Tuesday 1 October 2024
Αντίβαρο
Αρθρογραφία Δημήτρης Σταθακόπουλος

Summum jus, Summa injuria – H υπερβολική δικαιοσύνη είναι υπερβολική αδικία

Στο ρωμαϊκό δίκαιο υπήρχε η «αρχή: summum jus, summa injuria, δηλ.:                             «η υπερβολική δικαιοσύνη είναι υπερβολική αδικία»

Επίσης, ο Νόμος , – όπως έχει αναλύσει η φιλοσοφία του δικαίου  -, ως ανθρώπινο δημιούργημα/κατασκεύασμα είναι a priori ατελής και γι’αυτό προβλέπεται η τροποποίησή του, η επικαιροποίηση και συχνά η κατάργησή του. Ο Νόμος , δεν είναι το δίκαιο, αλλά το εργαλείο για να «βρούμε» το δίκαιο.

Πηγή του δικαίου είναι πρωτίστως το έθιμο ( φθάνει να μη υπερβαίνει την καλώς νοούμενη έννομη τάξη {π.χ  βεντέτα}) και ο Νόμος.

Ο Νόμος ως πηγή δικαίου, λαμβάνει με την ευρύτερη αυτού έννοια, πάσα γραπτή πηγή δικαίου που θέτει η Πολιτεία ( και όχι το κράτος/δύναμη/βία, το οποίο ενίοτε νομοθετείται αυθαίρετα κατά των υπηκόων ( υπό+ακούω ), ενώ η Πολιτεία νομοθετείται για και υπέρ των Πολιτών ).

Έτσι με την ευρύτητα του όρου, ο Νόμος περιλαμβάνει το Σύνταγμα, τα Ψηφίσματα, τις Συντακτικές πράξεις, τους Αναγκαστικούς Νόμους, τους υπό τη στενή έννοια Νόμους, τα κανονιστικού περιεχομένου διατάγματα και τις Υπουργικές αποφάσεις.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ( Ε.Ε ) , οι πηγές του δικαίου είναι τρεις:

Οι πρωτογενείς πηγές, οι παράγωγες πηγές και οι πηγές επικουρικού δικαίου.

Ως γνωστόν, οι πηγές πρωτογενούς δικαίου, ή το πρωτογενές δίκαιο, περιλαμβάνουν ουσιαστικά τις ιδρυτικές Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι πηγές παράγωγου δικαίου αποτελούνται από στοιχεία του δικαίου που θεμελιώνεται στις Συνθήκες, το δε παράγωγο δίκαιο περιλαμβάνει το μονομερές παράγωγο δίκαιο και το δίκαιο των συμβάσεων.

Οι πηγές επικουρικού δικαίου αποτελούνται από στοιχεία δικαίου που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες μιάς και πρόκειται, για τη νομολογία του Δικαστηρίου, το διεθνές δίκαιο και τις γενικές αρχές δικαίου.

Φυσικά η Νομική οργάνωση μιάς κοινωνίας και η άσκηση πολιτικής γίνεται , ή πρέπει να γίνεται για  το Δημόσιο Συμφέρον, όπου σύμφωνα με τον γνωστό ορισμό: «Δημόσιο είναι το συμφέρον, οσάκις υποκείμενον αυτού είναι ο δια της εννόμου τάξεως εις κράτος οργανωμένος λαός. Συνεπώς το δημόσιον συμφέρον έχει κοινωνικόν χαρακτήρα και συνδέεται με την έννομον τάξιν»

Δηλαδή καταφανώς προκύπτει και επιβάλλεται πως για τη διαφύλαξη , προάσπιση και προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος , απαιτείται η τήρηση και εφαρμογή της αρχής της Αναλογικότητας εκ μέρους των οργάνων του Κράτους που λαμβάνουν αποφάσεις και όχι ο «τιμωρητικός» έλεγχος  νομιμότητας και η εμμονή στον τύπο , αλλά η κατά περίπτωση «ζύγιση/ εκτίμηση » του δημοσίου συμφέροντος με σκοπό την προαγωγή της εθνικής στρατηγικής που ασκεί ή πρέπει να ασκεί η Κυβέρνηση                     ( Η εθνική στρατηγική με σκοπό την υλοποίηση της εντολής του λαού που ψηφίζει , είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα συζήτησης ).

Η αρχή της αναλογικότητας , που έχει τύχει εκτεταμένης επεξεργασίας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) ως αρχή του κοινοτικού δικαίου που περιλαμβάνεται  μάλιστα στη Συνθήκη του Ευρωπαϊκού Συντάγματος  και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) κατ’ εφαρμογή των άρθρων 6 § 1, 8 § 2, 9 § 2 και 10 § 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης (ΕΣΔΑ), είναι η θεμελιώδης αρχή που πρέπει κατά την ταπεινή μου άποψη να έχουν ως γνώμονα τα διοικητικά όργανα μιάς Πολιτείας.

Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας θεμελιώνεται σε δύο διατάξεις του εσωτερικού μας δικαίου, στη διάταξη του άρθρου 25 § 1 περ. δ’ του Συντάγματος,                –όπως διατυπώθηκε κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 – και στις διατάξεις της ΕΣΔΑ για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που έχει κυρωθεί από τη χώρα μας με το Ν. 53/1974, και δυνάμει του άρθρου 28 § 1 του Συντάγματος έχει υπερνομοθετική ισχύ.

Με την εισαγωγή της στο κείμενο του Συντάγματος επιδιώχθηκε η ενσωμάτωση θεμελιωδών συνταγματικών αρχών και αξιών του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, επειδή δε με το άρθρο 25 § 1 εδ. γ΄ του Συντάγματος καθιερώθηκε ευθέως η αρχή της «τριτενέργειας» των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η αρχή της αναλογικότητας , – εκτός του δημοσίου δικαίου – , εφαρμόζεται απ’ ευθείας και στις σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου.

Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί Συνταγματικό Περιορισμό των Νομοθετικών περιορισμών των συνταγματικών θεμελιωδών δικαιωμάτων, που επιτάσσει ότι μεταξύ του νόμιμου σκοπού που επιδιώκει ένας περιορισμός του δικαιώματος και του συγκεκριμένου περιορισμού πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση.
Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ακολουθεί τρία στάδια ελέγχου:
1) της καταλληλότητας, όπου ο περιορισμός για να είναι κατάλληλος, πρέπει να επιφέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. 2) της αναγκαιότητας, όπου ακόμη και αν είναι κατάλληλος ο περιορισμός, δεν πρέπει να είναι επαχθέστερος από το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος μέτρο, αλλά ο λιγότερο επαχθής για τον θιγόμενο αποδέκτη του μέτρου και 3) της συνάφειας μέσου προς το σκοπό, όπου μεταξύ του μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού πρέπει να υφίσταται μία εύλογη σχέση.

Ένας περιορισμός, – και όταν ακόμη είναι κατάλληλος ή αναγκαίος -,  δεν πρέπει να συνεπάγεται περισσότερα μειονεκτήματα για τα δικαιώματα του πολίτη, παρά πλεονεκτήματα για τα δημόσια ή ιδιωτικά συνταγματικά συμφέροντα, στην προστασία των οποίων αποβλέπει.

Με σειρά δικαστικών αποφάσεων έχει κριθεί ότι όλα τα μέσα ασκήσεως της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, πρέπει να πληρούν τα τρία κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας.

Εν κατακλείδι και σύμφωνα με τη νομική και ηθική αντίληψή μου επί των παραπάνω, το Κράτος μέσω των οργάνων του, εφαρμόζει απαρέγκλιτα το  summum jus, summa injuria με αποτέλεσμα να μην εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον εφαρμοζόμενης της αρχής της αναλογικότητας , αφού στις περισσότερες περιπτώσεις , οι αποφάσεις των διοικητικών οργάνων, παρότι είναι κατάλληλες  ( δηλ. σύννομες ) εν τούτοις το αποτέλεσμα είναι επαχθέστερο από το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου . Δηλαδή ενώ επιδιώκουν την τήρηση του Νόμου και της διαδικασίας, εκ των πραγμάτων η εφαρμογή τους δημιουργεί χειρότερα αποτελέσματα στους Πολίτες               ( ουσιαστικά υπηκόους ) από εκείνα που πάει να προστατεύσει. Προστατεύεται ο Νόμος και εκθέτεται π.χ  η δημόσια υγεία, ή προστατεύεται ο Νόμος και εκθέτεται η παιδεία, το δικαίωμα στην ποιότητα ζωής μέσω περιορισμών , υπερ-φορολόγησης  κ.λ.π.

Όπως θα έλεγε ο Κάλβος: « η ζωή προχωρά και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως», δηλ. προχωρά με τομές και ρήξεις.

Ας αποφασίσουμε όλοι , Πολίτες ( και όχι υπήκοοι = υπό+ακούω ) και Πολιτεία                 ( και όχι Κράτος = δύναμις/βία ) να κάνουμε αυτή τη ρήξη.

Οι ελώδεις , τάχα σταθερές καταστάσεις,  μόνον «ανθυγιεινά» πράγματα γεννούν .

 

1 comment

Γεώργιος Ἰακ. Γεωργάνας 11 June 2014 at 12:20

Τὸ Ρωμαϊκὸν δόγμα ἔχει, νομίζω, πλήρη ἐφαρμογὴ στὴν Ἑλλάδα σὲ ὅλην τὴν μεταπολιτευτικὴ περίοδο. Προσπαθῶντας νὰ ἐπιβάλλουμε ὅλο καὶ περισσότερη κοινωνικὴ δικαιοσύνη (ὅπως τὴν κατανοούσαμε ἐμεῖς, δηλαδή, ὅλο καὶ αὐξανόμενη καταναλωτικὴ εὐχέρεια τῶν ἰδιωτῶν), καταλήξαμε νὰ κινδυνεύσουμε καὶ ἀπὸ καταστάσεις ἀνθρωποφαγίας.

Reply

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.