Χάξλεϋ
«Δεν του πάει Τούρκος τούτου του τόπου, ρε παιδιά, πώς να το κάνουμε», έλεγε ο ποιητής Κώστας Μόντης, βλέποντας, με νοτισμένα τα μάτια, την ωραία Αμμόχωστο, τον γενέθλιο τόπο του. Γιατί; διότι «από εκεί πέρασε ένας άλλος λαός που γέμισε πληγές το χώμα. Βρήκε εκκλησιές και τις χάλασε. Βρήκε λιακωτά και τα κούρσεψε. Βρήκε τα βήματα ενός πολιτισμού και θέλει να τα παραγράψει. Και χαλά. Γιατί δεν μπορεί να κτίσει. Και ιεροσυλεί. Γιατί δεν μπορεί να σεβαστεί. Και καταστρέφει. Γιατί δεν μπορεί να δημιουργήσει». («Απ’ εδώ πέρασαν εκείνοι», Άνθος Λυκαύγης. Κυπριακό Ανθολόγιο Ε-Στ’, Λευκωσία 1994, σελ. 195).
Έτσι μιλούν και γράφουν όσοι αγαπούν την πατρίδα και δεν ξεχνούν (άλλο πράγμα αν συγχωρούν) τις αδικίες, τις λεηλασίες, τις σφαγές στις οποίες μας καταδίκασε η συμβίωση με το εξ ανατολών θηρίο. Αλλά τώρα που καταντήσαμε «ανεμοδούρες, μηχανές διαφταρμένες», ως θα έλεγε ο τίμιος Μακρυγιάννης, έχουμε την Τουρκιά στα σπίτια μας, στις σάλες μας. Καθημερινοί μουσαφιραίοι, φίλοι καρδιακοί, οι γλυκανάλατες, σαχλές τουρκοσαπουνόπερες. Οι Γενοκτόνοι του λαού μας, οι εγκληματίες, οι δολοφόνοι του Ισαάκ, του Σολωμού, του Ηλιάκη, των τριών ηρώων των Υμίων, δόξη και τιμή, μπήκαν στα σπίτια μας. Χάθηκε η αγάπη στην πατρίδα. Φτώχυνε το κράτος, το καταλήστευσαν οι κοπροπολιτικάντηδες, αλλά η αηδία, η απόρριψη επεκτείνεται. Δεν περιορίζεται στους Γραικύλους της σήμερον, αλλά «επιπολαίως» απλώνεται στο χθες, σ’ αυτούς που ες αεί τους χρωστάμε στους νεκρούς. («Ελλάδα είσαι γεννημένη από τους πεθαμένους», κανοναρχεί ο ποητής Τάσος Λειβαδίτης). Οι ανίκανοι της σήμερον, δεν είναι η πατρίδα. Αυτοί είναι το όνειδός της. «Στώμεν καλώς». Η πατρίδα ποτέ δεν ξεπέφτει, δεν χάνεται στα τάρταρα της οικονομικής φρίκης, μονάχα ξαποσταίνει. Διασώζει ο Γιάννης Βλαχογιάννης στα «Διηγήματά» του ένα φωτεινό συμβάν στο οποίο πρωταγωνιστεί εκείνος ο «μεταξένιος» άνθρωπος, ο ήρωας Κωνσταντής Κανάρης.
Μετά την αποτυχία να πυρπολήσει στην Αλεξάνδρεια τον αιγυπτιακό στόλο (ωραία η ιστορία. Τούρκοι και Αιγύπτιοι, Μπραϊμηδες, Ερντογάνηδες και λοιπά Μεμέτια, τα ταγκαλάκια, ξανασμίγουν σήμερα, για να πνίξουν τον Ελληνισμό. Μόνο που τώρα λείπουν οι Κολοτρωναίοι, που, κατά τον Ελύτη, ήταν ικανοί να αποβάλουν την «τόσων αιώνων δουλεία, με σκέτο σαπουνόνερο»), επιστρέφει, λοιπόν, με τους ναύτες του, όλοι τους σε κακή κατάσταση, δίχως ψωμί και νερό. Εμφανίζεται τότε, ένα αυστριακό εμπορικό πλοίο. Σαλτάρουν οι Έλληνες στο καράβι, πιάνει ο Κανάρης τον πλοίαρχο. «Τι θέλετε;» ρωτάει έντρομος ο καπετάνιος. «Ψωμί, νερό και ό,τι άλλο έχει το καράβι, γιατί πεθαίνουμε από την πείνα», απαντάει ο Κανάρης. Ο αυστριακός προστάζει και κατεβαίνουν οι ζαϊρέδες στην βάρκα του μπουρλοτιέρη. Του λέει ο Κανάρης: «Δεν έχω χρήματα να σε πληρώσω τώρα• γράψε σ’ ένα χαρτί πόσο αξίζουν και φέρε το να το υπογράψω». «Δεν κάνουν τίποτα» αποκρίνεται ο ξένος.
«Φέρε το χαρτί και γράψε δύο χιλιάδες γρόσια», είπε έντονα ο Κανάρης. Και αφού υπόγραψε: «Αλλά εσείς δεν έχετε έθνος», απαντά ο καντιποτένιος, το κοπέλι της “Ιερής Συμμαχίας”. Καπνίζουν τα μάτια του, αστράφτει και βροντά ο Κανάρης. «Αν δεν έχουμε έθνος, θα κάνουμε». (Τον βρήκε και τον πλήρωσε όταν γίναμε κράτος και ο ίδιος υπουργός και πρωθυπουργός). Έθνος υπήρχε, η έννοια της πατρίδος, ως μνήμη ζωήρρυτος και αειθαλής ζούσε – «εμάς ο αυτοκράτοράς μας, ο Παλαιολόγος, εσκοτώθη εις τα τείχη για να την παραδώσει την Πόλη» έλεγε ο Κολοκοτρώνης στον καπετάν Άμιλτον – κράτος δεν υπήρχε. Και όταν έγινε, έγινε, αφού «έφαγαν» τον μεγάλο Κυβερνήτη, το ψευτορωμαϊκο, αυτό που σήμερα μας υποτάσσει στην ακάθαρτη φράγκικη καλύπτραν. («Και λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκαμε εις ανθρώπους κακορίζικους όπου ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης», λέει ο στρατηγός). Εκείνοι οι άνθρωποι, οι ηρωϊκοί ραγιάδες, που τους «τηγάνιζε» καθημερινά ο αντίχριστος Τούρκος, είχαν την πατρίδα φυλαχτό σαν το Τίμιο Ξύλο. Έμεινε ο Μακρυγιάννης από χρήματα κάποτε. Του λέει «ο φίλος του» (έτσι τον ονομάζει) Γρόπιος, πρόξενος της Αούστριας. «Είναι ένας Άγγλος, ο Γκόρδον, βάνει τα μέσα του πολέμου, όσα χρήματα χρειαστούν. Του παραχωρείς την θέση σου;». Στοχεύει στη ρίζα, ο Γρόπιος, στην έμφυτη φιλοπρωτία και φιλαρχία του Έλληνα της εποχής, και, πολύ περισσότερο, στους αδούλωτους, απροσκύνητους, λεύτερους καπεταναίους του ’21.
Ο Μακρυγιάννης όμως, σαν τον δίκαιο Αριστείδη λίγο πριν από την ναυμαχία της Σαλαμίνας, λέει τούτα τα αθάνατα λόγια, που τα βρίσκω απ’ τα ομορφότερα και συγκινητικότερα, που ακούστηκαν από Ρωμηούς, του Γένους οι επιφανείς. «Σύρε πες του, όποιος είναι αυτός οπού θα βάλη τα χρήματα, όχι αρχηγόν τον κάνω καμπούλι (=δέχομαι), διά την αγάπη της πατρίδος μου, αλλά όπου κατουράγει να μου δίνει να πίνω εγώ το κάτρο• το κάνω αυτό και του το δίνω ενγράφως». «Διά την αγάπη της πατρίδος» πίνει και το «κάτουρον» του Φράγκου ο στρατηγός, διά την αγάπη της πατρίδος άφησε ο Παύλος Μελάς την σύγχρονη Βαβυλώνα της ηδονοθηρίας, της πλουτοκρατίας και της ασωτίας και ανέβηκε «εις Μακεδονίαν» για να βρει γαλήνη, γιατί «εκείνο που μετρά είναι πως όταν οι άνθρωποι αυτοί λεν Ελλάδα εννούν τάφο. Λόγος εθνικός γι’ αυτούς είναι να μιλάς μέσα από το μνήμα». Απ’ τα μνήματα, απ’ τα λευκασμένα κόκκαλα, εξ άλλου, βγαίνει η λευτεριά. Είναι η πατρίδα, θυσία και «έντιμος πενία» (Παπαδιαμάντης). Και …«φίλει την πατρίδα καν άδικος η» (Πλάτων) την αγαπάς και αν είναι άδικη, δηλαδή, αν έγινε και πάλι η Ψωροκώσταινα. Την μάνα μας την αγαπάμε, την σεβόμαστε και της κλείνουμε τα μάτια, δεν την φτύνουμε, όταν χάσει την δύναμή της. Αυτή είναι η πατρίδα. Χαμένα κορμιά και λακέδες που άρπαξαν το βιός και ποδοπάτησαν την υπόληψή της, το ψευτοκράτος, ας χαθεί μαζί και οι αλιτήριοι που το απομυζούν. Αλλά και όσοι την επιβουλεύονται, οι προαιώνιοι βρικόλακες, η Τουρκιά, μακριά, μακριά από τα σπίτια μας. Αν χάσουμε τη μνήμη μας, θα χαθούμε.
«Η Έλενα, συμμαθήτριά μου χρόνια, έγραφε πάντα στο επάγγελμα πατρός μία λέξη που ποτέ δεν καταλάβαινα. Αγνοούμενος» έγραφε ένα Ελληνάκι της Κύπρου λίγο μετά την ειρηνική απόβαση του Αττίλα, ως θα έλεγε και ο κάθε τουρκοτζουτζές τύπου Drutsas. (Πού χάθηκε αυτό το αγνώστου προελεύσεως πράγμα; ). Πώς να το κάνουμε; Δεν του πάει Τούρκος τούτος ο τόπος… Και τι θα ‘λεγε ο ποιητής, αν άκουγε κουβέντες αγαρηνές, λόγια μαγαρισμένα στα σπίτια τα (ψευτο)ρωμαίικα;
Του Δημήτρη Νατσιού
Δάσκαλος-Κιλκίς
7 comments
Ένα σημείο μόνο μοιάζει άστοχο στο κείμενο αυτό του αγαπητού δασκάλου. Ότι Τούρκοι και Αιγύπτιοι και “λοιπά μεμέτια” ξανασμίγουν για να πνίξουν τον ελληνισμό. Αυτό που μάλλον συμβαίνει είναι ότι ο Ερντογάν θα ήθελε να γίνει ο ηγέτης ολόκληρου του ισλαμικού κόσμου. Όπως όμως είναι φυσικό, αυτό δεν “του βγαίνει”.
Στέκομαι σε αυτό το δευτερεύον σημείο επειδή υπάρχουν αρκετοί καλοπροαίρετοι συμπατριώτες μας που θεωρούν πως εχθροί μας δεν είναι μόνο οι Τούρκοι αλλά οι μουσουλμάνοι γενικώς. (Εκπλήσσομαι που και ο Δ.Νατσιός δείχνει να το πιστεύει αυτό.) Από κει και οι αδικαιολόγητες αντιρρήσεις τόσα χρόνια για την ανέγερση τζαμιού στην Αθήνα. (Άλλο ζήτημα βέβαια η θέση του τζαμιού και οι όροι λειτουργίας του. Άλλο ζήτημα επίσης το τεράστιο πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης.) Εμείς όμως έχουμε ολόκληρο πατριαρχείο στην Αλεξάνδρεια. Και πριν από επτά χρόνια διαβάζαμε και ακούγαμε ότι “ο μακαριστός Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής Πέτρος ετάφη…στη Μονή του Αγίου Γεωργίου, στο παλαιό Κάιρο, πλάι στους τάφους άλλων Πατριαρχών του Αλεξανδρινού Θρόνου” και τον τίμησαν “και θρησκευτικοί ηγέτες του Ισλάμ”. Και άλλα πολλά τέτοια μπορεί να αναφέρει κανείς.
Ἀναλογικῶς, λοιπόν, ἀφοῦ οἱ ἐταῖροι καὶ δανειστὲς σήμερα βάζουν τὰ χρήματα, μερικοὶ ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους, γιατί δυσανασχετοῦμε καί, μάλιστα, καταλαμβάνουμε κυβερνητικὰ κτίρια ; Μήπως μᾶς ἀνάγκασαν νὰ πιοῦμε «τὸ κάτρο» τους ; Μήπως ππροσέβαλαν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσιά μας ; Αὐτὸ τὸ κάνουμε ἐμεῖς ! Αὐτοὶ μόνον μείωση τῆς σπατάλης μᾶς ζητοῦν. Ἀλλά, φαὶνεται, σήμερα ἱερὸ καὶ ὅσιο εἶναι μόνον ἡ ἀργομισθία στὸ δημόσιο καὶ τὰ παρακλάδια του. Εἶμαστε, λοιπόν, κατὰ πλειοψηφίαν ἀνόητοι ἢ δὲν εἴμαστε ;
Κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα Δημήτριε, αλλά από την άλλη υποστηρίζει ότι έχει δικαίωμα άποψης.
ΒΑΡΕΘΗΚΑ ΤΗ ΜΙΖΕΡΗ ΜΟΥ ΦΥΣΗ!!!
Δάσκαλε, βάζετε γυαλιὰ σὲ πολλούς: μὴν πτοεῖστε ἀπὸ τὶς ὕβρεις, συνεχίστε ἀκάθεκτος στὸν δρόμο σας πρός τὸ φῶς. Ὲμεῖς οἱ νέοι ΔΙΨΟΥΜΕ γιὰ ἀνεξάρτητες φωνές…
Απαντώ στο αφελές σχόλιο του Γ.Κ (της Πέμ, 13/10/2011 – 23:37)
Ίδια περίπτωση είναι η ιστορία της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, με την εισβολή των λαθρομεταναστών που συμβαίνει τα τελευταία 2-3 χρόνια στην Ελλάδα;
Μήπως είχαν έρθει πριν εκατοντάδες χρόνια, για να μην πω χιλιάδες (ο Μέγας Άγιος Αντώνιος, ο «καθηγητής της ερήμου», ποιά χρονολογία ήταν που έζησε στην Αίγυπτο) οι Αιγύπτιοι στη Αθήνα και μας έμαθαν τι θα πεί πολιτισμός ή χριστιανισμός;
Καταλαβαίνετε τι διαβάζετε;
Ξεκαθάρισα ότι είναι άλλο ζήτημα το τεράστιο πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης το οποίο και μένα με ανησυχεί.
Γιατί, η συζήτηση για το τζαμί κρατούσε πολλά χρόνια ΠΡΙΝ την “εισβολή”, η οποία είναι μάλλον πρόσφατο φαινόμενο όπως λέτε κι εσείς. Στη νοοτροπία εκείνων που από τότε είχαν αντιρρήσεις αναφέρθηκα.
Η παρουσία μας μέχρι σήμερα στην Αίγυπτο οφείλεται βέβαια στο λαμπρό παρελθόν μας στο οποίο αναφέρεστε αλλά και στο ότι οι μουσουλμάνοι (Αιγύπτιοι εν προκειμένω) δεν είναι τα τέρατα που φαντάζονται κάποιοι. Διαφορετικά, τόσους αιώνες τώρα θα μας είχαν ξεριζώσει από κει.