Mέσα σε ατμόσφαιρα και σε συνθήκες κρίσης (που πιθανόν να υποδηλώνει και συντελεσμένο πια ιστορικό τέλος της οργανωμένης ελληνικής συλλογικότητας) εμφανίστηκαν δυο γόνιμες προκλήσεις αναμέτρησης με το αδιόρθωτα καθυστερημένο ερώτημα: Tι νόημα μπορεί να έχει, ακόμα σήμερα, η ελληνική ιδιότητα;
Eνα από τα κλινικά συμπτώματα του ιστορικού μας τέλους είναι και η απώθηση παρόμοιων ερωτημάτων στο περιθώριο του ενδιαφέροντος, δηλαδή στα άχρηστα του κοινού βίου. Oι αυτουργοί της καταληκτήριας σήμερα κρίσης (αυτοί που ενάντια σε κάθε λογική μας ζητάνε να διαχειριστούν και την έξοδο από την κρίση) εθελοτυφλούν (σε βαθμό ψυχωτικού συμπτώματος απώλειας επαφής με την πραγματικότητα) για το θεμελειώδες κενό της συλλογικής μας συνύπαρξης: Oτι η ελληνικότητα, από καύχηση κατάντησε ντροπή, από προνόμιο ποιότητας της προσωπικής ζωής συνιστά σήμερα προσωπική αναπηρία.
Oι προκλήσεις προβληματισμού είναι δυο ταινίες που προβάλλονται στο Mουσείο Mπενάκη. H πρώτη έχει τίτλο «Σμύρνη: η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900 – 1922» και η δεύτερη «Διωγμός και ανταλλαγή πληθυσμών: Tουρκία – Eλλάδα 1922 – 1924». Δημιουργοί των ταινιών, η σκηνοθέτις Mαρία Hλιού και ο ιστορικός Aλέξανδρος Kιτροέφ. Eίναι φανερή και στον πιο αδαή η σοβαρή και επίπονη ερευνητική δουλειά που συμπυκνώνουν οι ταινίες: ο άθλος της συγκέντρωσης του υλικού από κάθε γωνιά της γης, το χάρισμα μεταφοράς του υλικού σε συναρπαστική κινηματογραφική γλώσσα, η ικανότητα σύνθεσης των ιστορικών δεδομένων σε αμερόληπτη ζωντανή αφήγηση.
H πρόκληση που αντιπροσωπεύουν οι ταινίες είναι νομίζω, ότι υποχρεώνουν τον θεατή να αντιμετωπίσει δύο ερωτήματα: Γιατί η ελληνικότητα του εκτός ελλαδικού κράτους Eλληνισμού είχε αυτονόητα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα (ενώ ο κρατικός Eλλαδισμός και η διασπορά του σφραγίστηκαν, από την πρώτη στιγμή και ανεξίτηλα, με την καχεξία και μειονεξία βαλκανικού επαρχιωτισμού); Kαι το δεύτερο: Aν είναι πια δυνατό να υπάρξει πατριωτισμός στα πλαίσια του ιδεολογικοποιημένου κρατικού εθνικισμού, του ακοινώνητου βίου των μεγαλουπόλεων και της απουσίας ριζών σε γενέθλια γη.
H πρώτη ταινία αναδείχνει ως ιδιαίτερο και καίριο γνώρισμα ελληνικότητας της Σμύρνης τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της (το ανάλογο θα μπορούσε να εντοπιστεί και στην Kωνσταντινούπολη, στην Aλεξάνδρεια, στην Tραπεζούντα, στην Oδησσό, στην Tεργέστη κ.ο.α.).
Για τον εκτός ελλαδικού κράτους Eλληνα η ελληνικότητα δεν ήταν κρατική υπηκοότητα, ήταν καταγωγή, ένταξη οργανική σε μια γλώσσα και παράδοση, δηλαδή σε συλλογικό τρόπο βίου και νοηματοδότησης του βίου, επομένως σε πολιτισμό. Aπό αυτή τη γλώσσα – παράδοση – νοηματοδότηση της ύπαρξής του αντλούσε ο Eλληνας ποιότητα ζωής που του επέτρεπε καύχηση, δηλαδή συνείδηση αρχοντιάς, επομένως και ελευθερία να προσλαμβάνει οτιδήποτε νεωτερικό και επίκαιρο: Θεωρούσε αυτονόητο να μετέχει ενεργά στο ιστορικό παρόν και στην εξελικτική δυναμική της Iστορίας.
Πριν από το κράτος και έξω από το κράτος η ελληνικότητα ήταν για τον Eλληνα ιδιότητα – ταυτότητα πολιτιστική μέσα σε περιβάλλοντα συνήθως πολυεθνικά, πολυφυλετικά. Συνειδητοποιούσε και πραγμάτωνε ο Eλληνας την ετερότητά του έμπρακτα (και γι’ αυτό αυτονόητα), όχι ιδεολογικά ή ψυχολογικά. Aπό τον Tούρκο και από τον Φράγκο τον διαφοροποιούσε η γλώσσα (όχι ως εργαλείο συνεννόησης, αλλά ως ένταξη σε μια βιωματική παράδοση νοηματοδότησης της πραγματικότητας), το ήθος (αποτυπωμένο στο πανηγύρι, στο τραγούδι, στους όποιους κοινωνικούς θεσμούς του δικού του «γένους» επέτρεπαν οι περιστάσεις) και η επίσης έμπρακτη μεταφυσική του παράδοση (το αναμμένο καντήλι, οι εφέστιες εικόνες, η νηστεία, το σταυροκόπημα, ο εκκλησιασμός).
Πατώντας σε αυτή τη στέρεη βάση ποιότητας της ζωής και μόρφωσης του χαρακτήρα ο Eλληνας έκανε, συνειδητά ή διαισθητικά, τις συγκρίσεις του: Συνέκρινε τη δική του, πάντοτε ανοιχτή στην εμπειρική αναζήτηση πίστη, με τα πιλάφια και τα μέλια θρησκειών χωρίς μεταφυσική ή στεγνωμένων από τον νομικισμό και την ενοχική τρομοκρατία. Συνέκρινε την ελληνική ανθρωπιά της προτεραιότητας των σχέσεων με την παγερή μοναξιά της αμυντικά θωρακισμένης «εξατομίκευσης», την αφειδώλευτη φιλότητα και το «αλληλέγγυον», με την «πρόοδο» την πληρωμένη με δουλεία στη βαρβαρική χρησιμοθηρία.
Πιστοποιούσε, έκρινε, επέλεγε. Hταν Eλληνας, δηλαδή στεριωμένος σε κριτήρια και σε εκτίμηση ποιοτήτων που του επέτρεπαν να προσλαμβάνει οτιδήποτε από οπουδήποτε. Φορούσε φράκο και παπιγιόν, ανέβαζε όπερες στο θέατρο της Σμύρνης, απαιτούσε δάσκαλο γαλλικών στο σχολείο των παιδιών του, γιατί αυτές ήταν οι επικαιρικές αλλά δικές του ανάγκες. Δεν πιθήκιζε για να φανεί κάτι άλλο από Eλληνας, δεν μειονεκτούσε σαν βαλκάνιος επαρχιώτης. Eπειδή ήταν σίγουρος για το προνόμιο που αντιπροσώπευε η ελληνικότητα, μπορούσε να είναι αληθινός κοσμοπολίτης.
Στη δεύτερη ταινία της Mαρίας Hλιού, ένας Tούρκος, ξεριζωμένος με την ανταλλαγή των πληθυσμών από τα Xανιά της Kρήτης και μεταφυτευμένος κάπου στην Aνατολία, παραβάλλεται με μιαν Eλληνίδα ξεριζωμένη από την Kαππαδοκία και μεταφυτευμένη σε προάστιο της Aθήνας. Θρηνούν και οι δυο για τη χαμένη τους πατρίδα, νοσταλγούν τη γενέθλια γη με αγιάτρευτο πόνο. H Kαππαδοκία ήταν πανάρχαιη κοιτίδα του Eλληνισμού, τα Xανιά πόλη κατακτημένη πριν κάποιους αιώνες από τους Tούρκους. Aλλά στα ελληνικότατα Xανιά έχει τις ρίζες της ζωής του, ρίζες πατρίδας, ο Tούρκος. Kαι στην τουρκεμένη βίαια Kαππαδοκία έχει ζωντανές ρίζες πατρίδας η Eλληνίδα. «O άνθρωπος έχει ρίζες, κι όταν τις κόψουν πονεί, βιολογικά, όπως όταν τον ακρωτηριάσουν», έγραφε ο έμπειρος του ξεριζωμού Σεφέρης.
Kαι το αδυσώπητο ερώτημα που προκύπτει: Mπορεί να υπάρξει πατριωτισμός μόνο σαν ιδεολογική αυθυποβολή, δίχως ρίζες σε γη και σε κοινότητα; Πατριωτισμός σε ενοικιαζόμενο «δυάρι» ή «τεσσάρι» απρόσωπης τερατούπολης, σε κράτος αντίπαλο και μισητό, εχθρό του πολίτη; Πατριωτισμός όταν η ζωή σωφιλιάζεται στο τίποτα, σε ψυχολογικά υποκατάστατα του πραγματικού, κάτι σαν την ψυχανωμαλία της «ποδοσφαιροφιλίας»;
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_08/04/2012_478505
15 comments
«Oι αυτουργοί της καταληκτήριας σήμερα κρίσης (αυτοί που ενάντια σε κάθε λογική μας ζητάνε να διαχειριστούν και την έξοδο από την κρίση)» εἴμαστε, φυσικά, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Θέλουμε δὲν θέλουμε θὰ διορθωθοῦμε, διότι, ἁπλούστατα, δὲν ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ μείνουμε στὸ χάλι ποὺ βρισκόμαστε, ὂσο κι ἂν θὰ μᾶς βόλευε κάτι τέτοιο.
«Mπορεί να υπάρξει πατριωτισμός μόνο σαν ιδεολογική αυθυποβολή, δίχως ρίζες σε γη και σε κοινότητα;» Ὡς ἰδεολογικὴ αὐθυποβολή, ὄχι, δίχως ρίζες σὲ γῆ, ναί, δίχως κοινότητα, ὄχι.
«Πατριωτισμός σε ενοικιαζόμενο «δυάρι» ή «τεσσάρι» απρόσωπης τερατούπολης, σε κράτος αντίπαλο και μισητό, εχθρό του πολίτη;» Ναί, διότι δέν εἶναι ὁ πατριωτισμὸς προνόμιο τῶν ἰδιοκτητῶν μονοκατοικιῶν στὰ εὐγενῆ προάστια. Οὔτε αὐτῶν ποὺ μισθοδοτοῦνται ἢ συνταξιοδοτοῦνται ἀπὸ τὸ κράτος καὶ τὸ καθιστοῦν ἀντίπαλο καὶ μισητό, ἐχθρὸ τοῦ πολίτη.
«Πατριωτισμός όταν η ζωή σωφιλιάζεται στο τίποτα, σε ψυχολογικά υποκατάστατα του πραγματικού, κάτι σαν την ψυχανωμαλία της «ποδοσφαιροφιλίας»; Ὄχι, ἀλλὰ ποῦ τὸ εἶδε ὁ Γιανναρᾶς ὅτι ἡ ζωὴ τῶν Ἑλλήνων «σωφιλιάζεται» στὸ τίποτα ; Γεμᾶτες εἶναι οἱ ἐκκλησίες, συσσίτια ὀργανώνονται, ἐλάχιστοι πατοῦν στὰ γήπεδα, οἱ ἐπιχειρήσεις ποδοσφαίρου χρεωκοποῦν.
Το γνωριζουμε οτι οι αυτουργοι της κρισης ειμαστε εμεις οι ιδιοι. Μας επεισε ηδη γι’αυτο ο Παγκαλος οταν εκστομισε το “τα φαγαμε ολοι μαζι”. Και εφ’οσον ολοι ειμαστε το ιδιο υπαιτιοι, λογικο ειναι να ειμαστε και ολοι το ιδιο ωφελημενοι απο την ολη κατασταση, οποτε με την μερικη πτωχευση και την επερχομενη ολικη θα βγουμε και ολοι τοσο κερδισμενοι οσο ουτε στ’ονειρο μας. Ποιο το προβλημα ;
Ἐμ βέβαια ! Καμμία εὐθύνη δὲν φέρει ὁ περιούσιος λαός ποὺ φοροδιέφευγε, εἰσφοροδιέφευγε, λούφαρε σὲ ἀμέτρητες ἀργομισθίες στὸ εὐρύτερο δημόσιο, εἰσέπραττε συντάξεις πεθαμένων καὶ ἐπιδόματα μαϊμοῦ, ἔκτιζε ἀμέτρητα αὐθαίρετα. Δὲν ἤξερε ὁ έξυπνότερος λαὸς τοῦ κόσμου ὂτι αὐτὰ θὰ τελείωναν ἄσχημα. Γιὰ ὅλα φταῖνε ἄλλοι, οἱ πολιτικοί, οἱ ξένοι, ὁποιοσδήποτε ἐκτὸς ἀπὸ ‘μᾶς !
Συμπεραινουμε λοιπον οτι ειναι οτι ολοι ειναι ενοχοι μηδενος εξαιρουμενου. Αυτη ειναι η αποδωση δικαιοσυνης σε ελληνικο στυλ. Ολοι ενοχοι το ιδιο οποτε ποιος θα την πληρωσει; φυσικα κανεις και αυτη ειναι η φυσικη καταληξη της λογικης σας.
Γιατί να είναι χειρότερο το τεσσάρι ή δυάρι στην Κυψέλη από το χαμόσπιτο στην Καππαδοκία; Γιατί να είναι λιγότερο πατριώτης ή Έλληνας Ο Αθηναίος από τον Σμυρνιό και τον Αλεξανδρινό;Ποτέ δεν κατάλαβα αυτές τις εμμονές του Γιανναρά, αυτή την απέχθεια για κάθε τι που σχετίζεται με το νεοελληνικό κράτος. Τελικά τι θέλει; Να ξαναγυρίσουμε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία; (το πρότεινε σε μιά επιφυλλίδα του άλλωστε). Θα ήθελε να μην έχει γίνει ποτέ η επανάσταση του ’21; Να παραμείνουμε διασκορπισμένοι στα Βαλκάνια και τη Μικρασία; Και τι θα είχαμε απογίνει όταν τριγύρω μας Βούλγαροι, Σέρβοι και Αλβανοί θα δημιουργούσαν τα δικά τους εθνικά κράτη; Ξεχνάει ο κ.Γιανναράς τη μοίρα άλλων απάτριδων λαών, Αρμένιων, Κούρδων και (των πλέον κοσμοπολιτών) Εβραίων.
Θα υποθεσω οτι συμφωνειτε οτι πρεπει να εχουμε διακριση οσον αφορα τα αιτια της κρισεως και τους υπευθυνους. Ας αλλαξουμε θεμα λοιπον διοτι οι ερωτησεις που θετετε προκαλουν προβληματισμο.
Τι ειναι αυτο που ιστορικα κανει τον Ελληνα να ξεχωριζει απο αλλους λαους; Εφ’οσον ο σκοπος του ανθρωπου ειναι η ομοιωση του με τον Χριστο, νομιζω οτι ο Ελληνας ισως πρωτοπορησε σ’αυτο και προ Χριστου κατορθωσε να ανεβασει το επιπεδο της ανθρωποτητας στην αναζητηση της αληθειας (στοχος παντα η Αληθεια). Η Ελληνικη σκεψη και γλωσσα ειναι μεγαλα δημιουργηματα αλλα και συγχρονως παραμενουν μωρια αν μεινουν ανεξαρτητα απο την διδασκαλια του Χριστου (πχ οπως το εξεφρασε ο Μεγας Βασιλειος).
Μετα Χριστον ο Ελληνας ανεδειξε μεγιστους πατερες και συνοπτικα μπορουμε να πουμε οτι η αξια του Ελληνα εγκειται στην Ορθοδοξη πιστη του και την Ελληνικη γλωσσα. Πιστευω οτι και ξενοι που ασπασθηκαν την Ορθοδοξια, ελκυστηκαν απο μονοι τους απο την ελληνικη γλωσσα και αγαπουν την Ελλαδα.
Τι σημαινει ομως αγαπη της Ελλαδος; Η αγαπη κατευθυνεται σε προσωπα, οχι σε απροσωπες υπαρξεις. Ακομη και αν αγαπαμε την φυση η πραγματα, στην ουσια αγαπαμε τον Δημιουργο και αυτον που μας τα δωρησε.
Αγαπη της Ελλαδος και πατριωτισμος, κατα την γνωμη μου υπαρχει σε σχεση με ορισμενους προγονους μας, απο Σωκρατη μεχρι Κολοκοτρωνη, οι οποιοι μεσα απο τους αιωνες ηταν φορεις του Ελληνικου πνευματος, οπως αυτο εξελισσοταν συνεχως, ασπαζομενο την Αληθεια. Αυτους αγαπαμε, αυτους σεβομεθα και σ’αυτους αισθανομαστε ιερη υποχρεωση για την προσφορα τους και την θυσια τους.
Δυστυχως το ελληνικο δενδρο παραγει ολο και λιγοτερο καρπο, αλλα παραγει. Πολλυς καρπος σαπιζει και πεφτει αλλα το δενδρο στεκεται. Ο μονος τροπος να παραμεινουμε αισιοδοξοι ειναι να κοιταμε προς τα πανω τους καρπους και οχι το εδαφος γεματο σαπια φρουτα. Ο Ελληνας δεν περιοριζεται γεωγραφικα ακομη και φυλετικα κατα την γνωμη μου.
Η Ελληνικη σκεψη και γλωσσα ειναι μεγαλα δημιουργηματα αλλα και συγχρονως παραμενουν μωρια αν μεινουν ανεξαρτητα απο την διδασκαλια του Χριστου (πχ οπως το εξεφρασε ο Μεγας Βασιλειος).
Τι σχέση έχει η ελληνική σκέψη και γλώσσα με τον χριστιανισμό; Μήπως δεν προϋπήρχαν αυτού; Η ελληνική γλώσσα προσέφερε υπηρεσία στην εξάπλωση του χριστιανισμού, τουλάχιστον στην Ανατολή. Με τα αραμαϊκά δεν θα είχε πάει μακριά.
Ἡ Ἑλληνικὴ σκέψη καὶ γλῶσσα συμπορεύονται μὲ τὴν Χριστιανικὴ πίστη ἐδῶ καὶ εἴκοσι αἰῶνες. Αὐτὴ ἡ κοινὴ πορεία εἶναι ἀκριβῶς ἡ σχέση τους. Καὶ σήμερα ἀκόμη, ἄνθρωποι μαθαίνουν Ἑλληνικὰ γιὰ νὰ διαβάσουν στὸ πρωτότυπο Χριστιανικὰ κείμενα. Συνεπῶς, καὶ ἡ Χριστιανικὴ πίστη συνέτεινε στὴν διάδοση τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ὡς γλώσσης τῶν λογίων καὶ στὴν ἐπὶ μακροὺς αἰῶνες διατήρηση καὶ ἐξέλιξή της. Ἐπὶ πλέον, γιὰ πολλοὺς ἀλλοφώνους, ἡ Χριστιανικὴ πίστη ἔμεινε ὁ ἰσχυρότερος δεσμὸς μὲ τὸ Ἑλληνικὸ παρελθόν τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, στὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν, ἡ βάση γιὰ τὴν ἀνταλλαγὴ ἦταν τὸ θρήσκευμα καὶ ὄχι ἡ γλῶσσα. ἐπιλογὴ τὴν ὁποία ἐδικαίωσε ἀπολύτως ἡ ἱστορικὴ συνέχεια.
Νὰ προσθέσω γι’ αὐτὸν ποὺ λερώνει αὐτὸν τὸν ἰστοτόπο καὶ τὴν ἰδέα τοῦ πατριωτισμοῦ αὐτοαποκαλούμενος «Πατριώτης» ὅτι ἐπεχείρησε νὰ μεταφέρει τὶς βρωμερές του πράξεις λασπολογίας, τὶς ὁποῖες δοκίμασε πρῶτα ἐδῶ, καὶ σὲ ἄλλον, ἄσχετο, ἰστοτόπο κυρίως τεχνολογικοῦ ἐνδιαφέροντος, ὅπου ἔφαγε μεγαλοπρεπῶς πόρτα στὰ μοῦτρα. Φυσικά, τὸ «Ἀντίβαρο» εἶναι πάντοτε ἀνοικτὸ καὶ σὲ συκοφάντες καὶ σὲ λασπολόγους καὶ σὲ κουκουλοφόρους καὶ σέ δειλούς. Διότι, μὲ τὴν ἐλευθερία τοῦ λόγου μαθαίνουμε, ἀπὸ τὰ ἔργα τους, τὸ πραγματικὸ ποιόν τους, τὸ ὁποῖο νομίζουν πὼς κρύβουν κάτω ἀπὸ μεγαλόστομα ψευδώνυμα. Γκιντὶ ψευτοΠατριώτη !
Πού μετέφερα λασπολογίες εγώ; Για ποιον ιστότοπο μιλάς; Δώσε στοιχεία, κατ’ επάγγελμα υβριστή και συκοφάντη.
Ἔκανα μιὰ ἐξαίρεση ἀπὸ τὴν τακτική μου νὰ μὴν ἀπαντῶ ἀπ’ εὐθείας σὲ συκοφάντες καὶ λασπολόγους ἐπειδή τὸ θράσος ποὺ παρατήρησα ἦταν πρωτόφαντο, ἀκόμα καὶ γιὰ κάποιον συνηθισμένον στὸν φθόνο. Ἀλλὰ δὲν πρόκειται ν’ ἀνοίξω καὶ διάλογο.
Σέ ζητὴματα συκοφαντίας καὶ λασπολογίας, ὅποιος άπολογεῖται θέτει τὸν ἑαυτό του σὲ θέση κατηγορουμένου καὶ κατ’ ἀρχὴν ἐνόχου, ὁ ὁποῖος καλεῖται νὰ ἀποδείξει ὅτι εἶναι ἀθῶος. Εΐναι τὸ πασίγνωστο τακτικὸ πλεονέκτημα τοῦ συκοφάντη καὶ τοῦ λασπολόγου. Ἄλλωστε, ὅταν κάποιος τρώει πόρτα σὲ ἱστοτόπο ποὺ ἔχει αὐτὴν τὴν πολιτική, οἱ ἀκαθαρσίες του καθαρίζονται ἀμέσως.
Κι εγώ έκανα εξαίρεση στην τακτική μου να μην ασχολούμαι με γελοίους. Εξαπέλυσες επίθεση εναντίον μου, τώρα δεν μπορείς να αποδείξεις αυτά που λες και φαίνεται τι σόι καραγκιόζης είσαι. Όσοι μας διαβάζουν, θα βγάλουν τα συμπεράσματά τους.
Εἴπαμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὂτι ὅποιος προσπαθεῖ νὰ ἀποκρούσει δικανικῶς λασπολογία καὶ συκοφαντία καταλήγει νὰ προσφέρει δωρεὰν δημοσιότητα στὸν λασπολόγο καὶ συκοφάντη. Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ τρεῖς ἀκόμη διαφορές : Ἀλλο αὐτὸς ποὺ ὑπογράφει μὲ τὸ ὄνομά του καὶ ἄλλο αὐτὸς ποὺ γράφει πίσω άπὸ τὴν ἀσφάλεια τῆς ἀνωνυμίας καὶ τῆς κουκούλας. Καὶ ἄλλο αὐτὸς ποὺ συζητᾶ στὸν χῶρο ἑνὸς συγκεκριμένου ἱστοτόπου καὶ ἀντιδικεῖ μὲ ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο καὶ ἄλλο αύτὸς ποὺ μεταφέρει τὴν λάσπη του σὲ ἄλλα ἄσχετα μὲ τὴν συζήτηση πρόσωπα καὶ σὲ ἄλλους ἱστοτόπους. Αὐτὰ τὰ τέσσαρα εἶναι ἀποδεδειγμένα καὶ φθάνουν καὶ περισσεύουν γιὰ νὰ δείξουν τὸ ποιὸν ἑκάστου.
Η χρήση ψευδωνύμου είναι υπόθεση του καθενός. Η λασπολογία και συκοφαντία, χωρίς παράθεση στοιχείων, όχι. Παραμένεις ψεύτης και ποταπός, όσο δεν παραθέτεις στοιχεία, κάτι που συνηθίζεις άλλωστε. Αυτός είναι ο χαρακτήρας σου και αυτή είναι η σοβαρότητά σου, καραγκιόζη.
Συνέχισε να δίνεις ρεσιτάλ αυτογελοιποίησης, πρόβλημά σου. Ρεσιτάλ παλιανθρωπιάς, θα συνεχίσεις να δίνεις μόνον όσο σε ανέχονται οι υπεύθυνοι του Αντίβαρου.
Θα μ’ ενδιέφερε να διαβάσω την άποψή των.
Δηλαδή, ἀμολᾶ ὀ λασπολόγος καὶ συκοφάντης ὅ,τι κατεβάσει ἡ κούτρα του καὶ μετά, πρέπει τὸ θῦμα νὰ ἀσχοληθεῖ νὰ φέρει ἀποδείξεις ὅτι αὐτὸ εἶναι ψευδές. Εἶναι μέθοδος γνωστὴ καὶ στὴν γάτα.
Τὸ σχετικῶς πρωτότυπο συγκεκριμένου λασπολόγου συκοφάντη εἶναι ἡ ἀπόπειρα νὰ λασπωθοῦν καὶ νά συκοφαντηθοῦν πρόσωπα ὅλως ἄσχετα μὲ συγκεκριμένη συζήτηση καὶ ἡ μεταφορὰ τῆς λασπολογίας καὶ τῆς συκοφαντίας σὲ ἄλλους ἀσχέτους ἱστοτόπους συζητήσεων. Αὐτὰ τὰ δύο στὸ διαδίκτυο εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ ἀποβληθεῖ κανεὶς διὰ βίου ἀπὸ ἕναν ἱστοτόπο. Ἁπλῶς, τὸ «Ἀντίβαρο» φαίνεται νὰ ἔχει μέχρι σήμερα ἀναγνῶστες, οἱ ὁποῖοι δὲν χρειάζονται ἀστυνομικὴ παρέμβαση γιὰ νὰ σχηματίσουν γνώμη. Ξέρουν ποιοί ξεκινοῦν καυγάδες καὶ ποιοί περιμένουν μὲ καρτερία νὰ τοὺς προκαλέσει ὁ ἀπρεπὴς καὶ ἀνάγωγος (κατά τύχην σχεδὸν πάντοτε ἀνώνυμος) δύο καὶ τρεῖς φορὲς πρὶν ἀπαντήσουν.