακτικοί τύποι τῆς λέξης, καθώς καί ἄλλων συγγενῶν λέξεων, προέρχονται ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἀπό τό Ἀρχεῖο τοῦ Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν.
Ἐξ ἄλλου καί τό ρῆμα ραντίζω ἐμφανίζεται καί ὑπό τούς τύπους ἀραντίζω, ἀαντίζου, ρεντίζω, ριντίζου, ἀρανίζω, ρανίζω, ραγκίζου κ.λπ. ἡ δέ ρανίδα (= σταγόνα / ἐλάχιστη ποσότητα) καί ὑπό τούς τύπους ρανιά, ἀανίδα (<*ἀρανίδα), ραγγίδα, ραντίδα, ραντία (πρβλ. «ἔν’ νά κάμῃ νερά• ἐπκιάσαν οἱ ραντίες» Κύπρος), ράντα, ράνdα [πρβλ. «Χριστέ μου ρίτσε μου ‘νάρ – ράνdα νgαῖμα» Ἀπουλία (Κοριλιᾶνο)] κ.ἄ.
Ἡ ἐξέταση τῶν ἐναλλακτικῶν τύπων ὑπό τούς ὁποίους ἐμφανίζονται οἱ λέξεις ἀραντό, ἀραντιστό, ἀρανιστό / ἀραντίζω, ραντίζω, ἀρανίζω, ρανίζω / ραντίδα, ρανίδα, *ἀρανίδα κ.λπ. πιστοποιεῖ πλήν ὅλων τῶν ἄλλων, μιά ἐναλλαγή ν – ντ (d), ἡ ὁποία φαίνεται νά ὑπόκηται καί τῆς σχέσης τῶν ἀ.ἑ. ραίνω (ἐκ τοῦ *ρανjω) «ν».ἑ. ραντίζω (ἤδη στούς Ἑβδομήκοντα, Λευιτικόν, 21: …ἐὰν ῥαντισθῇ ἐπ’ αὐτὸ πλυθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ), «ν».ἑ. ρανίζω (ἤδη στόν Πολυδεύκη, Ι΄, 30, 2ος αἰ. μ.Χ.), κατά τό σχῆμα: ραίνω < *ρανjω > ρανίζω > ραντίζω.
Ἐξ ἄλλου, καί τά ἐτυμολογικά λεξικά ἀναγκάζονται νά ἀχθοῦν σ’ ἕνα παραπλήσιο συμπέρασμα, ὅταν παράλληλα πρός τήν ρίζα *ṷren – τοῦ ῥαίνω ἀποκαθιστοῦν «ἐπεκτεταμένο» τύπο *ṷren-d- / *ṷren-dh-, στήν προσπάθειά τους νά ἑρμηνεύσουν τούς προφανῶς συγγενεῖς πρός τό ῥαίνω / ῥαντίζω τύπους ῥαθάμιγξ (= σταγών, ρανίς, πρβλ. ραντιμίδες Κεφαλλονιά, ρανταμίδες Καλάβρυτα), ὁμηρ. παρακ. τοῦ ῥαίνω «ἐρράδαται», ὑπερσ. «ἐρράδατο».
Ὥστε δέν ἀπέχουμε πολύ ἀπό τήν ἀλήθεια, ἄν ὑποθέσουμε ὅτι Ἀραντίδες καί Ἐρινύες εἶναι ἐναλλακτικοί τύποι τῆς ἴδιας ρίζας, μόνο πού ἡ συσχέτιση τῶν ἀρχαίων Ἐρινύων μέ τόν μακεδονικό τύπο καί τήν σωρεία τῶν συγγενῶν πρός τόν τελευταῖο «νεοελληνικῶν» λέξεων μᾶς ὁδηγεῖ στό ἐξόχως ἀποκαλυπτικό συμπέρασμα ὅτι οἱ Ἐρινύες ἤ Ἀραντίδες ἦσαν ρανίδες / ραντίδες!
Καί ὄχι βέβαια ρανίδες ὕδατος, βροχῆς κ.λπ., ἀλλά ρανίδες αἵματος, ὅπως ἀποκαλυπτικώτατα μᾶς πληροφορεῖ ἡ ἐξιστόρηση τοῦ ἀκρωτηριασμοῦ τοῦ Οὐρανοῦ ἀπό τόν Κρόνο, στήν Θεογονία τοῦ Ἡσιόδου, στ. 183 – 185: «ὅσσαι γὰρ ῥαθάμιγγες ἀπέσσυθεν αἱματόεσσαι, / πάσας δέξατο Γαῖα• περιπλομένων δ’ ἐνιαυτῶν / γείνατ’ Ἐρινῦς τε κρατερὰς μεγάλους τε Γίγαντας…» («γιατὶ ὅσες στάλες ἔπεσαν αἱμάτου, ὅλες ἡ Γῆ τὶς δέχτηκε καὶ μὲ καιροὺς καὶ χρόνια τὶς Ἐρινύες ἐγέννησε τὶς φοβερὲς καὶ τοὺς μεγάλους Γίγαντες», βλ. Ἡσίοδος, ἅπαντα, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια, Παναγῆς Λεκατσᾶς, Ἰ. Ζαχαρόπουλου, Βιβλιοθήκη ἀρχαίων συγγραφέων, ἀρ. 55).
Ἀπό ‘κεῖ λοιπόν ἐπήγασε ὁ χαρακτήρας τῶν Ἐρινύων ὡς τιμωρῶν κάθε ἐγκλήματος, ἰδίως δέ ἐγκλήματος τοῦ αἵματος, ὅπως τό δείχνει καί ἡ χαρακτηριστική ὀνομασία μιᾶς ἀπ’ αὐτές, τῆς Τισιφόνης, καθώς ἐπίσης καί ἡ ἀμυδρή ἀνάμνηση πού διασώθηκε στήν σημασία τῆς λακωνικῆς λέξης ραντίδα (= ἀσθένεια ἐκ θεϊκῆς ὀργῆς).
Βεβαίως ὑπάρχουν καί ἄλλα, φωνολογικῆς κυρίως τάξης, ζητήματα, πού θέτει ἐπί τάπητος ἡ συσχέτιση Ἀραντίδων – Ἐρινύων, ὅπως οἱ ἐναλλαγές ἀ(ρ) – ἐ(ρ) / (ρ)α – (ρ)ι / (ντ)ι – (ν)υ, φαινόμενα πού ὁ E. Furnée στό θεμελιῶδες ἔργο του Die wichtigsten konsonantischen Erscheinungen des Vorgriechischen (Τά κυριώτερα συμφωνικά φαινόμενα τῆς προελληνικῆς), Paris, 1972 , σπεύδει νά χαρακτηρίσῃ «προελληνικά».
Δέν προτιθέμεθα βέβαια νά ἀναφερθοῦμε διεξοδικά ἐδῶ στά ζητήματα αὐτά2, περιοριζόμαστε μόνο νά παραθέσουμε τό συμπέρασμα τοῦ Ἰ. Προμπονᾶ γιά μιά καί μόνη ἐναλλαγή (: α-ε), πού βασίζεται στήν σύγκριση τῶν περίπου ὀγδόντα παραδειγμάτων τέτοιας ἐναλλαγῆς στήν ἀρχαία ἑλληνική μέ «ὑπερδιακόσια» τῆς νέας ἑλληνικῆς: «Επομένως, στην περίπτωση της εναλλαγής α-ε κοντά στα υγρά και έρρινα έχουμε να κάμουμε με μια τάση που χαρακτηρίζει την ενιαία ελληνική γλώσσα από τα μυκηναϊκά χρόνια ως σήμερα. Η εναλλαγή α-ε δεν είναι χαρακτηριστικό της καλουμένης “Προελληνικής”» (βλ. «Φωνητικά φαινόμενα της «προελληνικής» στη νέα ελληνική;», Ευεργεσίη, Τόμος χαριστήριος στον Παναγιώτη Ι. Κοντό, τ. Α΄, σ. 161).
__________________________
[2] Καί μόνο ἡ συσχέτιση τῶν Ἐρινύων μέ τό θέμα ῥιν- τοῦ ἀ.ἑ. ῥίς γεν. ῥινός (= ἡ μύτη, οἱονεί ἡ ρέουσα, ἡ στάζουσα), δείχνει τό εὖρος τῆς διάδοσης τῆς σχετικῆς ρίζας
Καί παρακάτω: «Μήπως όμως από τις λέξεις που χαρακτηρίζονται ως «προελληνικές» άλλες είναι δάνεια από γειτονικές της Ελληνικής γλώσσες […] και άλλες γλωσσικά απολιθώματα της πανάρχαιης Ελληνικής;» (ὅ. π. σ. 162).
Τό δεύτερο νομίζουμε ὅτι συμβαίνει μέ τίς Ἀραντίδες, τῶν ὁποίων ἡ ἐτυμολογική συσχέτιση πρός τίς Ἐρινύες κρίνεται ὡς πολύ σημαντική, ὄχι μόνο γιατί ἀποδεικνύει περίτρανα τήν ἑλληνικότητα τῆς ἀρχαίας μακεδονικῆς διαλέκτου ἀλλά ἐπίσης – καί κυριώτατα – ἐπειδή ἀναδεικνύει καί τόν πρωτοελληνικό χαρακτῆρα πολλῶν στοιχείων τῆς νέας ἑλληνικῆς, τῆς κατά τόν Κοραῆ «Γραικικῆς».
Τό γεγονός ὅτι ἡ ἐτυμολογική / σημασιολογική διαπλοκή ἀρχαίας, νέας καί μακεδονικῆς ἑλληνικῆς κάνει τήν πανηγυρική της ἐμφάνιση σ’ ἕνα αἱματηρό ἐπεισόδιο σχετικό μέ τόν Οὐρανό καί τήν Γῆ, δείχνει ποιός εἶναι ὁ πρωτογενής χῶρος καί χρόνος στόν ὁποῖο ἐντοπίζονται οἱ θεμελιώδεις γλωσσικές, θρησκευτικές καί ἐν γένει πολιτισμικές σχέσεις μεταξύ «γραικικῆς» καί ἀρχαίας ἑλληνικῆς.
Σέ ἀνύποπτο χρόνο, ὁ γράφων παρατηροῦσε: «Ἀπό τά τρία βασικά θεϊκά ζεύγη πού διαδέχονται τό ἕνα τό ἄλλο στήν Θεογονία τοῦ Ἡσιόδου (Οὐρανός – Γαῖα / Κρόνος – Ρέα / Ζεύς – Ἥρα) ἡ νέα ἑλληνική δείχνει νά «θυμᾶται» μόνο τό πρῶτο καί παλαιότερο, ἀφοῦ μόνο οἱ λέξεις «οὐρανός», «γῆ(ς)» τῆς εἶναι οἰκεῖες καί χρησιμοποιοῦνται παγκοίνως. Τό φαινόμενο θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθῇ ὄχι ἁπλῶς περίεργο, ἀλλά ἐξωφρενικό, ἀπ’ τήν πλευρά ἐκείνων τοὐλάχιστον πού θά περίμεναν – δέσμιοι μιᾶς γραμμικῆς, μονοκόμματης ἀντίληψης γιά τήν ἐξέλιξη – ὅτι ὁ Ζεύς, ὡς πλέον «πρόσφατος», θά εἶχε διατηρηθῆ καί ζωηρότερα στήν μνήμη τοῦ λαοῦ.» (Καλικάντζαροι, Νεράϊδες καί Καραγκιόζης: μιά τριλογία τῶν περιπετειῶν καί τῶν μεταμορφώσεων τοῦ ἐξιλαστηρίου θύματος, διδακτορική διατριβή, Ἀθήνα 2002, σ. 58-59).
Εἶναι ἑπομένως φανερό ὅτι πρέπει νά ἐγκαταλείψουμε τά ἰδεολογήματα περί ἀπόλυτης, γραμμικῆς συνέχειας τῶν δύο μορφῶν τῆς γλώσσας μας, καί νά δώσουμε ἕνα ἰδιαίτερο βάρος στήν ἔρευνα ἀρχαίας καί νέας ἑλληνικῆς ὑπό τό πρῖσμα τῆς ἄποψης ὅτι πολλά στοιχεῖα τῆς νέας ἑλληνικῆς, λόγῳ τοῦ πρωτογενοῦς τους χαρακτῆρα, μποροῦν νά ἑρμηνεύσουν στοιχεῖα τῆς ἀρχαίας, κι ὄχι μόνο τό ἀντίστροφο.
Γιά νά γίνῃ ὅμως αὐτό πρέπει οἱ νέοι ἄνθρωποι νά ἔρθουν σέ οὐσιαστική ἐπαφή μέ τόν τεράστιο πλοῦτο τῆς ἀρχαίας, μεσαιωνικῆς καί νεώτερής μας παράδοσης, ἀπ’ τήν ὁποία τείνει νά τούς ἀποκόψῃ μιά μυωπική, δῆθεν «προοδευτική», «ἐπικοινωνιακή» προσκόλληση στήν γλωσσική συγχρονία, πού μέ ὄχημα τήν κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, τῆς διδασκαλίας τῆς γραμματικῆς καί τοῦ συντακτικοῦ, καί γενικά ὁποιασδήποτε ἐπαφῆς μέ τήν γλωσσική διαχρονία, καταδικάζει τόν ἑλληνικό λαό στήν ἀγραμματοσύνη. Ἀπό ἄλλη ἀφετηρία ἐκκινῶντας, τό ἴδιο πετυχαίνει ἐν πολλοῖς καί ἕνας ξαναζεσταμένος ἀττικιστικός μυστικισμός, ὁ ὁποῖος στό ὄνομα τῆς προσκυνηματικῆς του προγονολατρίας, καλλιεργεῖ τήν περιφρόνηση γιά τό βαθύτερο καί αὐθεντικώτερο ὑπόστρωμα τοῦ γλωσσικοῦ καί πολιτισμικοῦ μας ἑαυτοῦ.
Ἐπειδή καί τά δύο ρεύματα σκέψης ἐμποδίζουν τήν ἀνάπτυξη τῶν ὄντως παραγωγικῶν δυνάμεων τοῦ τόπου, ἤτοι τῶν πνευματικῶν του δυνάμεων καί τῆς πολιτισμικῆς του αὐτοσυνειδησίας, κάνουμε ἔκκληση στίς Ἀραντίδες / Ἐρινύες, νά μήν πάψουν νά τούς καταδιώκουν, γιά ὅλα τά πολιτισμικά ἐγκλήματα πού διέπραξαν καί συνεχίζουν νά διαπράττουν εἰς βάρος τοῦ τόπου καί τοῦ λαοῦ.
Χρῖστος Δάλκος, καθηγητής Μ. Ἐ.