Διάβασα σε κάποια ιστοσελίδα μια επιστολή ενός αγανακτισμένου και μάλλον εξοργισμένου γονέα, γιατί όπως γράφει, στο γιο του και τους συμμαθητές του που πηγαίνουν Δ΄ δημοτικού, τους δόθηκε σαν άσκηση στο Ανθολόγιο να συνθέσουν ένα «νανούρισμα για χταπόδι». Το ταλαίπωρο το παιδί δεν μπορούσε, οπότε, όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ανέλαβαν οι γονείς να βγάλουν το φίδι (το χταπόδι στη συγκεκριμένη περίπτωση) από την τρύπα.
Έψαξε ο άνθρωπος μήπως υπάρχει κάτι σχετικό στην ποιητική ή δημοτική μας παράδοση, πλην εις μάτην. Νανουρίσματα για χταπόδια ακόμη δεν γράφτηκαν ούτε και κάποιος ποιητής, έστω σουρεαλιστής, εμπνεύστηκε από σχετικό θέμα. (Για όσους ενδιαφέρονται η σχετική μεγαλοφυής δραστηριότητα «καμαρώνει» στη σελ. 22 του Ανθολόγιου των Γ΄ και Δ΄ δημοτικού). Φιλότιμος γονέας ο αγανακτών, επειδή δεν ήθελε να ντροπιαστεί στα μάτια του παιδιού του και να ελεγχθεί ως ανίκανος (είχε λάβει και σχετική «εντολή» από τη σύζυγο), ανέλαβε να συνθέσει ο ίδιος ένα «χταποδονανούρισμα», επικαλούμενος, όπως ο αρχαίος ραψωδός, την μούσα των ποιητών.
Βρήκε ένα παραδοσιακό νανούρισμα, για παιδιά και όχι για θαλασσινά, άλλαξε κάποιες λέξεις και ιδού το αποτέλεσμα (το παραθέτω και προς τέρψιν, αλλά κυρίως, «για να ξεντροπιάσει» και άλλους διαπορούντες γονείς).
«Κοιμήσου χταποδάκι μου κι η μοίρα σου δουλεύει/
και το καλό σου ριζικό, σου κουβαλεί και φέρνει/
κοιμάται νιο, κοιμάται νιο, κοιμάται νιο σφουγγάρι/
κοιμάται το χταποδάκι μου στ’ άσπρο τ’ ακρογιάλι./
Ο ύπνος τρέφει τα χταποδάκια κι η υγειά τα μεγαλώνει/
και η κυρά η Γοργόνα τα καλοξημερώνει./
Κοιμάται το χταποδάκι μου με τη γλυκιά του μάνα/
κοιμάται το χταποδάκι μου στην κοραλλένια κούνια/
στην φιλντισένια, στη χρυσή και στη μαργαριταρένια./
Κοιμήσου συ, χταπόδι μου, κι εγώ σε νανουρίζω/
κι εγώ την κούνια σου κουνώ, γλυκά να σε κοιμίζω./
Κοιμήσου στρείδι, κοιμήσου μύδι, κοιμήσου, νιο σφουγγάρι/
κοιμήσου, κυρά θάλασσα με τ’ αργυρό σου ψάρι».
Γράφει εν συντριβή ο άνθρωπος στο τέλος
«και ποιητής εκ του προχείρου/
έχει τη μορφή του χοίρου».
Δυστυχώς τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά, για να είναι αστεία. Μιλάμε για βιβλία γλώσσας, που όπως έχω ξαναγράψει, αποτελούν για τον μικρό μαθητή ενσάρκωση της κοινωνίας στην οποία το σχολείο τον οδηγεί (όπως και ο δάσκαλος).
Με τα νέα βιβλία «Γλώσσας» του δημοτικού έχουμε για πρώτη φορά στην ιστορία την υποχώρηση του λογοτεχνικού κειμένου κατά 40%, την σχεδόν εξαφάνιση του άφθαστου δημοτικού μας τραγουδιού και την εισαγωγή νέων κειμενικών ειδών όπως συνταγές μαγειρικής, μικρές αγγελίες, διαφημίσεις, αφίσες, οδηγίες χρήσεως καφετιέρας, άρθρα από εφημερίδες και περιοδικά, κείμενα από το Διαδίκτυο. Ένας πραγματικός ορυμαγδός συνονθυλευματικής υφής κειμένων, με αποτέλεσμα τελειώνοντας η διδακτική ώρα της «Γλώσσας», ο δάσκαλος να αναρωτιέται περίλυπος «τι δίδαξα τώρα» και ο μαθητής «τι έμαθα τώρα». Τα κείμενα στις περισσότερες περιπτώσεις είναι για «χαβαλέ», παρά για βιωματική προσέγγιση και γλωσσική καλλιέργεια. Τα περισσότερα αποτελούν προπαιδεία καταναλωτισμού, αποϊεροποιούν αξίες διαχρονικές, βάλλουν τεχνηέντως κατά του αξεπέραστου πολιτισμού μας.
Στα δημοτικά μας τραγούδια και δη στα νανουρίσματα, για να μιλήσω για το συγκεκριμένο παράδειγμα, σύμφωνα με τον μεγάλο μας λαογράφο Νικόλαο Πολίτη «αποτυπώνεται ακραιφνής και ακίβδηλος ο εθνικός μας χαρακτήρας…εγκατοπτρίζουν πιστώς και τελείως τον βίον και τα ήθη, τα συναισθήματα και την διανόησιν του ελληνικού λαού και εξωραΐζοντα διά του ποιητικού διακόσμου, αναζωπυρούν τας αναμνήσεις των εθνικών περιπετειών». (Ν. Πολίτη «δημοτικά τραγούδια», σελ. 7, εκδ. «Καλοκάθη»). Το δημοτικό τραγούδι «αναζωπυρεί» την μνήμη, την εθνική μνήμη, συντηρεί, όπως έλεγε ο Σολωμός, το εθνικό φρόνημα. Έχουμε θαυμάσια νανουρίσματα, με τα οποία, όχι μόνο αποκοίμιζαν, αλλά και παιδαγωγούσαν οι μανάδες τα παιδιά τους.
«Κάμε Χριστέ και Παναγιά και θρέψε το παιδί μου/ να μεγαλώσει, να θραφεί, καλό παιδί να γίνει/ τύχη χρυσή ας του δίνετε και φώτιση μεγάλη/ να μάθει γράμματα πολλά και φρόνιμο να γίνει…». Διαμάντια αειλαμπή του λαού μας αυτά τα ποιήματα, «στη γλώσσα που διαβάζουνε/ οι αγράμματοι κι αγιάζουνε» (Ελύτης). Θα μπορούσαν τα «σαΐνια» που έγραψαν το Ανθολόγιο να ζητήσουν από τους μαθητές να βρουν παραδοσιακά νανουρίσματα, να διαβαστούν στην τάξη, να συγκινηθούν τα παιδιά, να ακούσουν πως «ο καθείς μας χρεωστεί βοήθεια να δίνει/ εις τα σχολειά, στις εκκλησιές και στα ορφανεμένα», όπως ωραιότατα τελειώνει το προαναφερθέν νανούρισμα από την περιοχή της Χίου. Γελοιότητες του τύπου «νανούρισμα για χταπόδια», «οδηγίες χρήσεως καφετιέρας» και λοιπές αξιοθρήνητες ανοησίες, όχι μόνο υποτιμούν την νοημοσύνη δασκάλων και μαθητών, αλλά καθιστούν το γλωσσικό μάθημα νωχελικό, άνευρο, άνοστο, αποτυχημένο. Κουράζουμε τις εύπλαστες ψυχές των παιδιών μας με όλες αυτές τις υπανάπτυκτες, τις ασήμαντες «καινοτομίες». Σε απόγνωση και εμείς οι δάσκαλοι με όλες αυτές τις βαθυστόχαστες τιποτολογίες. «Νανούρισμα για χταπόδια», η αναγωγή της αποχαύνωσης σε παιδαγωγική μέθοδο, λες και στόχος του σχολείου είναι να διασκεδάζει τα παιδιά, να παίζει τον ίδιο ρόλο που έχει η τηλεόραση στη μέση του σαλονιού: μια παρέλαση εικόνων από τις οποίες δεν βγαίνει κανένα νόημα. Ίσως υπερβάλλω, αλλά έχω την αίσθηση πως το ελληνικό σχολείο, τα βιβλία ειδικότερα, τα διατρέχει ένα μίσος για το παρελθόν μας. Περιφρονούν «αναφανδόν ό,τι παλαιόν, ό,τι εγχώριον, ό,τι ελληνικόν», όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης. Ό,τι δεν έχει πρόσφατη ημερομηνία, καθίσταται ύποπτο. Ύποπτα τα κείμενα που προβάλλουν πρότυπα θάρρους, ηρωισμού και αυταπάρνησης. Επικίνδυνα τα μαθήματα που φωτίζουν την προσφορά της Εκκλησίας στην διατήρηση του Γένους. Προγραμμένοι οι παλιοί μας λογοτέχνες, οι μάστορες του λόγου, περιφρονημένη η δημοτική μας ποίηση, τα αριστουργήματα της πονεμένης Ρωμιοσύνης. Τα ίδια και στην γλώσσα μας. «Όλα γίνονται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε ή όχι ελληνικά» θα πει ο Σεφέρης. Ίσως είναι καιρός, να καταλάβουν όλοι αυτοί «οι τροπαιούχοι του άδειου λόγου», πως μια πραγματική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, δεν σημαίνει μόνο προσαρμογή στα σύγχρονα δεδομένα – που κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να μας τα εξηγήσει – αλλά και επιστροφή στα καθ’ ημάς, που μόρφωσαν γενιές Ελλήνων και δεν αστόχησαν. Γιατί «το δέντρο μεγαλώνει από τα κλαδιά του αλλά και από τις ρίζες του».
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς
.