ΟΜΙΛΙΑ ΔΗΜ.ΣΤΑΘΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ Μ.ΣΠΗΛΑΙΟ
Κυριακή 26 Ιουνίου 2011
Σεβασμιότατε,
Σεβαστοί πατέρες και μοναχοί, Άρχοντες του τόπου, κυρίες και κύριοι,
Οι εθνικές επέτειοι και οι γιορτές μνήμης σαν την σημερινή, κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν είναι μόνον ιερατικά μνημόσυνα ούτε ευκαιρία για παρελθοντολαγνεία ( περασμένα μεγαλεία και διηγώντας να κλαις), αντιθέτως είναι γιορτές αναστοχασμού, αυτοκριτικής και ώθησης με έμπνευση προς το μέλλον, σε μια αγαστή συνεργασία όπου το διαχρονικό «Αξιακό» υφέν συνδέει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον σ’ ένα χωροχρονικό συνεχές.
Υπ’ αυτό το πρίσμα λοιπόν και εν μέσω ενός σύγχρονου ρευστού και πτωτικού κοινωνικού περιβάλλοντος, δέχθηκα την τιμητική πρόσκληση της ΠΓΚ να εκφωνήσω τον πανηγυρικό της ημέρας, μετά από την τιμή που μου έχει γίνει στο παρελθόν να μιλήσω στην αγ. Λαύρα, στα Καλάβρυτα, και στην αρχαιολογική εταιρεία για την 25η Μαρτίου, κλείνοντας έτσι το 4πτυχο των εκδηλώσεων αυτών.
Ενώπιον της ιεράς σεπτής και θαυματουργής εικόνας της Παναγιάς μας, του Ευαγγελιστή Λουκά, αδελφής των εικόνων της Τήνου και της Σουμελά , στην μονή της μεγαλοσπηλιώτισσας που πρέπει να ιδρύθηκε στα 840 μ.Χ , υπό τον βράχο και το βάρος της ιστορίας της μονής και την ανάμνηση του εκ μητρός προγόνου μου μοναχού Συμεών Τσερνοτόπουλου που κάηκε στην πυρκαγιά του 1639, θ’ αναφερθώ στο παρελθόν, το παρόν και θα πιθανολογήσω / ευχηθώ/ ονειρευτώ το μέλλον της πατρίδας μας, με αφορμή την μάχη των μοναχών και λοιπών αγωνιστών τον Ιούνιο του 1827 κατά του Ιμπραήμ Πασά.
Η εξιστόρηση της μάχης, αυτή καθ’ αυτή, είναι λίγο πολύ γνωστή στους ερευνητές, ενώ σε κάθε περίπτωση έγινε περαιτέρω γνωστή με την καθιέρωση της εκδήλωσης μνήμης με την πρωτοβουλία της ΠΓΚ και επομένως, έστω και εάν ισχύει το « επανάληψις μήτηρ μαθήσεως », επέλεξα ν’ αναφερθώ λιγότερα στα γεγονότα , μη επαναλαμβάνοντάς τα και περισσότερο στο διαχρονικό μήνυμα της μάχης αυτής, καθώς και στον εν γένει ρόλο της εκκλησίας κατά τη διάρκεια του αγώνα .
Ειδικότερα:
Περί τα μέσα Ιουνίου 1827, ο Ιμπραήμ Πασά περιφερόμενος και κατακαίοντας τον Μοριά, στρατοπέδευσε στη Σάλμαινα Καλαβρύτων, κοντά στην Βυσωκά ( Σκεπαστό ). Σκοπός του ήταν οι δηώσεις, η κάμψη του ηθικού των επαναστατημένων και φυσικά η λαφυραγωγία/ ληστεία των δύο ιερών μονών της περιοχής που αποτελούσαν σύμβολα , αλλά και προπύργια της επαναστάσεως, ήτοι της αγ. Λαύρας και του Μ. Σπηλαίου.
Στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει, οι μοναχοί του Μ. Σπηλαίου, αντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο, ζήτησαν από τον Γέρο του Μοριά Θ.Κολοκοτρώνη ( ευρισκόμενο τότε είς Βόχαν Κορινθίας ) στρατιωτική ενίσχυση, με άγγελους μηνύματος το Νικ. Πετμεζά και τους μοναχούς Ιωάννη Κανελλόπουλο και Παγκράτιο Πολυζωγόπουλο, η οποία βοήθεια έφτασε αμέσως στη μονή αποτελούμενη από τμήμα της σωματοφυλακής του γενικού Αρχηγού, με επικεφαλής τον υπασπιστή του Φωτάκο.
Στις 21 Ιουνίου 1827, αυτό που ανέμεναν οι μοναχοί συνέβη. Ο Ιμπραήμ απέστειλε τελεσίγραφο αμαχητί παράδοσης της μονής, ειδάλλως θα την κατέστρεφε. Για την ιστορική τεκμηρίωση η επιστολή του Ιμπραήμ που υπογράφεται από τον Σάμη Εφέντι είχε ως εξής:
Εὐγενέστατε ἡγούμενε καὶ ἐπίλοιποι παπάδες καὶ καλόγεροι Μεγάλου Σπηλαίου.
Σὰς σημειώνω ὅτι εἴμεθα φερμένοι μὲ τὸν ὑψηλότατον Ἰμβραὴμ Πασὰν ἀφέντη μας εἰς κάμπον Καλαβρύτων ἐδῶ καὶ τέσσαρες ἡμέρες προτηνότερα καὶ ἔχομεν μεγάλας ὀρδινίας καὶ ἑτοιμασίας διὰ τὴν πολιορκίαν μοναστηρίου Μεγάλου Σπηλαίου. Καὶ ὡς τάχυ προσμένομεν νὰ μᾶς ἔλθουν καὶ τόπια καὶ αἱ μπόμπες καὶ ἀρκετὰ σύνεργα διὰ μῆνες καὶ ἔπειτα ἀπὸ μία ἡ καὶ δυὸ ἡμέρας νὰ ρίξωμεν τὰ ὀρδιά μας περὶ πολιορκίας τοῦ μοναστηρίου, εἰς αὐτὰ τὰ μέρη διὰ τοῦτο σᾶς φανερώνω ὅτι νὰ λυπηθῆτε τὸ μοναστήρι σας νὰ μὴν τύχῃ καὶ χαλάσῃ καὶ ὅ,τι εἰς τὸν ἄλλον καιρὸν δὲν ἐχάλασε μὴν τύχη καὶ χαλάση: καὶ τώρα μάλιστα οἱ πλέον ἄγνωστοι (οἱ ἀμαθέστεροι) ἀπὸ λόγου σας ἦρθαν καὶ προσεκύνησαν τὸν ἀφέντη μας καὶ ἐγλύτωσαν τὰ χωριά τους καὶ τόσον λαὸ καὶ τὴν ζωήν τους καὶ τὸ πράγμα τους. Λοιπὸν τοῦ λόγου σας εἶσθε γνωστικότεροι ἀπὸ ἐκείνους καὶ θέλει στοχασθῆτε τὸ κάθε πράγμα καλλίτερα. Παρὰ πάνω δὲν σᾶς γράφω, θέλει πληροφορηθῆτε καὶ ἀπὸ τὸ γράμμα τοῦ φίλου μου τοῦ Φωτήλα, θέλει σᾶς συμβουλεύση ὁ ἴδιος.
Ἡγούμενε, θέλει στοχαστῇς ἐτοῦτο τὸ κίνημα τῶν Ρωμαίων δὲν θέλει εὔγει σὲ κεφάλι. Λοιπὸν σὰν φρόνιμος ὁποῦ εἶσαι στοχάσου βαθειὰ πῶς δὲν εὑρίσκεις καλὸ τέλος καὶ θὰ εἶσαι νικημένος θέλεις ἐξεύρη ὅτι αὐτὸ ὅπου σᾶς γράφω, τὸ γράφω μὲ τοῦ ὑψηλοτάτου ἀφέντη μας τὸν ὁρισμὸν καὶ νὰ μὲ ἀποκριθῆτε εἰς τὰ ὅσα σᾶς γράφω.
Σάμη Ἐφέντι τῇ 21ῃ Ἰουνίου 1827 Σεγνεζτὶπ ἐφέντι (Τ.Σ.)»
Μετά από σύσκεψη οι μοναχοί του Μ. Σπηλαίου δια στόματος και γραφής του ηγουμένου Δαμασκηνού , ως άλλοι Λεωνίδες ή Παλαιολόγοι απάντησαν τα εξής στις 22 Ιουνίου 1827:
« Ὑψηλότατε ἀρχηγὲ τῶν Ὀθωμανικῶν ἁρμάτων, χαῖρε.
Ἐλάβαμεν τὸ γράμμα σου καὶ εἴδομεν τὰ ὅσα γράφεις, ἠξεύρομεν πὼς εἶσαι εἰς τὸν κάμπον τῶν Καλαβρύτων πολλὰς ἡμέρας καὶ ὅτι ἔχεις ὅλα τὰ μέσα τοῦ πολέμου. Ἡμεῖς διὰ νὰ προσκυνήσωμεν εἶναι ἀδύνατον, διότι εἴμεθα ὁρκισμένοι εἰς τὴν πίστιν μας, ἢ νὰ ἐλευθερωθῶμεν ἢ νὰ ἀποθάνωμεν πολεμοῦντες καὶ κατὰ τὸ χαΐνι μας δὲν γίνεται νὰ χαλάση ὁ ἱερὸς ὅρκος τῆς πατρίδος μας. Σὲ συμβουλεύουμε ὅμως νὰ ὑπάγης νὰ πολεμήσῃς σὲ ἄλλα μέρη, διότι, ἂν ἔλθης ἐδῶ νὰ μᾶς πολεμήσῃς καὶ μᾶς νικήσῃς, δὲν εἶναι μεγάλον κακόν, διότι θὰ νικήσης παπάδες, ἂν ὅμως νικηθῆς, τὸ ὁποῖον ἐλπίζομεν ἄφευκτα, μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, διότι ἔχομεν καὶ θέσιν δυνατὴν καὶ θὰ εἶναι ἐντροπή σας καὶ τότε οἱ Ἕλληνες θὰ ἐγκαρδιωθοῦν καὶ θὰ σὲ κυνηγοῦν πανταχοῦ. Ταῦτα σὲ συμβουλεύομεν καὶ ἡμεῖς, κᾶμε ὡς γνωστικὸς τὸ συμφέρον σου, ἔχομεν καὶ γράμματα ἀπὸ τὴν βουλὴν καὶ ἀπὸ τὸν ἀρχιστράτηγον Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, ὅτι εἰς πάσαν περίπτωσιν πολλὴν βοήθειαν θὰ μᾶς στείλη, παλληκάρια καὶ τροφὰς καὶ ὅτι ἢ θὰ ἐλευθερωθῶμεν τάχιστα ἢ θὰ ἀποθάνωμεν κατὰ τὸν ἱερὸν ὅρκον τῆς Πατρίδος μας.
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
Ὁ Ἡγούμενος καὶ σὺν ἐμοὶ παπάδες καὶ καλόγεροι
τῇ 22ᾳ Ἰουνίου 1827, Μέγα Σπήλαιον»
Αναπόφευκτα, το πρωί της 24ης Ιουνίου 1827, άρχισε η μάχη στον ψηλό Σταυρό ανατολικά της μονής, ενώ λόγω της σθεναρής αντίστασης και των απωλειών, ο Ιμπραήμ διέταξε να μπει στη μάχη και το ιππικό μέσω Βουραϊκού ποταμού. Με την βοήθεια της Παναγίας, όπως ανέφεραν οι μοναχοί, και αρχηγό τους τον μοναχό Γεράσιμο Τυρολό, ο ηγέτης των Ελλήνων στη μάχη αυτή Νικ. Πετμεζάς, συνεπικουρούμενος από τους Φωτάκο, Μέλλιο και Σαρδελιάνο με τα στρατεύματά τους, απωθούσαν τους εχθρούς επί 13 ώρες ανηλεούς μάχης κατά την οποία σκοτώθηκαν 650 αντίπαλοι και 3 αγωνιστές μεταξύ των οποίων ο εκ Κερπινής προαναφερόμενος Ανδρέας Σαρδελιάνος. Μετά από αυτά ο Ιμπραήμ αποτραβήχτηκε ηττημένος και άπραγος προς τη νότια Πελοπόννησο.
Με τα Καλαβρυτοχώρια, την αγ. Λαύρα και τα Καλάβρυτα άνοιξε ο επικός αγώνας της ανεξαρτησίας του ’21 και στην ίδια μαρτυρική γη έκλεισαν οι χερσαίες μάχες του Ιμπραήμ στο Μοριά, με «καλογερικό ντουφέκι» στο Μ. Σπήλαιο έως που ήρθε η ώρα της κατατροπώσεώς του στο Ναβαρίνο και την οριστική αποχώρησή του.
Όμως σήμερα, ο ρόλος και ο αγώνας του κλήρου λοιδορείται και απαξιώνεται από όψιμους «αντικληρικούς» ερευνητές, μη συνειδητοποιώντας πως στον Ελλαδικό χώρο και σε αντίθεση με τη Δύση, ο κλήρος στάθηκε διαχρονικά στο πλευρό του λαϊκού ανθρώπου και ουδέποτε ενάντιός του.
Ας δούμε μερικά ιστορικά στατιστικά στοιχεία που ανατρέπουν τις απόψεις των αρνητών:
Ο Charles Frazee στο βιβλίο του «Ορθόδοξος Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852», διασώζει το υπόμνημα του Βρετανού δραγουμάνου Pisani, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει : «Πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η τουρκική κυβέρνηση θεωρεί πως ο ελληνικός Κλήρος είναι η πραγματική αιτία της εξεγέρσεως των Ελλήνων υπηκόων της Τουρκίας» !!
Επίσης ο Ch.Frazee αποδεικνύει, με βάση τις πηγές και άλλες μαρτυρίες, ότι κατά τον καιρό της Επαναστάσεως σε ολόκληρο το Οθωμανικό κράτος υπήρχαν 195-200 Αρχιερείς. Απ’ αυτούς αποδεδειγμένα οι 81 είχαν μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία, χωρίς να υπολογισθούν και οι άλλοι που τυχόν ήταν Φιλικοί, αλλά δεν έχουμε επίσημες μαρτυρίες. Επίσης, αποδεικνύει ότι από τους 200 Αρχιερείς οι 73, ποσοστό 36,5%, έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα «επώνυμα και αδιαμφισβήτητα», οι 42 Αρχιερείς, ποσοστό 21,0%, ταλαιπωρήθηκαν, φυλακίσθηκαν και βασανίσθηκαν, 45 Αρχιερείς, ποσοστό 22,5%, «θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων, είτε σε πολεμικές συρράξεις», το δε συνολικό ποσοστό αυτών που συμμετείχαν ενεργώς στον αγώνα ανέρχεται στο 80%.
Επιπλέον, αντικρούοντας , τα όσα αναφέρονται περί προδοσίας και αφορισμού της επαναστάσεως, επαναλαμβάνω ότι, ο «αφορισμός» δεν ήταν αποτέλεσμα της βουλήσεως του « ελεύθερου πολιορκημένου » Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ , ούτε καν των Συνοδικών Αρχιερέων, αλλά ήταν απόφαση μιας μεγάλης Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως, που αποτελείτο από 72 εγκρίτους Ρωμηούς της Πόλης, εκ των οποίων οι 49 ήταν λαϊκοί και οι 23 Κληρικοί – Αρχιερείς. Στην Κληρικολαϊκή λοιπόν αυτή σύναξη αποφασίστηκε, οι μεν λαϊκοί να υποβάλλουν αναφορά αποκηρύξεως της επαναστάσεως και δήλωση υποταγής, οι δε Κληρικοί να συνθέσουν την πράξη του αφορισμού που τους ζητήθηκε από την Υψηλή Πυλη ( Bab-i Humayun ) και αυτό, βέβαια, για να καθησυχάσουν τους Τούρκους, επειδή οι συνθήκες ήταν τραγικές για τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως, που απειλούντο με σφαγή. Ο αφορισμός αυτός, εκτός του ότι δεν εξεδόθη με τις απαραίτητες προϋποθέσεις του Κανονικού δικαίου , συγχρόνως το πρώτο κείμενό του είναι διατυπωμένο σε έγκλιση ευχετική ευκτική («αφωρισμένοι υπάρχειεν»), στο δε δεύτερο «αφοριστικό» κείμενο από τους 12 ρηματικούς τύπους, οι 8 είναι σε έγκλιση ευχετική ευκτική, οι 3 σε έγκλιση προστακτική και μόνο 1 σε έγκλιση οριστική, αλλά και σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι διατυπωμένο σε δεύτερο πρόσωπο ενικού η πληθυντικού αριθμού. Δηλ. για όσους ξέρουν ακόμα ελληνικά « ήξεις αφήξεις» και αοριστολογίες για να ρίξουν «στάχτη στα μάτια», να γλυτώσουν τις σφαγές, αλλά και οι απομακρυσμένοι από την Πόλη επαναστάτες ( Μολδοβλαχία και Μοριά ) να λάβουν το μήνυμα πως ο αφορισμός είναι «ψεύτικος» και να ξεκινήσουν την επανάσταση χωρίς ηθικές/ θεολογικές αναστολές, γεγονός που διευκρίνισε ο εθνομάρτυρας Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ σε επιστολές που έστειλε στους επαναστάτες, αλλά πιάστηκαν από τους Τούρκους και αποτέλεσαν μεταξύ άλλων και την αιτία απαγχονισμού του όπως αναφέρει και ο τούρκος ιστοριογράφος Αχμέτ Δζεβδέτ Πασά, μία όμως εξ αυτών των επιστολών έφτασε στον Αλεξ. Υψηλάντη όπως επιβεβαίωσε ο ίδιος στα απομνημονεύματά του.
Ηθελημένη σύγχυση λοιπόν, απαξίωση και αποδόμηση της ιστορικής αλήθειας και των διαχρονικών παραδοσιακών αξιών που λειτούργησαν ως συνεκτικός κρίκος της κοινωνίας, οικονομικοί δείκτες που θέλουν τον άνθρωπο ως απλή οικονομική φορολογική μονάδα , υπήκοο ( υπό + ακούω ) και όχι ενεργό Πολίτη είναι τα σημερινά σύγχρονα όπλα καταλύσεως της πατρίδας. Ο εχθρός είναι εντός των πυλών. Η Πόλις εάλω. Τότε μείναμε 400 χρόνια υπόδουλοι, χωρίς κράτος, αλλά με πατρίδα ( δηλ. παράδοση όπως λέει ο Σεφέρης ) και γι’ αυτό επιζήσαμε. Σήμερα έχουμε ( ; ) Κράτος, αλλά χάνουμε την κοινωνική μας συνοχή, δηλ. την έννοια πατρίδα και γι’ αυτό πρώτη φορά στην ιστορία κινδυνεύουμε πραγματικά. Πέραν από ατομικά συμφέροντα και κόμματα ( δηλ. κομμάτια ), πρέπει να λειτουργήσουμε συλλογικά, συναινετικά και με όραμα προοπτικής και αξιοπρέπειας. Η σημερινή εκδήλωση είναι ένα παράδειγμα τέτοιας ομοψυχίας και γι’ αυτό πάντα επίκαιρη η μάχη του Μ. Σπηλαίου.
Σας ευχαριστώ,