Απολύτως αναμενόμενο είναι ότι, σε χώρες εσωτερικά αποδυναμωμένες, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, θα ασκηθούν ισχυρές γεωπολιτικές πιέσεις. Ιδίως όταν ο Γερμανός «πάτρωνας» καλλιεργεί στενές σχέσεις με την Τουρκία. Η αναφορά του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών σε ελληνοκυπριακή «κοινότητα» αντί γιά κράτος (την στιγμή που η Κύπρος είναι μέλος του ΟΗΕ) πέρασε μεν στα «ψιλά» της επικαιρότητας, αλλά εκτός από εξοργιστική είναι και χαρακτηριστική της ροπής των πραγμάτων.
Θα ώφειλε η ελληνική κυβέρνηση να έχει ήδη διευρύνει την αμυντική ισχύ της χώρας με γενναία μέτρα, όπως η αύξηση της θητείας, και να έχει ήδη αναβαθμίσει την διπλωματική μας εκπροσώπηση στην μόνη στρατιωτική συμμαχία στην οποία μετέχει η Ελλάδα, δηλαδή στο ΝΑΤΟ. Θα μπορούσε π.χ. να αποστείλει στις Βρυξέλλες και στην Ουώσινγκτων πολυπληθή συμβουλευτική ομάδα συνταξιούχων διπλωματών, στρατιωτικών και τεχνοκρατών (οι οποίοι λόγω πατριωτισμού δεν θα απαιτούσαν ούτε κάν αμοιβή εκτός των οδοιπορικών). Και όλα αυτά σε απόλυτο συντονισμό με την Κυπριακή Δημοκρατία, διότι η συνέργεια των δύο κρατών θα υπερπολλαπλασίαζε το αποτέλεσμα.
Αλλά δεν το έκανε. Τώρα, λοιπόν, η Κύπρος θα βρεθεί στην δίνη νέων, ισχυρότερων πιέσεων, που θα συντονίζονται από τον άξονα Βερολίνου-Αγκύρας. Δεν θα πρόκειται γιά ένα σχέδιο Ανάν, αλλά γιά κάτι πολύ χειρότερο: την διϋλιση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ένα νέο μόρφωμα, το οποίο θα ελέγχεται γεωπολιτικά από την Άγκυρα και γεωοικονομικά από το Βερολίνο. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός στην διεθνή πολιτική γιά να καταλάβει ότι το διακύβευμα είναι το φυσικό αέριο.
Το κάρφος στον οφθαλμό της Γερμανίας και της Τουρκίας είναι ασφαλώς ο ενεργειακός άξονας Κύπρου-Ισραήλ (και δυνητικά Ελλάδας, εάν το εγχώριο πολιτικό σύστημα δεν αδρανούσε). Μία «ρύθμιση» του Κυπριακού στην κατεύθυνση της «διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας» θα ακυρώσει τον άξονα με το Ισραήλ (που αποτελεί προέκταση του δυτικού συστήματος ασφαλείας στην Εγγύς Ανατολή). Ταυτόχρονα, θα καταστήσει την Τουρκία επικυρίαρχο της Κύπρου και την Γερμανία προνομιακό ενεργειακό παράγοντα στην θάλασσα φυσικού αερίου και πετρελαίου που περιβάλλει την Μεγαλόνησο. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτή η τροπή θα αναβαθμίσει ενεργειακά την Γερμανία και θα την καταστήσει ισχυρό γεωπολιτικό ανταγωνιστή των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρεταννίας, της Γαλλίας και όλων των δυνάμεων με παγκόσμια επιρροή. Δεν είναι τυχαίο που ο (κατά τα άλλα διακοσμητικός….) Γερμανός πρόεδρος διακήρυξε προ ημερών ότι η χώρα του πρέπει να παρεμβαίνει στρατιωτικά σε όποιο σημείο του πλανήτη βρίσκεται σε κρίση.
Επομένως, Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να αντισταθούν σε οποιαδήποτε «λύση» του Κυπριακού θα συνεπάγεται έμμεση συμμετοχή των Τούρκων στην διακυβέρνηση του συνόλου της μεγαλονήσου, μέσω της απολύτως ελεγχόμενης από την Άγκυρα τουρκοκυπριακής συνιστώσας.
Μόνον εάν η τουρκική πλευρά δεχόταν την πλήρη απόσυρση των στρατευμάτων της και των εποίκων από την Ανατολία, παρέδιδε την Αμμόχωστο και την Μόρφου στην ελληνική πλευρά, δεχόταν ότι ο πρόεδρος της ενωμένης Κύπρου θα εκλέγεται από τον κυπριακό λαό (Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους) με καθολική ψηφοφορία και χωρίς υποχρεωτική εναλλαγή Τουρκοκύπριου στην προεδρία, και εάν υπέγραφε σύμφωνο μη επιθέσεως με την Κυπριακή Δημοκρατία, τότε ναι, θα είχε νόημα μία λύση του Κυπριακού.
Φυσικά (εκτός ευχάριστης εκπλήξεως), η Τουρκία δεν πρόκειται να δεχθεί μία τέτοια λύση που δεν θα εξυπηρετεί τον στρατηγικό σχεδιασμό της, που είναι η επέκταση του γεωπολιτικού ελέγχου της Άγκυρας και στο νότιο τμήμα, και η πρόσβαση στους ενεργειακούς πόρους. Όσοι αντιμετωπίζουν τις διεθνείς σχέσεις ως πεδίο άσκησης δημοσίων σχέσεων, εφαρμογής ανθρωπιστικών αρχών, φιλικών αισθημάτων και καλής γειτονίας, όχι μόνον είναι εκτός πραγματικότητος αλλά οδηγούν και σε επικίνδυνα σφάλματα γεωπολιτικών επιλογών.
Η εναλλακτική λύση στην οποία λοιπόν πρέπει να είναι σταθερά προσανατολισμένη η εληνική πλευρά,είναι α. η αμυντική και διπλωματική ενίσχυση των δύο κρατών, Ελλάδας και Κύπρου, β. η ενεργοποίηση της ελληνικής παρουσίας στον ΟΗΕ, στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γ. η σύσφιξη της στρατηγικής σχέσης με το Ισραήλ, δ. η υποβολή συγκεκριμένης και σύμφωνης με το διεθνές δίκαιο αντιπρότασης στον κύριο Μπαν-Κι-Μουν, που να προβλέπει βιώσιμο, λειτουργικό και ενιαίο Κυπριακό κράτος, στο οποίο οι γηγενείς Τουρκοκύπριοι θα είναι ισότιμοι πολίτες χωρίς μειονοτικά χαρακτηριστικά.
Δημοσιεύθηκε στην πρωινή εφημερίδα “Kontra News” την Τετάρτη 5.2.2014.
*Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης.