Υπάρχουν δύο εκδοχές της ελευθερίας, δυο σημαινόμενα με το ίδιο σημαίνον – δυο πραγματικότητες ριζικά διαφορετικές που χαρακτηρίζονται με το όνομα «ελευθερία».
Πρώτη (αν και χρονολογικά δεύτερη) η αντίληψη που διαμόρφωσε το ατομοκεντρικό πολιτιστικό «παράδειγμα» (το μεταρωμαϊκό δυτικοευρωπαϊκό) – είναι η κοινή σημερινή μας αντίληψη: Ελευθερία ονομάζουμε τη δυνατότητα (ή το ατομικό «δικαίωμα») απεριόριστων κατά το δυνατό επιλογών. Να επιλέγω, όχι να μου επιβάλλουν. Να διαλέγω πολίτευμα, κυβέρνηση, κοινωνική ιδεολογία, μεταφυσικές «πεποιθήσεις», εφημερίδα, κανάλι, αναγνώσματα, ενδυμασία, εμφάνιση, σεξουαλική συμπεριφορά.
Με βάση αυτή την εκδοχή της ελευθερίας οργανώνεται σήμερα η λειτουργία της αγοράς (τυπικό υπόδειγμα το «σούπερ μάρκετ»), αλλά και το πολυκομματικό πολιτικό σύστημα, σε ποσοστό συνεχώς αυξανόμενο η λειτουργία της εκπαίδευσης, η λογική της δημοσιογραφίας, η αποτίμηση της καλλιτεχνικής παραγωγής, η αλλοτριωμένη σε ιδεολογία θρησκευτικότητα. Η ελευθερία ως ατομικό δικαίωμα, ατομική διεκδίκηση, κατάκτηση αθροιστικά συλλογική, θεμέλιο του Δικαίου, βάση του συνδικαλισμού και κάθε μορφής οργανωμένου βίου, συνιστά την ταυτότητα του πολιτιστικού μας «παραδείγματος», του τρόπου να υπάρχουμε, να σκεπτόμαστε, να θέλουμε και να ενεργούμε σήμερα.
Μοιάζει να απουσιάζει από το επίπεδο του συνειδητού (να αγνοείται ή ασυνείδητα να απωθείται) η πρόδηλη πραγματικότητα ότι η ελευθερία των επιλογών είναι εξ ορισμού (καταγωγικά) παγιδευμένη. Παγιδευμένη στις δυναστικές απαιτήσεις του ορμέμφυτου εγωκεντρισμού, της ενστικτώδους ιδιοτέλειας, στις περίτεχνες, μεθοδικές εκμεταλλεύσεις των παντοδύναμων ορμών από την ψυχολογική υποβολή και χειραγώγηση: Δηλαδή από τη διαφήμιση, την προπαγάνδα, την ηδονικά καμουφλαρισμένη (και γι’ αυτό κατά κανόνα ανεπίγνωστη) «πλύση εγκεφάλου». Νομίζουμε ότι επιλέγουμε οδοντόκρεμα, κόμμα, ιδεολογία, «πεποιθήσεις» και συμπεριφορές του γούστου μας, της απόλυτας δικής μας προτίμησης. Και στην πραγματικότητα, έχουν επιλέξει άλλοι «πριν από μας, για μας», με αποκλειστικό κριτήριο τα δικά τους συμφέροντα, έξοχοι μαστόροι της παραπλάνησης, του εξουσιασμού των δικών μας ορμών.
Ο Ντοστογιέφσκυ λέει ότι «υπάρχει μία και μόνη πραγματικότητα ελευθερίας: να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από τον εαυτό του». Είναι η δεύτερη εκδοχή, αντίληψη, εμπειρική βεβαιότητα. Προϋποθέτει (αλλά και γεννάει) διαφορετικό «τρόπο» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, διαφορετικό πολιτιστικό «παράδειγμα». Να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από τον εαυτό του, σημαίνει: να μην δεσμεύεται σε προκαθορισμένες από τη φύση του αναγκαιότητες, σε ορμέμφυτες ενστικτώδεις επιταγές, δηλαδή απρόσωπες, αυτονομημένες από τη μοναδικότητα της σκέψης, της κρίσης, της απόφασης του λογικού υποκειμένου. Η ελευθερία στην οπτική αυτή ταυτίζεται με την υπαρκτική εταιρότητα: τον μοναδικό, ανόμοιο και ανεπανάληπτο τρόπο της ύπαρξης, τον ανυπότακτο στους προκαθορισμούς (αναγκαιότητες) που συγκροτούν την ομοείδεια (ομοιομορφία) της φύσης.
Kάθε έμβιο υπαρκτό υπάρχει με τον δεδομένο τρόπο του είδους στο οποίο ανήκει. Mόνο ο άνθρωπος είναι προικισμένος με τη δυνατότητα να ενεργεί την ύπαρξή του με τον τρόπο της ελευθερίας: «Nα είναι αυτό που δεν είναι, να μην είναι αυτό που (από τη φύση του) είναι» (Σαρτρ). Nα υπάρχει, όχι ως φυσικό άτομο, αδιαφοροποίητη μονάδα ομοειδούς συνόλου, αλλά ως απροκαθόριστα ενεργούμενη υπαρκτική ετερότητα: ως πρόσωπο. Nα πραγματώνει την ύπαρξη ως μοναδικότητα σχέσης.
Bέβαια, η προσωπική ελευθερία της σχέσης συνιστά μόνο δυνατότητα του φυσικού ατόμου – το φυσικό άτομο μόνο αυθυπερβαίνεται ως ελευθερία, δεν αυτοαναιρείται υπαρκτικά, οι φυσικοί περιορισμοί χρόνου, χώρου, φθοράς, θανάτου, παραμένουν δεδομένοι. Oι Eλληνες δέχτηκαν τον χριστιανισμό διακινδυνεύοντας τα πάντα (εκχριστιανίστηκαν ταχύτατα, στη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων, όταν μαίνονταν οι διωγμοί της ρωμαϊκής εξουσίας ενάντια στους Xριστιανούς), γιατί στη χριστιανική μαρτυρία αναγνώρισαν απάντηση στον πόθο για πληρωματική υπαρκτική ελευθερία.
H ύπαρξη για τους Eλληνες ήταν καταγωγικά υποταγμένη στην «ανάγκη». H ανερμήνευτα δεδομένη συμπαντική λογικότητα (ο «ξυνός» / κοινός λόγος) προηγείται και καθορίζει τον τρόπο της ύπαρξης και συνύπαρξης των υπαρκτών. Aκόμα και ο Θεός, Aιτιώδης Aρχή του υπάρχειν, οφείλει να είναι αυτό που η λογική συγκρότηση της πραγματικότητας απαιτεί. Δεν υπάρχει περιθώριο υπαρκτικής ελευθερίας: ο Θεός είναι καταδικασμένος σε αθανασία, ο άνθρωπος καταδικασμένος σε θάνατο.
Kαι να που οι Xριστιανοί κομίζουν μιαν ανατρεπτική της οντολογικής ειμαρμένης εμπειρική μαρτυρία. Δεν εξαγγέλλουν καινούργια «θρησκεία», συγκροτούν καινούργια «εκκλησία»: πραγμάτωση και φανέρωση καινούργιου τρόπου ύπαρξης και συνύπαρξης. Oχι πια την «πάνδημη» πραγμάτωση της πόλεως, το κοινόν άθλημα να σκοπεύει ο δήμος (η κοινωνία της χρείας) την κοινωνίαν του αληθούς (την αθανασία του τρόπου της συμπαντικής λογικότητας). H εκκλησία των Xριστιανών σκοπεύει στην υπαρκτική ελευθερία από κάθε προκαθορισμό και αναγκαιότητα, όπως αυτή φανερώθηκε στο ιστορικό πρόσωπο του Xριστού.
Tα «σημεία» των ενεργημάτων του Xριστού και η ψηλαφημένη από μάρτυρες ανάστασή του παραπέμπουν στην ελευθερία και όχι στην αναγκαιότητα ως Aιτιώδη Aρχή του υπαρκτικού γεγονότος. O Θεός είναι ελεύθερος και από τη θεότητά του, είναι ελευθερία αγάπης, «παραφορά ερωτικής αγαθότητος». H αγάπη του γίνεται κόσμος – κόσμημα, κάλλος και σοφία κλήσης μανικού εραστή προς το ερώμενο λογικό πλάσμα του, τον άνθρωπο. Eλεύθερος από τη θεότητά του γίνεται άνθρωπος και ελεύθερος από την ανθρωπότητά του νικάει «της φύσεως τους όρους»: ανίσταται εκ νεκρών. Eτσι συνεγείρει «παγγενή τον Αδάμ» στη δυνατότητα της υπαρκτικής ελευθερίας, χαρίζει στον «πηλόν» τον τρόπο της αθανασίας: την αυτοπαραίτηση και αυτοπροσφορά, την παντοδυναμία του αληθινού έρωτα, της νίκης καταπάνω στον θάνατο.
Λέμε «πάσχα» το πέρασμα στην δίχως όρια ελευθερία.
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_23/04/2011_1295049
.
3 comments
Ο Γιανναράς ξεχνά συχνά ότι απευθύνεται σε απλούς ανθρώπους, χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις στη φιλοσοφία, χωρίς εξοικίωση με φιλοσοφικούς όρους, θεολογικές έννοιες, κτλ. Βέβαια γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι είναι ειλικρινής και βαθύς στις τομές του σε σχέση με την πραγματικότητα, και ως εκ τούτου τα δέχεσαι κι ας μην τα καταλαβαίνεις όλα όσα λέει. Εξ’ άλλου το λέει, συνεχώς, η κατά κεφαλήν καλλιέργεια του ΄Ελληνος, χρόνια έχουμε, γηράσκουμε αεί διδασκόμενοι, μπορούμε και να επανερχόμαστε στα κείμενα, κάποτε θα τα καταλάβουμε. Με όλ’αυτά, δεν λέω ότι είμαι σε θέση να κρίνω τον μεγάλο αυτό στοχαστή που μας φωτίζει σε καιρούς χαλεπούς, ίσα ίσα του απευθύνω συντροφικό χαιρετισμό, κι ας τα λέει, όπως θέλει, απλά να το ξέρει πως κάποτε μας βάζει σε μεγάλη δυσκολία να τον ακολουθήσουμε.
Εδώ μοιάζει λιγάκι με τον Ελύτη, δεν καταλαβαίνεις απόλυτα τα λεγόμενά του, αλλά σε μαγεύει η γλώσσα του, η υποβλητικότητά της, το συνειρμικό της μυστήριο. Ας είναι καλά λοιπόν οι γλωσσοπλάστες μας, κι ας μας δυσκολεύουν συχνά με τα γραφόμενά τους.
Μ’ όλο το σεβασμό, δεν κατάλαβα. Η ευθύνη δική μου ασφαλώς.
Μην αυτομαστιγώνεσθε κε. Μικρέ, ο Γιαννράς ειδικεύεται εις τον obscurum per obscuria (: σκοτεινόν διά σκοτεινών) τρόπον γραφής. Τα του Ντοστογιέφσκυ κ.λ.π. υπάρχουν στον Βουδδισμό μερικές χιλιετίες πριν, ουδέν καινόν. Όλα αυτά είναι άθλημα φιλοσοφικόν προσωπικού, αποκλειστικώς, επιπέδου, η άποψις :
“Να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από τον εαυτό του, σημαίνει: να μην δεσμεύεται σε προκαθορισμένες από τη φύση του αναγκαιότητες, σε ορμέμφυτες ενστικτώδεις επιταγές, δηλαδή απρόσωπες, αυτονομημένες από τη μοναδικότητα της σκέψης, της κρίσης, της απόφασης του λογικού υποκειμένου. Η ελευθερία στην οπτική αυτή ταυτίζεται με την υπαρκτική εταιρότητα: τον μοναδικό, ανόμοιο και ανεπανάληπτο τρόπο της ύπαρξης, τον ανυπότακτο στους προκαθορισμούς (αναγκαιότητες) που συγκροτούν την ομοείδεια (ομοιομορφία) της φύσης.”
Σημαίνει ύπαρξιν εκτός κρατικού (συλλογικού) συγκροτήματος.
Το κείμενον παρουσιάζει και συντακτικάς αδυναμίας, π.χ.
“Oχι πια την «πάνδημη» πραγμάτωση της πόλεως, το κοινόν άθλημα να σκοπεύει ο δήμος (η κοινωνία της χρείας) την κοινωνίαν του αληθούς (την αθανασία του τρόπου της συμπαντικής λογικότητας”
Τι σκοπεύει ο δήμος; “Την κοινωνίαν του αληθούς”; Είναι κακόν αυτό, ως συνάγεται εκ της αναγνώσεως του κειμένου; Νοείται ωργανωμένη κοινωνία μη χρείας; Ήτοι μία μη αναπαραγωμένη κοινωνία (σεξουαλική πράξις=χρεία) αυτοπαραιτηθέντων των χρειωδών ατόμων; Μήπως ομιλούμεν περί μοναστικής κοινότητος, οίας θρησκείας; Αλλά και οι μοναστικές κοινότητες κινούνται εντός των πλαισίων του δυισμού, καθότι έχουν ανάγκην την κοινωνίαν όσον η κοινωνία έχει ανάγκην αυτάς.
Συμφωνώ με την έννοιαν της ελευθερίας, ως παρουσιάζεται αρχικώς εις το άρθρον. Ελευθερία σημαίνει μία συνεχής αλληλουχία επιλογών. Ο άνθρωπος, πολύ προ των αγορών, επέλεγε τι θα φάγη μεταξύ των υπαρχόντων θηραμάτων και των συλλεξίμων καρπών. Η αγορά, συνδευομένη υπό της διαφημίσεως, μάρκετινγκ κ.λ.π., είναι περιορισμός της ελευθερίας, αλλά και πάλιν ο άνθρωπος δύναται να επιλέξη κατά πόσον θα αποδεχθή τας μεθόδους αυτάς. Το αυτό ισχύει και διά την χειραγώγησιν, την προβολήν καταναλωτικών και πολιτικών προτύπων κ.λ.π. Εις τον άνθρωπον και πάλιν έγκειται η υιοθέτησις, αν όχι υποταγή, εις αυτά. Κατά την γνώμην μου, η ελευθερία του επιλέγειν προϋπήρξε, χρονικώς, της “εσωτερικής” ελευθερίας ήτινα επαγγέλεται το άρθρον, αλλά αυτό είναι θέμα συζητήσεως περισσότερον, παρά ουσίας. Δεν νομίζω ότι οι Έλληνες ησπάσθησαν τον Χριστιανισμόν διαβλέψαντες την ελευθερίαν υπό την παρουσιαζομένην μορφήν, αλλά αυτό είναι άλλον θέμα.