του Ιωάννη Σ. Λάμπρου, Πολιτικού Επιστήμονος
Δέκα χρόνια μετά το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, τον Απρίλιο του 2004, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Προέδρου Αναστασιάδη και του Ν. Έρογλου στόχο έχουν την υποβολή μιας νέας συμφωνίας με παρόμοιες πρόνοιες με αυτές του απορριφθέντος σχεδίου. Το ζήτημα, το οποίο αξίζει να διερευνηθεί είναι η στάση του Τ. Παπαδόπουλου στο δρόμο προς το δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004 καθώς και με ποιον τρόπο διαχειρίστηκε το ΟΧΙ την επομένη του δημοψηφίσματος, ώστε, αφ’ ενός το 2008 να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές ο κ. Χριστόφιας, ο οποίος είχε τηρήσει επαμφοτερίζουσα στάση στο δημοψήφισμα του 2004 και αφ’ ετέρου το 2013 να εκλεγεί ο κ. Αναστασιάδης, εκ των κυριοτέρων υποστηρικτών του σχεδίου Ανάν.
Προς το Δημοψήφισμα
Αξίζει να αναφερθεί πως στο πρόγραμμα διακυβέρνησης του Τάσου Παπαδόπουλου, για τις προεδρικές εκλογές του 2003, υπήρχε αναφορά πως το σχέδιο Ανάν γινόταν δεκτό ως βάση διαπραγμάτευσης, γεγονός, το οποίο επιβεβαιώθηκε, λίγο αργότερα, σε κοινή ανακοίνωση Σημίτη-Παπαδόπουλου, τον Απρίλιο του 2003 στην Αθήνα, σε επίσκεψη του Κύπριου Προέδρου για την υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παράλληλα, στις 17 Δεκεμβρίου 2003 και ενώ υπολείπονταν λίγοι μήνες για την είσοδο στην Ε.Ε., η κυπριακή κυβέρνηση επισπεύδουσα απέστειλε – είτε λόγω πιέσεων των Αθηνών, είτε του ΑΚΕΛ – στον ΓΓ του ΟΗΕ, επιστολή ζητώντας επανέναρξη των συνομιλιών, μετά το ναυάγιο της Χάγης, το Μάρτιο του 2003 λόγω της απόρριψης των προτάσεων του ΟΗΕ από τον Ρ. Ντενκτάς. Αποτέλεσμα αυτής της επιστολής ήταν η αποδοχή εκ μέρους της Λευκωσίας της ανακοίνωσης του ΓΓ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν, στις 13-2-2004 στη συνάντηση της Νέας Υόρκης, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση απουσίας συμφωνίας, ο Γενικός Γραμματέας είχε τη διακριτική ευχέρεια «να οριστικοποιήσει το κείμενο», το οποίο θα υποβαλλόταν, πριν την 1η Μαΐου σε χωριστά, ταυτόχρονα δημοψηφίσματα. Η αποδοχή εκ μέρους της Λευκωσίας της τελευταίας πρόνοιας ενίσχυε το κατοχικό καθεστώς. Πιο συγκεκριμένα, δεν πληρούνταν καμιά προϋπόθεση για τη νόμιμη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων στα κατεχόμενα όπως η ύπαρξη, μόνιμα και νόμιμα, εγκατεστημένου λαού ( συμμετοχή εποίκων στο δημοψήφισμα ) σε συγκεκριμένο και αναγνωρισμένο έδαφος από τρίτα κράτη ( τα κατεχόμενα όντας αποτέλεσμα εισβολής και κατοχής δεν έχουν αναγνωριστεί από τρίτους πλην της Τουρκίας) αλλά και η δυνατότητα των νομίμων Τουρκοκυπρίων να εκφράσει ελεύθερα ( παρουσία κατοχικών στρατευμάτων) τη βούληση τους. Η διεξαγωγή δε, του δημοψηφίσματος στα κατεχόμενα σε συνδυασμό με τον απόλυτο γεωγραφικό έλεγχο των κατεχομένων και την πληθυσμιακή ομοιογένεια -λόγω εθνοκάθαρσης- ενίσχυσαν το επιχείρημα των κατοχικών αρχών να αυτοπαρουσιαστούν ως ξεχωριστός λαός.
Η κυπριακή κυβέρνηση, αν και εκ των υστέρων, αμφισβήτησε το εύρος της παρέμβασης του ΓΓ ( επιστολή Τ. Παπαδόπουλου, 7 Ιουνίου 2004, όπου γινόταν αναφορά για «οικειοποίηση εξουσιών» εκ μέρους του ΓΓ ), δεν πρόβαλλε αντιρρήσεις στη διαδικασία όταν ο ΓΓ, στις 31 Μαρτίου 2004, κατέθεσε επίσημα την τελική μορφή του σχεδίου Ανάν (Ανάν 5). Η αποδοχή επιδιαιτησίας του ΓΓ οδήγησε σε ένα ετεροβαρές σχέδιο μέσης λύσης μεταξύ των μαξιμαλιστικών τουρκικών θέσεων και των, ήδη γενομένων, αβάστακτων ελληνικών υποχωρήσεων.
Ο Τάσος Παπαδόπουλος δεν διέθετε στρατηγική. Η μετάβαση του στη Νέα Υόρκη βασιζόταν στην υπόθεση ότι οι Τουρκοκύπριοι θα απέρριπταν τις θέσεις του ΟΗΕ για τη διαδικασία της επιδιαιτησίας και των δημοψηφισμάτων. Όταν αυτό το σενάριο δεν επιβεβαιώθηκε η κυπριακή κυβέρνηση δέχτηκε και τα δύο, επιδιαιτησία και δημοψήφισμα. Η Λευκωσία γνώριζε ότι η ετεροβαρής μορφή του τελικού σχεδίου δεν θα γινόταν αποδεκτή στο συμφωνηθέν δημοψήφισμα και ότι αυτό θα χρησιμοποιείτο, όπως και χρησιμοποιείται δέκα χρόνια μετά, για να κατηγορηθεί ο Κυπριακός Ελληνισμός ότι δεν θέλει λύση. Επίσης, ανεξάρτητα από την έκβαση των δημοψηφισμάτων, όφειλε η Λευκωσία να γνωρίζει πως οι πρόνοιες του σχεδίου θα επανέρχονταν ξανά και ξανά έστω και με διαφορετική λεκτική διατύπωση, ειδικά όταν ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος επέμενε, μετά τις 24 Απριλίου, ότι αρκούν κάποιες βελτιώσεις στο σχέδιο για να γίνει αποδεκτό…
Παράλληλα, φυσική συνέπεια της διαδικασίας στην οποία συμμετείχε ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος ήταν η αποδοχή οδυνηρών υποχωρήσεων. Πιο συγκεκριμένα, είχε δεχθεί παραμονή πέραν των πενήντα χιλιάδων εποίκων. Αυτό αναφέρεται στο έγγραφο ( σημείο 9), το οποίο κατέθεσε η κυπριακή κυβέρνηση στις 30 Μαρτίου 2004, με τίτλο «Αρχική αντίδραση και προτάσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς για συμβιβασμούς επί του αναθεωρημένου Σχεδίου των Ηνωμένων Εθνών της 29ης Μαρτίου 2004». Αργότερα, το 2008, ο Πρόεδρος Χριστόφιας επανέφερε την αποδοχή για παραμονή πενήντα χιλιάδων εποίκων, αυτή τη φορά όχι στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης, όπως έκανε ο Παπαδόπουλος, αλλά πριν ακόμα ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις με τον Μ.Α.Ταλάτ…
Μετά το Δημοψήφισμα
Ο Τάσος Παπαδόπουλος παρέμεινε, και μετά το δημοψήφισμα, καθηλωμένος στη λύση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Έτσι, απόντος στρατηγικού σχεδίου, διαχειρίστηκε το ΟΧΙ με την τακτική του κατευνασμού πρώτα προς το ΑΚΕΛ με αποτέλεσμα να καταλήξει στη συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006, συμφωνία η οποία προέβλεπε λύση στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, κάτι που δικαιολογημένα επικαλέστηκε, αργότερα, ο Δημήτρης Χριστόφιας για να «νομιμοποιήσει» τις δικές του υποχωρήσεις. Ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος αυτοακυρώθηκε ανοίγοντας το δρόμο να επανέλθουν στο προσκήνιο οι δυνάμεις του ΝΑΙ. Προκλήθηκε σύγχυση και απονεύρωση φρονήματος σε μεγάλο μέρος των Ελλήνων της Κύπρου που ψήφισαν ΟΧΙ, με αποτέλεσμα να θέτουν ως μοναδικό σημείο αναφοράς το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και να εφησυχάσουν μη θέλοντας να δουν κατάματα τις εξελίξεις και την ακύρωση της νίκης τους, πρώτα, από τη συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006 και ύστερα από το Κοινό Ανακοινωθέν του Προέδρου Χριστόφια με τον Μ.Α. Ταλάτ, στις 23-5-2008, ανακοινωθέν το οποίο προνοούσε ένα συνεταιρισμό ελληνοκυπριακού και τουρκοκυπριακού κράτους ίσου καθεστώτος. Συνέχεια και επιδείνωση των άνω συμφωνιών αποτελεί και το Κοινό Ανακοινωθέν της 11ης Φεβρουαρίου μεταξύ του Κύπριου Προέδρου με τον Ν. Έρογλου.
Ο Τ. Παπαδόπουλος θεωρούσε πως με κάποιες αλλαγές θα μπορούσε να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία στο σχέδιο Ανάν εμμένοντας σε λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας όπως ανέφερε στην επιστολή του, στο ΓΓ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν, στις αρχές Ιουνίου του 2004.
Αυτό αποδείχθηκε, εξάλλου, και από την κωδικοποίηση των επιδιωκομένων, εκ μέρους της Λευκωσίας, αλλαγών τις οποίες αποφάσισε το Εθνικό Συμβούλιο και παραδόθηκαν στον ΟΗΕ το 2005. Οι εν λόγω αλλαγές εντάσσονταν εντός του πλαισίου της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Οι υποστηρικτές του, ισχυρίζονταν πως ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος κέρδιζε χρόνο θέλοντας να ενταφιάσει, σταδιακά, το σχέδιο Ανάν ώστε να μην υπάρξουν αντιδράσεις αφ΄ενός από τον ξένο παράγοντα, αφ’ετέρου από το ΑΚΕΛ. Στην ουσία έχανε χρόνο δίνοντας την ευκαιρία στο στρατόπεδο των υποστηρικτών του σχεδίου Ανάν να ανασυνταχθεί, όπως έγινε άλλωστε με τη διπλή εκλογή Χριστόφια-Αναστασιάδη. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ενώ το Σεπτέμβριο του 2004, σε ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, στάθηκε επικριτικά απέναντι σε πολλές πρόνοιες του σχεδίου Ανάν, ερχόμενος στη Λευκωσία κατηγόρησε αυτούς που θεωρούσαν ότι το σχέδιο δεν υφίσταται πια. Οι πιέσεις του κύριου κυβερνητικού εταίρου και ο στόχος του τότε Προέδρου, για εκ νέου υποστήριξη του στις εκλογές του 2008 από το ΑΚΕΛ, αποτελούσαν παράγοντες που θόλωναν την κρίση του… Παράλληλα, η μη ξεκάθαρη, ως είθισται, στάση των Αθηνών αναφορικά με το σχέδιο Ανάν στέρησε από τον τότε Κύπριο Πρόεδρο ένα στήριγμα πάνω στο οποίο θα μπορούσε να πατήσει για να εξισορροπήσει την πίεση του ΑΚΕΛ και του ξένου παράγοντα.
Ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος, την ίδια ημέρα καταψήφισης του σχεδίου Ανάν, όφειλε να δηλώσει πως για την Κυπριακή Δημοκρατία το συγκεκριμένο σχέδιο, ως μορφή αλλά – αυτό είναι το πιο σημαντικό – και ως περιεχόμενο (διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία), είναι νεκρό και ότι η φιλοσοφία και δομή των βασικών προνοιών του σχεδίου είναι απορριπτέες και δεν μπορούν να αποτελέσουν στο μέλλον αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Επιπροσθέτως, να διακήρυττε ότι δεν θα επαναληφθούν συνομιλίες με τους Τουρκοκύπριους δίνοντας άμεση προτεραιότητα στο εδαφικό, την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και την εξάλειψη εγγυήσεων εκ μέρους της Τουρκίας αναδεικνύοντας, με αυτόν τον τρόπο, τον τουρκικό ρόλο και τη διεθνή διάσταση του Κυπριακού ως ζητήματος εισβολής-κατοχής. Υπενθυμίζεται ότι το σχέδιο Ανάν αποτέλεσε τη διαχρονικά «συσσωρευμένη εμπειρία» υποχωρήσεων της ελληνικής πλευράς στο Κυπριακό. Για αυτόν ακριβώς το λόγο ή καταψήφιση του απετέλεσε πρώτης τάξεως ευκαιρία ακύρωσης αυτών των υποχωρήσεων και επαναχάραξης στρατηγικής, η οποία δυστυχώς δεν έγινε.
Ταυτόχρονα, να ξεκινούσε εκστρατεία ενημέρωσης της διεθνούς κοινής γνώμης για τις αντιδημοκρατικές πρόνοιες του σχεδίου Ανάν αποδομώντας την εικόνα περί ιδανικής ευκαιρίας, την οποία φιλοτέχνησαν δυτικά ΜΜΕ, τονίζοντας, παράλληλα, τις ειλικρινείς προθέσεις των Ελλήνων της Κύπρου για επίλυση του Κυπριακού, αυστηρά, εντός των πλαισίων του κοινοτικού κεκτημένου, προοπτική που θα προσέδιδε στη λύση βιωσιμότητα και λειτουργικότητα. Αντί να πράξει τούτο, ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος συνέχισε να δηλώνει την ετοιμότητα του για λύση εντός του πλαισίου της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με το «σωστό περιεχόμενο» διαιωνίζοντας την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να υπάρξει βιωσιμότητα, λειτουργικότητα και δημοκρατία σε μια τέτοια λύση. Η ψευδαίσθηση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με το «σωστό περιεχόμενο» αποπροσανατολίζει τους Έλληνες της Κύπρου, απονευρώνει το αντικατοχικό φρόνημα και εκφυλίζει τον αγώνα για απελευθέρωση. Ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος όφειλε να αντιδράσει στις ύβρεις εναντίον του, εντός και εκτός συνόρων, αντί να λάβει αμυντική στάση σαν να απολογούνταν για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 24ης Απριλίου…
Τέλος, ο Τ. Παπαδόπουλος όφειλε να δημιουργήσει νέο πολιτικό σχηματισμό αναδιατάσσοντας το στατικό κυπριακό πολιτικό σκηνικό αποδυναμώνοντας, καίρια, τις δυνάμεις του ΝΑΙ,ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, κίνηση η οποία θα διευκόλυνε τη δημιουργία πλειοψηφικού ρεύματος εναντίον στη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία και θα παρεμπόδιζε την μετέπειτα εκλογή των Χριστόφια – Αναστασιάδη στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Η δημιουργία νέου πολιτικού φορέα με κινηματική οργάνωση και δομή, ενθαρρυνόταν από τις τότε αλλά και τις μετέπειτα εξελίξεις. Ήταν ένα σημαντικό μέρος της βάσης του ΑΚΕΛ που ανάγκασε την ηγεσία του να αλλάξει στάση λίγο πριν το δημοψήφισμα και ήταν τα 2/3 των ψηφοφόρων του Δημοκρατικού Συναγερμού που δεν ακολούθησαν την εντολή των Κληρίδη-Αναστασιάδη και καταψήφισαν το σχέδιο Ανάν. Οι ειρηνικές διαδηλώσεις των αγανακτισμένων μετά το ατύχημα στο Μαρί, το 2011, αποτελούν μια επιπλέον απόδειξη της σταδιακής αποστασιοποίησης των πολιτών από τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα. Ένας νέος πολιτικός σχηματισμός από τον Τ. Παπαδόπουλο, με κινηματικά χαρακτηριστικά, όχι μόνο θα αναζωογονούσε την πολιτική ζωή στην Κύπρο αλλά θα έδινε νέα πνοή στον αντικατοχικό αγώνα. Ένα λαϊκό κίνημα, με ξεκάθαρο απελευθερωτικό προσανατολισμό, η ταυτότητα του οποίου θα αντικατόπτριζε την ποικιλομορφία της κυπριακής κοινωνίας και το οποίο δεν θα βαρύνονταν από παλαιοκομματικές δουλείες.
Ο Τάσος Παπαδόπουλος όφειλε να παιδεύσει, να διαπλάσει, μετά τον Απρίλιο του 2004, τους συμπατριώτες του στην σωστή λύση. Όφειλε να καταστήσει σαφές ότι αν και βοηθάει η ένταξη στην ΕΕ, δεν μπορεί να ανατρέψει τα κατοχικά δεδομένα, όφειλε να ενσταλάξει, να καλλιεργήσει την προοπτική αγώνα μακροχρόνιου και επίπονου , που από μόνος της θα ήταν δυνατό να αναζωογονήσει την, σε σήψη ευρισκόμενη, κυπριακή κοινωνία. Όφειλε να χτίσει ένα κίνημα ενάντια στη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, να δώσει αυτοπεποίθηση στο λαό του, να τον εμπνεύσει και να λάβει δύναμη από αυτόν.
Καταληκτικά Σχόλια
Τα παραπάνω δεν αποτελούν προσπάθεια αποδόμησης του Τάσου Παπαδόπουλου. Αναγνωρίζεται η υπέρβαση την οποία έκανε τον Απρίλιο 2004, σε σχέση με το μέσο Ελλαδίτη και Κύπριο πολιτικό. Η στάση του, στο δημοψήφισμα, τον κατέταξε ψηλά στη συνείδηση του Έθνους και το ΟΧΙ θα αποτελεί, εσαεί, μνημείο αντίστασης, πολύτιμο θεμέλιο για μελλοντικούς αγώνες. Η υπέρβαση, όμως, δεν ολοκληρώθηκε. Στάθηκε μεμονωμένη και ημιτελής. Το φορτίο μεγάλο για να το κουβαλήσει μόνος του. Δυτικές κυβερνήσεις πίεζαν. Οι Αναστασιάδης και Χριστόφιας καραδοκούσαν. Η Αθήνα, όντας μακριά, δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα… Οι υποστηρικτές του ΝΑΙ ξανασήκωσαν κεφάλι…
Επείγει, οι καιροί το επιβάλλουν, η εξαντλητική και ακριβοδίκαιη εξέταση του παρελθόντος για χάριν του μέλλοντος και όχι η προάσπιση της υστεροφημίας του εκάστοτε ηγέτη.
Τα παραπάνω αναφέρθηκαν για να καταδειχθεί το μέγεθος της προσπάθειας και του αγώνα που απαιτείται για να τεθεί, σε πρώτη φάση το Κυπριακό, στη σωστή του βάση, ως ζήτημα εθνικής αυτοδιάθεσης και εισβολής και κατοχής ανεξάρτητου κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών. Οι ηγεσίες σε Αθήνα και Λευκωσία ενώ, σε διακηρυκτικό επίπεδο, απορρίπτουν μια επιστροφή του σχεδίου Ανάν, ωσάν ο ξένος παράγοντας να χρησιμοποιούσε το ίδιο όνομα, εμμένουν σε λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με το «σωστό περιεχόμενο». Ενώ γνωρίζουν το αδιέξοδο λύσεων τύπου Ανάν δεν έχουν το κουράγιο να επεκτείνουν αυτή τη σκέψη μέχρι το έσχατο σημείο της γιατί τότε θα αναγκαστούν να αλλάξουν πολιτική και δεν έχουν το θάρρος για αυτό…
Η παρούσα χρονική συγκυρία της οικονομική κρίσης και της παράλληλης σύνδεσης του ζητήματος εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου με την όποια λύση, εντείνει την ανασφάλεια των Ελλήνων της Κύπρου, οι οποίοι περισσότερο από ποτέ έχουν ανάγκη σθεναρής ηγεσίας. Ήδη, αρκετοί πρόσφυγες έχουν καταφύγει στην ψευδοεπιτροπή αποζημιώσεων των κατεχομένων παραιτούμενοι του δικαιώματος τους για επιστροφή. Η κυπριακή ηγεσία αντί να καθησυχάσει τον, φοβισμένο και καταπονημένο από την κρίση, Έλληνα της Κύπρου, και ιδιαίτερα τον πρόσφυγα προτείνοντας του τρόπους ώστε να μην εξαναγκαστεί να πουλήσει την περιουσία του στα κατεχόμενα, χρησιμοποιεί αυτόν, ακριβώς το φόβο, για να εκβιάσει αποδοχή λύσης παρόμοιας με αυτή του σχεδίου Ανάν.
Παράλληλα, οι συναισθηματικού τύπου επιστροφές ολίγων ωρών των, ευρισκομένων χωρίς ηγεσία, προσφύγων στον τόπο τους, υπό τους όρους του κατακτητή, προσφέρουν ένα συγκινησιακό ξέσπασμα στον πρόσφυγα, πλην όμως στερούν από τον τελευταίο την επιθυμία για πραγματική επιστροφή και υπονομεύουν αυτό το δικαίωμα στους απογόνους του.
Απαιτείται ο μη συμβιβασμός με τις πραγματικότητες της κατοχής και της εθνοκάθαρσης και η πλήρης αξιοποίηση των άλλων πραγματικοτήτων, της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της αναξιοποίητης Τέταρτης Διακρατικής Προσφυγής, της ουσιαστικής σύναψης στρατηγικών συμμαχιών για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, της ουσιαστικής στρατιωτικής συνεργασίας με το ελλαδικό κράτος αλλά και η χρήση προς το εξωτερικό της απόρριψης, από την συντριπτική πλειονότητα του Κυπριακού Ελληνισμού, της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Η χρήση όλων αυτών των πλεονεκτημάτων δεν πρέπει να γίνει με σκοπό την απεμπόληση τους ή την ακύρωση τους, στη νοοτροπία πάρε-δώσε, για να καταδειχθεί η θέληση για λύση προς το διεθνή παράγοντα αλλά για να διαμορφωθούν εκείνες οι συνθήκες ώστε η απελευθέρωση να έλθει με μικρότερο κόστος από ότι θα ερχόταν χωρίς αυτά. Η έννοια του κόστους είναι κεντρικής σημασίας.
Οι ηγεσίες σε Αθήνα και Λευκωσία οφείλουν να προετοιμάσουν τον Ελληνισμό και να εμφυσήσουν τη θέληση για μακροχρόνιο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Απαιτείται συνειδητοποίηση των θυσιών που πρέπει να γίνουν για την τελική δικαίωση της απελευθέρωσης, όχι της επανένωσης… Θυσιών που θα απαιτήσουν χρόνο και, πιθανότατα, αίμα. Μόνον τότε, όμως, η απελευθέρωση θα έχει αξία. Όταν θα έχει καταβληθεί το απαιτούμενο κόστος. Όχι πριν…
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Άμυνα και Διπλωματία, τεύχος 274, Ιούλιος – Αύγουστος 2014 και στο Δίκτυο Ελλήνων Συντηρητικών (www.syntiritikoi.gr)