Χθες το μεσημέρι, εποχούμενος, σταμάτησα στα φανάρια της Φιλοθέης, στην Καποδιστρίου. Στο πεζοδρόμιο στεκόταν συνεσταλμένα ένας άντρας το πολύ σαράντα χρονών, καθαρός, ευπρεπέστατος. Δεν ζητιάνευε εμφανώς, αλλά με το ύφος του ζητούσε βοήθεια. Τον ρώτησα τι συμβαίνει. Μου απαντά: «Κύριε, είμαι γραφίστας στο επάγγελμα, άνεργος εδώ και πολύ καιρό. Κάνω τέσσερα-πέντε μεροκάματα τον μήνα, όσα βρίσκω. Γιά να επιβιώσω, κατέληξα να έρχομαι στα φανάρια. Σε καμμία περίπτωση δεν θα το έκανα, αλλά βλέπετε έχω ένα κοριτσάκι πέντε χρονών να μεγαλώσω.»
Με κατέλαβε ένα κύμα απόγνωσης, οργής και αηδίας γιά τα κατάντημα της ελληνικής κοινωνίας. Η «ευημερία» με δανεικά κατέληξε στην ανθρωπιστική κρίση. Η «ισχυρή Ελλάδα» είναι τώρα στα φανάρια. Ποιός φταίει; Ασφαλώς όχι ο δυστυχής επαίτης. Αυτός στην χειρότερη περίπτωση υπήρξε πελάτης-ψηφοφόρος, με αντάλλαγμα κάποια ψευτοσυμβασούλα. Στην καλύτερη έκανε απλά την δουλειά του χωρίς πάντως να συμμετέχει στο όργιο.
Την ευθύνη έχουν πάντοτε οι ηγεσίες. Το 1910 ήρθε ο Βενιζέλος και ανασυγκρότησε το κράτος που παρήκμαζε επί δεκαετίες. Ο λαός τον ακολούθησε ενθουσιωδώς, αλλά, χωρίς τον Βενιζέλο, ο λαός από μόνος του δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο Γούναρης το 1921 αποφάσισε να πάει στην Άγκυρα, ο λαός υλοποίησε την απόφαση, πραγματοποιώντας μία τιτανομαχία με χιλιάδες νεκρούς, η απόφαση ήταν λάθος, ο λαός το πλήρωσε με την Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1940, ο Μεταξάς είπε το ΟΧΙ, ο λαός πολέμησε γενναία. Στην Κατοχή, κάποιοι πήραν την απόφαση να ιδρύσουν το ΕΑΜ, ο λαός ανταποκρίθηκε. Το 1974, η χούντα αποφάσισε να αφήσει την Κύπρο στο έλεος του Αττίλα, ο λαός, αν και ήταν έτοιμος να πολεμήσει, έκατσε να κοιτάει την εισβολή από την τηλεόραση. Γιατί έτσι αποφάσισε η ηγεσία. Πάντα η ηγεσία αποφασίζει, και ο λαός κατευθύνεται εκεί που υποδεικνύει η ηγεσία. Η ηγεσία είναι υπεύθυνη και γιά το καλό και γιά το κακό.
Τι έκανε η πολιτική ηγεσία της Μεταπολίτευσης; Βασικά διόριζε, απορφανίζοντας την ύπαιθρο από τα δυναμικώτερα στοιχεία της. Αυτά που, αν έμεναν, θα ηγούντο της περιφερειακής ανάπτυξης. «Κατέστρεψα τον νομό μου», μου είπε κάποτε κορυφαία πολιτική προσωπικότητα, «διότι διόρισα 5.000 συντοπίτες μου στο δημόσιο. Που αν δεν είχαν φύγει θα την είχαν αναπτύξει οικονομικά και κοινωνικά».
Επίσης το πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης δανειζόταν. Τα δανεικά όμως δεν πήγαιναν σε υποδομές, δεν πήγαιναν σε παραγωγικές επενδύσεις, σε αναπτυξιακά έργα. Πήγαιναν σε εξωχώριους λογαριασμούς. Το ίδιο και οι επιδοτήσεις από την Ευρώπη. «Πήραμε επιδότηση γιά ιχθυοτροφείο», μου είπε όλος καμάρι ένας συστρατιώτης μου χωρικός Ρουμελιώτης με την χαρακτηριστική ρουμελιώτικη προφορά του το 1988. «Ιχθυοτροφείο δεν φτιάξαμε, Μερσεντές αγοράσαμε». Καμάρωνε που εξαπάτησε τους «κουτόφραγκους» (στους οποίους υποδουλωθήκαμε κι αυτός και όλοι μας γιά άλλη μιά φορά τελικά). Και αυτός τόσα ήξερε τόσα έλεγε. Απαλλάσσεται λόγω βλακείας, και άλλωστε έχει ήδη τιμωρηθεί από την κρίση. Αλλά η πολιτική ηγεσία, το κράτος, που έπρεπε να τον ελέγξουν, να τον εποπτεύσουν, να διακριβώσουν ότι το ιχθυοτροφείο έγινε πράγματι ιχθυοτροφείο και όχι εκτροφείο Μερσεντές, τι έκαναν; Τον άφησαν ήσυχο να κάνει βόλτες με την Μερσεντές του, γιατί προσπορίστηκαν ψηφαλάκια. Κάποιοι μπορεί και να ενθυλάκωσαν μέρος της επιδότησης.
Πακτωλοί, χείμαρροι ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. «πακέτων Ντελόρ», ΜΟΠ, leader και διαφόρων άλλων οικονομικών ενισχύσεων εισέρρευσαν στην χώρα. Πού πήγαν; Αυτό είναι ένα από τα μεγάλα ερωτήματα, στο οποίο θα πρέπει να μας δώσει, με χαρτί και μολύβι, απάντηση το πολιτικό σύστημα. Υπάρχουν, φυσικά, και άλλα. Ο αξιοπρεπής επαίτης στα φανάρια περιμένει τις απαντήσεις.
*Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης.