Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Η Μικρά Ασία είναι χώρος με κολοσσιαίο βάρος για τον ιστορικό Ελληνισμό και κυριαρχεί στο φαντασιακό μας μέχρι σήμερα. Συνδεόμενη με τα πρώτα ξανοίγματα των Ελλήνων έξω από την μικρή και φτωχή πατρίδα, τον Τρωικό Πόλεμο και τον Α’ Αποικισμό, με την ηρωική εποποιία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την κληρονομιά των διαδόχων του, η ανάδειξη της χερσονήσου σε καρδιά και πυρήνα του έθνους έλαβε χώρα τον λεγόμενο Μεσαίωνα, την περίοδο της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ύστερα από την απώλεια των επαρχιών της Αιγύπτου, της Συρίας και της Παλαιστίνης (μακράν των πλουσιοτέρων και πολυανθρωποτέρων κτήσεων της Κωνσταντινουπόλεως) στην μουσουλμανική πλημμυρίδα του 7ου και 8ου αιώνος, η ρωμαϊκή άμυνα επικεντρώθηκε στην Μικρά Ασία. Οι αραβικές επιδρομές συνεχίστηκαν ακατάπαυστα επί αιώνες, όμως δεν μπόρεσαν να εξελιχθούν σε μόνιμες κατακτήσεις. Παράλληλα, η χερσόνησος του Αίμου κατακλύστηκε από Σλάβους και Βουλγάρους, περιορίζοντας την αυτοκρατορική διοίκηση και την ελληνική γλώσσα σε συγκεκριμένα παράλια και οχυρά σημεία. Με την πτώση της Κύπρου, της Ρόδου και της Κρήτης, το Αιγαίο και η Μεσόγειος έγιναν απαγορευμένες ζώνες λόγω της πειρατείας. Τους δύσκολους χρόνους της ρωμαϊκής ανασυντάξεως μέχρι να έρθει η αντεπίθεση του 9-10ου αιώνος, η Μικρά Ασία ήταν η μόνη μεγάλη, συμπαγής και σχετικά σταθερή αυτοκρατορική επαρχία. Πάνω στις οικονομικές της δυνατότητες, το ανθρώπινο δυναμικό και τα ψυχολογικά και πνευματικά της αποθέματα η Ρωμανία στήριξε την αντίσταση της και ύστερα την ακμή της. Η οροσειρά του Ταύρου, που τέμνει διαγώνια την Μικρά Ασία από την ανατολική εσχατιά του Πόντου μέχρι την Κιλικία, έγινε ότι τα Πυρηναία στην Ισπανία: το όριο μεταξύ του χριστιανικού και του ισλαμικού κόσμου, τόπος όπου ανδρώθηκαν μεγάλοι ήρωες, υφάνθηκαν θρύλοι και δόθηκαν επικές μάχες. Όσο οι ακρίτες φυλούσαν τις κλεισούρες και μάχονταν τους εισβολείς, πίσω από τα σύνορα αγρότες, ιερείς, βιοτέχνες, γραφειοκράτες και ναυτικοί κρατούσαν την αυτοκρατορία όρθια.
Αντίθετα με τα Βαλκάνια, τα οποία κατακλύσθηκαν από Σλάβους, Βουλγάρους κ.α., η Μικρά Ασία, ούσα σταθερά υπό αυτοκρατορικό έλεγχο, δεν δέχθηκε μαζικές μεταναστεύσεις πληθυσμών που να αλλάξουν ριζικά την εθνοφυλετική και γλωσσική της σύνθεση. Εδώ ανακύπτει το ερώτημα, ποια ήταν αυτή η σύνθεση, προτού τουλάχιστον η εισβολή των Σελτζούκων Τούρκων (1060/70 και εξής) αλλάξει το πρόσωπο της μια για πάντα. Η ύπαρξη ισχυροτάτου ελληνικού-ελληνογενούς και ελληνογλώσσου στοιχείου κατά μήκος της χερσονήσου βεβαίως δεν αμφισβητείται: οι πυκνοί πληθυσμοί που ξεριζώθηκαν το 1922 ανάγονται στην αρχαία ή έστω την «βυζαντινή περίοδο», δεν προέκυψαν ξαφνικά επί Τουρκοκρατίας. Όμως η έκταση και το βάθος του εξελληνισμού της Μικράς Ασίας, ελλείψει εμπεριστατωμένων στατιστικών και απογραφικών στοιχεία από την εποχή, αποτελεί μέχρι σήμερα αντικείμενο διαφωνίας από τους ιστορικούς. Που ήταν τα όρια της ελληνικής παρουσίας; Πότε και σε ποιο βαθμό η ελληνική γλώσσα ξεπέρασε τις ακτές και τα αστικά κέντρα για να κατακτήσει την ύπαιθρο; Ποιος ήταν ο ρόλος της Εκκλησίας, του μοναχισμού και των αιρέσεων; Ο βασικός μας οδηγός σε αυτήν την αναζήτηση και συγγραφέας του κλασσικού έργου «Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού», Σπύρος Βρυώνης, προειδοποιεί νωρίς τον αναγνώστη του: η ανατομία της μικρασιατικής εθνογραφίας «είναι από τα πιο ενδιαφέροντα – και ταυτόχρονα άλυτα – προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ιστορικός».
Ο εξελληνισμός κατά την αρχαιότητα
Βεβαίως, όταν οι Έλληνες αποίκισαν τα μικρασιατικά παράλια και όταν στη συνέχεια ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε ολόκληρη την χερσόνησο, δεν την βρήκαν κενή και ακατοίκητη. Ήδη πριν τον Α’ Αποικισμό στην Μικρά Ασία αναπτύχθηκαν και ήκμασαν πολιτισμοί όπως των Χετταίων και των Λυδών, ενώ στη συνέχεια κυριάρχησαν οι Πέρσες. Στον Τρωικό Πόλεμο οι Αχαιοί ήρωες αντιμετωπίζουν τους συμμάχους των Τρώων όπως οι Λύκιοι, οι Φρύγες και οι Μυσοί. Οι περισσότεροι λαοί της δυτικής και κεντρικής Μικράς Ασίας κατήλθαν εκεί από την Ευρώπη – οι Φρύγες, για παράδειγμα, κατοικούσαν στην μετέπειτα Μακεδονία πριν εγκατασταθούν εκεί οι Δωριείς. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των Ελλήνων αποίκων και των αρχαίων Μικρασιατών υπήρξε πολύ έντονη, με τους δευτέρους να προσλαμβάνουν ολοένα και περισσότερα ελληνικά πολιτιστικά στοιχεία. Άλλωστε μεταξύ τους υπήρχε, σύμφωνα και με τους συγχρόνους ερευνητές, μεγάλη γλωσσολογική και γενετική-εθνοφυλετική συγγένεια. Στο μνημειώδες έργο του «Λαοί και Φυλαί της Μικράς Ασίας», ο Γεώργιος Σκαλιέρης χρησιμοποιεί ποικίλη ορολογία για να τονίσει αυτήν την κοινή μήτρα αφ’ ης προέκυψαν οι Έλληνες και οι αρχαίοι Μικρασιάτες, όπως « αυτόχθονα ελληνοπελασγικά ομογενή στοιχεία, Φρυγοέλληνες, Φρυγοπελασγοί, ελληνοφρυγική ομοφυλία, Αρία Μικρασιατική Ομοφυλία». Η ανθρωπολογική προσέγγιση του Σκαλλιέρη (ο οποίος γράφει το 1922 σε μια απόπειρα να αποδείξει πως η Μικρά Ασία ήταν ελληνική και ότι οι Τούρκοι αποτελούσαν μικρό μέρος ακόμη και του μουσουλμανικού στοιχείου) είναι αμφισβητήσιμη, ακόμη και τώρα όμως οι γλωσσολόγοι κατατάσσουν την φρυγική και την ελληνική γλώσσα στην ίδια οικογένεια. Στην ιστορία έχει μείνει ο διάλογος του Λυδού βασιλέως Κροίσου με τον Σόλωνα τον Αθηναίο, ή το χρυσό άγγιγμα του Μίδα της Φρυγίας.
Η τάση αυτή κλιμακώθηκε μετά την έλευση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος έθεσε υπό την κυριαρχία του το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής. Ύστερα από το θάνατο του τα βασίλεια της Περγάμου και των Σελευκιδών ίδρυσαν πλήθος πόλεων κατά μήκος της Μικράς Ασίας, εγκαθιστώντας ελληνικούς πληθυσμούς και ελληνικούς θεσμούς όπως τα γυμνάσια, το θέατρο, τα λουτρά και οι βιβλιοθήκες. Ο εξελληνισμός των παλαιοτέρων κατοίκων επιταχύνθηκε σημαντικά οι και αρχαίες γλώσσες άρχισαν να παρακμάζουν. Από την άλλη, γηγενείς δυναστείες όπως της Βιθυνίας, του Πόντου, της Καππαδοκίας και της Αρμενίας υιοθετούν ελληνικές συνήθειες, ονόματα και καλλιτεχνικές τεχνοτροπίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε ο βασιλεύς Μιθριδάτης ΣΤ’ του Πόντου, περσικής καταγωγής αλλά μέγας λάτρης των ελληνικών τρόπων, ο οποίος ξεσήκωσε τις ελληνικές πόλεις στην τελευταία σοβαρή εξέγερση κατά των Ρωμαίων (88-63 π.Χ.). Στα πλαίσια του εκτεταμένου θρησκευτικού συγκρητισμού που χαρακτήρισε την ελληνιστική και την ρωμαϊκή περίοδο, η λατρεία του ελληνικού δωδεκαθέου εξαπλώθηκε σε όλη την Μικρά Ασία: όταν ο Απόστολος Παύλος με τον μαθητή του τον Βαρνάβα εκήρυξαν στην Λυκαονία, οι κάτοικοι τους ταύτισαν με τον Ερμή και τον Δία αντιστοίχως. Την ελληνιστική περίοδο στα κεντρικά υψίπεδα της Μικράς Ασίας έφθασαν ομάδες Γαλατών, ύστερα από την αποτυχημένη εισβολή τους στην Ελλάδα. Χρειάστηκαν πολυετείς και επίπονοι αγώνες από τις ελληνικές δυνάμεις της Περγάμου και της Συρίας μέχρι να περιοριστούν οι επιδρομές τους, αλλά και εκείνοι σταδιακώς εξελληνίστηκαν.