Δημοσιεύουμε σήμερα τη συνέντευξη που μας παραχώρησε αποκλειστικά για τον «Α» ο ομότιμος καθηγητής θεωρίας και ερμηνείας της λογοτεχνίας, Ερατοσθένης Καψωμένος. Μας ξεναγεί με τον μοναδικό του τρόπο στον ελληνικό λόγο και μας δείχνει τον τρόπο να τον προσεγγίζουμε και να τον οικειωνόμαστε:
– Κύριε καθηγητά, μπορεί να διακριθεί με σαφήνεια η δυναμική συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού, των διαχρονικών πολιτιστικών αξιών του στη λογοτεχνία, αρχαία, βυζαντινή, νεοελληνική;
– Για ν’ απαντήσομε πειστικά σ’ αυτό το ερώτημα, είναι σκόπιμο να κάνομε μια σύντομη αναφορά στα επιστημολογικά του πλαίσια. Το ζήτημα της διαχρονικής συνέχειας του πολιτισμού είναι ένα πρόβλημα σύνθετο, που αποτέλεσε κατά καιρούς πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα σε αντίθετες θεωρίες και σε διαφορετικές επιστήμες, όπως η ιστορία και η ιστορική γεωγραφία, η εθνολογία και η κοινωνική ανθρωπολογία, η νέα βιολογία, η γλωσσολογία, οι κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, η δομική θεωρία και η σημειωτική του πολιτισμού.
Σχηματοποιώντας, θα λέγαμε ότι την παλιότερη αντίληψη της ιστορικής συνέχειας, ενισχυμένη από τις θεωρίες της κληρονομικότητας και της επίδρασης του γεωφυσικού περιβάλλοντος στον άνθρωπο, αντικατέστησαν περί τα μέσα του 20ού αιώνα, οι κοινωνιολογικές θεωρίες που υποστήριζαν την απόλυτη προτεραιότητα των κοινωνικών συνθηκών στη διαμόρφωση του ανθρώπου. Μ’ αυτή την προοπτική, μια διαχρονική συνέχεια ανάμεσα σε ιστορικές περιόδους με πολύ διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες όπως η αρχαία, η βυζαντινή κι η νεοελληνική, αντιμετωπίστηκε ως ιδεολόγημα. Ωστόσο, με την ανάπτυξη της δομικής θεωρίας και της σημειωτικής του πολιτισμού στο δεύτερο μισό του 20ού αι., το πρόβλημα τέθηκε με νέους όρους. Οι ανθρώπινες κοινωνίες και ο πολιτισμός τους αποτελούν σύνθετα συστήματα, που διαμορφώνονται από τη μακροχρόνια συμβίωση των ανθρώπων σε οργανωμένες ομάδες. Και ως συστήματα ορίζονται από τους νόμους αυτορρύθμισης, που εκφράζουν την τάση του συστήματος να διατηρεί τη συνοχή του και ν’ αναπαράγεται, και τους νόμους μετασχηματισμού, που εκφράζουν την τάση του συστήματος να μετασχηματίζεται και να εξελίσσεται. Από τη διαλεκτική των δύο προκύπτει η δυνατότητα των ανθρώπινων κοινωνιών και πολιτισμών να εξελίσσονται, χωρίς να χάνουν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά τους. Κι αυτό, στην ελληνική περίπτωση, αποτυπώνεται με διαύγεια στη διαχρονική συνέχεια της γλώσσας.
Κάθε κοινωνία και κάθε λαός σχηματίζει μια αντίληψη για τον εαυτό του και τη σχέση του με τη φύση και τον κόσμο, για το λόγο της ύπαρξής του και για τις αξίες που πρέπει να ρυθμίζουν την ατομική και συλλογική ζωή. Αυτό λέγεται “αυτοσυνειδησία της κουλτούρας” και δηλώνει τη συνείδηση ταυτότητας που διαμορφώνεται μέσα στο συλλογικό φαντασιακό μιας ομοιογενούς κοινότητας. Αυτή η φανταστική εικόνα δεν απεικονίζει με ακρίβεια την καθημερινή πραγματικότητα της αντίστοιχης κοινωνίας. Αντιπροσωπεύει όχι τόσο αυτό που είναι, όσο αυτό που επιδιώκει να είναι, δηλ. ένα ιδεώδες, που όμως προσανατολίζει και εμψυχώνει τις προσπάθειες των ανθρώπων και επηρεάζει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τις ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές. Κι αυτό δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, είναι απλούστατα φυσιολογικό, γιατί δεν υπάρχει κοινωνία χωρίς συνείδηση ταυτότητας, δηλ. χωρίς ιδεώδη και αξίες.
Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, η απάντηση στο ερώτημά σας είναι θετική: ναι, υπάρχουν διαχρονικές πολιτισμικές αξίες, που ενέπνευσαν και προσανατόλισαν με τρόπο ανάλογο τους αρχαίους, τους βυζαντινούς και τους σύγχρονους Έλληνες. Κι αυτές οι αξίες, που μέσα στο συλλογικό φαντασιακό διαδοχικών ιστορικών περιόδων αποτέλεσαν τον ιστό διαχρονικής συνέχειας του πολιτισμού, αποτυπώνονται και αναπαράγονται στην ελληνική πνευματική παράδοση, δηλ. στα μνημεία του λόγου και της τέχνης. Αυτή την αυτοσυνειδησία μελετούμε, στην πληρέστερη εκδοχή της, αυτήν που αποκρυσταλλώνεται μέσα στη λογοτεχνία μας, ιδιαίτερα στην ποίηση.
– Ποια παραδείγματα από το έργο του Ρίτσου μπορούμε να παραθέσουμε ως χαρακτηριστικούς φορείς ανιχνεύσιμων ελληνικών αξιών;
– Μέσα στη νεοελληνική ποίηση η περίπτωση του Γιάννη Ρίτσου είναι, από μια άποψη, χαρακτηριστική, γιατί φανερώνει ότι το πολιτισμικό βίωμα είναι ισχυρότερο από τις κοινωνικές ιδεολογίες. Η κομμουνιστική ιδεολογία, στη οποία ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος παρέμεινε συνεπής ως το τέλος της ζωής του, θα μπορούσε, με απόλυτα κριτήρια, να θεωρηθεί ασύμβατη προς ορισμένες εκφάνσεις της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης, στις οποίες ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος είναι στέρεα προσηλωμένος. Τέτοιες είναι, λ.χ., η σχέση αρμονίας ανάμεσα στον πολιτισμό και τη φύση (θα μιλήσομε γι’ αυτήν παρακάτω), η σχέση ισορροπίας ανάμεσα στις ατομικές και τις κοινωνικές αξίες, η σύνθεση μυστικισμού και ορθολογισμού, η κυκλική αντίληψη της ιστορίας, η ταύτιση της στιγμής με την αιωνιότητα, και άλλα κοσμοθεωρητικής και βιοθεωρητικής τάξης βιώματα. Θα σταθούμε σε δυο ενδεικτικά παραδείγματα.
Το πρώτο αφορά τη σχέση ατόμου – κοινωνίας, που είναι μια σχέση – κλειδί για το ιδεολογικό στίγμα του υπό μελέτη έργου. Αν σκεφτούμε πως η απόλυτη προτεραιότητα του ατόμου έναντι της κοινωνίας χαρακτηρίζει το ιδεολογικό μοντέλο δυτικού τύπου (αρχή του ανταγωνισμού, “ελεύθερη οικονομία”), ενώ η απόλυτη προτεραιότητα της κοινωνίας έναντι του ατόμου χαρακτηρίζει το ιδεολογικό μοντέλο σοσιαλιστικού τύπου (κεντρικός σχεδιασμός, κολεκτιβιστική οικονομία), τότε η εναρμόνιση ατομικών και συλλογικών αξιών συνιστά μια τρίτη επιλογή, αποκλίνουσα τόσο από το ένα όσο κι από το άλλο ιδεολογικό πρότυπο. Δεν είναι τυχαία η εμμονή του Ρίτσου στο αίτημα της εξισορρόπησης ατομικών και συλλογικών αξιών, που επανέρχεται στο έργο του και εξειδικεύεται στην απόρριψη της κάθετης ιεραρχίας και της προσωπολατρίας του ηγέτη, με παράλληλη έμφαση στην αρχή της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας. Μάλιστα, η συντροφικότητα τίθεται, κατά αντιδιαστολή προς τον ατομισμό, ως όρος απαραίτητος για την πραγμάτωση της αυθεντικής έννοιας του ανθρώπου· και η αντίθετη αρχή, του ανταγωνισμού των ατομικοτήτων, σημασιοδοτείται ως μη ανθρώπινη κατάσταση («Η τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία»).
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά την αντίληψη της ιστορίας. Στην ελληνική πνευματική παράδοση ποτέ δεν ευδοκίμησε το δυναμοκεντρικό μοντέλο της συνεχούς εξέλιξης προς ολοένα ανώτερες μορφές πολιτισμού, μοντέλο που συναρτάται με την αιτιοκρατική λογική του δυτικού ρασιοναλισμού. Στην αφελή γραμμικότητα του ιστορικισμού η ελληνική σκέψη αντιπαραθέτει την τραγική αντίληψη της κυκλικής ιστορικής πορείας (“του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν”), η οποία συνδέεται με την αρχή των πολλαπλών αιτίων και την εναλλαγή πτώσεων και ανατάσεων. Πάνω σ’ αυτό, χαρακτηριστικό είναι το ιστορικό βίωμα μέσα στην ποίηση του Ρίτσου: το ποιητικό υποκείμενο είναι φορέας της συλλογικής μνήμης, πορεύεται σα να κουβαλεί μέσα του όλους τους αιώνες, σε μια θαυμαστή ταύτιση του παρόντος με το παρελθόν, της στιγμής με την αιωνιότητα, η οποία διαψεύδει τη λογική του όγκου και του αριθμού και πραγματώνει το θαύμα. Ο ποιητής κάνει τη δική του σύνθεση της ελληνικής παράδοσης με το επαναστατικό όραμα, μια σύνθεση που πλουτίζει και τον ένα πόλο και τον άλλο. Έτσι, δεν επέτρεψε, στο μέτρο που του αναλογούσε, να παγιωθεί, σε μια κρίσιμη περίοδο για το μέλλον του τόπου και του Κόσμου, μια δήθεν αυτονόητη διάζευξη ανάμεσα στην αριστερή ιδεολογία και στην ελληνική πνευματική παράδοση· διάζευξη που θα ευνοούσε την πολιτισμική αλλοτρίωση των πιο ζωντανών σε κείνη τη συγκυρία δυνάμεων του Ελληνισμού.
– Πώς εξελίσσεται στη λογοτεχνία μας ο αντιστασιακός χαρακτήρας του ελληνικού έθνους, όπως τον επισημαίνει κι ο Σβορώνος; Υπάρχει αυτός σήμερα;
– Το αντιστασιακό πνεύμα αποτελεί θεμελιώδες, άρα σταθερό γνώρισμα του λαού μας, καθώς έχει μια οντολογική – θα τολμούσαμε να πούμε – αφετηρία, που ενισχύεται αφενός από τη μυθική παράδοση κι αφετέρου από το ιστορικό βίωμα. Όταν μιλούμε για οντολογική αφετηρία, εννοούμε την ενστικτώδη πίστη στην αντικειμενικότητα του κόσμου, που συνδέεται με την εμπειρία που προσφέρει στον άνθρωπο η ήμερη και ιλαρή μεσογειακή φύση: μια εικόνα επιγείου παραδείσου, που εξασφαλίζει τους όρους για την ολοκλήρωση των όντων. Μέσα “στην παράδεισο της γης” ο λαός μας αισθάνεται αυτοδίκαια μέτοχος στα πρωταρχικά φυσικά αγαθά. Κι αυτό τροφοδοτεί την προσήλωσή του στις αξίες της ζωής και ένα βίωμα ευδαιμονίας, πληρότητας και αυτάρκειας: ανεξάρτητα από το αν είναι φτωχός ή πλούσιος, αισθάνεται πως τα έχει όλα και δεν έχει ανάγκη να ζητήσει τίποτε από πουθενά. Kι αυτό συνιστά μια σημαδιακή ιδιομορφία, γιατί ο κανόνας, σύμφωνα με τους εθνολόγους, είναι ότι στην αφετηρία κάθε δράσης βρίσκεται μια κατάσταση στέρησης, που κινητοποιεί τον ήρωα ν’ αποχτήσει αυτό που δεν έχει. Στην ελληνική παράδοση, αντίθετα, η δράση ορίζεται συνήθως από την επιθυμία του αντίμαχου ν’ αρπάξει ή να καταχτήσει το πολύτιμο αντικείμενο ή αγαθό, του οποίου φυσικός κάτοχος και νομέας είναι ο ήρωας. Έτσι, στην ηρωική σύγκρουση, η χαρακτηριστική στάση του ήρωα είναι η στάση όχι της επίθεσης αλλά της αντίστασης ενάντια στην απειλή της φυσικής του πληρότητας· ή μια διαδικασία ανάκτησης των αξιών και αποκατάστασης του δικαίου ύστερα από την αδικοπραγία του αντίμαχου. Έχομε λοιπόν ένα πρότυπο δράσης αμυντικό ή αντιστασιακό, που απορρίπτει την επιθετικότητα ως μοντέλο διαπροσωπικών, κοινωνικών ή διαφυλετικών σχέσεων.
Το πρότυπο αυτό υποστηρίζεται από το συναφή κώδικα της “προμηθεϊκής ιδέας”, που εκφράζει, στο μυθικό επίπεδο, το πνεύμα της κοσμολογικής αντίθεσης ανθρώπου – θεού. Στον αρχετυπικό μύθο του Προμηθέα, ο ήρωας παραβαίνει την απαγόρευση του Δία, προκειμένου να ευεργετήσει τους ανθρώπους. Θεμελιώδες γνώρισμα του ελληνικού ανθρωποκεντρικού σύμπαντος είναι η αξίωση ισοτιμίας του ανθρώπου προς τις θεϊκές δυνάμεις. Η υποταγή στο θείο νόμο βιώνεται ως ανάγκη, όχι ως αρετή. Το πνεύμα αυτό θα επιβιώσει στις βυζαντινές και νεοελληνικές εκδοχές των τραγουδιών του Χάρου, όπου ο Ήρωας αρνείται ν’ αποδεχτεί τη θνητή του μοίρα και να παραδώσει την ψυχή του στον εντολοδόχο του θεού, το Χάρο. Πάνω σ’ αυτή την άρνηση συγκροτείται ο κώδικας της μη υποταγής, κώδικας κοσμοθεωρητικής αφετηρίας, που θα εκφραστεί με ανάλογη έμφαση στο κοινωνικό επίπεδο και θα γίνει το θεμέλιο της νεοελληνικής ιδεολογίας. Ως ατομική και κοινωνική αξία η αρχή της μη υποταγής συναντάται συγκροτημένη στο Κλέφτικο τραγούδι του 18ου και 19ου αιώνα, στο αξιακό σύστημα που ονομάζομε αντίληψη του προσώπου. Η αντίληψη του προσώπου συνίσταται σε μια συνάρτηση αξιών, όπου η ανεξαρτησία ταυτίζεται με τη ζωή και η υποταγή με το θάνατο. Ζωή χωρίς ανεξαρτησία δεν είναι ζωή, είναι ζωντανός θάνατος. Γι’ αυτό ο ήρωας θυσιάζει αδίστακτα τη ζωή του για να προασπίσει την ανθρώπινή του ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια, αξία ανώτερη από την ατομική ζωή. Μια τέτοια ιεράρχηση αξιών εξουδετερώνει τον εκβιασμό της υλικής δύναμης και σ΄ αυτό έγκειται η επαναστατική δυναμική της. Η αξιοκρατία αυτή, με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού καθιερώνεται ως θεμέλιο του νεοελληνικού ανθρωπισμού. Εδώ αναγνωρίζομε τη σύνθεση του πολιτισμικού βιώματος που περιγράψαμε με την ιστορική εμπειρία μιας μακροχρόνιας αρνητικής σχέσης του λαού με τους εκάστοτε φορείς της εξουσίας σε περιόδους δουλείας, που αποκρυσταλλώθηκε στον κώδικα νόμιμο vs δίκαιο, δηλ. με την αντίληψη ότι νόμιμο και δίκαιο είναι όροι ασυμβίβαστοι. Το νόμιμο δεν μπορεί να συνυπάρχει με το δίκαιο, γιατί συναρτάται με την εξ ορισμού άδικη εξουσία. Το δίκαιο έχει ως σημείο αναφοράς όχι το κράτος αλλά την κοινότητα, το μόνο κοινωνικό μόρφωμα που εξασφαλίζει, στην παραδοσιακή αντίληψη, την αναγκαία ισορροπία για να λειτουργήσουν οι αξίες· μια αντίληψη που σφυρηλατεί την αλληλεγγύη και συνοχή της κοινότητας, με γνώμονα την υπεράσπιση και διεκδίκηση του δικαίου ενάντια στις αυθαιρεσίες της όποιας εξουσίας. Έτσι διαμορφώνεται, στη βάση της αρχής των πολλαπλών αιτίων, ο αντιστασιακός και αντάρτικος χαρακτήρας του λαού μας, που αιτιολογεί, ως ένα βαθμό, την “ειδική μεταχείριση” που έχομε μέχρι σήμερα από άσπονδους φίλους και “συμμάχους”.
– Μπορούμε να επισημάνουμε ένα πρότυπο σχέσης με τη φύση και την οικολογία (που είναι σήμερα της μόδας) που προβάλλεται από τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία;
– Διακριτικό γνώρισμα της ελληνικής παράδοσης είναι η αντίληψη ισορροπίας και αρμονίας του ανθρώπου και του πολιτισμού με τη φύση, σε αντιδιαστολή προς το κυρίαρχο δυτικό μοντέλο, που χαρακτηρίζεται από την αντιπαλότητα προς τη φύση και την κατακτητική και εκμεταλλευτική συμπεριφορά. Η οικολογική συνείδηση στις δυτικές κοινωνίες υπήρξε αναγκαστική και οδυνηρή συνέπεια μιας στρεβλής ανάπτυξης, η οποία οδήγησε, σε όλη τη σφαίρα επιρροής της Δύσης, στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και στην ανατροπή της οικολογικής ισορροπίας του πλανήτη. Η πρόσφατη αποτυχία της Συνόδου της Κοπεγχάγης για το φυσικό περιβάλλον αποδεικνύει περίτρανα το αδιέξοδο του συστήματος. Αντίθετα, όπως έδειξαν οι μελέτες μας πάνω στην παραδοσιακή ελληνική κουλτούρα, η οικολογική συνείδηση αποτέλεσε, πολύ πριν από την εφεύρεση του όρου, αυτονόητη πρακτική και διακριτικό γνώρισμα των παραδοσιακών πολιτισμών της μεσογειακής λεκάνης, γεγονός που τους ταξινομεί σε διαφορετική πολιτισμική οικογένεια απο το δυτικό αστικό μοντέλο της βιομηχανικής και τεχνολογικής εποχής.
Η σημασία αυτού του προτύπου, του οποίου η ελληνική κουλτούρα αποτελεί την αρχαιότερη και αυθεντικότερη εκδοχή, έγκειται στη στενή, αναγκαστική αλληλοσυνάρτηση ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό, στον άνθρωπο και τον κόσμο: μια πλήρης εσωτερική αντιστοιχία και αρμονία, που εγγυάται την οικολογική ισορροπία, ενώ παράλληλα μεταγράφει τις φυσικές αξίες σε αξίες ηθικής κατηγορίας. Αυτό το πρότυπο οργανικής ενότητας ανθρώπου – φύσης συνθέτει το περιεχόμενο του ελληνικού κοσμοειδώλου σε ολόκληρη τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία, από το δημοτικό τραγούδι και τον Σολωμό ώς τη γενιά του Μεσοπολέμου. Ας δούμε, για παράδειγμα, την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Τόσο οι απλοί άνθρωποι όσο και τα πράγματα και στοιχεία της φύσης συμπεριφέρονται ως μέλη ενός ομοιογενούς σύμπαντος, συνδεδεμένα μεταξύ τους με μια σχέση στενής οικειότητας και αλληλεγγύης:
και τότε φώναξα δυνατά παιδιά μου παιδιά μου
σπουργιτάκια μου παπιά μου
να σας πλύνω παιδιά μου να σας λούσω να σας χτενίσω
(Το τερατώδες αριστούργημα, Ανθολογία Γ. Ρίτσου, 2000)
Ανάμεσά τους ισχύει μια εναλλαξιμότητα των ρόλων, που επιτρέπει στα στοιχεία της φύσης να παίρνουν το ρόλο και ν’ ασκούν τις λειτουργίες του ανθρώπου· και στον άνθρωπο να εκφράζει αβίαστα το ήθος των φυσικών στοιχείων:
Η γυναίκα άλλαξε θέση με το χελιδόνι,
κάθισε στη χελιδονοφωλιά της στέγης και κελάηδησε.
Το χελιδόνι κάθισε στον αργαλειό της κι ύφαινε
άστρα, πουλιά, ψάρια, λουλούδια κι ανεμότρατες.
(“Ανταλλαγές”: Ασκήσεις, Ανθολογία 2000:123)
Η σχέση της φύσης με τον άνθρωπο και τον πολιτισμό κωδικοποιείται χαρακτηριστικά στην ακόλουθη εικονοπλασία, όπου η φύση διερμηνεύει τα αισθήματα και τα αιτήματα του ανθρώπου:
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
(“Ρωμιοσύνη”, Ανθολογία, 2000:80)
Καθένας απ’ τους τέσσερεις στίχους του παραθέματος είναι νοηματικά αυτόνομος και ταυτόχρονα όλοι συνδέονται μεταξύ τους με βάση την αρχή της αναλογίας. Τα 4 υποκείμενα έχουν κοινό ρήμα (“δε βολεύονται”), που θα πει, κοινά αισθήματα, κοινή αντίδραση, σα να είναι ομοειδή: δέντρα – πέτρες – πρόσωπα – καρδιές έχουν την ίδια συμπεριφορά, όπως τα μέλη της ίδιας κοινότητας. Δεν ισχύει καμιά διάκριση μεταξύ φυσικού και ανθρώπινου. Η κοινή στάση κι η κοινή απαίτηση έχει ως αντικείμενο το ακέραιο: όλο τον ουρανό, όλο τον τόπο, μόνο τον ήλιο, μόνο το δίκιο. Άνθρωποι και φύση σε μια πλήρη αλληλεγγυότητα, συμπεριφέρονται ως αυτοδίκαιοι κάτοχοι όλων των αξιών. Το όραμα πληρότητας που προσφέρει στον άνθρωπο η φύση τροφοδοτεί ένα αίτημα ακεραιότητας, διαμορφώνοντας ένα ανάλογο ανθρώπινο ήθος, που μεταγράφει, στο πεδίο των ανθρώπινων αξιών, τη δεσπόζουσα φυσική κατηγορία της πληρότητας σε ένστικτο ανεξαρτησίας. Ώστε, η φύση εμφανίζεται, στο μυθικό επίπεδο, να παρεμβαίνει και να διαμορφώνει την κουλτούρα, ως παραγωγός και ταυτόχρονα εγγυητής των τοπικών πολιτισμικών αξιών.
Αυτή είναι η περίφημη – κατά Οδυσσέα Ελύτη – ισοδυναμία φυσικών και ηθικών αξιών, η οποία φέρνει σε πλήρη αρμονία τον άνθρωπο με τον εαυτό του, τις ζωικές με τις ηθικές του ανάγκες και αιτήματα, απορρίπτοντας το δυισμό και αποκαθιστώντας την ενότητα υλικού και πνευματικού κόσμου.
Υπάρχει ένα αξίωμα στη θεωρία της λογοτεχνίας: η λογοτεχνική δημιουργία συνιστά την πληρέστερη και πιο αυθεντική έκφραση της κουλτούρας του αντίστοιχου λαού. Η αναλυτική έρευνα επιβεβαιώνει πλήρως, στην περίπτωσή τους, αυτή τη θεωρητική αρχή· ο Σεφέρης κι ο Ελύτης είναι ανάμεσα σ’ εκείνους που, με το έργο τους (ποιητικό και δοκιμιακό), ανασυνθέτουν το ελληνικό πολιτισμικό πρότυπο σ’ ένα πλήρες, συνεπές και ευκρινές σύστημα· το οποίο διερμηνεύει αξιόπιστα την πνευματική μας παράδοση και αναδείχνει τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της ελληνικής κουλτούρας, που συνιστούν την ειδοποιό διαφορά της σε σχέση με άλλα, εξωγενή πολιτισμικά μοντέλα.
Γι’ αυτό ακριβώς μοιάζει ανεξήγητο – και ιδιαίτερα μαχητό – το ότι αυτοί προπάντων οι δύο, που διαθέτουν την έξωθεν καλή μαρτυρία και προσφέρουν με το έργο τους μια πηγή πνευματικής καλλιέργειας και πολιτισμικής αυτογνωσίας, είναι εκείνοι που, ανάμεσα στους συγγραφείς της γενιάς του ‘30, αποτελούν το στόχο των πιο σφοδρών επικρίσεων. Χρειάζεται να πούμε το αυτονόητο, ότι η οικογενειακή τους καταγωγή από την “αστική τάξη” δεν αποτελεί εξ ορισμού μειονέκτημα για το έργο τους; ή ότι η διεθνής αναγνώριση του έργου τους δε μειώνει κατ’ ουδένα λόγο (γιατί κι αυτό χρησιμοποιήθηκε) άλλους μεγάλους δημιουργούς (Σικελιανό, Καζαντζάκη), που άξιζαν εξίσου τη διεθνή διάκριση και που η υποψηφιότητά τους, σε προγενέστερο χρόνο, δεν ευοδώθηκε, από αδυναμία του θεσμού να αντιμετωπίσει ιδεολογικού χαρακτήρα παρεμβάσεις;
Αλλά ας πάμε στην ουσία. Το επιστημολογικό λάθος που ενέχουν αυτές οι προσεγγίσεις είναι ότι συγχέουν το ιστορικό πρόσωπο του ποιητή (το οποίο σκιαγραφούν εφαρμόζοντας τη “χωροφυλακίστικη” εξίσωση: κοινωνική προέλευση = ιδεολογικός “χαρακτηρισμός”) προς το ποιητικό του έργο· που θα πει, μπερδεύουν μια εκδοχή της εξωκειμενικής πραγματικότητας, που ορίζεται από συγκεκριμένα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα, προς το ενδοκειμενικό μυθικό σύμπαν και το κοσμοείδωλο της ποίησης, που η λειτουργία κι η σημασία τους εκτείνεται πολύ πέρα από την ιστορική συγκυρία. Συνάρτηση του πρώτου είναι κι ένα δεύτερο, μεθοδολογικό τώρα λάθος: μεταχειρίζονται εξωκειμενικούς, μη ποιητικούς κώδικες, για να ερμηνεύσουν ενδοκειμενικά σημασιακά περιεχόμενα· λάθος που ανοίγει το δρόμο για κάθε ερμηνευτική αυθαιρεσία. Την επαλήθευση της διαπίστωσης προσφέρει το γεγονός ότι το κλειδί αυτών των ερμηνευμάτων, που βρίσκονται σε πλήρη διάσταση προς τα σημασιακά περιεχόμενα των έργων που υποτίθεται πως ερμηνεύουν, είναι ιδεολογικοί κώδικες που χρησιμοποιήθηκαν στην τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση μισόν αιώνα αργότερα. Κι αυτό με τη σειρά του φανερώνει ότι η εν λόγω κριτική αντικαθιστά τη λογοτεχνική ανάλυση και ερμηνεία με μια ιδεολογική πολεμική, που συνδέεται με σκοπιμότητες του σήμερα. Εδώ υπάρχει μια κραυγαλέα αντίφαση: ο παιδαριώδης αυτός αναχρονισμός παίρνει την πόζα μιας “κριτικής από αριστερά”, ενώ ασκείται με τα εννοιολογήματα της “Globalisation”, δηλ. της “ολιστικής ομογενοποίησης” που επιχειρούν να επιβάλουν παγκοσμίως οι δυνάμεις της καπιταλιστικής “Νέας τάξης πραγμάτων” (θα μιλήσομε γι’ αυτήν παρακάτω). Τέτοια εννοιολογήματα είναι – για να μείνομε στα πιο αναγκαία για την κουβέντα μας – οι καινοφανείς σημασίες στη χρήση παλαιών όρων, όπως “εθνικισμός” και “νεκροφιλία”, που αναφέρετε ενδεικτικά στην ερώτησή σας. Μέσα στο σημασιακό σύστημα της γλώσσας οι όροι αυτοί έχουν αρνητική σημασία, δηλώνουν νοσηρά φαινόμενα: ο “εθνικισμός”, με συμπληρωματική έννοια το “ρατσισμό”, δηλώνει την επιθετικότητα ενός έθνους και την αξίωσή του να υποτάξει τους άλλους λαούς, στο όνομα της απόλυτης υπεροχής είτε φυσικής – φυλετικής (με ακραίο δείγμα το ναζισμό: υπεροχή της αρείας φυλής) είτε μεταφυσικής – θρησκευτικής (με ακραίο δείγμα τον σιωνισμό: “ο περιούσιος λαός του θεού”). Η “νεκροφιλία” αφετέρου είναι ιατρικός όρος και δηλώνει μια ψυχική ανωμαλία, την άρρωστη παρόρμηση για σεξουαλική επαφή με νεκρά σώματα – και μεταφορικά, κάθε στρεβλή και νοσηρή σχέση με τους νεκρούς.
– Μιλήσαμε νωρίτερα για τον αντιστασιακό χαρακτήρα της ελληνικής κουλτούρας (αμυντικό μοντέλο), που την τοποθετεί στον αντίθετο πόλο από τον επιθετικό εθνικισμό. Μήπως όμως ο Σεφέρης κι ο Ελύτης αποτελούν εξαίρεση;
– Συνοπτικά μιλώντας, θα τονίσομε ότι το εννοιολογικό πεδίο που ορίζεται από τους όρους εθνικισμός και νεκροφιλία, στην κυριολεκτική και τη μεταφορική σημασία τους, δεν υπάρχει καν στη θεματική των δύο ποιητών μας. Δε θα πούμε βέβαια ότι απουσιάζει από το έργο τους η φιλοπατρία (που είναι άλλο πράγμα)· ούτε κι αυτή ωστόσο υπάρχει με το ρητό τρόπο που υπάρχει στον Κάλβο, στο Σολωμό ή στον Παλαμά. Συνάγεται έμμεσα, από την αγωνιώδη αναζήτηση των αξιών μιας μεγάλης πνευματικής παράδοσης, οικουμενικής σημασίας, που κινδυνεύει να χαθεί· κι από την κριτική στάση απέναντι σ’ ένα ανάξιο παρόν.
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει” είναι η χαρακτηριστική διατύπωση της φιλοπατρίας του Σεφέρη, που ένα από τα δεσπόζοντα θέματα στο έργο του είναι η θεματική της αλλοτρίωσης: “Τί θέλει όλος αυτός ο κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά;” [Τετράδιο Γυμνασμάτων]. Η θεματική της αλλοτρίωσης εντάσσεται σε μια συνολική κοσμοθεώρηση, που ορίζεται από την ιδέα της αντιφατικής σύστασης του κόσμου και την αντίληψη του τραγικού. Το “νεοελληνικό τραγικό” του Σεφέρη – σε αντιστοιχία με το αρχαίο – διαπερνά όλα τα επίπεδα, το ατομικό και το συλλογικό, το κοσμολογικό (θετική-αρνητική σχέση του ανθρώπου με το φως: “Αγγελικό και μαύρο φως” [Κίχλη]), το ιστορικό (αντιφατική σχέση με τη βαριά πολιτισμική κληρονομιά της αρχαιότητας: “Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες”[:Μυθιστόρημα]), το κοινωνικό (αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην πρόθεση και στη δυνατότητα, στα μεγάλα οράματα και στην αδυναμία πραγμάτωσής τους: “Και βλέπουν οι μεσόκοποι το χάσμα να μεγαλώνει ανάμεσα στο σώμα, που μένει πίσω σα γκαμήλα λαβωμένη, και στην ψυχή, με το ανεξάντλητο κουράγιο, καθώς λένε”[Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β΄]). Αυτός είναι ο “εθνικισμός” του Σεφέρη· η ανατομία των πληγών που συνθέτουν την τραγωδία του νέου ελληνισμού.
Ο Ελύτης αφετέρου θέτει τα προβλήματα στο επίπεδο του πολιτισμού, όχι του εθνισμού. Η ελληνική πολιτισμική παράδοση έχει σημασία όχι γιατί είναι ελληνική αλλά γιατί είναι οικουμενική· γιατί, ως έκφραση ενός από τους αρχαιότερους και μακροβιότερους πολιτισμούς της μεσογειακής λεκάνης, διασώζει ένα απόσταγμα πνευματικής εμπειρίας χιλιετιών, που προσφέρει διεξόδους σε μείζονα προβλήματα της σημερινής ανθρωπότητας. Ο ποιητής δίνει έμφαση στα ουσιώδη γνωρίσματα αυτού του προτύπου, προσπαθώντας να αναδείξει την “ειδική διαφορά” που το διακρίνει από άλλα συγγενή συστήματα, γιατί αυτή ακριβώς η διαφορά είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχει κάθε λαός να συνεισφέρει στο “κοινό ταμείο” των πανανθρώπινων αξιών. Και η αναζήτηση της ιδιαιτερότητας του ελληνικού προτύπου, μάλιστα σε σχέση προς το δυτικό πρότυπο ζωής, δεν εκφράζει βέβαια κάποιο αντιδυτικό σύνδρομο· αποτελεί τον αντίλογο σ’ ένα ενδοελληνικό φαινόμενο: στην ιδεοληψία των αστών διανοουμένων και πολιτικών, ότι ο ελληνικός λαός πρέπει, πάση θυσία, να απαλλαγεί από τον πολιτισμό του και ν’ αφομοιωθεί μέσα στην κυρίαρχη δυτική κουλτούρα. Ως εξής περιγράφει αυτό το σύνδρομο ο ποιητής: “Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ΄επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο / σ’ ένα πλήθος Εξουσίες μέσω της δικής σου πάντοτε .” [Το Φωτόδεντρο].
Και η κριτική του στάση απέναντι στην Ε.Ε. το ίδιο περιεχόμενο έχει: υπερασπίζεται την αξία των τοπικών πολιτισμών σε μια εποχή γενικευμένης πολιτισμικής αλλοτρίωσης, τονίζοντας την αξία της μοναδικότητας που διαθέτει κάθε λαός, καθώς αυτή ορίζει το κατεξοχήν πεδίο της δικής του δημιουργικής παρέμβασης στην ιστορία του πολιτισμού.
Σε συνέπεια με τον αντάρτικο χαρακτήρα της ελληνικής κουλτούρας, επαναβεβαιώνει το ασυμβίβαστο του δικαίου με το νόμιμο, απορρίπτοντας το μοντέλο του αυταρχικού αστυνομικού υπερκράτους που προωθεί η παγκοσμιοποιημένη εξουσία: “Όπου ακούς τάξη, ανθρωπινό κρέας μυρίζει”.
“Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες θά ‘τανε αληθινή σωτηρία” [Μαρία Νεφέλη]
Απέναντι στη βία της εξουσίας αντιπαραθέτει την παραδοσιακή αντίληψη του προσώπου, που εξουδετερώνει τον εκβιασμό της δύναμης και των αριθμών:
“Είν’ έτοιμη η καρδιά του αντρός να μαχαιρώσει ατσάλι!”
[Η καλωσύνη στις Λυκοποριές].
Ο Ελύτης προβάλλει “την Ελλάδα τη δεύτερη του απάνω κόσμου”[Ο Μικρός Ναυτίλος], που δεν είναι η πραγματική αλλά ένα ιδεώδες προς επίτευξη, που προκύπτει από τη σύνθεση των αξιών μιας διαχρονικής πνευματικής παράδοσης με τα αιτήματα του παρόντος και του μέλλοντος. Και είναι ο πρώτος, όσο γνωρίζομε, που συνέδεσε την ελληνική πολιτισμική παράδοση με το μεσογειακό πολιτισμικό πρότυπο σε ρητή διάκριση προς το δυτικό, κάτι που οι ειδικές επιστήμες στην Ελλάδα δεν τόλμησαν ως τώρα ούτε να το διανοηθούν. Έχοντας πλήρη συνείδηση της γονιμότητας και της οικουμενικής αξίας αυτού του προτύπου, αγωνίστηκε, τόσο με το ποιητικό όσο και με το δοκιμιακό του έργο, να ξυπνήσει ή/και να συντηρήσει την πολιτισμική μνήμη του λαού του, όχι για να τον στρέψει ενάντια σε άλλους λαούς, αλλά γιατί θεώρησε πως ο λαός αυτός, ως κληρονόμος και φορέας ενός οικουμενικού αγαθού, όφειλε να το διασώσει για χάρη όλης της ανθρωπότητας.
Αυτό είναι που οι φωστήρες της υπό κρίση κριτικής ονομάζουν “εθνικισμό”, “νεκροφιλία” κ.τ.ό. Η σαφώς ιδεολογική αυτή πολεμική, που αξιώνει να υποκαταστήσει τη θεωρία της λογοτεχνίας και την ερμηνευτική των κειμένων, παραπέμπει σε συγκεκριμένα ιδεολογικοπολιτικά συμφραζόμενα, που σχετίζονται με ένα φαινόμενο στο οποίο κάναμε παραπάνω συνοπτική αναφορά, γνωστό με τον ευφημιστικόν όρο “παγκοσμιοποίηση”. Ένα γενικότερο σύμπτωμα της “παγκοσμιοποίησης” είναι ότι αντικαθιστά την επιστήμη με την ιδεολογία, τον επιστημονικό λόγο με την ιδεολογική προπαγάνδα. Αυτό διαπιστώνομε και στην περίπτωση των επίμαχων άρθρων: ταυτίζουν σκόπιμα τους όρους “εθνικισμός” και “νεκροφιλία” (για να περιοριστούμε στο παράδειγμά μας) με το περιεχόμενο όρων από το ίδιο εννοιολογικό πεδίο αλλά σημασιακά αντίθετων. Έτσι, ο [επιθετικός] “εθνικισμός” ταυτίζεται με την αντίθετη έννοια, της [αμυντικής] “φιλοπατρίας” και η “νεκροφιλία” με την αντίθετη έννοια, του σεβασμού προς τους νεκρούς προγόνους και κατ’ επέκταση, με την ιστορική μνήμη των λαών. Μ’ αυτή τη μέθοδο επιδιώκεται η εξίσωση του θετικού με το αρνητικό και η δυσφήμιση θετικών πατροπαράδοτων αξιών μέσω της ταύτισής τους προς τις κατά παράδοση “απαξίες”. Το τέχνασμα είναι παλαιό· όπως μας μαθαίνει η σημειωτική του πολιτισμού, το φαινόμενο της στρέβλωσης των καθιερωμένων σημασιών από τον επίσημο λόγο και η συνακόλουθη σύγχυση στο κοινωνικό σώμα ως προς την πρόσληψη των εννοιών είναι σημάδι ότι μεθοδεύεται μια μεγάλη εκ των άνω ανατροπή του τύπου της κουλτούρας. Στην περίπτωσή μας, η επιδιωκόμενη ανατροπή είναι η αφομοίωση των λαών και των εθνών στο μοντέλο που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της “Νέας τάξης πραγμάτων”. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, πρέπει να διαλυθούν οι εθνικοί και τοπικοί πολιτισμοί, που αντιπροσωπεύουν τον κυριότερο παράγοντα αντίστασης των λαών στην επιδιωκόμενη αλλοτρίωσή τους. Ένα αποτελεσματικό μέσο είναι να απογυμνώσουν τους λαούς και τις κοινωνίες από τις κοινές πολιτισμικές αναφορές, που αποτελούν το συνεκτικό τους ιστό κι έτσι να τους μετατρέψουν σε άθροισμα ατόμων, χειραγωγίσιμων προς κάθε είδους αλλοτρίωση. Σε τέτοιες σκοτεινές περιόδους η μεγάλη ποίηση, “η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα” λογαριάζεται εξ ορισμού εχθρός της εξουσίας.
Όπως έγινε φανερό, αυτή τη σκοπιμότητα υπηρετούν αντικειμενικά και τα υπό συζήτηση άρθρα κριτικής. Ιδού ο κοινός παρονομαστής. Η ποίηση του Σεφέρη και του Ελύτη, στο μέτρο που ξυπνά την ιστορική μνήμη και ενεργοποιεί την πολιτισμική αυτοσυνειδησία του λαού, αντιστρατεύεται τους στόχους της πολιτισμικής ισοπέδωσης. Πολύ περισσότερο, όταν οι δυο νομπελίστες ποιητές μας συγκεντρώνουν, σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό από άλλους, τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για να παίξουν, για τη σημερινή ελληνική κοινωνία, το συνεκτικό ρόλο του κοινού σημείου αναφοράς. Έπρεπε λοιπόν να εξουδετερωθούν, ώστε να μείνει ο λαός χωρίς πνευματικά ερείσματα, να χάσει την αυτοεκτίμησή του και τη δύναμη αντίστασης που διαθέτει και να γίνει ευάλωτος σε κάθε είδους αλλοτρίωση. Έτσι εξηγείται, κατά τη γνώμη μας, ότι οι νομπελίστες ποιητές έγιναν, χωρίς εμφανή αιτία, στόχος μιας τόσο σφοδρής – αλλ΄ όμως, ατελέσφορης – δυσφημιστικής εκστρατείας.
Δεν θα ισχυριστούμε ότι όλοι όσοι υπηρέτησαν αυτό το στόχο είναι συνειδητοί πράκτορες ξένων συμφερόντων, στυγνοί κερδοσκόποι ή απελπισμένοι πρώην αριστεροί που προσχώρησαν στον “εχθρό”, αποφασισμένοι να πάρουν επιτέλους ένα μερτικό εξουσίας. Κάλλιστα μπορεί να είναι ανυποψίαστοι άνθρωποι, χωρίς δική τους σκέψη, που από άγνοια ή ανασφάλεια φροντίζουν να είναι “In” και να παπαγαλίζουν την εκάστοτε προπαγάνδα των διεθνών εξουσιαστικών μηχανισμών· ή αφελείς “ιδεολόγοι”, που στο όνομα ενός νεφελώδους ανθρωπισμού σπεύδουν να συνταχθούν με ό,τι κάθε φορά λανσάρεται ως προοδευτικό, μπερδεύοντας τον οικουμενισμό της ανθρωπιστικής παράδοσης με τον ολοκληρωτισμό της “Globalisation” ή τον αριστερό διεθνισμό με τη βουλιμία του ύστερου καπιταλισμού να καταβροχθίσει τον κόσμο.
Για μας, ένα είναι σίγουρο · ο κοινός παράγοντας που συνδέει όλους αυτούς είναι η ημιμάθεια και η μέτρια νοημοσύνη και πάνω απ’ όλα, η πλήρης άγνοια του τί είναι ποίηση και τί αντιπροσωπεύει η ελληνική πολιτισμική παράδοση.
– Είστε ένας άνθρωπος βαθειά πολιτικο-ποιημένος. Ποια είναι η εκτίμησή σας για την σημερινή πολιτική κατάσταση στη χώρα μας;
– Να μιλήσεις για τη σημερινή πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα φαίνεται εύκολο και “αβανταδόρικο” θέμα, καθώς η επικαιρότητα από τη μια και η χρόνια παθογένεια της δημόσιας ζωής από την άλλη, σου προμηθεύουν χίλιες αφορμές να γίνεις ευχάριστος, με κοινοτοπίες που βρίσκουν ανταπόκριση στη δίκαιη αγανάκτηση των πολιτών. Το δύσκολο είναι να πεις κάτι πραγματικά ενδιαφέρον και χρήσιμο, σε μια χρονική στιγμή που μεθοδεύεται και παροξύνεται, μέσα απ’ τα κανάλια της ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας, μια ομαδική υστερία “αυτομαστιγώματος”, η οποία αντιστρέφοντας τη σχέση αιτίων – αιτιατών, συσκοτίζει πλήρως την ουσία των προβλημάτων. Ο γράφων δεν είναι δικαστικός, για ν’ αναλάβει τον ευχερή στην παρούσα συγκυρία ρόλο του εισαγγελέα. Δεν είναι ούτε πολιτικός ούτε καν πολιτικός επιστήμονας και συνεπώς δεν έχει αυτιά για τις εντολές άτυπων “αφεντικών”, που ζητούν δικό μας αίμα για να καλύψουν δικές τους ανομίες. Θα μιλήσει λοιπόν γενικά, από τη δική του σκοπιά, του πολιτισμού, αποφεύγοντας τις προσωπικές αιχμές – από τις οποίες, δόξα τω θεώ, δεν έχομε έλλειψη –, μήπως επιτέλους γίνει εφικτή μια συζήτηση για τα ουσιώδη.
Έχομε την τύχη και την ατυχία να είμαστε ένας αρχαίος λαός, που κατάφερε, μέσα από εξαιρετικά δυσμενείς ιστορικές συνθήκες, να επιβιώσει ως σήμερα, διασώζοντας, έστω και στραπατσαρισμένη, τη φυσιογνωμία του, την κοινωνική συνοχή του και την πνευματική του παράδοση· η οποία, όπως λέγαμε νωρίτερα, κάτι έχει να προτείνει, μάλιστα σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης, που σε τελευταία ανάλυση είναι κρίση πολιτισμού. Μια κρίση του πολιτισμού που για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας εκδηλώνεται ως απειλή ολικής καταστροφής του πλανήτη. Κι αυτό δεν δικαιούμαστε να το παραβλέπομε, υποθέτοντας ότι η καταστροφή πέφτει έξω από τα όρια της δικής μας ζωής. Ξεκινούμε μ’ αυτή τη δυσοίωνη αναφορά, για να τονίσομε ότι η αναθεώρηση των κυρίαρχων πολιτισμικών προτύπων είναι σήμερα το μείζον και κατεπείγον πρόβλημα της ανθρωπότητας. Και στο πεδίο του πολιτισμού έχομε συγκριτικά πλεονεκτήματα, που μας επιτρέπουν (και επιβάλλουν) να παίξομε κάποιο ρόλο, τουλάχιστον παραδειγματικά, κάνοντας λ.χ. τον πολιτισμό στρατηγικό άξονα της ελληνικής πολιτικής, εσωτερικής και διεθνούς (και δεν εννοούμε βέβαια την υποβάθμισή του σε τουριστικό προϊόν).
Ο πολιτισμός αντιπροσωπεύει τη συνολική αντίληψη που έχει μια κοινωνία για τον άνθρωπο, τη φύση και τον κόσμο. Είναι λοιπόν ένα σύστημα συστημάτων, που περιλαμβάνει και ιεραρχεί όλες τις εκφράσεις της υλικής και πνευματικής ζωής ενός λαού (κι ανάμεσά τους, την οικονομία, την κοινωνική οργάνωση, τους θεσμούς και φυσικά την πολιτική του έκφραση). Και δεν κατασκευάζεται στο πολιτικό παρασκήνιο ή σε γραφεία στρατηγικών μελετών, για να μπορεί να επιβληθεί εκ των άνω. Διαμορφώνεται σε μακρά διάρκεια χρόνου από τη συμβίωση των ανθρώπων μέσα σε τοπικά και ιστορικά προσδιορισμένες κοινωνίες, ως απόσταγμα συλλογικής εμπειρίας· και χρειάζεται αιώνες κοινωνικής ζωής για να συγκροτηθεί. Έτσι, ο πολιτισμός κάθε λαού είναι αυτός που καθορίζει και τις πολιτικές του σε όλα τα πεδία, και όχι αντίστροφα.
Κι όμως, έχει προ πολλού επιβληθεί ένα “ιστορικό διαζύγιο” ανάμεσα στην πολιτική και τον πολιτισμό, που διατηρεί σε μόνιμη δυσαρμονία την τάξη των πολιτικών (με “τα παρελκόμενά” της) προς το κοινωνικό σώμα και προς το κοινό αίσθημα. Και δε μιλούμε καθόλου για ένα ελληνικό φαινόμενο· αντίθετα, όπου υπάρχει ελληνισμός, το πάθος για τα κοινά και η αρμονία της πολιτικής έκφρασης προς την πολιτική αντίληψη είναι από τα πιο έμμονα στοιχεία της ελληνικής λαϊκής κουλτούρας. Το καφενείο του χωριού είναι ένας κορυφαίος θεσμός της παραδοσιακής κοινότητας, μια μικρογραφία βουλευτηρίου, που διατήρησε, μέσα σε ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες, την αρχή της καθολικής συμμετοχής στα κοινά. Το μοντέλο του επαγγελματία πολιτικού, του “τεχνοκράτη” ή του “σοφού” (όπως τον λένε τώρα), που αυτός ξέρει και αποφασίζει για λογαριασμό του συνόλου χωρίς να δίνει λόγο, είναι πονηρά εφευρήματα μιας άλλης κουλτούρας, ευθέως αντίθετης προς τη δική μας.
Δυστυχώς, οι ιστορικές συνθήκες και ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων επέβαλαν, από τα πρώτα βήματα του νέου ελληνικού κράτους, την παγίωση ενός καθεστώτος έμμεσης εξάρτησης (αλλά άμεσης κηδεμονίας) της ελληνικής πολιτικής ζωής, που έγινε η αφετηρία για να μεταφερθούν, στο θεσμικό επίπεδο, εξωγενή πρότυπα, που στρέβλωσαν την ιθαγενή πολιτική φιλοσοφία και τις παραδοσιακές εκφράσεις της.
Ένα από τα συμπτώματα αυτής της στρέβλωσης είναι η αντιστροφή των ιεραρχικών σχέσεων: στη θέση του γενικού (πολιτισμός) έχει τοποθετηθεί το ειδικό (πολιτική). Μάλιστα, στο καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργείο, ο πολιτισμός στην ουσία κατέχει, πλάι στον αθλητισμό και τον τουρισμό, μια θέση περιθωριακή, που αφορά την πολιτική για τα μνημεία, τις τέχνες και την ψυχαγωγία. Χώρια που η θεσμική τάξη του Υπουργείου Πολιτισμού μέσα στο σύστημα διοικητικής ιεραρχίας (αντί να είναι η πρώτη, που ορίζει τους κανόνες και συντονίζει τα υπόλοιπα) είναι από τις τελευταίες. Σ’ αυτό η Ελλάδα απλώς ακολουθεί το δυτικό πρότυπο πολιτικής αντίληψης, το οποίο μπορεί να φτάσει σε αποφάσεις και πράξεις ασύλληπτης βαρβαρότητας.
– Μπορείτε να μας δώσετε κάποια παραδείγματα;
– Θα σταθούμε σε ορισμένα απλά και “αθώα”. Το ένα είναι ο “εξορθολογισμός” στο πεδίο της γεωργικής παραγωγής, που μεθοδεύεται εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες, με στόχο την αντικατάσταση των μικρών καλλιεργητών από τη μεγάλη γαιοκτησία (αυτό σημαίνει η σκοπούμενη μείωση του αγροτικού πληθυσμού στο 8%), σε συνδυασμό με την ανακατανομή των καλλιεργειών στις χώρες της Κοινότητας, για να προσαρμοστούν στις ανάγκες της αγοράς. Σ’ αυτό το πλαίσιο, πριμοδότησαν για την Ελλάδα την καλλιέργεια του “αβοκάντο” και του “κίουι” (οικονομικά αποτυχημένο εγχείρημα, όπως μαρτυρούν τώρα οι αγρότες) κι έδωσαν κίνητρα για το ξερίζωμα της ελιάς και του αμπελιού, που συνδέονται με χιλιάδων χρόνων πολιτισμό (θρησκεία, μυθολογία, εθιμική ζωή, αξιακό σύστημα). Ακόμη κι αν υποθέσομε (για τις ανάγκες της συζήτησης) ότι φταίει η κακή ποιότητα των προϊόντων μας, χάθηκαν οι τρόποι βελτίωσης της παραγωγής, με τη βοήθεια και την εποπτεία των κρατικών υπηρεσιών;
Δεύτερο παράδειγμα: καθιέρωσαν το τερατώδες μέτρο της διατεταγμένης καταστροφής των “πλεονασμάτων” της ευρωπαϊκής γεωργικής παραγωγής, για να κρατήσουν ψηλά τις τιμές, τη στιγμή που εκατομμύρια άνθρωποι σε άλλα γεωγραφικά μήκη και πλάτη πεθαίνουν (κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά) από την πείνα. Πού είναι, σ’ αυτή την περίπτωση, η ιδέα του “παγκόσμιου χωριού”; δεν περιλαμβάνει την αλληλεγγύη στους φτωχούς λαούς; μόνο τη λεηλασία του φυσικού τους πλούτου;
Καποδίστριας και Καλλικράτης
Τρίτο παράδειγμα: Το περίφημο πρόγραμμα “Καποδίστριας”, “Καλλικράτης”, κ.τ.ό. Σε τί αποβλέπει; Να συνενώσει τις κοινότητες σε δήμους και τους μικρούς δήμους σε μεγαλύτερους, για να περιορίσει, λέει, τη σπατάλη, να εξοικονομήσει χρήματα από τη μείωση των θέσεων των κοινοτικών υπαλλήλων και να μπορέσει έτσι να οργανώσει πιο “ορθολογικά” τις υπηρεσίες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, για να παίξουν καλύτερα το ρόλο τους. Και θέτομε το ερώτημα: είναι δυνατό μέσα στο νέο διοικητικό πλαίσιο ο ρόλος τους να παραμείνει ο ίδιος;
Η κοινοτική οργάνωση αντιπροσωπεύει ένα θεμελιώδη θεσμό συμμετοχικής δημοκρατίας, ο οποίος επαληθεύει την πλήρη αντιστοιχία πολιτικής φιλοσοφίας και πολιτικής συγκρότησης που διακρίνει την παραδοσιακή ελληνική κοινωνία. Σε συνδυασμό με τον παραγωγικό συνεταιρισμό του χωριού, διαμόρφωσε, υπό συνθήκες σκληρής δουλείας, ένα σύστημα αυτοδύναμων κοινωνικά και οικονομικά μονάδων, που συνετέλεσαν αποφασιστικά στην επιβίωση του ελληνισμού, δημιουρ-γώντας τις προϋποθέσεις για ν’ ανακτήσει την αυτοπεποίθηση που τον οδήγησε στην κατάκτηση της ανεξαρτησίας.
Τί είναι αυτό που διακρίνει τις παραδοσιακές κοινότητες και το οποίο εξήραν οι ιστορικοί και οι ποιητές μας; Η ιδέα της αποκέντρωσης και της μικρής κοινωνικής και οικονομικής μονάδας· όσο χρειάζεται μικρής για να διασφαλίζει τη συμμετοχή όλων των μελών της στα κοινά (ισορροπία ατόμου – κοινωνίας)· και όσο χρειάζεται μεγάλης για να εξασφαλίζει μια σχετική παραγωγική αυτάρκεια που να της επιτρέπει να επιβιώνει (όχι να πλουτίζει – η παραδοσιακή αρχή της λιτότητας δεν ευνοεί την ακόρεστη επιδίωξη του κέρδους). Κοινός παράγοντας η κοινοτική αλληλεγγύη και συνεργασία, που συντηρεί την κοινωνική συνοχή και παράγει πολιτισμό (οριζόντια σχέση).
Τί είναι αυτό που διακρίνει τα προγράμματα “Καποδίστριας” και “Καλλικράτης”; Η ιδέα της συγκέντρωσης και της μεγάλης κοινωνικής μονάδας· όσο χρειάζεται μεγάλης για να εξασφαλίζει τη μετάλλαξη της κοινοτικής σε αστική οργάνωση· κι όσο χρειάζεται μικρής για να διασφαλίζει τη σχέση εξάρτησης από την κεντρική εξουσία (κάθετη σχέση). Ο στρατηγικός στόχος που επιδιώκει το κυρίαρχο σύστημα με τις διαδοχικές επιθέσεις του ενάντια στον Κοινοτισμό (“Καποδίστριας 1, “Καποδίστριας
Τα χωριά – κοινότητες της ελληνικής υπαίθρου είναι η μόνη καθαρή, μη προβληματική μονάδα παραγωγής πολιτισμού που μας έχει απομείνει! Και είναι βαρβαρότητα να υποτιμούμε, στην παρούσα ιστορική συγκυρία, μια μακράς πνοής πολιτισμική παραγωγικότητα, αντιπαραθέτοντας σ’ αυτήν βραχυπρόθεσμα και μίζερα οικονομίστικα κριτήρια. Ακόμη κι αν οι χωρικοί μας από μόνοι τους, χωρίς εξωτερικές πιέσεις, εκδήλωναν την τάση να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και την κουλτούρα τους, για να γίνουν αστοί, η πολιτεία όφειλε να τους δώσει κάθε κίνητρο για να τους κρατήσει στην ύπαιθρο, ενισχύοντας τις παραγωγικές τους δραστηριότητες και προστατεύοντας τον πολιτισμό τους. Αυτή και μόνο την αποστολή να είχε το δυσφημισμένο από πληρωμένους κονδυλοφόρους εθνικό κράτος, θα ήταν αρκετή για να δικαιώσει την ύπαρξή του υπό συνθήκες “παγκοσμιοποίησης”. Πού θα τον ξαναβρεί η ανθρωπότητα ένα λαό με τριών χιλιετιών πολιτισμική ζωή, για να ξαναφτιάξει το ανεκτίμητο στην παρούσα κρίση μεσογειακό πρότυπο, που ανύποπτοι (;) και με τόση αυταρέσκεια γκρεμίζουν σήμερα οι πολιτικοί της εκπρόσωποι; Τέτοια συμφορά είχαμε να δούμε από την εποχή της βαυαροκρατίας!
Κανείς δεν αντιλέγει ότι σε κάθε θεσμό μπορεί να υπάρχουν δυσλειτουργίες και ανεπάρκειες που επιδέχονται βελτίωση. Αλλά τα εκατομμύρια που διατίθενται για την ανατροπή του παραδοσιακού συστήματος δεν θα ήταν υπεραρκετά για τη διάσωση και βελτίωση του θεσμού, σύμφωνα με το δικό του πνεύμα; Δεν νοείται ν’ αγνοούμε τα αυτονόητα: άλλο πράγμα είναι οι δυσλειτουργίες και ανεπάρκειες που οφείλονται σε εξωτερικές συνθήκες (έλλειψη μέσων, πόρων κλπ.) – που αυτά μπορούν ν’ αντιμετωπιστούν με τη συνδρομή της πολιτείας – ή υποκειμενικές αδυναμίες (του τάδε ή δείνα κοινοτάρχη ή συνεταιριστή, λ.χ.) – που αυτές δεν μπορεί ν’ αποκλειστούν από κανένα θεσμό όσο “ορθολογικά” κι αν τον οργανώσεις – · και άλλο πράγμα είναι οι δυσλειτουργίες που οφείλονται στην ίδια την υφή του θεσμού, όταν βρίσκεται σε δυσαρμονία προς το κοινωνικό σώμα και είναι, εξαιτίας αυτού, καταδικασμένος να παράγει συνεχώς στρεβλά αποτελέσματα. Είναι άραγε τυχαίο που μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί ο περίφημος “αστικός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας”, παρά τις σκληρές προσπάθειες τόσων και τόσων πολιτικών “αναμορφωτών”, (συντηρητικών και προοδευτικών) οπαδών του εξαστισμού, ευρωπαϊστών, “αριστερών” ευρωλιγούρηδων και νεοφιλελεύθερων “αμερικανολιγούρηδων”, “εκσυγχρονιστών” και “πολυπολιτισμιστών”, που συνεχίζεται ακάθεκτος από τον καιρό της βαυβαρικής αντιβασιλείας ως τη σημερινή εποχή της “ολιστικής ομογενοποίησης”; Θα παραθέσομε μια χαρακτηριστική μαρτυρία από το 19ον αιώνα, που δείχνει τη διάρκεια αλλά και το ατελέσφορο του εγχειρήματος: “Τω καιρώ εκείνω ευρίσκετο εις την ακμήν του ο μετασχηματισμός των Συριανών εις Ευρωπαίους, τον οποίον ωνόμαζον, με συμπάθειο, “ξεβράκωμα”. Αι φέσσαι και αι βράκαι εξηφανίζοντο αλλεπάλληλοι, ως τα πρωινά άστρα, υπό τας ακτίνας του εσπερίου πολιτισμού.” [Εμμ. Ροϊδη, “Ιστορία μιας γάτας”]. Αν εξαιρέσομε την ενδυματολογική αναφορά (μια κι έχομε γίνει πλέον όλοι, γυναίκες – άντρες, “ψαλιδόκωλοι”), ο μετασχηματισμός εξακολουθεί, ύστερα από δυο σχεδόν αιώνες, να μένει στάσιμος στη φάση της “ακμής”.
Η ιστορία αυτή είναι το χρονικό μιας ακόμη ελληνικής τραγωδίας, που εκτυλίσσεται στον τόπο μας από τους καιρούς των Σταυροφόρων και του Σχίσματος των εκκλησιών και που τις δυο τελευταίες δεκαετίες ξαναπαίρνει εφιαλτικές διαστάσεις, καθώς έχει μεταβληθεί σε ολοκληρωτικό πόλεμο των “ηγετικών” λεγόμενων τάξεων, πολιτικών και διανοουμένων, ενάντια στην κουλτούρα του λαού. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν ακόμη εθνικό διχασμό, που αποξενώνει όλο και πιο πολύ την πολιτική ηγεσία και τους “διανοούμενους – εργαλεία” από την πλειοψηφία του λαού.
Στην αφετηρία αυτής της τραγωδίας βρίσκεται ένα ιστορικό φαινόμενο φυσιολογικό κατ’ αρχήν, η αντίθεση και διαπάλη λαών και πολιτισμών σε μια περιοχή στρατηγικής σημασίας· για την ακρίβεια, η σύγκρουση δύο κόσμων, της ανερχόμενης δύναμης των “Φράγκων” άλλοτε, που βγαίνουν από το μεσαίωνά τους σφριγηλοί, προς την γηραιά αυτοκρατορία των Βυζαντινών, που με τον πλούτο και τη λάμψη της παρόξυνε την κατακτητική βουλιμία των ιπποτών· της ισχυρής και πολιτισμένης Δύσης στα νεότερα χρόνια, προς το νεαρό και αδύναμο ελληνικό κράτος, που η “ανάγκη” κηδεμονίας του προσέφερε ένα καλό πρόσχημα στους δυτικούς για τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου. Η αντίθεση των δύο κόσμων, ενισχυμένη από τις πολιτισμικές διαφορές (καθολική Δύση – ελληνορθόδοξη Ανατολή, αβαθής δυτική αστική κουλτούρα – πανάρχαιος αγροτικός μεσογειακός πολιτισμός), είχε μακρά, σχεδόν χιλιετή διάρκεια και πολλές μεταπτώσεις και εντάσεις, που άφησαν και στις δυο πλευρές ένα αρνητικό κατακάθι, το οποίο επηρεάζει ως σήμερα τη δυνατότητα μιας ψύχραιμης, ειλικρινούς και ισότιμης σχέσης. Οι δυτικοί κέρδισαν τις μάχες στο πολιτικό πεδίο (με την περίφημη δήλωση “Ανήκομεν εις την Δύσιν”), αλλά δεν κέρδισαν τον πόλεμο. Η αφομοίωση της ελληνικής Ανατολής στο δυτικό μοντέλο ζωής και συμπεριφοράς παραμένει γι’ αυτούς ένα ζητούμενο, που εκδηλώνεται ως επιτακτική απαίτηση και παρατεταμένος πολιτικός εκβιασμός. Κι αυτό δεν συνιστά βεβαίως ευνοϊκή προϋπόθεση για μια υγιή σχέση και μια ομαλή συμβίωση. Αντίθετα, είναι η βασική αιτία για τη στρεβλή λειτουργία του ισχύοντος πολιτικού συστήματος. Τώρα ζούμε τις συνέπειες. Η επιβολή ενός θεσμικού πλαισίου ξένου αν όχι αντίθετου προς τη νοοτροπία και τις παραδόσεις του λαού, επέτεινε αντί να εξομαλύνει την παραδοσιακή αντίθεση του πολίτη και της κοινωνίας προς την εξουσία και το κράτος, επαναβεβαιώνοντας και ενεργοποιώντας τον παραδοσιακό κώδικα σύμφωνα με τον οποίο το νόμιμο είναι ασυμβίβαστο με το δίκαιο. Αυτό σημαίνει πλήρη αποτυχία του συστήματος, απ’ όπου όλοι βγαίνουν ζημιωμένοι: ούτε οι θεσμοί λειτουργούν, ούτε οι πολίτες ευτυχούν, αλλά ούτε και το κράτος ανταποκρίνεται στο ρόλο που του επιβάλλει το σύστημα. Και αντί να προσαρμόσουν το σύστημα στη νοοτροπία και στα αξιακά πρότυπα της κοινωνίας και να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματα απ’ αυτή την εναρμόνιση, επιχειρούν την προσαρμογή της κοινωνίας στο σύστημα, με το ανόητο καθότι ανέφικτο εγχείρημα να αλλάξουν τη δομή της και από αγροτική να την κάμουν αστική και ν’ αλλάξουν την κουλτούρα της κι από μεσογειακή να την κάμουν βορειοευρωπαϊκή (καλή κι η μια κι άλλη, δε λέμε, αλλά στο δικό της περιβάλλον). Για την τύχη του αστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας μιλήσαμε. Διαλύθηκε ο παραγωγικός ιστός της χώρας, που στηριζόταν κατά μέγα μέρος στις αγροτικές καλλιέργειες, χωρίς ν’ αντικατασταθεί με ανάλογης δυναμικής αστική βιομηχανία (αφού οι επιτυχημένες αστικές επιχειρήσεις πέρασαν γρήγορα στον έλεγχο ξένων συμφερόντων).
Η μαζική εσωτερική μετανάστευση έφερε την ερήμωση της υπαίθρου και τα χωριά – φαντάσματα αντικατέστησαν την άλλοτε σφύζουσα ζωή του χωριού με τον ακμαίο λαϊκό πολιτισμό. Στα αστικά κέντρα (στην Αθήνα, κατά κύριο λόγο) δημιουργήθηκε ένα δυσανάλογα μεγάλο κοινωνικό στρώμα, που αποκομμένο “βίαια” από τις ρίζες του, δεν μπόρεσε να ενσωματωθεί παραγωγικά στην αστική κοινωνία, παραμένοντας για μακρύ διάστημα παρασιτικό και ιδιαίτερα ευάλωτο μέσα στη δυσπραγία του. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα βρήκαν πεδίο δράσης οι κάθε λογής κερδοσκόποι, αετονύχηδες, κομπραδόροι και λαθρέμποροι εμπορεύσιμων αγαθών και ιδεών, επιτείνοντας το χάος τόσο στο πεδίο της οικονομικής όσο και της ιδεολογικής συναλλαγής. Τέτοιοι άνθρωποι “χωρίς ταυτότητα, ξένοι μέσα στον ίδιο τους τον τόπο” (όπως τους χαρακτήρισε ο συγγραφέας Δημήτρης Χατζής) βρέθηκαν να πρωταγωνιστούν και στο εγχείρημα του αφελληνισμού των Ελλήνων, αποδεικνύοντας ότι η κρίση του πολιτισμού δεν είναι άλλο πράγμα από την οικονομική και πολιτική κρίση. Τα νοσηρά φαινόμενα για τα οποία σήμερα μας εγκαλούν οι “εταίροι” μας είναι οι καρποί της δικής τους κηδεμονίας και της πολιτικής των φερέφωνών τους. Οι κοινωνικοί και πολιτικοί εντολοδόχοι τους είναι οι αυτουργοί του εγκλήματος κι όχι γενικά ο ελληνικός λαός, ο οποίος, σημειωτέον υπήρξε ο πιο συνεπής και ανιδιοτελής θιασώτης της ευρωπαϊκής ιδέας.
Γιατί πρέπει να το πούμε κι αυτό. Τουλάχιστον ως την ημέρα της βρώμικης επίθεσης ενάντια στους λαούς της Γιουγκοσλαβίας, το όραμα μιας αυτοδύναμης Ενωμένης Ευρώπης των λαών, απαλλαγμένης από το θανάσιμο εναγκαλισμό του υπερατλαντικού συμμάχου, ζέσταινε τις καρδιές των περισσοτέρων Ελλήνων. Αρκεί να τηρούνταν ορισμένες αυτονόητες προϋποθέσεις: η Ενωμένη Ευρώπη να τελειώνει στα φυσικά της σύνορα, περιλαμβάνοντας όλους τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης (και οπωσδήποτε τη Ρωσία)· και να είναι ένα πολυκεντρικό σύστημα συστημάτων, όπου κάθε λαός να διατηρεί την ιδιοσυστασία του, που θα πει, τον πολιτισμό του και το θεσμικό σύστημα που αυτός υπαγορεύει· και κοντά σ’ αυτούς (όχι αντί γι’ αυτούς) να καθιερωθούν κοινοί ευρωπαϊκοί θεσμοί που να διευκολύνουν τις διαπολιτισμικές σχέσεις και την όσμωση λαών και πολιτισμών, αφήνοντας στην ιστορική διαλεκτική των επόμενων αιώνων να διαμορφώσει τον ενδεχόμενο κοινό ευρωπαϊκό πολιτισμό και την κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση. Αυτή είναι η φυσιολογική οδός, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια οργανική και βιώσιμη σύνθεση, αντάξια της πλούσιας και πολυμερούς ιστορικής εμπειρίας και μνήμης των λαών και εθνοφυλετικών ομάδων της Ευρώπης.
Διερμηνεύοντας, με το διάμεσο των μεγάλων μας ποιητών, τις υποθήκες της ελληνικής πνευματικής παράδοσης, γράφομε και ξαναγράφομε, από τη δεκαετία του 1980: Το αδιέξοδο μοντέλο της αντιπαλότητας προς τη φύση (που εκφράζει τη δυτική κουλτούρα της βιομηχανικής εποχής) δεν αντιπροσωπεύει κοινή συνισταμένη των ευρωπαϊκών πολιτισμών! Η αρχή του ελεύθερου λεγόμενου ανταγωνισμού (που επιτρέπει στους ισχυρούς να καταβροχθίζουν τους αδύνατους) δεν μπορεί ν’ αποτελέσει βάση για ένα κοινό ευρωπαϊκό πολιτισμό! Η αρχή της συνύπαρξης των αντιθέτων, που αποκλείει την ισοπέδωση λαών και πολιτισμών, είναι η μόνη αρχή πάνω στην οποία θα μπορούσε να οικοδομηθεί η ενότητα της Ευρώπης!
Αντί γι’ αυτά τα αυτονόητα, τί πραγματικά έγινε; Θέσανε εκποδών το μείζον πρόβλημα του πολιτισμού με μια φραστική αναγνώριση των εθνικών γλωσσών και πολιτισμών, συνοδευόμενη με αυστηρή απαγόρευση της έμπρακτης προστασίας τους, ως ασυμβίβαστης με την αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού. – Γελοιοποίησαν κι εξευτέλισαν τις αρχές της αστικής δημοκρατίας, χωρίζοντας τους ευρωπαϊκούς λαούς σ’ αυτούς που δεν έχουν δικαίωμα να εκφράζονται με δημοψήφισμα (καληώρα…!) και για τους οποίους αποφασίζουν τα (ελεγχόμενα) κοινοβούλια· και σ’ εκείνους που παραέχουν το δικαίωμα να “δημοψηφίζουν” ξανά και ξανά, ώσπου να βγει το αποτέλεσμα που ένα αόρατο υποκείμενο έχει προαποφασίσει. – Περιόρισαν το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο σ΄ ένα ρόλο διακοσμητικό και παρέδωσαν την αποφασιστική εξουσία σε μια εξωθεσμική τάξη “τεχνοκρατών” και “σοφών”, που, μέσα από διάφορα άτυπα (;) όργανα που ξεφυτρώνουν κάθε τόσο σα μανιτάρια (G8, G20, Ecofin, Eurostat, και δεν ξέρω τί άλλο), αποφασίζουν για την τύχη των ευρωπαϊκών λαών. – Παραβιάζοντας την αρχή της ανεξαρτησίας των χωρών – μελών, επέβαλαν ως υποχρεωτικό οικονομικό σύστημα τον “ελεύθερο ανταγωνισμό” ‒ αλήθεια, ποιος ξέρει να μας πει το θεσμικό όργανο που είχε την αρμοδιότητα να πάρει αυτή την απόφαση για λογαριασμό όλης της ανθρωπότητας; ‒ παραδίνοντας άτομα και κράτη βορά στους κερδοσκόπους και τους τοκογλύφους του διεθνούς χρηματηστηριακού και τραπεζικού συστήματος.
Αφού είχαν θεσμοθετήσει, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, τον δορυφορικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως “βραχίονα του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη” (sic), έρχονται στη συνέχεια να ενσωματώσουν με συνοπτικές διαδικασίες τους πρώην συμμάχους της Ρωσίας στην Ε.Ε., για να εγκαταστήσουν στα ανατολικά τους σύνορα το νέο “σιδηρούν παραπέτασμα” του Νατοϊκού Αντιπυραυλικού Συστήματος, που προετοιμάζει, σε συνέπεια προς την ιερή αρχή του εξοντωτικού ανταγωνισμού, την αυριανή ενδοευρωπαϊκή αιματοχυσία. Υπάρχει ένα υποσυνείδητο βαρβαρικό σύνδρομο στη στρατηγική των Δυτικών: να εξαφανίσουν όλους τους μεγάλους ιστορικούς πολιτισμούς· χθες την ελληνορθόδοξη Ανατολή, σήμερα τους κληρονόμους του Ασσυριο-βαβυλωνιακού (εξοντωτικός πόλεμος κατά του ιρακινού λαού – καταστροφή του Αρχαιολογικού Μουσείου της Βαγδάτης), αύριο τους κληρονόμους του Μηδοπερσικού, μεθαύριο του Κινεζικού…
Αγνοώντας τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων για τον κίνδυνο ολικής οικολογικής καταστροφής, προχωρούν ακάθεκτοι στην ανάπτυξη και παγκόσμια επιβολή του μοντέλου βιομηχανικής και τεχνολογικής ανάπτυξης, που καθιερώνει την προτεραιότητα του τεχνητού έναντι του φυσικού και την αντιπαλότητα προς τη φύση, μια επιλογή ασύμβατη προς τους φυσικούς όρους διατήρησης της ζωής και συνεπώς αδιέξοδη.
Τί σχέση έχουν όλα αυτά με την ανθρωπιστική παράδοση των ευρωπαϊκών πολιτισμών; Εδώ έχομε μια ολική ανατροπή: αντί το σύστημα να υπηρετεί τον άνθρωπο, ο άνθρωπος έχει γίνει υπηρέτης και μπαίγνιο του συστήματος. Πίσω από κάθε πολιτική και κάθε θεσμικό μέτρο της Ε.Ε. προβάλλει η στρατηγική της κατ’ ευφημισμόν παγκοσμιοποίησης (“Globolization”, ολιστική ομογενοποίηση είναι ο ακριβής όρος), που επιδιώκει, ανατρέποντας το διεθνές δίκαιο και την όποια διεθνή τάξη, να υπαγάγει όλους τους λαούς (και τις πολιτειακές εκφράσεις τους) σε ένα ενιαίο καθεστώς (ένα οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, μια γλώσσα και μία κουλτούρα), κάτω από μία παγκόσμια μονοκεντρική και αυταρχική εξουσία. Πρόκειται για την ύστατη αγωνιώδη προσπάθεια ενός συστήματος που έχει φτάσει στο τέλος του, να παρατείνει τη νοσηρή ύπαρξή του, καταβροχθίζοντας τον κόσμο: η τελευταία, πιο αναιδής και πιο επικίνδυνη έκφραση της “ύβρεως” του δυτικού ανθρώπου.
Πρόκειται για ένα πρωτοφανούς έκτασης αθόρυβο πραξικόπημα, που πρόδωσε την ιδέα της Ευρώπης και υποδούλωσε αμαχητί τους ευρωπαϊκούς λαούς. Κι αυτό, με τη συνέργεια του πολιτικού προσωπικού των ευρωπαϊκών χωρών, που αυτομόλησαν ομαδικά στον αντίπαλο, κρύβοντας το παραμορφωμένο μούτρο τους πίσω από τη σατιρική μάσκα του “εκσυγχρονισμού” και την κωμική μάσκα του “πολυπολιτισμού”. Και τώρα που η επαγγελία του ευρωπαϊκού παραδείσου αποδείχτηκε απάτη, τί κάνομε; Παρότι φαίνεται πως ό,τι και να λέμε εμείς είναι δωρεάν, κάτι μπορούμε να κάνομε ως πολίτες και ως κοινωνία: πολιτισμική αντίσταση, για να μην περάσει ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός. Να διασώσομε το θησαυρό που μας εμπιστεύτηκαν οι αιώνες, σπουδάζοντας την παράδοσή μας, διευρύνοντας και βαθαίνοντας την αυτοσυνειδησία μας και σφυρηλατώντας πάνω σ’ αυτή τη βάση την κοινωνική μας συνοχή. Το σπουδαιότερο γι’ αυτούς είναι να μας εξαφανίσουν ως πολιτισμό, ως αντίληψη ζωής, ως αυριανή εναλλακτική λύση· και να εδραιώσουν τη ραγιάδικη αντίληψη του μονόδρομου. Ας τους δείξομε πως έκαμαν “μια τρύπα στο νερό”. Οι πολιτισμικές αξίες είναι – θεέ μου συχώρεσέ μου – σαν τις χρηματιστηριακές: για να μπορούν να παίξουν κάποιο ρόλο, θα πρέπει να υπάρχουν στην “αγορά”· πάει να πει, να βρίσκονται κάποιες συλλογικές οντότητες (κοινωνίες, λαοί, κοινότητες εθνών) που να ζουν μ’ αυτές τις αξίες και να δείχνουν στην πράξη τη γονιμότητά τους· και μ’ αυτό τον έμμεσο και ειρηνικό τρόπο να πλουτίζουν και να “μπολιάζουν” τη διεθνή πνευματική ζωή· και να συντηρούν τη δυνατότητα εναλλακτικών λύσεων, όπως, για παράδειγμα, την ιδέα μιας Μεσογειακής Ένωσης, μιας Ένωσης των χωρών της Νότιας Ευρώπης, σε χαλαρή, μεταβατική σύνδεση με τα υπολείμματα, αν επιβιώσουν, της Ε.Ε., τη Βορειοευρωπαϊκή (ή Βορειοατλαντική, αν το προτιμούν) Ένωση. Και το νου μας και τα “δεκατέσσερα μάτια μας” στα εθνικά θέματα, να μην μπούνε στο παζάρι της ενάτης Μαρτίου! Να μην επιτρέψομε συμψηφισμούς και ξεπουλήματα!
Σαν τί μπορούμε να κάνομε, θα μας πει κάποιος, με το τουρκικό πιστόλι των Αμερικάνων στο πλευρό; Αντιπερισπασμό, θ’ απαντήσομε· συμμαχία με τον τουρκικό λαό. Τί θέλει ο τουρκικός λαός; Το έδειξε στην πράξη, εκλέγοντας ως κυβέρνηση και στηρίζοντας με συνέπεια ένα ισλαμικό κόμμα: να απαλλαγεί από τον ταπεινωτικό ρόλο του δορυφόρου των Δυτικών, στον οποίο τον καταδίκασαν οι στρατοκράτες της Άγκυρας. Και να παίξει ένα ηγετικό ρόλο μέσα στην κοινότητα των μουσουλμανικών εθνών. Να βάλει τέλος στη σφαγή των Παλαιστινίων (η σημερινή κυβέρνησή του είναι η μόνη που το θέλει και το μπορεί). Να συνδράμει τους μουσουλμανικούς λαούς να ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους και την αξιοπρέπειά τους. Κι αυτή η σπουδαία προοπτική είναι ασυμβίβαστη με το μάντρωμα της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα δέσει τον τουρκικό λαό με χίλια δεσμά, θα τον κρατά – όπως εμάς τώρα – στα όρια της εξαθλίωσης και θα τον αρμέγει επ’ άπειρον. Και θα τον πιέζει να μεταλλαγεί σε κάτι άλλο, ξένο προς την ιδιοσυστασία του.
Φίλοι γείτονες, σας βεβαιώνομε, αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα. Θ’ ακούτε κάθε μέρα πως είστε οι χειρότεροι, οι ανεπίδεκτοι, τα κούτσουρα της Ευρώπης – τά ’χομε ζήσει στο πετσί μας. Μακριά από την παγίδα που ονομάζεται κομψά “ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας”. Πείτε Όχι στην ένταξη στην Ε.Ε. – Ναι στην αλληλεγγύη των Μεσογειακών λαών!
– Είστε βεβαίως από 7ετίας ένας από τους πιο αγαπητούς μας φίλους άρα και …μη αντικειμενικός παρατηρητής, όμως τηρώντας μία απόσταση, πώς θα κρίνατε το εγχείρημα και τον λόγο του «Αντιφωνητή»;
– Θα το πω απερίφραστα. Θαυμάζω τον Αντιφωνητή και τον θεωρώ ένα από τα καλύτερα έντυπα της χώρας. Είναι ανάμεσα στα λίγα που διαβάζω με πραγματικό ενδιαφέρον. Έχει άριστη ενημέρωση, αξιοθαύμαστη για ένα έντυπο της ελληνικής περιφέρειας, και το θάρρος να μην αυτολογοκρίνεται. Διαθέτει δημοσιογράφους ευφυείς, διορατικούς, με κοινωνική συνείδηση, πολιτικό θάρρος και άριστα εργαλεία πολιτικής ανάλυσης των φαινομένων. Είναι τίμιος με όσους διαφωνεί και δε χαρίζεται σε ημετέρους. Ξέρει να κρατά το δίκαιο μέτρο και με τους φίλους και με τους αντιπάλους. Διερμηνεύει απλά, αβίαστα και χωρίς συμπλέγματα υπεροχής ή κατωτερότητας, τις αρχές και τις αξίες της ελληνικής παράδοσης, προσαρμοσμένες στα συμφραζόμενα της εποχής. Σε μια εποχή που ο τομέας της ελληνικής δημοσιογραφίας, ηλεκτρονικής και έντυπης, έχει γεμίσει από χατζηαβάτηδες, παπαγάλους της πιο φτηνής κοινοτοπίας, προπαγανδιστές και πληρωμένους κονδυλοφόρους, ο Αντιφωνητής αποτελεί μια όαση υψηλής συνείδησης και ποιότητας, παράδειγμα στους μεγαλόσχημους τενεκέδες του κέντρου για το πώς πρέπει και μπορεί να είναι η αληθινή δημοσιογραφία.
– Αγαπητέ μας Ερατοσθένη, ευχαριστούμε θερμά!
Πηγή: http://antifonitis.gr/online/wp-content/uploads/2010/02/287.pdf
.