Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης.
Δημοσιεύθηκε στην Εστία, 29 Ιουλίου 2020.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του Έλληνα είναι να πλάθει με σχετική ευκολία αφηγήματα γύρω από την άποψή του, στα οποία μπλέκει δυνάμεις και παράγοντες που δεν ελέγχει, ούτε γνωρίζει καλά καλά.
Βλέπουμε, φερ’ ειπείν, ένα κράτος να κάνει κάτι που είτε μας αρέσει, είτε όχι, και αμέσως ψάχνουμε να βρούμε ποιον εκπροσωπεί, ποιος τον ωθεί, τίνος οι πλάτες τον υποστηρίζουν. Πολλές φορές, οι αρχικοί δρώντες αντικαθίστανται κυκλικά και αενάως. Ασφαλώς, δεν ισχυρίζομαι ότι δεν υφίστανται διεθνείς συμμαχίες ή ότι αυτές δεν αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων.
Αυτό που ισχυρίζομαι είναι το εξής. Σε τέτοια πράγματα, πολύ υψηλής στρατηγικής και διεθνών σχέσεων, πληροφορούμαστε το 1 από τα 100 που συμβαίνουν. Διότι πολλά συμβαίνουν και δεν λέγονται. Επίσης, από τα 100 που πληροφορούμαστε, ισχύει μόνο το 1. Διότι πολλά λέγονται και δεν συμβαίνουν. Επισφαλή λοιπόν όλα τα βεβιασμένα συμπεράσματα.
Η συστηματική τριβή με την ενημέρωση, ο χρόνος, η απόδοση βαθμού αξιοπιστίας στους πομπούς πληροφοριών και η ευρεία και συγκροτημένη αντίληψη, βοηθούν στην επιλογή των σημαντικών πληροφοριών, φιλτράροντας όσα θολώνουν το τοπίο. Παραμένουμε όμως ευάλωτοι σε όσα δεν βγαίνουν ποτέ στην επιφάνεια. Οι εικασίες δεν είναι αρκετές για να τα αντιληφθούμε.
Επιπλέον παράγοντας είναι η ανάγκη να επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις διαφόρων που εμπιστευόμαστε ή οι δικές μας. Δηλαδή, η ανάγκη να νιώθουμε ότι γνωρίζουμε κάτι από το μέλλον. Οι προβλέψεις όμως είναι σχετικά εύκολο να επιβεβαιωθούν. Λέει κανείς δέκα παρακινδυνευμένες ασυναρτησίες, πέφτει μερικώς μέσα ή μία από αυτές, διότι ο κόσμος είναι χαοτικός, και μετά πανηγυρίζει ότι κατέχει τη γνώση του κόσμου και φουρνίζει άλλες τόσες. Έχουμε πήξει στην αερολογία.
Γιατί όμως να επιζητούμε αποφατικά συμπεράσματα; Σε τι μας βοηθούν; Το ζητούμενο δεν είναι οι προβλέψεις, αλλά η κατανόηση του κόσμου. Δυστυχώς, πάσχουμε από παντελή αδυναμία κατανόησης του κόσμου. Εάν ο κόσμος κατανοηθεί καλύτερα, τότε ναι, θα μπορούσαν να γίνουν και καλύτερες προβλέψεις. Βάσιμες όμως. Όχι ξεκάρφωτες.
Πόσο συχνά ρωτάμε «με ποιο σκεπικό προβλέπετε ότι θα γίνει αυτό που λέτε;». Και όταν το κάνουμε, οι απαντήσεις εξαντλούνται σε αόριστες υποθέσεις όπως ότι ο τάδε παίζει το παιχνίδι του δείνα. Πόσο συχνά ελέγχουμε τα δεδομένα αυτού του υποτιθέμενου σκεπτικού και τα θέτουμε στη βάσανο της λογικής ή της επαλήθευσης; Δεν φαίνεται να μας ενδιαφέρει αρκετά. Εάν ταιριάζουν με το προσωπικό μας αφήγημα, τα δεχόμαστε άκριτα. Αν όχι, τα απορρίπτουμε παρομοίως, αφού βέβαια έχουμε δεχθεί κάποια άλλη θεωρία.
Ενίοτε χρησιμοποιούμε το ίδιο δεδεομένο με αντίθετο τρόπο! Εφαρμόζουμε τα αναμφισβήτητα δεδομένα που βλέπουμε γύρω μας, σε νέο σκεπτικό, αντί να τα χρησιμοποιούμε για να ασκήσουμε κριτική στο αφήγημα, ώστε να φτάσουμε σε ένα καλύτερο. Προσαρμόζουμε την πραγματικότητα στην θεωρία και όχι την θεωρία στην πραγματικότητα. Στραβός είναι πάντα ο γιαλός, ποτέ δεν αρμενίζουμε εμείς στραβά.
Στο επόμενο άρθρο θα δούμε πώς αυτό το χαρακτηριστικό δρα καταλυτικά στο φαινόμενο της ώσμωσης της ηττοπάθειας – ή του φοβικού συνδρόμου – στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας, ειδικότερα τα τελευταία 25 περίπου χρόνια, μέσω της αντίληψης ότι η Ελλάδα δεν έχει παρά ελάχιστους βαθμούς ελευθερίας κινήσεων στο διεθνές σκηνικό.