«Κάλλιο γνώση παρά γρόσι». Από τα χρόνια της δουλείας μας έρχεται η σοφή παροιμία του λαού μας, που εξεικονίζει τον ζήλο των προγόνων μας για τα γράμματα. Αλλά για ποια γράμματα; Εκείνο το φαινομενικώς απλοϊκό τραγουδάκι του «Κρυφού Σχολειού», το «φεγγαράκι μου λαμπρό», μας λέει ότι τα σκλαβόπουλα, «μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά», άκουγαν από το στόμα τού παπά για γράμματα και σπουδάματα, αλλά, κυρίως, θέριευαν την αποσταμένη ελπίδα με «του Θεού τα πράματα».
Όπως γράφει ο ακαδημαϊκός Σίμος Μενάρδος, στα χρόνια της φρικτής Οθωμανοκρατίας «…η ψυχή του Έθνους αγρυπνούσε. Φτωχοί παπάδες και δάσκαλοι, που ετρέφοντο με λίγο ψωμί, είχαν το σθένος εις το βάθος της ψυχής των, σθένος ποιητών. Καταλάβαιναν την ευθύνην που τους εβάρυνε να συνεχίσουν την ελληνικήν παράδοσιν, διηγούντο εις τα Ελληνόπουλα ποια ήταν άλλοτε η πατρίδα τους και τους εδίδασκαν δύο ονόματα: Ελλάς και ελευθερία». (αρχ. Ιω. Αλεξίου, «Η Παιδεία στην Τουρκοκρατία», εκδ. «Ζωής», σελ. 181). Από εκείνα τα σχολεία και με τέτοιους δασκάλους «αποφοίτησαν» τα λιοντάρια του ’21. Μα και ο άγιος των σκλάβων, ο Πατροκοσμάς, τα ίδια δεν κανοναρχούσε στο Γένος; «Το σχολείον ποτίζει την ψυχή και ανοίγει τες εκκλησιές» κήρυττε, γιατί γνώριζε ο άγιος ότι τα προσανάμματα της εθνικής ελευθερίας τα προσφέρει του Χριστού η πίστη η αγία.
Ο πρώτος και τελευταίος ίσως Ρωμηός Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, είχε συλλάβει εναργέστατα ότι για να «σταθεί» το αρτιγενές κράτος στην χορεία των «πεπολιτισμένων» εθνών της Εσπερίας πρέπει η Παιδεία του να αρδεύεται από τις αείχλωρες πηγές της ρωμαίικης παράδοσης, ειδάλλως καταντά «παλιόψαθα των εθνών». Γράφει σε επιστολή του προς τον Μουστοξύδη μεταξύ άλλων. «Τα σχολεία δεν είναι απλώς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, αλλά κυρίως φροντιστήρια ηθικής, χριστιανικής και εθνικής αγωγής». (Ι. Καποδίστρια, «Κείμενα», εκδ. ΟΕΔΒ, σελ. 75).
Αυτά τα τρία είναι τα ψηλώματα, οι κορυφές με τις οποίες φτερούγιζε ο λαός για τόσους αιώνες: η πίστη (η χριστιανική αγωγή), η πατρίδα (η εθνική αγωγή) και η οικογένεια (η ηθική αγωγή), που τα πρώτα ανεξίτηλα μαθήματά της τα λαμβάνει ο άνθρωπος από την κατ’ οίκον Εκκλησία. Και αν επί επταετίας διαπομπεύτηκε το τρίπτυχο των ελληνοσώτειρων αρετών, λόγω της μετατροπής τους σε ιδεολόγημα, δίδοντας ταυτόχρονα και μια ουρανόπεμπτη πρόφαση στους ψευτοπροοδευτικούς να επιπέσουν αργότερα και να μαγαρίσουν και την πατρίδα και την «θρησκεία» και την οικογένεια, εν τούτοις πάντοτε στην ιστορία μας πολεμούμε γι’ αυτά τα τρία πολυτίμητα. Δεν ήταν εφεύρημα των Απριλιανών,. Η ημιμάθειά τους τα αμαύρωσε. Θυμίζω. Τον παιάνα που διασώζει ο Αισχύλος στο έργο του «Πέρσαι» (Στιχ. 402-5).
«Ω παίδες Ελλήνων, ίτε ελευθερούτε πατρίδ’ (η πατρίδα),
ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας (η οικογένεια), θεών τε πατρώων έδη (η θρησκεία), θήκας προγόνων νυν υπέρ πάντων αγών».
Την Δευτέρα 28 Μαϊου του 1453 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μιλά στον λαό ως «ο ποιμήν ο καλός», που «την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων». «Όσοι συνάχθηκαν και τον άκουσαν, ήταν σαν να κάθισαν γύρω από το τραπέζι του Μυστικού Δείπνου», γράφει ο Παν. Κανελλόπουλος. Διέσωσε ο πιστός του συμβουλάτορας Σφραντζής τα λόγια του ήρωα βασιλέα: «Καλώς ουν οίδατε αδελφοί, ότι… οφειλέται κοινώς εσμέν ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν… υπέρ της πίστεως ημών… (η θρησκεία) υπέρ της πατρίδος… υπέρ του βασιλέως ως Χριστού του Κυρίου… υπέρ συγγενών και φίλων…». (η οικογένεια). («Ελληνορθόδοξη Πορεία» επιμ. Κ. Χολέβας, σελ. 126).
Αυτά τα τρία τιμαλφή λαμπρύνουν το Συναξάρι του Γένους – οι ήρωες της πατρίδος – και κοσμούν το Εικονοστάσι της Εκκλησίας – οι άγιοι και οι μάρτυρες.
Όταν έλεγε ο Μακρυγιάννης «γι’ αυτά πολεμήσαμεν» αυτό εξυπονοούσε…
Αυτή η Παιδεία, η βαπτισμένη στην κολυμπήθρα της Ελληνορθοδοξίας, βαστούσε, παρ’ όλο που η λεγόμενη πνευματική ηγεσία του τόπου πάλευε για την νεκρανάσταση της αρχαίας Αθήνας (Κοραής), μήπως και μας αποδεχθεί η Ευρώπη. Ο Κολοκοτρώνης, ο αγράμματος αυτός άνθρωπος, ο μόλις γνωρίζων να συλλαβίζει, είχε σαφέστατη αντίληψη του σκοπού της μορφώσεως. Αποτεινόμενος τον Νοέμβριο του 1838 από τον λόφο της Πνύκας προς τους συγκεντρωμένους εκεί μαθητές των Αθηνών, τους είπε επιγραμματικότατα: «Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μη γίνη σκεπάρνι μόνο για το άτομό σας, αλλά να κυττάξη το καλό της κοινότητος και μέσα εις το καλόν αυτό βρίσκεται και το δικό σας», λόγια που υπενθυμίζουν την ρήση του μεγάλου Περικλή στους Αθηναίους: «Καλώς μεν γαρ φερόμενος ανήρ το καθ’ εαυτόν διαφθειρόμενης της πατρίδος ουδέν ήσσον ξυναπόλληται, κακοτυχών δε εν ευτυχούση πολλώ μάλλον διασώζεται». (Θουκυδ. Β’ 60). Μεταφράζει ο Ελευθέριος Βενιζέλος «διότι ο άνθρωπος που ευδοκιμεί εις τας ιδιωτικάς του υποθέσεις, εάν η πατρίς του καταστραφή, χάνεται κι αυτός μαζί της, ενώ είναι πολύ μάλλον πιθανόν ότι θα σωθή, εάν κακοτυχή μεν ο ίδιος, η πατρίς του όμως ευτυχή».
Αυτό δεν είναι το «είμαστε στο εμείς» του Μακρυγιάννη. Παιδεία χωρίς το ευλογημένο «εμείς», είναι μια «Παιδεία», «μία βιομηχανία που παράγει τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μάθησης, που έχουν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος», γράφει ο Σεφέρης (Δοκιμές, τ. Α’, σελ. 236, εκδ. «Ίκαρος»). (Τι ωραία το διατύπωσε αυτό ο οσιακής μνήμης Γέροντας Παϊσιος ο Αγιορείτης, όταν έλεγε: «Κλείνουμε λάθος την αντωνυμία. Λέμε εγώ, εσύ, αυτός, αντί να λέμε αυτός, εσύ, εγώ»).
Ο τύπος αυτός του ελληνορθόδοξου σχολείου βαστούσε ως την εποχή που άρχισε να δρουν και να το επηρεάζουν οι πειραματισμοί, οι αλχημείες που ονομάστηκαν πομπωδώς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Φαινόμενο που παρουσιάστηκε στην αυγή του 20ου αι. και εντάθηκε κατά την μεταπολίτευση.
Μέχρι τότε το σχολείο με τον κακοπληρωμένο, αλλά ψυχωμένο εκείνο δάσκαλο, στάθηκε θεματοφύλακας των τιμαλφών αξιών του Γένους, της ρωμαίικης παράδοσης, από τον Τρωικό πόλεμο και τον Όμηρο έως τον Παλαιολόγο και την Επανάσταση του ’21. Οι «παλιοί» οι δάσκαλοι δεν ήξεραν πολλά πράγματα από το τι γινότανε έξω από τα σύνορα του κράτους, δεν κατείχαν μεταπτυχιακά και «ντοκτορά», γνώριζαν όμως αρχαία Ελληνικά και την ιστορία μας και μετέδιδαν την φλόγα της ψυχής τους, πολλές φορές με πολλή ρητορική, αλλά πάντοτε με πνευματική εντιμότητα και ευθύνη. Και ξεσκόλιζαν εκείνα τα σχολεία «δασκαλούδια», οπλισμένα με τον γερό πολιτισμό του Γένους, που έβγαζαν ασπροπρόσωπες τις κοινωνίες που τα ανέθρεφαν.
Αυτό το σχολείο όμως το κλόνισε στην ψυχή του Έθνους η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ό,τι δεν είχε πρόσφατη ημερομηνία λήξεως θεωρήθηκε αντιδραστικό, συντηρητικό και εξοβελίστηκε. Η γλώσσα, αμυντήριο αήττητο του λαού, κατακρεουργήθηκε, η παράδοση διαπομπεύτηκε, η πίστη περιθωριοποιήθηκε, η φιλοπατρία ποινικοποιήθηκε. Και έτσι από το σχολείο των «ιερών γραμμάτων», φτάσαμε στα «άθεα γράμματα».
«Τ’ άθεα γράμματα παραμέρισαν τους αγίους και τους αγωνιστές και βάλανε στο κεφάλι του έθνους, ξένους κι άπιστους γραμματισμένους, που πάνε να νοθέψουνε τη ζωή μας. Τα άθεα γράμματα κόψανε το δρόμο του έθνους και το αμποδάνε να χαρεί τη λευτεριά του» έλεγε ο «Παπουλάκος» του Κ. Μπαστιά.
Τέτοια «άθεα γράμματα που υφαίνουνε το σάβανο του Γένους» διδάσκονται σήμερα στα σχολεία μέσω των επικίνδυνων σχολικών βιβλίων.
Παράδειγμα: Έχω μπροστά μου, «τρεις γενιές» θα έλεγα, βιβλίων γλώσσας Στ’ Δημοτικού, που παλαιότερα τα ονομάζαμε «Αναγνωστικά», γιατί μέσω αυτών γινόταν και ανάγνωση του πολιτισμού μας. Του 1964, 1983 και 2006 αντίστοιχα. Το πρώτο ξεκινά με βυζαντινή εικόνα «Ο Χριστός ευλογών τα παιδιά», το δεύτερο, μ’ ένα απόσπασμα της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, στο τρίτο, το νεοταξικό, θα βρεις άσκηση με την οποία οι μαθητές καλούνται να γράψουν μια ιστορία στην οποία πρωταγωνιστούν ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Καραγκιόζης και η… Κοκκινοσκουφίτσα. Στα παλιά βιβλία μοσχοβολούσαν τα κείμενα για ήρωες και αγίους, σμίλευε ο δάσκαλος ψυχές. Στα νέα, του Νέου Σχολείου, περισσεύουν τα μίζερα, τα καταθλιπτικά, τα σχιζοφρενικά κείμενα. Παιδεία χωρίς Χριστό, εκπαίδευση ξέψυχη, που ετοιμάζει τους αυριανούς Γενίτσαρους, εκπαίδευση που «γέμισε τα παιδιά με μιαν αρρωστιάρικη ανησυχία για το πώς θα βγάλουν το ψωμί τους μονάχα».
Και θα κλείσω με τη φωνή που μας έρχεται από το περιβόλι της Παναγίας μας. Το 1984 οι Αγιορείτες Πατέρες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Κυκλοφορήθηκε ένα συγκλονιστικό κείμενό τους με τίτλο «το Άγιον Όρος και η Παιδεία του Γένους μας».
Λόγος αδελφικός βγαλμένος από την πείρα ενός μεγάλου σχολείου ζωής, υπεύθυνος και αναγκαίος, παρήγορος και αυστηρός συνάμα.
Αποσπώ ένα κείμενο, γραμμένο από την κιβωτό του Γένους: <<Γιατί να υποσιτίζονται πνευματικά τα παιδιά; Γιατί να τρέφονται με ακαθαρσίες; Γιατί να βασανίζονται; …Ποιος μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να μείνουν «αγράμματα», σαν τον Μακρυγιάννη, να μάθουν, να πάρουν τη χάρι του λαού του Θεού και τότε να γίνουν οι αγράμματοι οι καλύτεροι πεζογράφοι μας…
Ποιος μπορεί να μας κρατήση στο ύψος , στο ήθος, στην ελευθερία της «αγραμματοσύνης» του «καθυστερημένου» λαού, που βλάστησε από το χώμα του τα Δημοτικά τραγούδια, τις παροιμίες, τους σκοπούς, τα ήθη και τα έθιμα των Αρματολών και Κλεφτών>>. Την απάντηση την βρίσκουμε στο ίδιο το κείμενο: μόνο η Εκκλησία του Χριστού μπορεί…
10 comments
Αγαπητέ Δημήτρη, η πιο εμπεριστατωμένη περιγραφή. Σ’ ευχαριστούμε.
Σαν να μη μας τα λές καλά κυρ-δάσκαλε: κι άν αρχίσουμε να μαθαίνουμε όλα αυτά που εσύ λές, που θα μάθουμε να μαγειρεύουμε και να φτιάχνουμε καφέδες μπορείς να μου πής;Εδώ θέλουμε πρακτικά πράγματα, μην μας πολυσκοτουριάζεις…(!)
Αλλά άς σοβαρευτούμε:
«Ω παίδες Ελλήνων, ίτε ελευθερούτε πατρίδ’ (η πατρίδα), ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας (η οικογένεια), θεών τε πατρώων έδη (η θρησκεία), θήκας προγόνων νυν υπέρ πάντων αγών».
Ξέρεις τι μου θύμισες μ’ αυτό; Είχαμε ένα ευλογημένο δάσκαλο στο δημοτικό στα 1963-1966 (ζεί ακόμη, καλή του ώρα, Βλάχος Αναστάσιος το όνομά του), που τέτοια ρητά μας έβαζε να γράφουμε στο μάθημα της καλλιγραφίας.Και στάλαζε στις παιδικές ψυχές μας λίγο-λίγο το βάλσαμο της αγάπης για την πατρίδα και τον Χριστό. Και όταν μεγαλώσαμε τα βρήκαμε μπροστά μας στήριγμα ακλόνητο στις μπόρες και τις φουρτούνες της ζωής! Θλίβομαι όταν βλέπω σήμερα αρκετούς νέους (μέχρι και 25άρηδες) νάχουν σαν πρώτο μέλημά τους το ξενύχτι και τις ασωτείες! Αυτές ακριβώς όμως οι ηλικίες, είναι τα φρούτα όλων αυτών των μεταρρυθμίσεων, δυστυχώς!
Όντως Κύριοι, κι εγώ ένας 50άρης σήμερα θυμάμαι τα γλυκά λόγια του δασκάλου μου για την πατρίδα μας, θυμάμαι τον σεβασμό και τον ήπιο τρόπο με τον οποίο δίδασκε τα θρησκευτικά, καθώς και τα αντίστοιχα μαθήματα (βλ.Πατριδογνωσία, ανάλυση του Σολωμού, του Καβάφη κλπ)που με τη σωστή τότε οικογεναειακή ανατροφή δίναν ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα στη ¨σφυριλάτηση¨των παιδικών ψυχών μας.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν και πολλοί τέτοιο δάσκαλοι σήμερα, και φυσικά ας μη μιλήσουμε για τη ρημαδιασμένη οικογένεια και τα πρότυπα που μας πέρασαν οι ξένοι.
Ας κάνουμε μόνοι μας ότι μπορούμε καλύτερο για τα παιδιά μας, τουλάχιστον εμείς που είχαμε πρότυπα για μίμηση και δυνατότητα να τα δείξουμε στα παιδιά μας.
Ανέκαθεν λάτρευα τις θετικές επιστήμες, ίσως γιατί ήμουν «κουμπούρας» στα φιλολογικά (13-14 πάντοτε οι βαθμοί μου). Όμως ποτέ δεν ξέχασα τα αποφθέγματα που μάθαινα μέσα από τις φαινομενικά άχρηστες ασκήσεις της καλλιγραφίας μου. Τα ποιο χαρακτηριστικά «ρήματα» που θυμάμαι ακόμα είναι τα:
1. Άμμες ποκ’ ήμες άλκιμοι νεανίαι, άμμες δε γ’ ειμέν, αι δε λης πείραν λάβε, άμμες δε γ’ εσσόμεθα πολλώ κάρονες.
2. Και ένα έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί.
Πόση θλίψη μου προξενεί το γεγονός ότι οι «πολλώ κάρονες» γιοί μου με τα 19ρια στα φιλολογικά δεν έτυχε ποτε να διδαχθούν αυτά τα πνευματικά διαμάντια.
Ανέκαθεν λάτρευα τις θετικές επιστήμες, ίσως γιατί ήμουν «κουμπούρας» στα φιλολογικά (πάντοτε 13-14 οι βαθμοί μου). Όμως ποτέ δεν ξέχασα τα αποφθέγματα που μάθαινα μέσα από τις φαινομενικά άχρηστες ασκήσεις της καλλιγραφίας. Τα πιο χαρακτηριστικά «ρήματα» που θυμάμαι ακόμα είναι τα:
1. Άμμες ποκ’ ήμες άλκιμοι νεανίαι, άμμες δε γ’ ειμέν αι δε λης πείραν λάβε, άμμες δε γ’ εσσόμεθα πολλώ κάρονες.
2. Και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί.
Πόση θλίψη μου προξενεί το γεγονός ότι οι «πολλώ κάρονες» γιοί μου με τα 19ρια στα φιλολογικά δεν έτυχε ποτέ να διδαχθούν αυτά τα πνευματικά διαμάντια.
Εύγε δάσκαλε!
Η ανάρτηση σου αυτή είναι επιτομή της Ιστορίας μας – τουλάχιστον της φωτεινής πλευράς της.
Καλησπέρα
τέλειο το κείμενό σου!
Μην ανησυχείς, υπάρχουμε αρκετοί δάσκαλοι που κρατάμε τις Θερμοπύλες κι αγωνιζόμαστε σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς μιλώντας στα παιδιά μας για το τρίπτυχο: Ορθοδοξία, Ελλάδα, Οικογένεια.
Καλή συνέχεια στο έργο σου και σε όλους μας.
Γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης
“Μια μέρα εκεί που διάβαζα σκυμμένος στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, μια κοπέλα με ζύγωσε κι έγειρε από πάνω μου. Κρατούσε ανοιχτό ένα βιβλίο κι είχε βάλει το χέρι της κάτω από τη φωτογραφία ενός αντρός που ‘χε το βιβλίο, για να κρύψει τ’ όνομά του, και με κοίταζε με κατάπληξη. -Ποιος είναι αυτός; με ρώτησε δείχνοντάς μου την εικόνα. Σήκωσα τους ώμους: -Πώς θέλετε να ξέρω; Είπα.
-Μα είστε εσείς, έκαμε η κοπέλα, εσείς, απαράλλαχτος. Κοιτάχτε το μέτωπο, τα πυκνά φρύδια, τα βαθουλά μάτια. Μονάχα που αυτός είχε χοντρά κρεμαστά μουστάκια, κι εσείς δεν έχετε.
Κοίταξα αλαφιασμένος: -Ποιος είναι λοιπόν; Έκανα προσπαθώντας ν’ αναμερίσω το χέρι της κοπέλας, να δω τ’ όνομα.
-Δεν τον γνωρίζετε; Πρώτη φορά τον βλέπετε;
Ο Νίτσε! Ο Νίτσε! Είχα ακούσει τ’ όνομά του, μα δεν είχα ακόμα τίποτα διαβάσει δικό του.
-Δε διαβάσατε τη Γένεση της Τραγωδίας, το Ζαρατούστρα του; Για τον Αιώνιο Γυρισμό, για τον Υπεράνθρωπο;
-Τίποτα, τίποτα, απαντούσα ντροπιασμένος, τίποτα.
-Περιμένετε! Είπε κι έφυγε η κοπέλα πεταχτή.
Σε λίγο μου ‘φερνε το Ζαρατούστρα.
-Να, είπε γελώντας, να λιονταρίσια θροφή για το μυαλό σας – αν έχετε μυαλό. Κι αν το μυαλό σας πεινάει.
Ετούτη στάθηκε μια από τις πιο αποφασιστικές στιγμές της ζωής μου. Εδώ, στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, με τη μεσολάβηση μιας άγνωστης φοιτήτριας, μου ‘χε στήσει καρτέρι η μοίρα μου. Εδώ με περίμενε, φλογερός, αιματωμένος, μεγάλος πολεμιστής, ο Αντίχριστος. Στην αρχή με κατατρόμαξε. Τίποτα δεν του ‘λειπε: αναίδεια κι αλαζονεία, μυαλό απροσκύνητο, λύσσα καταστροφής, σαρκασμός, κυνισμός, ανόσιο γέλιο, όλα τα νύχια, τα δόντια και τα φτερά του Εωσφόρου.
Μα με είχε συνεπάρει η ορμή του κι η περηφάνια, με είχε μεθύσει ο κίντυνος και βυθίζουμουν μέσα στο έργο του με λαχτάρα και τρόμο, σα να ‘μπαινα σε βουερή ζούγκλα, γεμάτη πεινασμένα θεριά και ζαλιστικά σερνικολούλουδα. Βιάζουμουν να τελειώσουν τα μαθήματα στη Σορβόννη, να βραδιάσει, να γυρίσω σπίτι, να ‘ρθει η σπιτονοικοκυρά να ανάψει το τζάκι και ν’ ανοίξω τα βιβλία του –πυργώνουνταν όλα απάνω στο τραπέζι μου– και να αρχίζω μαζί του το πάλεμα.
Σιγά σιγά είχα συνηθίσει τη φωνή του, την κομμένη ανάσα του, τις κραυγές του πόνου του. Δεν ήξερα, τώρα το μάθαινα, πως κι ο Αντίχριστος αγωνίζεται κι υποφέρει όπως κι ο Χριστός και πως κάποτε, στις στιγμές του πόνου τους, τα πρόσωπά τους μοιάζουν. Ανόσιες μου φάνταζαν βλαστήμιες τα κηρύγματά του, κι ο Υπεράνθρωπός του δολοφόνος του Θεού.
Κι όμως μια μυστική γοητεία είχε ο αντάρτης ετούτος, μαυλιστικό ξόρκι τα λόγια του, που ζάλιζε και μεθούσε κι έκανε την καρδιά σου να χορεύει. Αλήθεια, ένας χορός διονυσιακός ο στοχασμός του, ένας όρθιος παιάνας που υψώνεται θριαμβευτικά στην πιο ανέλπιδη στιγμή της ανθρώπινης κι υπερανθρώπινης τραγωδίας. Καμάρωνα, χωρίς να το θέλω, τη θλίψη του, την παλικαριά του και την αγνότητα και τις στάλες τα αίματα που περιράντιζαν το μέτωπό του, σαν να φορούσε και τούτος, ο Αντίχριστος, αγκάθινο στεφάνι.
Σιγά σιγά, χωρίς να το ‘χω διόλου συνειδητά στο νου μου, οι δυο μορφές, Χριστός κι Αντίχριστος, έσμιγαν. Δεν ήταν λοιπόν ετούτοι οι δυο, προαιώνιοι οχτροί, δεν είναι ο Εωσφόρος αντίμαχος του Θεού, μπορεί ποτέ το Κακό να μπει στην υπηρεσία του Καλού και να συνεργαστεί μαζί του; Με τον καιρό όσο μελετούσα το έργου του αντίθεου προφήτη, ανέβαινα από σκαλί σε σκαλί σε μια μυστική παράτολμη ενότητα. Το Καλό και το Κακό, έλεγα, είναι οχτροί, να το πρώτο σκαλοπάτι της μύησης.
Το Καλό και το Κακό είναι συνεργάτες, αυτό είναι το δεύτερο, το πιο αψηλό σκαλοπάτι της μύησης. Το Καλό και το Κακό είναι ένα! Αυτό ‘ναι το πιο αψηλό, όπου ως τώρα μπόρεσα να φτάσω σκαλοπάτι. […] Λιονταρίσια η τροφή που με τάισε ο Νίτσε στην πιο κρίσιμη, την πιο πεινασμένη στιγμή της νιότης. Θράσεψα, δεν μπορούσα πια να χωρέσω στο σημερινό άνθρωπο, όπως εκατάντησε, μήτε στο Χριστό, όπως τον κατάντησαν.
Α! φώναζα αγαναχτισμένος, η παμπόνηρη θρησκεία που μετατοπίζει τις αμοιβές και τιμωρίες σε μελλούμενη ζωή, για να παρηγορήσει τους σκλάβους, τους κιότηδες, τους αδικημένους, και να μπορέσουν να βαστάξουν αγόγγυστα τη σίγουρη ετούτη επίγεια ζωή και να σκύβουν υπομονετικά το σβέρκο στους αφεντάδες! Τι οβραίικη Αγία Τράπεζα η θρησκεία ετούτη, που δίνεις μια πεντάρα στην επίγεια ζωή κι εισπράττεις αθάνατα εκατομμύρια στην άλλη! Τι απλοϊκότητα, τι πονηριά, τι τοκογλυφία! Όχι, δεν μπορεί να ‘ναι λεύτερος που ελπίζει Παράδεισο ή που φοβάται την Κόλαση.
Ντροπή πια να μεθούμε στις ταβέρνες της ελπίδας! Ή κάτω στα υπόγεια του φόβου. Πόσα χρόνια και δεν το ‘χα καταλάβει, κι έπρεπε να ‘ρθει ο άγριος ετούτος προφήτης να μου ανοίξει τα μάτια! […] Κι άξαφνα η Εκκλησία του Χριστού, όπως την κατάντησαν οι ρασοφόροι, μου φάνταξε μια μάντρα, όπου μερόνυχτα βελάζουν, ακουμπώντας το ένα στο άλλο, χιλιάδες πρόβατα κυριεμένα από πανικό κι απλώνουν το λαιμό κι αγλείφουν το χέρι και το μαχαίρι που τα σφάζει. Κι άλλα τρέμουν γιατί φοβούνται πως θα σουβλίζουνται αιώνια στις φλόγες, κι άλλα βιάζουνται να σφαχτούν για να βόσκουν στους αιώνες των αιώνων σε αθάνατο ανοιξιάτικο χορτάρι.[…]
Οι αγωνίες σας για τα αισχρά βιβλία του δημοτικού και γυμνασίου, επιτέλους γίνονται καταγγελτικός λόγος από κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο κόμματος στη Βουλή! Βλ.
http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=7NgVzHUwZbE
« Η ανοικονόμητη οικονομική πολιτική μας έφερε στο σημερινό μας κατάντημα. Ας όψονται οι υπαίτιοι»
του Δημήτρη Στεργιούλη
Επίτιμου Διευθυντή
2ου Δημοτικού Σχολείου Κιάτου
«ΕΤΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ»
Γι΄αυτό μας πήρε ο διάβολος και μας σήκωσε. Αλήθεια σε ευνομούμενη και χρηστώς διοικούμενη Πολιτεία ζούμε εδώ και αρκετά χρόνια ή σε κράτος που προσμοιάζει με το παλάτι του Οδυσσέα επί εποχής μνηστήρων; Άλλως πως δεν εξηγείται πώς διασκορπίστηκε τόσος πακτωλός χρημάτων που εισέρρευσε την Πατρίδα μας από τα μέσα της δεκαετίας του 85 ίσαμε σήμερα χωρίς να αλλάξει μορφή ο τόπος μας και μοίρα ο λαός μας.
Απαριθμώ λοιπόν;
Πακέτο Ντελόρ Ι
Πακέτο Ντελόρ ΙΙ
Πακέτο Ντελόροι ΙΙΙ
Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα
Πακέτο Πρόντι 1
Πακέτο Πρόντι ΙΙ
Αν θυμάμαι καλά και Πακέτο Πρόντι ΙΙΙ
Άραγε τα χρήματα που αντιπροσωπεύουν τα ανωτέρω πακέτα σε πόσα δις ΕΥΡΩ ανέρχονται ; Κύριος οίδεν.
Αν σκεφθεί κανείς το ύψος των χρηματικών εισροών στην Πατρίδα μας και την οικονομική κρίση που βιώνει ο λαός μας σήμερα μένει ενεός. Είναι ένα φαινόμενο δυσεξήγητο και ως οικονομικό πρόβλημα δυσεπίλυτο για τα μεγάλα λαϊκά στρώματα , βέβαια, γιατί οι ειδήμονες και οι επιτήδειοι λεηλάτες των χρημάτων του κρατικού κορβανά , γνωρίζουν πολύ καλά , γιατί η χώρα μας έφτασε στη σημερινή της κατάντια.
Και καλά αυτοί οι επιτήδειοι και οι ειδήμονες στην εκμετάλλευση του ιδρώτα του λαού μας. Εκείνοι όμως που τάχθηκαν από το λαό μας ως πιστοί οικονόμοι, φύλακες και διαχειριστές του κρατικού θησαυροφυλακίου τι έκαναν ; Σίγουρα ανήγαγαν σε οικονομικό δόγμα « Το πάρτε διαβόλοι βάγια» ;
Ίσως αυτός ο χαρακτηρισμός της οικονομικής πολιτικής- αναφέρομαι στην οικονομική πολιτική της τελευταίας τριακονταετίας – θεωρηθεί υπερβολικός και σπεύσετε να ρίψετε εναντίον μου τον λίθον του αναθέματος.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να καταβάλλω προσπάθεια για να εδραιώσω το χαρακτηρισμό μου. Επιγραμματικά αναφέρω τον εσμό των «επιτήδειων ευγενών απατεώνων , που άλλοι κυκλοφορούσαν ως ντίλερς προώθησης και εξυπηρέτησης ξένων συμφερόντων σε βάρος της πατρίδας μας, άλλοι ως μεσάζοντες, έτεροι ως μιζαδόροι, αρκετοί ως εκμαυλιστές συνειδήσεων, ουκ ολίγοι ως χρηματιστηριακοί σπεκουλάντες, άλλοι ως τοκογλύφοι αισχίστου είδους, άλλοι ως λαθρέμποροι , ευάριθμοι ως ελεεινοί κομματάρχες, άλλοι πάλι ως ανάλγητοι έμποροι ελπίδας στους άνεργους νέους, άλλοι ως στυγνοί εκμεταλλευτές του ανθρώπινου πόνου και της ανθρώπινης δυστυχίας.
‘Ολοι τους , ως όρνεα σαρκοβόρα , επέπεσαν στο σώμα της Πατρίδας μας, χωρίς ο λαός μας να τους λιθοβολήσει , απομύζησαν ό,τι μπορούσαν να απομυζήσουν μέχρι που την κατάντησαν σκέλεθρο.
Βεβαίως μεγάλη ευθύνη, εν προκειμένω , έχουν, άλλος πολύ άλλος λίγο, και όσοι κυβέρνησαν αυτό τον τόπο την τελευταία τριακονταετία. Ένιοι , οσάκις ο λαός μας τους εμπιστευόταν την διακυβέρνηση του τόπου μας , θεωρούσαν την Πατρίδα μας ως τιμάριό τους με ό, τι επιπτώσεις είχε αυτή η αντίληψή τους «εις το χρηστώς διακυβερνάν».
Διαχειρίστηκαν τις τύχες του τόπου μας και τη μοίρα μας με τρόπο που επέτρεψε στις παντοειδείς συνομοταξίες των τρωκτικών, τις οποίες προανέφερα , χωρίς βέβαια να εξαντλήσω το ρεπερτόριό τους, να βρουν έδαφος πρόσφορο για να αναπτύξουν την άνομη δραστηριότητά τους.
Υπήρξαν δε και περιπτώσεις που μερικοί θεωρούσαν εαυτούς ανέκκλητους οικονόμους της εμπιστοσύνης του λαού μας, με φυσικό επακόλουθο την έπαρση και την οίηση , δηλαδή ό, τι χειρότερο για έναν πολιτικό, γιατί το δίδυμο «έπαρση-οίηση» καθορίζει , για τους ειδήμονες του είδους, τις συντεταγμένες του πεδίου εκδούλευσης του επηρμένου και οιηματία πολιτικού. Στο πεδίο αυτό συνωθούνται οι αυλοκόλακες και οι σφουγγοκoλάριοι και εντός αυτού του πεδίου, κατά κύριο και πρώτιστο λόγο , σχηματίζονται τα «περιβάλλοντα» , τα οποία ευτελίζουν , ξευτελίζουν και τελικά «θάβουν» πολιτικά τα αφεντικά τους.
Και ασφαλώς και υπήρξαν και υπάρχουν πολιτικές προσωπικότητες που αποτελούν το σέμνωμα του τόπου μας. Ευχής έργο να αποτελέσουν τη ζύμη για την αναγέννηση της πολιτικής ζωής της Πατρίδας μας.-