Δημήτριος Γ. Μαυρίδης,
Καθηγητής Τ.Ε.Ι.
Στό διάστημα τῶν 103 (827 – 930 μ. Χ.) περίπου ἐτῶν τῆς ἐπιγείου ζωῆς τῆς ὁσίας Εἰρήνης, στήν Ἀνατολικὴ Ῥωμαΐκή Αὐτοκρατορία («Βυζάντιο») κυριάρχησαν οὐσιαστικά δύο δυναστεῖες, ἡ Δυναστεία τοῦ Ἀμορίου («Ἀμοραίου») γιά 47 ἔτη (820 – 867) καὶ ἡ Μακεδονικὴ Δυναστεία γιά 190 περίπου ἔτη (867 – 1057).
ΗΑΝΑΤΟΛΙΚΗΡΩΜΑΙΚΗΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (ΒΥΖΑΝΤΙΟ)
ΣΤΗΝΑΚΜΗΤΗΣ
Πηγή: Ἑγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ (2007), ΤόμοςΒ’, σ. 62
Πρίν τίς δύο αὐτὲς δυναστεῖες ἡ Δυναστεία τῶν Ἰσαύρων ἢ Συριακὴ δυναστεία κυβέρνησε τὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία γιὰ 85 χρόνια (717-802) καὶ ἰδρυτὴς καὶ γενάρχης της ἤταν ὁ αὐτοκράτορας Λέων Γ’ ὁ Ἴσαυρος (717-741).
Ἀκολούθησε ὁ γυιόςτουΚωνσταντῖνοςΕ’ ὁ Κοπρώνυμος ἢ Καβαλλῖνος (741-775), μετὰ ὁ Ἀρτάβασδος, ὁ σφετεριστὴς (741-743). Κατόπιν κυβέρνησε ὁ Λέων Δ’ ὁ Χάζαρος, ὁ γυιός τῆς Χαζάρας Σισσάκ («ἄνθος, λουλούδι») ἢ Εἰρήνης (775-780) καί τοῦ Κωνσταντίνου Ε’ Κοπρωνύμου.
Μετὰ κυβέρνησεἡ ΕἰρήνηἡἈθηναία (ἀπότό 752 μέχρι 09.08.803), ὡς σύζυγοςτοῦ ΛέονταΔ’, μέκαταγωγή ἀπότήνγεννιάτῶνΣαρανταπήχωντῆς Ἀθήνας, ἀρχικά ὡς συμβασίλισσαμέτὸν γυιότηςΚωνσταντῖνο ΣΤ’ (780-790), κατόπιν ὁ Κωνσταντῖνος ΣΤ’ ὡς μονοκράτωρ (790-797) καὶ τέλος πάλι ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία ὡς μονοκράτορας (797- 802).
Μετὰ τὸ τέλος τῆς δυναστείας τῶν Ἰσαύρων καὶ πρὶν τὴν δυναστεία τοῦ Ἀμορίου («Ἀμοραίων») ὑπῆρξε μία παρεμβολή 18 ἐτῶν, ὅπου ἡ μία «βασιλεία» διαδέχεται τὴν ἄλλη. Ἔτσι ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία ἐξορίζεται μὲ συνωμοσία στήν νῆσο Λέσβο, ὅπου καὶ πεθαίνει τὸ 803 καὶ νέος αὐτοκράτωρ στέφεται ὁ Νικηφόρος Α’ (802-811).
Τὸν διαδέχεται ὁ γυιός του Σταυράκιος Α’, ἕως τίς 2 Ὀκτωβρίου τοῦ 811, μετά ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του Νικηφόρου Α’, στίς 26 Ἰουλίου, σὲ μάχη μὲ τὸν Κροῦμο, τόν Ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων. Φοβούμενοι τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἀνόδου τῆς Θεοφανοῦς (συζύγου τοῦ Σταυρακίου) στό θρόνο, ὁ Πατριάρχης Νικηφόρος, ὁ μάγιστρος Θεόκτιστος καὶ ὁ δομέστικος Στέφανος συμφιλιώθηκαν καὶ συμφώνησαν νά ἀναγορεύσουν αὐτοκράτορα τὸν Μιχαὴλ Α΄ Ῥαγκαβέ, στίς 2 Ὀκτωβρίου τοῦ 811.
Ἡ δυναστεία τοῦ Ῥαγκαβέ διαρκεῖ μόλις δύο ἔτη, ἀπὸ τὸ 811 μέχρι τὸ 813, καθὼς τὸν διαδέχεται, στίς 11 Ἰουλίου τοῦ 813, ὁ Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος, ὡς νέος αὐτοκράτωρ Βυζαντίου, ἐνῶ ὁ Κροῦμος ἤταν ἤδη «ante portas», πρὸ τῆς Κωνσταντινούπολης δηλαδή.
Τὸ ἔτος 820 καὶ ἀνήμερα Χριστουγέννων δολοφονεῖται ὁ Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος καὶ νέος αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου στέφεται ὁ Μιχαὴλ Β΄ὁ Τραυλός, ἢ Ψελλὸς (820-829), ὁ ἰδρυτὴς τῆς Δυναστείας τοῦ Ἀμορίου («Φρυγικῆς Δυναστείας»).
Ἔτσι ὁ Φρυγικός οἶκος τοῦ Ἀμορίου («Ἀμοραίων») ξεκίνησε τὸ 820 μ. Χ. μὲ πρῶτο τὸν Μιχαὴλ Β’ Τραυλὸ (820-829), τόν εἰκονομάχο καὶ συνέχισε μὲ τόν γυιό του τὸν Θεόφιλο Α’, τόν ἐπίσης εἰκονομάχο, ἕως τὸ 842 (829-842).
Μὲ τὸν θάνατο τοῦ Θεοφίλου τὸ 842 ξεκινάει ἡ συμβασιλεία τῆς βασιλομήτορος ἁγίας Θεοδώρας τῆς Αὐγούστας, μὲ τὸν ἀνήλικο γυιὸ της τόν Μιχαὴλ Γ’ καὶ τυπικὰ τουλάχιστον καὶ μὲ τὴν ἀδελφὴ του Θέκλα ἕως τὸ 856[1].
Ἀπὸ τὸ 856 ἕως τὸ 867 ὁΜιχαὴλ Γ’ κυβερνᾶ μόνος του, ἐνῶἀπὸ τὸ 866 ἀνακυρήττει τὸν παρακοιμώμενο Βασίλειο (τὸν μετέπειτα Βασίλειο Α’ τὸν Μακεδόνα) ὡς συμβασιλέα του[2]. Ἔτσι οὐσιαστικὰὁ οἶκος τοῦἈμορίου εἶχε τέσσερεις «βασιλεῖες».
Μὲ δέ τὸν Βασίλειο Α’ τὸν Μακεδόνα (867-886) ξεκινάει ἡ γνωστή «Μακεδονικὴ Δυναστεία» καὶ συνεχίζεται μὲ τὸν γυιό του[3], τὸν Λέοντα ΣΤ’ τὸν Σοφό (886-912).
ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Πηγή: www.hellinon.net
Ὁ ἑπόμενος αὐτοκράτορας εἶναι ὁ βραχύβιος Ἀλέξανδρος τοῦ Βυζαντίου (912-913), τὸν ὁποῖο διαδέχεται γιά 46 συναπτὰ ἔτη (913-959) ὁ Κωνσταντῖνος Ζ’ ὁ Πορφυρογέννητος[4], ἔχοντας ἀπὸ τὸ 920 ἕως τὸ 944 συμβασιλέα τὸν πεθερό του, τὸν ἰκανὸ καὶ δραστήριο ναύαρχο, τὸν Ῥωμανὸ Λακαπηνό (919-944).
Ἀκολουθεῖ ὁ γυιός τοῦ Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογεννήτου, ὁ Ῥωμανὸς Β’, γιά τὰ τέσσερα ἑπόμενα ἔτη (959-963), ἀφήνοντας μετὰ τὸ θάνατο του, τήν χήρα του Θεοφανώ μέ τέσσερα ἀνήλικα παιδιά, τὸν Βασίλειο[5], τὸν Κωνσταντίνο[6], τὴν Θεοφανώ καὶ τὴν Ἄννα.
Ἡ χήρα τοῦ Ῥωμανοῦ Β’, ἡ Θεοφανώ, παντρεύτηκε τὸν ἰκανὸ στρατηγό Νικηφόρο Φωκᾶ, τὸν γνωστό γιά τὶς νίκες του ἐναντίον τῶν Σαρακηνῶν τῆς Κρήτης καὶ ἔτσι ἐγινε αὐτοκράτωρ ὁ Νικηφόρος Β’ Φωκᾶς γιά τά ἐπόμενα 6 ἔτη (963-969).
Ὁ Νικηφόρος Β’ Φωκᾶς, δολοφονεῖται ἀπὸ τὸν ἀνεψιὸ του τὸν Ἰωάννη Κουρκούα, τόν γνωστό μέ τὸὄνομα Ἰωάννης Α’ Τσιμισκὴς, κατόπιν συνεννοήσεως μέ τὴν χήρα τοῦ Ῥωμανοῦ Β’, τήν αὐτοκράτειρα Θεοφανώ.
Μπῆκε νύχτα στά ἀνάκτορα καὶ σκότωσε, τόν θεῖο του, τὸν αὐτοκράτορα Νικηφόρο Β’ Φωκὰ, στο δωμάτιο του, τὴν ὥρα ποῦ κοιμόταν καὶ ἔτσι ἐγινε ὁ Ἰωάννης Α’ Τσιμισκῆς αὐτοκράτωρ γιά τὰ ἑπόμενα 7 ἔτη (969-976).
Ὁ ἑπόμενος αὐτοκράτορας καί ὁ σπουδαιώτερος τῆς δυναστείας του εἶναι ὁ Βασίλειος Β’ ὁ Βουλγαροκτόνος. Εἶναι ἔνας ἀπὸ τοὺς σημαντικώτερους αὐτοκράτορες τῆς χιλιόχρονης αὐτοκρατορίας. Κυβέρνησε γιά σχεδὸν μισό αἰῶνα (976-1025) τὴν αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του εἶδε μεγάλες δόξες σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα.
Ο ΜΙΧΑΗΛ Γ’ΑΝΑΚΥΡΗΣΣΕΙ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΣΥΜΒΑΣΙΛΕΑ
Πηγή: en–wikipedia.org
Μετὰ τὸν Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο ἀρχιζει ἡ σταδιακὴ «κατάῤῥευση» τῆς αὐτοκρατορίας. Ἀπὸ τὸ 1025 ἕως τό 1028 αὐτοκράτωρ εἶναι ὁ ἀδελφός του, ὁ Κωνσταντῖνος Η’.
Ἀπὸ τὸ 1028 μέχρι τὸ 1050, ἡ Ζωὴ Β’, ἡ κόρη τοῦ Κωνσταντίνου Η’, εἶναι συμβασίλισσα μέ τοὺς ἑκάστοτε διαδοχικοὺς συζύγους της, ἀρχῆς γενομένης μέ τὸν γηραιὸ συγκλητικὸ Ῥωμανὸ Γ’ Ἀργυρὸ (1028-1034).
Ἡ Ζωὴ Β’ ἀφοῦ φρόντισε γιά τὴν δολοφονία τοῦ 56χρονου συζύγου της, πῆρε ὡς νέο σύζυγο καὶ αὐτοκράτορα τὸν Μιχαὴλ Δ’ τὸν Παφλαγόνα (1034-1041). Αὐτὸν τὸν διαδέχθηκε ὁ ἀνεψιός του Μιχαήλ Ε’ ὁ Καλαφάτης (1041-1042), ὁ ὁποῖος τυφλώθηκε καὶ ἐκθρονίσθηκε.
Ὁ τρίτος σύζυγος τῆς Ζωῆς καί ἑπόμενος αὐτοκράτορας εἶναι ὁ Κωνσταντῖνος Θ’ ὁ Μονομάχος (1042-1055) καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μονομάχου καὶ ἀφοῦ νωρίτερα ἀπεβίωσε ἡ Ζωὴ Β’, ἡ ἀδελφὴ της Θεοδώρα Α’ ἔγινε γιά δεύτερη φορὰ ἀπόλυτη βασίλισσα, ἦταν δὲ ἡ πρώτη γυναίκα αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου (1055-1056), καθὼς ὅλες οἱ ἄλλες ἦταν σύζυγοι ἢ μητέρες αὐτοκρατόρων.
Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατο της ἡ Θεοδώρα ἐξέλεξε γιά διάδοχό της τὸν Μιχαὴλ ΣΤ’ τὸν Στρατιωτικὸ (1056-1057). Ἔτσι μέ τὴν Θεοδώρα Α’ ἐξέλιπε καί τὸ τελευταίο μέλος τῆς Μακεδονικῆς δυναστείας, ἡ ὁποία κατέγραψε συνολικά 15 «βασιλεῖες» στά 190 περίπου ἔτη τῆς κυριαρχίας της.
Ἀκολούθωςἀναγράφονται συνοπτικά μερικὰἀπὸ τά σημαντικώτεραγεγονότατοῦ«αἰῶνα» τῆςὁσίας μητρός ἡμῶν Εἰρήνης:
805: Ή ἁγίαΚασσιανή ἢ Κασσία, ἢ Εἰκασία, ἢ Ἰκασία (μεταξὺ 805 καὶ 810 – πρὶντὸ 865) ἤτανβυζαντινὴἡγουμένη, ποιήτρια, συνθέτριακαὶὑμνογράφος, στήνὁποίακαίἀποδίδεταιτὸψαλλόμενοτὴνΜεγάληΤρίτητροπάριο:
«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρον σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει· «οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας· δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῆι ἀφράστωι σου κενώσει· καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῶι παραδείσωι Εὔα τὸ δειλινὸν κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα τῶι φόβωι ἐκρύβη· ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα σωτήρ μου; μή μέ τὴν σὴν δούλην παρίδηις ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.»[7]
Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο της καλύπτεται ἀπὸ μία ἀσάφεια. Τὸ ὄνομα της ἀπαντᾶται στίς πηγὲς μέ τίς τέσσερις προηγούμενες παραλλαγές του. Τὸ πρῶτο (Κασσιανή), προέκυψε ἐπειδὴ ἴσως τὸ ὄνομα της δέν ἤταν συνηθισμένο καὶ τῆς δόθηκε ὄνομα καλογερικό, δηλαδὴ τήν θηλυκή μορφή τοῦ γνωστοῦ καλογερικοὺ ὀνόματος Κασσιανός[8].
Τό δεύτερο (Κασσία) χρησιμοποιεῖται ἀπό τήν ἴδια στήν ἀκροστιχίδα τοῦ μοναδικοῦ σῳζόμενου κανόνα της. Τέλος οἱ δύο τελευταῖες παραλλαγές, (Εἰκασία ἤ Ἰκασία), προέκυψαν ἀπό τό λάθος ἑνός ἀντιγραφέα ποῦ προσέθεσε τὸ γράμμα «Ι».
Πρῶτος βυζαντινός χρονογράφος ὁ ὁποῖος παρέχει στοιχεῖα περί τῆς ζωῆς τῆς Κασσιανῆς εἶναι ὁ Συμεών ὁ Μάγιστρος, τόν ὁποῖο καί ἀκολουθοῦν πολλοί ἄλλοι μεταξύ δέ αὐτῶν ὁ Λέων ὁ Γραμματικός καί ὁ Ἰωάννης Ζωναρᾶς.
Ἡ ἁγία Κασσιανή εἶναι μία ἀπό τούς πρώτους μεσαιωνικούς συνθέτες τά ἔργα τῶν ὁποίων σῴζονται ἀλλά καὶ μποροῦν νὰ ἑρμηνευτοῦν ἀπό συγχρόνους εἰδικούς καί μουσικούς. Περίπου 50 ἀπό τούς ὕμνους ἔχουν διασωθεῖ καί 23 ἀπό αὐτούς περιλαμβάνονται στά λειτουργικά βιβλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ὁ ἀκριβὴς ἀριθμός τους εἶναι ἐξαιρετικὰ δυσχερές νά προσδιοριστεῖ, καθὼς πολλοὶ ὕμνοι, σὲ διάφορα χειρόγραφα, ἀποδίδονται σὲ διαφορετικὰ πρόσωπα, ἐνῶ συχνὰ δὲ σῴζεται τὸ ὄνομα τοῦ ὑμνογράφου. Ἐπιπλέον, σῴζονται 789 μὴ λειτουργικοὶ της στίχοι.
Πρόκειται κυρίως γιά «γνωμικά», ὅπως γιά παράδειγμα τὸ παρακάτω: «Ἀπεχθάνομαι τὸν πλούσιο ἄντρα ὁ ὁποῖος γκρινιάζει σὰν νὰ ἤταν φτωχός.»[9]
Τὰ δέ σχετικά μέ τὴν ἁγία Κασσιανὴ καί τόν Θεόφιλο ἀναφέρει καί ὁ Μαρτίνος: «ἐκ γυναικὸς ἐῤῥύη τὰ φαῦλα» εἶπε ὁ Θεόφιλος γιά νά δοκιμάσει τὴν Κασσιανὴ καὶ ἔλαβε τὴν ἀποστομοτικὴ ἀπάντηση «ἀλλὰ καὶ τὰ κρείττω ἐκ γυναικὸς προῆλθεν», κάτι πού δέν τοῦ πολυάρεσε καὶ ἔτσι προτίμησε τὴν Θεοδώρα, τὴν μετέπειτα γνωστὴ ὡς Αὐγούστα καὶ ἁγία[10].
Πηγή: http://www.scribd.com/doc
Ἀργότερα, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοφίλου καὶ παρακινούμενη ἀπό τίς προτροπικές ἐπιστολές τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου (11.11.) ἡ ἁγία Κασσιανή ἔχτισε μοναστῆρι στόν λόφο τοῦ Ἑβδόμου («Ξηρόλοφος»), τὴν ἐπονομαζομένη «τὰ Κασσίας»[11].
Τέλος τὰ περὶ «πόρνης γυναικὸς» διαδιδόμενα φληναφήματα εἶναι παντελῶς ἀβάσιμα καὶ ἀπρεπῆ, εἶναι δέ καί ἄκρως προσβλητικά, εἴτε αὐτὰ λέγονται γιά τὴν ἁγία Κασσιανή, εἴτε γιά τὴν ἁγία Μαγδαληνή, διότι ἁπλὰ ποτέ τους δὲν ὑπῆρξαν πόρνες. Ἡ ἁγία Κασσιανὴ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ὀρθοδόξη Ἐκκλησία στίς 7 Σεπτεμβρίου.
806: Στήν Πόλη γεννιέται τό 706 ὁ ἅγιος Ταράσιος. Διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸ 784 ὡς τὸ 806 (25 Δεκεμβρίου 784 μέχρι 18 Φεβρουαρίου 806).
Ὁ πατέρας του Γεώργιος ἤταν πατρίκιος καὶἔπαρχος (praefectusurbi) τῆς Κωνσταντινούπολης, ἡ δὲ μητέρα του ὀνομαζόταν Ἐγκράτεια, ἐνῶὁἴδιος ὁ Ταράσιος ἀναδείχθηκε ὕπατος καὶ πρωτασηκρήτις. Ἀπὸ δέ τὴν οἰκογένεια τοῦ Ταρασίου καταγόταν καὶὁ μεταγενέστερος πατριάρχης Φώτιος (858-867, 877-887).
Χειροτονήθηκε κατευθεῖαν Πατριάρχης, ἀπὸ λαϊκὸς, ἀπὸ τὴν αὐτοκράτειρα Εἰρήνη τήν Άθηναία, χήρα (ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 780) τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντα Δ’ Χαζάρου, λαμβάνοντας καὶ τοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης.
Στή «Χρονογραφία» τοῦ ἁγίου Θεοφάνους τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀναφέρεται ὁ ἐνθρονιστήριος λόγος τοῦ Ταρασίου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο συνάγεται, ὅτι δέν ἀποδέχθηκε ἐξαρχῆς τὸ ἀξίωμα.
Τὸ ἔτος 787 διηύθυνε τίς ἐργασίες τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ ὁποία ἀναστήλωσε τίς ᾶγιες εἰκόνες (23 Ὀκτωβρίου τοῦ 787). Στίς 25 Φεβρουρίου τοῦ 806 συνέβη ἡ κοίμησις τοῦ ἁγίου Ταρασίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, κατὰ τὴν ὁποία καί τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
«Χαίρων γεραίρω Ταράσιον τὸν μέγαν.»
«ἌκλειστοςὅρμοςΤαράσιονλαμβάνει,
Κόσμουταραχῆςκαὶζάληςσεσωσμένον,
ΕἰκαδιἐκταράχοιοΤαράσιοςἑπτατοπέμπτῃ[12].»
Ἀπολυτίκιον. Ἦχοςγ‘. Τὴνὡραιότητα.
«Βίουὀρθότητι, καλλωπιζόμενος, φωστὴρὑπέρλαμπρος, ὤφθηςτοῦ Πνεύματος, καὶτὴνΕἰκόνατοῦΧριστοῦ, ΣυνόδῳἐντῇἙβδόμῃ, προσκυνεῖνἐκήρυξας, ὀρθοδόξωςμακάριε, στῦλοςκαὶἑδραίωμα, Ἐκκλησίαςγενόμενος∙ διὸτοὺςσοῦςἀγῶναςγεραίρει, ΠάτερἹεράρχαΤαράσιε.»[13]
811: Γεννιέται ὁ Βασίλειος Α’ ὁ Μακεδών, στήν Χαριούπολη τῆς Μακεδονίας καὶ ἡ μητέρα του λεγόταν Παγκαλώ.
811: Φόνος τοῦ αὐτοκράτορα Νικηφόρου Α’ σὲ μάχη μὲ τὸν Κροῦμο Ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων. Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου στέφεται ὁ γυιός του Σταυράκιος Α’ γιά λίγους μόνο μῆνες.
811: ΜιχαήλΑ’ ΡαγκαβέςαὐτοκράτωρΒυζαντίου (811–813).
813: ΛέωνΕ’ ἈρμένιοςαὐτοκράτωρΒυζαντίου (813–820). ὉΚροῦμος («ante portas») πρότῆςΚωνσταντινούπολης.
815: Στὴν Ἔβισσα τῆς Παφλαγονίας γεννιέται ἡ ἁγία Θεοδώρα Αὐγούστα.
815: Γεννιέται ὁ Ἅγιος Μεθόδιος (Μιχαήλ), ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἁγίου Κυρίλλου (Κωνσταντῖνος), εἶς ἐκ τῶν Φωτιστῶν τῶν Σλάβων. Ὁ πατέρας τους Λέων ὑπηρετοῦσε στή Θεσσαλονίκη ὡς δρουγγάριος (χιλίαρχος) καὶ ἔπειτα προβιβάστηκε σὲ στρατηγό. Εἴχαν ἐφτὰ παιδιά, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ τελευταῖο, ὁ Κωνσταντῖνος, γεννήθηκε τὸ 827.
Ἀπὸ τὴν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα ὁ Μεθόδιος (Μιχαήλ) διορίστηκε διοικητὴς «Σκλαβηνίας», δηλαδὴ ἐπαρχίας τῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας ποῦ κατοικοῦνταν κατὰ πλειονότητα ἀπὸ σλαβικοὺς πληθυσμούς, ποῦ εἴχαν εἰσβάλει εἰρηνικὰ καὶ εἴχαν καταλάβει ἀραιοκατοικημένες περιοχές.
Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε συστηματικότερα στήν ἐκμάθηση τῆς σλαβικής γλώσσας, τῆς ὁποίας στοιχεῖα γνώριζε ἤδη ἀπὸ τοὺς σλαβικής καταγωγῆς ὑπηρέτες τῆς οἰκογένειας του.
Ὑπῆρξαν καὶ οἱ δύο φαινόμενα πολυγλωσσίας, ἰδίως ὁ Κύριλλος (Κωνσταντῖνος), ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γνώριζε τήν σλαβική, τήν συριακή, τὴν ἑβραϊκή, τήν σαμαρειτική, τὴν ἀραβική, τήν χαζαρικὴ (τουρκική), τήν λατινική, πιθανῶς ὅμως καὶ ἄλλες γλῶσσες.
Ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Γ’, τοῦ πρωθυπουργοῦ Καίσαρα Βάρδα καὶ τοῦ πατριάρχη Φωτίου, ὁ βυζαντινὸς ἑλληνισμὸς ἀνασυντάσσεται, ἀναδιοργανώνεται καὶ ἀναγεννιέται πνευματικὰ.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ ἡγεμόνας τῶν Χαζάρων ζήτησε τὴν ἀποστολὴ στή χώρα του ἱκανῶν πνευματικῶν διδασκάλων ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, γιά νά ἀποδείξει τὴν ὑπεροχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔναντι τῆς ἰουδαϊκῆς καὶ τῆς μωαμεθανικῆς θρησκείας, οὕτως ὥστε νά δεχτεῖ ὁ λαὸς του τήν νέα θρησκεία.
Στήν δέ Κωνσταντινούπολη ἰδρύθηκε εἰδικὸ κέντρο σλαβικῶν μελετῶν, στό ὁποῖο ἐκπαιδεύτηκαν ἱεραπόστολοι καὶ ἐκπολιτιστές. Προϊστάμενος τοῦ κέντρου ὁρίστηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Γ’ καὶ τὸν Φώτιο ὁ Κωνσταντῖνος (Κύριλλος), ὁ ὁποῖος στό ἐξῇς ἀνέλαβε καί τήν διοργάνωση κάθε διαφωτιστικῆς ἀποστολῆς.
Οἱ Χαζάροι διατηροῦσαν φιλικὲς σχέσεις μέ τό Βυζάντιο ἤδη ἀπὸ τὸν ἔβδομο αἰῶνα, ὁ δέ Ἰουστινιανὸς Β’ (685-695 καί 705-711)[14]παντρεύτηκε τήν ἀδελφή τοῦ Χαγάνου Ἰβουζὶρ, τήν Θεοδώρα, τῆς πρώτης ξένης αὐτοκράτειρας τοῦ Βυζαντίου.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ Ή ΝΕΑ ΡΩΜΗ [15]
Πηγή: Μαυρίδης, Δ. Γ. (1989-2013), Φωτογραφικό Ἀρχεῖο «Κωνσταντινούπολις»
Μετὰ δέ ἀπὸ λίγες δεκαετίες ἡ κόρη ἑνός ἄλλου Χαγάνου, ἡ Εἰρήνη (Σισσάκ ἤ Τσιτσάκ[16]), ἔγινε σύζυγος τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Ε’[17]. Ἤδη ὅμως μεταξὺ τοῦ λαοῦ εἶχε ἀρχίσει ἡ διάδοση τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καὶ τοῦ Μωαμεθανισμοῦ.
Ἔτσι λοιπὸν ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ὁ Μεθόδιος ἔφυγαν ἀπὸ τήν Χερσῶνα τῆς Κριμαίας μέ πλοῖο καὶ ἀποβιβάστηκαν στίς ἀνατολικὲς ἀκτὲς τοῦ Εὐξείνου Πόντου, στήν τότε πρωτεύουσα τῆς Χαζαρίας τήν Ἴτιλ.
ΚατὰδετὴνἐπιστροφὴτῶνδύοἱεραποστόλωνστήνΚωνσταντινούποληἀπὸτήνΧαζαρία, ὁαὐτοκράτοραςΜιχαὴλὁΓ’ καὶὁ πατριάρχηςΦώτιοςἔδειξανμεγάληἰκανοποίηση.
Τὸ 862 ὃἡγεμόναςτῆςΜοραβίαςῬοστισλάβοςἔστειλεστήνΚωνσταντινούπολη πρεσβείακαὶζήτησεἂνθρωπογιάνάδιδάξειτὸνΧριστιανισμὸστούςὑπηκόουςτου. Πρὶν ξεκινήσει ὁ Κωνσταντῖνος (Κύριλλος) γιά τὸμεγάλο ταξείδι, μετέφρασε τὰτέσσερα εὐαγγέλια, τὶς ἐπιστολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης, μία συλλογὴ πατερικῶν κειμένων, συνέγραψε ἐπίσης γραμματικὴκαὶσχετικές ὁμιλίες. Στήνδέ μετάφραση τῶν Εὐαγγελίων ὡς πρόλογο ἔβαλε τό ὲξῆς δικό του ποίημα:
«Στόμαμὴγευόμενονγλυκύτητος,
μεταβάλλειτὸνἄνθρωπονεἰςλίθον·
πολὺ περισσότερονψυχὴἐστερημένηγραμμάτων,
ἀποναρκοῦταιμέσαεἰςτὴνἀνθρωπίνηνὕπαρξιν.
Λαβόντεςλοιπὸναὐτὰὓπ’ ὄψιν, ἀδελφοί,
σᾶςφέρομενκατάλληλονσυμβουλήν,
ἡὁποίαἐλευθερώνειὅληντὴνοἰκουμένην,
ἀπὸτὴνκτηνώδηζωὴνκαὶτὰ πάθη.»[18]
Ἡἱεραποστολικήὁμάδα, μὲἀρχηγοὺςτὸνΚωνσταντίνοκαὶτὸνΜεθόδιο, ξεκίνησεγιάτήνΜοραβίατὴνἂνοιξητοῦ 863. ΜέλητηςἤτανκαὶὁΚλήμης, ὁΝαούμ, ὁἈγγελάριος, ὁΣάββαςκαὶμερικοὶἄλλοισυνεργάτες, οἱὁποῖοιἀργότεραδιακρίθηκανστόἀποστολικὸἔργο.
Κατὰ πᾶσα πιθανότηταἀκολούθησαντὸδρόμομέσῳτῆςΤραϊανουπόλεως, τῶνΦιλίππων, τῆςΘεσσαλονίκης, τῶνΣκοπίων, τῆςΝαϊσσού (Nis), τῆςΣιγγιδόνος (Βελιγραδίου), τοῦΣιρμίου (ΣίρμιοντῆςΚάτω Πανονίας, Sirmium, σημερινή Sremska Mitrovica, Σερβία) μέχριτὰσύνορατῆςΜοραβίας, στήν περιοχήτῆςσημερινῆςΜικουλτσίτσα, μετὰστὸΣτάρεΝέστο (Βέλεχραδ, χράδ, γραδ = ὀχυρό), ὅπουἤτανἀπὸ παλιότεραἐγκατεστημένοιοἱ πρῶτοιβυζαντινοὶἱεραπόστολοικαὶ πολλοὶἝλληνεςἔμποροι[19]. Λίγο πρὶν πεθάνει ὁ Κύριλλος, τό 869 καί σὲ ἡλικία 42 ἐτῶν, προσευχήθηκε λέγοντας:
«Κύριε Θεέ μου, σῦ ὅστις ἐδημιούργησες ὅλα τὰ ἀγγελικὰ τάγματα καὶ τὰς οὐρανίους δυνάμεις· σῦ ὅστις ἔτεινες τοὺς οὐρανούς, ἐθεμελίωσες τὴν γῆν καὶ ἔφερες πάντα τὰ ἐκ τοῦ μηδενὸς εἰς τὸ εἶναι· σῦ ὁ ἀκούων πάντοτε τοὺς ποιοῦντας τὸ θέλημά σου, τοὺς φοβουμένους σὲ καὶ τηροῦντας τὰς ἐντολάς σου, ἄκουσον τὴν προσευχήν μου καὶ φύλαξον τὸ πιστὸν ποίμνιον ἐπικεφαλῆς τοῦ ὁποίου ἐτοποθέτησες ἐμὲ τὸν δοῦλον σου, τὸν ἀνίκανον καὶ ἀνάξιον. Σῶσον αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀσεβῆ καὶ εἰδωλολατρικὴν κακότητα τῶν βλασφημούντων σέ. Κατάστρεψον τὴν αἵρεσιν τῶν τριῶν γλωσσῶν».
Ὁ Κύριλλος ἐτάφη μέ τιμὲς στόν προσωπικὸ τάφο τοῦ Πάπα Ἀδριαvοὺ Β’, δεξιὰ ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, ἐνῶ ἀργότερα μετακινήθηκε στή βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος στή Ῥώμη, ὅπου καὶ σήμερα φυλάσσονται τὰ λείψανα του. Ἀλλὰ τὸ ἔργο τοῦ ἄλλου ἀδελφοῦ, τοῦ Μεθοδίου, σταμάτησε ἐπίσης νωρίς.
Οἱ Γερμανοὶ (Φράγκοι) ἐκκλησιαστικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἄρχοντες δυσαρεστήθηκαν ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἱεραποστολικῆς δράσης τῶν δύο ἀδελφῶν. Αὐτὴ ἔδινε στίς σλαβικὲς Ἐκκλησίες ὄχι μόνο σλαβικὸ[20], ἀλλὰ καὶ ἑλληνικὸ χαρακτῆρα, πρὸς μεγάλη ἀπογοήτευση τοῦ λατινικοῦ κλήρου[21] καὶ ἔκλεινε τὸ δρόμο μίας νέας (ἔπι)στροφῆς πρὸς τήν Γερμανία.
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀκριβῶς ὁ Λουδοβίκος ὁ Γερμανικὸς εἶχε εἰσβάλλει στή Μοραβία καὶ τὴν ὑποτάξε καὶ πάλι. Ὁ δε Ῥοστισλάβος, ὁ ὁποῖος εἶχε καλέσει στήν χώρα του τοὺς Ἕλληνες ἱεραποστόλους, εἶχε ἐκθρονιστεῖ καὶ τυφλωθεῖ.
Ὁ Κότσελ(ὁ Σλοβενος ἡγεμόνας) ἄρχισε να φοβάται τὸ ἴδιο καὶ γιά τὸν ἑαυτὸ του. Γι’ αὐτό, ὅταν οἱ Γερμανοὶ κληρικοὶ τῆς Σλοβενίας συνέλαβαν τὸν Μεθόδιο καὶ τὸν ὁδήγησαν στήν Γερμανία, δέν ἀντέδρασε.
Ὁ Μεθόδιος ὀνόμασε τοὺς διῶκτες του «βαρβάρους» μπροστὰ στόν Λουδοβίκο Γερμανικὸ καί φυλακίστηκε στήν μονὴ Ἐλλβάγγεν (Ellwangen) τῆς Σουαβίας (Schwaben). Δέν τοῦ ἐπέτρεψαν καμιὰ ἐπικοινωνία μέ τὸν πάπα καὶ σκότωσαν τὸν ἀγγελιοφόρο του, τόν μοναχὸ Λάζαρο.
Οἱ δέ μαθητὲς του διέφυγαν στήν Μοραβία, τὴν Κροατία καὶ τήν Σερβία, ἐνῶ ἄλλοι παρέμειναν κρυφὰ στήν Σλοβενία. Ὁ Μεθόδιος ἀπεβίωσε στίς 6 Ἀπριλίου 885 ὡς ἐπίσκοπος Μοραβίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀποστόλων τὸν ζῆλον ἐπιδειξάμενοι, ἐπὶ τὰς χώρας τῶν Σλάβων Εὐαγγελίου τὸ φῶς, διηυγάσατε λαμπρῶς θείῳ κηρύγματι, Θεσσαλονίκης οἱ βλαστοί, καὶ ἀστέρες φαεινοί, Μεθόδιε σὺν Κυρίλλῳ, αὐτάδελφοι θεηγόροι, Ἐκκλησιῶν ἡ σεμνοπρέπεια. (11.5.)
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐξ εὐκλεοῦς ἀναβλαστήσαντες ῥίζης, καὶ ἐν ἁπάσῃ παιδευθέντες σοφίᾳ, Θεσσαλονίκης φοίνικες οἱ πάγκαρποι, ὁ θεόφρων Κύριλλος, καὶ Μεθόδιος ἅμα, ὤφθησαν ὁμότροποι, τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, καὶ τὰς τῶν Σλάβων χώρας ἀληθῶς, θεογνωσίας φωτὶ κατεφώτισαν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροιςαὐταδέλφωνἡξυνωρίς, Κύριλλετρισμάκαρ, καὶΜεθόδιεἱερέ, τῆςΘεσσαλονίκης, βλαστοὶοἱθεοφόροι, καὶφωτισταὶτῶνΣλάβωνοἱἐνθεώτατοι[22].
816: ὉἍγιος Ἰωσήφ ὁ ὑμνογράφος (μνήμη 3 Ἀπριλίου), γεννιέται στή Σικελία, στά δύσκολα χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας. Ὁ πατέρας του ὀνομάζονταν Πλωτῖνος καὶἡ μητέρα του, Ἀγαθὴ.Ὁ νεαρὸς Ἰωσήφ, ἐγκαταλείπει τήν γενέτειρα του μαζύ μέ τήν μητέρα του καὶἔρχεται στήν Πελοπόννησο, λόγῳ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Ἀγαρηνῶν. Ἀργότερα, τό 831 πηγαίνει στή Θεσσαλονίκη, ὅπου κείρεται μοναχός.
Στὴν Θεσσαλονίκη γνωρίζεται, μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Δεκαπολίτη (μνήμη 20 Νοεμβρίου) καὶ μαζύ του ταξειδεύει τό 840 γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἐκεῖ παρέμειναν κλεισμένοι στό Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἀντύπα γιὰ σχετικὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Ἀργότερα ἀναγκάστηκε ὅμως νά ἐγκαταλείψει τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔτσι τὸ ἔτος 841 μ.Χ. ξεκινᾶ γιά νὰ πάει στήν Ῥώμη.
Στὸ ταξίδι γιά τήν Ῥώμη συλλαμβάνεται ἀπὸ Κρῆτες πειρατές, οἱ ὁποῖοι τὸν ὁδηγοῦν στήν Κρήτη καὶ τὸν κλείνουν σὲ μία φυλακή. Ἐδῶ ἄρχισε νά διδάσκει, ὅλους τοὺς ἐπισκέπτες τῶν φυλακῶν.
Στήν φυλακὴ συναντιέται μέ κάποιον σεβάσμιον γέροντα, ὁ ὁποῖος τοῦ λεει: «Εἶμαι ἀπὸ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας <δηλαδὴ ὁ ἅγιος Νικόλαος> καὶ ἤλθα νά σοῦ δώσω αὐτὸ τὸ χαρτί, γιά νά τὸ διαβάσεις».
Μόλις πῆρε τὸ χαρτι ἄρχισε νά διαβάζει καὶ νά ψέλνει, ὅτι ἔβλεπε, δηλαδή. «Τάχυνον, ὁ οἰκτίρμων καὶ σπεῦσον, ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος». Τὴν ἑπομένη ἡμέρα ὁ ἀρχηγὸς τῆς εἰκονομαχίας Θεόφιλος Α’πεθαίνει καί τότε ὅλοι οἱ ἐξόριστοι, ἀνακλήθηκαν ἀπό τίς ἐξορίες τους.
Ἔτσι καί ὁ Ἅγιος Ἰωσήφ, ἀποφυλακίζεται καὶ ἐπιστρέφει στήν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 842 μ.Χ. Τὸ ἔτος 850 παίρνει μέρος στὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Βαρθολομαίου, τοῦ ὁποίου ναοῦ ἠταν κτήτωρ, μαζὺ μὲ τὸν ἃγιο Γρηγόριο Δεκαπολίτη.
Πρὸς τιμὴν δὲ τοῦ ἁγίου Βαρθολομαίου καί μέ θαυματουργὸ τρόπο συνέθεσε ἀσματικοὺς κανόνες καὶ τροπάρια γιὰ τὰ ἐπικείμενα ἐγκαίνια.
Τὸ 858 ἐξορίζεται στὴν Κριμαία ἀπὸ τὸν Καίσαρα Βάρδα καὶ ἐπιστρέφει τὸ 867 ἐπὶ τῆς δευτέρας πατριαρχίας τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου. Ἐκοιμήθη τὸ ἔτος 886 (03.04.) ἒν εἰρήνη, ὣς σκευοφύλαξ τῆς ἁγίας Σοφίας, ἐπί πατριάρχου Φωτίου.
«Ζῶντος Θεοῦ σὺ θεῖος ὑμνητὴς Πάτερ,
Ἐγὼ δὲ σοῦ θανόντος ὑμνητὴς νέος.»
ἈπολυτίκιονἸωσήφὙμνογράφουἮχοςγ’. Τὴνὡραιότητα.
«ΤὸδωδεκάχορδοντοῦΛόγουὄργανον, τὴν παναρμόνιονλύραντῆςχάριτος, τὸνὙμνογράφονἸωσὴφτιμήσωμενἐπαξίως, οὗτοςγὰρἀνύμνησε, μελιχροὶςμελωδήμασι, Πνεύματικινούμενος, τῶνἉγίων πᾶνσύστημα. Μεθ’ ὧνκαὶἱκετεύειἀπαύστως, δοῦναι ἡμῖν πταισμάτωνλύσιν.»[23]
818: Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στίς 12.03. τοῦ ἔτους 815 (ἢ 818), στόν τόπο της ἐξορίας του, στή Σαμοθράκη, ὁἃγιος Θεοφάνης ὁ Χρονογράφος. Γεννήθηκε τό 760 στήν Πόλη, ἐπὶΚωνσταντίνου Ε’ τοῦΚοπρωνύμου (741-775), ἀπὸ πλούσια καὶἀριστοκρατικὴ γεννιά, μένει δέ ὀρφανὸςἀπὸ πατέρα (Ἰσαὰκ) καὶ τὸν μεγαλώνει ἡ μητέρα του Θεοδότη.
Σὲἡλικία 12 ἐτῶν περίπου καὶ χωρὶς νά τὸ θέλει νυμφεύεται τήν σύζυγο του Μεγαλώ, τὴν μετέπειτα Εἰρήνη μοναχή, ζῶντας δέ γιά 8 χρόνια ἐν παρθενίᾳ, σὰν ἀδέλφια δηλαδή.
Ἀργότερα οἱ δύο σύζυγοι ἀποφάσισαν νά ἀφιερωθοὺν στόν Θεό καὶἔτσι ὁ Θεοφάνης γίνεται μοναχὸς στήν μονὴΠολυχρονίου τῆς Σιγριανῆς, κοντὰ στήν Κύζικο, στό Σίγρι τῆς Μυτιλήνης κατ’ ἄλλους, ὅπως π.χ. καὶ κατὰ τὸν Νικόδημο ἁγιορείτη:
«Σιγριανή, ἄλλοι μὲν λέγουσιν ὅτι εἶναι ἡἐν τῇ Μηδεία εὑρισκομένῃ. Ἄλλοι δὲ πιθανώτερον καὶὁμοιαληθέστερον λέγουσιν ὅτι εἶναι ἡἐν τῇ Μυτιλήνῃ εὑρισκομένῃ. Ἐν τῇ Μυτιλήνη γὰρ εὑρίσκεται κάβος καὶἀκρωτήριον, Σίγρι ὀνομαζόμενον, ἐν τῷἀκρωτηρίῳ δὲ τούτῳ εὑρίσκεται ὄρος. Ἐν δὲ τῷὄρει εὑρίσκεται Μοναστήριον Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, εἰς τὸὁποῖον ἔγινε Μοναχὸς ὁἍγιος οὗτος Θεοφάνης.»
«Καὶὅτι ἐπιστρέφων εἰς τὸν Ὄλυμπον, ἐπέρασεν ἀπὸ τὴν νῆσον Θάσον, καὶ διὰ προσευχῆς του ἐδίωξε τὰἐν αὐτῇ κατοικοῦντα ὀφίδια. Ὅθεν πιθανώτερον εἶναι ὅτι ἡ Σιγριανὴ εὑρίσκετο εἰς τὴν Μυτιλήνην παρὰ εἰς τὴν Μήδειαν»[24].
Τὸ ἔτος 787 μ. Χ. παίρνει μέρος στίς ἐργασίες τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, στό Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ κατόπιν αἲτησης τοῦ ἁγίου Ταρασίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Στή Σύνοδο αὐτὴ ἀποφασίσθηκε ἡ ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων καὶ ἡ καταδίκη τῆς Εἰκονομαχίας ἐπί Εἰρήνης Ἀθηναίας. Ἐπὶ δὲ Λέοντός Ε’ τοῦ Ἀρμενίου (813-820) καί μέ τὴν ἐπανενάρξη τῶν εἰκονομαχικῶν διώξεων, ὁ Ἅγιος Θεοφάνης κλείσθηκε στή φυλακὴ γιά δύο χρόνια ὡς ἀμετακίνητος εἰκονολάτρης καί κατόπιν ἐξορίσθηκε στήν Σαμοθράκη.
Ἡ δὲ γνωστὴ «Χρονογραφία» τοῦ ἁγίου Θεοφάνη εἶναι ἡ ἐξιστόρηση τῶν ἱστορικῶν γεγονότων ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Διοκλητιανοῦ ὡς τὸ δεύτερο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Μιχαὴλ Β’ Τραυλοῦ, πατρὸς τοῦ Θεοφίλου Α’ (820-829), καὶ συζύγου τῆς ἁγίας Θεοδώρας τῆς Αὐγούστας, δηλαδή ἀπό τό 285 μέχρι τό 821 μ. Χ.
«Θεόφανες, φάνηθι πιστοῖς προστάτης,
Τιμῶσι πιστῶςσὸνμετ’ εἰρήνηςτέλος,
ΔωδεκάτῃφθινύθοντοςἀπῆρεβίουΘεοφάνης.»
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καί σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεόφανες σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν (12.03.)
Μεγαλυνάριον
Τῆςθεοφανείαςτῆςμυστικῆς, βίῳὑπερτέρῳ, θησαυρίσαςτὴνμετοχήν, θέσειἐθεώθης, Θεόφανεςθεόφρον, καὶὤφθηςἘκκλησίας, στῦλοςθεόφωτος.[25]
820: Ἀνήμερα Χριστουγέννων δολοφονία Λέοντος Ε’ Ἀρμενίου ὑπὸ Μιχαήλ Β’ Τραυλοῦ καὶ ἀνάῤῥησις αὐτοῦ στόν θρόνο. Ὁ Θεοφάνης στην «Χρονογραφία» του ἀναφέρει, ὅτι “εἰ καὶ ἀλάστορα, ἀλλ’ οὖν ἐπιμελητὴν τῶν κοινῶν ἡ πόλις ἄνδρα ἀπώλεσεν“. Ἤταν δηλαδή καταστροφέας μέν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τὸ κράτος ἔχασε ἕνα ἄξιο κυβερνήτη.
820: Ὁ Μιχαὴλ Β΄ ὁ Τραυλός, ἢ Ψελλός στέφεται αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου (820-829) καὶ εἶναι ὁ ἰδρυτὴς τῆς δυναστείας τοῦ Ἀμορίου (ἢ Φρυγικὴς δυναστείας).
820: Γέννηση ἁγίου Φωτίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Σέργιος, καὶἡ μητέρα του Εἰρήνη. Ὁἀδελφὸς τῆς μητέρας του εἶχε παντρευτεῖ τὴν ἀδελφὴ τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας Αὐγούστας, ἐνῶὁ πατέρας του, ἤταν ἀδελφὸς τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Ταρασίου († 806). Ὁ Νικήτας ὁ Παφλαγόνας λέγει χαρακτηριστικὰ γιά τὸν ἅγιο Φώτιο:
«Πάντα γὰρ συνέτρεχεν ἐπ’ αὐτῷ, ἡἐπιτηδειότης τῆς φύσεως, ἡ σπουδή, ὁ πλοῦτος, δι’ ὃν καὶ βίβλος ἐπ’ αὐτὸν ἔῤῥει πᾶσα».[26]
826: Τό 759 γεννήθηκε στήν Πόλη ὁἍγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ δὲἀδελφὸς του Ἰωσήφ, ὁμετέπειτα ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, τὸ 761. Ὁ πατέρας τους Φωτεινὸς ἤταν ταμίας τοῦ κράτους (αὐτοκρατοτικὸς θησαροφύλαξ), ἡ δὲ μητέρα τους Θεοκτίστῃἤταν εὐσεβὴς καὶ «σπάνια» γυναῖκα.
Ὁἴδιος ὁἅγιος Θεόδωρος τὴν χαρακτηρίζει ὡς «διμήτηρ», δηλαδὴ δυό φορές μητέρα, μητέρα «κατὰ φύσιν» ἢ «κατὰ σάρκα» καὶ μητέρα «ὑπὲρ φύσιν» ἢ «κατὰ πνεῦμα». Τὸ 781 ὅλη ἡ οἰκογένεια ἀσπάζεται τὴν μοναχικὴ ζωὴἱδρύοντας μοναστῆρι στὸ πατρικὸ τους κτῆμα κοντὰ στό χωριὸ Σακκουδίωνος τῆς Προύσης (Ὄλυμπος Βιθυνίας), μὲἠγούμενο καὶ διδάσκαλο τὸν ἐκ μητρός θεῖο του Πλάτωνα (4.4.) καὶ συνασκητὴ τὸν κατὰ σάρκα ἀδελφό του Ἰωσήφ (14.7.), τὸν μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης.
Τὸ 787 ὁἅγιος Θεόδωρος χειροτονεῖται ἱερεὺς ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ταράσιο καί τὸ 794, ὅταν ὁ θεῖος τοῦ Πλάτων παραιτήθηκε ἀπὸἡγούμενος, τὸν διαδέχεται αὐτὸς στήν ἠγουμενία. Τὸ 796 ὁ τότε αὐτοκράτορας, ὁ Κωνσταντῖνος ΣΤ’ (780-797), ὁ υἱὸς τῆς Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας καὶ τοῦ Λέοντά Ε’τοῦ Χαζάρου, εἶχε μία ἐκλεκτὴ γυναῖκα, τὴν Μαρία τήν Ἀρμενία.
Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (ΣΤΟΥΔΙΟΥ)[27]
Πηγή: Πασπάτης, Α. Γ, (1877), Βυζαντιναί Μελέται, σ. 342
Ὕστερα ἀπὸἑπτὰ χρόνια γάμου ἐρωτεύτηκε μίαν νέα ἀκόλουθο, θαλαμηπόλο τῆς μητέρας του Εἰρήνης, τὴν Θεοδότη, ὑποχρέωσε δέ τὴν Μαρία νά γίνει ἀντικανονικῶς μοναχή καὶ παντρεύτηκε τὴν Θεοδότη,ἐξαδέλφη μάλιστατοῦἁγίου Θεοδώρου.
Ὁ παράνομος γάμος ἔγινε νύχτα («τὰ ἔργα τῆς νυχτός»), ἀπὸ ἔναν ἐπίσης παρανομήσαντα ἱερέα, Ἰωσὴφ ὀνόματι, αὐλοκόλαξ καὶ «πρωτόπαπας» στήν Ἁγία Σοφία.
Τὴν ἑπομένη ὁ Κωνσταντῖνος ΣΤ’πῆγε μέ τήν Θεοδότη στήν Ἁγία Σοφία, ὅπου ἡ παλλακὶς στέφθηκε καί ἐπισήμως βασίλισσα. Τὸ σκάνδαλο μέγα, μὰ κανεὶς δέν μιλοῦσε («ὅλοι κλούβιασαν, Δημήτρη» κατὰ μία δημοφιλῆ ῥῆσι γνωστοῦ μας ἱερέως).
Ἐνας μόνο ἢ μάλλον δύο φώναξαν καὶ ἡ φωνὴ τους ἤταν βροντή, κεραυνὸς «ἐν σκοτίᾳ», παρὰ «ἐν αἰθρίᾳ». Ἠταν ὁ ἁπλὸς ἱερομόναχος, ὁ ἡγούμενος Θεόδωρος καὶ ὁ θεῖος του Πλάτων.
Αὐτοί ἔλεγξαν τὸν παράνομο αὐτοκρατορικὸ γάμο, αὐτοί κατακεραύνωσαν τὸν στεφανώσαντα ἱερέα καὶ αὐτοί ἔκοψαν τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ταρασίου (784-806), ἀφοῦ καὶ αὐτὸς δέν τιμώρησε τὸν παρανομήσαντα ἱερέα. Αὐτὸ ὅμως τὸ πλήρωσαν ἀκριβά.
Τὸν Θεόδωρο, τόν ἀδελφὸ του Ἰωσήφ καί τόν πατέρα τους Φωτεινό, μαζύ μέ ἂλλους μοναχούς, τούς συνέλαβαν, τούς μαστίγωσαν καὶ τούς ἔστειλαν ἐξορία (τό 796 γιά πρώτη φορὰ) στή Θεσσαλονίκη, τόν δέ θεῖο τους Πλάτωνα τόν φυλάκισαν στήν Πόλη.
Ὁἅγιος Θεόδωρος ὑπέστρεψε στήν μονή Σακκουδίωνος ἀπὸ τὴν ἐξορία του τὸ 797, ἐπὶ τῆς βασιλίσσης Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας (797 – 802). Λόγῳ τῶν ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν ὁ Θεόδωρος καὶ οἱ «Ζηλωτές» του ἢρθαν καὶ παρέλαβαν τὴν ἐρημωμένη μονὴ τοῦ Στουδίου (ἐπονομασθεῖσα ἔτσι ἀπὸ τὸν ὕπατο Στουδίο, ὁ ὁποῖος τὴν ἵδρυσε τὸ 463, (ImrahorCamii σήμερα) νοτίως τοῦἑβδόμου «Ξηρολόφου» καί κοντά στήν Προποντίδα, ὅπου γιά μία περίπου δεκαετία εἶχε γαλήνη καὶ πρόοδο.
Ἔφθασε τότε νά ἔχει χιλίους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν μὲ βάση τὸ κοινοβιακὸ σύστημα. Ἐκεῖὑπῆρχε τὸ μεγαλύτερο τυπογραφεῖο (ἀντιγραφεῖο) τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς πολιτιστικά τότε σχεδόν ἀνύπαρκτης «Δύσης», ὅπου οἱ καλόγεροι ξενυχτοῦσαν ἀντιγράφοντας ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα (π.χ. Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη, Θουκυδίδη), Ἀποστόλους, Εὐαγγέλια καί ἐκκλησιαστικοὺς Πατέρες. Ἂν ὑπάρχει σήμερα ὁ Πλάτων, ὁἈριστοτέλης καὶἄλλοι κλασσικοὶ συγγραφεῖς, αὐτὸὀφείλεται στά ἄοκνα καὶἅγια χέρια ἐκείνων τῶν «ἀπόκοσμων» καλογήρων.
Τὸ 809 ὁἅγιος Θεόδωρος ἀναγκάστηκε καὶ πάλι νὰ κόψει μνημόσυνο πατριάρχου, αὐτὴν τὴν φορὰ τοῦἑπομένου πατριάρχου, τοῦ Νικηφόρου Α’ (806-815). Τὸἔκανε γιά δύο λόγους, πρῶτον ἐπειδὴἀνέβηκε στό ἀξίωμα τοῦ πατριάρχου ἀμέσως ἀπὸ λαϊκὸς καὶ δεύτερον, διότι αὐτός, γιά χάρη τοῦ αὐτοκράτορα Νικηφόρου (802-811), ἀποκατέστησέ με Σύνοδο, τὸν αὐλοκόλακα Ἰωσήφ, στό Ἱερατικὸἀξίωμα, ἀπὸ τὸὁποῖο εἶχε καθαιρεθεῖ, ἐπὶ τῆς βασιλίσσης Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας.
Αὐτὰ ὅμως τοῦ στοίχισαν τὴν δεύτερη κατὰ σειρὰν ἐξορία του στήν νῆσο Χάλκη (μιά ἀπὸ τὰ Πριγκηποννήσια). Σὲ διαφορετικά μάλιστα νησάκια τῶν Πριγκιποννήσων ἐξορίστηκαν ἐπίσης καὶ ὁ θεῖος του Πλάτων καὶ ὁ ἀδελφὸς του Ἰωσήφ, ὁ ἥδη τότε ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.
Τὸ 811 ἐνῶὅλοι οἱ Στουδῖτες εἴχαν ἐπιστρέψει ἀπὸ την ἐξορία τῆς Χάλκης καί ἀλλαχόθεν, πολὺ σύντομα ὅμως, ἐπὶ Λέοντός Ε’ Ἀρμενίου αὐτὴ τὴν φορά, ἡ μονὴ Στουδίου διαλύθηκε ἐκ δευτέρου.
Ἀφορμὴἤταν ἡ διαδήλωση τοῦὀρθοδόξου λαοῦ κατὰ τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων, ὑποκινούμενη ἀπὸ τοὺς περίπου χιλίους Στουδῖτες μοναχούς, μὲἀρχηγό τους, τὸν ἠγούμενο τους Θεόδωρο.
Στίς 25 Μαρτίου τοῦ 815, Κυριακὴ τῶν Βαΐων «εἶπεν εἰς τοὺς Μοναχοὺς αὐτοῦ, νά πάρη κάθε ἔνας εἰς τὰς χεῖρας του μίαν εἰκόνα, καὶ νά λιτανεύουν τριγύρω εἰς τὸ Μοναστήριον, ψάλλοντες τὸ τροπάριον ἐκεῖνο· «Τὴν ἄχραντον εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν ἀγαθέ»[28].
Ἔτσι ὁἅγιος Θεόδωρος ἐξορίζεται καὶ πάλι τό 815, γιά τρίτη συνεχῆ φορά, στὴν Μετώπη τῆς Ἀπολλωνιάδος λίμνης, τῆς Βιθυνίας, κατόπιν πιὸ μακριὰ στήν Βόνητα (Βῶνα)[29], μέσα σέ ἔναν πύργο, χωρίς πρόσβαση καὶ τέλος στήν Σμύρνη, κλεισμένος στό ὑπόγειο τοῦ μητροπολιτικοῦ μεγάρου καί ἀφοῦ πρηγουμένως, ὄσο οἱ μοναχοὶ, ὄσο καὶὁἴδιος, μαστιγώθηκαν ἀλύπητα ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Λέοντος Ε’ τοῦἈρμενίου.
«Ὅταν δὲ Λέων ὁ Ἀρμένιος ἐβασίλευσεν ἐν ἔτει ὠιγ΄ [813], καὶ ἐπεχείρει νά καταργήση τὰς ἁγίας εἰκόνας, ἐξωρίσθη ὁ μακάριος Θεόδωρος εἰς τὴν λῖμνην τῆς Ἀπολλωνιάδος, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐστάλθη εἰς τὸ θέμα τῶν Ἀνατολικῶν.
Ἐκεῖ δὲ λαβὼν ἑκατὸν ῥαβδίας εἰς τὴν πλάτην, ἀνδρείως ὑπέμεινε. Καὶ πάλιν ἐδάρθη δυνατὰ ἀπὸ τὸν στρατοπεδάρχην. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἐστάλθη εἰς τὴν Σμύρνην, καὶ ἐκλείσθη μέσα εἰς μίαν βρωμερωτάτην φυλακήν, τὰ δὲ ποδάρια του ἐβάλθησαν εἰς τὸ τιμωρητικὸν ξύλον.»[30]
Πέντε ἔτη περίπου μετὰ τὸ ἐπισόδιο τοῦ 815, τὸ 820 καὶ ἐπὶ Μιχαὴλ Β’ τοῦ Τραυλοῦ ἢ Ψελλοῦ (820-829), ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία καί ἐγκαταστάθηκε στήν μονή Κρήσκεντος, στόν Ἀστακηνό κόλπο τῆς Νικομηδείας.
Τὸ 826, πάντα ἀσυμβίβαστος, διαμαρτυρήθηκε ἐκ νέου γιά τὸν παράνομο αὐτοκρατορικό γάμο τοῦ Μιχαὴλ Β’ Τραυλοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν ἐξόρισε γιὰ τετάρτη συνεχῆ φορὰ.
Ὁ «ἐν φρονήματι» ὅμως ἀκλόνητος μαχητὴς («Ἕως τοῦ θανάτου ἀγωνισταὶ περὶ τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ», Σοφία Σειράχ 4,28) καὶ ὁμολογητής, ὁ ἀκούραστος συγγραφέας καὶ ποιητής (ἀναβαθμοὶ τῆς Ὀκτωήχου, μεγάλο μέρος τοῦ Τριωδίου, τοῦ Πεντηκοσταρίου, τὰ ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίουθρήνου καὶ πολλοὶἄλλοι ὕμνοι, πολλὲς (περί τίς 500) ἐπιστολὲς καὶ πολλὲς κατηχήσεις), ὁἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, περιστιχοισμένος ἀπὸ τοὺς Στουδῖτες του μοναχούς, ὁ πολυκαταπονημένος ἀπό τίς κακουχίες τῶν ἐξοριῶν του, ἔκλεισε τὰ μάτια του, στό μάταιο αὐτὸ κόσμο, ἐνῶἐκεῖνοι ἔψαλλαν τὸν 118ο ψαλμὸ:
«Μακάριοι οἱἄμωμοι ἐν ὁδῷ, οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου» καὶ ὅταν μάλιστα ἐκεῖνοι ἔφθασαν στόν στίχο «Εἰς τὸν αἰῶνα οὗ μὴ ἐπιλάθωμαι τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι ἐν αὐτοῖς ἔζησάς με».
Τὰἂνοιξε ὅμως στόν οὐρανό, παραδίδοντας καθαρή καὶἁγνή, τὴν ἁγία ψυχὴ του, στά χέρια τοῦ Κυρίου του, σὲἡλικία μόλις 67 ἐτῶν. Ἠταν Κυριακὴ 11 Νοεμβρίου τοῦ 826, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἡ ἡμέρα τῆς μνήμης του.
Ὁ δὲ ἀδελφὸς τοῦ Θεοδώρου ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἰωσήφ, ἐξορισμένος σὲ μία πολίχνῃ τῆς Θεσσαλίας, παντελῶς μόνος καὶ ἐνδεὴς παρέδωσε τὴν ἁγία καί ποιητική ψυχὴ του στίς 15 Ἰουλίου τοῦ 832, ὅπου γιά δώδεκα ἔτη τὸ σῶμα του παρέμεινε ἄταφο σὲ μία δασώδη καὶ κάθυγρη τοποθεσία.
Συνέγραψε δὲ τὸν Βίον αὐτοῦ Μιχαὴλ ὁ μαθητὴς του, ὅστις λέγει εἰς τὸν ἐπίλογον αὐτοῦ ταῦτα· «Ἐτέθη μετὰ τῶν Ἁγίων ὁ Ἅγιος. Μετὰ τῶν Μαρτύρων ὁ Μάρτυς. Οὗ ὁ φθόγγος ἐξῆλθεν εἰς πᾶσαν τὴν οἰκουμένην. Ἀπέθανεν ὁ πολέμιος τῶν ἁγιομάχων. Τῶν εἰκονοκλαστῶν ὁ ἐλεγκτής. Τῶν βασιλέων ὁ διδακτής»[31]. Τὸ δὲ ἅγιον λείψανον τοῦ Ὁσίου τούτου ἀπεκομίσθη εἰς Κωνσταντινούπολιν ἐκ τῆς ἐξορίας, προσταγὴ τῆς Αὐγούστας Θεοδώρας.
«Πολλὰςἀμοιβάς, ΘεόδωρεΤρισμάκαρ,
Βίουμεταστάς, ὡςβιούςεὖ, προσδόκα.»
«ἈφεὶςἸωσήφκαθέδραντὴνγηῒνην,
ΠαρίσταταινῦντῷθρόνῳτοῦΚυρίου.»
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγοί, εὐσεβείας Διδάσκαλοι καί σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης οἱ σοφοί, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεόσδοτε δυάς, ταῖς διδαχαῖς ὑμῶν πάντες εὐφράνθησαν, λύραι τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν (11.11.).
Κοντάκιον. Ἦχοςβ’. Τὰἄνῳζητῶν.
Τὸνἀσκητικόν, ἰσάγγελόντεβίονσουτοῖςἀθλητικοῖςἐφαίδρυνας παλαίσμασικαὶἀγγέλωνσύσκηνος, θεομάκαρ, ὤφθης,Θεόδωρε, σὺνἸωσήφΧριστῷτῷΘεῷ πρεσβεύωνἀπαύστωςὑπὲρ πάντωνἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Τῆςθεοφανείαςτῆςμυστικῆς, βίῳὑπερτέρῳ, θησαυρίσαντεςμετοχήν, θέσειθεωθέντες, Θεόδωρε θεόφρον, καὶἸωσήφ τρισμάκαρ, στῦλοιθεόφωτοι.
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΑΜΟΡΙΟΥ (838 μ. Χ.)
Πηγή: http://el.wikipedia.org/
827: Γεννιέται ὁ ἃγιος Κύριλλος (Κωνσταντῖνος) ὁ Φωτιστής τῶν Σλάβων.
828: Γεννιέται ἡ ὁσία Εἰρήνη στην Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας.
829: Στίς 2 Ὀκτωβρίου χρίεται αὐτοκράτωρ ὁ Θεόφιλος, γυιός τοῦ Μιχαήλ Β’ Τραυλοῦ, τοῦ ἰδρυτοῦ τῆς φρυγικὴς δυναστείας τοῦ Ἀμορίου, τοῦ καί εἰκονομάχου.
830: Στίς 5/30 Ἰουνίου ὁ Θεόφιλος Α’ διαλέγει ὡς σύζυγο του τὴν Θεοδώρα ἀπὸ τὴν Ἐβισσα τῆς Παφλαγονίας, ἀντὶ τῆς Κασσίας, τῆς μετέπειτα Κασσιανῆς μοναχῆς.
832: Νέοι διωγμοὶ ξεκινοῦν κατὰ τῶν εἰκονολατρῶν ὑπὸ Θεοφίλου.
838: Στὶς 5 Ἀπριλίου ξεκινᾷ ἐκστρατεία τῶν Ἀράβων κατὰ τοῦ Βυζαντίου, ὑπὸ τὸν Ἄραβα χαλίφη Μουτασίμ, πολιόρκωντας τὸ Ἀμόριο τὴν 1η Αυγούστου 838, τὸ ὁποῖο κατέλαβε στὶς 15 τοῦ ἰδίου μῆνα μὲ προδοσία καὶ τὸ κατέστρεψε ὁλοσχερῶς.
838: Στὶς 21 Ἀπριλίου καθίσταται πατριάρχης ὁ εἰκονομάχος Ἰωάννης («Ἰαννὴς») Ζ’, ὁ Γραμματικός, ὁ ἀπὸ τοῦ ἐπιφανοῦς γένους τῶν Μοροχαρζαμίων καταγόμενος.
840: Στίς 9 / 10 Ἰανουαρίου γεννιέται ὁ Μιχαὴλ Γ’, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοφίλου Α’ καὶ τῆς Θεοδώρας Αὐγούστας.
841: Κοίμησις ἁγίου Θεοδώρου τοῦ «γραπτοῦ» (27.12.) στόν τόπο ἐξορίας του (Ἀπάμεια Βιθυνίας).
Πηγη: Φορητη εικονα, εργο Ζωης Μικιρεζου-Στραντζια
842: Στίς 20 Ἰανουαρίου πεθαίνει ὁ Θεόφιλος Α’ καὶ ἀφήνει τὴν Θεοδώρα ὡς βασιλομήτορα, μὲ συμβασιλεῖς τὸν ἀνήλικο Μιχαὴλ καὶ τὴν ἀδελφὴ του Θέκλα.
842: Στίς 14 Φεβρουαρίου ὁ Μεθόδιος Α’ ὁ ὁμολογητὴς καθίσταται πατριάρχης ὑπὸ Θεοδώρας Αὐγούστας.
842: Πολιορκώντας τὸ Ἀμόριο ὁ χαλίφης Μουτασὶμ (Mutashim, 833-842) αἰχμαλώτισε καὶ 42 διαπρεπεῖς πολιτικούς καὶ στρατιωτικούς, μέλη εὐγενῶν οἰκογενειῶν τῆς Κωνσταντινούπολης, οἱ ὁποῖοι ῥίχτηκαν σὲ μία σκοτεινὴ καὶ ὑγρὴ φυλακὴ στή Βαγδάτη ἀρχικῶς καί στήν Σαμάρα μετά.
Ἐκεῖ παρέμειναν 4 ἔτη περίπου, ταλαιπωρούμενοι συνεχῶς καὶ βασανιζόμενοι, ἐνῶ ὁ αὐτοκράτωρ Θεόφιλος προσέφερε στόν Χαλίφη 20.000 λίτρες καθαροῦ χρυσοῦ (περίπου 6,5 τόννους), γιά τὴν ἑξαγορά τους, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα[32].
Ὁ χαλίφης λοιπὀν Μουτασὶμ ὑπόσχεται στούς 42 μάρτυρες πολὺ «φιλικά» μεγάλα ἀξιώματα, ἐφόσον ἀλλάξουν τὴν πίστη τους, κάτι ποῦ οἱ 42 γενναῖοι χριστιανοὶ ἀρνήθηκαν καὶ γι’ αὐτὸ βασανίστηκαν ἀπάνθρωπα καὶ στό τέλος ἀποκεφαλίστηκαν στὴν νέα πρωτεύουσα τοῦ Μουτασὶμ τὴν Σαμάρα.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΖΑΜΙ (ZIGGURAT) ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΑΣ (850 μ. Χ.)
Πηγή: http://www.bbc.co.uk/history/recent/iraq/iraq_lost_cities_06.shtml
Οἱ ἐπιφανέστεροι τῶν 42 μαρτύρων[33] τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Πίστης εἶναι: ὁ ἅγιος Θεόφιλος στρατηγὸς καὶ πατρίκιος, ὁ ἅγιος Ἀέτιος στρατηγός, Μελισσηνὸς στρατηγός, ὁ ἅγιος Βασσώης δρομεύς, ὁ ἅγιος Θεόδωρος πρωτοσπαθάριος, ὁ ἅγιος Κάλλιστος τουρμάρχης, Κρατερός πρωτοσπαθάριος εὐνοῦχος καὶ ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος δρουγγάριος. Ἡ μνήμη τοὺς τιμᾶται στίς 6 Μαρτίου.
Ὁ δὲ αὐτοκράτορας Βασίλειος Β΄ Μακεδὼν (976 – 1025) ἀνήγειρε ἐπ’ ὀνόματι τους ἔναν ναὸ στό «θερινό» παλάτι τῶν Πηγῶν (ὅπου καὶ ἡ Ζωοδόχος Πηγή τοῦ Μπαλουκλί), κοντά στήν πύλη τῆς Συλημβρίας, SilivriKapisi). ἕκτος τῶν τειχῶν), ἐκεῖ ὅπου γίνονταν παραδοσιακά καί ἡ χερσαία ὑποδοχὴ (καί ἡ «πρόκυψις») τῶν μελλοντικῶν συζύγων τῶν αὐτοκρατόρων.
«Τὴνἑξάριθμονσυντεθειμένηνφέρει,
Σὺνἑπταρίθμῷἡτετμημένηφάλαγξ
Τεσσαράκοντακάρηναδυοῐνἅμαἕκτῃἐτμήθη[34]»
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’.
Τῶν ἁγίων Μαρτύρων τὰ κατορθώματα, οὐρανῶν αἱ δυνάμεις ὑπερεθαύμασαν, ὅτι ἐν σώματι θνητῷ τὸν ἀσώματον ἐχθρόν, τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ἀγωνισάμενοι καλῶς, ἐνίκησαν ἀοράτως· καὶ νῦν πρεσβεύουσι τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν. (6.3.).
843: Στίς 19 Φεβρουαρίου ὁ Μεθόδιος Α’ ὁ ὁμολογητὴς συγκαλεῖ τοπικὴ σύνοδο μέ τὴν βοήθεια τῆς Θεοδώρας Αὐγούστας.
843: Στίς 11 Μαρτίου γίνεται ἀναστήλωσις τῶν ἱερῶν εἰκόνων ὑπὸ Θεοδώρας Αὐγούστας καὶ Μιχαὴλ Γ’.
843: Γίνεται ἡ μοναχικὴ κουρὰ τῆς ὁσίας Εἰρήνης σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν, ὑπὸ τοῦ πατριάρχου Μεθοδίου Α’.
845: Στίς 5 Μαρτίου μαρτύρησαν οἱ ἄνῳ «ἐν Ἀμορίῳ ἀθλήσαντες» 42 μάρτυρες ἐν Σαμάρα Μεσοποτομίας.
845: Κοίμησις ἁγίου Θεοφάνους τοῦ «Γραπτοῦ» (11.03.) στήν Μονή τῆς Χώρας (Kariyecamii) τῆς Πόλης.
841, 845: Κοίμησις τῶν δύο κατὰ σάρκα ἀδελφῶν ἁγίων Θεοδώρου (841) καὶ Θεοφάνους (845). Οἱἅγιοι Θεόδωρος καὶ Θεοφάνης οἱ «γραπτοὶ» ἔρχονται στὸν κόσμο, στὴν γῆ τῆς Παλαιστίνης, στὴν Μωαβίτιδα γῆ, ἀνατολικὰ τῆς Νεκρᾶς Θάλασσας, τὸ 775 ὁ μὲν καὶ τὸ 778 ὁ δέ. Τὰ δύο ἀδέλφια μόνασαν πρῶτα στὴν Λαύρα τοῦἁγίου Σάββα, ὅπως ἔκανε καὶὁ κατὰ σάρκα πατέρας τοὺς Ἰωάννης (ὁ μετονομασθεὶς Ἰωνᾶς).
Τὸ ἔτος 815 ἐνῶ εὑρίσκονται στην Πόλη, μὲ τελικὸ προορισμὸ τὴν Ῥώμη, ξεσπᾶ ὁ διωγμὸς ἐναντίων τῶν εἰκόνων ἐπὶ Λέοντος Ε’ Ἀρμενίου (813-820). Ἐπὶ εἴκοσι ἔτη οἱ ἀδελφοὶ ὑπομένουν μαρτυρικῶς ὅλα τὰ βάσανα καὶ τὰ βασανιστήρια ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων.
Κατὰ δὲ τὰ ἔτη 834 μὲ 836, ἐπὶ Θεοφίλου Α’, βασανίζονταί μέ ἔναν εἰδικὸ καὶ πρωτάκουστο τρόπο. Κεντούν μέ πυρακτωμένα βελόνια στό μέτωπό τους, τὸ ἀκόλουθο ἰαμβικὸ 12-στιχο, τοῦ «ὑμνογράφου» Θεοφίλου:
«Πάντων ποθοῦντων προστρέχειν πρὸς τὴν πόλιν,
Ὅπου πάναγνοι τοῦ θεοῦ λόγου πόδες
Ἔστησαν εἰς σύστασιν τῆς οἰκουμένης,
Ὤφθησαν οὖτοι τῷ σεβασμίῳ τόπῳ
Σκεύη πονηρὰ δεισιδαίμονος πλάνης.
Ἐκεῖσε πολλὰ λοιπὸν ἐξ ἀτοπίας
Πράξαντες αἰσχρὰ δεινὰ δυσσεβοφρόνως,
Ἐκεῖθεν ἠλάθησαν ὡς ἀποστάται.
Πρὸς τὴν πόλιν δὲ τοῦ κράτους πεφευγότες
Οὐκ ἑξαφῆκαν τὰς ἀθεμίτους μωρίας.
Ὅθεν γραφέντες ὡς κακοῦργοι τὴν θέαν
Κατακρίνονται καὶ διώκονται πάλιν.»
Ἐνῶ ὁ μὲν Ἅγιος Θεόδωρος ἀπεβίωσε ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Πρωτομάρτυρας καὶ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου (27.12.841), στήν τρίτη κατὰ σειρὰ ἐξορία τους, στήν Ἀπάμεια τῆς Βιθυνίας, ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ὅμως ἐπέστρεψε καὶ ἔγινε μάλιστα Μητροπολίτης Νικαίας τῆς Βιθυνίας.
Ἡ δὲ κοίμησις τοῦ ἁγίου Θεοφάνους ἔγινε εἰς τὴν Μονὴν τῆς Χώρας (KariyeCamii) τῆς Κωνσταντινούπολης, τὴν 11ην Ὀκτωβρίου τοῦ 845. Ἡ ταφὴ τοῦ πανσόφου Ἱεράρχου, Ὁμολογητοῦ καὶ Μάρτυρος τοῦ Χριστοῦ τελέσθηκε παρουσία τῆς Ἁγίας Βασιλίσσης Θεοδώρας, τῆς Συγκλήτου, πλήθους Ἀρχιερέων καὶ τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Πόλης.
«Ὁ Γραπτὸς ἐν γῇ τὴν θέαν Θεοφάνης,
Καὶ κλῆσίν ἐστιν ἐκθανὼν Γραπτὸς πόλῳ.»
Ἀπολυτίκιον ἁγίου Θεοφάνους «Γραπτοῦ». Ἦχος πλ. δ’.
«Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεόφανες σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.» (11.10.)
ἝτερονἈπολυτίκιον ἁγίου Θεοφάνους «Γραπτοῦ»
Ήχος πλ α’. Τον συνάναρχον λόγον.
«Μυηθεῖς τῶν Ἀγγέλων Πάτερ τὸ σύντονον, θεοφανείας ἀρρήτουἐδείχθης σάλπιγξ χρυσή, περιούσιον λαὸν τρέφων τοὶς λόγοις σου, τῶν γὰρ πανσόφων σου ᾠδῶν, ἡ πανεύσημος μολπή, εὐφραίνει τὴν Ἐκκλησίαν, δι’ ἣν λαμπρῶς ἠγωνίσω, θεομακάριστε Θεόφανες.» (11.10.)
Κοντάκιον ἁγίου Θεοφάνους «Γραπτοῦ».
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
«Ἀνεφάνης Ὅσιε, τῇἘκκλησίᾳὥσπερ ἄλλος ἥλιος, ταύτην φωτίζων ἀστραπαῖς, τῶν σῶν δογμάτων Θεόφανες, ὣς θυηπόλος, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦἡμῶν.»[35]
846: Στίς 14 Ἰουνίου «ἐτελειώθη εἰρηνικῶς» ὁ ἐκ Συρακουσῶν τῆς Σικελίας ὁρμώμενος πατριάρχης Κωνσταντινου-πόλεως Ἅγιος Μεθόδιος Α’ ὁ ὁμολογητής.
846: Νέος πατριάρχης ἀνακηρύσσεται ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος, υἱὸς Μιχαὴλ Ῥαγκαβέ (811-813), ὑπὸ Αὐγούστας Θεοδώρας καὶ Μιχαὴλ Γ’.
846: Στίς 4 Νοεμβρίου ὀσιακή κοίμησις Ἰωαννικίου τοῦ ἓν Ὀλύμπῳ Βιθυνίας. Ὁ Ὅσιος Ἰωαννίκιος γεννήθηκε στή Βιθυνία τὸ 740 μ.Χ., ἀπό τόν Μυριτρίκη καὶ τήν Ἀναστασῶ.
Ὅταν ὁ Ἰωαννίκιος στρατεύτηκε, ἐπὶ τοῦ εἰκονομάχου Κωνσταντίνου Ε’, παρασύρθηκε, μὲ ἀποτέλεσμα νά γίνει εἰκονομάχος, σὰν τὸν αὐτοκράτορα. Ὅταν, ὅμως ἀπολύθηκε, δέν ἄργησε νά καταλάβει τὴν πλάνη του. Μετανόησε εἰλικρινὰ καὶ ἐξομολογήθηκε καὶ ἀφοῦ καταρτίσθηκε ἀνάλογα, ἔγινε μοναχὸς στόν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας καὶ πέθανε 94 ἐτῶν στήν Μονὴ Ἀντιδίου.
Ἀπολυτίκιον.Ἦχος πλ. δ´.
Ταῖςτῶνδακρύωνσουῥοαίς,τῆςἐρήμουτὸἄγονονἐγεώργησας·καὶτοῖςἐκβάθουςστεναγμοῖς, εἰςἑκατὸντοὺς πόνουςἐκαρποφόρησας·καὶγέγοναςφωστήρ, τῇοἰκουμένῃλάμπωντοῖςθαύμασιν, Ἰωαννίκιε ΠατὴρἡμῶνὍσιε· ΠρέσβευεΧριστῷτῷΘεῷ, σωθῆναιτὰςψυχὰςἡμῶν (4.11.)[36].
849: Ἡ ὁσία Εἰρήνη καθίσταται ἡγουμένη τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου σὲ ἡλικία 21 ἐτῶν περίπου.
855: Στὶς 20 Νοεμβρίου δολοφονεῖται ὁ Θεόκτιστος, ὁ ἔμπιστος καὶ εὐνοούμενος αὐλικὸς τῆς Θεοδώρας Αὐγούστας.
855: Ὁ γάμος Μιχαήλ Γ’μὲ τὴν Εὐδοκία Δεκαπολίτισσα (ἀντὶ τῆς ὁσίας Εἰρήνης).
856: Στὶς 15 Μαρτίου ὁ υἱὸς τῆς Αὐγούστας Θεοδώρας Μιχαὴλ Γ’, ὑποκινούμενος ἀπὸ τὸν ἀδελφό τῆς ἁγίας Θεοδώρας, τὸν καίσαρα Βάρδα, ἐκδιώκει τὴν μητέρα του Αὐγούστα Θεοδώρα καί τίς ἀδελφὲς του ἀπὸ τὰ «βασίλεια» καί τίς ἐγκλείει στὴν μονὴ τῶν Γαστρίων καὶ τοῦ Καριανοῦ ἀντιστοίχως.
858: Στὶς 25 Δεκεμβρίου, ἐπὶ Μιχαὴλ Γ’, ὁ καίσαρας Βάρδας προωθεῖ στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν Φώτιο, καθαιρώντας ταυτόχρονα τὸν ἥδη πατριαρχεύοντα Ἰγνάτιο.
862: Γιά λίγο διάστημα ἡ Αὐγοῦστα Θεοδῶρα ἐπιστρέφει καὶ πάλι στά «βασίλεια» (ἀνάκτορα).
863: Ἀνακαινίζεται καὶ ὀργανώνεται τὸ Πανδιδακτήριον («Πανεπιστήμιον») τῆς Μαγναύρας (magna aula, αἴθουσα τελετῶν τοῦ Μεγάλου Παλατίου), ὑπὸ καίσαρος Βάρδα. Θεωρεῖται μάλιστα ὁμόφωνα ἀπὸ τοὺς χρονογράφους, ὅτι σηματοδοτεῖ τὴν ἀναγέννηση τῆς γνώσης, μετὰ τὰ «μαῦρα χρόνια» τῆς εἰκονομαχίας («τῇ τῶν κρατησάντων ἀγροικίᾳ καὶ ἀμαθίᾳ»)[37].
Διαβάζουμε στόν Συνεχιστὴ τοῦ Θεοφάνη Δ’, 26: «Τότε δὲ τῆς ἔξω σοφίας ἐπιμεληθεὶς ( σ.σ. ὁ Βάρδας) – καὶ γὰρ ἢν τῷ τοσούτω χρόνῳ παραῤῥυεῖσα καὶ πρὸς τὸ μηδὲν ὅλως κεχωρηκυῖα τῇ τῶν κρατησάντων ἀγροικίᾳ καὶ ἀμαθίᾳ – καὶ διατριβὰς τῶν μαθηματικῶν κατὰ Μαγναύραν ποιήσας αὔθις ἀκμάζειν καὶ ἀνηβᾶν ταύτην ἐσπούδαζέ τε καὶ πεφιλοτίμητο. Καὶ τοῦτο τῶν ἔργων αὐτοῦ κάλλιστόν τε καὶ περιβόητον ὂν οὐκ ἴσχυσέ πως τὰς ἐνούσας ἄλλως κῆρας αὐτῷ ἀπονίψασθαι».
Ἤδη ὃμως ὁ Ἰουστινιανὸς Α’(527-565) μετονόμασε τὸ «Μέγα Διδασκαλεῖον» τοῦ Μ. Κωνσταντίνου σὲ «Οἰκουμενικὸν Διδασκαλεῖον» καὶ τοὺς καθηγητές του «Οἰκουμενικούς Διδασκάλους[38]».
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟΝ (Universitas)
Πηγη: http://sfrang.com/historia/parart051.htm
Τὸ πρῶτο συνθετικὸ τοῦ ὅρου θὰ δημιουργήσει ἀργότερα τήν λατινικὴ του μορφὴ («universitas») τῶν Πανεπιστημίων, ὃπως αὐτὸ τῆς Μπολόνια τὸ 1088 μ.Χ., τὸ ὁποῖο τότε, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ἢταν ἀκόμη μοναστῆρι (ὃπως καί τά περισσότερα πανεπιστήμια τῆς Δύσης) καὶ πολὺ ἀργότερα ἒγινε ὄντως universitas «τῇ βοηθείᾳ ἀναγεννησιακῶν Ἑλλήνων» (λατινοφρόνων ἐπί το πλεῖστον) λογίων[39].Κατὰ τήν διάρκεια τοῦ χρόνου, ὅμως, κατὰ πᾶσα πιθανότητα πρὸς τὸ τελευταῖο μέρος τοῦ 14ου αἰῶνα, ὁ ὅρος ἄρχισε νά χρησιμοποιείται ἀπὸ μόνος του, μὲ τὴν ἀποκλειστικὴ ἔννοια τῆς αὐτο-ῥύθμισης τῆς κοινότητας τῶν ἐκπαιδευτικῶν καὶ τῶν μελετητῶν, τῶν ὁποίων ἐταιρικὴ ὕπαρξῃ εἶχε ἀναγνωριστεῖ καὶ ἐπικυρωθεῖ ἀπὸ ἀστική ἢ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ». ΕἰδικάὁαὐτοκράτοραςἸουστινιανὸςἔριξετὸβάροςτῆςἐκπαιδευτικῆς πολιτικῆςτουστήννομικὴ παιδείακαὶἀναδιοργάνωσετὸ πρόγραμμασπουδῶντης. Ἡνομικὴἔγινε, ἀπὸἔδρα, ξεχωριστὴσχολή, μέ 4 ἔδρεςκαθηγητῶν (antecessors) καὶ 5 ἔτηφοίτησης.
Πρός ἐπίῤῥωσιν τῶν λεχθέντων διαβάζουμε τό ἀκόλουθο ἀγγλικό κείμενο καί τήν μετάφραση του[40]:
“The word universitas originally applied only to the scholastic guild (or guilds)—that is, the corporation of students and masters—within the studium, and it was always modified, as universitas magistrorum, or universitas scholarium, or universitas magistrorum et scholarium. In the course of time, however, probably toward the latter part of the 14th century, the term began to be used by itself, with the exclusive meaning of a self-regulating community of teachers and scholars whose corporate existence had been recognized and sanctioned by civil or ecclesiastical authority.”
Δηλαδή, “ἩλέξῃUniversitasἀρχικὰἴσχυεμόνογιάτήνσχολικὴσυντεχνία (ἢσυντεχνίες) – ποῦεἶναιἡἑταιρείατῶνμαθητῶν – ἐντὸςτοῦΣτουδίου[41]καὶεἶχεπάντατροποποιηθεῖ, ὡςuniversitasmagistrorum, ἢuniversitasscholarium, ἢuniversitasmagistrorumetscholarium.
Τὸπρόγραμμαδιδασκαλίαςεἶχεὡςἐξῇς: 1οἔτος – Εἰσηγήσεις, 1ομέροςτοῦΠανδέκτη, 2οἔτος – 2ομέροςΠανδέκτη, 3οἔτος – 3ομέροςΠανδέκτη, 4οἔτος – 4ο & 5ομέροςΠανδέκτηκαὶκατ’ ἰδίανδιδασκαλία, 5οἔτος – ἸουστινιάνειοςΚώδικας
Οἱμαθητὲςχωρίζοντανσὲκατηγορίεςἀναλόγωςτοῦἔτουςσπουδῶν, ἔτσι: 1. οἱπρωτοετεῖςκαλούνταν Dupondi ἢ Justiniani Novi, 2. οἱδευτεροετεῖς, Edictales, 3. οἱτριτοετεῖς, Papinianistae, 4. οἱτεταρτοετεῖς, Προλύται[42], 5. οἱπενταετεῖς, Λύται.[43]
Στούςἱστορικοὺςκαὶχρονογράφουςτῆςἐποχῆςὀφείλεταιἡπληροφορίαγιάτὴνπυρκαγιὰτοῦ «ΟἰκουμενικοῦΔιδασκαλείου» καὶτῆςΒιβλιοθήκηςτου, πράξηἡὁποίαὀφείλεταιστήνἐμπάθειαπούἔδειξεὁΛέωνΓ’ σὲὅσουςἀντιτίθοντανστήνεἰκονομαχικὴπολιτικὴτου. Ἀπὸτὸ «Χρονικὸ» τοῦΓεωργίουΜοναχοῦ, χρονογράφουτοῦΘ’ αἰῶνος, ὁὁποῖοςὁλοκλήρωσετὸἔργοτουπερίτό 866 μ.Χ. μαθαίνουμε:
«Φησὶδέτίνεςκαὶτοῦτοπιστότατοιἄνδρες, ὅτιπρὸςτῇΒασιλικῇ <Yerebatan> καλουμένῃκινστέρνητῇοὔσῃπλησίοντῶνΧαλκοπρατείωνπαλάτιονἢνσεμνόν, ἐνὢὑπῆρχεκατὰτύπονἀρχαῖονοἰκουμενικὸςδιδάσκαλοςἔχωνμεθ’ ἑαυτοῦἑτέρουςμαθητὰςαὐτοῦκαὶσυλλήπτοραςπρούχονταςἄνδραςτὸνἀριθμὸνιβ’ πᾶσανἐπιστήμηνμετερχομένουςκαὶτὰἐκκλησιαστικὰκρατύνονταςδόγματα, βασιλικὰςδιαίταςκαὶβίβλουςὠσαύτωςἔχοντας, ὧνοἱβασιλεῖςἄνευβουλὴνἢγνώμηνοὐκἐθέσπιζον. Τούτουςὁἀγριώτατοςθὴρκαὶδυσώνυμοςβάναυσοςπροσκαλεσάμενοςἐπειρᾶτοπείθεινσυνθέσθαιαὐτοῦτῇἀθεΐᾳ. Τῶνδὲτοῦτομὴκαταδεξαμένων, ἀλλὰκαὶμᾶλλονἐλεγξάντωναὐτοῦτὴνἀσέβειαν, προσέταξεσυρομένουςαὐτοὺςἀτίμωςἐντῷαὐτῷτόπῳτοῦδιδασκαλείουαὐτῶνἐγκλεισθῆναι.
Τούτουδὲγενομένουτῇνυκτὶπάλινἀποστείλαςὁἀνήμεροςδράκωννυκτεπάρχουςτινὰςκαὶἀπηνεῖςἄνδραςπροσέταξεσυναχθῆναιπλῆθοςξύλωνκαὶτούτωνὑπαφθέντωνκατακαῆναιτοὺςἄνδραςσὺντῶνοἰκημάτωνκαὶτῶνβιβλίωνκαὶτῶνλοιπῶναὐτοῖςὑπαρχόντων. Οὗγενομένουπάντεςἄρδηνκατεφλέχθησαν.
ἜκτοτεοὖνἡτῶνἐπιστημῶνγνῶσιςἐνῬωμανίαἐσπάνισετῇτῶνβασιλευόντωνγνωσιμάχωνἀπονοίᾳμειουμένῃἕωςτῶνἡμερῶνΜιχαὴλκαὶΘεοδώραςτῶνεὐσεβῶνκαὶπιστῶνβασιλέων»[44]
Τὸσυμβὰνἀναφέρεταιἐπίσηςκαὶστά «ΠάτριαΚωνσταντινουπόλεως», τοῦΨευδό-Κωδινοῦ, ἔργοτοῦΙ’ αἰῶνοςκατὰτὴνἐκτιμήσητοῦἐκδότη Th. Preger:
«Τὸ δὲ τετραδήσιον τὸ ὀκτάγωνον, εἰς ὁ ᾖσαν στοαὶ ὀκτὼ ἤγουν καμαροειδεῖς τόποι, διδασκαλεῖον ἐκείσε ἐτύγχανεν οἰκουμενικόν, καὶ οἱ βασιλεύοντες αὐτοὺς ἐβουλεύοντο καὶ οὐδὲν ἔπραττον χωρὶς αὐτῶν ἔξ οὐ καὶ ἐξ αὐτῶν ἐγένοντο πατριάρχαι καὶ ἀρχιεπίσκοποι πλησίον δὲ τῆς βασιλικῆς ἢν καὶ διήρκεσεν ἔτη ιδ’ μέχρι δεκάτου χρόνου Λέοντος τοῦ Συρογενοὺς <Λέων Γ’, Ἲσαυρος, 717-741 μ. Χ.> τοῦ πατρὸς Κωνσταντίνου τοῦ Καβαλλίνου <Κωνσταντῖνος Ε’ Κοπρώνυμος, 741-775 μ. Χ.>.
Οὗτος γὰρ παρατραπεὶς τῆς θείας χάριτος καὶ γυμνωθεὶς τοῦ θεοῦ, διὰ τὸ μὴ συγκοινωνεῖν τοὺς τοιούτους διδασκάλους τῇ παρανομίᾳ αὐτοῦ πλησθεὶς ὀργῆς, κατέκαυσεν αὐτοὺς ἅμα τοῖς οἰκήμασι, δεκὲξ ὄντας, σχήματι μοναχούς»[45].
Αὐτόποῦμαςἐνδιαφέρειεἶναιὅτιτὸσυμβὰνἐπαναλαμβάνεταικαὶἀπὸμεταγενέστερους, ὅπωςὁΚ. Μανασσῆς, στήν «ΣυνόψινΧρονικήν», ἔργογραμμένοσὲ 6.733 δεκαπεντασυλλάβους, ὁ ὁποῖος ἱστορεῖτὰγεγονόταἀπὸἀπό κτίσεωςκόσμουἕωςτὸἔτος 1081 μ.Χ. Στούςστίχους 4262-3 μάλισταἀναφέρειὅτιστήν«ΒασιλκήΒιβλιοθήκη» τῶνἈνακτόρωνκείτονταν36.500 τόμοι. Τὸν ἀριθμὸ αὐτὸ δίνει καὶὁ Μιχαὴλ Γλυκὰς («Χρονικὴ Βίβλος»)[46]:
«ΤοῦτεμενίσματοςἐγγὺςτοῦτῆςΘεοῦσοφίας,
οἶκοςλαμπρὸςδεδόμητοτοῖς πάλαιβασιλεῦσι,
κῆποςἂνεἴπῃτιςλαμπρὸςβιβλιοφοόρωνδένδρων,
ἄλσοςἀγλαοφύτευτον παντοδαπῆςσοφίας,
βίβλοιγὰρἦσανἐναὐτῷ προτεθησαυρισμέναι,
εἰςτρισμυρίαςφθάνουσαικαὶἄλλαςτρισχιλίας,
εἰςτρισχιλίουςφθάνουσα πρὸςταῖς πεντακοσίαις.»
863: Μαθαίνοντας γιά τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Σλάβων τοῦ Μοράβα, ὁ ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων, Βόρις, ἀποφάσισε (τό 864) νά βαφτιστεῖ, κάτι τὸ ὁποῖο ἔγινε μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα, μὲ νονὸ μάλιστα τὸν αὐτοκράτορα Μιχαήλ Γ’, ποὺ ἔδωσε στόν νεοφώτιστο τὸ δικὸ του ὄνομα. Ὁ δέ νεοφώτιστος Μιχαήλ (Βόρις) ἔλαβε ὡς προῖκα ἀπὸ τὸν νονό του Μιχαήλ Γ’ τὴν περιοχὴ τῆς Ζαγοράς καὶἔστειλε συνάμα τὸν γιό του Συμεὼν νά σπουδάσει τὴν ἐπιστήμη τῆς διοίκησης ἀλλὰ καὶ τήν βυζαντινή ζωή στό παλάτι τῆς Κωνσταντινούπολης.
Στήν Κωνσταντινούπολη ὁ Συμεὼν μεγάλωσε καὶ ἀνατράφηκε ἑλληνικά, διάβασε κι’ ἀγάπησε τὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ τοὺς λόγους τοῦ Δημοσθένη κι’ ἔφτασε στό σημεῖο νά ἀποκαλεῖται Semigraecus («Μισοέλληνας»), δηλαδή μισός Ἓλληνας.
Ἀργότερα ἐπιδόθηκε σὲ πολεμικές δραστηριότητες ἐναντίον τοῦ Βυζαντίου καὶ τελικὰ κατέπεισε καὶ τὸν πάπα νά τὸν ἀναγνωρίσει ὡς «τσάρο τῶν Βουλγάρων καὶ αὐτοκράτορα τῶν Ῥωμαίων» ὑποδηλώνοντας τίς προθέσεις του ἀπό πολύ νωρίς («πάρτονε δηλαδή στό γάμο σου, νά σοῦ πεῖ καὶ τοῦ χρόνου»).
ΒΑΠΤΙΣΙΣ ΜΙΧΑΗΛ (ΒΟΡΙΔΟΣ Α’) ΜΕ ΑΝΑΔΟΧΟ ΤΟΝ ΜΙΧΑΗΛ Γ’
Πηγή: en–wikipedia.org
Ἔγινε ὁ πρῶτος βασιλιὰς τῶν Βουλγάρων. Ἡ δὲ πρωτεύουσα του Πρεσλάβα στολίστηκέ με ἔργα ἑλληνικῆς τέχνης, ἀνάκτορα καὶ ἐκκλησίες. Ἐγινε μάλιστα κέντρο μετάφράσης ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων στήν παλαιοσλοβενικὴ γλῶσσα καὶ μέσῳ αὐτῆς πέρασαν τὰ ἀρχαιοελληνικὰ συγγράμματα στήν σερβικὴ καὶ στήν ῥωσικὴ γλῶσσα, ἔτσι πού τελικὰ συνέβαλαν στόν ἐκπολιτισμό τῶν Σλάβων.
866: Δολοφονία καίσαρος Βάρδα ὑπὸ Βασιλείου παρακοιμωμένου τοῦ Μιχαήλ Γ’ καὶ κατόπιν τούτου συμβασιλεία προῥηθέντος Βασιλείου (Βασίλειος Α’) μετὰ Μιχαήλ Γ’.
867: Κοίμησις στίς 11 Φεβρουρίου τῆς ἁγίας Θεοδώρας τῆς Αὐγούστας, τῆς ἐν τῷ ναῷ τῆς Θεοτόκου Σπηλαιωτίσσης, τῆς ἓν νήσῳ Κερκύρᾳ, τεθησαυρισμένης καί πλησίον τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος κειμένης.
«Χαίροις, Θεοδώρα πανευκλεής, χαίροις ευσεβείας ανακήρυξις αλήθης. Χαίροις παρρησίαν προς Θεόν κεκτημένη, Αυγούστα και οσία αειμακάριστε.»
867: Δολοφονία στίς 24 Σεπτεμβρίου Μιχαήλ Γ’ ὑπὸ Βασιλείου Α’ καὶ τῶν σῦν αὐτῷ στόν ναό τοῦ ἁγίου Μάμαντος («ἐν τοῖς παλατίοις τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μάμαντος ἀναιροῦσιν αὐτόν, ἐκ τῆς ἄγαν οἰνοφλυγίας ἀνεπαισθήτως τὸν ὕπνον τῷ θανάτῳ συνάψαντα», Θεοφάνους Συνεχισταί, «Χρονογραφία», σ. 254).
867: Βασίλειος Α’ ὁ Μακεδὼν στέφεται νέος αὐτοκράτωρ καὶ γίνεται ὁ ἰδρυτής τῆς σημαντικῆς Μακεδονικῆς Δυναστείας.
867: Στίς 23 Νοεμβρίου ὁ Ἰγνάτιος καθίσταται ὑπὸ Βασιλείου Α’ ἐκ δευτέρου πατριάρχης. Ὁ πατριάρχης Φώτιος καθαίρεται ὡς εὐνοούμενος τοῦ δολοφονηθέντος καίσαρος Βάρδα καί περιορίζεται στήν μονὴ τῆς Σκέπης τοῦ Βοσπόρου.
869: Κοίμησις ἁγίου Κυρίλλου (Κωνσταντινου), τοῦ Φωτιστὴ τῶν Σλάβων, στήν Ῥώμη.
877: Στὶς 23 Ὀκτωβρίου κοίμησις πατριάρχου Ἰγνατίου καὶ ἀνάδειξις ἐκ δευτέρου τοῦ Φωτίου ὡς πατριάρχου ὑπὸ Βασιλείου Α’.
885: Κοίμησις ἁγίου Μεθοδίου (Μιχαήλ), τοῦ Φωτιστὴ τῶν Σλάβων, στήν Μοραβία.
886: Ἐκοιμήθη στήν Πόλη, τὸ ἔτος 886, ἒν εἰρήνη, ὁ ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ ὑμνογράφος, ὣς σκευοφύλαξ τῆς ἁγίας Σοφίας, ἐπὶ τῆς δευτέρας πατριαρχίας τοῦ ἁγίου Φωτίου.
886: Στίς 29 Αὐγούστου πεθαίνει ὁ Βασίλειος Α’ σὲ ἡλικία 74 ἐτῶν. Νέος αὐτοκράτωρ στέφεται Λέων ὁ ΣΤ’ ὁ σοφός, ὁ μαθητὴς τοῦ Φωτίου.
886: Καθαίρεσις τοῦ ἁγίου Φωτίου ὑπὸ τοῦ μαθητοῦ του Λέοντος ΣΤ’ σοφοῦ. Ὁ Φώτιος ἀποσύρεται στήν μονὴ τῶν Ἀρμενιανῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὴν συγγραφικὴ δραστηριότητα μέχρι τὸν θάνατο του.
893: Στίς 6 Φεβρουαρίου κοίμησις τοῦ ἁγίου Φωτίου τοῦ μεγάλου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως στήν μονὴ τῶν Ἀρμενιανῶν. Ὁ Μέγας Φώτιος ἤταν ἐξέχων λόγιος, διδάσκαλος, κρατικὸς λειτουργός, ἱεράρχης, πρεσβευτής, διπλωμάτης, ἱεραπόστολος, ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας καὶ τῆς «θύραθεν» γραμματείας πάνυ πεπαιδευμένος.
Ὁ δὲ ἀνώνυμος συγγραφέας τοῦ βίου της («καὶ γὰρ ἐγὼ σήμερον ἑστιάτωρ τῶν ἐκείνης θαυμάτων ὀφθήσομαι, ὡς πάτριος αὐτῆς φίλος τυγχάνων καὶ τὰ περὶ αὐτῆς ἀληθῶς διηγούμενος·»), ἀναφέρει τὴν οἰκογένεια τῆς Ἀννας ὡς «ἐκ τῶν πάλαι περιβλέπτων…ἔχουσαν βασιλικὸν αἷμα»[47].
Συνέδεσε τὸ ὄνομα του μέ τὸ πρῶτο ῥῆγμα μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν Ῥώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως (863-867), ἀλλὰ καί μέ τὴν «ἀξιοποιήση τοῦ ἀνεξάντλητου πλούτου τῆς κλασικὴς ἑλληνικῆς σοφίας» τὸ ὁποῖο ὁδήγησε σὲ ἂνθηση τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων.
896: Ἐκοιμήθη στὶς 10 Νοεμβρίου τοῦ 896, σὲἡλικία μόλις τριάντα (30) ἐτῶν, ἡἉγία Θεοφανώἡ Θαυματουργὴ, ἡ αὐτοκράτειρα. ἩἉγία Θεοφανώἤταν κόρη τοῦ Κωνσταντίνου Μαρτινακίου καὶ τῆς Ἄννας (ὡς εὐγενὴς «ἐκ τῶν ἀφ’ ἡλίου ἀνατολῶν».
Γεννήθηκε, τό 866, κατόπιν πολλῶν προσευχῶν καὶ κατοικοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη ὅπου καὶἀνατράφηκε μέ ἐπιμέλεια. Ὁ βιογράφος ἀναφέρει, ὅτι οἱ γονεῖς τῆς ἁγίας κατέφευγαν συχνὰ στόν ναὸ τῆς Θεοτόκου ἐν τοῖς Βάσσου.
Παραθέτει μάλιστα καὶ δικὴ τοὺς διηγήση, σύμφωνα μέ τὴν ὁποία, μετὰἀπὸἐσπερινὴ δεήση τους στόν συγκεκριμένο ναό, ἐμφανίστηκε στόν ὕπνο τους κάποιος, γηραιὸς στήν ἡλικία, ὁὁποῖος τοὺς ἔκανε λόγο για «παιδοποιίας εὐαγγέλια». Συγκεκριμμένα ἀναφέρει, ὅτι:
«ἐπέστη δὲ αὐτοῖς, ὡς ἔλεγον, καθ᾿ὕπαρ, ἄνθρωπος γηραιός τις τῶν γνωρίμων ὑπάρχων, εὐαγγέλια δῆθεν αὐτοῖς παιδοποιΐας φθεγγόμενος· ὅστις πρὸς αὐτοὺς χαριέντως ἔφη· «τί μοι παρέχετε, ἐὰν ἄρα ὑμῖν ὑπομνήσω τέξασθαι τέκνον» οἱ δέ φασι πρὸς αὐτόν·«φιλίαν καὶἀένναον εὐχαριστίαν.» ὁ δὲ πρὸς αὐτούς· «ἀμὴν εὐαγγελίζομαι ὑμῖν, ὅτι θυγάτριον τέξετε καὶ δι᾿ αὐτοῦ μεγάλη ὑμᾶς διαδέξεται δόξα».[48]
Σὲ κατάλληλη ἡλικία, τὸ 882, ὁ βασιλιὰς Βασίλειος Α’ ὁ Μακεδόνας τὴν ἔδωσε γιά σύζυγο στόν γιὸτου Λέοντα τόν Σοφὸ (866 – 912 μ.Χ.). Ὁ γάμος της μέ τὸν Λέοντα ΣΤ’ διήρκεσε μέχρι τὴν ὀσιακὴ κοίμηση της, τὸ 896, δηλαδή 14 χρόνια. Τά παράδοξα γεγονότα, ποῦ συνδέονται μέ τὴν ἁγία συνεχίσθηκαν καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ τοκετοῦ τῆς μητέρας της:
«ὁ θεοφιλὴς ταύτης ἀνὴρ τὸν σηκὸν τὸν ἐν τοῖς Βάσσου <τῆς Θεοτόκου> καὶ ἀειπαρθένου καταλαμβάνει καὶ μίαν ζώνην τῶν ἐκεῖσε σεβασμίων κιόνων ἀναλαβὼν τῇ ὀσφύϊ τῆς κυούσης ζωσθῆναι κελεύει, καὶ ἅμα τῇ προσψαύσει τῆς τιμίας ἐκείνης ζώνης ἡ τῶν ὀδυνῶν κατευνάζετο τιμωρία. καὶ ἡ δυστοκοῦσα καὶ θανεῖν προσδοκωμένη αὖθις τῶν πόνων ἀπαλλαγεῖσα, ἀπόνως τὸ βρέφος, χαριέντως, ὥς φασι, προσμειδιῶν, εἰς τὸ φῶς παρεισήχθη. καὶ πρὸ τοῦ αὐτὸ βρεφοπρεπῶς ἐκφωνῆσαι ἀετὸς παρευθὺ καταπτὰς διὰ τῶν ἐμφωμάτων τοῦ οἴκου εἰσελθεῖν ἐπειρᾶτο· οὗ δὴ θαύματος γενομένου, οἱ παρεστῶτες πάντες ἐξηπόρουν τὸ θαῦμα.»[49].
Διατήρησε πάντα τήν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν μετριοφροσύνη καὶ προτιμοῦσε νά εἶναι ἁπλὰ ντυμένη καὶ νά βρίσκεται δίπλα στούς ἀνθρώπους ποῦ τὴν χρειάζονταν:
«εὐπρέπειαν ἔξωθεν περιβεβλημένη, τοῖς ῥάκεσιν ἒνδον τὸ σῶμα κρυπτῶς κατέτρυχε. καὶἀσκητικὴν ἀγωγὴν αἱρουμένη, τῶν πολυτελῶν τραπεζῶν κατεφρόνει καὶ εὐτελεῖ καὶ αὐτοσχεδίῳ τοῦἄρτου καὶ τῶν λαχάνων ἐτρέφετο πανδαισία. Οὐκ ἐφθέγξατο ὅρκον διὰ τῆς γλώσσης. Οὗ ψευδὲς ῥῆμα διὰ τῶν ταύτης χειλέων προῆλθεν ἢ λοιδορία. Ἡνίκα δὲἡ νὺξ κατέλαβεν, ἐκεῖθεν ἀνισταμένη… ὥραν ἐξ ὤρας…τῷ Θεῷ τὰς αἰνέσεις ἀναπέμπουσα[50].»
Μὲ τὴν συνοδεία δύο ἔμπιστων ὑπηρετριῶν της («Οὗ κέκληκε ποτέ τινά ἁπλῷὀνόματι, ἀλλὰ πάντων ἐκυρολόγει τὰς κλήσεις.»), πήγαινε στά σπίτια τῶν φτωχὼν καὶ κατατρεγμένων καὶ πρόσφερε τὴν βοήθεια της («Αὒτη δέ…οὗ διέλιπε τοῖς πεινῶσι διαθρύπτειν τὸν ἄρτον…»).[51] Ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τοὺς συγχρόνους της σὰν ἁγία καὶ θαυματουργὴ γιὰ τὰ πολλὰ ἔργα ἀγάπης ποῦ ἔκανε.
Ἀκολούθησε τὸν σύζυγο της, στόν τόπο ἐξορίας τους, στήν Θεσσαλονίκη, ὅπου καί σὺν τοῖς ἄλλοις, τὸ 888 μ. Χ., ἔκτισε τὴν Ἱερὰ Πατριαρχική καὶ Σταυροπηγιακή Μονὴ τῆς ἉγίαςἈναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, κοντὰ στά Βασιλικὰ τῆς Θεσσαλονίκης (32ο χιλιόμετρο Θεσσαλονίκης – Πολυγύρου Χαλκιδικῆς).
Ἡ μονὴ πανηγυρίζει στίς 22 Δεκεμβρίου (Ἁγίας Ἀναστασίας Φαρμακολυτρίας, στίς 16 Δεκεμβρίου (Ἁγίας Θεοφανοῦς) καὶ τέλος τὴν Δ΄Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, τὴν μνήμη τοῦἉγίου Θεωνᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Ἀνιδρυτοῦ καὶἩγουμένου τῆς Μονῆς (1525).
Ἐκοιμήθη, τέσσερα ἔτη μετὰ τὸν θάνατο τῆς μοναδικῆς της κόρης, τῆς Εὐδοκίας, στὶς 10 Νοεμβρίου τοῦ 896, σὲ ἡλικία μόλις τριάντα ἐτῶν («…τὸν χρηστὸν τοῦ Κυρίου τὸν ζυγὸν λαβοῦσα…ἐν εἰρήνῃ τὸ πνεῦμα τῷ Θεῷ παρέθετο[52].». Τὸ σκήνωμα τῆς ἁγίας Θεοφανοῦς εὑρίσκεται σήμερα στόν πατριαρχικὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Γεωργίου, στό Φανάρι.
«ἘγγὺςΒασιλὶςΚυρίου, ταῖςἀρεταῖςἕστηκενἐστιλβωμένη.»[53]
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Προελομένη τὰ οὐράνια πόθῳ, τὴν βιοτὴν διεξῆλθες, ἀγγελικῶς ἐν γῇ περιπολεύουσα· ὅθεν κατηξίωσαι, οὐρανίων χαρίτων, σὺν Ἀγγέλων τάξεσι, καὶ Ἁγίων χορείαις, παρισταμένη τῷ Παμβασιλεῖ· ὃν ἐκδυσώπει, εὑρεῖν ἡμᾶς ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὴν ἐν τῷ μέσῳἀνακτόρων ἀναλάμψασαν ὡς ἐν ἐρήμῳἁγιότητος ταῖς λάμψεσιν, ὡς θεόφρονα τιμήσωμεν βασιλίδα· Βασιλείαν γὰρ λιποῦσα τὴν ἐπίγειον, τὴν οὐράνιον ἐνθέως ἐκληρώσατο· Χαίροις λέγοντες, παμμακάριστε.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς θεοφανείας τῆς μυστικῆς, τὴν βουλὴν πληροῦσα, ὡς βασίλισσα νουνεχής, τῆς ὑπερκοσμίου, ἐπέβης βασιλείας, Ὁσία ἀξιοθαύμαστε.[54]
930: Στὶς 28 Ἰουλίου κοίμησις της ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Εἰρήνης, στὴν μονὴ Χρυσοβαλάντου Κωνσταντινουπόλεως, τῆς πλησίον τῆς Κινστέρνας τοῦ Ἂσπαρος πεπηγμένης, ἐπὶ συμβασιλείας Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογεννήτου καὶῬωμανοῦ Α’ τοῦ Λεκαπηνοῦ.
*Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ μόλις ἐκδοθὲν βιβλίο τοῦ Δημητρίου Γ. Μαυρίδη:
«ΟΣΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ», ISBN: 978-960-93-6176-7
***
[1] «Θεόφιλος ἐβασίλευσεν ἔτη Ἰβ’ <καὶ μήνας γ’ καὶ ἀπέθανε δυσεντερικῶς>, ὁ νέος Βαλτάσαρ καὶ παραβάτης καὶ θεομισῆς καὶ τῶν ἁγίων εἰκόνων ὑβριστὴς καὶ καθαιρέτης καὶ βέβηλος» (Georgii Monachi, Dicti Hamartoli, «Chronica», Γεώργιος Μοναχός, «Χρονικόν», σ. 699).
[2] «Μετὰ τοῦτον ἐβασίλευσε Μιχαὴλ σὺν τῇ μητρὶ αὐτοῦ <842> Θεοδώρα ἔτη ιέ’, μόνος δὲ ἔτη ι’ καὶ σὺν Βασιλείῳ ἔτος α’ καὶ μήνας δ’, ὅστις τὴν πατρῴαν βασιλείαν διαδεξάμενος <,στλθ’ ἔτει τοῦ κόσμου, ἀπὸ δὲ τῆς θείας σαρκώσεως ,ὠλθ’>», (Georgii Monachi, Dicti Hamartoli, «Chronica», Γεώργιος Μοναχός, «Χρονικόν», σ. 717)
[3] Μερικοὶ θεωροῦν τὸν Λέοντα ΣΤ’ γυιὸ τοῦ Μιχαὴλ Γ’ καὶ τῆς Εὐδοκίας Ἰγγερινῆς.
[4]Ἐπὶ τῆς βασιλείας του ἡὅσια Εἰρήνη ἀπῆλθε εἰς τὰ οὐράνια δώματα.
[5]Ὸ μετέπειτα Βασίλειος Β’ ὁ Βουλγαροκτόνος.
[6]Ὸ μετέπειτα Κωνσταντῖνος Η’.
[7]http://www.hs-augsburg.de/~harsch/graeca/Chronologia/S_post09/Kassia/
[8] Ἡ ἐτυμολογικὴ σημασία τοῦ ὀνόματος σχετίζεται μὲ τὴν πελασγικὴ ρίζα bha*-, ἀπὸ τὴν ὁποία σχηματίζονται διάφορες λέξεις, στὶς διάφορες γλῶσσες, ὅπως: bha* – Φάος, Φῶς, ha*- Χάσσιος, Cassius, Κάσσιος, Huskies, βλέπε καὶ «χάσσικο» ψωμί, ba*- Βάνδον, Μπαντιέρα, Barack (βλέπε Θωμόπουλος, Πελασγικά, σ. 432).
[9] Ὁλόκληρο τό κείμενο ἀπὸ τὸ blog ἐπικοινωνίας τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἅγιου Νικολάου, «εἰς Κόπανους», Ἰωαννίνων, http://eiskopanous.blogspot.gr/
[10] Βλέπε Μαρτίνος, Ἰωάννης, «Αὐτοκτρότορες τοῦ Βυζαντίου», σ. 63, ἐπίσης «Νέος Συναξαριστής», 2001, σ. 77.
[11]Βλέπε «Νέος Συναξαριστής», 2001, σ. 77
[12]Βλέπε «ΜΗΝΑΙΟΝ Φεβρυαρίιου», 1991, σ. 236, 239
[13]http://www.synaxarion.gr/gr/sid/3107/sxsaintinfo.aspx
[14]Ἤταν ὁ πρῶτός ποῦ περιέλαβε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στά νομίσματα.
[15] Διακρίνεται ἡ Ἁγία Σοφία καὶ ἡ ἁλυσσίδα στό στόμιο τοῦ Κερατίου κόλπου, διὰ χειρὸς Ἰωάννου Δ. Μαυρίδη, ἐτῶν 10, Βιέννη.
[16] Τὸ βυζαντινὸ ἔνδυμα «τζιτζάκιον» φέρεται νά ἀποτελεῖ ἀντιγραφὴ τοῦ παραδοσιακοῦ χαζαρικοῦ νυφικοῦ φορέματος, ὀνομάσθηκε δὲ ἔτσι γιατὶ τὸ πραγματικὸ ὄνομα τῆς Εἰρήνης ἤταν Τσιτσὰκ ἢ Σισσάκ, ἡ Ἀνθή στά ἑλληνικά, ἔξ οὐ καὶ τὸ ποντιακό «τσιτσεκόπο μ’», «λουλουδάκι μου», δηλαδή.
[17] Ὁ «γυιὸς τῆς Χαζάρας», ὁ Λέων Δ’ ὁ Χάζαρος (775 – 780 μ.Χ.), ἠταν γυιός τοῦ Κωνσταντίνου Ε’ τοῦ Κοπρωνύμου καὶ τῆς πριγκήπισσας τῶν Χαζάρων Σισσὰκ (Εἰρήνη). Ὁ Λέων Δ’ παντρεύτηκε τὸ 770 τὴν εἰκονόφιλη Εἰρήνη τὴν Ἀθηναία ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέκτησε τόν Κωνσταντίνο ΣΤ’.
[18] http://www.impantokratoros.gr/331CED14.el.aspx, 2.2.2013
[19] Βλέπε σχετικὰ καὶ τὰ περὶ Κομμερκιαρίων, ἤτοι κρατικῶν φοροεισπρακτόρων, ἀλλὰ καὶ ἐμπόρων ταυτόχρονα (Mavridis, D. G., 2013).
[20] Ὡς γνωστὸν οἱ ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος δημιούργησαν ἔνα εἰδικό ἀλφάβητο, τὸ «Γλαγολιτικό», πάνω στό ὁποῖο βασίζεται καὶ τὸ λεγόμενο «Κυριλλικό» ἀλφάβητο, πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Κυρίλλου.
[21] Οἱ ἱεραπόστολοι ἀδελφοὶ ἀναγκάστηκαν ἀπὸ τὸν Πάπα Ἀδριαvό τόν Β’ νά προσέλθουν στήν Ῥώμη γιά νά ἀπολογηθοὺν γιά τήν παραβίαση τοῦ «τριγλωσσικοῦ δόγματος», ὅτι δηλαδή ἡ χριστιανικὴ ἱεροτελεστία μπορεῖ νά τελεῖται μόνο στήν Ἑβραϊκή, τὴν Ἑλληνικὴ καὶ τήν Λατινική γλῶσσα, κάτι ποῦ στην ὀρθοδοξία εἶναι ἀπαράδεκτο.
[22]http://www.synaxarion.gr/gr/sid/3107/sxsaintinfo.aspx
[23]http://www.saint.gr/3802/saint.aspx, 2.2.2013
[24]Βλέπε Ἁγίου Νικοδήμου, «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ», Τόμος Α’, Ἐκδόσεις Δομός, 2005, (http://www.agiooros.net/), ἀλλὰ καὶ «Νέος Συναξαριστής», τόμος, ἕβδομος, 2006, σ. 123-125
[25]http://www.synaxarion.gr/gr/sid/3107/sxsaintinfo.aspx
[26] Νικήτα τοῦ Παφλαγόνος, Τὰ εὑρισκόμενα πάντα, P. G. 105, tomusunicus, 1862
[27] Μονὴ Στουδίου ἢ τῶν «ἀκοιμήτων μοναχῶν, 1877, ImrahorCâmîi
[28]Βλέπε Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Συναξαριστὴς», Τόμος Α’, Ἐκδόσεις Δομός, 2005, (http://www.agiooros.net/forum/)
[29] Προφανῶς ἡ ἀρχαία Βῶνα τοῦ Πόντου μέ τὴν Βόωνα Ἄκρα (Cam burnu),μετὰ την Ἰασώνειο Ἀκρα (Yasun Burnu), βλέπε Καλεντερίδης Σάββας, «Ἀνατολικὸς Πόντος», Ἰνφογνώμων, 2006, σ. 114-115
[30]Βλέπε Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Συναξαριστὴς», Τόμος Α’, Ἐκδόσεις Δομός, 2005, (http://www.agiooros.net/forum/viewtopic.php?t=14201)
[31]Ὅρα σ. 674, 679, 697 τῆς «Δωδεκαβίβλου», Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτου», Τόμος Α, Ἐκδόσεις Δομός, 2005, (http://www.agiooros.net/forum/
[32]Ἀνδρεάδης, 1992, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Δημοσίας Οἰκονομίας, σ. 670
[33] «Ὁ δὲἀμερούμνης ἀπελθὼν μετὰ δυνάμεως πολλῆς, περιεχαράκωσε τὸἈμόριον καὶ πολέμους πολλοὺς ποιήσας, οὐκ ἴσχυσεν αὐτὸἐκπορθῆσαι, γενναίως καὶ σταθερῶς ἀγωνιζομένων τῶν ἒνδοθεν· μαθητὴς δέ τις Λέοντος τοῦ φιλοσόφου ἢν ἐν τῷ κάστρῳ καὶ βουληθέντος ὑποχωρήσαι τοῦἀμερούμνη, διά τινός ἐμήνυσεν αὐτῷὁἀστρονόμος, ὅτι «εἰ προσκαρτερήσεις δύο ἡμέρας τῷ κάστρῳ, ἐκπορθήσεις ἠμᾶς», ὁ καὶ γέγονε· προεδόθη γὰρ ὑπό τε τοῦ λεγομένου Βοιδίτζη καὶ τοῦ Μανικοφάγου· κατεσχέθησαν δὲ τῶν ὀνομαστῶν ἄνδρες οὐκ ἀγενεῖς ἀπελθόντες ἐν Συρίᾳ αἰχμάλωτοι, Θεοφίλος ὁ πατρίκιος, καὶ στρατηγοῖὅ τε Μελισσηνὸς καὶἈέτιος καὶ Θεόδωρος, πρωτοσπαθάριος εὐνοῦχος ὁ Κρατερός, καὶ Κάλλιστος τουρμάρχης καὶ Κωνσταντῖνος δρουγγάριος καὶ Βασόης ὁ δρομεὺς καὶἄλλοι πολλοὶ καὶἄρχοντες τῶν ταγμάτων, οἱ παρὰ τοῦ πρωτοσυμβούλου ἀναγκασθέντες ἀρνήσασθαι τὴν αὐτῶν πίστιν καὶ τοῦτο μὴ πεισθέντες, ξίφει τὰς κεφαλὰς ἀπετμήθησαν, ἀντὶ τῆς παρούσης ζωῆς τὴν αἰώνιον ἀνταλλαξάμενοι.» (GeorgiiMonachi, DictiHamartoli, «Chronica», Γεώργιος Μοναχός, «Χρονικόν», σ. 712)
[34]Ἐκκλησιαστικὴ Βιβλιοθήκη «ΦΩΣ», 1991, σ. 43
[35]http://www.synaxarion.gr/
[36] Ἡ εἰκόνα εἶναι μία ἀπό τίς 574 μικρογραφίες τοῦ Ἰωάννη Σκυλίτζη (http://www.saint.gr/ 2.2.2013)
[37] Βλέπε Reynolds, L.D. & Wilson, N. G. (2001), «Ἀντιγραφεῖς καὶ Φιλόλογοι, Τὸἱστορικό παράδοσης τῶν κλασσικῶν κειμένων», Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθῆνα, σ. 76
[38]Περὶ Πανεπιστημίων / βιβλιοθηκῶν βλέπε Ἀνδρεάδης,1992, σσ. 582, 586
[39] Γιά περισσότερες πληροφορίες βλέπε τό ἐξαιρετικό βιβλίο: Reynolds, L.D. & Wilson, N. G. (2001), «Ἀντιγραφεῖς καὶ Φιλόλογοι, Τὸἱστορικό τῆς παράδοσης τῶν κλασσικῶν κειμένων».
[40] Βλέπε http://en.wikipedia.org/wiki/Medieval_university
[41] Γιά τήν μονή Στουδίου βλέπε Reynolds, L.D. & Wilson, N. G. (2001), σ. 78
[42] Προλύται κατὰ τὸν Κουμανούδη εἶναι: «οἱ πενταετίαν ὕλην τῶν νομικῶν μαθημάτων διακούσαντες καὶἀπολυθέντες». Συνεχίζοντας ἀναφέρει, ὅτι δέν σχετίζονται μὲ τὸ proletarius (proles = χυδαῖος) καθὼς αὐτοὶἦσαν «οἱ τῆς ἕκτης κλάσεως, εἴτε συμμορίας τῶν Ῥωμαίων, οἱ σχεδὸν ἄποροι καὶ μόνῃ τῇ τεκνογονίᾳ τὴν πόλιν αὔξοντες» («Λεξικόν Λατινοελληνικόν», σ. 224).
[43]Βλέπε http://www.impantokratoros.gr/D2B911EF.print.el.aspx
[44] Βλέπε http://www.impantokratoros.gr/D2B911EF.print.el.aspx
[45] Βλέπε http://www.impantokratoros.gr/D2B911EF.print.el.aspx
[46]Ἀνδρεάδης, Α., 1992, «Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Δημοσίας Οἰκονομίας», ΤόμοςΒ’, Παπαδήμας, Ἀθῆνα, σ. 587
[47] Kurtz, Εd., (1898), «Zwei griechische Texte über die Hl. Theofano, die Gemahlin Kaisers Leo VI», Mémoires de l’ Académie Impériale des Sciences de St. – Petersbourg, VIIIe serie, Classe Historico-Philologique, Volume III. No 2, St. – Petersbourg, σ. 2,10-12, ἀπό: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/
[48]ΒλέπεΚurtz, Ed. (1898), σ. 2, ἀπό: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/
[49]ΒλέπεΚurtz, Ed. (1898), σ. 3, ἀπό: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/
[50] Βλέπε «ΜΗΝΑΙΟΝ Δεκεμβρίου», σ. 213, 214
[51] Βλέπε «ΜΗΝΑΙΟΝ Δεκεμβρίου», σ. 214
[52] Βλέπε «ΜΗΝΑΙΟΝ Δεκεμβρίου», σ. 214
[53] Βλέπε «ΜΗΝΑΙΟΝ Δεκεμβρίου», σ. 213, 214
[54]Πηγή: http://www.saint.gr/3274/saint.aspx
1 comment
Χαίρετε. συγγνώμη, όλο αυτό το κατεβατό, ποιός το διαβάζει;