Πιστεύω ότι το σημαντικότερο γεγονός που προέκυψε από την ιλαροτραγωδία της 15ης Ιουνίου ήταν η γενική πλέον αποδοχή από όλους τους πολιτικούς αρχηγούς-του κ. Γ. Παπανδρέου συμπεριλαμβανομένου- της πρότασης του Αντώνη Σαμαρά για επαναδιαπραγμάτευση των όρων του Μνημονίου, αλλά και του νέου Μεσοπροθέσμου Προγράμματος. Μάλιστα ο Πρωθυπουργός όταν απευθύνθηκε στον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως για κυβέρνηση συνεργασίας έθεσε ως κύριο στόχο την επαναδιαπραγμάτευση αυτών των συμφωνιών. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι οι δανειστές μας, Ευρ. Επιτροπή, Ευρ. Κεντρική Τράπεζα και Δ.Ν.Τ. δεν δέχονται την επαναδιαπραγμάτευση. Κι όμως στην περίπτωση της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας την δέχθηκαν.
Θυμίζω ότι με σκληρή διαπραγμάτευση η Ιρλανδία επέτυχε να πείσει τους δανειστές ότι πρέπει να παραμείνουν χαμηλοί οι φορολογικοί συντελεστές και να μειώσει τις ασφαλιστικές εισφορές για τους χαμηλόμισθους. Η Πορτογαλία μεταξύ άλλων επέτυχε να μην καταργηθεί ο 13ος και 14ος μισθός και να μη μειωθούν οι μισθοί και οι συντάξεις κάτω των 1500 ΕΥΡΩ. Ναι, δεν αντιλέγω, οι καταστάσεις και τα οικονομικά δεδομένα δεν είναι ακριβώς ίδια με αυτά της Ελλάδος. Πιθανόν εμείς να μην επιτύχουμε όλα όσα επέτυχαν οι άλλες χώρες, αλλά μερικά από αυτά θα τα επιτύχουμε. Κέρδος είναι και αυτό και μάλιστα υπέρ των ασθενεστέρων τάξεων, οι οποίες δεν αντέχουν άλλο. Ουδείς δύναται με απόλυτη ακρίβεια να προβλέψει τι θα αποκομίσουμε αν επιτέλους ζητήσουμε την επαναδιαπραγμάτευση. Πάντως χαμένη δεν θα βγει η κοινωνία μας. Αν οι κυβερνώντες παύσουν να αντιμετωπίζουν τους δανειστές και την τρόικα με δεδομένη τη διάθεση πλήρους συμμόρφωσης και αν ακούσουν την κραυγή των αγανακτισμένων, των χαμηλομίσθων και των συνταξιούχων, κάτι μπορεί να επιτευχθεί για να βοηθήσει όλους μας.
Η χώρα μας έχει πολλά παραδείγματα επιτυχούς επαναδιαπραγματεύσεως επαχθών όρων όχι μόνον στον οικονομικό τομέα, αλλά και στον εθνικό-διπλωματικό. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι αυτή η ίδια η ύπαρξη και η γέννηση του νεωτέρου ελληνικού κράτους είναι αποτέλεσμα επαναδιαπραγματεύσεως. Καταγράφω εν συντομία τα γεγονότα για να γίνω κατανοητός:
Μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου του Οκτωβρίου 1827 οι Τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία ( η τρόικα της εποχής) αποφάσισαν να υποστηρίξουν την αναγνώριση ενός μικρού ελληνικού κράτους με σύνορα τα οποία άλλαζαν σε κάθε συζήτηση. Αρχικά μας έδινα την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τις Κυκλάδες, τις Β. Σποράδες και την Εύβοια. Όμως η πτώση των Φιλελευθέρων και η άνοδος των Συντηρητικών στην Αγγλία έκανε τη χώρα αυτή πιο επιφυλακτική, διότι θεωρούσαν την Ελλάδα του Καποδίστρια ρωσόφιλη. Έτσι, λοιπόν, η αγγλική διπλωματία αρνείτο να εγκρίνει την παραχώρηση της Στερεάς Ελλάδος από τους Οθωμανούς προς το υπό δημιουργία ελληνικό κρατίδιο. Ο μέγας φιλόπατρις και διπλωμάτης, ο πραγματικός Ευρωπαίος και δεινός διαπραγματευτής, ο μελετητής της διαχρονικής συνέχειας του Ελληνισμού και ευλαβής Ορθόδοξος Χριστιανός, ο λιτοδίαιτος Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας δεν απογοητεύθηκε. Συνέχιζε να πιέζει, να απαιτεί, να διαπραγματεύεται παρά την επίγνωση της δεινής του θέσης. Η Ελλάς τότε ήταν επισήμως ανύπαρκτη, δεν είχε αναγνωρισθεί ως κράτος. Οικονομικά ήταν εξαρτημένη από τα ξένα δάνεια. Στρατιωτικά ήταν ημιυπόδουλη, διότι στην Πελοπόννησο ο Καποδίστριας βρήκε τον Ιμπραήμ και τους Τουρκοαιγυπτίους να λεηλατούν. Τελικά ανέλαβε το γαλλικό ιππικό υπό τον Στρατηγό Μαιζόν να τους εκδιώξει. Η οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά ανύπαρκτη Ελλάδα του 1827-1830 είχε το θάρρος και την αξιοπρέπεια να διαπραγματεύεται. Ο Καποδίστριας πάντα ζητούσε κάτι περισσότερο από αυτά που ήθελε ώστε να μπορεί να υποχωρήσει. Ζητούσε και τη Σάμο και την Κρήτη, ξέροντας ότι ο βασικός στόχος ήταν να εξασφαλίσει τνη Στερεά Ελλάδα.
Στις 22 Ιανουαρίου 1830 ( 3 Φεβρουαρίου με το Νέο Ημερολόγιο) οι Τρεις Δυνάμεις υπέγραψαν με την Οθωμανική Υψηλή Πύλη το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το οποίο κήρυττε ανεξάρτητη την Ελλάδα, αλλά της έδινε μέρος μόνον της Στερεάς. Δηλαδή τα σύνορα έφθανα από τις εκβολές του Αχελώου μέχρι τις εκβολές του Σπερχειού αφήνοντας εκτός Ελλάδος την Ακαρνανία και την περιοχή Δομοκού. Ο Καποδίστριας συνέχιζε να διαπραγματεύεται. Παρά τις πολύ δύσκολες εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες έστελνε επιστολές, έκανε διαβήματα, αξιοποιούσε τις γνωριμίες του. Και δικαιώθηκε μετά θάνατον. Δολοφονήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1831 -πριν από 180 χρόνια- αλλά ο σπόρος που έσπειρε καρποφόρησε μετά από λίγους μήνες. Στις 27 Ιουνίου /9 Ιουλίου 1832, με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Οθωμανική Τουρκία παρεχώρησαν στην Ελλάδα και το υπόλοιπο κομμάτι της Στερεάς και τα σύνορα εξετείνοντο από τον Αμβρακικό μέχρι τον Παγασητικό ή όπως έγραφαν τα κείμενα από τον Κόλπο της Άρτης μέχρι τον Κόλπο του Βόλου. Δεν ήταν η υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, αλλά ήταν κάτι σημαντικό για την εποχή εκείνη.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας μάς διδάσκει με το παράδειγμά του ότι όσο αδύναμος και αν είσαι απέναντι σε ισχυρούς εταίρους ή /και διεθνείς Οργανισμούς μπορείς πολλά να επιτύχεις αν πιστεύεις στον εαυτό σου και στο δίκαιό σου και πρωτίστως αν επιμένεις και επαναδιαπραγματεύεσαι διαρκώς. Η διαπραγμάτευση των εθνικών και οικονομικών αιτημάτων απαιτεί ηγέτες οι οποίοι απορρίπτουν την ηττοπάθεια, εμπνέονται από τη διαχρονική ιστορία του Ελληνισμού, έχουν αξιόπιστες διεθνείς διασυνδέσεις και πρωτίστως σέβονται τον ιδρώτα και τους αγώνες του ελληνικού λαού.
Κ.Χ. 17.6.2011