Με αφορμή την ομιλία της υφυπουργού εξωτερικών για την Τουρκία μπορούν να γίνουν κάποια σχόλια που αφορούν τόσο το επίμαχο ζήτημα όσο και την χάραξη στρατηγικής Για να κατανοήσουμε τις σχέσεις Αμερικής – Τουρκίας όπως και την στρατηγική μιας μεγάλης δύναμης όσον αφορά τα περιφερειακά προβλήματα, απαιτείται να αποφεύγονται τα συνομωσιολογικά σενάρια και οι απλουστευτικοί αφορισμοί. Οι σχέσεις μιας μεγάλης δύναμης με μια περιφερειακή δύναμη και με κάθε άλλο κράτος δεν ερμηνεύονται με συμβατικό τρόπο, κυρίως δεν ερμηνεύονται γραμμικά και μονοσήμαντα. Κυρίως να έχουμε κατά νου δύο ανελέητες προειδοποιήσεις αξιωματικού χαρακτήρα.
Κατά πρώτον, Θουκυδίδης: «δίκαιο έχει όποιος έχει ίση δύναμη και όταν αυτό δεν συμβαίνει τότε ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται». Στον αθέσμιστο διεθνή χώρο από τον οποίο απουσιάζει μια κοινωνία και ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα, λοιπόν, «η ισχύος είναι το κυριότερο νόμισμα της διεθνούς πολιτικής» (K. Waltz).
Κατά δεύτερον, Κονδύλης: «Η έσχατη πραγματικότητα συνίσταται από υπάρξεις, άτομα ή ομάδες που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί αναγκαστικά, για τη διεύρυνση της ισχύος τους. Γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι ή ως εχθροί και αλλάζουν φίλους και εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και τη διεύρυνση της ισχύος τους» (Κονδύλης, Ισχύς και απόφαση, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1991, σ. 213). Εάν αυτό ισχύει μια φορά σε όλα τα επίπεδα συζήτησης ισχύει εκατό φορές στην διεθνή πολιτική, κάτι, εξάλλου, το οποίο καταμαρτυρείται καθημερινά με γυμνό οφθαλμό και χωρίς την ανάγκη μεγεθυντικών φακών.
Μια μεγάλη δύναμη, όπως θεμελιώνει η καλή θεωρία διεθνών σχέσεων (John Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, σελίδαfacebook, βλ. και τη δική μου παρέμβαση για την κρίση της Συρίας όπου και με βάση αυτή την θεώρηση εξετάζονται τα συντρέχοντα γεγονότα Η σύρραξη στη Συρία και ο ανελέητος ηγεμονικός ανταγωνισμός ως καθοριστικός παράγων των περιφερειακών διενέξεων), έχει ως άξονες της στρατηγικής της κάποια κεντρικά ζητήματα. Μεταξύ άλλων, την παρεμπόδιση μιας περιφερειακής δύναμης να καταστεί περιφερειακός ηγεμόνας, την ρύθμιση της κατανομής ισχύος πλανητικά και περιφερειακά σύμφωνα με τις ιεραρχίες εθνικής ασφάλειας που ορίζουν οι κρατικοί θεσμοί, στην προσπάθεια αυτή χρησιμοποιεί μέσα όπως soft power, κατατριβή τρίτων, μεταφορά βαρών, πρόκληση πολέμων, πρόκληση εσωτερικών αναταραχών, την επαναπροσμογή αυτών και πολλών άλλων τακτικών ενεργημάτων ανάλογα με την εξέλιξη των στρατηγικών άλλων δυνάμεων ή και τοπικών δυνάμεων και τους αστάθμητους παράγοντες και κριτήρια.
Με απλά λόγια και έχοντας κατά νου τις αμερικανικές στρατηγικές και τακτικές προσεγγίσεις, ένα μοντέλο στρατηγικού σχεδιασμού είναι ρευστό, υπό διαρκή αναθεώρηση και συνεχή προσαρμογή σύμφωνα με τα περιβάλλοντα ενδιαφέροντος. Στην σχετική ορολογία αυτό ονομάζονται «contingency plans», σε ελεύθερη μετάφραση «εναλλακτικά σενάρια δράσης ανάλογα με τις περιστάσεις όπως αυτές συγκροτούνται και εξελίσσονται».
Ένα απλό σχέδιο στρατηγικών και τακτικών σχεδιασμών όταν προσπαθεί να εκπληρώσει τα εθνικά συμφέροντα λαμβάνει υπόψη μόνο το άμεσο περιβάλλον (βλ. πίνακα).
Ένα πιο σύνθετο στρατηγικό σχέδιο λαμβάνει υπόψη όλα τα περιβάλλοντα και τις ισχύουσες ή και τις υπό συνεχή εξέλιξη προϋποθέσεις τους ακόμη και τα πιο απομακρυσμένα.
Ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο εκτιμά και ιεραρχεί τις κρατούσες και εξελισσόμενες συνθήκες στον πυρήνα των περιβαλλόντων ενδιαφέροντος και επιπλέον κάνει μια μεγάλη προσπάθεια εκτίμησης των απρόβλεπτων μεταβλητών (με σκοπό να χρησιμοποιήσει διάφορα μέσα για να τις επηρεάσει).
Τα πολύ καλά στρατηγικά σχέδια και πάντοτε στο πλαίσιο των αξονικών εθνικών συμφερόντων αναπτύσσουν μια στρατηγική διαρκούς επηρεασμού των περιβαλλόντων προς κατευθύνσεις που συμφέρουν και κυρίως διαρκώς επιχειρούν να συντηρούν προϋποθέσεις μείωσης των απειλών και κινδύνων από απρόβλεπτες καταστάσεις.
Η μελέτη της αμερικανικής εθνικής στρατηγικής μετά το 1945, για παράδειγμα, δείχνει ότι οι κρατικοί της θεσμοί ανά πάσα στιγμή παρακολουθούν, πληροφορούνται, σταθμίζουν, εκτιμούν και υιοθετούν ανάλογες στάσεις ανάλογα και αντίστοιχα με τις προϋποθέσεις πλανητικά, περιφερειακά και τοπικά (όπως είναι και όπως εξελίσσονται). Τουτέστιν, άπειροι συνδυασμοί στην βάση των οποίων τα εναλλακτικά σενάρια αναφέρονται σε στάσεις και ενεργήματα που συνδέουν τις στρατηγικές με τις τακτικές στάσεις σε κάθε περίπτωση. Η πλάστιγγα κόστους και οφέλους πρέπει να ισορροπεί ή να γέρνει επωφελώς.
Ανάλογα λοιπόν με την περίπτωση και όπως για παράδειγμα τα πράγματα εξελίσσονται, «ανασύρουν» το εναλλακτικό σενάριο το οποίο οι θεσμοί διαχείρισης της στρατηγικής τους εκτιμούν ως το πλέον συμφέρον. Στην περίπτωση της εισβολής της Κύπρου το 1974, για παράδειγμα, άλλαζαν διαρκώς στάση ανάλογα με την εξέλιξη των πραγμάτων. Άλλοτε με τρόπο που συνέφερε την μια πλευρά και άλλοτε την άλλη. Είναι σημαντικό να τονιστεί, για παράδειγμα, ότι σημαντική εισροή στις εκτιμήσεις τους ήταν η απρόσμενη αντίσταση των διαιρεμένων και διχασμένων Ελλήνων που εν μέσω Ψυχρού Πολέμου κόντευε να ρεζιλέψει τον δεύτερο ισχυρότερο στρατό της Ατλαντικής Συμμαχίας. Αυτές οι στάσεις επαναλαμβάνονται διαρκώς και εντάσσονται στην λογική των δύο αξιωματικών ρήσεων του Θουκυδίδη και του Κονδύλη (συν την συμπληρωματική θέση του Waltz που αναφέρθηκε).
Αυτή είναι μια ανελέητη και διαρκής κατάσταση στα πεδία της διεθνούς πολιτικής και όποιος δεν μεριμνά για την ασφάλειά του ή όποιος δεν γνωρίζει να διαπραγματεύεται πελατειακά, παθαίνει ζημιές ενίοτε θανάσιμες. Οι μεγάλες δυνάμεις δεν λειτουργούν συναισθηματικά, δεν γνωρίζουν φίλούς και εχθρούς. Γνωρίζουν τα συμφέροντά τους, τα προβάλλουν στο μέλλον, εκτιμούν την εξέλιξη των σχέσεων ισχύος και εφαρμόζουν σχέδια που συχνά πρέπει να περάσουν δεκαετίες για να κατανοήσουμε τι ακριβώς έκαναν.
Κανείς δεν πρέπει να εφησυχάζει και αυτή είναι η διεθνής πολιτική. Ο Κονδύλης με νόημα έγραψε στο κορυφαίο του κείμενο Από τον 20 στον 21 αιώνα ότι όταν οι ΗΠΑ σχεδιάζουν την στρατηγική τους βαθιά στον 21 αιώνα δεν ερωτούν τον για το τι θα κάνουν. Στην Ελλάδα, βέβαια, όχι μόνο τους ρωτούσαμε αλλά και η πορεία μας επηρεάστηκε από αναλύσεις τσαρλατάνων της ανάλυσης διεθνούς πολιτικής εκατοστής τάξης. Εξού και οι ασυναρτησίες περί παγκοσμιοποίησης και της έλευσης, δήθεν, μιας ανθόσπαρτης μεταψυχροπολεμικής ζωής.
Μερικά λόγια τώρα για την στρατηγική των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία. Από τα πιο πάνω θα μπορούσε να συναχθεί το εξής «πόρισμα»:
Με δεδομένη την ελληνική ανυπαρξία τις δύο τελευταίες δεκαετίες οι ΗΠΑ πήραν σοβαρά την στρατηγική Νταβούτογλου και επιχείρησαν να εντάξουν την Τουρκία σε ένα σύστημα υπό αίρεση διαπραγματεύσεων μαζί της ανάλογα με τις εξελίξεις [Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, όλα τα εναλλακτικά σενάρια είναι υπό διαρκή αίρεση των εξελίξεων]. Το πρώτο ταξίδι του Ομάμπα στο εξωτερικό μετά την πρώτη εκλογή του ως πρόεδρος υποδήλωσε αυτό το ενδιαφέρον. Η υπό αίρεση στρατηγική προσέγγιση συναρτάται με πολλά κριτήρια και καλά κάνουμε να αναφέρουμε μερικά πασίδηλα.
Πρώτον, τα ερείσματα και οι επιτυχίες της ίδιας της Τουρκίας. Από κάποιο σημείο και μετά, εν τούτοις, εάν διαφαινόταν η δυνατότητα η Τουρκία να εξελιχθεί σε περιφερειακό ηγεμόνα άλλα εναλλακτικά σενάρια (και μάλιστα πολλά με πολλούς άλλους περιφερειακούς παίχτες) θα στόχευαν στην αποδυνάμωση της Τουρκίας με κατατριβή ή μεταφορά βαρών ή πρόκληση εσωτερικών αναταραχών και ασφαλώς με αναπροσαρμογή στάσεων απέναντι στο κουρδικό. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι αναφερόμαστε σε τυπολογία όπου αναρίθμητοι και ρευστοί παράγοντες καθώς και μικρά και συμπλεκόμενα μικρά και μεγάλα κύματα αναπροσαρμόζουν διαρκώς μια τέτοια στρατηγική. Μετράνε πρωτίστως τα στρατηγικού χαρακτήρα κριτήρια και οι τακτικές που μπορεί προς στιγμή να φαίνονται ως αλλοπρόσαλλες ή παράλογες να υπηρετούν υπόγειο κάποιο πρωτεύον στρατηγικό σενάριο.
Δεύτερον, οι στρατηγικές των άλλων μεγάλων δυνάμεων και συγκεκριμένες τακτικές τους επιλογές που επηρεάζουν την εξέλιξη των πραγμάτων. Για παράδειγμα, ο πλέον ανεξάρτητος περιφερειακών δρώντων, το Ισραήλ, όσο και να συνεργάζεται με τις ΗΠΑ συχνά λειτουργεί ανεξάρτητα «σύροντας από την μύτη» την τελευταία (αυτό ήταν και κεντρικό επιχείρημα του πολύκροτου βιβλίου των Mearsheimer/Walt, The Israeli lobby πριν από λίγα χρόνια). Ακόμη, γεγονότα όπως της Ουκρανίας σίγουρα επηρεάζουν την περιφερειακή κατανομή ισχύος και συμφερόντων και προκαλούν αναπροσαρμογή των σεναρίων δράσης ανάλογα και αντίστοιχα με τις βαθμίδες επηρεασμού των κεντρικών στρατηγικών σκοπών. Σημαντική επίδραση επίσης ασκούν εξελίξεις όπως η «υπόθεση Ιράν», τα απρόσμενα γεγονότα στο πεδίο των αξιώσεων ανεξαρτησίας των Κούρδων και η πορεία κατάτμησης του Ιράκ. Τέλος αλλά όχι το τελευταίο μπορεί να αναφερθεί και η Κύπρος. Πολλοί γνωρίζουν ότι στις ΗΠΑ αναπτύσσονταν δύο σχολές και δύο σενάρια. Το ένα ήταν ένα συμμαχικό και ενεργειακό τόξο Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας, Ευρώπης που θα μείωνε την εξάρτηση της τελευταίας και ιδιαίτερα της Γερμανίας από την Ρωσία και το άλλο μια επαναπροσέγγιση Ισραήλ-Τουρκίας με παντελώς διαφορετικά σενάρια όσον αφορά τις ροές και τους αγωγούς ενέργειας. Όταν λοιπόν με το «κοινό ανακοινωθέν» και τις συνομιλίες στην βάση του σχεδίου Ανάν η Κυπριακή Δημοκρατία εισήλθε σε τροχιά ένταξης στον τουρκικό χώρο επικυριαρχίας, το λογικό είναι οι ΗΠΑ να αναπροσαρμόζουν τα σενάριά τους ανάλογα και αντίστοιχα. Τόσο απλά: Η στρατηγικά ανύπαρκτη Ελλάδα και η υποψήφια για τουρκοποίηση Κύπρος αφαιρέθηκαν από συνομιλητές των στρατηγικών συναλλαγών και σύρθηκαν σε κλίνες Προκρούστη των στρατηγικών παιγνίων. Πολλά θα δούμε ακόμη, δυστυχώς και αναπόδραστα.
Οι «νερόβραστες» πλην βαθύτατων στρατηγικών νοημάτων αναφορές της Sloat στο ταξίδι του αμερικανού αντιπροέδρου στην Κύπρο υποδηλώνει τόσο τις επιλεγείσες τακτικές των Αμερικανών όσο και τα συμφέροντα που σμιλεύουν.
Κανείς δεν μπορεί να είναι βασιλικότερος του Βασιλέως και κυρίως οι κρατικοί λειτουργοί μιας μεγάλης δύναμης που χαράσσουν την στρατηγική της για τις επόμενες δεκαετίες όπως προχωράμε στον πολυτάραχο 21ο αιώνα. Ένα είναι σχεδόν πλήρως σίγουρο. Ο μελλοντικός χάρτης της περιοχής μας δεν θα είναι ο ίδιος και οτιδήποτε είναι πιθανό.
Για το πώς εξελίσσονται τα πράγματα ας μου επιτραπεί να παραθέσω ένα εκτενές απόσπασμα του αείμνηστου Κονδύλη από το πολυσυζητημένο «Επίμετρο» στο βιβλίο του Θεωρία του Πολέμου (Εκδόσεις Θεμέλιο). Ενέχει μεγάλη σημασία γιατί αυτή και άλλες ανάλογες ανεκτίμητες αναλύσεις και εκτιμήσεις αποτέλεσαν αφορμή για μύριες δολοφονικές επιθέσεις. Τα είκοσι τελευταία χρόνια μιλούσε στην Ελλάδα για μια αξιόπιστη αποτρεπτική εθνική στρατηγική δεχόταν καταιγισμό δολοφονικών πυροβολισμών από ένα πολύμορφο όχλο. Παραθέτουμε λοιπόν ένα εκτενές απόσπασμα του μεγάλου αναλυτή υπογραμμίζοντας ότι η καλή θεωρία και η καλή ανάλυση είναι αθάνατη και αλάνθαστη, πλην στην Ελλάδα διώκεται. Το εδάφιο του Κονδύλη με νόημα τελειώνει με την γνωστή ρήση «όπως στρώνει ο καθένας, έτσι και κοιμάται»:
«Φυσικά, οι ελπίδες δεν ισοδυναμούν με βεβαιότητες. Ας υπογραμμίσουμε ακόμα μια φορά ότι η βαθύτερη αιτία της αύξουσας τουρκικής πίεσης πάνω στην Ελλάδα δεν είναι ούτε πολιτισμική ούτε στενά πολιτική και παροδική, αλλά έγκειται στη συνεχή διεύρυνση της διαφοράς ανάμεσα στο γεωπολιτικό δυναμικό των δύο χωρών. Σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως ο δημογραφικός, ξέρουμε από τώρα ότι το παιχνίδι είναι χαμένο. Αν θέλουμε να παραμείνουμε νηφάλιοι, έστω και με αντίτιμο την απαισιοδοξία, οφείλουμε να πούμε ότι και σε άλλα πεδία στρατηγικής σημασίας αρχίζουν να παγιώνονται αναντίστροφες εξελίξεις. Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα των οποίων η κυρίαρχη άσκηση εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις τρίτων, ενώ παράλληλα η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική. Η διακήρυξη «δεν παραχωρούμε τίποτε» δεν έχει έμπρακτο αντίκρυσμα όταν η χώρα εκλιπαρεί σε κρίσιμες ώρες τις μεσολαβητικές προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτές θα πληρωθούν με παραχωρήσεις ή όταν αποσύρει χωρίς χειροπιαστά ανταλλάγματα το βέτο της για την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την Ε.Ε. αποδεικνύοντας έτσι άθελά της πόσο είναι πιθανό να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας ακριβώς μέσω του «ευρωπαϊκού δρόμου» και της επιρροής των «Ευρωπαίων εταίρων». Τέτοιες ενέργειες δεν είναι απλώς εσφαλμένοι ή έστω συζητήσιμοι χειρισμοί. Συνιστούν τα εύγλωττα επιφαινόμενα μιας βαθύτερης ιστορικής κόπωσης, μιας προϊούσας, ηδονικής μάλιστα παράλυσης. Στο βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφόσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος, και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός. Υπ’ αυτές τις συνθήκες ό,τι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικισμού» και «εξευρωπαϊσμό». Πράγματι, το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους –ίσως να καταρρεύσουν ακόμα και στην περίπτωση όπου θα βρεθούν μπροστά στη μεγάλη απόφαση να διεξαγάγουν έναν πόλεμο˙ γιατί, αν ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής, ποιος πόλεμος θα συνεχίσει μια σπασμωδική πολιτική; Οι ευρύτερες μάζες, καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική λύση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενες γαλανόλευκα ράκη, όποτε το καλεί η περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν μόνιμα με παντοειδείς τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα «αυθαίρετα» ίσαμε τα ευκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας (ούτε το 50% του μέσου όρου της Ε.Ε.!) και την κραυγαλέα ανισότητα ανάμεσα σ’ ό,τι παράγεται και σ’ ό,τι καταναλώνεται, με αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου. Αν λάβουμε υπ ‘όψιν μας μόνον όσα πράττονται και αφήσουμε εντελώς στην άκρη την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι πράττοντες, τότε φαίνεται να βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας, υπό τον όρο να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα, ώστε κανείς να μην έχει την άμεση ευθύνη, και επίσης υπό τον όρο να τεχνουργηθούν απροσμάχητες ανακουφιστικές εκλογικεύσεις («ελληνοκεντρικές» ή «εξευρωπαϊστικές», αδιάφορο). Τις τραγωδίες ή τις κωμωδίες, που μπορούν να περιγράψουν με τις αρμόζουσες αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση, θα τις γράψουν ίσως άλλοι. Εμένα μου έρχεται στον νου η τετριμμένη, αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία: όπως στρώνει ο καθένας, έτσι και κοιμάται».
Τέλος, προς επίρρωση των πιο πάνω, μετά την ομιλία της αμερικανίδας υφυπουργού παραθέτουμε ένα άρθρο του γνωστού αναλυτή Robert Fisk ο οποίος αναλύει την επέλαση των ισλαμιστών εξτρεμιστών στο Ιράκ. Είναι χαρακτηριστικά αυτά που αναφέρει για το ποιοι και πώς τους βοηθούν και πώς λειτουργούν οι ΗΠΑ. Τελειώνει με τη φράση: «θα μας καλέσουν μελλοντικά να δούμε τον πόλεμο αυτόν ως σεκταριστικό, ενώ είναι ένας πόλεμος μεταξύ ισλαμιστών σεκταριστών και ισλαμιστών μη σεκταριστών. Ο “τρόμος” θα προέρχεται από όπλα που εμείς (οι Αμερικανοί) στέλνουμε προς όλους τους εμπλεκόμενους».
United states department of state –KEYNOTE ADDRESS AT THE MIDDLE EAST INSTITUTE’S FIFTH ANNUAL CONFERENCE ON TURKEY
Amanda Sloat, Deputy Assistant Secretary, Bureau of European and Eurasian Affairs
Washington, DC, June 16, 2014
http://m.state.gov/md227699.htm
This is MEI’s fifth annual conference on Turkey. It is also just over five years since President Obama made his first trip overseas as President. He chose to start in Turkey because, as he explained to the parliament in Ankara, he wanted to send a message to the world. “Turkey,” he said, “is a critical ally. Turkey is an important part of Europe. And Turkey and the United States must stand together – and work together – to overcome the challenges of our time.” While much has changed in Turkey, the region, and even the United States since that first conference and that first visit in 2009, the reality is that the challenges have increased while the imperative to work together remains as important as ever. Indeed, our bilateral relationship is more robust, more vibrant, and more multi-faceted than any time since Turkey’s founding in 1922. Sometimes there are differences between us. And sometimes these differences can be significant. But the strength of our partnership means that we can discuss these issues directly and candidly.
Let me begin by saying a few words about our security cooperation, which remains the bedrock of our relationship. Turkey has been an integral part of the Euro-Atlantic security architecture for decades. A NATO member for 62 years, we have stood shoulder to shoulder: from Kosovo to Afghanistan to Libya. Throughout the recent Ukraine crisis, Turkey has stood with the international community in rejecting Russia’s attempted annexation of Crimea and calling on all sides to de-escalate. Turkey has also drawn attention to the plight of Crimea’s Tatar community. In addition, Turkey is joining NATO Allies in contributing military assets to reassurance activities in Central and Eastern Europe.
At the same time that Turkey is supporting the security of its Allies, Turkey is facing very real challenges on its own borders. We are all alarmed by the continued gains of ISIL in Iraq, which pose significant dangers for regional and international security. The United States condemned the brutal terrorist takeover of Mosul last week, including the unacceptable seizure of Turkish hostages. We remain actively involved in working with Iraqi leaders in support of their efforts to implement an effective and coordinated response to this crisis.
These developments in Iraq highlight the threat posed to the entire region by the spillover of terrorism and violence from Syria’s civil war. The Syrian conflict has already been costly for Turkey, as over 70 Turks have died as a result of cross-border violence. Turkey is also bearing a significant financial burden from hosting one million displaced Syrians. The Turkish government is dedicating enormous resources to operating 22 refugee camps, while facing ongoing challenges in providing services to the many Syrians who struggle to survive in urban areas. We are deeply appreciative of Turkey’s generosity, and have provided $142 million – as part of the $2 billion we have contributed regionally – to support their efforts.
Despite the financial and human toll of this conflict, Turkey has remained a key facilitator of U.S. assistance to refugees and to the moderate Syrian opposition. Turkey has also actively supported international efforts to find a political solution to the conflict as a key member of the London 11. We must continue working together, along with our regional partners, to stem the flow of foreign fighters that are expanding the scope of this conflict. President Obama has called for a $5 billion Counterterrorism Partnership Fund to provide greater support to our friends on the front lines of this battle.
The instability of Turkey’s southern tier gives renewed urgency for Ankara to mend relations and restore ties with its neighbors. We continue to encourage Turkey and Israel to complete the normalization process, which would benefit both countries as well as the region. In Egypt, the U.S. will continue pressing for greater political inclusivity and policies that uphold the fundamental rights of all Egyptians – goals shared by Turkey. Given Egypt’s severe economic challenges, Turkish businesses are well-placed to aid the country’s growth.
There is reason for cautious optimism in Cyprus, where Turkey – along with Greece – has played an important and constructive role in facilitating the resumption of settlement talks after a nearly two year hiatus. As Vice President Biden reiterated during his historic visit to Cyprus last month, the United States remains committed to supporting the UN-led effort to reunify the island as a bi-zonal, bi-communal federation. A Cyprus settlement would attract investment, accelerate growth, increase employment, and expand innovation in a variety of sectors from construction and energy, to tourism and finance. After decades of division, there is a real chance for a lasting settlement that would bring positive benefits to the entire Eastern Mediterranean.
We continue to encourage Turkey and Armenia to move towards normalization, as a means of creating the peaceful, productive and prosperous relationship that the people of both countries deserve. On this year’s Remembrance Day, Prime Minister Erdogan expressed his condolences to the grandchildren of those Armenians killed during World War I. That gesture and other positive efforts by the Turkish government in recent months indicate that the space for dialogue is opening. But more can be done, and we encourage both sides to reach a full, frank and just acknowledgement of the facts. We stand ready to support all efforts in service of reconciliation.
In addition to the importance of our collaboration across myriad regional security challenges, our partnership has increasingly expanded in the economic realm as well. In the last decade, Turkey has undergone astonishing growth – tripling the size of its economy and leaping from the 26th to the 17th largest economy in the world. It is a G20 member and has set an impressive goal of becoming a top-ten economy by 2023. At the same time, U.S. exports to Turkey tripled in the last decade. In 2011, overall U.S.-Turkey trade grew by a whopping 35 percent and another 24 percent the following year. As a result of Turkey’s remarkable potential, the Department of Commerce has made it one of our highest priority countries for increased bilateral trade.
In order to strengthen trade, increase investment, and create business opportunities, we established the U.S.-Turkey bilateral Framework for Strategic Economic and Commercial Cooperation, known as the FSECC. Led by Commerce Secretary Pritzker and U.S. Trade Representative Froman, the FSECC demonstrates our commitment at the highest levels of the U.S. government to expanding our economic relationship. At its third meeting in May, Secretary Pritzker announced that she will lead the President’s Export Council to Turkey later this year to identify ways to further enhance our commercial relations.
As many of you know, the United States is currently negotiating a free trade agreement with the European Union – known as the Transatlantic Trade and Investment Partnership, or T-TIP. We take seriously Turkey’s concerns about the potential impact that negotiations could have on their economy in light of their customs union with the EU. Following Prime Minister Erdogan’s visit to Washington last May, we established the U.S.-Turkey High Level Committee as a mechanism to keep Turkey informed about the status of these negotiations.
One of the reasons for Turkey’s impressive economic growth has been the introduction of democratic reforms. In order to maintain – and increase – its economic development, Turkey must continue to live up to the universal democratic principles that undergird its strengths. We have to acknowledge that some political events over the past few months have been troubling. As a result, questions have been raised about the trajectory of Turkish democracy – whether media and online freedom are adequately guaranteed; whether rule of law is sufficiently protected; whether citizens have the right to free assembly and expression; whether the judicial system is free from political interference; and whether the voices of all minorities are being heard.
As Vice President Biden stated, “The United States does not pretend to be indifferent to the developments in Turkey because we firmly believe that countries with open societies, political systems and economies, democratic institutions and a firm commitment to universal human rights, these are the countries that will thrive in the 21st century.” As we in the United States know from our own experience, strengthening due process, fighting corruption, and encouraging civic participation in political decision-making not only make countries freer but also help them grow more quickly. While the United States is not – and will not – become involved in Turkey’s internal politics, we will continue to express – as we do around the world – our strong support for transparent and accountable government. As Turkey prepares for the Presidential election in August, we remain optimistic that the ongoing debates in Turkey can ultimately lead to an even stronger and more successful democracy.
In closing, let me say that relations between countries cannot be built on government-to-government contacts alone. Rather, they also require engagement between our businesses, our civil societies and our diaspora communities. These people-to-people connections are the lifeblood of our bond. I am delighted to see several Turkish-American groups here today, and I thank you for everything that you are doing to promote mutual understanding and cooperation between us. These interpersonal relationships have the power to promote dialogue and foster deeper understanding, even when – perhaps especially when – our governments may not be in agreement.
Nowhere is this more important – and more evident – than in our student exchanges. More Turkish students study at American universities than in any European country. The future of Turkish democracy is the country’s outward-looking, creative and dynamic youth. As President Obama said in Ankara in 2009, “Turkey draws strength from both the successes of the past, and from the efforts of each generation of Turks that make new progress for your people.” The talent, ingenuity and hard work of Turkish students will provide the backbone of Turkey’s economy in the future.
From our security alliance and growing economic partnership to our shared values and enduring personal connections, the U.S.-Turkey relationship remains at the heart of American engagement in the world. With the help of MEI and organizations like it on both sides of the Atlantic, I am confident that our friendship will continue to flourish and endure. Thank you for your commitment to this vital partnership and to supporting the role that the United States and Turkey play together in promoting security and prosperity.
Sunni Caliphate Has Been Bankrolled By Saudi Arabia
http://www.informationclearinghouse.info/article38798.htm
Bush and Blair said Iraq was a war on Islamic fascism. They lost
By Robert Fisk
June 13, 2014 “ICH” – “BT” – So after the grotesquerie of the Taliban and Osama bin Laden and 15 of the 19 suicide killers of 9/11, meet Saudi Arabia’s latest monstrous contribution to world history: the Islamist Sunni caliphate of Iraq and the Levant, conquerors of Mosul and Tikrit – and Raqqa in Syria – and possibly Baghdad, and the ultimate humiliators of Bush and Obama.
From Aleppo in northern Syria almost to the Iraqi-Iranian border, the jihadists of Isis and sundry other groupuscules paid by the Saudi Wahhabis – and by Kuwaiti oligarchs – now rule thousands of square miles.
Apart from Saudi Arabia’s role in this catastrophe, what other stories are to be hidden from us in the coming days and weeks?
The story of Iraq and the story of Syria are the same – politically, militarily and journalistically: two leaders, one Shia, the other Alawite, fighting for the existence of their regimes against the power of a growing Sunni Muslim international army.
While the Americans support the wretched Prime Minister Nouri al-Maliki and his elected Shia government in Iraq, the same Americans still demand the overthrow of Bashar al-Assad of Syria and his regime, even though both leaders are now brothers-in-arms against the victors of Mosul and Tikrit.
The Croesus-like wealth of Qatar may soon be redirected away from the Muslim rebels of Syria and Iraq to the Assad regime, out of fear and deep hatred for its Sunni brothers in Saudi Arabia (which may invade Qatar if it becomes very angry).
We all know of the “deep concern” of Washington and London at the territorial victories of the Islamists – and the utter destruction of all that America and Britain bled and died for in Iraq. No one, however, will feel as much of this “deep concern” as Shia Iran and Assad of Syria and Maliki of Iraq, who must regard the news from Mosul and Tikrit as a political and military disaster. Just when Syrian military forces were winning the war for Assad, tens of thousands of Iraqi-based militants may now turn on the Damascus government, before or after they choose to advance on Baghdad.
Now we’ll march on Baghdad, vow Iraqi insurgents
No one will care now how many hundreds of thousands of Iraqis have been slaughtered since 2003 because of the fantasies of Bush and Blair. These two men destroyed Saddam’s regime to make the world safe and declared that Iraq was part of a titanic battle against “Islamofascism”. Well, they lost.
Remember that the Americans captured and recaptured Mosul to crush the power of Islamist fighters. They fought for Fallujah twice. And both cities have now been lost again to the Islamists. The armies of Bush and Blair have long gone home, declaring victory.
Under Obama, Saudi Arabia will continue to be treated as a friendly “moderate” in the Arab world, even though its royal family is founded upon the Wahhabist convictions of the Sunni Islamists in Syria and Iraq – and even though millions of its dollars are arming those same fighters.
Thus does Saudi power both feed the monster in the deserts of Syria and Iraq and cosy up to the Western powers that protect it.
We should also remember that Maliki’s military attempts to retake Mosul are likely to be ferocious and bloody, just as Assad’s battles to retake cities have proved to be.
The refugees fleeing Mosul are more frightened of Shia government revenge than they are of the Sunni jihadists who have captured their city.
We will all be told to regard the new armed “caliphate” as a “terror nation”. Abu Mohamed al-Adnani, the Isis spokesman, is intelligent, warning against arrogance, talking of an advance on Baghdad when he may be thinking of Damascus. Isis is largely leaving the civilians of Mosul unharmed.
Finally, we will be invited to regard the future as a sectarian war when it will be a war between Muslim sectarians and Muslim non-sectarians. The “terror” bit will be provided by the arms we send to all sides.