Ὅπως στό βιλαέτι τῆς Καππαδοκίας, ἔτσι καί σ᾿ ἐκείνο τῆς γειτονικῆς της Λυκαονίας, μέχρι τήν Ἀνταλλαγή τῶν Πληθυσμῶν τό 1924, δίπλα στούς ἑλληνικούς τουρκόφωνους πληθυσμούς, διεσώζοντο καί κάποιες ἑλληνόφωνες νησίδες. Τέτοιες γιά παράδειγμα στήν Καππαδοκία ἦταν ὁρισμένα χωριά τῆς περιφέρειας Νίγδης, Νεαπόλεως καί Φαράσων. Ἀντίστοιχα, στό βιλαέτι τῆς Λυκαονίας, μία ἑλληνόφωνη κωμόπολη πού διετηρεῖτο μέχρι τήν Ἀνταλλαγή ἦταν ἡ Σύλλη, προάστιο τοῦ Ἰκονίου.
Ἀπό τόν 11ο ἔως τόν 15ο αἰ. ἡ μικρασιατική ἐνδοχώρα συνταράσσεται ἀπό τά ἀλλεπάλληλα κύματα ἐπιδρομῶν καί αἱματοχυσίας πού προξενοῦν τά τουρκομογγολικά φύλα. Οἱ Σελτζοῦκοι μέ διαρκεῖς ἐπιθέσεις καί δηώσεις κυριεύουν τό 1077 τό Ἰκόνιο, ὅπου ἐγκαθιδρύουν τό Σουλτανᾶτο τοῦ Ρούμ (δηλαδή τό Βασίλειο τῶν Ἑλλήνων). Οἱ Μογγόλοι κυριεύουν τήν περιοχή τό 1243 καί οἱ Ὀσμανλῆδες Τοῦρκοι τό 1397, (Σπ. Βρυώνης, Ἡ παρακμή τοῦ Μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ στή Μικρά Ἀσία καί ἡ διαδικασία ἐξισλαμισμοῦ 11ος-15ος αἰ., ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 22000). Ἐνδιάμεσα ὁ ἐπαναστάτης Τζιμρί λεηλατεῖ ἄγρια τό Ἰκόνιο καί τά περίχωρά του τό 1276. Εἰδικά τά δύο τελευταῖα φύλα τοῦ Τζένγκινς Χάν καί τῶν τουρκομάνων στάθηκαν τά πλέον αἱμοβόρα, σέ σημεῖο πού ἔμειναν στήν προφορική παράδοση τοῦ ντόπιου ρωμαίικου πληθυσμοῦ ὡς «κυνοκέφαλοι» καί «ἀνθρωποφάγοι» (Τ. Σαλκιτζόγλου, Ἡ Σύλλη τοῦ Ἰκονίου, ΙΜΕ, Ἀθήνα 2005, σ.35).
Ὅταν ὁ Σελτζοῦκος σουλτᾶνος Ἀλαεδίν Α΄ ἐγκατέστησε τήν ἕδρα του στό Ἰκόνιο (11ος αἰ.) καί δημιούργησε τό Σουλτανᾶτο τοῦ Ρούμ, προσήλκυσε, μέσῳ μιᾶς σχετικῆς εὐημερίας πού ἐχάρισε στήν πόλη, διαφόρους θρησκευτικούς ἡγέτες μετανάστες, διωκομένους ἀπό τά ἀνατολικά μογγολικά φύλα. Ἕνας τέτοιος θρησκευτικός ἡγέτης ἦταν καί ὁ πατέρας τοῦ Τζελαλεντίν Ρουμί. Μετά τόν θάνατό του ὁ γιός του στάθηκε ὁ θεμελιωτής τοῦ τάγματος τῶν Μεβλεβήδων. Βοηθούμενος ἀπό τή σουλτανική ἐξουσία, μέ τήν ἤπια προσηλυτιστική του πολιτική, στάθηκε κύρια αἰτία προσηλυτισμοῦ χιλιάδων Ρωμιῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν στή θρησκεία τῶν δερβίσιδων. Οἱ Ρωμιοί αὐτοί, εὔποροι ἀστοί ἀλλά καί μεροκαματιάρηδες τεχνίτες καί ἀγρότες, ἐγκαταλειμμένοι ἀπό τήν βασιλική ἀλλά καί τήν πατριαρχική προστασία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡττημένοι στρατιωτικῶς, οἰκονομικῶς καί ἠθικῶς, ἔγιναν βορά στά χέρια κυρίως τῶν δερβίσιδων ἀλλά καί τῶν ἄλλων μουσουλμανικῶν αἱρέσεων.
Κατά τή διάρκεια ὅλης αὐτῆς τῆς πρωτοφανοῦς γιά τά μέχρι τότε ἱστορικά δεδομένα καταστροφῆς, πλῆθος πόλεων, κωμοπόλεων, χωριῶν καί οἰκισμῶν ἀφανίσθηκαν, ἐρημώθηκαν καί οἱ περισσότεροι κάτοικοί τους ἄν δέν ἐθανατώθησαν, ἐσύρθησαν στά σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀνατολῆς. Ἐν μέσῳ τέτοιας καταστροφῆς, παραδόξως, σέ κάποιες γωνιές τῆς μικρασιατικῆς γῆς ἐπιτελοῦντο σημεῖα καινά καί παράδοξα. Ὁ Ἀλαεδίν Α’ ἀποφάσισε νά διορθώσει καί νά ἀνακαινίσει τό μισοκατεστραμμένο τζαμί πού προϋπῆρχε ἤδη στό Ἰκόνιο. Ἔδωσε ἐντολή οἱ πέτρες πρός ἀνέγερσι νά μετακομισθοῦν ἀφοῦ κατεδαφισθεῖ πρῶτα ἡ ἐρημωμένη χριστιανική ἐκκλησία πού βρισκόταν ἔξω ἀπό τήν πόλη πρός δυσμάς. Πράγματι, οἱ ἐργάτες, οἱ ὁποῖοι προφανῶς θά ἦταν Ρωμιοί ὑποταγμένοι στή σουλτανική πλέον ἐξουσία, ὀνομαστοί χτίστες τῆς περιοχῆς, ἔδραμαν πρός κατεδάφισι τῆς ἐρημωμένης ἐκκλησίας. Φθάνοντας ἐκεῖ ἐξεκίνησαν τήν ἐργασία. Μόλις ὅμως ἄγγιξαν τίς ἐκκλησόπετρες, «φλόγες πυρός ἐξῆλθον ἐξ αὐτοῦ [τοῦ ναοῦ, Γ.Χ.-Τ.] καί κατέκαυσαν τούς παρεστῶτας» (Κύριλλος Στ΄ Οἰκουμ. Πατρ. Κων/πόλεως καί Νέας Ρώμης, Ἱστορική Περιγραφή τοῦ ἐν Βιέννῃ προεκδοθέντος χωρογραφικοῦ πίνακος τῆς Μεγάλης Ἀρχισατραπείας Ἰκονίου, νῦν πρῶτον τύποις ἐκδοθεῖσα ἐν τῷ Πατριαρχικῷ Τυπογραφείῳ ἐν ἔτει 1815, Κωνσταντινούπολις).
Σύλλη Ἰκονίου, Ναός Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ (φωτογρ. ἀρχεῖο Παναγιώτη καί Γεωργίας Τερζῆ)
Τό παράδοξο αὐτό γεγονός ἐφόβησε τούς περιεστῶτας, καθώς καί τόν ἴδιο τόν σουλτᾶνο, ὁ ὁποῖος ἀφ᾿ ἑνός παραιτήθηκε τοῦ σκοποῦ του, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ ἔδωσε ἐντολή σέ ἑπτά οἰκογένειες αἰχμαλώτων, ἄρα Ρωμιῶν ὀρθοδόξων, νά ἐγκατασταθοῦν γύρω ἀπό τόν ἐρημωμένο ναό «πρός περιποίησιν καί λυχναψίαν του» (Κύριλλος Στ΄). Ἐνῶ λοιπόν οἱ γύρω περιοχές ἐρημώνοντο, ἡ ἔκταση πού περιέβαλλε τήν ρωμαίικη ἐκκλησία ἄρχισε νά ζωογονεῖται. Αὐτός ὁ πρῶτος συνοικισμός ἑπτά ρωμαίικων οἰκογενειῶν μέ ἐντολή τοῦ σουλτάνου τοῦ Ἰκονίου καί μέ σκοπό τόν εὐτρεπισμό τοῦ ἀνωτέρω ναοῦ ἀποτέλεσε τόν ἀρχικό πυρῆνα τῆς μετέπειτα κωμοπόλεως Σύλλης ἤ Σίλλης Ἰκονίου. Ἡ ἐκκλησία αὐτή ἦταν ὁ περίφημος κατά τούς προηγούμενους αἰῶνες ναός τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, κτισμένος ἀπό τήν Ἁγία Ἑλένη (327μ.Χ.) καθ᾿ ὁδόν της πρός τά Ἱεροσόλυμα γιά τήν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Σώζεται δέ σέ ἀρίστη κατάσταση ἔως σήμερα μετά ἀπό πολλές βέβαια ἀνακαινίσεις. Οἱ ντόπιοι τόν ὀνόμαζαν «μεγάλη γκλησιά», λειτουργοῦσε ἀνελλειπῶς μέχρι τήν Ἀνταλλαγή καί πανηγύριζε κάθε χρόνο στίς 8 Νοεμβρίου.
Σύλλη Ἰκονίου, Ναός Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ (λεπτ. τρούλλου) (φωτογρ. ἀρχεῖο Παναγιώτη καί Γεωργίας Τερζῆ)
Ὁ σουλτᾶνος Ἀλαεδίν Α’ πέραν τῆς ἐντολῆς πρός «λυχναψίαν» τοῦ ναοῦ ἔδωσε στίς πρῶτες αὐτές οἰκογένειες προνόμια «ἀτελείας καί ἀσυδοσίας» (δηλ. φοροαπαλλαγές), ἄν καί ἀργότερα αὐτά καταστρατηγοῦντο ἀπό τούς ἑπομένους ἀξιωματούχους (Κύριλλος Στ΄). Ἐπανειλημμένως δέ καί μετά τήν κατάλυση τοῦ Σουλτανάτου τοῦ Ρούμ, μέ τήν ἐγκαθίδρυση τῶν Ὀθωμανῶν, ὁ σουλτᾶνος ἀποστέλλει ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη φιρμάνια μέ τά ὁποῖα ὑπενθυμίζει στούς ντόπιους ἄρχοντες τήν ὑποχρέωσή τους νά σέβονται τά ἀρχικά προνόμια τῶν «Σίλλεληδων».
Ὁ ναός τοῦ Ἀρχαγγέλου πλαισιώνεται ἀπό βραχώδεις, πορώδεις ἡφαιστειογενεῖς λόφους στούς ὁποίους εἶναι λαξευμένα πλῆθος κελλιά, ἀσκητήρια καί παρεκκλήσια. Παρόμοια λαξεύματα ὑπάρχουν καί κάτω ἀπό τό ἔδαφος πού ἁπλώνεται ἐμπρός ἀπό τόν ναό καί τούς γύρω λόφους. Οἱ λόφοι φέρουν ὅλοι ὀνόματα ἁγίων, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Ἅγιος Φίλιππος, Ἁγία Θέκλα, Προφήτης Ἠλίας καί ἄλλα. Οἱ τελευταῖοι κάτοικοι πρίν τήν Ἀνταλλαγή σοῦ ἔδειχναν τόν βράχο στόν ὁποῖο πιάστηκε τμῆμα τοῦ φορέματος τῆς Ἁγίας Θέκλας ὅταν οἱ ἐχθροί της τήν καταδίωκαν στήν περιοχή αὐτή.
Ἀρχαιολογικές ἐνδείξεις μαρτυροῦν πώς στόν χῶρο αὐτό, γύρω ἀπό τήν ἐκκλησία καί πρό τῆς ἐρημώσεώς της, ὑπῆρχε μοναστικός οἰκισμός. Εἰκάζεται πώς κατοίκησαν ἐδῶ μοναχοί ἀπό τίς παλαιστινιακές ἐρήμους Φαράν καί Σουκᾶ, ἐκδιωγμένοι ἀπό τούς Ἄραβες κατακτητές κατά τόν 7ο αἰ. Συνηγορεῖ σ᾿ αὐτό καί ἡ ὁμοιότητα τοῦ τοπίου τῆς παλαιστινιακῆς ἐρήμου μέ αὐτό τῶν περιχώρων τοῦ Ἰκονίου, τῆς Σίλλης καί τῶν γύρω ἐκτάσεων. Δέν θά πρέπει ἐξάλλου νά μᾶς διαφεύγει τό γεγονός ὅτι οἱ μοναχοί των ἐρήμων Φαράν καί Σουκᾶ ἦταν πνευματικοί ἀπόγονοι τοῦ Ἁγίου Χαρίτωνος τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἐξ Ἰκονίου καταγομένου καί ὀνομαστοῦ κοινοβιάρχου στίς παλαιστινιακές ἐρήμους κατά τόν 3ο μ.Χ. αἰ. Οἱ μεταναστεύσαντες ἄρα ἀσκητές τῶν ἐρήμων αὐτῶν ἔνοιωθαν στά περίχωρα τοῦ Ἰκονίου τήν οἰκειότητα τῆς καταγωγῆς τοῦ πνευματικοῦ των πατρός Ἁγίου Χαρίτωνος.
Μαρτύριο Άγίου Χαρίτωνος Ικονίου
Ἐξάλλου, σέ κοντινή ἀπόσταση ἀπό τή Σίλλη, εὑρίσκεται λαξευμένη σέ ὑψηλό ἀπότομο βράχο ἡ περίφημη Μονή τοῦ Ἁγίου Χαρίτωνος, μέ τό καθολικό της πρός τιμήν τῆς Παναγίας Σπηλαιωτίσσης (9ος-12ος αἰ.) (Σήμερα ἡ εἴσοδος ἀπαγορεύεται καί ἡ μονή ἔχει μετατραπεῖ σέ στρατῶνα. Μάλιστα μέσα σέ αὐτήν τό 1922 ὁ Κεμάλ ὀργάνωνε τόν τακτικό στρατό του, τόν ὁποῖο μάλιστα ἐπιθεωροῦσε ὁ Λίμαν Φόν Σάντερς, σύμφωνα μέ μαρτυρίες τῶν ντόπιων Σιλλελήδων αὐτοπτῶν μαρτύρων (Γλ. Μελίδου-Κεφαλᾶ, Πρόσφυγες ἀπό τήν Σίλλη Ἰκονίου. Ἡ προσαρμογή ἑνός πληθυσμοῦ ἐμπόρων στήν Ἑλλάδα, μτπχ. Ἱστ.-Ἀρχ., ΑΠΘ Θεσ/νίκη 1987)). Στήν Μονή θά ἐπιτελεσθεῖ τό ἄλλο παράδοξο γεγονός τό ὁποῖο ἐσφράγισε τίς ἀρχικές μνῆμες τῶν πρώτων οἰκιστῶν τῆς Σίλλης καί τά προνόμιά τους. Ὁ γιός τοῦ Τζελαλεντίν Ρουμί, κυνηγώντας καί τοξεύοντας κάποιο πουλί κατεκριμνήσθη ἀπό τόν πανύψηλο βράχο στή βάση τοῦ ὁποίου εἶναι σκαλισμένη ἡ Μονή. Ὅμως διεσώθη διότι κάποιος πολιός καί σεβάσμιος γέρων τόν ἐκράτησε στά χέρια. Ὅπως ὁ νέος παρεδέχθη ὅταν ἀντίκρυσε τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Χαρίτωνος στόν ναό τοῦ Μοναστηριοῦ, ὁ πολιός γέρων πού τόν ἔσωσε ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος (ΚΜΣ, χ/φ Ραφτόπουλου, Φάκ. Ἰκόνιο-Σύλλη ). Ὁ πατέρας τοῦ νεαροῦ, ὁ Τζελαλεντίν Ρουμί, εἰς ἀνάμνησιν τοῦ γεγονότος, ἀλλά καί ὡς πνευματικός κυρίαρχος πού αἰσθανόταν στήν περιοχή, ἔκτισε μικρό τζαμί στόν αὐλόγυρο τῆς Μονῆς ὅπου ἐπήγαινε συχνά καί προσευχόταν (Βρυώνης, 584, σημ. 104). Εἰς ἀνάμνησιν τοῦ γεγονότος ὅμως ἐδόθησαν καί προνόμια στήν Μονή στήν ὁποία ἐδωρήθη ἡ γύρω περιοχή ὡς βακούφι ἀπό τόν σουλτᾶνο τοῦ Ἰκονίου.Ἡ Μονή θά μείνει γνωστή στήν Ἱστορία διότι κατά τόν 13ο αἰ. θά ἀποτελέσει τόν χῶρο στόν ὁποῖο ἐξεκίνησαν οἱ μακρές θρησκευτικές συζητήσεις καί διάλογοι τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τῶν Μεβλεβήδων ὀπαδῶν τοῦ Τζελαλεντίν Ρουμί. Πολλοί ἦταν οἱ Ρωμιοί καί οἱ Ἀρμένιοι τῆς περιοχῆς οἱ ὁποῖοι προσηλυτίστηκαν στό Ἰσλάμ μέ τήν τακτική τοῦ Ρουμί, ὅπως προανεφέρθη. Ὡστόσο, τό γεγονός πώς ὁ διαθρησκειακός διάλογος μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ἰσλάμ ἐπαναλαμβανόταν ἐπί αἰῶνες στά μέρη αὐτά μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα πώς ὑπῆρχε ἀκόμη ἰσχυρός ὀρθόδοξος πυρῆνας ὁ ὁποῖος ἀντιστεκόταν στήν ἰσλαμική προπαγάνδα, ἄν καί αὐτή διεξήγετο κάτω ἀπό τήν κυρίαρχη μωαμεθανική ἐξουσία.
Ἡ Σύλλη δέν εἶναι κτισμένη πάνω σέ κάποιον ἰδιαίτερο γεωστρατηγικό κόμβο, οὔτε σέ κάποιο ὀρεινό πέρασμα (δερβένι), οὔτε παράγει κάποιο ἰδιαίτερο τοπικό προϊόν τό ὁποῖο νά τῆς προσδίδει ξεχωριστή φήμη, ἀκτινοβολία καί ἔσοδα ὅπως ἄλλες περιοχές τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Σέ παρόμοιες περιοχές οἱ σουλτανικές ἀρχές χορηγοῦσαν ὡς γνωστόν ἰδιαίτερα προνόμια, ὅπως φοροαπαλλαγές, φορολογικές ἐλαφρύνσεις καί ἄλλα. Ἡ Σύλλη ὁλόκληρη μέ τήν γύρω περιοχή της ὀφείλει τά προνόμιά της καί τήν ἰδιαίτερη μεταχείριση πού τῆς ἐπεφύλαξε ὁ σουλτᾶνος τοῦ Ἰκονίου Ἀλαεδίν Α΄ στό γεγονός ὅτι κατέστη μοναστηριακή ἔκταση, βακούφι, ἀρχικά τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ καί ἔπειτα καί τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Χαρίτωνος. Χάρις στά δύο ἐμφανῶς ὑπερφυσικά γεγονότα πού προαναφέραμε, τῆς φωτιᾶς πού κατέκαυσε τούς ἐργάτες καί τῆς διάσωσης τοῦ γιοῦ τοῦ Ρουμί, ὁ οἰκισμός αὐτός ἔχαιρε ἰδιαίτερης μεταχείρισης ἀπό τίς κρατικές ἀρχές. Βεβαίως, κατά τή διάρκεια τῶν αἰώνων, τά προνόμια πολύ συχνά κατεστρατηγοῦντο καί τότε, ὅπως προανεφέρθη, οἱ κάτοικοι ἀναγκάζονταν νά καταφύγουν στόν σουλτᾶνο γιά νά δικαιωθοῦν. Ἔτσι σώζεται μία σειρά φιρμανιῶν τά ὁποῖα προσπαθοῦν νά ἐπαναφέρουν τήν ἀρχαιότερη τάξη τῶν προνομίων.
Ἀπό γλωσσικῆς ἀπόψεως, εἰδικά στήν Καραμανία (τμῆμα τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἡ λυκαονική περιοχή πού ἐξετάζουμε) «εἶχεν ἀπαγορευθῆ τό 1277 ἡ χρῆσις ἄλλης γλώσσης πλήν τῆς τουρκικῆς» (Ἐμμ. Τσαλίκογλου, «Πότε καί πῶς ἐτουρκοφώνησεν ἡ Καππαδοκία», Μ.Χρ. 14, (1970) 22). Οἱ Ρωμιοί δέ τῶν περιοχῶν αὐτῶν μποροῦσαν νά μιλοῦν ἑλληνικά μόνον στά σπίτια τους, ἐνῶ οἱ ἔμποροι καί οἱ βιοτέχνες ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά μιλοῦν τήν τουρκική. Λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψιν ὅμως τά προαναφερθέντα προνόμια πού ἀπολάμβαναν οἱ Συλλαῖοι, θεωροῦμε ὅτι καί ἡ συνεχιζόμενη ὡς τήν Ἀνταλλαγή τοῦ 1924 ἑλληνοφωνία τους ἦταν ἕνα ἀπό αὐτά, ἄν καί διατηρήθηκε στή διάρκεια τῶν αἰώνων «ἀνάρθρως καί σολοικοβαρβάρως καί λέξεσι κεκομμέναις», (Κύριλλος Στ΄).
Ἡ καταγωγή τῶν Συλλαίων ἀπασχόλησε ἀρκετά τούς ἐρευνητές δεδομένου ὅτι οὔτε γηγενεῖς Λυκάονες ἦταν οὔτε φαίνεται νά εἶχαν στενές σχέσεις καί δεσμούς μέ τούς κατοίκους τῶν ἄλλων γειτονικῶν καππαδοκικῶν χωριῶν. Κατά μία ἐκδοχή (Κύριλλος Στ΄) προέρχονται ἀπό γενιές ἀκριτῶν πολεμιστῶν ἐκ Πελοποννήσου «Τσακώνων» ἤ «Τζακώνων» λεγομένων. Οἱ πολεμικές αὐτές οἰκογένειες ἦταν ἐπί ἐποχῆς Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους ἐγκατεστημένες σέ ὅλα τά νότια σύνορα τῆς αὐτοκρατορίας (ἀκρίτες), ἀπό τό θέμα Κυβυραιωτῶν μέχρι τήν Συρο-Παλαιστίνη, μέ σκοπό τή φύλαξη τῶν συνόρων ἀλλά καί τή διεξαγωγή ναυτικῶν ἐπιχειρήσεων κατά τῶν Σαρακηνῶν πειρατῶν. Δυστυχῶς, ἡ καταστροφική πολιτική τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1042-1055) μέ τό δικαίωμα τῆς ἐξαγορᾶς τῆς στρατιωτικῆς θητείας, τήν ἐλάττωση τῆς οἰκονομικῆς ὑποστήριξης τῶν στρατευμάτων τῶν θεμάτων, τήν κατάργηση τῆς φορολογικῆς ἀτέλειας τῶν ἀκριτικῶν κτημάτων καί τήν ἐν γένει σπάταλη πολιτική του, ὑπῆρξε μοιραία γιά τό μέλλον τῆς Μικρασίας, ὅσο κι ἄν αὐτό δέν ἦταν προφανές ἀρχικά.
http://el.wikipedia.org/
Μέρος τῶν προαναφερομένων ἐκ Πελοποννήσου ἀκριτικῶν οἰκογενειῶν εὑρίσκουμε ἐγκατεστημένες καί στό παράλιο Σύλλαιον τῆς Παμφυλίας. Μέ τήν ἐπικράτηση τοῦ Σελτζούκου Ἀλαεδίν Α΄ στήν Παμφυλία οἱ ἡττημένοι αὐτοί πληθυσμοί πῆραν τόν δρόμο τῆς ἀναγκαστικῆς μετανάστευσης ὅπου ὁ σουλτᾶνος τοῦ Ἰκονίου ἐνετείλατο. Ἐάν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, θά πρέπει νά συμπεράνουμε ὅτι οἱ προερχόμενες ἀπό τό Σύλλαιον πρῶτες οἰκογένειες πού ἐγκαταστάθηκαν γύρω ἀπό τόν ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου, ἐκράτησαν τήν ὀνομασία τῆς παλαιᾶς τους πατρίδας καί γιά τήν νέα, ἡ ὁποία μέ τόν καιρό μετετράπη εἰς Σύλλη, Σίλλη, Σίλλια ἤ Σίλλε (Σαλκιτζόγλου, 46-47).
Μέ δεδομένη τή σχέση πού ὑπάρχει σύμφωνα μέ τούς γλωσσολόγους Θ. Κωστάκη, R. Dawkins καί Ν. Ἀνδριώτη τοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος τῶν Συλλαίων μέ ἐκεῖνο τῶν ἄλλων ἑλληνόφωνων καππαδοκικῶν ἰδιωμάτων ἀλλά καί αὐτῶν τοῦ Λιβισιοῦ-Μάκρης, συμπεραίνει κανείς πώς, πρό τῶν τουρκομογγολικῶν ἐπιδρομῶν, ἴσως ἀπό τά τέλη τοῦ 7ου αἰ. καί ὕστερα, πολεμικοί πληθυσμοί τῶν ἀκριτῶν Τσακώνων ἦταν διασκορπισμένοι σέ ὅλο τό μῆκος τῶν νοτίων συνόρων τῆς αὐτοκρατορίας χερσαίων καί θαλασσίων πρός φύλαξη ἀλλά καί πρός διενέργεια θαλασσίων ἐπιχειρήσεων. Κατά τίς ἐπιδρομές τῶν Σελτζούκων βρίσκουμε τούς ἀπογόνους αὐτῶν τῶν Ρωμιῶν Τσακώνων πολεμιστῶν στήν ἴδια περιοχή, αἰχμαλώτους ὅμως τώρα, νά ἐπανδρώνουν τήν γύρω ἀπό τόν ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου περιοχή. Οἱ πρῶτοι αὐτοί κάτοικοι ἵδρυσαν τόν νέο οἰκισμό τῆς Σύλλης, ὅπου τά καινά καί ὑπερφυσικά πού συνέβησαν ἐφόβησαν καί κατέπληξαν τίς ὀθωμανικές ἀρχές οἱ ὁποῖες τήν κατέστησαν βακούφι καί τῆς χάρισαν σειρά προνομίων μεταξύ τῶν ὁποίων καί τήν ἑλληνοφωνία της.