Tuesday 1 October 2024
Αντίβαρο
Δημήτριος Γ. Μαυρίδης Ιστορία: Βυζάντιο Ορθοδοξία Πολυτονικό

Ὁ αἰ­ῶ­νας τῆς Ὁ­σί­ας Εἰ­ρή­νης Χρυ­σο­βα­λάν­του

Δημήτριος Γ. Μαυρίδης,
Καθηγητής Τ.Ε.Ι.

 

            Στό δι­ά­στη­μα τῶν 103 (827 – 930 μ. Χ.) πε­ρί­που ἐτῶν τῆς ἐ­πι­γεί­ου ζω­ῆς τῆς ὁ­σί­ας Εἰ­ρή­νης, στήν Ἀ­να­το­λι­κὴ Ῥω­μαΐκή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α («Βυ­ζάν­τι­ο») κυ­ρι­άρ­χη­σαν οὐσιαστικά δύ­ο δυ­να­στεῖ­ες, ἡ Δυ­να­στεί­α τοῦ Ἀ­μο­ρί­ου («Ἀ­μο­ραί­ου») γι­ά 47 ἔ­τη (820 – 867) καὶ ἡ Μα­κε­δο­νι­κὴ Δυ­να­στεί­α γι­ά 190 περίπου ἔ­τη (867 – 1057).

 

byzantio

ΗΑΝΑΤΟΛΙΚΗΡΩΜΑΙΚΗΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (ΒΥΖΑΝΤΙΟ)

ΣΤΗΝΑΚΜΗΤΗΣ

Πηγή: γκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ (2007), ΤόμοςΒ’, σ. 62

 

            Πρίν τίς δύο αὐ­τὲς δυ­να­στεῖ­ες ἡ Δυ­να­στεί­α τῶν Ἰ­σαύ­ρων ἢ Συ­ρι­α­κὴ δυ­να­στεί­α κυ­βέρ­νη­σε τὴν Βυ­ζαν­τι­νὴ Αὐ­το­κρα­το­ρί­α γι­ὰ 85 χρό­νι­α (717-802) καὶ ἰ­δρυ­τὴς καὶ γε­νάρ­χης της ἤ­ταν ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας Λέ­ων Γ’ ὁ Ἴ­σαυ­ρος (717-741).

            Ἀ­κο­λού­θη­σε ὁ γυι­όςτουΚων­σταν­τῖ­νοςΕ’ ὁ Κο­πρώ­νυ­μος ἢ Κα­βα­λλῖνος (741-775), με­τὰ ὁ Ἀρ­τά­βασ­δος, ὁ σφε­τε­ρι­στὴς (741-743). Κατόπιν κυβέρνησε ὁ Λέ­ων Δ’ ὁ Χά­ζα­ρος, ὁ γυι­ός τῆς Χα­ζά­ρας Σισσάκ («ἄν­θος, λουλούδι») ἢ Εἰ­ρή­νης (775-780) καί τοῦ Κων­σταν­τίνου Ε’ Κο­πρω­νύ­μου.

            Με­τὰ κυβέρνησεἡ Εἰ­ρή­νηἡἈ­θη­ναί­α (ἀπότό 752 μέχρι 09.08.803), ὡς σύζυγοςτοῦ ΛέονταΔ’, μέκαταγωγή ἀπότήνγεννιάτῶνΣα­ραν­τα­πή­χωντῆς Ἀ­θή­νας, ἀρχικά ὡς συμ­βα­σί­λισ­σαμέτὸν γυι­ότηςΚων­σταν­τῖ­­νο ΣΤ’ (780-790), κα­τό­πιν ὁ Κων­σταν­τῖ­νος ΣΤ’ ὡς μο­νο­κρά­τωρ (790-797) καὶ τέ­λος πά­λι ἡ Εἰ­ρή­νη ἡ Ἀ­θη­ναί­α ὡς μο­νο­κρά­το­ρας (797- 802).

            Με­τὰ τὸ τέ­λος τῆς δυ­να­στεί­ας τῶν Ἰ­σαύρων καὶ πρὶν τὴν δυ­να­στεί­α τοῦ Ἀ­μο­ρίου («Ἀ­μο­ραί­ων») ὑ­πῆρ­ξε μί­α παρεμ­βο­λή 18 ἐ­τῶν, ὅ­που ἡ μί­α «βα­σι­λεί­α» δι­α­δέ­χε­ται τὴν ἄλ­λη. Ἔτ­σι ἡ Εἰ­ρή­νη ἡ Ἀ­θη­ναί­α ἐ­ξο­ρί­ζε­ται μὲ συ­νω­μο­σί­α στήν νῆσο Λέσβο, ὅ­που καὶ πε­θαί­νει τὸ 803 καὶ νέ­ος αὐ­το­κρά­τωρ στέφε­ται ὁ Νι­κη­φό­ρος Α’ (802-811).

            Τὸν δι­α­δέ­χε­ται ὁ γυι­ός του Σταυ­ρά­κι­ος Α’, ἕ­ως τίς 2 Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ 811, μετά ἀ­πὸ τὸ θά­να­το τοῦ πατέρα του Νι­κη­φό­ρου Α’, στίς 26 Ἰ­ου­λί­ου, σὲ μά­χη μὲ τὸν Κροῦ­μο, τόν Ἡ­γε­μό­να τῶν Βουλ­γά­ρων. Φο­βού­με­νοι τὸ ἐν­δε­χό­με­νο τῆς ἀ­νό­δου τῆς Θε­ο­φα­νοῦς (συζύγου τοῦ Σταυρακίου) στό θρό­νο, ὁ Πα­τρι­άρ­χης Νι­κη­φό­ρος, ὁ μά­γι­στρος Θε­ό­κτι­στος καὶ ὁ δο­μέ­στι­κος Στέ­φα­νος συμ­φι­λι­ώ­θη­καν καὶ συμ­φώ­νη­σαν νά ἀ­να­γο­ρεύ­σουν αὐ­το­κρά­το­ρα τὸν Μι­χα­ὴλ Α΄ Ῥαγ­κα­βέ, στίς 2 Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ 811.

            Ἡ δυ­να­στεί­α τοῦ Ῥαγ­κα­βέ δι­αρ­κεῖ μό­λις δύο ἔ­τη, ἀ­πὸ τὸ 811 μέ­χρι τὸ 813, κα­θὼς τὸν δι­α­δέ­χε­ται, στίς 11 Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 813, ὁ Λέ­ων Ε’ ὁ Ἀρ­μέ­νι­ος, ὡς νέ­ος αὐ­το­κρά­τωρ Βυ­ζαν­τί­ου, ἐ­νῶ ὁ Κροῦ­μος ἤ­ταν ἤ­δη «ante portas», πρὸ τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης δη­λα­δή.

            Τὸ ἔ­τος 820 καὶ ἀ­νή­με­ρα Χρι­στου­γέν­νων δο­λο­φο­νεῖται ὁ Λέ­ων Ε’ ὁ Ἀρ­μέ­νι­ος καὶ νέ­ος αὐ­το­κρά­τωρ τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου στέφεται ὁ Μι­χα­ὴλ Β΄ὁ Τραυ­λός, ἢ Ψελ­λὸς (820-829), ὁ ἰ­δρυ­τὴς τῆς Δυ­να­στεί­ας τοῦ Ἀ­μο­ρί­ου («Φρυ­γι­κῆς Δυ­να­στεί­ας»).

            Ἔ­τσι ὁ Φρυγικός οἶ­κος τοῦ Ἀ­μο­ρί­ου («Ἀμοραίων») ξε­κί­νη­σε τὸ 820 μ. Χ. μὲ πρῶ­το τὸν Μι­χα­ὴλ Β’ Τραυ­λὸ (820-829), τόν εἰ­κο­νο­μά­χο καὶ συ­νέ­χι­σε μὲ τόν γυιό του τὸν Θε­ό­φι­λο Α’, τόν ἐπίσης εἰ­κο­νο­μά­χο, ἕ­ως τὸ 842 (829-842).

            Μὲ τὸν θά­να­το τοῦ Θε­ο­φί­λου τὸ 842 ξε­κι­νά­ει ἡ συμ­βα­σι­λεία τῆς βα­σι­λο­μή­το­ρος ἁγίας Θε­ο­δώ­ρας τῆς Αὐ­γού­στας, μὲ τὸν ἀ­νή­λι­κο γυι­ὸ της τόν Μι­χα­ὴλ Γ’ καὶ τυ­πι­κὰ του­λά­χι­στον καὶ μὲ τὴν ἀ­δελ­φὴ του Θέ­κλα ἕ­ως τὸ 856[1].

            Ἀ­πὸ τὸ 856 ἕ­ως τὸ 867 ὁΜι­χα­ὴλ Γ’ κυ­βερ­νᾶ μό­νος του, ἐ­νῶἀ­πὸ τὸ 866 ἀ­να­κυ­ρή­ττει τὸν πα­ρα­κοι­μώ­με­νο Βα­σί­λει­ο (τν με­τέ­πει­τα Βα­σί­λει­ο Α’ τν Μα­κε­δό­να) ὡς συμ­βα­σι­λέ­α του[2]. Ἔτ­σι οὐ­σι­α­στι­κὰὁ οἶ­κος τοῦἈ­μο­ρίου εἶ­χε τέσ­σε­ρεις «βα­σι­λεῖ­ες».

            Μὲ δέ τὸν Βα­σί­λει­ο Α’ τὸν Μα­κε­δό­να (867-886) ξε­κι­νά­ει ἡ γνωστή «Μα­κε­δο­νι­κὴ Δυ­να­στεί­α» καὶ συ­νεχίζεται μὲ τὸν γυι­ό του[3], τὸν Λέ­ον­τα ΣΤ’ τὸν Σο­φό (886-912).

         

byz-autokratoria

ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

Πηγή: www.hellinon.net

           

            Ὁ ἑ­πό­με­νος αὐ­το­κρά­το­ρας εἶ­ναι ὁ βρα­χύ­βι­ος Ἀ­λέ­ξαν­δρος τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου (912-913), τὸν ὁ­ποῖ­ο δι­α­δέ­χε­ται γι­ά 46 συ­να­πτὰ ἔ­τη (913-959) ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Ζ’ ὁ Πορ­φυ­ρο­γέν­νη­τος[4], ἔ­χον­τας ἀ­πὸ τὸ 920 ἕ­ως τὸ 944 συμ­βα­σι­λέ­α τὸν πεθερό του, τὸν ἰ­κα­νὸ καὶ δρα­στή­ρι­ο ναύ­αρ­χο, τὸν Ῥω­μα­νὸ Λα­κα­πη­νό (919-944).

            Ἀ­κο­λου­θεῖ ὁ γυιός τοῦ Κων­σταν­τίνου Ζ’ Πορ­φυ­ρο­γεν­νήτου, ὁ Ῥω­μα­νὸς Β’, γι­ά τὰ τέσ­σε­ρα ἑ­πό­με­να ἔ­τη (959-963), ἀ­φή­νον­τας με­τὰ τὸ θά­να­το του, τήν χή­ρα του­ ­ Θεοφανώ ­ ­μέ τέσ­σε­ρα ἀ­νή­λι­κα παι­δι­ά, τὸν Βα­σί­λει­ο[5], τὸν Κων­σταν­τί­νο[6], τὴν Θεοφανώ καὶ τὴν Ἄν­να.

            Ἡ χή­ρα τοῦ Ῥω­μα­νοῦ Β’, ἡ Θεοφανώ, παν­τρεύ­τη­κε τὸν ἰ­κα­νὸ στρα­τη­γό­ ­Νι­κη­φό­ρο Φω­κᾶ, τὸν γνω­στό γι­ά τὶς νί­κες του ἐ­ναν­τίον τῶν Σα­ρα­κη­νῶν τῆς Κρή­της καὶ ἔτ­σι ἐ­γι­νε αὐ­το­κρά­τωρ ὁ Νι­κη­φό­ρος Β’ Φω­κᾶς γι­ά τά ἐ­πόμενα 6 ἔ­τη (963-969).

            Ὁ Νι­κη­φό­ρος Β’ Φω­κᾶς, δο­λο­φο­νεῖ­ται ἀ­πὸ τὸν ἀ­νε­ψι­ὸ του τὸν Ἰ­ω­άν­νη Κουρκούα, τόν γνωστό μέ τὸὄ­νο­μα Ἰ­ω­άν­νης Α’ Τσι­μι­σκὴς, κατόπιν συ­νεν­νο­ή­σεως μέ τὴν χή­ρα τοῦ Ῥω­μα­νοῦ Β’, τήν αὐ­το­κρά­τει­ρα Θεοφανώ.

            Μπῆ­κε νύχ­τα στά ἀ­νά­κτο­ρα καὶ σκό­τω­σε, τόν θεῖ­ο του, τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα Νι­κη­φό­ρο Β’ Φω­κὰ, στο δω­μά­τι­ο του, τὴν ὥ­ρα ποῦ κοι­μό­ταν καὶ ἔτ­σι ἐ­γι­νε ὁ Ἰ­ω­άν­νης Α’ Τσι­μι­σκῆς αὐ­το­κρά­τωρ γι­ά τὰ ἑ­πό­με­να 7 ἔ­τη (969-976).

            Ὁ ἑ­πό­με­νος αὐ­το­κρά­το­ρας καί ὁ σπουδαιώτερος τῆς δυ­να­στεί­ας του εἶ­ναι ὁ Βα­σί­λει­ος Β’ ὁ Βουλ­γα­ρο­κτό­νος. Εἶ­ναι ἔ­νας ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κώ­τε­ρους αὐ­το­κρά­το­ρες τῆς χι­λι­ό­χρο­νης αὐ­το­κρα­το­ρίας. Κυ­βέρ­νη­σε γι­ά σχε­δὸν μι­σό αἰ­ῶ­να (976-1025) τὴν αὐ­το­κρα­το­ρία, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πὶ τῶν ἡ­με­ρῶν του εἶ­δε με­γά­λες δόξες σὲ ὅ­λα τὰ ἐ­πί­πε­δα.

           

mixahl-baseileio-sumbasilea
Ο ΜΙΧΑΗΛ Γ’ΑΝΑΚΥΡΗΣΣΕΙ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΣΥΜΒΑΣΙΛΕΑ

Πηγή: enwikipedia.org

           

            Με­τὰ τὸν Βα­σί­λει­ο Β’ Βουλ­γα­ρο­κτό­νο ἀρ­χι­ζει ἡ στα­δι­α­κὴ «κα­τάῤ­ῥευ­ση» τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Ἀ­πὸ τὸ 1025 ἕ­ως τό 1028 αὐ­το­κρά­τωρ εἶ­ναι ὁ ἀδελφός του, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Η’.

­            Ἀπὸ τὸ 1028 μέ­χρι τὸ 1050, ἡ Ζω­ὴ Β’, ἡ κό­ρη τοῦ Κων­σταν­τίνου Η’, εἶ­ναι συμ­βα­σί­λισ­σα μέ τοὺς ἑ­κά­στο­τε δι­α­δο­χι­κοὺς συ­ζύ­γους της, ἀρ­χῆς γε­νο­μέ­νης μέ τὸν γη­ραι­ὸ συγ­κλη­τι­κὸ Ῥω­μα­νὸ Γ’ Ἀρ­γυ­ρὸ (1028-1034).

            Ἡ Ζω­ὴ Β’ ἀ­φοῦ φρόν­τι­σε γι­ά τὴν δο­λο­φο­νί­α τοῦ 56χρονου συ­ζύ­γου της, πῆ­ρε ὡς νέ­ο σύ­ζυ­γο καὶ αὐ­το­κρά­το­ρα τὸν Μι­χα­ὴλ Δ’ τὸν Πα­φλα­γό­να (1034-1041). Αὐ­τὸν τὸν δι­α­δέ­χθη­κε ὁ ἀ­νε­ψι­ός του Μι­χα­ήλ Ε’ ὁ Κα­λα­φά­της (1041-1042), ὁ ὁ­ποῖ­ος τυ­φλώ­θη­κε καὶ ἐκ­θρο­νίσθη­κε.

            Ὁ τρί­τος σύζυ­γος τῆς Ζω­ῆς καί ἑ­πό­με­νος αὐ­το­κρά­το­ρας εἶ­ναι ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Θ’ ὁ Μο­νο­μά­χος (1042-1055) καὶ με­τὰ τὸν θά­να­το τοῦ Μο­νο­μά­χου καὶ ἀ­φοῦ νω­ρίτε­ρα ἀ­πε­βί­ω­σε ἡ Ζω­ὴ Β’, ἡ ἀ­δελ­φὴ της Θε­ο­δώ­ρα Α’ ἔ­γι­νε γι­ά δεύ­τε­ρη φο­ρὰ ἀ­πό­λυ­τη βα­σί­λισ­σα, ἦ­ταν δὲ ἡ πρώ­τη γυ­ναί­κα αὐ­το­κρά­τωρ τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου (1055-1056), κα­θὼς ὅ­λες οἱ ἄλ­λες ἦ­ταν σύ­ζυ­γοι ἢ μη­τέ­ρες αὐ­το­κρα­τό­ρων.

            Λί­γο πρὶν ἀ­πὸ τὸ θά­να­το της ἡ Θε­ο­δώ­ρα ἐ­ξέ­λε­ξε γι­ά δι­ά­δο­χό της τὸν Μι­χα­ὴλ ΣΤ’ τὸν Στρα­τι­ω­τι­κὸ (1056-1057). Ἔτ­σι μέ τὴν Θε­ο­δώ­ρα Α’ ἐ­ξέ­λι­πε καί τὸ τε­λευ­ταίο μέ­λος τῆς Μα­κε­δο­νι­κῆς δυ­να­στεί­ας, ἡ ὁ­ποί­α κα­τέ­γρα­ψε συνολικά 15 «βα­σι­λεῖ­ες» στά 190 πε­ρί­που ἔ­τη τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας της.

            Ἀκολούθωςἀ­να­γρά­φον­ται συνοπτικά με­ρι­κὰἀ­πὸ τά ση­μαν­τι­κώτε­ραγε­γο­νό­τατοῦ«α­­να» τῆςὁ­σί­ας μητρός ἡ­μῶν Εἰ­ρή­νης:

            805: Ή ἁ­γίαΚασσιανή ἢ Κασσία, ἢ  ­Εἰ­κα­σί­α, ἢ  ­Ἰ­κα­σί­α (με­τα­ξὺ 805 καὶ 810 – πρὶντὸ 865) ἤ­τανβυ­ζαν­τι­νὴἡ­γου­μέ­νη, ποι­ή­τρι­α, συν­θέ­τρι­ακαὶὑ­μνο­γρά­φος, στήνὁ­ποί­ακαίἀ­πο­δί­δε­ταιτὸψαλ­λό­με­νοτὴνΜε­γά­ληΤρί­τητρο­πά­ρι­ο:

            «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρον σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει· «οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας· δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῆι ἀφράστωι σου κενώσει· καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῶι παραδείσωι Εὔα τὸ δειλινὸν κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα τῶι φόβωι ἐκρύβη· ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα σωτήρ μου; μή μέ τὴν σὴν δούλην παρίδηις ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.»[7]

            Ἡ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο της κα­λύ­πτε­ται ἀ­πὸ μία ἀ­σά­φει­α. Τὸ ὄ­νο­μα της ἀ­παν­τᾶ­ται στίς πη­γὲς μέ τίς τέσ­σε­ρις προ­η­γού­με­νες πα­ραλ­λα­γές του. Τὸ πρῶ­το (Κασ­σι­α­νή), προ­έ­κυ­ψε ἐ­πει­δὴ ἴ­σως τὸ ὄ­νο­μα της δέν ἤ­ταν συ­νη­θι­σμέ­νο καὶ τῆς δό­θη­κε ὄ­νο­μα κα­λο­γε­ρι­κό, δη­λα­δὴ τήν θη­λυ­κή μορ­φή τοῦ γνω­στοῦ κα­λο­γε­ρι­κοὺ ὀ­νό­μα­τος Κασ­σι­α­νός[8].

            Τό δεύ­τε­ρο (Κασσία) χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ἀ­πό τήν ἴ­δια στήν ἀ­κρο­στι­χί­δα τοῦ μο­να­δι­κοῦ σῳ­ζό­με­νου κα­νό­να της. Τέ­λος οἱ δύ­ο τε­λευ­ταῖ­ες πα­ραλ­λα­γές, (Εἰ­κα­σί­αἸ­κα­σί­α), προ­έ­κυ­ψαν ἀ­πό τό λά­θος ἑ­νός ἀν­τι­γρα­φέ­α ποῦ προ­σέ­θε­σε τὸ γράμ­μα «Ι».           

            Πρῶ­τος βυ­ζαν­τι­νός χρο­νο­γρά­φος ὁ ὁποῖος πα­ρέ­χει στοι­χεῖ­α πε­ρί τῆς ζω­ῆς τῆς Κασ­σι­α­νῆς εἶ­ναι ὁ Συ­με­ών ὁ Μά­γι­στρος, τόν ὁ­ποῖ­ο καί ἀ­κο­λου­θοῦν πολ­λοί ἄλ­λοι με­τα­ξύ δέ αὐ­τῶν ὁ Λέ­ων ὁ Γραμ­μα­τι­κός καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης Ζω­να­ρᾶς.

            Ἡ ἁ­γί­α Κασ­σι­α­νή εἶ­ναι μί­α ἀ­πό τούς πρώ­τους με­σαι­ω­νι­κούς συν­θέ­τες τά ἔρ­γα τῶν ὁ­ποί­ων σῴ­ζον­ται ἀλ­λά καὶ μπο­ροῦν νὰ ἑρ­μη­νευ­τοῦν ἀ­πό συγ­χρό­νους εἰ­δι­κούς καί μου­σι­κούς. Πε­ρί­που 50 ἀ­πό τούς ὕ­μνους ἔ­χουν δι­α­σω­θεῖ καί 23 ἀ­πό αὐ­τούς πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται στά λει­τουρ­γι­κά βι­βλί­α τῆς Ὀρ­θό­δοξης Ἐκ­κλη­σί­ας. 

            Ὁ ἀ­κρι­βὴς ἀ­ριθ­μός τους εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δυ­σχε­ρές νά προσ­δι­ο­ρι­στεῖ, κα­θὼς πολ­λοὶ ὕ­μνοι, σὲ δι­ά­φο­ρα χει­ρό­γρα­φα, ἀ­πο­δί­δον­ται σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ πρό­σω­πα, ἐ­νῶ συ­χνὰ δὲ σῴ­ζε­ται τὸ ὄ­νο­μα τοῦ ὑ­μνο­γρά­φου. Ἐ­πι­πλέ­ον, σῴ­ζον­ται 789 μὴ λει­τουρ­γι­κοὶ της στί­χοι.

            Πρό­κει­ται κυ­ρί­ως γι­ά «γνω­μι­κά», ὅ­πως γιά πα­ρά­δειγ­μα τὸ πα­ρα­κά­τω: «Ἀ­πε­χθά­νο­μαι τὸν πλού­σι­ο ἄν­τρα ὁ ὁποῖος γκρι­νι­ά­ζει σὰν νὰ ἤ­ταν φτω­χός.»[9]

            Τὰ δέ σχε­τι­κά μέ τὴν ἁ­γία Κασ­σι­α­νὴ καί τόν Θεόφιλο ἀ­να­φέ­ρει καί ὁ Μαρ­τί­νος: «ἐκ γυ­ναι­κὸς ἐῤ­ῥύ­η τὰ φαῦ­λα» εἶ­πε ὁ Θε­όφιλος γι­ά νά δο­κι­μά­σει τὴν Κασ­σι­α­νὴ καὶ ἔ­λα­βε τὴν ἀ­πο­στο­μο­τι­κὴ ἀ­πάν­τη­ση «ἀλ­λὰ καὶ τὰ κρείτ­τω ἐκ γυ­ναι­κὸς προ­ῆλ­θεν», κά­τι πού δέν τοῦ πο­λυ­ά­ρε­σε καὶ ἔτ­σι προ­τί­μη­σε τὴν Θε­ο­δώ­ρα, τὴν με­τέ­πει­τα γνω­στὴ ὡς Αὐ­γού­στα καὶ ἁ­γί­α[10].

 

agia-kassianh
Η ΑΓΙΑ ΚΑΣΣΙΑΝΗ (ΚΑΣΣΙΑ)

Πηγή: http://www.scribd.com/doc

 

            Ἀρ­γό­τε­ρα, με­τὰ τὸν θά­να­το τοῦ Θε­ο­φί­λου καὶ πα­ρα­κι­νού­μενη ἀ­πό τίς προ­τρο­πι­κές ἐ­πι­στο­λές τοῦ ἁ­γί­ου Θε­ο­δώ­ρου τοῦ Στ­ου­δίτου (11.11.) ἡ ἁ­γία Κασ­σι­α­νή ἔχ­τι­σε μο­να­στῆ­ρι στόν λόφο τοῦ Ἑ­βδό­μου («Ξηρόλοφος»), τὴν ἐ­πο­νο­μα­ζο­μένη «τὰ Κασ­σίας»[11].

            Τέ­λος τὰ πε­ρὶ «πόρ­νης γυ­ναι­κὸς» δι­α­δι­δό­με­να φλη­να­φή­μα­τα εἶ­ναι παν­τε­λῶς ἀ­βά­σι­μα καὶ ἀ­πρε­πῆ, εἶ­ναι δέ καί ἄ­κρως προ­σβλ­η­τι­κά, εἴ­τε αὐ­τὰ λέ­γον­ται γι­ά τὴν ἁ­γί­α Κασ­σι­α­νή, εἴ­τε γι­ά τὴν ἁ­γί­α Μα­γδα­λη­νή, δι­ό­τι ἁ­πλὰ πο­τέ τους δὲν ὑ­πῆρ­ξαν πόρ­νες. Ἡ ἁ­γία Κασ­σι­α­νὴ τι­μᾶ­ται ἀ­πὸ τὴν Ὀρ­θο­δό­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ­ στίς 7 Σε­πτεμ­βρί­ου.

            806: Στήν Πόλη γεν­νι­έται τό 706 ὁ ἅ­γι­ος Τα­ρά­σι­ος. Διετέλεσε Πα­τρι­άρ­χης Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ἀ­πὸ τὸ 784 ὡς τὸ 806 (25 Δεκεμβρίου 784 μέχρι 18 Φεβρουαρίου 806).

            Ὁ πα­τέ­ρας του Γε­ώρ­γι­ος ἤ­ταν πα­τρί­κι­ος καὶἔ­παρ­χος (praefectusurbi) τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης, ἡ δὲ μη­τέ­ρα του ὀ­νο­μα­ζό­ταν Ἐγ­κρά­τει­α, ἐ­νῶὁἴ­δι­ος ὁ Τα­ρά­σι­ος ἀ­να­δεί­χθη­κε ὕ­πα­τος καὶ πρω­τα­ση­κρή­τις. Ἀ­πὸ δέ τὴν οἰ­κο­γέ­νει­α τοῦ Τα­ρα­σί­ου κα­τα­γό­ταν καὶὁ με­τα­γε­νέ­στε­ρος πα­τρι­άρ­χης Φώ­τι­ος (858-867, 877-887).

            Χει­ρο­το­νή­θη­κε κα­τευ­θεῖ­αν Πα­τρι­άρ­χης, ἀ­πὸ λα­ϊ­κὸς, ἀ­πὸ τὴν αὐ­το­κρά­τει­ρα Εἰ­ρή­νη τήν Άθηναία, χή­ρα (ἀ­πὸ τὸν Σε­πτέμ­βρι­ο τοῦ 780) τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Λέ­ον­τα Δ’ Χαζάρου, λαμ­βά­νον­τας καὶ τοὺς τρεῖς βαθ­μοὺς τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης.

            Στή «Χρο­νο­γρα­φί­α» τοῦ ἁγίου Θε­ο­φάνους τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ ἐν­θρο­νι­στή­ρι­ος λό­γος τοῦ Τα­ρα­σί­ου, ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο συ­νά­γε­ται, ὅ­τι δέν ἀ­πο­δέχ­θη­κε ἐ­ξαρ­χῆς τὸ ἀ­ξί­ω­μα.

            Τὸ ἔ­τος 787 δι­ηύ­θυ­νε τίς ἐρ­γα­σί­ες τῆς Ζ’ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου ἡ ὁποία ἀ­να­στή­λω­σε τίς ᾶγιες εἰ­κό­νες (23 Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ 787). Στίς 25 Φεβρουρίου τοῦ 806­ συνέβη ἡ κοίμησις τοῦ ἁγίου Τα­ρα­σί­ου πα­τρι­άρ­χου Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α καί τι­μᾶ­ται ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α.

«Χαί­ρων γε­ραί­ρω Τα­ρά­σι­ον τὸν μέ­γαν.»

«Ἄ­κλει­στοςὅρ­μοςΤα­ράσι­ονλαμ­βά­νει,

Κό­σμουτα­ρα­χῆςκαὶζά­ληςσε­σω­σμέ­νον,

Εἰ­κα­διἐκτα­ράχοι­οΤα­ρά­σι­οςἑ­πτα­τοπέμ­πτῃ[12].»

 

­πο­λυ­τί­κι­ον. ­χοςγ‘. Τν­ραι­ό­τη­τα.

«Βί­ουὀρ­θό­τη­τι, καλ­λω­πι­ζό­με­νος, φω­στὴρὑ­πέρ­λαμ­προς, ὤ­φθηςτοῦ Πνεύ­μα­τος, καὶτὴνΕἰ­κό­νατοῦΧρι­στοῦ, Συ­νό­δῳἐντῇἙ­βδό­μῃ, προ­σκυ­νεῖνἐ­κή­ρυ­ξας, ὀρ­θο­δό­ξωςμα­κά­ρι­ε, στῦ­λοςκαὶἑ­δραί­ω­μα, Ἐκ­κλη­σί­αςγε­νό­με­νο­ς∙ δι­ὸτοὺςσοῦςἀ­γῶ­ναςγε­ραί­ρει, Πά­τερἹ­ε­ράρ­χαΤα­ρά­σι­ε.»[13]

            811: Γεν­νι­έ­ται ὁ Βα­σί­λει­ος Α’ ὁ Μα­κε­δών, στήν Χα­ρι­ού­πο­λη τῆς Μα­κε­δο­νί­ας καὶ ἡ μη­τέ­ρα του λε­γό­ταν Παγκαλώ.

            811: Φό­νος τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Νι­κη­φό­ρου Α’ σὲ μά­χη μὲ τὸν Κροῦ­μο Ἡ­γε­μό­να τῶν Βουλ­γά­ρων. Αὐ­το­κρά­το­ρας τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου στέφεται ὁ γυιός του Σταυ­ρά­κι­ος Α’ γιά λίγους μόνο μῆνες.

            811: ΜιχαήλΑ’ ΡαγκαβέςαὐτοκράτωρΒυζαντίου (811813).

            813: Λέ­ωνΕ’ Ἀρ­μέ­νιοςαὐτοκράτωρΒυζαντίου (813820). ὉΚροῦ­μος («ante portas») πρότῆςΚωνσταντινούπολης.

            815: Στὴν Ἔ­βισ­σα τῆς Πα­φλα­γο­νί­ας γεν­νι­έται ἡ ἁ­γί­α Θε­ο­δώ­ρα Αὐ­γού­στα.

            815: Γεν­νι­έ­ται ὁ Ἅ­γι­ος Με­θό­δι­ος (Μι­χα­ήλ), ὁ ἀ­δελ­φὸς τοῦ ἁ­γί­ου Κυ­ρίλ­λου (Κων­σταν­τῖνος), εἶς ἐκ τῶν Φω­τι­στῶν τῶν Σλά­βων. Ὁ πα­τέ­ρας τους Λέ­ων ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε στή Θεσ­σα­λο­νί­κη ὡς δρουγ­γά­ρι­ος (χι­λί­αρ­χος) καὶ ἔ­πει­τα προ­βι­βά­στη­κε σὲ στρα­τη­γό. Εἴ­χαν ἐφ­τὰ παι­δι­ά, ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων τὸ τε­λευ­ταῖ­ο, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος, γεν­νή­θη­κε τὸ 827.

            Ἀ­πὸ τὴν αὐ­το­κρά­τει­ρα Θε­ο­δώ­ρα ὁ Με­θό­δι­ος (Μι­χα­ήλ) δι­ο­ρί­στη­κε δι­οι­κη­τὴς «Σκλα­βη­νί­ας», δη­λα­δὴ ἐ­παρ­χί­ας τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ποῦ κα­τοι­κοῦνταν κα­τὰ πλει­ο­νό­τη­τα ἀ­πὸ σλα­βι­κοὺς πλη­θυ­σμούς, ποῦ εἴ­χαν εἰ­σβάλει εἰ­ρη­νι­κὰ καὶ εἴ­χαν κα­τα­λά­βει ἀ­ραι­ο­κα­τοι­κη­μέ­νες πε­ρι­ο­χές.

            Ἐ­κεῖ ἐ­πι­δό­θη­κε συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρα στήν ἐ­κμά­θη­ση τῆς σλα­βι­κής γλώσ­σας, τῆς ὁ­ποί­ας στοι­χεῖ­α γνώ­ρι­ζε ἤ­δη ἀ­πὸ τοὺς σλα­βι­κής κα­τα­γω­γῆς ὑ­πη­ρέ­τες τῆς οἰ­κο­γένειας του.

            Ὑ­πῆρ­ξαν καὶ οἱ δύ­ο φαι­νό­με­να πο­λυ­γλωσ­σί­ας, ἰ­δί­ως ὁ Κύ­ριλ­λος (Κων­σταν­τῖνος), ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γνώ­ριζε τήν σλα­βι­κή, τήν συ­ρι­α­κή, τὴν ἑ­βρα­ϊ­κή, τήν σα­μα­ρει­τι­κή, τὴν ἀ­ρα­βι­κή, τήν χα­ζα­ρι­κὴ (τουρ­κι­κή), τήν λα­τι­νι­κή, πι­θα­νῶς ὅ­μως καὶ ἄλ­λες γλῶσ­σες.

            Ὑ­πὸ τὴν ἡ­γε­σί­α τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Μι­χα­ὴλ Γ’, τοῦ πρω­θυ­πουρ­γοῦ Καίσαρα Βάρ­δα καὶ τοῦ πα­τρι­άρ­χη Φω­τί­ου, ὁ βυ­ζαν­τι­νὸς ἑλ­λη­νι­σμὸς ἀ­να­συν­τάσ­σε­ται, ἀ­να­δι­ορ­γα­νώ­νε­ται καὶ ἀ­να­γεν­νι­έ­ται πνευ­μα­τι­κὰ.

            Τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη ὁ ἡ­γε­μό­νας τῶν Χα­ζά­ρων ζή­τη­σε τὴν ἀ­πο­στο­λὴ στή χώ­ρα του ἱ­κα­νῶν πνευματικῶν διδασκάλων ἀ­πὸ τὸ Βυ­ζάν­τι­ο, γι­ά νά ἀ­πο­δεί­ξει τὴν ὑ­πε­ρο­χὴ τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, ἔ­ναν­τι τῆς ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς καὶ τῆς μω­α­με­θα­νι­κῆς θρη­σκεί­ας, οὕ­τως ὥ­στε νά δεχ­τεῖ ὁ λα­ὸς του τήν νέα θρησκεία.

            Στήν δέ Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ἰδρύθηκε εἰ­δι­κὸ κέν­τρο σλα­βι­κῶν με­λε­τῶν, στό ὁ­ποῖ­ο ἐκ­παι­δεύ­τη­καν ἱ­ε­ρα­πό­στο­λοι καὶ ἐκ­πο­λι­τι­στές. Προ­ϊ­στά­με­νος τοῦ κέν­τρου ὁ­ρί­στη­κε ἀ­πὸ τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα Μι­χα­ὴλ Γ’ καὶ τὸν Φώ­τι­ο ὁ Κων­σταν­τῖ­νος (Κύριλλος), ὁ ὁ­ποῖ­ος στό ἐ­ξῇς ἀ­νέ­λα­βε καί τήν δι­ορ­γά­νω­ση κά­θε δι­α­φω­τι­στι­κῆς ἀ­πο­στο­λῆς.

            Οἱ Χαζάροι δι­α­τη­ροῦ­σαν φι­λι­κὲς σχέ­σεις μέ τό Βυ­ζάν­τι­ο ἤ­δη ἀ­πὸ τὸν ἔ­βδο­μο αἰ­ῶ­να, ὁ δέ Ἰ­ου­στι­νι­α­νὸς Β’ (685-695 καί 705-711)[14]παν­τρεύ­τη­κε τήν ἀδελφή τοῦ Χα­γάνου Ἰ­βου­ζὶρ, τήν Θεοδώρα, τῆς πρώ­της ξέ­νης αὐ­το­κρά­τει­ρας τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου.

 

nea-rwmh
Κ
ΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ Ή ΝΕΑ ΡΩΜΗ [15]

Πη­γή: Μαυ­ρίδης, Δ. Γ. (1989-2013), Φω­το­γρα­φι­κό Ἀρ­χεῖ­ο «Κωνσταντινούπολις»

 

            Με­τὰ δέ ἀ­πὸ λί­γες δε­κα­ε­τί­ες ἡ κό­ρη ἑνός ἄλ­λου Χα­γά­νου, ἡ Εἰ­ρή­νη (Σι­σσάκ ἤ Τσιτσάκ[16]), ἔ­γι­νε σύ­ζυ­γος τοῦ Κων­σταν­τί­νου τοῦ Ε’[17]. Ἤ­δη ὅ­μως με­τα­ξὺ τοῦ λα­οῦ εἶ­χε ἀρ­χί­σει ἡ δι­ά­δο­ση τοῦ Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ καὶ τοῦ Μω­α­με­θα­νι­σμοῦ.

            Ἔτ­σι λοι­πὸν ὁ Κων­σταν­τῖ­νος καὶ ὁ Με­θό­δι­ος ἔ­φυ­γαν ἀ­πὸ τήν Χερ­σῶ­να τῆς Κριμαίας μέ πλοῖ­ο καὶ ἀ­πο­βι­βά­στη­καν στίς ἀ­να­το­λι­κὲς ἀ­κτὲς τοῦ Εὐ­ξεί­νου Πόντου, στήν τότε πρω­τεύ­ου­σα τῆς Χα­ζα­ρί­ας τήν Ἴ­τιλ.

            Κα­τὰδετὴνἐ­πι­στρο­φὴτῶνδύ­οἱ­ε­ρα­πο­στό­λωνστήνΚων­σταν­τι­νού­πο­ληἀ­πὸτήνΧα­ζα­ρί­α, ὁαὐ­το­κρά­το­ραςΜι­χα­ὴλὁΓ’ καὶὁ πα­τρι­άρ­χηςΦώ­τι­οςἔ­δει­ξανμε­γά­ληἰ­κα­νο­ποί­η­ση.

            Τὸ 862 ὃἡ­γε­μό­ναςτῆςΜο­ρα­βί­αςῬο­στισ­λά­βοςἔ­στει­λεστήνΚων­σταν­τι­νού­πο­λη πρε­σβεί­ακαὶζή­τη­σεἂν­θρω­πογι­άνάδι­δά­ξειτὸνΧρι­στι­α­νι­σμὸστούςὑ­πη­κό­ουςτου. Πρὶν ξε­κι­νή­σει ὁ Κων­σταν­τῖ­νος (Κύριλλος) γι­ά τὸμε­γά­λο τα­ξεί­δι, με­τέ­φρα­σε τὰτέσ­σε­ρα εὐ­αγ­γέ­λι­α, τὶς ἐ­πι­στο­λὲς τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, μία συλ­λο­γὴ πα­τε­ρι­κῶν κει­μέ­νων, συ­νέ­γρα­ψε ἐ­πί­σης γραμ­μα­τι­κὴκαὶσχετικές ὁ­μι­λί­ες. Στήνδέ με­τά­φρα­ση τῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων ὡς πρόλο­γο ἔ­βα­λε τό ὲξῆς δικό του ποί­η­μα:

«Στό­μαμὴγε­υό­με­νονγλυ­κύ­τη­τος,

με­τα­βάλ­λειτὸνἄν­θρω­πονεἰςλί­θον·

πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρονψυ­χὴἐ­στε­ρη­μέ­νηγραμ­μά­των,

ἀ­πο­ναρ­κοῦταιμέ­σαεἰςτὴνἀν­θρω­πί­νηνὕπαρ­ξιν.

 

Λα­βόν­τεςλοι­πὸναὐ­τὰὓπ’ ὄ­ψιν, ἀ­δελ­φοί,

σᾶςφέ­ρο­μενκα­τάλ­λη­λονσυμ­βου­λήν,

ἡὁ­ποί­αἐ­λευ­θε­ρώ­νειὅ­ληντὴνοἰ­κου­μέ­νην,

ἀ­πὸτὴνκτη­νώ­δηζω­ὴνκαὶτὰ πά­θη.»[18]

 

            Ἡἱεραποστολικήὁ­μά­δα, μὲἀρ­χη­γοὺςτὸνΚων­σταν­τί­νοκαὶτὸνΜε­θό­δι­ο, ξε­κί­νη­σεγι­άτήνΜο­ρα­βί­ατὴνἂνοι­ξητοῦ 863. Μέλητηςἤ­τανκαὶὁΚλή­μης, ὁΝα­ούμ, ὁἈγ­γε­λά­ρι­ος, ὁΣάβ­βαςκαὶμε­ρι­κοὶἄλ­λοισυ­νερ­γά­τες, οἱὁ­ποῖ­οιἀρ­γό­τε­ραδι­α­κρί­θη­κανστόἀ­πο­στο­λι­κὸἔρ­γο.

            Κα­τὰ πᾶ­σα πι­θα­νό­τη­ταἀ­κο­λού­θη­σαντὸδρό­μομέ­σῳτῆςΤρα­ϊ­α­νου­πό­λε­ως, τῶνΦι­λίπ­πων, τῆςΘεσ­σα­λο­νί­κης, τῶνΣκο­πίων, τῆςΝα­ϊσ­σού (Nis), τῆςΣιγ­γι­δό­νος (Βε­λι­γρα­δί­ου), τοῦΣιρ­μί­ου (ΣίρμιοντςΚάτω Πανονίας, Sirmium, σημερινή Sremska Mitrovica, Σερβία) μέ­χριτὰσύ­νο­ρατῆςΜο­ρα­βί­ας, στήν περιοχήτῆςσημερινῆςΜικουλτσίτσα, με­τὰστὸΣτά­ρεΝέ­στο (Βέ­λε­χραδ, χράδ, γραδ = ὀχυρό), ὅ­πουἤ­τανἀ­πὸ πα­λι­ότεραἐγ­κα­τε­στη­μέ­νοιοἱ πρῶ­τοιβυ­ζαν­τι­νοὶἱ­ε­ρα­πό­στο­λοικαὶ πολ­λοὶἝλ­λη­νεςἔμ­πο­ροι[19]. Λίγο πρὶν πε­θάνει ὁ Κύριλ­λος, τό 869 καί σὲ ἡ­λι­κί­α 42 ἐ­τῶν, προ­σευ­χή­θηκε λέγοντας:

            «Κύ­ρι­ε Θε­έ μου, σῦ ὅ­στις ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σες ὅ­λα τὰ ἀγ­γε­λι­κὰ τάγ­μα­τα καὶ τὰς οὐ­ρα­νί­ους δυ­νά­μεις· σῦ ὅ­στις ἔ­τει­νες τοὺς οὐ­ρα­νούς, ἐ­θε­με­λί­ω­σες τὴν γῆν καὶ ἔ­φε­ρες πάν­τα τὰ ἐκ τοῦ μη­δε­νὸς εἰς τὸ εἶ­ναι· σῦ ὁ ἀ­κού­ων πάν­το­τε τοὺς ποι­οῦν­τας τὸ θέ­λη­μά σου, τοὺς φο­βου­μέ­νους σὲ καὶ τη­ροῦν­τας τὰς ἐν­το­λάς σου, ἄ­κου­σον τὴν προ­σευ­χήν μου καὶ φύ­λα­ξον τὸ πι­στὸν ποί­μνι­ον ἐ­πι­κε­φα­λῆς τοῦ ὁ­ποί­ου ἐ­το­πο­θέ­τη­σες ἐ­μὲ τὸν δοῦ­λον σου, τὸν ἀ­νίκα­νον καὶ ἀ­νά­ξι­ον. Σῶ­σον αὐ­τὸ ἀ­πὸ τὴν ἀ­σε­βῆ καὶ εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὴν κα­κό­τη­τα τῶν βλα­σφη­μούν­των σέ. Κα­τάστρε­ψον τὴν αἵ­ρε­σιν τῶν τρι­ῶν γλωσ­σῶν».

            Ὁ Κύ­ριλ­λος ἐτά­φη μέ τι­μὲς στόν προ­σω­πι­κὸ τά­φο τοῦ Πά­πα Ἀ­δρι­α­v­οὺ Β’, δε­ξι­ὰ ἀ­πὸ τὴν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, ἐ­νῶ ἀρ­γό­τε­ρα με­τα­κι­νή­θη­κε στή βα­σι­λι­κὴ τοῦ Ἁ­γί­ου Κλή­μεν­τος στή Ῥώ­μη, ὅ­που καὶ σή­με­ρα φυ­λάσ­σον­ται τὰ λεί­ψα­να του. Ἀλ­λὰ τὸ ἔρ­γο τοῦ ἄλ­λου ἀ­δελ­φοῦ, τοῦ Με­θο­δί­ου, στα­μά­τη­σε ἐπίσης νω­ρίς.

            Οἱ Γερ­μα­νοὶ (Φράγκοι) ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὶ καὶ πο­λι­τι­κοὶ ἄρ­χον­τες δυ­σα­ρε­στή­θη­καν ἀ­πὸ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κῆς δρά­σης τῶν δύο ἀ­δελ­φῶν. Αὐ­τὴ ἔ­δι­νε στίς σλα­βι­κὲς Ἐκ­κλη­σί­ες ὄ­χι μό­νο σλα­βι­κὸ[20], ἀλ­λὰ καὶ ἑλ­λη­νι­κὸ χα­ρα­κτῆ­ρα, πρὸς με­γά­λη ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση τοῦ λα­τι­νι­κοῦ κλή­ρου[21] καὶ ἔ­κλει­νε τὸ δρό­μο μίας νέ­ας (ἔ­πι)στρο­φῆς πρὸς τήν Γερ­μα­νί­α.

            Τὴν ἐ­πο­χὴ αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς ὁ Λου­δο­βί­κος ὁ Γερ­μα­νι­κὸς εἶ­χε εἰ­σβάλ­λει στή Μο­ρα­βί­α καὶ τὴν ὑ­πο­τά­ξε καὶ πά­λι. Ὁ δε Ῥο­στισ­λά­βος, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε κα­λέ­σει στήν χώ­ρα του τοὺς Ἕλ­λη­νες ἱ­ε­ρα­πο­στό­λους, εἶ­χε ἐκ­θρο­νι­στεῖ καὶ τυ­φλω­θεῖ.

            Ὁ Κότ­σελ(ὁ Σλο­βε­νος ἡ­γε­μό­νας) ἄρ­χι­σε να φο­βά­ται τὸ ἴ­δι­ο καὶ γι­ά τὸν ἑ­αυ­τὸ του. Γι’ αὐ­τό, ὅ­ταν οἱ Γερ­μα­νοὶ κλη­ρι­κοὶ τῆς Σλο­βε­νί­ας συ­νέ­λα­βαν τὸν Με­θό­δι­ο καὶ τὸν ὁ­δή­γη­σαν στήν Γερ­μα­νί­α, δέν ἀν­τέ­δρα­σε.

            Ὁ Με­θό­δι­ος ὀ­νό­μα­σε τοὺς δι­ῶ­κτες του «βαρ­βά­ρους» μπρο­στὰ στόν Λου­δο­βί­κο Γερ­μα­νι­κὸ καί φυ­λα­κί­στη­κε στήν μο­νὴ Ἐλλ­βάγ­γεν (Ellwangen) τῆς Σου­α­βί­ας (Schwaben). Δέν τοῦ ἐ­πέ­τρε­ψαν κα­μι­ὰ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τὸν πά­πα καὶ σκό­τω­σαν τὸν ἀγ­γε­λι­ο­φό­ρο του, τόν μο­να­χὸ Λά­ζα­ρο.

            Οἱ δέ μα­θη­τὲς του δι­έ­φυ­γαν στήν Μο­ρα­βί­α, τὴν Κρο­α­τί­α καὶ τήν Σερ­βί­α, ἐ­νῶ ἄλ­λοι πα­ρέ­μει­ναν κρυ­φὰ στήν Σλο­βε­νί­α. Ὁ Με­θό­δι­ος ἀ­πε­βί­ω­σε στίς 6 Ἀ­πρι­λί­ου 885 ὡς ἐ­πί­σκο­πος Μο­ρα­βί­ας.

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἀποστόλων τὸν ζῆλον ἐπιδειξάμενοι, ἐπὶ τὰς χώρας τῶν Σλάβων Εὐαγγελίου τὸ φῶς, διηυγάσατε λαμπρῶς θείῳ κηρύγματι, Θεσσαλονίκης οἱ βλαστοί, καὶ ἀστέρες φαεινοί, Μεθόδιε σὺν Κυρίλλῳ, αὐτάδελφοι θεηγόροι, Ἐκκλησιῶν ἡ σεμνοπρέπεια. (11.5.)

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ἐξ εὐκλεοῦς ἀναβλαστήσαντες ῥίζης, καὶ ἐν ἁπάσῃ παιδευθέντες σοφίᾳ, Θεσσαλονίκης φοίνικες οἱ πάγκαρποι, ὁ θεόφρων Κύριλλος, καὶ Μεθόδιος ἅμα, ὤφθησαν ὁμότροποι, τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, καὶ τὰς τῶν Σλάβων χώρας ἀληθῶς, θεογνωσίας φωτὶ κατεφώτισαν.

 

 

Μεγαλυνάριον.

Χαίροιςαὐταδέλφωνἡξυνωρίς, Κύριλλετρισμάκαρ, καὶΜεθόδιεἱερέ, τῆςΘεσσαλονίκης, βλαστοὶοἱθεοφόροι, καὶφωτισταὶτῶνΣλάβωνοἱἐνθεώτατοι[22].

            816: ὉἍ­γι­ος Ἰ­ω­σήφ ὁ ὑ­μνο­γρά­φος (μνήμη 3 ­πρι­λί­ου), γεν­νι­έ­ται στή Σι­κε­λί­α, στά δύσκο­λα χρό­νι­α τῆς Εἰ­κο­νο­μα­χί­ας. Ὁ πα­τέ­ρας του ὀ­νο­μά­ζον­ταν Πλω­τῖνος καὶἡ μη­τέ­ρα του, Ἀ­γα­θὴ.Ὁ νε­α­ρὸς Ἰ­ω­σήφ, ἐγ­κα­τα­λεί­πει τήν γε­νέ­τει­ρα του μα­ζύ μέ τήν μη­τέ­ρα του καὶἔρ­χε­ται στήν Πε­λο­πόν­νη­σο, λό­γῳ τῶν ἐ­πι­δρο­μῶν τῶν Ἀ­γα­ρηνῶν. Ἀρ­γό­τε­ρα, τό 831 πη­γαί­νει στή Θεσ­σα­λο­νί­κη, ὅ­που κείρε­ται μο­να­χός.

            Στὴν Θεσ­σα­λο­νί­κη γνω­ρί­ζε­ται, μὲ τὸν Ἅ­γι­ο Γρη­γό­ρι­ο τὸν Δε­κα­πο­λί­τη (μνήμη 20 Νοεμβρίου) καὶ μα­ζύ του τα­ξει­δεύ­ει τό 840 γι­ὰ τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη.

            Ἐ­κεῖ πα­ρέ­μει­ναν κλει­σμέ­νοι στό Να­ὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος Ἀν­τύ­πα γι­ὰ σχε­τι­κὰ με­γά­λο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα. Ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­ναγ­κά­στη­κε ὅ­μως νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καὶ ἔτ­σι τὸ ἔ­τος 841 μ.Χ. ξε­κι­νᾶ γι­ά νὰ πά­ει στήν Ῥώ­μη.

            Στὸ τα­ξί­δι γι­ά τήν Ῥώ­μη συλ­λαμ­βά­νε­ται ἀ­πὸ Κρῆ­τες πει­ρα­τές, οἱ ὁ­ποῖ­οι τὸν ὁ­δη­γοῦν στή­ν  Κρή­τη καὶ τὸν κλεί­νουν σὲ μία φυ­λα­κή. Ἐδῶ ἄρ­χι­σε νά δι­δά­σκει, ὅ­λους τοὺς ἐ­πι­σκέ­πτες τῶν φυ­λα­κῶν.

            Στήν φυ­λα­κὴ συ­ναν­τι­έ­ται μέ κά­ποι­ον σε­βά­σμι­ον γέ­ρον­τα, ὁ ὁ­ποῖ­ος τοῦ λε­ει: «Εἶ­μαι ἀ­πὸ τὰ Μύ­ρα τῆς Λυ­κί­ας <δη­λα­δὴ ὁ ἅ­γι­ος Νι­κό­λα­ος> καὶ ἤλ­θα νά σοῦ δώ­σω αὐ­τὸ τὸ χαρ­τί, γι­ά νά τὸ δι­α­βά­σεις».

            Μό­λις πῆ­ρε τὸ χαρ­τι ἄρ­χι­σε νά δι­α­βά­ζει καὶ νά ψέλ­νει, ὅ­τι ἔ­βλε­πε, δηλαδή. «Τά­χυ­νον, ὁ οἰ­κτίρ­μων καὶ σπεῦ­σον, ὡς ἐ­λε­ή­μων, εἰς τὴν βο­ή­θει­αν ἡ­μῶν, ὅ­τι δύ­να­σαι βου­λό­με­νος». Τὴν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα ὁ ἀρ­χη­γὸς τῆς εἰ­κο­νο­μα­χί­ας Θεό­φι­λος Α’πεθαί­νει καί τότε ὅ­λοι οἱ ἐ­ξό­ρι­στοι, ἀ­να­κλή­θη­καν ἀ­πό τίς ἐ­ξο­ρί­ες τους.

            Ἔτ­σι καί ὁ Ἅ­γι­ος Ἰ­ω­σήφ, ἀ­πο­φυ­λα­κί­ζε­ται καὶ ἐ­πι­στρέ­φει στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, τὸ ἔ­τος 842 μ.Χ. Τὸ ἔ­τος 850 παίρ­νει μέ­ρος στὰ ἐγ­καί­νι­α τοῦ να­οῦ τῆς μο­νῆς τοῦ ἁ­γί­ου ἀ­πο­στό­λου Βαρ­θο­λ­ο­μαί­ου, τοῦ ὁ­ποί­ου να­οῦ ἠ­ταν κτήτωρ, μα­ζὺ μὲ τὸν ἃ­γι­ο Γρη­γό­ρι­ο Δε­κα­πο­λί­τη.

            Πρὸς τι­μὴν δὲ τοῦ ἁ­γί­ου Βαρ­θο­λο­μαί­ου καί μέ θαυ­μα­τουρ­γὸ τρό­πο συ­νέ­θε­σε ἀ­σμα­τι­κοὺς κα­νό­νες καὶ τρο­πά­ρι­α γι­ὰ τὰ ἐ­πι­κεί­με­να ἐγ­καί­νι­α.

            Τὸ 858 ἐ­ξο­ρί­ζε­ται στὴν Κρι­μαί­α ἀ­πὸ τὸν Καί­σα­ρα Βάρ­δα καὶ ἐ­πι­στρέ­φει τὸ 867 ἐ­πὶ τῆς δευ­τέ­ρας πα­τρι­αρ­χί­ας τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­γνα­τί­ου. Ἐ­κοι­μή­θη τὸ ἔ­τος 886 (03.04.) ἒν εἰ­ρή­νη, ὣς σκευ­ο­φύ­λαξ τῆς ἁ­γί­ας Σο­φί­ας, ἐπί πατριάρχου Φωτίου.

«Ζῶντος Θεοῦ σὺ θεῖος ὑμνητὴς Πάτερ,

Ἐγὼ δὲ σοῦ θανόντος ὑμνητὴς νέος.»

 

πολυτκιον­ω­σήφ­μνο­γρά­φουχοςγ’. Τνραιότητα.

«ΤὸδωδεκάχορδοντοῦΛόγουὄργανον, τὴν παναρμόνιονλύραντῆςχάριτος, τὸνὙμνογράφονἸωσὴφτιμήσωμενἐπαξίως, οὗτοςγὰρἀνύμνησε, μελιχροὶςμελωδήμασι, Πνεύματικινούμενος, τῶνἉγίων πᾶνσύστημα. Μεθ’ ὧνκαὶἱκετεύειἀπαύστως, δοῦναι ἡ­μῖν πταισμάτωνλύσιν.»[23]    

            818: Ἐκοι­μή­θη ἐν Κυ­ρί­ῳ στίς 12.03. τοῦ ἔ­τους 815 (ἢ 818), στόν τόπο της ἐ­ξο­ρίας του, στή Σα­μο­θρά­κη, ὁἃγιος Θεοφάνης ὁ Χρονογράφος. Γεν­νήθηκε τό 760 στήν Πό­λη, ἐ­πὶΚων­σταν­τί­νου Ε’ τοῦΚο­πρω­νύ­μου (741-775), ἀ­πὸ πλού­σι­α καὶἀ­ρι­στο­κρα­τι­κὴ γε­ννι­ά, μένει δέ ὀρ­φα­νὸςἀ­πὸ πα­τέ­ρα (Ἰ­σα­ὰκ) καὶ τὸν με­γα­λώνει ἡ μη­τέ­ρα του Θε­ο­δό­τη.

            Σὲἡ­λι­κί­α 12 ἐ­τῶν πε­ρί­που καὶ χω­ρὶς νά τὸ θέ­λει νυμ­φεύ­εται τήν σύ­ζυ­γο του Με­γαλώ, τὴν με­τέ­πει­τα Εἰ­ρή­νη μο­να­χή, ζῶν­τας δέ γι­ά 8 χρό­νι­α ἐν παρ­θε­νί­ᾳ, σὰν ἀ­δέλ­φι­α δηλαδή.

            Ἀρ­γό­τε­ρα οἱ δύ­ο σύ­ζυ­γοι ἀ­πο­φά­σι­σαν νά ἀ­φι­ε­ρω­θοὺν στόν Θε­ό καὶἔτ­σι ὁ Θε­ο­φά­νης γί­νε­ται μο­να­χὸς στήν μο­νὴΠο­λυ­χρο­νί­ου τῆς Σιγ­ρι­α­νῆς, κον­τὰ στήν Κύ­ζι­κο, στό Σί­γρι τῆς Μυ­τι­λή­νης κατ’ ἄλ­λους, ὅ­πως π.χ. καὶ κα­τὰ τὸν Νι­κό­δη­μο ἁ­γι­ο­ρεί­τη:

            «Σιγριανή, ἄλλοι μὲν λέγουσιν ὅτι εἶναι ἡἐν τῇ Μηδεία εὑρισκομένῃ. Ἄλλοι δὲ πιθανώτερον καὶὁμοιαληθέστερον λέγουσιν ὅτι εἶναι ἡἐν τῇ Μυτιλήνῃ εὑρισκομένῃ. Ἐν τῇ Μυτιλήνη γὰρ εὑρίσκεται κάβος καὶἀκρωτήριον, Σίγρι ὀνομαζόμενον, ἐν τῷἀκρωτηρίῳ δὲ τούτῳ εὑρίσκεται ὄρος. Ἐν δὲ τῷὄρει εὑρίσκεται Μοναστήριον Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, εἰς τὸὁποῖον ἔγινε Μοναχὸς ὁἍγιος οὗτος Θεοφάνης.»

            «Καὶὅτι ἐπιστρέφων εἰς τὸν Ὄλυμπον, ἐπέρασεν ἀπὸ τὴν νῆσον Θάσον, καὶ διὰ προσευχῆς του ἐδίωξε τὰἐν αὐτῇ κατοικοῦντα ὀφίδια. Ὅθεν πιθανώτερον εἶναι ὅτι ἡ Σιγριανὴ εὑρίσκετο εἰς τὴν Μυτιλήνην παρὰ εἰς τὴν Μήδειαν»[24].

            Τὸ ἔ­τος 787 μ. Χ. παίρ­νει μέ­ρος στίς ἐρ­γα­σί­ες τῆς Ζ’ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου στή Νί­και­α τῆς Βι­θυ­νί­ας, στό Να­ὸ τῆς Ἁ­γί­ας Σο­φί­ας καὶ κα­τό­πιν αἲ­τησης τοῦ ἁ­γί­ου Τα­ρα­σί­ου πα­τρι­άρ­χου Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως.

            Στή Σύ­νο­δο αὐ­τὴ ἀ­πο­φα­σί­σθη­κε ἡ ἀ­να­στή­λω­ση τῶν εἰ­κό­νων καὶ ἡ κα­τα­δί­κη τῆς Εἰ­κο­νο­μα­χί­ας ἐ­πί Εἰ­ρή­νης Ἀ­θη­ναί­ας. Ἐ­πὶ δὲ Λέ­ον­τός Ε’ τοῦ Ἀρ­με­νί­ου (813-820) καί μέ τὴν ἐ­πα­νε­νάρ­ξη τῶν εἰ­κο­νο­μα­χι­κῶν δι­ώ­ξε­ων, ὁ Ἅ­γι­ος Θε­ο­φά­νης κλεί­σθη­κε στή φυ­λα­κὴ γι­ά δύ­ο χρό­νι­α ὡς ἀ­με­τα­κί­νη­τος εἰ­κο­νο­λά­τρης καί κατόπιν ἐξορίσθηκε στήν Σαμοθράκη.

            Ἡ δὲ γνω­στὴ «Χρο­νο­γρα­φί­α» τοῦ ἁ­γί­ου Θε­ο­φά­νη εἶ­ναι ἡ ἐ­ξι­στό­ρη­ση τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν γε­γο­νό­των ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Δι­ο­κλη­τι­α­νοῦ ὡς τὸ δεύ­τε­ρο ἔ­τος τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Μι­χα­ὴλ Β’ Τραυ­λοῦ, πα­τρὸς τοῦ Θε­ο­φί­λου Α’ (820-829), καὶ συ­ζύ­γου τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­δώ­ρας τῆς Αὐ­γού­στας, δηλαδή ἀπό τό 285 μέχρι τό 821 μ. Χ.

«Θεόφανες, φάνηθι πιστοῖς προστάτης,

Τιμῶσι πιστῶςσὸνμετ’ εἰρήνηςτέλος,

ΔωδεκάτῃφθινύθοντοςἀπῆρεβίουΘεοφάνης.»

 

πολυτκιον. χος πλ. δ’.

Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καί σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεόφανες σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν (12.03.)

Μεγαλυνριον

Τῆςθεοφανείαςτῆςμυστικῆς, βίῳὑπερτέρῳ, θησαυρίσαςτὴνμετοχήν, θέσειἐθεώθης, Θεόφανεςθεόφρον, καὶὤφθηςἘκκλησίας, στῦλοςθεόφωτος.[25]

            820: Ἀ­νή­με­ρα Χρι­στουγ­έννων δο­λο­φο­νί­α Λέ­ον­τος Ε’ Ἀρ­με­νίου ὑ­πὸ Μι­χα­ήλ Β’ Τραυ­λοῦ καὶ ἀ­νάῤ­ῥη­σις αὐ­τοῦ στόν θρό­νο. Ὁ Θεοφάνης στην «Χρονογραφία» του ἀ­να­φέ­ρει, ὅ­τι “εἰ καὶ ἀ­λά­στο­ρα, ἀλλ’ οὖν ἐ­πι­με­λη­τὴν τῶν κοι­νῶν ἡ πό­λις ἄν­δρα ἀ­πώ­λε­σεν“. Ἤ­ταν δηλαδή κα­τα­στρο­φέ­ας μέν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λὰ τὸ κρά­τος ἔ­χα­σε ἕ­να ἄ­ξι­ο κυ­βερ­νή­τη.

            820: Ὁ Μι­χα­ὴλ Β΄ ὁ Τραυ­λός, ἢ Ψελ­λός στέφεται αὐ­το­κρά­τωρ τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου (820-829) καὶ εἶ­ναι ὁ ἰ­δρυ­τὴς τῆς δυ­να­στεί­ας τοῦ Ἀ­μο­ρί­ου (ἢ Φρυ­γι­κὴς δυ­να­στεί­ας).

            820: Γέν­νη­ση ἁ­γί­ου Φω­τί­ου πα­τρι­άρ­χου Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ πα­τέ­ρας του ὀ­νο­μα­ζό­ταν Σέρ­γι­ος, καὶἡ μη­τέ­ρα του Εἰ­ρή­νη. Ὁἀ­δελ­φὸς τῆς μη­τέ­ρας του εἶ­χε παν­τρευ­τεῖ τὴν ἀ­δελ­φὴ τῆς αὐ­το­κρά­τει­ρας Θε­ο­δώ­ρας Αὐ­γού­στας, ἐ­νῶὁ πα­τέ­ρας του, ἤ­ταν ἀ­δελ­φὸς τοῦ Πα­τρι­άρ­χη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, Τα­ρα­σί­ου († 806). Ὁ Νι­κή­τας ὁ Πα­φλα­γό­νας λέ­γει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ γι­ά τὸν ἅ­γι­ο Φώ­τι­ο:

            «Πάν­τα γὰρ συ­νέ­τρε­χεν ἐπ’ αὐ­τῷ, ἡἐ­πι­τη­δει­ό­της τῆς φύ­σε­ως, ἡ σπου­δή, ὁ πλοῦ­τος, δι’ ὃν καὶ βί­βλος ἐπ’ αὐ­τὸν ἔῤ­ῥει πᾶ­σα».[26]

            826: Τό 759 γεν­νή­θη­κε στήν Πό­λη ὁἍ­γι­ος Θε­ό­δω­ρος ὁ Στου­δί­της, ὁ δὲἀ­δελ­φὸς του Ἰ­ω­σήφ, ὁμε­τέ­πει­τα ἀρ­χι­ε­πίσκο­πος Θεσ­σα­λο­νίκης, τὸ 761. Ὁ πα­τέ­ρας τους Φω­τει­νὸς ἤ­ταν τα­μί­ας τοῦ κρά­τους (αὐ­το­κρα­το­τι­κὸς θη­σα­ρο­φύ­λαξ), ἡ δὲ μη­τέ­ρα τους Θε­ο­κτί­στῃἤ­ταν εὐ­σε­βὴς καὶ «σπά­νι­α» γυ­ναῖ­κα.

            Ὁἴ­δι­ος ὁἅ­γι­ος Θε­όδω­ρος τὴν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς «δι­μή­τηρ», δη­λα­δὴ δυό φορές μητέρα, μη­τέ­ρα «κα­τὰ φύ­σιν» ἢ «κα­τὰ σάρ­κα» καὶ μητέρα «ὑ­πὲρ φύ­σιν» ἢ «κα­τὰ πνεῦ­μα». Τὸ 781 ὅ­λη ἡ οἰ­κο­γέ­νει­α ἀ­σπά­ζε­ται τὴν μο­να­χι­κὴ ζω­ὴἱ­δρύ­ον­τας μο­να­στῆ­ρι στὸ πα­τρι­κὸ τους κτῆ­μα κον­τὰ στό χω­ρι­ὸ Σα­κκου­δί­ω­νος τῆς Πρού­σης (­λυμ­πος Βι­θυ­νί­ας), μὲἠ­γού­με­νο καὶ δι­δά­σκα­λο τὸν ἐκ μητρός θεῖ­ο του Πλά­τω­να (4.4.) καὶ συ­να­σκη­τὴ τὸν κα­τὰ σάρ­κα ἀ­δελ­φό του Ἰ­ω­σήφ (14.7.), τὸν με­τέ­πει­τα ἀρ­χι­ε­πίσκο­πο Θεσ­σα­λο­νίκης.

          Τὸ 787 ὁἅ­γι­ος Θε­ό­δω­ρος χει­ρο­το­νεῖ­ται ἱ­ε­ρεὺς ἀ­πὸ τὸν πα­τρι­άρ­χη Τα­ρά­σι­ο καί τὸ 794, ὅ­ταν ὁ θεῖ­ος τοῦ Πλά­των πα­ραι­τή­θη­κε ἀ­πὸἡ­γού­με­νος, τὸν δι­α­δέ­χε­ται αὐ­τὸς στήν ἠ­γου­με­νί­α. Τὸ 796 ὁ τό­τε αὐ­το­κρά­το­ρας, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος ΣΤ’ (780-797), ὁ υἱ­ὸς τῆς Εἰ­ρή­νης τῆς Ἀ­θη­ναί­ας καὶ τοῦ Λέ­ον­τά Ε’τοῦ Χα­ζά­ρου, εἶ­χε μί­α ἐ­κλε­κτὴ γυ­ναῖ­κα, τὴν Μα­ρί­α τήν Ἀ­ρμενία.                   

 

monh-agiou-iwannh-prodromou
Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (ΣΤΟΥΔΙΟΥ)[27]

Πηγή: Πασπάτης, Α. Γ, (1877), Βυζαντιναί Μελέται, σ. 342

           

Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸἑ­πτὰ χρό­νι­α γά­μου ἐ­ρω­τεύ­τη­κε μί­αν νέα ἀ­κό­λου­θο, θαλαμηπόλο τῆς μητέρας του Εἰ­ρή­νης, τὴν Θε­ο­δό­τη, ὑ­πο­χρέ­ω­σε δέ τὴν Μα­ρί­α νά γίνει ἀν­τι­κα­νο­νι­κῶς μοναχή καὶ παν­τρεύ­τη­κε τὴν Θε­ο­δό­τη,ἐ­ξα­δέλ­φη μάλιστατοῦἁ­γί­ου Θε­ο­δώ­ρου.

            Ὁ πα­ρά­νο­μος γά­μος ἔ­γι­νε νύχ­τα («τὰ ἔρ­γα τῆς νυχ­τός»), ἀ­πὸ ἔ­ναν ἐ­πί­σης πα­ρα­νο­μή­σαν­τα ἱ­ε­ρέα, Ἰ­ω­σὴφ ­ὀ­νό­μα­τι, αὐ­λο­κό­λα­ξ καὶ «πρω­τό­πα­πας» στήν Ἁ­γί­α Σο­φί­α.

            Τὴν ἑ­πο­μέ­νη ὁ Κων­σταν­τῖ­νος ΣΤ’πῆ­γε μέ τήν Θε­ο­δό­τη στήν Ἁ­γί­α Σο­φί­α, ὅ­που ἡ παλ­λα­κὶς στέ­φθη­κε καί ἐ­πι­σή­μως βα­σί­λισ­σα. Τὸ σκάν­δαλ­ο μέ­γα, μὰ κα­νεὶς δέν μι­λοῦ­σε («ὅ­λοι κλού­βι­α­σαν, Δημήτρη» κα­τὰ μία δη­μο­φι­λῆ ῥῆ­σι γνω­στοῦ μας ἱ­ε­ρέ­ως).

            Ἐ­νας μό­νο ἢ μάλλον δύο φώ­να­ξαν καὶ ἡ φω­νὴ τους ἤ­ταν βρον­τή, κε­ραυ­νὸς «ἐν σκο­τί­ᾳ», πα­ρὰ «ἐν αἰθρί­ᾳ». Ἠ­ταν ὁ ἁ­πλὸς ἱ­ε­ρο­μό­να­χος, ὁ ἡ­γού­με­νος Θε­ό­δω­ρος καὶ ὁ θεῖ­ος του Πλά­των.

            Αὐ­τοί ἔ­λεγ­ξαν τὸν πα­ρά­νο­μο αὐ­το­κρα­το­ρι­κὸ γά­μο, αὐ­τοί κα­τα­κε­ραύ­νω­σαν τὸν στε­φα­νώ­σαν­τα ἱ­ε­ρέ­α καὶ αὐ­τοί ἔ­κο­ψαν τὸ μνη­μό­συ­νο τοῦ πα­τρι­άρ­χου Τα­ρα­σί­ου (784-806), ἀ­φοῦ καὶ αὐ­τὸς δέν τι­μώ­ρη­σε τὸν πα­ρα­νο­μή­σαν­τα ἱ­ε­ρέ­α. Αὐ­τὸ ὅ­μως τὸ πλή­ρω­σαν ἀ­κρι­βά.

            Τὸν Θε­ό­δω­ρο, τόν ἀ­δελ­φὸ του Ἰ­ω­σήφ καί τόν πατέρα τους Φωτεινό, μαζύ μέ ἂλλους μοναχούς, τούς συ­νέ­λα­βαν, τούς μα­στί­γω­σαν καὶ τούς ἔ­στει­λαν ἐ­ξο­ρί­α (τό 796 γι­ά πρώ­τη φο­ρὰ) στή Θεσ­σα­λο­νί­κη, τόν δέ θεῖ­ο τους Πλάτωνα τόν φυλάκισαν στήν Πόλη.

            Ὁἅ­γι­ος Θε­όδω­ρος ὑ­πέ­στρε­ψε στήν μονή Σακκουδίωνος ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξο­ρί­α του τὸ 797, ἐ­πὶ τῆς βα­σι­λίσ­σης Εἰ­ρή­νης τῆς Ἀ­θη­ναί­ας (797 – 802). Λό­γῳ τῶν ἀ­ρα­βι­κῶν ἐ­πι­δρο­μῶν ὁ Θε­ό­δω­ρος καὶ οἱ «Ζη­λω­τές» του ἢρ­θαν καὶ πα­ρέ­λα­βαν τὴν ἐ­ρη­μω­μέ­νη μο­νὴ τοῦ Στου­δί­ου (ἐ­πο­νο­μα­σθεῖ­σα ἔτ­σι ἀ­πὸ τὸν ὕ­πα­το Στου­δίο, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὴν ἵ­δρυ­σε τὸ 463, (ImrahorCamii σήμερα) νοτίως τοῦἑβδόμου «Ξηρολόφου» καί κοντά στήν Προποντίδα, ὅ­που γι­ά μί­α πε­ρί­που δε­κα­ε­τί­α εἶ­χε γα­λή­νη καὶ πρό­ο­δο.

            Ἔ­φθα­σε τό­τε νά ἔ­χει χι­λί­ους μο­να­χούς, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν μὲ βά­ση τὸ κοι­νο­βι­α­κὸ σύ­στη­μα. Ἐ­κεῖὑ­πῆρ­χε τὸ με­γα­λύ­τε­ρο τυ­πο­γρα­φεῖ­ο (ἀν­τι­γρα­φεῖ­ο) τῆς Ἀ­να­το­λῆς καί τῆς πολιτιστικά τότε σχεδόν ἀνύπαρκτης «Δύσης», ὅ­που οἱ κα­λό­γε­ροι ξε­νυχ­τοῦ­σαν ἀν­τι­γρά­φον­τας ἀρ­χαῖα ἑλ­λη­νι­κὰ κεί­με­να (π.χ. Πλά­τω­να, ­ρι­στο­τέ­λη, Θου­κυ­δί­δη), Ἀ­πο­στό­λους, Εὐ­αγ­γέ­λι­α καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὺς Πα­τέ­ρες. Ἂν ὑ­πάρ­χει σή­με­ρα ὁ Πλά­των, ὁἈ­ρι­στο­τέ­λης καὶἄλ­λοι κλασ­σι­κοὶ συγ­γρα­φεῖς, αὐ­τὸὀ­φεί­λε­ται στά ἄ­ο­κνα καὶἅ­γι­α χέ­ρι­α ἐ­κεί­νων τῶν «­πόκοσμων» κα­λο­γή­ρων.

            Τὸ 809 ὁἅ­γι­ος Θε­ό­δω­ρος ἀ­ναγ­κά­στη­κε καὶ πά­λι νὰ κό­ψει μνη­μό­συ­νο πα­τρι­άρ­χου, αὐ­τὴν τὴν φο­ρὰ τοῦἑ­πο­μέ­νου πα­τρι­άρ­χου, τοῦ Νι­κη­φό­ρου Α’ (806-815). Τὸἔ­κα­νε γι­ά δύ­ο λό­γους, πρῶ­τον ἐ­πει­δὴἀ­νέ­βη­κε στό ἀ­ξί­ω­μα τοῦ πα­τρι­άρ­χου ἀ­μέ­σως ἀ­πὸ λα­ϊ­κὸς καὶ δεύ­τε­ρον, δι­ό­τι αὐ­τός, γι­ά χάρη τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Νι­κη­φό­ρου (802-811), ἀ­πο­κα­τέ­στη­σέ με Σύ­νο­δο, τὸν αὐ­λο­κό­λα­κα Ἰ­ω­σήφ, στό Ἱ­ε­ρα­τι­κὸἀ­ξί­ω­μα, ἀ­πὸ τὸὁ­ποῖ­ο εἶ­χε κα­θαι­ρε­θεῖ, ἐ­πὶ τῆς βα­σι­λίσ­σης Εἰ­ρή­νης τῆς Ἀ­θη­ναί­ας.

            Αὐ­τὰ ὅ­μως τοῦ στοί­χι­σαν τὴν δεύ­τε­ρη κα­τὰ σει­ρὰν ἐ­ξο­ρί­α του στήν νῆ­σο Χάλ­κη (μι­ά ἀ­πὸ τὰ Πριγ­κη­πο­ννή­σι­α). Σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κά μάλιστα νη­σά­κι­α τῶν Πριγ­κι­πον­νήσων ἐ­ξο­ρίστη­καν ἐ­πί­σης καὶ ὁ θεῖ­ος του Πλά­των καὶ ὁ ἀ­δελ­φὸς του Ἰ­ω­σήφ, ὁ ἥ­δη τό­τε ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Θεσ­σα­λο­νί­κης.

            Τὸ 811 ἐ­νῶὅ­λοι οἱ Στου­δῖ­τες εἴ­χαν ἐ­πι­στρέ­ψει ἀ­πὸ την ἐ­ξο­ρί­α τῆς Χάλκης καί ἀλ­λα­χό­θεν, πο­λὺ σύν­το­μα ὅ­μως, ἐ­πὶ Λέ­ον­τός Ε’ Ἀρ­με­νίου αὐ­τὴ τὴν φο­ρά, ἡ μο­νὴ Στου­δί­ου δι­α­λύ­θηκε ἐκ δευ­τέ­ρου.

            Ἀ­φορ­μὴἤ­ταν ἡ δι­α­δή­λωση τοῦὀρ­θο­δό­ξου λα­οῦ κα­τὰ τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν εἰ­κο­νο­μά­χων, ὑ­πο­κι­νού­με­νη ἀ­πὸ τοὺς περίπου χιλίους Στου­δῖ­τες μο­να­χούς, μὲἀρ­χη­γό τους, τὸν ἠ­γού­με­νο τους Θε­ό­δω­ρο.

            Στίς 25 Μαρ­τί­ου τοῦ 815, Κυ­ρι­α­κὴ τῶν Βα­ΐ­ων «εἶ­πεν εἰς τοὺς Μο­να­χοὺς αὐ­τοῦ, νά πά­ρη κά­θε ἔ­νας εἰς τὰς χεῖ­ρας του μί­αν εἰ­κό­να, καὶ νά λι­τα­νεύ­ουν τρι­γύ­ρω εἰς τὸ Μο­να­στή­ρι­ον, ψάλ­λον­τες τὸ τρο­πά­ρι­ον ἐ­κεῖ­νο· «Τὴν ἄ­χραν­τον εἰ­κό­να σου προ­σκυ­νοῦ­μεν ἀ­γα­θέ»[28].

            Ἔτ­σι ὁἅ­γι­ος Θεό­δω­ρος ἐ­ξο­ρίζε­ται καὶ πά­λι τό 815, γι­ά τρί­τη συνεχῆ φο­ρά, στὴν Με­τώ­πη τῆς Ἀ­πολ­λω­νι­ά­δος λί­μνης, τῆς Βι­θυ­νίας, κα­τό­πιν πι­ὸ μα­κρι­ὰ στήν Βόνη­τα (Βῶνα)[29], μέσα σέ ἔναν πύργο, χωρίς πρόσβαση καὶ τέ­λος στήν Σμύρ­νη, κλεισμένος στό ὑ­πό­γει­ο τοῦ μη­τρο­πο­λι­τι­κοῦ με­γά­ρου καί ἀ­φοῦ πρη­γου­μέ­νως, ὄ­σο οἱ μο­να­χοὶ, ὄ­σο καὶὁἴ­δι­ος, μα­στι­γώ­θη­καν ἀ­λύ­πη­τα ἀ­πὸ τοὺς στρα­τι­ῶ­τες τοῦ εἰ­κο­νο­μά­χου αὐ­το­κρά­το­ρα Λέ­ον­τος Ε’ τοῦἈρ­με­νί­ου.

            «Ὅ­ταν δὲ Λέ­ων ὁ Ἀρ­μέ­νι­ος ἐ­βα­σί­λευ­σεν ἐν ἔ­τει ὠ­ιγ΄ [813], καὶ ἐ­πε­χεί­ρει νά κα­ταρ­γή­ση τὰς ἁ­γί­ας εἰ­κό­νας, ἐ­ξω­ρί­σθη ὁ μα­κά­ρι­ος Θε­όδω­ρος εἰς τὴν λῖμνην τῆς Ἀ­πολ­λω­νι­ά­δος, καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ ἐ­στάλ­θη εἰς τὸ θέ­μα τῶν Ἀ­να­το­λι­κῶν.

            Ἐ­κεῖ δὲ λα­βὼν ἑ­κα­τὸν ῥα­βδί­ας εἰς τὴν πλά­την, ἀν­δρεί­ως ὑ­πέ­μει­νε. Καὶ πά­λιν ἐ­δάρ­θη δυ­να­τὰ ἀ­πὸ τὸν στρα­το­πε­δάρ­χην. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ δὲ ἐ­στάλ­θη εἰς τὴν Σμύρ­νην, καὶ ἐ­κλεί­σθη μέ­σα εἰς μί­αν βρω­με­ρω­τά­την φυ­λα­κήν, τὰ δὲ πο­δά­ρι­α του ἐ­βάλ­θη­σαν εἰς τὸ τι­μω­ρη­τι­κὸν ξύ­λον.»[30]

            Πέν­τε ἔ­τη πε­ρί­που με­τὰ τὸ ἐ­πι­σό­δι­ο τοῦ 815, τὸ 820 καὶ ἐ­πὶ Μι­χα­ὴλ Β’ τοῦ Τραυ­λοῦ ἢ Ψελ­λοῦ (820-829), ὁ ἅ­γι­ος Θε­ό­δω­ρος ἐ­πέ­στρε­ψε ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξο­ρί­α καί ἐ­γκαταστάθηκε στήν μονή Κρήσκεντος, στόν Ἀ­στακηνό κόλπο τῆς Νικομηδείας.

            Τὸ 826, πάν­τα ἀ­συμ­βί­βα­στος, δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε ἐκ νέ­ου γι­ά τὸν πα­ρά­νο­μο αὐ­το­κρα­το­ρι­κό γά­μο τοῦ Μι­χα­ὴλ Β’ Τραυ­λοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸν ἐ­ξό­ρι­σε γι­ὰ τε­τάρ­τη συ­νε­χῆ φο­ρὰ.

            Ὁ «ἐν φρο­νή­μα­τι» ὅ­μως ἀ­κλό­νη­τος μα­χη­τὴς («Ἕ­ως τοῦ θα­νά­του ἀ­γω­νι­σταὶ πε­ρὶ τῆς ἀ­λη­θεί­ας, καὶ Κύ­ρι­ος ὁ Θε­ὸς πο­λε­μή­σει ὑ­πὲρ σοῦ», Σοφία Σειράχ 4,28) καὶ ὁ­μο­λο­γη­τής, ὁ ἀ­κού­ρα­στος συγ­γρα­φέ­ας καὶ ποι­η­τής (ἀ­να­βαθ­μοὶ τῆς Ὀ­κτω­ή­χου, με­γά­λο μέ­ρος τοῦ Τρι­ω­δί­ου, τοῦ Πεν­τη­κο­στα­ρί­ου, τὰ ἐγ­κώ­μι­α τοῦ Ἐ­πι­τα­φί­ουθρή­νου καὶ πολ­λοὶἄλ­λοι ὕ­μνοι, πολ­λὲς (περί τίς 500) ἐ­πι­στο­λὲς καὶ πολ­λὲς κα­τη­χή­σεις), ὁἅ­γι­ος Θε­ό­δω­ρος ὁ Στου­δί­της, πε­ρι­στι­χοι­σμέ­νος ἀ­πὸ τοὺς Στου­δῖτες του μο­να­χούς, ὁ πο­λυ­κα­τα­πο­νη­μέ­νος ἀ­πό τίς κα­κου­χίες τῶν ἐ­ξο­ρι­ῶν του, ἔ­κλει­σε τὰ μά­τια του, στό μά­ται­ο αὐ­τὸ κό­σμο, ἐ­νῶἐ­κεῖ­νοι ἔ­ψαλ­λαν τὸν 118ο ψαλ­μὸ:

          «Μα­κά­ρι­οι ο­μω­μοι ν ­δ, ο πο­ρευ­ό­με­νοι ν νό­μ Κυ­ρί­ου» καὶ ὅ­ταν μάλιστα ἐ­κεῖ­νοι ἔ­φθα­σαν στόν στί­χο «Εἰς τὸν αἰ­ῶ­να οὗ μὴ ἐ­πι­λά­θω­μαι τῶν δι­και­ω­μά­των σου, ὅ­τι ἐν αὐ­τοῖς ἔ­ζη­σάς με».

            Τὰἂ­νοι­ξε ὅ­μως στόν οὐ­ρα­νό, πα­ρα­δίδον­τας κα­θα­ρή καὶἁ­γνή, τὴν ἁ­γί­α ψυ­χὴ του, στά χέ­ρι­α τοῦ Κυ­ρί­ου του, σὲἡ­λι­κί­α μό­λις 67 ἐ­τῶν. Ἠ­ταν Κυ­ρι­α­κὴ 11 Νο­εμ­βρί­ου τοῦ 826, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι καὶ ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς μνή­μης του.

            Ὁ δὲ ἀ­δελ­φὸς τοῦ Θε­ο­δώ­ρου ὁ ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Ἰ­ω­σήφ, ἐ­ξο­ρι­σμέ­νος σὲ μία πο­λί­χνῃ τῆς Θεσ­σα­λίας, παν­τε­λῶς μό­νος καὶ ἐν­δε­ὴς πα­ρέδω­σε τὴν ἁ­γί­α καί ποι­ητι­κή ψυ­χὴ του στίς 15 Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 832, ὅ­που γι­ά δώ­δε­κα ἔ­τη τὸ σῶ­μα του πα­ρέ­μει­νε ἄ­τα­φο σὲ μία δα­σώ­δη καὶ κά­θυ­γρη το­πο­θε­σί­α.

            Συ­νέ­γρα­ψε δὲ τὸν Βί­ον αὐ­τοῦ Μι­χα­ὴλ ὁ μα­θη­τὴς του, ὅ­στις λέ­γει εἰς τὸν ἐ­πί­λο­γον αὐ­τοῦ ταῦ­τα· «Ἐ­τέ­θη με­τὰ τῶν Ἁ­γί­ων ὁ Ἅ­γι­ος. Με­τὰ τῶν Μαρ­τύ­ρων ὁ Μάρ­τυς. Οὗ ὁ φθόγ­γος ἐ­ξῆλ­θεν εἰς πᾶ­σαν τὴν οἰ­κου­μέ­νην. Ἀ­πέ­θα­νεν ὁ πο­λέ­μι­ος τῶν ἁ­γι­ο­μά­χων. Τῶν εἰ­κο­νο­κλα­στῶν ὁ ἐ­λεγ­κτής. Τῶν βα­σι­λέ­ων ὁ δι­δα­κτής»[31]. Τὸ δὲ ἅ­γι­ον λεί­ψα­νον τοῦ Ὁ­σί­ου τού­του ἀ­πε­κο­μί­σθη εἰς Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν ἐκ τῆς ἐ­ξο­ρί­ας, προ­στα­γὴ τῆς Αὐ­γού­στας Θε­ο­δώ­ρας.

«Πολ­λὰςἀ­μοι­βάς, Θε­ό­δω­ρεΤρι­σμά­καρ,

Βί­ουμε­τα­στάς, ὡςβι­ούςεὖ, προσ­δό­κα.»

«Ἀ­φεὶςἸ­ω­σήφκα­θέ­δραντὴνγη­ῒνην,

Πα­ρίστα­ταινῦντῷθρό­νῳτοῦΚυ­ρί­ου.»

 

πολυτκιον. χος πλ. δ’.

Ὀρθοδοξίας ὁδηγοί, εὐσεβείας Διδάσκαλοι καί σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης οἱ σοφοί, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεόσδοτε δυάς, ταῖς διδαχαῖς ὑ­μῶν πάν­τες εὐ­φράν­θη­σαν, λύραι τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν (11.11.).

 

 

Κοντάκιον. Ἦχοςβ’. Τ­νζη­τῶν.

Τὸνἀ­σκη­τι­κόν, ἰ­σάγ­γε­λόντεβίονσουτοῖςἀ­θλη­τι­κοῖςἐ­φαίδρυ­νας πα­λαίσμα­σικαὶἀγ­γέ­λωνσύ­σκη­νος, θε­ο­μά­καρ, ὤ­φθης,Θε­ό­δω­ρε, σὺνἸ­ω­σήφΧριστῷτῷΘε­ῷ πρε­σβεύ­ωνἀ­παύ­στωςὑ­πὲρ πάν­τωνἡ­μῶν.

 

Μεγαλυνριον

Τῆςθεοφανείαςτῆςμυστικῆς, βίῳὑπερτέρῳ, θησαυρίσαντεςμετοχήν, θέσειθεωθέντες, Θεόδωρε θεόφρον, καὶἸ­ω­σήφ τρισμάκαρ, στῦλοιθεόφωτοι.

poliorkia-amoriou
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΑΜΟΡΙΟΥ (838 μ. Χ.)

Πηγή: http://el.wikipedia.org/

 

            827: Γεν­νι­έ­ται ὁ ἃγιος Κύ­ριλ­λος (Κωνσταντῖνος) ὁ Φωτιστής τῶν Σλάβων.

            828: Γεν­νι­έ­ται ἡ ὁ­σί­α Εἰ­ρή­νη στην Και­σάρει­α τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας.

            829: Στίς 2 Ὀ­κτω­βρί­ου χρί­ε­ται αὐ­το­κρά­τωρ ὁ Θε­όφιλος, γυι­ός τοῦ Μι­χα­ήλ Β’ Τραυ­λοῦ, τοῦ ἰ­δρυ­τοῦ τῆς φρυ­γι­κὴς δυ­να­στεί­ας τοῦ Ἀ­μο­ρί­ου, τοῦ καί εἰκονομάχου.

            830: Στίς 5/30 Ἰ­ου­νί­ου ὁ Θε­ό­φι­λος Α’ δι­α­λέ­γει ὡς σύ­ζυ­γο του τὴν Θε­ο­δώρα ἀ­πὸ τὴν Ἐ­βισ­σα τῆς Πα­φλα­γο­ν­ίας, ἀν­τὶ τῆς Κασ­σίας, τῆς με­τέ­πει­τα Κασ­σι­α­νῆς μο­να­χῆς.

            832: Νέ­οι δι­ωγ­μοὶ ξε­κι­νοῦν κα­τὰ τῶν εἰ­κο­νο­λα­τρῶν ὑ­πὸ Θε­ο­φίλου.

            838: Στὶς 5 Ἀ­πρι­λί­ου ξε­κι­νᾷ ἐκ­στρα­τεί­α τῶν Ἀ­ρά­βων κα­τὰ τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου, ὑ­πὸ τὸν Ἄ­ρα­βα χα­λί­φη Μου­τα­σίμ, πο­λι­όρ­κων­τας τὸ Ἀ­μό­ρι­ο τὴν 1η Αυγούστου 838, τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­τέ­λα­βε στὶς 15 τοῦ ἰ­δί­ου μῆ­να μὲ προ­δο­σί­α καὶ τὸ κα­τέ­στρε­ψε ὁ­λο­σχε­ρῶς.

            838: Στὶς 21 Ἀ­πρι­λί­ου κα­θί­στα­ται πα­τρι­άρ­χης ὁ εἰ­κο­νο­μά­χος Ἰ­ω­άν­νης («Ἰ­αν­νὴς») Ζ’, ὁ Γραμ­μα­τι­κός, ὁ ἀ­πὸ τοῦ ἐ­πι­φα­νοῦς γέ­νους τῶν Μο­ρο­χαρ­ζα­μί­ων κα­τα­γό­με­νος.

            840: Στίς 9 / 10 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου γεν­νι­έ­ται ὁ Μι­χα­ὴλ Γ’, ὁ υἱ­ὸς τοῦ Θε­ο­φί­λου Α’ καὶ τῆς Θε­ο­δώ­ρας Αὐ­γού­στας.

            841: Κοίμησις ἁγίου Θεοδώρου τοῦ «γραπτοῦ» (27.12.) στόν τόπο ἐξορίας του (Ἀ­πάμεια Βιθυνίας).

   

   osia-eirhnh-xrusobalantou
ΟΣΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ

Πηγη: Φορητη εικονα, εργο Ζωης Μικιρεζου-Στραντζια

 

842: Στίς 20 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου πε­θαί­νει ὁ Θε­όφιλος Α’ καὶ ἀ­φή­νει τὴν Θε­ο­δώρα ὡς βα­σι­λο­μή­το­ρα, μὲ συμ­βα­σι­λεῖς τὸν ἀ­νή­λι­κο Μι­χα­ὴλ καὶ τὴν ἀ­δελ­φὴ του Θέ­κλα.

            842: Στίς 14 Φε­βρου­α­ρί­ου ὁ Με­θό­δι­ος Α’ ὁ ὁ­μο­λο­γη­τὴς κα­θί­στα­ται πα­τρι­άρ­χης ὑ­πὸ Θε­ο­δώ­ρας Αὐ­γού­στας.

            842: Πο­λι­ορ­κών­τας τὸ Ἀ­μό­ρι­ο ὁ χα­λί­φης Μου­τα­σὶμ (Mutashim, 833-842) αἰχ­μα­λώ­τισε καὶ 42 δι­α­πρε­πεῖς πο­λι­τι­κούς καὶ στρα­τι­ω­τι­κούς, μέ­λη εὐ­γε­νῶν οἰ­κο­γε­νει­ῶν τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης, οἱ ὁ­ποῖ­οι ῥίχ­τη­καν σὲ μί­α σκο­τει­νὴ καὶ ὑ­γρὴ φυ­λα­κὴ στή Βα­γδά­τη ἀρχικῶς καί στήν Σαμάρα μετά.

            Ἐ­κεῖ πα­ρέ­μει­ναν 4 ἔ­τη πε­ρί­που, τα­λαι­πω­ρούμε­νοι συ­νε­χῶς καὶ βα­σα­νι­ζό­με­νοι, ἐ­νῶ ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Θε­ό­φιλος προ­σέ­φε­ρε στόν Χα­λίφη 20.000 λί­τρες κα­θα­ροῦ χρυ­σοῦ (πε­ρί­που 6,5 τόν­νους), γι­ά τὴν ἑ­ξα­γο­ρά τους, χω­ρὶς ὅ­μως ἀ­πο­τέ­λε­σμα[32].

            Ὁ χα­λί­φης λοιπὀν Μου­τα­σὶμ ὑ­πόσχεται στούς 42 μάρ­τυ­ρες πο­λὺ «φι­λι­κά» με­γά­λα ἀ­ξι­ώ­μα­τα, ἐ­φό­σον ἀ­λ­λάξουν τὴν πί­στη τους, κά­τι ποῦ οἱ 42 γεν­ναῖ­οι χρι­στι­α­νοὶ ἀρ­νή­θη­καν καὶ γι’ αὐ­τὸ βα­σα­νί­στη­καν ἀ­πάν­θρω­πα καὶ στό τέ­λος ἀ­πο­κε­φα­λί­στη­καν στὴν νέ­α πρω­τεύ­ου­σα τοῦ Μου­τα­σὶμ τὴν Σα­μά­ρα.

 

megalo-tzami
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΖΑΜΙ (
ZIGGURAT) ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΑΣ (850 μ. Χ.)

Πηγή: http://www.bbc.co.uk/history/recent/iraq/iraq_lost_cities_06.shtml

 

            Οἱ ἐ­πι­φα­νέ­στε­ροι τῶν 42 μαρ­τύ­ρων[33] τοῦ Ἔ­θνους καὶ τῆς Πίστης εἶ­ναι: ὁ ἅ­γι­ος Θε­όφιλος στρα­τη­γὸς καὶ πα­τρί­κι­ος, ὁ ἅ­γι­ος Ἀ­έ­τι­ος στρα­τη­γός, Με­λισ­ση­νὸς στρα­τη­γός, ὁ ἅ­γι­ος Βασ­σώ­ης δρο­μεύς, ὁ ἅ­γι­ος Θε­όδω­ρος πρω­το­σπα­θά­ρι­ος, ὁ ἅ­γι­ος Κάλ­λι­στος τουρ­μάρ­χης, Κρα­τε­ρός πρω­το­σπα­θά­ρι­ος εὐ­νοῦ­χος καὶ ὁ ἅ­γι­ος Κων­σταν­τῖ­νος δρουγ­γά­ρι­ος. Ἡ μνή­μη τοὺς τι­μᾶ­ται στίς 6 Μαρ­τί­ου.

            Ὁ δὲ αὐ­το­κρά­το­ρας Βα­σί­λει­ος Β΄ Μα­κε­δὼν (976 – 1025) ἀ­νή­γει­ρε ἐπ’ ὀ­νό­μα­τι τους ἔ­ναν να­ὸ στό «θε­ρι­νό» πα­λά­τι τῶν Πη­γῶν (ὅ­που καὶ ἡ Ζω­ο­δό­χος Πη­γή το­ Μπαλουκλί), κοντά στήν πύ­λη τῆς Συ­λημ­βρίας, SilivriKapisi). ἕ­κτος τῶν τει­χῶν), ἐ­κεῖ ὅ­που γί­νον­ταν πα­ρα­δο­σι­α­κά καί ἡ χερ­σαί­α ὑ­πο­δο­χὴ (καί ἡ «πρό­κυ­ψις») τῶν μελ­λον­τι­κῶν συ­ζύ­γων τῶν αὐ­το­κρα­τό­ρων.

«Τὴνἑ­ξά­ριθ­μονσυν­τε­θει­μέ­νηνφέ­ρει,

Σὺνἑ­πτα­ρίθ­μῷἡτε­τμη­μέ­νηφά­λαγξ

Τεσ­σα­ρά­κον­τακά­ρη­ναδυ­οῐνἅ­μαἕ­κτῃἐ­τμή­θη[34]»

 

πολυτκιον. χος πλ. α’.

Τῶν ἁ­γί­ων Μαρ­τύ­ρων τὰ κα­τορ­θώ­μα­τα, οὐ­ρα­νῶν αἱ δυ­νά­μεις ὑ­πε­ρε­θαύ­μα­σαν, ὅ­τι ἐν σώ­μα­τι θνη­τῷ τὸν ἀ­σώ­μα­τον ἐ­χθρόν, τῇ δυ­νά­μει τοῦ Σταυ­ροῦ, ἀ­γω­νι­σά­με­νοι κα­λῶς, ἐ­νί­κη­σαν ἀ­ο­ρά­τως· καὶ νῦν πρε­σβεύ­ου­σι τῷ Κυ­ρί­ῳ, ἐ­λε­η­θῆ­ναι τὰς ψυ­χὰς ἡ­μῶν. (6.3.).

   
   
   
   
   
   
   
   

            843: Στίς 19 Φε­βρου­α­ρί­ου ὁ Με­θό­δι­ος Α’ ὁ ὁ­μο­λο­γη­τὴς συγ­κα­λεῖ το­πι­κὴ σύ­νο­δο μέ τὴν βο­ή­θει­α τῆς Θε­ο­δώ­ρας Αὐ­γού­στας.

            843: Στίς 11 Μαρ­τί­ου γί­νε­ται ἀ­να­στή­λω­σις τῶν ἱ­ε­ρῶν εἰ­κό­νων ὑ­πὸ Θε­ο­δώ­ρας Αὐ­γού­στας καὶ Μι­χα­ὴλ Γ’.

            843: Γίνε­ται ἡ μο­να­χι­κὴ κου­ρὰ τῆς ὁ­σί­ας Εἰ­ρή­νης σὲ ἡ­λι­κί­α 15 ἐ­τῶν, ὑ­πὸ τοῦ πα­τρι­άρ­χου Με­θο­δί­ου Α’.

            845: Στίς 5 Μαρ­τί­ου μαρ­τύρησαν οἱ ἄ­νῳ «ἐν Ἀ­μο­ρί­ῳ ἀ­θλή­σαν­τες» 42 μάρ­τυ­ρες ἐν Σα­μά­ρα Με­σο­πο­το­μί­ας.

            845: Κοίμησις ἁγίου Θεοφάνους τοῦ «Γραπτοῦ» (11.03.) στήν Μονή τῆς Χώρας (Kariyecamii) τῆς Πόλης.

            841, 845: Κοί­μη­σις τῶν δύ­ο κα­τὰ σάρ­κα ἀ­δελ­φῶν ἁ­γί­ων Θε­ο­δώ­ρου (841) καὶ Θε­ο­φά­νους (845). Οἱἅ­γι­οι Θε­όδω­ρος καὶ Θε­ο­φά­νης οἱ «γρα­πτο» ἔρ­χον­ται στὸν κό­σμο, στὴν γῆ τῆς Πα­λαι­στί­νης, στὴν Μω­α­βί­τι­δα γῆ, ἀ­να­το­λι­κὰ τῆς Νε­κρᾶς Θά­λασ­σας, τὸ 775 ὁ μὲν καὶ τὸ 778 ὁ δέ. Τὰ δύ­ο ἀ­δέλ­φι­α μό­να­σαν πρῶ­τα στὴν Λαύ­ρα τοῦἁ­γί­ου Σάβ­βα, ὅ­πως ἔ­κα­νε καὶὁ κα­τὰ σάρ­κα πα­τέ­ρας τοὺς Ἰ­ω­άν­νης (ὁ με­το­νο­μα­σθεὶς Ἰω­νᾶς).

            Τὸ ἔ­τος 815 ἐ­νῶ εὑ­ρί­σκον­ται στην Πό­λη, μὲ τε­λι­κὸ προ­ο­ρι­σμὸ τὴν Ῥώ­μη, ξε­σπᾶ ὁ δι­ωγ­μὸς ἐ­ναν­τί­ων τῶν εἰ­κό­νων ἐ­πὶ Λέ­ον­τος Ε’ Ἀρ­με­νί­ου (813-820). Ἐ­πὶ εἴ­κο­σι ἔ­τη οἱ ἀ­δελ­φοὶ ὑ­πο­μέ­νουν μαρ­τυ­ρι­κῶς ὅ­λα τὰ βά­σα­να καὶ τὰ βα­σα­νι­στή­ρι­α ὑ­πὲρ τῶν ἁ­γί­ων εἰ­κό­νων.

            Κα­τὰ δὲ τὰ ἔ­τη 834 μὲ 836, ἐ­πὶ Θε­ο­φί­λου Α’, βα­σα­νί­ζον­ταί μέ ἔ­ναν εἰ­δι­κὸ καὶ πρω­τά­κου­στο τρό­πο. Κεν­τούν μέ πυ­ρα­κτω­μέ­να βε­λό­νι­α στό μέ­τω­πό τους, τὸ ἀ­κό­λου­θο ἰ­αμ­βι­κὸ 12-στι­χο, τοῦ «ὑ­μνο­γρά­φου» Θε­ο­φί­λου:

«Πάν­των πο­θοῦν­των προ­στρέ­χειν πρὸς τὴν πό­λιν,

Ὅ­που πάνα­γνοι τοῦ θε­οῦ λό­γου πό­δες

Ἔ­στη­σαν εἰς σύ­στα­σιν τῆς οἰ­κου­μέ­νης,

Ὤ­φθη­σαν οὖ­τοι τῷ σε­βα­σμί­ῳ τό­πῳ

Σκεύ­η πο­νη­ρὰ δει­σι­δαί­μο­νος πλά­νης.

Ἐ­κεῖσε πολ­λὰ λοι­πὸν ἐξ ἀ­το­πί­ας

Πρά­ξαν­τες αἰ­σχρὰ δει­νὰ δυσ­σε­βο­φρό­νως,

Ἐ­κεῖ­θεν ἠ­λά­θη­σαν ὡς ἀ­πο­στά­ται.

Πρὸς τὴν πό­λιν δὲ τοῦ κρά­τους πε­φευ­γό­τες

Οὐκ ἑ­ξα­φῆ­καν τὰς ἀ­θε­μί­τους μω­ρί­ας.

Ὅ­θεν γρα­φέν­τες ὡς κα­κοῦρ­γοι τὴν θέ­αν

Κα­τα­κρί­νον­ται καὶ δι­ώ­κον­ται πά­λιν.»

            Ἐ­νῶ ὁ μὲν Ἅ­γι­ος Θε­ό­δω­ρος ἀ­πε­βί­ω­σε ἀ­νή­με­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς τοῦ ἁ­γί­ου Πρω­το­μάρ­τυ­ρας καὶ Ἀρ­χι­δι­α­κό­νου Στε­φά­νου (27.12.841), στήν τρί­τη κα­τὰ σει­ρὰ ἐ­ξο­ρί­α τους, στήν Ἀ­πά­μει­α τῆς Βι­θυ­νί­ας, ὁ Ἅ­γι­ος Θε­ο­φά­νης ὅ­μως ἐ­πέ­στρε­ψε καὶ ἔ­γι­νε μά­λι­στα Μη­τρο­πο­λί­της Νι­καί­ας τῆς Βι­θυ­νί­ας.

            Ἡ δὲ κοί­μη­σις τοῦ ἁ­γί­ου Θε­ο­φά­νους ἔ­γι­νε εἰς τὴν Μο­νὴν τῆς Χώ­ρας (KariyeCamii) τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης, τὴν 11ην Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ 845. Ἡ τα­φὴ τοῦ παν­σό­φου Ἱ­ε­ράρ­χου, Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ καὶ Μάρ­τυ­ρος τοῦ Χρι­στοῦ τε­λέ­σθη­κε πα­ρου­σί­α τῆς Ἁ­γί­ας Βα­σι­λίσ­σης Θε­ο­δώ­ρας, τῆς Συγ­κλή­του, πλή­θους Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων καὶ τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ τῆς Πό­λης.

«Ὁ Γραπτὸς ἐν γῇ τὴν θέαν Θεοφάνης,

Καὶ κλῆσίν ἐστιν ἐκθανὼν Γραπτὸς πόλῳ.»

 

πολυτκιον ἁγίου Θεοφάνους «Γραπτοῦ». χος πλ. δ’.

«Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεόφανες σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.» (11.10.)

 

τερονπολυτκιον ἁγίου Θεοφάνους «Γραπτοῦ»
Ήχος πλ α’. Τον συνάναρχον λόγον.

«Μυηθεῖς τῶν Ἀγγέλων Πάτερ τὸ σύντονον, θεοφανείας ἀρρήτουἐδείχθης σάλπιγξ χρυσή, περιούσιον λαὸν τρέφων τοὶς λόγοις σου, τῶν γὰρ πανσόφων σου ᾠδῶν, ἡ πανεύσημος μολπή, εὐφραίνει τὴν Ἐκκλησίαν, δι’ ἣν λαμπρῶς ἠγωνίσω, θεομακάριστε Θεόφανες.» (11.10.)

 

Κοντκιον ἁγίου Θεοφάνους «Γραπτοῦ».
χος δ’. πεφάνης σήμερον.

«Ἀνεφάνης Ὅσιε, τῇἘκκλησίᾳὥσπερ ἄλλος ἥλιος, ταύτην φωτίζων ἀστραπαῖς, τῶν σῶν δογμάτων Θεόφανες, ὣς θυηπόλος, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦἡμῶν.»[35]

            846: Στίς 14 Ἰ­ου­νί­ου «ἐ­τε­λει­ώ­θη εἰ­ρη­νι­κῶς» ὁ ἐκ Συ­ρα­κου­σῶν τῆς Σι­κε­λί­ας ὁρ­μώ­με­νος πα­τρι­άρ­χης Κωνσταντινου-πόλεως Ἅ­γι­ος Με­θό­δι­ος Α’ ὁ ὁ­μο­λο­γη­τής.

            846: Νέ­ος πα­τρι­άρ­χης ἀ­να­κη­ρύσ­σε­ται ὁ Ἅ­γι­ος Ἰ­γνά­τι­ος, υἱ­ὸς Μι­χα­ὴλ Ῥαγ­κα­βέ (811-813), ὑ­πὸ Αὐ­γού­στας Θε­ο­δώ­ρας καὶ Μι­χα­ὴλ Γ’.

            846: Στίς 4 Νο­εμ­βρί­ου ὀ­σι­α­κή κοί­μη­σις Ἰ­ω­αν­νι­κί­ου τοῦ ἓν Ὀ­λύμ­πῳ Βι­θυ­νί­ας. Ὁ Ὅ­σι­ος Ἰ­ω­αν­νί­κι­ος γεν­νή­θη­κε στή Βι­θυ­νί­α τὸ 740 μ.Χ., ἀπό τόν Μυ­ρι­τρί­κη καὶ τήν Ἀ­να­στα­σῶ.

            Ὅ­ταν ὁ Ἰ­ω­αν­νί­κι­ος στρα­τεύ­τη­κε, ἐ­πὶ τοῦ εἰ­κο­νο­μά­χου Κων­σταν­τί­νου Ε’, παρασύρθηκε, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά γί­νει εἰ­κο­νο­μά­χος, σὰν τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα. Ὅ­ταν, ὅ­μως ἀ­πο­λύ­θη­κε, δέν ἄρ­γη­σε νά κα­τα­λά­βει τὴν πλά­νη του. Με­τα­νό­η­σε εἰ­λι­κρι­νὰ καὶ ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­κε καὶ ἀ­φοῦ κα­ταρ­τί­σθη­κε ἀ­νά­λο­γα, ἔ­γι­νε μο­να­χὸς στόν Ὄ­λυμ­πο τῆς Βι­θυ­νί­ας καὶ πέ­θα­νε 94 ἐ­τῶν στήν Μο­νὴ Ἀν­τι­δίου.

πολυτκιον.χος πλ. δ.

Ταῖςτῶνδακρύωνσουῥοαίς,τῆςἐρήμουτὸἄγονονἐγεώργησας·καὶτοῖςἐκβάθουςστεναγμοῖς, εἰςἑκατὸντοὺς πόνουςἐκαρποφόρησας·καὶγέγοναςφωστήρ, τῇοἰκουμένῃλάμπωντοῖςθαύμασιν, Ἰωαννίκιε ΠατὴρἡμῶνὍσιε· ΠρέσβευεΧριστῷτῷΘεῷ, σωθῆναιτὰςψυχὰςἡμῶν (4.11.)[36].

            849: Ἡ ὁ­σί­α Εἰ­ρή­νη κα­θίστα­ται ἡ­γου­μέ­νη τῆς μο­νῆς Χρυ­σο­βα­λάν­του σὲ ἡ­λι­κί­α 21 ἐ­τῶν πε­ρί­που.

            855: Στὶς 20 Νο­εμ­βρί­ου δο­λο­φο­νεῖται ὁ Θε­ό­κτι­στος, ὁ ἔμ­πι­στος καὶ εὐ­νο­ού­με­νος αὐ­λι­κὸς τῆς Θε­ο­δώ­ρας Αὐ­γού­στας.

            855: Ὁ γά­μος Μι­χα­ήλ Γ’μὲ τὴν Εὐ­δο­κί­α Δε­κα­πο­λίτισ­σα (ἀν­τὶ τῆς ὁ­σί­ας Εἰ­ρή­νης).

            856: Στὶς 15 Μαρ­τί­ου ὁ υἱ­ὸς τῆς Αὐ­γού­στας Θε­ο­δώ­ρας Μι­χα­ὴλ Γ’, ὑ­πο­κι­νού­με­νος ἀ­πὸ τὸν ἀ­δελ­φό τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­δώ­ρας, τὸν καί­σα­ρα Βάρ­δα, ἐκ­δι­ώ­κει τὴν μη­τέ­ρα του Αὐ­γού­στα Θε­ο­δώρα καί τίς ἀ­δελ­φὲς του ἀ­πὸ τὰ «βα­σί­λει­α» καί τίς ἐ­γκλεί­ει στὴν μο­νὴ τῶν Γα­στρί­ων καὶ τοῦ Κα­ρι­α­νοῦ ἀν­τι­στοί­χως.

            858: Στὶς 25 Δε­κεμ­βρί­ου, ἐ­πὶ Μι­χα­ὴλ Γ’, ὁ καί­σα­ρας Βάρ­δας προ­ω­θεῖ στὸν πα­τρι­αρ­χι­κὸ θρό­νο τὸν Φώ­τι­ο, κα­θαι­ρών­τας ταυ­τό­χρο­να τὸν ἥ­δη πα­τρι­αρ­χεύ­ον­τα Ἰ­γνά­τι­ο.

            862: Γι­ά λί­γο διάστημα ἡ Αὐ­γοῦ­στα Θε­ο­δῶ­ρα ἐ­πι­στρέ­φει καὶ πά­λι στά «βα­σίλεια» (ἀ­νά­κτο­ρα).

            863: Ἀ­να­και­νίζε­ται καὶ ὀρ­γα­νώ­νε­ται τὸ Παν­δι­δα­κτή­ρι­ον («Πα­νε­πι­στή­μι­ον») τῆς Μα­γναύ­ρας (magna aula, αἴ­θου­σα τε­λε­τῶν τοῦ Με­γά­λου Πα­λα­τί­ου), ὑ­πὸ καί­σα­ρος Βάρ­δα. Θε­ω­ρεῖ­ται μά­λι­στα ὁ­μό­φω­να ἀ­πὸ τοὺς χρο­νο­γρά­φους, ὅ­τι ση­μα­το­δο­τεῖ τὴν ἀ­να­γέν­νη­ση τῆς γνώ­σης, με­τὰ τὰ «μαῦ­ρα χρό­νια» τῆς εἰ­κο­νο­μα­χίας («τῇ τῶν κρα­τη­σάν­των ἀ­γροι­κί­ᾳ καὶ ἀ­μα­θί­ᾳ»)[37].

            Δι­α­βά­ζου­με στόν Συ­νε­χι­στὴ τοῦ Θε­ο­φά­νη Δ’, 26: «Τό­τε δὲ τῆς ἔ­ξω σο­φί­ας ἐ­πι­με­λη­θεὶς ( σ.σ. ὁ Βάρ­δας) – καὶ γὰρ ἢν τῷ το­σού­τω χρό­νῳ πα­ραῤ­ῥυ­εῖ­σα καὶ πρὸς τὸ μη­δὲν ὅ­λως κε­χω­ρη­κυῖ­α τῇ τῶν κρα­τη­σάν­των ἀ­γροι­κί­ᾳ καὶ ἀ­μα­θί­ᾳ – καὶ δι­α­τρι­βὰς τῶν μα­θη­μα­τι­κῶν κα­τὰ Μα­γναύ­ραν ποι­ή­σας αὔ­θις ἀ­κμά­ζειν καὶ ἀ­νη­βᾶν ταύ­την ἐ­σπού­δα­ζέ τε καὶ πε­φι­λο­τί­μη­το. Καὶ τοῦ­το τῶν ἔρ­γων αὐ­τοῦ κάλ­λι­στόν τε καὶ πε­ρι­βό­η­τον ὂν οὐκ ἴ­σχυ­σέ πως τὰς ἐ­νού­σας ἄλ­λως κῆ­ρας αὐ­τῷ ἀ­πο­νί­ψα­σθαι».

            Ἤ­δη ὃμως ὁ Ἰ­ου­στι­νι­α­νὸς Α’(527-565) με­το­νό­μα­σε τὸ «Μέ­γα Δι­δα­σκα­λεῖ­ον» τοῦ Μ. Κων­σταν­τί­νου σὲ «Οἰ­κου­με­νι­κὸν Δι­δα­σκα­λεῖ­ον» καὶ τοὺς κα­θη­γη­τές του «Οἰ­κου­με­νι­κούς Διδασκάλους[38]».

           

oikoumeniko-didaskaleio
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟΝ (
Universitas)

Πηγη: http://sfrang.com/historia/parart051.htm

           

            Τὸ πρῶ­το συν­θε­τι­κὸ τοῦ ὅ­ρου θὰ δημιουργή­σει ἀρ­γό­τε­ρα τήν λα­τι­νι­κὴ του μορ­φὴ («universitas») τῶν Πα­νε­πι­στη­μί­ων, ὃπως αὐ­τὸ τῆς Μπο­λό­νι­α τὸ 1088 μ.Χ., τὸ ὁποῖο τό­τε, εἰ­ρή­σθω ἐν πα­ρό­δῳ, ἢταν ἀ­κόμη μο­να­στῆ­ρι (ὃπως καί τά περισσότερα πανεπιστήμια τῆς Δύσης) καὶ πο­λὺ ἀρ­γότε­ρα ἒγι­νε ὄν­τως universitas «τῇ βο­η­θεί­ᾳ ἀ­να­γεν­νη­σι­α­κῶν Ἑλ­λή­νων» (λατινοφρόνων ἐπί το πλεῖστον) λο­γί­ων[39].Κα­τὰ τήν δι­άρ­κει­α τοῦ χρό­νου, ὅ­μως, κα­τὰ πᾶ­σα πι­θα­νό­τη­τα πρὸς τὸ τε­λευ­ταῖ­ο μέ­ρος τοῦ 14ου αἰ­ῶ­να, ὁ ὅ­ρος ἄρ­χι­σε νά χρη­σι­μο­ποι­εί­ται ἀ­πὸ μό­νος του, μὲ τὴν ἀ­πο­κλει­στι­κὴ ἔν­νοι­α τῆς αὐ­το-ῥύθ­μι­σης τῆς κοι­νό­τη­τας τῶν ἐκ­παι­δευ­τι­κῶν καὶ τῶν με­λε­τη­τῶν, τῶν ὁ­ποί­ων ἐ­ται­ρι­κὴ ὕ­παρ­ξῃ εἶ­χε ἀ­να­γνω­ρι­στεῖ καὶ ἐ­πι­κυ­ρω­θεῖ ἀ­πὸ ἀ­στι­κή ἢ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ ἀρ­χὴ».   Εἰδικάὁαὐ­το­κρά­το­ραςἸ­ου­στι­νι­α­νὸςἔ­ρι­ξετὸβά­ροςτῆςἐκ­παι­δευ­τι­κῆς πο­λι­τι­κῆςτουστήννο­μι­κὴ παι­δεί­ακαὶἀ­να­δι­ορ­γά­νω­σετὸ πρό­γραμ­μασπου­δῶντης. Ἡνο­μι­κὴἔ­γι­νε, ἀ­πὸἔ­δρα, ξε­χω­ρι­στὴσχο­λή, μέ 4 ἔ­δρεςκα­θη­γη­τῶν (antecessors) καὶ 5 ἔ­τηφοίτη­σης.

            Πρός ἐ­πίῤ­ῥω­σιν τῶν λεχθέντων διαβάζουμε τό ἀ­κόλουθο ἀ­γγλικό κείμενο καί τήν μετάφραση του[40]:

            “The word universitas originally applied only to the scholastic guild (or guilds)—that is, the corporation of students and masters—within the studium, and it was always modified, as universitas magistrorum, or universitas scholarium, or universitas magistrorum et scholarium. In the course of time, however, probably toward the latter part of the 14th century, the term began to be used by itself, with the exclusive meaning of a self-regulating community of teachers and scholars whose corporate existence had been recognized and sanctioned by civil or ecclesiastical authority.”

            Δηλαδή, “Ἡλέ­ξῃUniversitasἀρ­χι­κὰἴ­σχυ­εμό­νογι­άτήνσχο­λι­κὴσυν­τε­χνί­α (ἢσυν­τε­χνί­ες) – ποῦεἶ­ναιἡἑ­ται­ρεί­ατῶνμα­θη­τῶν – ἐν­τὸςτοῦΣτου­δί­ου[41]καὶεἶ­χεπάν­τατρο­πο­ποι­η­θεῖ, ὡςuniversitasmagistrorum, ἢuniversitasscholarium, ἢuniversitasmagistrorumetscholarium.

            Τὸπρό­γραμ­μαδι­δα­σκα­λί­αςεἶ­χεὡςἐ­ξῇς: 1οἔ­τος – Εἰ­ση­γή­σεις, 1ομέ­ροςτοῦΠαν­δέ­κτη, 2οἔ­τος – 2ομέ­ροςΠαν­δέ­κτη, 3οἔ­τος – 3ομέ­ροςΠαν­δέ­κτη, 4οἔ­τος – 4ο & 5ομέ­ροςΠαν­δέ­κτηκαὶκατ’ ἰ­δί­ανδι­δα­σκα­λί­α, 5οἔ­τος – Ἰ­ου­στι­νι­ά­νει­οςΚώ­δι­κας

            Οἱμα­θη­τὲςχω­ρί­ζον­τανσὲκα­τη­γο­ρί­εςἀ­να­λό­γωςτοῦἔ­τουςσπου­δῶν, ἔτ­σι: 1. οἱπρω­το­ε­τεῖςκα­λούν­ταν Dupondi ἢ Justiniani Novi, 2. οἱδευ­τε­ρο­ε­τεῖς, Edictales, 3. οἱτρι­το­ε­τεῖς, Papinianistae, 4. οἱτε­ταρ­το­ε­τεῖς, Προ­λύ­ται[42], 5. οἱπεν­τα­ε­τεῖς, Λύ­ται.[43]

            Στούςἱ­στο­ρι­κοὺςκαὶχρο­νο­γρά­φουςτῆςἐ­πο­χῆςὀ­φεί­λε­ταιἡπλη­ρο­φο­ρί­αγι­άτὴνπυρ­κα­γι­ὰτοῦ «Ο­κου­με­νι­κοΔι­δα­σκα­λεί­ου» καὶτῆςΒι­βλι­ο­θή­κηςτου, πρά­ξηἡὁποίαὀ­φεί­λε­ταιστήνἐμ­πά­θει­απούἔ­δει­ξεὁΛέ­ωνΓ’ σὲὅ­σουςἀν­τι­τί­θον­τανστήνεἰ­κο­νο­μα­χι­κὴπο­λι­τι­κὴτου. Ἀ­πὸτὸ «Χρο­νι­κὸ» τοῦΓε­ωρ­γί­ουΜο­να­χοῦ, χρο­νο­γρά­φουτοῦΘ’ αἰ­ῶ­νος, ὁὁποῖοςὁ­λο­κλή­ρω­σετὸἔρ­γοτουπερίτό 866 μ.Χ. μα­θαί­νου­με:

            «Φη­σὶδέτίνεςκαὶτοῦ­τοπι­στό­τα­τοιἄν­δρες, ὅ­τιπρὸςτῇΒα­σι­λι­κῇ <Yerebatan> κα­λου­μέ­νῃκιν­στέρ­νητῇοὔ­σῃπλη­σί­οντῶνΧαλ­κο­πρα­τεί­ωνπα­λά­τι­ονἢνσε­μνόν, ἐνὢὑ­πῆρ­χεκα­τὰτύ­πονἀρ­χαῖ­ονοἰ­κου­με­νι­κὸςδι­δά­σκα­λοςἔ­χωνμεθ’ ἑ­αυ­τοῦἑ­τέ­ρουςμα­θη­τὰςαὐ­τοῦκαὶσυλ­λή­πτο­ραςπρού­χον­ταςἄν­δραςτὸνἀ­ριθ­μὸνιβ’ πᾶ­σανἐ­πι­στή­μηνμε­τερ­χο­μέ­νουςκαὶτὰἐκ­κλη­σι­α­στι­κὰκρα­τύ­νον­ταςδόγ­μα­τα, βα­σι­λι­κὰςδι­αί­ταςκαὶβί­βλουςὠ­σαύ­τωςἔ­χον­τας, ὧνοἱβα­σι­λεῖςἄ­νευβου­λὴνἢγνώ­μηνοὐκἐ­θέ­σπι­ζον.             Τού­τουςὁἀ­γρι­ώ­τα­τοςθὴρκαὶδυ­σώ­νυ­μοςβά­ναυ­σοςπρο­σκα­λε­σά­με­νοςἐ­πει­ρᾶ­τοπεί­θεινσυν­θέ­σθαιαὐ­τοῦτῇἀ­θε­ΐ­ᾳ. Τῶνδὲτοῦ­τομὴκα­τα­δε­ξα­μέ­νων, ἀλ­λὰκαὶμᾶλ­λονἐ­λεγ­ξάν­τωναὐ­τοῦτὴνἀ­σέ­βει­αν, προ­σέ­τα­ξεσυ­ρο­μέ­νουςαὐ­τοὺςἀ­τί­μωςἐντῷαὐ­τῷτό­πῳτοῦδι­δα­σκα­λεί­ουαὐ­τῶνἐγ­κλει­σθῆ­ναι.

            Τού­τουδὲγε­νο­μέ­νουτῇνυ­κτὶπά­λινἀ­πο­στεί­λαςὁἀ­νή­με­ροςδρά­κωννυ­κτε­πάρ­χουςτι­νὰςκαὶἀ­πη­νεῖςἄν­δραςπρο­σέ­τα­ξεσυ­να­χθῆ­ναιπλῆ­θοςξύ­λωνκαὶτού­τωνὑ­πα­φθέν­τωνκα­τα­κα­ῆ­ναιτοὺςἄν­δραςσὺντῶνοἰ­κη­μά­τωνκαὶτῶνβι­βλί­ωνκαὶτῶνλοι­πῶναὐ­τοῖςὑ­παρ­χόν­των. Οὗγε­νο­μέ­νουπάν­τεςἄρ­δηνκα­τε­φλέ­χθη­σαν.

            Ἔ­κτο­τεοὖνἡτῶνἐ­πι­στη­μῶνγνῶ­σιςἐνῬω­μα­νί­αἐ­σπά­νι­σετῇτῶνβα­σι­λευ­όν­τωνγνω­σι­μά­χωνἀ­πο­νοί­ᾳμει­ου­μέ­νῃἕ­ωςτῶνἡ­με­ρῶνΜι­χα­ὴλκαὶΘε­ο­δώ­ραςτῶνεὐ­σε­βῶνκαὶπι­στῶνβα­σι­λέ­ων»[44]

            Τὸσυμ­βὰνἀ­να­φέ­ρε­ταιἐ­πί­σηςκαὶστά «Πά­τρι­αΚων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως», τοῦΨευ­δό-Κω­δι­νοῦ, ἔρ­γοτοῦΙ’ αἰ­ῶ­νοςκα­τὰτὴνἐ­κτι­μή­σητοῦἐκ­δό­τη Th. Preger:

            «Τὸ δὲ τε­τρα­δή­σι­ον τὸ ὀ­κτά­γω­νον, εἰς ὁ ᾖ­σαν στο­αὶ ὀ­κτὼ ἤ­γουν κα­μα­ρο­ει­δεῖς τό­ποι, δι­δα­σκα­λεῖ­ον ἐ­κεί­σε ἐ­τύγ­χα­νεν οἰ­κου­με­νι­κόν, καὶ οἱ βα­σι­λεύ­ον­τες αὐ­τοὺς ἐ­βου­λεύ­ον­το καὶ οὐ­δὲν ἔ­πρατ­τον χω­ρὶς αὐ­τῶν ἔξ οὐ καὶ ἐξ αὐ­τῶν ἐ­γέ­νον­το πα­τρι­άρ­χαι καὶ ἀρ­χι­ε­πί­σκο­ποι πλη­σί­ον δὲ τῆς βα­σι­λι­κῆς ἢν καὶ δι­ήρ­κε­σεν ἔ­τη ιδ’ μέ­χρι δε­κά­του χρό­νου Λέ­ον­τος τοῦ Συ­ρο­γε­νοὺς <Λέων Γ’, Ἲσαυρος, 717-741 μ. Χ.> τοῦ πα­τρὸς Κων­σταν­τί­νου τοῦ Κα­βαλ­λί­νου <Κωνσταντῖνος Ε’ Κοπρώνυμος, 741-775 μ. Χ.>.

            Οὗ­τος γὰρ πα­ρα­τρα­πεὶς τῆς θεί­ας χά­ρι­τος καὶ γυ­μνω­θεὶς τοῦ θε­οῦ, δι­ὰ τὸ μὴ συγ­κοι­νω­νεῖν τοὺς τοι­ού­τους δι­δα­σκά­λους τῇ πα­ρα­νο­μί­ᾳ αὐ­τοῦ πλη­σθεὶς ὀρ­γῆς, κα­τέ­καυ­σεν αὐ­τοὺς ἅ­μα τοῖς οἰ­κή­μα­σι, δε­κὲξ ὄν­τας, σχή­μα­τι μο­να­χού­ς»[45].

            Αὐ­τόποῦμαςἐν­δι­α­φέ­ρειεἶ­ναιὅ­τιτὸσυμ­βὰνἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ταικαὶἀ­πὸμε­τα­γε­νέ­στε­ρους, ὅ­πωςὁΚ. Μα­νασ­σῆς, στήν «Συ­νό­ψινΧρο­νι­κήν», ἔρ­γογραμ­μέ­νοσὲ 6.733 δε­κα­πεν­τα­συλ­λά­βους, ὁ ὁποῖος ἱ­στο­ρεῖτὰγε­γο­νό­ταἀ­πὸἀπό κτί­σε­ωςκό­σμουἕ­ωςτὸἔ­τος 1081 μ.Χ.   Στούςστί­χους 4262-3 μά­λι­σταἀ­να­φέ­ρειὅ­τιστήν«Βα­σιλ­κήΒι­βλι­ο­θή­κη» τῶνἈ­να­κτό­ρωνκεί­τον­ταν36.500 τό­μοι. Τὸν ἀ­ριθ­μὸ αὐ­τὸ δί­νει καὶὁ Μι­χα­ὴλ Γλυ­κὰς («Χρο­νι­κὴ Βί­βλος»)­[46]­:

«Τοῦτε­με­νί­σμα­τοςἐγ­γὺςτοῦτῆςΘε­οῦσο­φί­ας,

οἶ­κοςλαμ­πρὸςδε­δόμη­τοτοῖς πά­λαιβα­σι­λεῦ­σι,

κῆ­ποςἂνεἴ­πῃτιςλαμ­πρὸςβι­βλι­ο­φοόρωνδέν­δρων,

ἄλ­σοςἀ­γλα­ο­φύ­τευ­τον παν­το­δα­πῆςσο­φί­ας,

βίβλοιγὰρἦ­σανἐναὐ­τῷ προ­τε­θη­σαυ­ρι­σμέναι,

εἰςτρι­σμυ­ρίαςφθά­νου­σαικαὶἄλ­λαςτρι­σχι­λί­ας,

εἰςτρι­σχι­λίουςφθά­νου­σα πρὸςταῖς πεν­τα­κο­σί­αις.»

 

            863: Μα­θαί­νον­τας γι­ά τὸν ἐκ­χρι­στι­α­νι­σμὸ τῶν Σλά­βων τοῦ Μο­ρά­βα, ὁ ἡ­γε­μό­νας τῶν Βουλ­γά­ρων, Βό­ρις, ἀ­πο­φάσι­σε (τό 864) νά βαφ­τι­στεῖ, κάτι τὸ ὁποῖο ἔ­γι­νε μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη λαμ­πρό­τη­τα, μὲ νο­νὸ μάλιστα τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα Μι­χα­ήλ Γ’, ποὺ ἔ­δω­σε στόν νε­ο­φώ­τι­στο τὸ δι­κὸ του ὄ­νο­μα. Ὁ δέ νε­ο­φώ­τι­στος Μι­χα­ήλ (Βόρις) ἔ­λα­βε ὡς προῖ­κα ἀ­πὸ τὸν νο­νό του Μιχα­ήλ Γ’ τὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς Ζα­γο­ράς καὶἔ­στει­λε συνάμα τὸν γι­ό του Συ­με­ὼν νά σπου­δά­σει τὴν ἐ­πι­στή­μη τῆς δι­οί­κη­σης ἀλ­λὰ καὶ τήν βυ­ζαν­τι­νή ζω­ή στό πα­λά­τι τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης.

            Στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ὁ Συ­με­ὼν με­γά­λω­σε καὶ ἀ­να­τρά­φη­κε ἑλ­λη­νι­κά, δι­ά­βα­σε κι’ ἀ­γά­πη­σε τὰ ἔρ­γα τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη καὶ τοὺς λό­γους τοῦ Δη­μο­σθέ­νη κι’ ἔφ­τα­σε στό ση­μεῖ­ο νά ἀ­πο­κα­λεῖ­ται Semigraecus («Μι­σο­έλ­λη­νας»), δηλαδή μισός Ἓλληνας.

            Ἀρ­γότε­ρα ἐ­πι­δό­θη­κε σὲ πο­λε­μι­κές δρα­στη­ρι­ό­τη­τες ἐ­ναν­τίον τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου καὶ τε­λι­κὰ κα­τέ­πει­σε καὶ τὸν πά­πα νά τὸν ἀ­να­γνω­ρί­σει ὡς «τσά­ρο τῶν Βουλ­γά­ρων καὶ αὐ­το­κρά­το­ρα τῶν Ῥω­μαί­ων» ὑ­πο­δη­λώ­νον­τας τίς προ­θέ­σεις του ἀ­πό πολύ νωρίς («πάρτονε δηλαδή στό γάμο σου, νά σοῦ πεῖ καὶ τοῦ χρό­νου»).

 

baptish-mixahl-boridos-a
ΒΑΠΤΙΣΙΣ ΜΙΧΑΗΛ (ΒΟΡΙΔΟΣ Α’) ΜΕ ΑΝΑΔΟΧΟ ΤΟΝ ΜΙΧΑΗΛ Γ’

Πηγή: enwikipedia.org

           

            Ἔ­γι­νε ὁ πρῶ­τος βα­σι­λι­ὰς τῶν Βουλ­γά­ρων. Ἡ δὲ πρω­τεύ­ου­σα του Πρεσ­λά­βα στο­λί­στη­κέ με ἔρ­γα ἑλ­λη­νι­κῆς τέ­χνης, ἀ­νά­κτο­ρα καὶ ἐκ­κλη­σί­ες. Ἐ­γι­νε μά­λι­στα κέν­τρο με­τά­φρά­σης ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λή­νων συγ­γρα­φέ­ων στήν πα­λαι­οσ­λο­βε­νι­κὴ γλῶσ­σα καὶ μέ­σῳ αὐ­τῆς πέ­ρα­σαν τὰ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κὰ συγ­γράμ­μα­τα στήν σερ­βι­κὴ καὶ στήν ῥω­σι­κὴ γλῶσ­σα, ἔτ­σι πού τε­λι­κὰ συ­νέβα­λαν στόν ἐ­κπο­λι­τι­σμό τῶν Σλά­βων.

            866: Δο­λο­φο­νί­α καί­σα­ρος Βάρ­δα ὑ­πὸ Βα­σι­λεί­ου πα­ρα­κοι­μω­μέ­νου τοῦ Μι­χα­ήλ Γ’ καὶ κατόπιν τούτου συμ­βα­σιλεία προῥη­θέν­τος Βα­σι­λεί­ου (Βα­σί­λει­ος Α’) με­τὰ Μι­χα­ήλ Γ’.

            867: Κοί­μη­σις στίς 11 Φε­βρου­ρίου τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­δώ­ρας τῆς Αὐ­γού­στας, τῆς ἐν τῷ να­ῷ τῆς Θε­ο­τό­κου Σπη­λαι­ω­τίσ­σης, τῆς ἓν νή­σῳ Κερ­κύ­ρᾳ, τε­θη­σαυ­ρι­σμέ­νης καί πλησίον τοῦ να­οῦ τοῦ ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος κειμένης.

 

«Χαίροις, Θεοδώρα πανευκλεής, χαίροις ευσεβείας ανακήρυξις αλήθης. Χαίροις παρρησίαν προς Θεόν κεκτημένη, Αυγούστα και οσία αειμακάριστε.»

            867: Δο­λο­φο­νί­α στίς 24 Σε­πτεμ­βρί­ου Μι­χα­ήλ Γ’ ὑ­πὸ Βα­σι­λεί­ου Α’ καὶ τῶν σῦν αὐ­τῷ στόν να­ό τοῦ ἁ­γί­ου Μάμαν­τος («ἐν τοῖς πα­λα­τί­οις τοῦ ἁ­γί­ου μάρ­τυ­ρος Μά­μαν­τος ἀ­ναι­ροῦ­σιν αὐ­τόν, ἐκ τῆς ἄ­γαν οἰ­νο­φλυ­γί­ας ἀ­νε­παι­σθή­τως τὸν ὕ­πνον τῷ θα­νά­τῳ συ­νά­ψαν­τα», Θε­ο­φάνους Συνεχισταί, «Χρο­νο­γρα­φί­α», σ. 254).

            867: Βα­σί­λει­ος Α’ ὁ Μα­κε­δὼν στέ­φε­ται νέ­ος αὐ­το­κρά­τωρ καὶ γίνε­ται ὁ ἰ­δρυ­τής τῆς σημαντικῆς Μα­κε­δο­νι­κῆς Δυ­να­στεί­ας.

            867: Στίς 23 Νο­εμ­βρί­ου ὁ Ἰ­γνά­τι­ος κα­θί­στα­ται ὑ­πὸ Βα­σι­λεί­ου Α’ ἐκ δευ­τέ­ρου πα­τρι­άρ­χης. Ὁ πατριάρχης Φώ­τι­ος κα­θαί­ρε­ται ὡς εὐ­νο­ού­με­νος τοῦ δο­λο­φο­νη­θέν­τος καί­σα­ρος Βάρ­δα καί πε­ρι­ο­ρί­ζεται στήν μο­νὴ τῆς Σκέ­πης τοῦ Βο­σπό­ρου.

869: Κοίμησις ἁ­γί­ου Κυ­ρίλ­λου (Κωνσταντινου), τοῦ Φω­τι­στὴ τῶν Σλά­βων, στήν Ῥώ­μη.

            877: Στὶς 23 Ὀ­κτω­βρί­ου κοί­μη­σις πα­τρι­άρ­χου Ἰ­γνα­τίου καὶ ἀ­νάδειξις ἐκ δευ­τέ­ρου τοῦ Φω­τίου ὡς πα­τρι­άρ­χου ὑ­πὸ Βα­σι­λεί­ου Α’.

            885: Κοίμησις ἁ­γί­ου Με­θο­δίου (Μιχαήλ), τοῦ Φω­τι­στὴ τῶν Σλά­βων, στήν Μο­ρα­βί­α.

886: Ἐ­κοι­μή­θη στήν Πό­λη, τὸ ἔ­τος 886, ἒν εἰ­ρή­νη, ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­σὴφ ὁ ὑ­μνο­γρά­φος, ὣς σκευ­ο­φύ­λαξ τῆς ἁ­γί­ας Σο­φί­ας, ἐ­πὶ τῆς δευ­τέ­ρας πα­τρι­αρ­χίας τοῦ ἁ­γί­ου Φω­τί­ου.

            886: Στίς 29 Αὐ­γού­στου πε­θαίνει ὁ Βα­σί­λει­ος Α’ σὲ ἡ­λι­κί­α 74 ἐ­τῶν. Νέ­ος αὐ­το­κρά­τωρ στέφεται Λέ­ων ὁ ΣΤ’ ὁ σο­φός, ὁ μα­θη­τὴς τοῦ Φω­τί­ου.

            886: Κα­θαί­ρε­σις τοῦ ἁ­γί­ου Φω­τίου ὑ­πὸ τοῦ μα­θη­τοῦ του Λέ­ον­τος ΣΤ’ σο­φοῦ. Ὁ Φώ­τι­ος ἀ­πο­σύρ­ε­ται στήν μο­νὴ τῶν Ἀρ­με­νι­α­νῶν τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως καὶ ἀ­σχο­λεῖται μὲ τὴν συγ­γρα­φι­κὴ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα μέ­χρι τὸν θά­να­το του.

            893: Στίς 6 Φε­βρου­α­ρί­ου κοί­μη­σις τοῦ ἁ­γί­ου Φω­τίου τοῦ με­γά­λου πα­τρι­άρ­χου Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως στήν μο­νὴ τῶν Ἀρ­με­νι­α­νῶν. Ὁ Μέ­γας Φώ­τι­ος ἤ­ταν ἐ­ξέ­χων λό­γι­ος, δι­δά­σκα­λος, κρα­τι­κὸς λει­τουρ­γός, ἱ­ε­ράρ­χης, πρε­σβευ­τής, δι­πλω­μά­της, ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ τῆς «θύ­ρα­θεν» γραμ­μα­τεί­ας πάνυ πεπαιδευμένος.

            Ὁ δὲ ἀ­νώ­νυ­μος συγ­γρα­φέ­ας τοῦ βί­ου της («καὶ γὰρ ἐγὼ σήμερον ἑστιάτωρ τῶν ἐκείνης θαυμάτων ὀφθήσομαι, ὡς πάτριος αὐτῆς φίλος τυγχάνων καὶ τὰ περὶ αὐτῆς ἀληθῶς διηγούμενος·»), ἀ­να­φέ­ρει τὴν οἰ­κο­γέ­νει­α τῆς Ἀν­νας ὡς «ἐκ τῶν πά­λαι πε­ρι­βλέ­πτων…ἔ­χου­σαν βα­σι­λι­κὸν αἷ­μα»[47].

            Συ­νέ­δε­σε τὸ ὄ­νο­μα του μέ τὸ πρῶ­το ῥῆγ­μα με­τα­ξὺ τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν Ῥώ­μης καὶ Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως (863-867), ἀλ­λὰ καί μέ τὴν «ἀ­ξι­ο­ποι­ή­ση τοῦ ἀ­νε­ξάν­τλη­του πλού­του τῆς κλα­σι­κὴς ἑλ­λη­νι­κῆς σο­φί­ας» τὸ ὁποῖο ὁ­δή­γη­σε σὲ ἂν­θη­ση τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν γραμ­μά­των.

            896: Ἐκοιμήθη στὶς 10 Νο­εμ­βρί­ου τοῦ 896, σὲἡ­λι­κί­α μό­λις τρι­άν­τα (30) ἐ­τῶν, ἡἉ­γί­α Θεοφανώἡ Θαυ­μα­τουρ­γὴ, ἡ αὐτοκράτειρα. ἩἉ­γί­α Θεοφανώἤ­ταν κό­ρη τοῦ Κων­σταν­τί­νου Μαρ­τι­να­κί­ου καὶ τῆς Ἄν­νας (ὡς εὐ­γε­νὴς «ἐκ τῶν ἀφ’ ἡ­λί­ου ἀ­να­το­λῶν».

 

            Γεν­νή­θη­κε, τό 866, κα­τό­πιν πολ­λῶν προ­σευ­χῶν καὶ κα­τοι­κοῦ­σε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ὅ­που καὶἀ­να­τρά­φη­κε μέ ἐ­πι­μέ­λει­α. Ὁ βι­ο­γρά­φος ἀ­να­φέ­ρει, ὅ­τι οἱ γο­νεῖς τῆς ἁ­γί­ας κα­τέ­φευ­γαν συ­χνὰ στόν να­ὸ τῆς Θε­ο­τό­κου ἐν τοῖς Βάσ­σου.

            Πα­ρα­θέ­τει μά­λι­στα καὶ δι­κὴ τοὺς δι­η­γή­ση, σύμ­φω­να μέ τὴν ὁ­ποί­α, με­τὰἀ­πὸἐ­σπε­ρι­νὴ δε­ή­ση τους στόν συγ­κε­κρι­μέ­νο να­ό, ἐμ­φα­νί­στη­κε στόν ὕ­πνο τους κά­ποι­ος, γη­ραι­ὸς στήν ἡ­λι­κί­α, ὁὁ­ποῖ­ος τοὺς ἔ­κα­νε λό­γο γι­α «παι­δο­ποι­ί­ας ε­αγ­γέ­λι­α». Συγ­κε­κριμ­μένα ἀ­να­φέ­ρει, ὅ­τι:

            «ἐπέστη δὲ αὐτοῖς, ὡς ἔλεγον, καθ᾿ὕπαρ, ἄνθρωπος γηραιός τις τῶν γνωρίμων ὑπάρχων, εὐαγγέλια δῆθεν αὐτοῖς παιδοποιΐας φθεγγόμενος· ὅστις πρὸς αὐτοὺς χαριέντως ἔφη· «τί μοι παρέχετε, ἐὰν ἄρα ὑμῖν ὑπομνήσω τέξασθαι τέκνον» οἱ δέ φασι πρὸς αὐτόν·«φιλίαν καὶἀένναον εὐχαριστίαν.» ὁ δὲ πρὸς αὐτούς· «ἀμὴν εὐαγγελίζομαι ὑμῖν, ὅτι θυγάτριον τέξετε καὶ δι᾿ αὐτοῦ μεγάλη ὑμᾶς διαδέξεται δόξα».[48]

            Σὲ κα­τάλ­λη­λη ἡ­λι­κί­α, τὸ 882, ὁ βα­σι­λι­ὰς Βα­σί­λει­ος Α’ ὁ Μα­κε­δό­νας τὴν ἔ­δω­σε γι­ά σύ­ζυ­γο στόν γι­ὸτου Λέ­ον­τα τόν Σο­φὸ (866 – 912 μ.Χ.). Ὁ γά­μος της μέ τὸν Λέ­ον­τα ΣΤ’ δι­ήρ­κε­σε μέ­χρι τὴν ὀ­σι­α­κὴ κοί­μη­ση της, τὸ 896, δηλαδή 14 χρό­νι­α. Τά παράδοξα γεγονότα, ποῦ συν­δέ­ον­ται μέ τὴν ἁ­γί­α συ­νε­χί­σθη­καν καὶ κα­τὰ τὴν δι­άρ­κει­α τοῦ το­κε­τοῦ τῆς μη­τέ­ρας της:

            «ὁ θεοφιλὴς ταύτης ἀνὴρ τὸν σηκὸν τὸν ἐν τοῖς Βάσσου <τῆς Θεοτόκου> καὶ ἀειπαρθένου καταλαμβάνει καὶ μίαν ζώνην τῶν ἐκεῖσε σεβασμίων κιόνων ἀναλαβὼν τῇ ὀσφύϊ τῆς κυούσης ζωσθῆναι κελεύει, καὶ ἅμα τῇ προσψαύσει τῆς τιμίας ἐκείνης ζώνης ἡ τῶν ὀδυνῶν κατευνάζετο τιμωρία. καὶ ἡ δυστοκοῦσα καὶ θανεῖν προσδοκωμένη αὖθις τῶν πόνων ἀπαλλαγεῖσα, ἀπόνως τὸ βρέφος, χαριέντως, ὥς φασι, προσμειδιῶν, εἰς τὸ φῶς παρεισήχθη. καὶ πρὸ τοῦ αὐτὸ βρεφοπρεπῶς ἐκφωνῆσαι ἀετὸς παρευθὺ καταπτὰς διὰ τῶν ἐμφωμάτων τοῦ οἴκου εἰσελθεῖν ἐπειρᾶτο· οὗ δὴ θαύματος γενομένου, οἱ παρεστῶτες πάντες ἐξηπόρουν τὸ θαῦμα.»[49].

            Δι­α­τή­ρη­σε πάν­τα τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καὶ τὴν με­τρι­ο­φρο­σύ­νη καὶ προ­τι­μοῦ­σε νά εἶ­ναι ἁ­πλὰ ντυ­μέ­νη καὶ νά βρί­σκε­ται δίπλα στούς ἀν­θρώ­πους ποῦ τὴν χρει­άζον­ταν:

            «εὐ­πρέ­πει­αν ἔ­ξω­θεν πε­ρι­βε­βλη­μέ­νη, τοῖς ῥά­κε­σιν ἒν­δον τὸ σῶ­μα κρυ­πτῶ­ς κα­τέ­τρυ­χε. καὶἀ­σκη­τι­κὴν ἀ­γω­γὴν αἱ­ρου­μέ­νη, τῶν πο­λυ­τε­λῶν τρα­πε­ζῶν κα­τε­φρό­νει καὶ εὐ­τε­λεῖ καὶ αὐ­το­σχε­δί­ῳ τοῦἄρ­του καὶ τῶν λα­χά­νων ἐ­τρέ­φε­το παν­δαι­σί­α. Οὐκ ἐ­φθέγ­ξα­το ὅρ­κον δι­ὰ τῆς γλώσ­σης. Οὗ ψευ­δὲς ῥῆ­μα δι­ὰ τῶν ταύ­της χει­λέ­ων προ­ῆ­λ­θεν ἢ λοι­δο­ρί­α. Ἡ­νί­κα δὲἡ νὺξ κα­τέ­λα­βεν, ἐ­κεῖ­θεν ἀ­νι­στα­μέ­νη… ὥ­ραν ἐξ ὤ­ρας…τῷ Θε­ῷ τὰς αἰ­νέ­σεις ἀ­να­πέμ­που­σα[50].»

            Μὲ τὴν συ­νο­δεί­α δύ­ο ἔμ­πι­στων ὑ­πη­ρε­τρι­ῶν της («Ο κέ­κλη­κε πο­τέ τι­νά ­πλ­νό­μα­τι, λ­λ πάν­των ­κυ­ρο­λό­γει τς κλή­σεις.»), πή­γαι­νε στά σπί­τι­α τῶν φτω­χὼν καὶ κα­τα­τρεγ­μέ­νων καὶ πρό­σφε­ρε τὴν βο­ή­θει­α της («Ατη δέ…ο δι­έ­λι­πε τος πει­ν­σι δι­α­θρύ­πτειν τν ρ­τον…»).[51] Ἀ­να­γνω­ρί­στη­κε ἀ­πὸ τοὺς συγ­χρό­νους της σὰν ἁ­γί­α καὶ θαυ­μα­τουρ­γὴ γι­ὰ τὰ πολ­λὰ ἔρ­γα ἀ­γά­πης ποῦ ἔ­κα­νε.

            Ἀ­κο­λού­θη­σε τὸν σύ­ζυ­γο της, στόν τό­πο ἐ­ξο­ρί­ας τους, στήν Θεσ­σα­λο­νίκη, ὅ­που καί σὺν τοῖς ἄλ­λοις, τὸ 888 μ. Χ., ἔ­κτι­σε τὴν Ἱ­ε­ρὰ Πα­τρι­αρ­χι­κή καὶ Σταυ­ρο­πη­γι­α­κή Μο­νὴ τῆς Ἁ­γί­αςἈ­να­στα­σί­ας τῆς Φαρ­μα­κο­λυ­τρί­ας, κον­τὰ στά Βα­σι­λι­κὰ τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης (32ο χι­λι­όμε­τρο Θεσ­σα­λο­νί­κης – Πο­λυ­γύ­ρου Χαλκιδικῆς).

            Ἡ μο­νὴ πα­νη­γυ­ρί­ζει στίς 22 Δε­κεμ­βρί­ου (Ἁ­γί­ας Ἀ­να­σ­τα­σίας Φαρ­μα­κο­λυ­τρί­ας, στίς 16 Δε­κεμ­βρί­ου (Ἁ­γί­ας Θεοφανοῦς) καὶ τέ­λος τὴν Δ΄Κυ­ρι­α­κὴ τῶν Νη­στει­ῶν, τὴν μνή­μη τοῦἉ­γί­ου Θε­ω­νᾶ, Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Θεσ­σα­λο­νί­κης, Ἀ­νι­δρυ­τοῦ καὶἩ­γου­μέ­νου τῆς Μο­νῆς (1525).

            Ἐ­κοι­μή­θη, τέσ­σε­ρα ἔ­τη με­τὰ τὸν θά­να­το τῆς μο­να­δι­κῆς της κό­ρης, τῆς Εὐ­δο­κί­ας, στὶς 10 Νο­εμ­βρί­ου τοῦ 896, σὲ ἡ­λι­κί­α μό­λις τρι­άν­τα ἐ­τῶν («…τὸν χρη­στὸν τοῦ Κυ­ρί­ου τὸν ζυ­γὸν λα­βοῦ­σα…ἐν εἰ­ρή­νῃ τὸ πνεῦ­μα τῷ Θε­ῷ πα­ρέ­θε­το[52].». Τὸ σκή­νω­μα τῆς ἁ­γί­ας Θεοφανοῦς εὑ­ρί­σκε­ται σήμερα στόν πα­τρι­αρ­χι­κὸ να­ὸ τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, στό Φα­νά­ρι.

«Ἐγ­γὺςΒα­σι­λὶςΚυ­ρί­ου, ταῖςἀ­ρε­ταῖςἕ­στη­κενἐ­στιλ­βω­μέ­νη.»[53]

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Προελομένη τὰ οὐράνια πόθῳ, τὴν βιοτὴν διεξῆλθες, ἀγγελικῶς ἐν γῇ περιπολεύουσα· ὅθεν κατηξίωσαι, οὐρανίων χαρίτων, σὺν Ἀγγέλων τάξεσι, καὶ Ἁγίων χορείαις, παρισταμένη τῷ Παμβασιλεῖ· ὃν ἐκδυσώπει, εὑρεῖν ἡμᾶς ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τὴν ἐν τῷ μέσῳἀνακτόρων ἀναλάμψασαν ὡς ἐν ἐρήμῳἁγιότητος ταῖς λάμψεσιν, ὡς θεόφρονα τιμήσωμεν βασιλίδα· Βασιλείαν γὰρ λιποῦσα τὴν ἐπίγειον, τὴν οὐράνιον ἐνθέως ἐκληρώσατο· Χαίροις λέγοντες, παμμακάριστε.

Μεγαλυνάριον.

Τῆς θεοφανείας τῆς μυστικῆς, τὴν βουλὴν πληροῦσα, ὡς βασίλισσα νουνεχής, τῆς ὑπερκοσμίου, ἐπέβης βασιλείας, Ὁσία ἀξιοθαύμαστε.[54]

 

            930: Στὶς 28 Ἰ­ου­λί­ου κοί­μη­σις της ὁ­σί­ας μη­τρὸς ἡ­μῶν Εἰ­ρή­νης, στὴν μο­νὴ Χρυ­σο­βα­λάν­του Κων­σταν­τι­νου­πόλε­ως, τῆς πλη­σί­ον τῆς Κιν­στέρ­νας τοῦ Ἂ­σπα­ρος πε­πηγ­μέ­νης, ἐ­πὶ συμ­βα­σι­λεί­ας Κων­σταν­τί­νου Ζ’ Πορ­φυ­ρο­γεν­νή­του καὶῬω­μα­νοῦ Α’ τοῦ­ Λε­κα­πη­νοῦ.

 

*Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ μόλις ἐκδοθὲν βιβλίο τοῦ Δημητρίου Γ. Μαυρίδη:

«ΟΣΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ», ISBN: 978-960-93-6176-7

***

 

[1] «Θε­όφιλος ἐ­βα­σί­λευ­σεν ἔ­τη Ἰβ’ <καὶ μή­νας γ’ καὶ ἀ­πέθα­νε δυ­σεν­τε­ρι­κῶς>, ὁ νέ­ος Βαλ­τάσαρ καὶ πα­ρα­βά­της καὶ θε­ο­μι­σῆς καὶ τῶν ἁ­γί­ων εἰ­κό­νων ὑ­βρι­στὴς καὶ κα­θαι­ρέτης καὶ βέ­βη­λος» (Georgii Monachi, Dicti Hamartoli, «Chronica», Γεώργιος Μοναχός, «Χρονικόν», σ. 699).

[2] «Με­τὰ τοῦ­τον ἐ­βα­σί­λευ­σε Μι­χα­ὴλ σὺν τῇ μη­τρὶ αὐ­τοῦ <842> Θε­ο­δώρα ἔ­τη ιέ’, μό­νος δὲ ἔ­τη ι’ καὶ σὺν Βα­σι­λεί­ῳ ἔ­τος α’ καὶ μή­νας δ’, ὅ­στις τὴν πα­τρῴ­αν βα­σι­λεί­αν δι­α­δε­ξά­με­νος <,στλθ’ ἔ­τει τοῦ κό­σμου, ἀ­πὸ δὲ τῆς θεί­ας σαρ­κώ­σε­ως ,ὠλθ’>», (Georgii Monachi, Dicti Hamartoli, «Chronica», Γεώργιος Μοναχός, «Χρονικόν», σ. 717)

[3] Με­ρι­κοὶ θε­ω­ροῦν τὸν Λέ­ον­τα ΣΤ’ γυιὸ τοῦ Μι­χα­ὴλ Γ’ καὶ τῆς Εὐ­δο­κί­ας Ἰγ­γε­ρι­νῆς.

[4]Ἐ­πὶ τῆς βα­σι­λεί­ας του ἡὅ­σι­α Εἰ­ρή­νη ἀ­πῆλ­θε εἰς τὰ οὐ­ρά­νι­α δώ­μα­τα.

[5]Ὸ με­τέ­πει­τα Βα­σί­λει­ος Β’ ὁ Βουλγαροκτόνος.

[6]Ὸ με­τέ­πει­τα Κων­σταν­τῖ­νος Η’.

[7]http://www.hs-augsburg.de/~harsch/graeca/Chronologia/S_post09/Kassia/

[8] Ἡ ἐ­τυ­μο­λο­γι­κὴ ση­μα­σί­α τοῦ ὀ­νό­μα­τος σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν πε­λα­σγι­κὴ ρί­ζα bha*-, ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α σχη­μα­τί­ζον­ται δι­ά­φο­ρες λέ­ξεις, στὶς δι­ά­φο­ρες γλῶσ­σες, ὅ­πως: bha* – Φά­ος, Φῶς, ha*- Χάσ­σι­ος, Cassius, Κάσ­σι­ος, Huskies, βλέ­πε καὶ «χάσ­σι­κο» ψω­μί, ba*- Βάν­δον, Μπαν­τιέ­ρα, Barack (βλέπε Θωμόπουλος, Πελασγικά, σ. 432).

[9] Ὁ­λό­κλη­ρο τό κεί­με­νο ἀ­πὸ τὸ blog ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας τοῦ ἱ­ε­ροῦ να­οῦ Ἅ­γι­ου Νι­κο­λά­ου, «εἰς Κό­πα­νους», Ἰ­ω­αν­νίνων, http://eiskopanous.blogspot.gr/

[10] Βλέ­πε Μαρ­τί­νος, Ἰ­ω­άν­νης, «Αὐ­το­κτρό­το­ρες τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου», σ. 63, ἐ­πίσης «Νέος Συναξαριστής», 2001, σ. 77.

[11]Βλέ­πε «Νέ­ος Συ­να­ξα­ρι­στής», 2001, σ. 77

[12]Βλέπε «ΜΗΝΑΙΟΝ Φεβρυαρίιου», 1991, σ. 236, 239

[13]http://www.synaxarion.gr/gr/sid/3107/sxsaintinfo.aspx

 

[14]Ἤ­ταν ὁ πρῶ­τός ποῦ πε­ρι­έ­λα­βε τὴν εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ στά νο­μί­σμα­τα.

[15] Δι­α­κρί­νε­ται ἡ Ἁ­γί­α Σο­φί­α καὶ ἡ ἁ­λυσ­σί­δα στό στό­μι­ο τοῦ Κε­ρα­τί­ου κόλ­που, δι­ὰ χει­ρὸς Ἰ­ω­άν­νου Δ. Μαυ­ρί­δη, ἐ­τῶν 10, Βι­έν­νη.

[16] Τὸ βυ­ζαν­τι­νὸ ἔν­δυ­μα «τζιτ­ζά­κι­ον» φέ­ρε­ται νά ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­τι­γρα­φὴ τοῦ πα­ρα­δο­σι­α­κοῦ χα­ζα­ρι­κοῦ νυ­φι­κοῦ φο­ρέ­μα­τος, ὀ­νο­μά­σθη­κε δὲ ἔτ­σι γι­α­τὶ τὸ πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα τῆς Εἰ­ρή­νης ἤ­ταν Τσιτ­σὰκ ἢ Σισσάκ, ἡ Ἀ­ν­θή στά ἑλ­λη­νι­κά, ἔξ οὐ καὶ τὸ πον­τι­α­κό «τσιτ­σε­κό­πο μ’», «λου­λου­δά­κι μου», δη­λα­δή.

[17] Ὁ «γυι­ὸς τῆς Χα­ζά­ρας», ὁ Λέ­ων Δ’ ὁ Χά­ζα­ρος (775 – 780 μ.Χ.), ἠ­ταν γυι­ός τοῦ Κων­σταν­τί­νου Ε’ τοῦ Κοπρωνύμου καὶ τῆς πριγ­κή­πισ­σας τῶν Χα­ζά­ρων Σι­σσὰκ (Εἰ­ρή­νη). Ὁ Λέ­ων Δ’ παν­τρεύ­τη­κε τὸ 770 τὴν εἰ­κο­νό­φι­λη Εἰ­ρή­νη τὴν Ἀ­θη­ναί­α ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πέ­κτη­σε τόν Κων­σταν­τί­νο ΣΤ’.

[18] http://www.impantokratoros.gr/331CED14.el.aspx, 2.2.2013

[19] Βλέπε σχε­τι­κὰ καὶ τὰ πε­ρὶ Κομ­μερ­κι­α­ρίων, ἤ­τοι κρα­τι­κῶν φο­ρο­ει­σπρα­κτό­ρων, ἀλ­λὰ καὶ ἐμ­πό­ρων ταυ­τό­χρο­να (Mavridis, D. G., 2013).

[20] Ὡς γνω­στὸν οἱ ἅ­γι­οι Κύριλ­λος καὶ Με­θόδι­ος δη­μι­ούρ­γησαν ἔ­να εἰ­δι­κό ἀ­λ­φάβη­το, τὸ «Γλα­γο­λι­τι­κό», πά­νω στό ὁ­ποῖ­ο βα­σί­ζε­ται καὶ τὸ λε­γό­με­νο «Κυ­ριλ­λι­κό» ἀλ­φά­βη­το, πρὸς τι­μὴν τοῦ ἁ­γί­ου Κυ­ρίλ­λου.

[21] Οἱ ἱ­ε­ρα­πό­στο­λοι ἀ­δελ­φοὶ ἀ­ναγ­κά­στη­καν ἀ­πὸ τὸν Πά­πα Ἀ­δριαvό τόν Β’ νά προ­σέλ­θουν στήν Ῥώ­μη γι­ά νά ἀ­πο­λο­γη­θοὺν γιά τήν πα­ρα­βίαση τοῦ «τρι­γλωσ­σι­κο δόγ­ματος», ὅ­τι δηλαδή ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­α μπο­ρεῖ νά τε­λεῖ­ται μό­νο στήν Ἑ­βρα­ϊ­κή, τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ καὶ τήν Λα­τι­νι­κή γλῶσ­σα, κά­τι ποῦ στην ὀρ­θο­δο­ξί­α εἶ­ναι ἀ­πα­ρά­δε­κτο.

[22]http://www.synaxarion.gr/gr/sid/3107/sxsaintinfo.aspx

[23]http://www.saint.gr/3802/saint.aspx, 2.2.2013

[24]Βλέπε Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου, «Συ­να­ξα­ρι­στὴς τῶν δώ­δε­κα μη­νῶν τοῦ ἐ­νι­αυ­τοῦ», Τό­μος Α’, Ἐκ­δό­σεις Δο­μός, 2005, (http://www.agiooros.net/), ἀλ­λὰ καὶ «Νέ­ος Συ­να­ξα­ρι­στής», τό­μος, ἕ­βδο­μος, 2006, σ. 123-125

[25]http://www.synaxarion.gr/gr/sid/3107/sxsaintinfo.aspx

[26] Νι­κήτα τοῦ Πα­φλα­γό­νος, Τὰ εὑ­ρι­σκό­με­να πάν­τα, P. G. 105, tomusunicus, 1862

[27] Μο­νὴ Στου­δί­ου ἢ τῶν «ἀ­κοι­μή­των μο­να­χῶν, 1877, ImrahorCâmîi

[28]Βλέπε Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου Ἁ­γι­ο­ρεί­του, «Συ­να­ξα­ρι­στὴς», Τό­μος Α’, Ἐκ­δό­σεις Δο­μός, 2005, (http://www.agiooros.net/forum/)

[29] Προ­φα­νῶς ἡ ἀρ­χαί­α Βῶνα τοῦ Πόν­του μέ τὴν Βό­ω­να Ἄ­κρα (Cam burnu),με­τὰ την Ἰ­α­σώνει­ο Ἀ­κρα (Yasun Burnu), βλέ­πε Καλεν­τε­ρί­δης Σάβ­βας, «Ἀ­να­το­λι­κὸς Πόν­τος», Ἰν­φο­γνώ­μων, 2006, σ. 114-115

[30]Βλέπε Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου Ἁ­γι­ο­ρεί­του, «Συ­να­ξα­ρι­στὴς», Τό­μος Α’, Ἐκ­δό­σεις Δο­μός, 2005, (http://www.agiooros.net/forum/viewtopic.php?t=14201)

[31]Ὅ­ρα σ. 674, 679, 697 τῆς «Δω­δε­κα­βί­βλου», Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου Ἁ­γι­ο­ρεί­του, «Συ­να­ξα­ρι­στὴς τῶν δώ­δε­κα μη­νῶν τοῦ ἐ­νι­αυ­του», Τό­μος Α, Ἐκ­δό­σεις Δομός, 2005, (http://www.agiooros.net/forum/

[32]Ἀν­δρεάδης, 1992, Ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Δη­μο­σί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας, σ. 670

[33] «Ὁ δὲἀ­με­ρού­μνης ἀ­πελ­θὼν με­τὰ δυ­νά­με­ως πολ­λῆς, πε­ρι­ε­χα­ρά­κω­σε τὸἈ­μό­ρι­ον καὶ πο­λέ­μους πολ­λοὺς ποι­ή­σας, οὐκ ἴ­σχυ­σεν αὐ­τὸἐκ­πορ­θῆ­σαι, γεν­ναί­ως καὶ στα­θε­ρῶς ἀ­γω­νι­ζο­μέ­νων τῶν ἒν­δο­θεν· μα­θη­τὴς δέ τις Λέ­ον­τος τοῦ φι­λο­σό­φου ἢν ἐν τῷ κά­στρῳ καὶ βου­λη­θέν­τος ὑ­πο­χω­ρή­σαι τοῦἀ­με­ρού­μνη, δι­ά τι­νός ἐ­μή­νυ­σεν αὐ­τῷὁἀ­στρο­νό­μος, ὅ­τι «εἰ προ­σκαρ­τε­ρή­σεις δύ­ο ἡ­μέ­ρας τῷ κά­στρῳ, ἐκ­πορ­θή­σεις ἠ­μᾶς», ὁ καὶ γέ­γο­νε· προ­ε­δό­θη γὰρ ὑ­πό τε τοῦ λε­γο­μέ­νου Βοι­δίτ­ζη καὶ τοῦ Μα­νι­κο­φά­γου· κα­τε­σχέ­θη­σαν δὲ τῶν ὀ­νο­μα­στῶν ἄν­δρες οὐκ ἀ­γε­νεῖς ἀ­πελ­θόν­τες ἐν Συ­ρί­ᾳ αἰχ­μά­λω­τοι, Θε­ο­φί­λος ὁ πα­τρί­κι­ος, καὶ στρα­τη­γοῖὅ τε Με­λισ­ση­νὸς καὶἈ­έ­τι­ος καὶ Θε­όδω­ρος, πρω­το­σπα­θά­ρι­ος εὐ­νοῦ­χος ὁ Κρα­τε­ρός, καὶ Κάλ­λι­στος τουρ­μάρ­χης καὶ Κων­σταν­τῖ­νος δρουγ­γά­ρι­ος καὶ Βα­σό­ης ὁ δρο­μεὺς καὶἄλ­λοι πολ­λοὶ καὶἄρ­χον­τες τῶν ταγ­μά­των, οἱ πα­ρὰ τοῦ πρω­το­συμ­βού­λου ἀ­ναγ­κα­σθέν­τες ἀρ­νή­σα­σθαι τὴν αὐ­τῶν πί­στιν καὶ τοῦ­το μὴ πει­σθέν­τες, ξί­φει τὰς κε­φα­λὰς ἀ­πε­τμή­θη­σαν, ἀν­τὶ τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς τὴν αἰ­ώ­νι­ον ἀν­ταλ­λα­ξά­με­νοι.» (GeorgiiMonachi, DictiHamartoli, «Chronica», Γεώργιος Μοναχός, «Χρονικόν», σ. 712)

[34]Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ Βι­βλι­ο­θή­κη «ΦΩΣ», 1991, σ. 43

[35]http://www.synaxarion.gr/

[36] Ἡ εἰ­κό­να εἶ­ναι μί­α ἀ­πό τίς 574 μι­κρο­γρα­φίες τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Σκυ­λίτ­ζη (http://www.saint.gr/ 2.2.2013)

[37] Βλέπε Reynolds, L.D. & Wilson, N. G. (2001), «Ἀν­τι­γρα­φεῖς καὶ Φι­λό­λο­γοι, Τ­στο­ρι­κό πα­ράδο­σης τν κλασ­σι­κν κει­μέ­νων», Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀ­θῆ­να, σ. 76

[38]Πε­ρὶ Πα­νε­πι­στη­μίων / βι­βλι­ο­θη­κῶν βλέ­πε Ἀν­δρε­ά­δης,1992, σσ. 582, 586

[39] Γιά περισσότερες πληροφορίες βλέπε τό ἐξαιρετικό βιβλίο: Reynolds, L.D. & Wilson, N. G. (2001), «Ἀν­τι­γρα­φεῖς καὶ Φι­λό­λο­γοι, Τ­στο­ρι­κό τς πα­ράδο­σης τν κλασ­σι­κν κει­μέ­νων».

[40] Βλέπε http://en.wikipedia.org/wiki/Medieval_university

[41] Γιά τήν μονή Στουδίου βλέπε Reynolds, L.D. & Wilson, N. G. (2001), σ. 78

[42] Προ­λύ­ται κα­τὰ τὸν Κου­μα­νού­δη εἶ­ναι: «ο πεν­τα­ε­τί­αν ­λην τν νο­μι­κν μα­θη­μά­των δι­α­κού­σαν­τες κα­πο­λυ­θέν­τες». Συ­νε­χί­ζον­τας ἀ­να­φέ­ρει, ὅ­τι δέν σχε­τίζον­ται μὲ τὸ proletarius (proles = χυ­δα­ος) κα­θὼς αὐ­τοὶἦ­σαν «ο τς ­κτης κλά­σε­ως, ε­τε συμ­μο­ρί­ας τν ω­μαί­ων, ο σχε­δν ­πο­ροι καὶ μό­ν τ τε­κνο­γο­νί­ τν πό­λιν α­ξον­τες» («Λεξικόν Λατινοελληνικόν», σ. 224).

[43]Βλέπε http://www.impantokratoros.gr/D2B911EF.print.el.aspx

[44] Βλέπε http://www.impantokratoros.gr/D2B911EF.print.el.aspx

[45] Βλέπε http://www.impantokratoros.gr/D2B911EF.print.el.aspx

[46]Ἀν­δρε­ά­δης, Α., 1992, «Ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Δη­μο­σί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας», ΤόμοςΒ’, Παπαδήμας, Ἀ­θῆ­να, σ. 587

[47] Kurtz, Εd., (1898), «Zwei griechische Texte über die Hl. Theofano, die Gemahlin Kaisers Leo VI», Mémoires de l’ Académie Impériale des Sciences de St. – Petersbourg, VIIIe serie, Classe Historico-Philologique, Volume III. No 2, St. – Petersbourg, σ. 2,10-12, ἀπό: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/

[48]ΒλέπεΚurtz, Ed. (1898), σ. 2, ἀπό: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/

[49]ΒλέπεΚurtz, Ed. (1898), σ. 3, ἀπό: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/

[50] Βλέ­πε «ΜΗΝΑΙΟΝ Δε­κεμ­βρί­ου», σ. 213, 214

[51] Βλέ­πε «ΜΗΝΑΙΟΝ Δε­κεμ­βρί­ου», σ. 214

[52] Βλέ­πε «ΜΗΝΑΙΟΝ Δε­κεμ­βρί­ου», σ. 214

[53] Βλέ­πε «ΜΗΝΑΙΟΝ Δε­κεμ­βρί­ου», σ. 213, 214

[54]Πηγή: http://www.saint.gr/3274/saint.aspx

 

1 comment

ΓΕΩΡΓΙΟΣ 14 November 2014 at 14:05

Χαίρετε. συγγνώμη, όλο αυτό το κατεβατό, ποιός το διαβάζει;

Reply

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.