Οι τελευταίες εκλογές του παλιού κόσμου
Η μεταπολίτευση πεθαίνει, η ανασύνθεση παραμένει ζητούμενο
Το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να δώσει
καμία λύση στο δράμα που ζούμε. Και, δυστυχώς, μέρος του προβλήματος δεν
είναι μόνον ο δικομματισμός ή οι «μνημονιακές δυνάμεις», αλλά όλες οι
κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις. Γι’ αυτό και, ενώ πορευόμαστε σε μια
από τις σημαντικότερες εκλογές των τελευταίων δεκαετιών, που
σηματοδοτούν το οριστικό τέλος της μεταπολίτευσης, το τοπίο μοιάζει σαν
μία από τα ίδια. Βρισκόμαστε ακόμα σε κατάσταση όπου αναζητούμε
«ψήφους διαμαρτυρίας», «ψήφους απελπισίας», και αναπαράγεται η λογική
του «μη χείρον βέλτιστον». Γι’ αυτόν το λόγο, οι ερχόμενες εκλογές
μάλλον θα μείνουν στην ιστορία ως οι τελευταίες του παλαιού κόσμου και
όχι ως η γένεση του καινούργιου.
Αποσύνθεση χωρίς ανασύνθεση
Σήμερα ακόμα, κύρια πλευρά των επερχόμενων εκλογών παραμένει η αποσύνθεση: βασικός στόχος παραμένει η φθορά των κομμάτων της συγκυβέρνησης και –κυρίως– η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ. Γιατί το ΠΑΣΟΚ είναι η ψυχή του καθεστώτος και ο μεγάλος υπαίτιος της καταλήστευσης και της διάλυσης της χώρας. Φυσικά, και ο Σαμαράς είναι ένοχος, γιατί τον Οκτώβριο έδωσε χείρα βοηθείας στον Γιώργο Παπανδρέου, και τον Βενιζέλο,
είναι βασικός συντονιστής της εκπτώχευσης του ελληνικού λαού,
επιτρέποντας στο καθεστώς να επιβιώσει και να ανασυνταχθεί. Διότι, αν,
τότε, άφηνε τον Παπανδρέου να καταρρεύσει, οι εκλογές θα γίνονταν σε
εντελώς διαφορετικό κλίμα και η βούληση του λαού θα μπορούσε να
εκφραστεί πιο ελεύθερα, δίχως τη μέγκενη του 2ου μνημονίου να μας
σφίγγει απελπιστικά τον λαιμό και τη χώρα να βρίσκεται, επί της ουσίας,
υπό κατοχή. Για τον δε κωλοτούμπα Καρατζαφέρη, και
τις λοιπές στημένες λεμονόκουπες του καθεστώτος, τα πράγματα ήδη
παίρνουν τη μοιραία τροπή και τους οδηγούν στα όρια της επιβίωσης, ενώ
όσοι κατάφεραν να πηδήσουν από το καράβι νωρίς, όπως ο Βορίδης,
φιγουράρουν ως πρωτοκλασάτοι της Νέας Δημοκρατίας, εκφραστές μιας νέας
αυταρχικής γραμμής των διαπλεκόμενων συμφερόντων.
Εντούτοις, παρά την επιτακτική ανάγκη
που υπάρχει να κατακρημνιστούν οι δυνάμεις της υποτέλειας, σήμερα δεν
υφίσταται καμία δύναμη που να εκφράζει καθαρά και αυθεντικά την οργή
του ελληνικού λαού για τα εγκλήματα των ελίτ. Αντίθετα, υπάρχει ένα
ευρύ φάσμα ενδιάμεσων καταστάσεων που θολώνουν τα νερά και εμποδίζουν
να σταλεί ένα ηχηρό και ξεκάθαρο μήνυμα τόσο προς τις προδοτικές
ελληνικές ελίτ, όσο και προς τις ξένες δυνάμεις, τους αρχιτέκτονες της
νέας γερμανικής κηδεμονίας πάνω στην Ευρώπη.
Ως προς αυτό, είναι χαρακτηριστικό ότι
οι μαζικές δυναμικές απόρριψης των παλαιών κομμάτων καταγράφονται από
τα δεξιά και όχι από την αριστερά: Τον μεγαλύτερο δυναμισμό επιδεικνύει
η πρωτοβουλία Καμμένου, ανεξαρτήτως αξιοπιστίας, και
του τι πραγματικά θα κάνει αν καταγράψει ένα υψηλό ποσοστό και
αποκτήσει διαπραγματευτική δύναμη. Σε μικρότερο βαθμό, η παρατήρηση
αφορά και στη Χρυσή Αυγή, η οποία φαίνεται να κάνει τη μεγάλη ανατροπή και, από περιθωριακό κόμμα, τείνει να διεισδύσει στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό.
Το φαινόμενο αυτό αποτελεί καθρέφτη των
αδιεξόδων και των αντιφάσεων της Αριστεράς. Εδώ πρέπει να είμαστε
ξεκάθαροι: Επί τρεις, σχεδόν, δεκαετίες, οι δυνάμεις της Αριστεράς
λειτουργούσαν τυπικά ως αντιπολίτευση, αλλά, παράλληλα, συμμετείχαν
ουσιαστικά στη στρατηγική των ελληνικών αρχουσών τάξεων, αποτελούν και
αυτές τμήμα του φθαρμένου πολιτικού συστήματος. Γι’ αυτό και, σήμερα,
που τα πάντα διαλύονται, οι δυνάμεις της Αριστεράς κινούνται σαν
δεινόσαυρος. Μόλις τώρα, στο «και πέντε», ο Τσίπρας ψελλίζει
τα προφανή περί υποδούλωσης και ανάγκης ύπαρξης ενός πατριωτικού
αντιστασιακού κινήματος, ενώ το ΚΚΕ παραμένει ακίνητο μέσα στην
ιδεολογική του φορμόλη. Για τους λόγους αυτούς η Αριστερά αναδεικνύεται
σε μεγάλη συντηρητική δύναμη. Κερδίζει μεν ψήφους
διαμαρτυρίας, λόγω της αντιμνημονιακής της τοποθέτησης, αλλά μπλοκάρει
από τη μεριά της οποιαδήποτε δυναμική υπέρβασης της υφιστάμενης
πολιτικής τάξης πραγμάτων.
Με ευθύνη όλων των κομμάτων, είτε συμμετείχαν στην κυβέρνηση είτε όχι, κυριάρχησε ένα σύστημα οικονομικού μεταπρατισμού και κοινωνικού παρασιτισμού,
εξαφανίστηκε η παραγωγική βάση της χώρας, διελύθη η εθνική μας
ταυτότητα στην παιδεία, τη γλώσσα, τον πολιτισμό. Η Αριστερά, ιδιαίτερα,
καλλιέργησε στη νεολαία τη λογική της ήσσονος προσπάθειας και της
μπαχαλοποίησης του εκπαιδευτικού συστήματος, της εγκατάλειψης της
άμυνας της χώρας, χωρίς παράλληλα να προωθεί κάποια αυθεντική
αντισυστημική πρόταση: Και καταγγέλλουμε το «σύστημα» και τα αρπάζουμε
από αυτό, δοθείσης της ευκαιρίας!
Στο μεταναστευτικό, η
Αριστερά έδινε στις άρχουσες τάξεις το ιδεολογικό άλλοθι για το
πάμφθηνο εργατικό δυναμικό που προσέφεραν τα «ανοιχτά σύνορα». Όταν
εμείς στηρίζαμε την ανάγκη μιας συνεπούς και συνετής μεταναστευτικής
πολιτικής, ελέγχου των συνόρων, περιορισμού των μεταναστευτικών κυμάτων
και ενσωμάτωσης όσων είναι δυνατόν να ενσωματωθούν, ήμασταν
«φασίστες», συνοδοιπόροι του Καρατζαφέρη και του Μιχαλολιάκου.
Οι υπόλοιποι, μπορούσαν να το παίζουν αντιρατσιστές στις καφετέριες ή
τα μπαρ των Βορείων Προαστίων. Σήμερα, τα αστεία τελείωσαν, αφ’ ενός
το κέντρο των Αθηνών θυμίζει βραζιλιάνικη φαβέλα, όπου κυριαρχούν το
έγκλημα, η εξαθλίωση, τα ναρκωτικά και οι μαφίες, αφ’ ετέρου η Χρυσή
Αυγή φτάνει δημοσκοπικά το 5%. Σε λίγο, αν συνεχιστεί αυτή η αποποίηση
ευθυνών, η ελληνική κοινωνία θα διαλυθεί εντελώς και θα κυριαρχήσουν οι
συμμορίες και η αυτοδικία κατά δικαίων και αδίκων.
Δυστυχώς, όλες οι πολιτικές και
ιδεολογικές επεξεργασίες που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια,
ήρκεσαν για να προκαλέσουν την κρίση του δικομματισμού, αλλά όχι και
τη μεγάλη πολιτική ανασύνθεση. Το «αντιμνημόνιο», ένας
βερμπαλιστικός αντιστασιακός λόγος που έμενε στα συνθήματα, ο
οικονομισμός και το εμπόριο φρούδων ελπίδων, του τύπου «άμεση έξοδος από
ευρώ-Ε.Ε.», δυστυχώς δεν οδήγησαν πουθενά. Όσο προσεγγίζουμε τις
εκλογές, οι πρωταγωνιστές όλης αυτής της ιστορίας βγαίνουν ολοένα και
περισσότερο στο περιθώριο. Εντέλει, καταδεικνύεται ότι οι επιλογές τους
περισσότερο μπλόκαραν τις διεργασίες ανάδυσης ενός
αυτόνομου πόλου παρά τις βοήθησαν. Αλλά οι ευθύνες βαραίνουν
αποφασιστικά και τη Σπίθα και τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη,
καθώς ήταν ο μόνος που είχε και συμβολικά τη δυνατότητα να θέσει τις
βάσεις για έναν αυτόνομο πολιτικό πόλο αντίστασης, αλλά τη σπατάλησε σε
αέναες διαπραγματεύσεις με τους πρώην του ΠΑΣΟΚ και με τον ΣΥΝ. Μ’
αυτά και μ’ αυτά, όμως, το πολιτικό κεφάλαιο που απελευθερώθηκε με το
κίνημα των «Αγανακτισμένων» κατήντησε να κατασπαταλιέται κάπου μεταξύ
του Καμμένου και του ΣΥΡΙΖΑ
Η ανασύνθεση παραμένει αναγκαία
Το γεγονός όμως ότι το πολιτικό σύστημα,
στο σύνολό του, καθώς και οι πνευματικές «ελίτ» δεν μπορούν να
εκφράσουν τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας δεν σημαίνει ότι αυτές
δεν υπάρχουν: Η διαμόρφωση ενός ρεύματος εαμικού τύπου, που να
συνδυάζει εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη, που να διαθέτει
όραμα και στρατηγική, είναι σήμερα όρος επιβίωσης για την Ελλάδα. Και
τα διάφορα σχήματα που αναδεικνύονται, εκ δεξιών ή εξ αριστερών, μόνο
ευκαιριακά μπορούν να καλύψουν το κενό που αφήνει η απουσία του. Γιατί
τα ερωτήματα και τα προβλήματα θα επανέλθουν δριμύτερα μετά τις εκλογές,
ιδιαίτερα τον Ιούνιο που θα μας βομβαρδίσουν με νέα μέτρα, τα οποία θα
δώσουν τη χαριστική βολή στην ελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό και, δυστυχώς για την Ελλάδα, το πραγματικό στοίχημα της πολιτικής ανασύνθεσης θα παιχτεί μετά τις εκλογές. Όταν ήδη θα έχουν αναδειχθεί τα αδιέξοδα που υπονομεύουν τόσο το αντιμνημονιακό, όσο και το μνημονιακό στρατόπεδο.
Πρώτον, θα αποδειχθεί
ότι οι Γερμανοί έχουν αποφασίσει να μεταβάλουν την Ελλάδα σε κάτεργο,
και ότι τα μέτρα που μεθοδεύουν υπονομεύουν την όποια προσπάθεια
ανόρθωσης ευαγγελίζεται η Ν.Δ. του Σαμαρά και το μπλοκ της
συγκυβέρνησης. Διότι, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση της
χώρας είναι η ανατροπή των υφιστάμενων γεωπολιτικών συσχετισμών στους
οποίους έχουμε εγκλωβιστεί. Και για να πραγματοποιηθεί η γεωπολιτική
ανατροπή απαιτείται όραμα κοινωνίας, ανασύστασης του ελληνικού κράτους
και της κοινωνίας με όρους πραγματικής δημοκρατίας και δικαιοσύνης.
Γιατί η αμφισβήτηση των εξαρτήσεων που έχει η χώρα δεν μπορεί να γίνει
από σάπιες δομές και χρεοκοπημένα κόμματα, πράγμα που η διακυβέρνηση
Καραμανλή το απέδειξε πάρα πολύ καλά.
Δεύτερον, θα φανεί ότι
το αποφασιστικό στοιχείο, που κρίνει την αποτελεσματικότητα και τη
μεταβολή του «αντιμνημονιακού» χώρου σε έναν αυθεντικά αντιστασιακό
και φερέγγυο πολιτικό πόλο, είναι η διαμόρφωση στρατηγικής για τη χώρα.
Δεν αρκεί η αγανάκτηση ούτε η διαμαρτυρία, γιατί η κρίση είναι
πραγματική και απειλεί την επιβίωση αυτού του λαού και του τόπου. Και,
άρα, αυτοί που πλήττονται περισσότερο δεν είναι διατεθειμένοι να
στηρίξουν μια δύναμη που περιορίζεται στην άρνηση,
γιατί γνωρίζουν πολύ καλά πως ένα σκηνικό παρατεταμένης
αποσταθεροποίησης θα μας αποτελειώσει. Και είναι αυτός ο λόγος που τα
κόμματα του μνημονίου θα κερδίσουν κάποιες ψήφους παραπάνω στην τελική
ευθεία των εκλογών. Γιατί θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι ένα μεγάλο
κομμάτι, που θα στηρίξει κυρίως τον Σαμαρά, ακόμα και τον Βενιζέλο, δεν
συμφωνεί με την πολιτική τους και τις θέσεις τους, αλλά σέρνεται σ’
αυτούς από τον φόβο της επόμενης ημέρας. Έναν φόβο ο οποίος εντείνεται
από την ιδεολογικοπολιτική ανυπαρξία των λεγόμενων αντιμνημονιακών
δυνάμεων.
Τι θα γίνει με τις εκλογές;
Γνωρίζουμε τα αδιέξοδα των πολιτών, που
θέλουν να εκφράσουν την αγανάκτησή τους και μέσα από την ψήφο τους και
δεν μπορούν να βρουν κάποιον ικανοποιητικό φορέα να την υποδεχτεί.
Πολλοί φοβούνται εξάλλου πως, εάν η ψήφος μας κατευθυνθεί προς τις
δυνάμεις εκείνες που μπλοκάρουν την οργή του λαού, στα πλαίσια των
υφιστάμενων συσχετισμών, η σημερινή τους ενδυνάμωση θα αποτελέσει εμπόδιο για το νέο που θα γεννηθεί αύριο.
Ωστόσο, πιστεύουμε πως, μια και δεν
έχουν ακόμα αναδειχτεί πραγματικά νέες και καινοτόμες πολιτικές
δυνάμεις, ο γερο-τυφλοπόντικας της «πανουργίας της ιστορίας» θα
λειτουργήσει και μέσα από τις υφιστάμενες δομές, προσφέροντας μια πιο
αισιόδοξη εναλλακτική προοπτική. Διότι, όταν υπάρχει ένα ρεύμα, που δεν
έχει ακόμα διαμορφώσει τη δική του κοίτη, πλημμυρίζει και χρησιμοποιεί
ακόμα και παλιά ξεροπόταμα, που μεταβάλλονται, τουλάχιστον παροδικά,
σε υποδοχείς του και κάποτε υποχρεώνονται ακόμα και να
μετασχηματιστούν. Έτσι λοιπόν, τα κάθε είδους εμπόδια και
παρακάμψεις δεν θα μπορέσουν να εμποδίσουν αυτό το ρεύμα να
εκφραστεί, ακόμα και μέσα στις παρούσες συνθήκες και συσχετισμούς.
Είναι προφανές πως, εάν στην Ελλάδα
υπήρχε ένα ισχυρό, συνεπές και ρεαλιστικό, αντιμνημονιακό και
ταυτόχρονα πατριωτικό κίνημα, θα μπορούσε και στο εκλογικό επίπεδο να
διεκδικήσει την εξουσία! Κάτι τέτοιο θα ήταν
αντικειμενικά εφικτό αν υπήρχαν άλλες πολιτικές δυνάμεις και άλλοι
πολιτικοί συσχετισμοί. Και όμως, ακόμα και σήμερα, τα λεγόμενα
αντιμνημονιακά κόμματα ξεπερνούν στην πρόθεση ψήφου το 60% των
ψηφοφόρων! Ωστόσο δεν θέλουν την εξουσία, διότι τα περισσότερα
γνωρίζουν πως ένα μέτωπο θα τους υποχρέωνε σε βαθύτατη ρήξη με τον ίδιο τον εαυτό τους:
Το ΚΚΕ θα έπρεπε να εγκαταλείψει τον
αφηρημένο καταγγελτικό και συντηρητικό λόγο του, που επιδιώκει τη
διατήρηση του συστήματος ώστε να λειτουργεί ως η ανέξοδη αντιπολίτευσή
του· ο Σύριζα και η ΔΗΜΑΡ θα έπρεπε να πάψουν να αποτελούν δυνάμεις
ταυτισμένες με τον εθνομηδενισμό και την αποδόμηση της εθνικής
συνείδησης, στην παιδεία, το μεταναστευτικό, με την ευρωλαγνεία τους,
την παρασιτική λογική τους, κ.λπ. κ.λπ., και να γίνουν εν τοις πράγμασι
πατριωτικές δυνάμεις και όχι μόνο στα λόγια· όσο για τους
προερχόμενους από τη Νέα Δημοκρατία «αντιμνημονιακούς», θα χρειαζόταν
να λύσουν τους λογαριασμούς τους με τον νεοφιλελευθερισμό και τους
Αμερικανούς. Και είναι προφανές πως όλοι αυτοί δεν θέλουν και δεν
μπορούν να το κάνουν. Γι’ αυτό, παρ’ όλο που έχουν κάνει μια στροφή επί
το πατριωτικότερον, δεν συγκρότησαν κάποιο ευρύτερο και πειστικό
μέτωπο, ιδιαίτερα οι προερχόμενοι από την Αριστερά, και προτίμησαν να
πορευτούν ο καθένας «με τους δικούς του». Διότι γνωρίζουν πως η
διαμόρφωση ενός ευρύτερου σχήματος θα σήμαινε την αυτοκατάργησή τους.
Ωστόσο, μετά τις εκλογές, δεν θα μπουν σε κρίση μόνο τα κόμματα του μνημονίου, αλλά και οι «αντιμνημονιακοί» –όσο παράδοξο και αν ακούγεται αυτό. Η μάλλον βέβαιη εκλογική ενίσχυση των «αντιμνημονιακών», ελλείψει άλλων εναλλακτικών προτάσεων, θα οδηγήσει αυτά τα κόμματα σε μετεκλογική κρίση.
Διότι θα πρέπει να διαχειριστούν αυτή την αυξημένη δύναμή τους, που
βέβαια δεν θα περιορίζεται πια στον σκληρό πυρήνα εθνομηδενιστών,
παλαιοσταλινικών ή φιλοαμερικανών, ανάλογα με την περίπτωση. Επί
παραδείγματι, γύρω από το μεταναστευτικό και τα εθνικά θέματα, την
άμυνα της χώρας κ.λπ., θα τιναχτούν στον αέρα τα κόμματα της
Αριστεράς, εθισμένα στον εθνομηδενισμό. Γύρω από τη συμμετοχή σε
μνημονιακές κυβερνήσεις, όταν το μαχαίρι φτάσει στο κόκαλο, θα μπουν σε
κρίση η ΔΗΜΑΡ και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες κ.ο.κ.
Γι’ αυτό, λοιπόν, οι Έλληνες σύρονται στην επιλογή του λιγότερο κακού, με τη βάσιμη ελπίδα ότι, με την ψήφο τους, θα επιταχύνουν τις εξελίξεις.
Τι να ψηφίσουμε;
Η αποχή και το λευκό,
μολονότι εξακολουθούν να υποστηρίζονται από ένα τμήμα των
αγανακτισμένων συμπατριωτών μας, δεν αποτελούν, δυστυχώς, την καλύτερη
λύση, διότι σηματοδοτούν εγκατάλειψη του πολιτικού πεδίου στα μηδενικά
που διαχειρίζονται τις συλλογικές μας τύχες.
Τότε τι μένει; Θα πρέπει μάλλον να στηρίξουμε μια ψήφο αγανάκτησης που, ταυτόχρονα, θα είναι και ψήφος επιτάχυνσης των ανασυνθέσεων, των ρήξεων και των ανατροπών που έπονται.
Ως μέλη της Κίνησης Πολιτών Άρδην,
δεν πρόκειται να στηρίξουμε προνομιακά κάποιο πολιτικό σχήμα, και
καλούμε τους πολίτες να επιλέξουν, ανάλογα με τις προτιμήσεις και την
προδιάθεσή τους, τις συνεπέστερες αντιμνημονιακές και πατριωτικές
επιλογές.
Δεν μπορούμε, για τους λόγους που προαναφέραμε, να στηρίξουμε προνομιακά το ΚΚΕ ή τον ΣΥΡΙΖΑ,
αλλά και διότι οι δύο σχηματισμοί, ιδιαίτερα ο δεύτερος, όλα τα
προηγούμενα χρόνια βρέθηκαν στην πρωτοπορία της πνευματικής και
ιδεολογικής λοβοτομής που ασκούσε το καθεστώς πάνω στον ελληνικό λαό.
Δεν τους στηρίζουμε γιατί, ακόμα και σήμερα, ο σκληρός οργανωτικός τους
πυρήνας πιστεύει ότι το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι ο…
εθνικισμός και όχι η διάλυση της Ελλάδας. Γι’ αυτό και καλούμε όσους
εν τέλει τους ψηφίσουν, να επιλέξουν τους πιο αδέσμευτους και
πατριώτες υποψηφίους τους. Προφανώς, δεν τίθεται λόγος για τη ΔΗΜΑΡ της
κυρίας Ρεπούση, του Μπίστη και των λοιπών σκληροπυρηνικών εθνομηδενιστών της Ανανέωσης, που είναι έτοιμοι να συγκυβερνήσουν σε κάθε περίπτωση.
Επίσης, δεν μπορούμε να στηρίξουμε αποκλειστικά τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Π. Καμμένου, επειδή ο, κάποτε, συνεργάτης της Ντόρας Μπακογιάννη, δεν μας πείθει πως
δεν θα χρησιμοποιήσει τις ψήφους της οργής που θα αντλήσει για να
συμμετάσχει στην εξουσία. Όσοι όμως δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα σε αυτά
που διατείνεται, και όχι σε αυτά που έχει κάνει, ας στηρίξουν τους
λιγότερο φθαρμένους και τους πιο τίμιους από αυτούς που κατεβαίνουν
μαζί του.
Επιπλέον, υπάρχουν και άλλες,
μικρότερες, φωνές, μικρότερα σχήματα και οργανώσεις, που έχουν
αντιμνημονιακό και κάποτε πατριωτικό χαρακτήρα και θα μπορούσαν να
αποτελέσουν επιλογές για όσους θέλουν να στείλουν το δικό τους μήνυμα.
Δυστυχώς, λόγω της κατάντιας που
βασιλεύει στη χώρα, και που διαπερνάει όλο το πολιτικό σκηνικό, από
τους θώκους της εξουσίας μέχρι τα αμφιθέατρα και τους δρόμους, είμαστε
αναγκασμένοι να λειτουργήσουμε χωρίς μία ξεκάθαρη αποκλειστική επιλογή,
πέρα από τη γενική κατεύθυνση που προαναφέραμε: Η ψήφος θα πρέπει σαφώς
να είναι πατριωτική και αντικατοχική, και ταυτόχρονα θα πρέπει να δημιουργεί ρήγματα στους
υφιστάμενους σχηματισμούς. Τα ουσιαστικά, ό,τι και αν ψηφίσουμε σήμερα,
ακόμα και για εκείνους που θα επιλέξουν μια καθολική απόρριψη με το
λευκό, θα ξεκινήσουν την επόμενη μέρα: μετά τις
εκλογές, θα πρέπει να αναληφθούν ουσιαστικές πρωτοβουλίες για έναν
αυτόνομο, σοβαρό πόλο αντίστασης, με όραμα και σχέδιο για τη χώρα.
Όπως έχουμε τονίσει αρκετές φορές τα
δύο τελευταία χρόνια, έχουμε εισέλθει πλέον σε μια περίοδο
ιδεολογικο-πολιτικής συγκρότησης, έχοντας ξεπεράσει την κατ’ εξοχήν
ιδεολογικού χαρακτήρα διαπάλη των προηγούμενων χρόνων. Ένα κίνημα
στηριγμένο στις αρχές του πατριωτισμού, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της οικολογίας και της δημοκρατίας, αποτελεί πλέον όχι μόνο ιστορική αναγκαιότητα αλλά και πολιτική δυνατότητα. Και αν δεν κατάφερε να συγκροτηθεί πριν από τις εκλογές θα αρχίσει να συγκροτείται αμέσως μετά από αυτές.
Η Κίνηση Πολιτών Άρδην με
μια τέτοια προβληματική τοποθετείται απέναντι στις παρούσες εκλογές.
Να ψηφίσουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να επιταχύνουμε την κρίση των δυνάμεων
του μνημονίου, να ενταφιάσουμε οριστικά τη μεταπολίτευση και να
βοηθήσουμε, έστω δολιχοδρομώντας, στην ανάδειξη των δυνάμεων της
ανασύνθεσης.
http://ardin-rixi.gr/archives/4886