Κατά τά παιδικά μου χρόνια εἶχα τή ρομαντική αἴσθηση ὅτι κάτι οὐσιαστικό λείπει ἀπό τόν τόπο μας, πού δέν μπορεῖ νά προσεγγίσει τά πρότυπα καί τήν τελειότητα πού ὑπῆρχαν ἀλλοῦ, σέ χῶρες τῆς Δύσης, ὅπως φαντασιακά παρουσιάζονταν τότε καί μᾶς θάμπωναν. Ἡ πατρίδα μας ὑστεροῦσε καί δέν ἦταν παρά ἕνα χλωμό κακέκτυπο τῶν λαμπρῶν καί πολιτισμένων ἐκείνων χωρῶν.
Ἦταν ἡ ἐποχή πού ὅλα ἄλλαζαν γύρω μας. Ὑπῆρχε γιά τή χώρα μας τότε τό ὄνειρο τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ καί τῆς προόδου. Ἕνα ὄνειρο τοῦ ὁποίου, μόνιμη συνειρμική ἀναφορά ἦταν ὁ Ἀμερικανισμός, ὅπως προβάλονταν ἀπό τά περιορισμένα μέσα πληροφόρησης τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί, κυρίως, ἀπό τόν κινηματογράφο.
Ἦταν ἡ ἐποχή πού ἡ αἴγλη τῆς μεγάλης ἀστικῆς παράδοσης τῶν Δυτικῶν, μᾶς ἔδινε ὡς μέτρα ἀξιῶν τό ὑψηλό καί τήν κυριαρχία. Ἡ ἐπικράτηση τέτοιων ἀντιλήψεων μᾶς ἀπομάκρυνε ἀπό τή νεοελληνική παράδοση, τήν ὁποία χαρακτηρίζει ὁ λαϊκός πολιτισμός, ἡ ἀγαπητική καί ὄχι ἡ ὑπεροπτική διάθεση καί ἡ ἐπιθυμία γιά παραμυθίαση. Τότε ἡ ὀνομασία “Ρωμηός” εἶχε σαφῆ ἀρνητική σημασία. Δέν θέλαμε πιά νά εἴμαστε “Ρωμηοί”. Θέλαμε νά ἐνσωματωθοῦμε σέ ἕνα καινούργιο κόσμο πού ἔλαμπε, μακρυά ἀπό τή φτώχεια καί τήν καθυστέρησή μας.
Μετά, κατά τά γυμνασιακά μου χρόνια, ἀπόκτησα μία εἰκόνα τῆς Ἑλλάδας γεμάτης μάρμαρα καί ἀρχαῖα ἐρείπια. Αἰσθανόμουν μεμψιμοιρία καί μέ ἐνοχλούσε ἡ πραγματικότητα. Παρά τήν προσήλωσή μου σέ σύγχρονα διεθνῆ πρότυπα, ὅπως προβάλλονταν ἀπό τήν πληροφόρηση, ἀπόκτησα τήν ἐνδόμυχη ἐλπίδα, ὅτι ἡ πατρίδα μας, παρά τή φτώχεια καί τήν ὑπανάπτυξή της, θά ἀνερχόταν πάλι στήν κορυφή, ὅπου, βασισμένη στόν κλασικό της πολιτισμό, θά ὁδηγοῦσε ξανά τήν ἀνθρωπότητα.
Ὡστόσο, εἶχα κάποιες ἀμφιβολίες στίς σκέψεις αὐτές. Θαύμαζα τήν ἀρχαιότητα, ἐκεῖνο ὅμως πού μέ ἀπασχολοῦσε ἦταν ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα. Οἱ ἀμφιβολίες μου ἔγιναν μέ τά χρόνια ὑποψία ὅτι κάτι ὑπάρχει πού τό βίωνα καί τό αἰσθανόμουν, ἀλλά πού ἦταν καί ἄγνωστο καί διαφορετικό ἀπό τά πρότυπα πού εἶχα θέσει. Τί ἦταν αὐτό πού μᾶς κράτησε ἀκλόνητους στή δοκιμασία τῆς Τουρκοκρατίας καί τί ἔλειπε τώρα, πού εἴχαμε τόσα ἐπιτύχει;
Τότε, μετά ἀπό ταξίδια καί περιπλανήσεις στήν ἑλληνική ὕπαιθρο, ἀνακάλυψα ὅτι φυλαγόταν ἀκόμη γιά μᾶς, ἕνα ζωντανό παρελθόν πολλῶν αἰώνων καί ἕνας δικός μας, ἀλλά ἄγνωστός μου, πολιτισμός. Ὑπῆρχε γύρω μου μία ζῶσα, ἁπτή πραγματικότητα, πού ἤθελα νά τήν ἀγνοῶ, καί πού εἶχα μάθει νά τήν περιφρονῶ. Ὅ,τι ξεκίνησε σάν ἐκδρομές, κατέληξε νά μοῦ ἀνοίξει τόν δρόμο γιά ἐπαφή μέ ἕναν ἄλλο οἰκεῖο, ἀλλά καί ἄγνωστο κόσμο καί νά βεβαιώσει ἔτσι τήν ὑποψία μου γιά τήν ὑπεροψία καί τήν ἄγνοιά μου. Ἄρχισα τότε νά ἀντιλαμβάνομαι τήν ψευδαίσθηση τῆς ἰδέας τῆς προόδου καί τό πρόσκαιρο τῶν ἰδεολογιῶν, στίς ὁποῖες μᾶς εἶχε ὑποτάξει ἡ προσήλωση σέ πρότυπα πού δέν ταίριαζαν σέ μᾶς καί πού δέν ἦταν δικά μας καί νά ἀνακαλύπτω γύρω μου τά στοιχεῖα μιᾶς αὐθεντικῆς ἑλληνικῆς ζωῆς.
Προσπάθησα νά κατανοήσω τόν ψυχισμό μας ἀναζητώντας τό μόνιμο καί σταθερό ὑπόβαθρο πού στηρίζει τήν ἰδιαιτερότητά μας. Ἔμεινα ἄναυδος ὅταν ἄρχισα νά καταλαβαίνω τί πέτυχαν αὐτοί πού “ἐκτήσαντο τῇ ταπεινώσει τά ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τά πλούσια”. Αὐτό ἦταν κάτι ἀπολύτως διαφορετικό ἀπό ὅ,τι ὁ συρμός ἐπέβαλλε. Ὅ,τι πρίν μοῦ φαίνονταν ἀσήμαντο, ξεπερασμένο καί φτωχικό, μοῦ ἔδινε τώρα τήν αἴσθηση τοῦ μέγιστου πού ἀναδύεται ἀπό τό ἐλάχιστο, αὐτοῦ πού εἶναι βαθύ καί κρύβεται μέσα στό ἁπλό, τοῦ ὑψηλοῦ πού καταξιώνεται μέσα ἀπό τό ταπεινό καί τοῦ ἀνεκτίμητου πού βρίσκεται μέσα στό εὐτελές.
Αὐτά εἶναι πράγματα τῆς ἐμπειρίας καί εἶναι δεδομένα, ἀλλά δύσκολα περιγράφονται. Εἶναι πράγματα πνευματικά στήν οὐσία τους, μεταφερμένα σέ ζῶσα ἱστορική μορφή καί καθημερινή πρακτική : εἶναι ἡ ἀντίληψή μας γιά τήν ἀξία τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας˙ εἶναι ἡ περιφρόνηση κάθε ὀργανωμένης καταπίεσης˙ εἶναι ἡ ἀπόρριψη τῆς ἀπαίτησης τοῦ λογικοῦ νά συλλάβει καί νά χρησιμοποιήσει τό πραγματικό˙ εἶναι ἡ ἀναγωγή ἀπό τό ἐμπειρικό στό νοητικό, δηλαδή ἡ συνεχής καί ἀκαταμάχητη τάση μας πρός τή μεταφυσική καί τό ἐπέκεινα, πού μᾶς ὁδηγεῖ στόν πλοῦτο τῶν ἰδεῶν καί τή βαθύτητα τῶν αἰσθημάτων, ἀλλά καί τρέφει τούς μόνιμους διχασμούς μας καί τόν ἔντονο συναισθηματισμό μας˙ εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ τραγικοῦ, πού ὑποβάλλει ὁ μονίμως καί πανταχόθεν ἀπειλούμενος ἑλληνικός χῶρος˙ εἶναι ἡ μοναξιά τοῦ Ἑλληνικοῦ, πού περιβάλλεται ἀπό τό ἑτερόδοξο˙ εἶναι ἡ παρουσία καί ἡ λάμψη τοῦ ἑλληνικοῦ φωτός˙ εἶναι τό ἰδιαίτερο ἦθος, πού χαρακτηρίζει τόν καθημερινό μας βίο καί τήν προσέγγισή μας στή ζωή, πού εἶναι στή βάση της αἰσθητική˙ εἶναι ἡ ἀντίληψη μας γιά τήν οὐσία θεότητας, πού ἐνυπάρχει στήν ἑλληνική φύση, ἤ ἀλλιῶς, ἡ πίστη μας στόν ἁγιασμό τοῦ κόσμου καί στήν ἑνότητα τοῦ πραγματικοῦ καί τοῦ ὑπερβατικοῦ˙ εἶναι ἡ πεποίθηση τῆς ἑνότητας, (ἤ, καλύτερα, τοῦ συναμφότερου), σώματος καί πνεύματος, ἤ μέ ἄλλα λόγια, ἡ κατάφαση τῆς σωματικῆς πραγματικότητας μέ ταυτόχρονη ἐλεύθερη ὑποταγή σέ μία πνευματική τάξη˙ εἶναι ἡ ἄρνηση του ὑπερβολικοῦ καί τοῦ μεγέθους˙ εἶναι ἡ ἀγαπητική καί παραμυθητική καί ὄχι κυριαρχική στάση ἀπέναντι στόν κόσμο˙ εἶναι ἡ θαυμαστή συμφωνία μεταξύ πίστης καί πράξης, καθώς καί ἰδεολογικῆς δράσης μέσα στήν ἑλληνική ἱστορία˙ εἶναι ἡ συνέχεια καί ἡ συνέπεια τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας˙ εἶναι ἡ ἱστορική μνήμη, πού μᾶς δίνει τό μέτρο τῆς κρίσης καί τῆς σύγκρισης˙ εἶναι τά ἱστορικά δικαιώματα, πού στηρίζουν τούς ἀπελευθερωτικούς καί ἀμυντικούς ἀγῶνες μας˙ εἶναι ἡ περιφρόνηση τῆς ἀτομικῆς αὐτάρκειας˙ εἶναι τό κατόρθωμά μας νά συμβιβάσουμε τήν ἀτομική ἐπιβίωση μέ τήν ἀτομική εὐθύνη μέσα στίς κοινότητες, πού σήμερα μεταλλάσσεται σέ ἄκρατο ἐγωϊσμό καί ἀναρχική στάση˙ εἶναι τό διαχρονικό, ἡ ζωτικότητα καί ὁ πλοῦτος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, πού εἶναι ἡ γλῶσσα πού μπορεῖ νά προσεγγίσει τό μεταφυσικό˙ εἶναι ἡ μοναδικότητα καί οἱ ἰδιορρυθμίες τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς˙ εἶναι οἱ λογάδες τοῦ γένους, πού διαχρονικῶς συντηροῦν καί στηρίζουν τήν ὑπόστασή μας˙ εἶναι ἡ εὐαισθησία καί ἡ ἁρμονία τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς, πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό τίς λεπτές ὑποδιαιρέσεις τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς κλίμακας˙ εἶναι ἡ μεγάλη εὐαισθησία, ἡ συνέχεια καί τό αὐθόρμητο τῆς λαϊκῆς μας τέχνης, πού ὁδηγεῖ σέ κορυφαίας ποιότητας καλλιτεχνική δημιουργία˙ εἶναι ἡ ὕπαρξη τῶν χιλιάδων μνημείων, πού στεφανώνουν τόν ἑλληνικό χῶρο˙ εἶναι ἡ παρουσία καί ἡ πραγματικότητα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν πατερική, τήν ἡσυχαστική καί τή φιλοκαλική παράδοση, πού ζωοδοτεῖ τά χίλια μοναστήρια τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου˙ εἶναι ἡ προστατευτική παρουσία τῶν Ἁγίων˙ εἶναι ἡ μνήμη τῶν Νεομαρτύρων, τῶν ἡρώων τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ˙ εἶναι ἡ ἀνησυχία, πού μᾶς ὁδηγεῖ στούς τέσσερις ὁρίζοντες καί τά ἐπιτεύγματά μας στήν οἰκονομία καί τό ἐμπόριο˙ εἶναι ἡ ἄρνησή μας νά αὐτοπροσδιορισθοῦμε φυλετικά˙ εἶναι ἡ οἰκουμενικότητα πού βρίσκεται πίσω ἀπό τίς μορφές τοῦ Ἑλληνικοῦ˙ εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ πολιτιστικοῦ χρέους πρός τήν οἰκουμένη˙ εἶναι ἡ λάμψη τοῦ οἰκουμενικοῦ κλασικοῦ πολιτισμοῦ˙ εἶναι τό μεγαλεῖο τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας˙ εἶναι ὁ γεμᾶτος βαθιά αἰσθήματα βυζαντινός πολιτισμός.
Ἐπισκεπτόμενος τήν Κωνσταντινούπολη εἶδα μία πλευρά τῆς ἑλληνικότητάς μας πού ὑποπτευόμουν, ἀλλά δέν καλοήξερα ὅτι ὑπάρχει. Διεπίστωσα κατάπληκτος τήν ὕπαρξη ἑνός συναισθηματικοῦ πόλου, πού ἀφοροῦσε ἀποκλειστικά ἐμᾶς. Ἀποκομμένοι ἀπό ἕνα χῶρο, πού ἦταν πολύ σημαντικός γιά μᾶς, βρεθήκαμε νά ἀγνοοῦμε τήν ἐσωτερική μας διάσταση. Ἀκόμη καί χωρίς Ρωμηούς, ἡ Κωνσταντινούπολη μοῦ ἔδινε τήν αἴσθηση ὅτι ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας οὐσιαστικός ἐσωτερικός χῶρος καί διαπίστωνα τήν οἰκείωση τοῦ περιβάλλοντος, τῶν ἱερῶν χώρων καί τῶν κτισμάτων πού ὑπῆρχαν γιά γενιές ἐκεῖ, μάρτυρες τῆς ταυτότητάς μας, πράγματα πού ἱστορικά γεγονότα μᾶς ὑποχρέωσαν νά ἀγνοοῦμε[1]. Τό Βυζάντιο καί ὁ μέγας πολιτισμός του δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἱστορική περίοδος, ἀλλά τά βάθρα καί ἡ πηγή τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Ὁ μῦθος τῆς Ρωμανίας καί τῆς Ρωμηοσύνης, ἀγνοημένος, ξεχασμένος καί ἀπωθημένος στό συλλογικό μας ὑποσυνείδητο, πλήν παραδόξως καί μυστικῶς καταλάμπων, ἔχει τήν ἑστία του στήν Κωνσταντινούπολη, τή γεμάτη σήμερα νεήλυδες ἀπό τήν Ἀνατολή.
Οἱ διαπιστώσεις αὐτές, πού στή βάση τους ἦταν ἐμπειρικές, ἄνοιξαν μέσα στίς βεβαιότητες, στίς μυριάδες ἀπό τά συμβάντα καί τή χαότητα τῶν φαινομένων, ἕνα τρόπο προσέγγισης τοῦ ἀνεξήγητου πού ἤμουν πιά βέβαιος ὅτι δέν ἦταν ἁπλό ἰδεολόγημα. Κατάλαβα τότε, ὅτι οἱ πολιτισμικές μας καταβολές μᾶς ὑποχρεώνουν νά σεβαστοῦμε τή συγκεκριμένη ἰδιαιτερότητά μας καί νά ἀρνηθοῦμε τήν ἐξομοίωση, πού πιεστικά μᾶς ζητοῦσαν καί προσπαθοῦσαν νά μᾶς ἐπιβάλουν.
Στό κλῖμα αὐτό οἱ διαφορές μας καί μέ τή Δύση καί μέ τήν Ἀνατολή δέν εἶναι ἁπλῶς ἱστορικές, ἀλλά βρίσκονται πιά στή σφαῖρα τοῦ μεταφυσικοῦ, δηλαδή στόν τρόπο πού προσεγγίζουμε τήν ὕπαρξη, τόν κόσμο καί τά προβλήματά τους.
Ὁδηγήθηκα τότε στό συμπέρασμα ὅτι τά σύνορά μας βρίσκονται κάτω ἀπό μία συνεχή πίεση. Ὅτι σύνορά μας δέν εἶναι αὐτά μόνο τῆς Μακεδονίας καί τῆς Θράκης, τοῦ Αἰγαίου καί τῆς Κύπρου, ἀλλά καί αὐτά πού συνειδητοποιοῦμε μέσα ἀπό τήν παράδοση καί τήν παιδεία.
Ἀπόκτησα ἔτσι, μία συνεχή τάση καί ἐπιδίωξη νά ἀντιστέκομαι σέ ὅ,τι καί σέ ὅσα θεωροῦσα ὅτι μέ ἐξωθοῦσαν στήν ἰσοπεδωτική ἀλλοτρίωση. Τίποτε δέν μοῦ ἔγινε πιό προσιτό ἀπό αὐτό πού κατανοοῦσα καί αἰσθανόμουν ὡς αὐθεντικό καί ὡς οἰκεῖο. Ἄρχισα νά ἀποφεύγω, ὅ,τι ὁ συρμός καί τά μέσα μαζικῆς πληροφόρησης ἐπέβαλαν καί νά προτιμῶ περιφερειακά περιβάλλοντα, τά ὁποῖα ἀντιστέκονται σέ ὅ,τι ἐπιβάλλει τή λήθη καί τήν ἀποκοπή στό ὄνομα τοῦ ψευδεπίγραφου ἀλλοτριωτικοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ καί τῆς ἄκριτης μίμησης. Ὁ Ρωμηός ἀντιστέκεται ἀσυναίσθητα καί ἀσυνείδητα στήν ἐπιβολή τῆς Δύσης καί ἀπαιτεῖ τήν ἰδεολογική καί τήν πνευματική ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Οἱ ἀλλαγές αὐτές στή στάση μου κράτησαν πολλά χρόνια. Γιά μεγάλα διαστήματα μοῦ ἦταν ἀδύνατο νά βεβαιώσω ἤ νά ξεπεράσω τίς ἀμφιβολίες μου. Βρισκόμουν σέ μία συνεχή κρίση βεβαιοτήτων.
Ἡ σύγκρουση ἰδεολογιῶν σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο εἶχε δημιουργήσει στή χώρα μας ἀσφυκτικές πιέσεις. Εἴμαστε πεδίο ἀνταγωνισμοῦ ἰδεολογιῶν καί ρευμάτων, πού εἴχαν περιχαρακώσει τήν ἔκφραση καί τή σκέψη. Γιά χρόνια, ἡ ἀχαλίνωτη πολιτικολογία κυριαρχοῦσε παντοῦ. Τό ἀποτέλεσμά της ἦταν οἱ ἰδεολογικές τρομοκρατίες, οἱ ὁποῖες μᾶς ἐπέβαλλαν νά ἀγνοοῦμε τά μεγάλα ζητήματα τῆς παράδοσης, τῆς αὐτογνωσίας καί τῆς ταυτότητας.
Τά τελείως πρόσφατα κοσμοϊστορικά γεγονότα : ἡ κρίση τῶν ἰδεολογιῶν, ἡ ἀπαξίωση τῶν οὐτοπιῶν, ἡ κυριαρχία τῆς παγκοσμιοποίησης καί τῆς κομφορμιστικῆς πληροφόρησης, ἡ ἐπιβολή τῆς δυτικοποίησης, ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ἰδέας τῆς ἀνάπτυξης καί οἱ γύρω μας ἐθνικισμοί, δημιουργοῦν συνθῆκες συνείδησης τῆς κρίσης ταυτότητας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μέσα ἀπό τήν καθολική του κρίση.
Ἡ προσωπική μου αὐτή διανοητική ἐμπειρία δέν εἶναι ἄσχετη πρός τά ρεύματα πού διαπερνοῦν τήν ἑλληνική κοινωνία. μοῦ φαίνεται ὅτι ἡ παροῦσα φάση τῆς διαχρονικῆς μας κρίσης ταυτότητας πλησιάζει σέ ἀποφασιστική καμπή. Ἡ προσέγγισή μας σέ μία κατάσταση αὐτογνωσίας, βοηθούσης τῆς οἰκονομικῆς μας ἀνάπτυξης, ἴσως, παρά τή γεωγραφική καί τή δημογραφική μας συρρίκνωση, μᾶς ὁδηγήσει στό νά ξεπεράσουμε τά μεγάλα προβλήματα πού σήμερα ἀντιμετωπίζουμε. Μία τέτοια προοπτική θά ἔχει μεγάλη σημασία γιά μᾶς ὡς ἱστορικό λαό, ἀλλά καί μακρύτερα ἀπό μᾶς. “ Ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡ σοφία βασιλεύει”.
[1] Ὁ Ἕλληνας ἐπισκέπτης ἀναγνωρίζει στήν Κωνσταντινούπολη μία ἑστία τῆς πολιτισμικῆς του ἐπιβεβαίωσης. Οἱ Ἕλληνες βλέπουν, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον, τήν Κωνσταντινούπολη μέ ὑποκειμενικό τρόπο. Δέν εἶναι δυνατό νά γίνει ἀλλιῶς. Αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά λίγα ζητήματα στά ὁποῖα, συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, συμφωνεῖ τό μόνιμα διχασμένο ἑλληνικό ἔθνος.