Στούς τελευταίους αἰῶνες τῆς ἱστορικῆς καί τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ καί μετά τήν ἄνθηση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κλασικισμοῦ κατά τά τέλη τοῦ 18ου αἰῶνα, κυριαρχεῖ στήν Ἑλλάδα, ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ Δυτική Εὐρώπη στηρίζεται σέ πολιτισμικές προϋποθέσεις καί ἀξίες πού τέθηκαν ἀπό τήν κλασική ἑλληνική ἀρχαιότητα καί ὅτι συνακόλουθα εἴμαστε καί ἐμεῖς τμῆμα τοῦ πολιτισμοῦ της. Μέσα ἀπό τήν ἀντίληψη γιά τό ἑνιαῖο τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ καί μέσα ἀπό τή λαχτάρα τοῦ νά μοιραστοῦμε τά ἐπιτεύγματα τῶν Δυτικῶν, παραβλέπονται οἱ θεμελιώδεις διαφορές πού χωρίζουν τίς ἑλληνικές ἀντιλήψεις γιά τόν κόσμο ἀπό αὐτές πού χαρακτηρίζουν τούς Δυτικούς Εὐρωπαίους. Ἡ ἀντίληψη γιά τό ἑνιαῖο τοῦ πολιτισμοῦ στήν εὐρωπαϊκή ἤπειρο δέν μπορεῖ νά ἀντέξει σέ μία ἁπλή ἀνάλυση τῶν δεδομένων τῆς ἐμπειρίας.
Ἀπό τή σκοτεινή ἐποχή τῶν Γότθων καί τῶν Βίκιγκ, ὅταν καταλύεται τό Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος, ἡ ἀσίγαστη ἀνησυχία καί ὁ δυναμισμός τῆς δυτικῆς εὐρωπαϊκῆς ψυχῆς ἐκφράζονται μέ αὐτό πού ὁ Νίτσε διατυπώνει ὡς “θέληση γιά δύναμη”. Ἡ χωρίς ὅρια τάση γιά τό ἄπειρο, ὡς ἱστορική παρουσία τῆς δυτικῆς εὐρωπαϊκῆς ψυχῆς, πραγματώνεται μέ τόν ἐκδυτικισμό καί τήν παγκόσμια κυριαρχία, τίς πραγματικότητες αὐτές πού σήμερα γνωρίζουμε τό κορύφωμά τους.
Ἀπό τή σκοτεινή ἐποχή τῶν Γότθων καί τῶν Βίκιγκ, ὅταν καταλύεται τό Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος, ἡ ἀσίγαστη ἀνησυχία καί ὁ δυναμισμός τῆς δυτικῆς εὐρωπαϊκῆς ψυχῆς ἐκφράζονται μέ αὐτό πού ὁ Νίτσε διατυπώνει ὡς “θέληση γιά δύναμη”. Ἡ χωρίς ὅρια τάση γιά τό ἄπειρο, ὡς ἱστορική παρουσία τῆς δυτικῆς εὐρωπαϊκῆς ψυχῆς, πραγματώνεται μέ τόν ἐκδυτικισμό καί τήν παγκόσμια κυριαρχία, τίς πραγματικότητες αὐτές πού σήμερα γνωρίζουμε τό κορύφωμά τους.
Αὐτά εἶναι τά κοσμοϊστορικά ἀποτελέσματα τῆς ἐπιβολῆς στή Δυτική Εὐρώπη μιᾶς ξένης πρός τόν κλασικό πολιτισμό πνευματικῆς ἀντίληψης ἀπό τούς χωρίς ἱστορία βάρβαρους κατακτητές της.
Ὅσοι πιστεύουν ὅτι οἱ Ἕλληνες εἴμαστε τό ἴδιο μέ τούς δυτικούς εὐρωπαίους δέν ἔχουν παρά νά ρίξουν μία ματιά στούς γοτθικούς ναούς τῆς καθολικῆς καί τῆς προτεσταντικῆς Εὐρώπης. Ἐκεῖ, εἶναι χαρακτηριστική ἡ λατρεία τοῦ ἄπειρου, τοῦ ἄπιαστου, τοῦ ἄμετρου, τοῦ ὑπερβολικοῦ. Ὁ βέβηλος καί ἄκρατος δυναμισμός τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς ψυχῆς δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν προσέγγιση στούς ἐξαίσιους χώρους τῶν οὐρανῶν τήν ὁποία ἡ Ἀνατολική Χριστιανοσύνη πραγματοποίησε παντοῦ, ἀπό τά ταπεινά ἐξωκκλήσια τῆς ἑλληνικῆς γῆς, ἕως τά μεγαλεῖα τῆς Ἁγίας Σοφίας καί τῆς μονῆς τῆς Χώρας τῶν Ζώντων. Τά μέγιστα αὐτά κατορθώματα δημιουργήθηκαν μέ μία τεχνολογία πού δέν ἔχει καί αὐτή σχέση μέ τή δαιμονική, ἀλαζονική τεχνολογία τῶν Δυτικῶν, πού σήμερα ἀπειλεῖ ὅλους μας, ὡς ὄργανο καί ἔκφραση τῆς παγκόσμιας κυριαρχίας. Ἐμεῖς, τό Ἑλληνικό, δέν ἔχουμε σχέση μέ τίς αἰνιγματικές ἀγωνίες τῆς εὐρωπαϊκῆς ψυχῆς. Γιά μᾶς ἡ λατρεία πρός τό ἄπιαστο εἶναι ἄγνωστη. Δύσκολα οἱ Ἕλληνες θά συμφωνήσουμε μέ τόν ἀφορισμό τοῦ Νοβάλις : “Τίποτε δέν εἶναι περισσότερο προσιτό στό πνεῦμα ἀπό τό ἄπειρο”. Δέν γνωρίζουμε τίς νοσταλγίες πού δέν μποροῦν νά βροῦν προορισμό˙ δέν ὁραματιζόμαστε τούς ὁρίζοντες πού εἶναι ἀδύνατο νά κατακτηθοῦν˙ δέν αἰσθανόμαστε τή δαιμονική δίψα πού δέν μπορεῖ νά ἱκανοποιηθεῖ˙ δέν ἐπισκεφθήκαμε τίς ἀβύσσους πού δέν μποροῦν νά πληρωθοῦν˙ οὔτε ἔχουμε ποτέ ὑποταχτεῖ στή λατρεία τῆς λογικῆς. Γιά μᾶς ὑπάρχουν πράγματα ἀπολύτως διαφορετικά καί ἐξόχως πνευματικά, ὅπως ἡ ἀποκαλυπτική θέαση ἤ ἡ ἡσυχαστική θέωση. Πράγματα, πού ὁδηγοῦν στόν ἁγιασμό τῆς φύσης καί σέ σπουδαῖες καί μοναδικές δημιουργίες, ὅπως αὐτή τῆς ἀρχαίας πλαστικῆς ἤ αὐτή τῆς βυζαντινῆς ζωγραφικῆς. Γιά μᾶς, δέν ὑπάρχει ἀλλοτρίωση τῶν πράξεων ἀπό τόν κόσμο τῶν ὑπερβατικῶν ἀξιῶν, οὔτε ὑποταγή τοῦ κόσμου σέ ἐπικίνδυνες σκοπιμότητες.
Ἡ λατρεία τοῦ ἀσύλληπτου καί ἡ ἀγωνία τῆς ψυχῆς τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης ἐμφανίζονται, ἐπίσης, ἐναργῶς στή νέα διάσταση τῆς ἀντίληψης γιά τόν χρόνο πού εἰσάγουν οἱ δυτικοί εὐρωπαϊκοί λαοί. Ἡ μέτρηση τῆς ροῆς τοῦ χρόνου ἐπιβάλλεται ἀπό τούς Γερμανούς μέ τήν ἐφεύρεση τοῦ μηχανικοῦ ὡρολογιοῦ, δηλαδή μέ τήν εἰσβολή στόν ἀνθρώπινο βίο τῆς ἀμείλικτης, ἀέναης καί ἀδιάφορης κίνησης τῶν ὀδοντωτῶν τροχῶν. Ἔκτοτε, τά ρολόγια στούς ἀμέτρητους πύργους καί τά καμπαναριά τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, κατακερματίζουν μόνιμα τόν χρόνο καί ἐπιβάλλουν μία διαχείρισή του πού εἶναι ἀδιανόητη στή στατική Ἀνατολή. Εἶναι χαρακτηριστικό τό ὅτι ὁ χρόνος δέν ἐμφανίζεται ὡς μέγεθος, συντελεστής, ἤ στοιχεῖο συνάρτησης στά ἑλληνικά μαθηματικά, ἐνῶ ἡ χρήση τῆς καμπάνας πού κανονίζει τίς λατρευτικές ὑποχρεώσεις τῶν πιστῶν στήν Ἁγία Σοφία, κατηγορήθηκε ὡς δυτική ἐπίδραση[1]. Ὁ νευρωτικός κατακερματισμός τοῦ χρόνου ἀποκλείει τό “περίπου” ἀπό τήν πρακτική ζωή καί σημαίνει μία διαφορετική ἀντίληψη γιά τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία.
Ἀλλά καί ἡ καλλιτεχνική μας πραγματικότητα εἶναι ὅλως διάφορη αὐτῆς τῶν Δυτικῶν Εὐρωπαίων.
Ἡ βυζαντινή ζωγραφική συνεχίζει τήν ἀρχαία ἑλληνική εἰκαστική παράδοση. Στίς ἑλληνικές εἰκαστικές παραδόσεις τό φῶς ἀναλαμβάνει ἕνα ρόλο οὐσιωδῶς διαφορετικό ἀπό τόν αἰσθητικό καί ψυχολογικό ρόλο, πού χαρακτηρίζει τήν παρουσία του στή δυτική ζωγραφική παράδοση. Πρόκειται γιά διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις. Στήν ἑλληνική ζωγραφική παράδοση τό φῶς ἔχει ὀντολογική ὑπόσταση καί κατακυρώνει τή μεταφυσική σπουδαιότητα τῆς θέασης. Στή βυζαντινή ζωγραφική δέν ὑπάρχει ὁ φυσιοκρατικός χαρακτήρας τῆς σκιᾶς καί τοῦ φωτός, πού διακρίνουμε στή ζωγραφική τῆς Δύσης. Ἔτσι, στή βυζαντινή ζωγραφική τό φῶς ἐπιτρέπει στά ὄντα νά ὑπάρξουν καί εἶναι προϋπόθεσή τους, ἐνῶ στή δυτική παράδοση ἡ παρουσία τοῦ φωτός εἶναι ἁπλῶς, αἰσθητική καί ψυχολογική. Ἀλλά καί ἡ κυριαρχία τοῦ ἀπείρου στήν προοπτική καί ἡ συμμόρφωση μέ τούς νόμους τῆς φυσικῆς ὀπτικῆς, πού χαρακτηρίζουν τή δυτική εἰκαστική παράδοση, δέν ὑπάρχουν στήν ἑλληνική καί στή βυζαντινή εἰκαστική ἀντίληψη. Ἔτσι, ἐνῶ στή δυτική ζωγραφική εἰκονίζονται τά πράγματα φαινομενοκρατικά, στή βυζαντινή ζωγραφική καθορίζονται ὀντολογικά καί εἰκονίζονται ὑπερβατικά. Ἄν, λοιπόν, συμφωνήσουμε στό ὅτι : “μέσα στό ἔργο τέχνης ἔχει τεθεῖ στήν πράξη ἡ ἀλήθεια τῶν ὄντων”[2], ἡ ἑλληνική εἰκαστική παράδοση δημιουργεῖ τήν τέχνη κατ’ ἐξοχήν. Μέ τήν ἀμεσότητα τῆς ἑλληνικῆς ζωγραφικῆς πρός τό ὑπερβατικό μπορεῖ νά συγκριθεῖ μόνον ἡ μουσική τῶν Δυτικῶν Εὐρωπαίων.
Ὅσο γιά τή γλῶσσα τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς ψυχῆς κατ’ ἐξοχήν, τή Μεγάλη Μουσική, πού θαμπώνει “στό δυνατό καί ἀκτινοβόλο πέταγμά της ἀπό τόν Μπάχ ὥς τόν Μπετόβεν, κι’ ἀπό τόν Μπετόβεν ὥς τόν Βάγκνερ“[3], ἐμεῖς δέν διαθέτουμε τίποτε παρόμοιο, πλήν κάτι ἀπολύτως διαφορετικό : τή μουσική τῆς μέθεξης καί τῆς συμμετοχῆς, τή μουσική ὅπου τά μυστήρια τοῦ κόσμου ἀγγίζουν λυτρωτικά καί συλλογικά καί ὄχι μέσα στήν ἀπομόνωση καί τήν ἀγωνία τοῦ ἀστικοποιημένου ἀτόμου τῆς αἴθουσας συναυλιῶν. Ἡ ἐμφάνιση τῆς Μεγάλης Μουσικῆς στή Δυτική Εὐρώπη εἶναι μοναδικό φαινόμενο καί ἐκφράζει ἄμεσα καί μέ ἐξαιρετική βαθύτητα τή δυτική εὐρωπαϊκή ψυχή καί τόν ἀντιφατικό χαρακτήρα της, πού συγκεκριμενοποιεῖται μέ τή ρομαντική τάση πρός τό ἄπειρο καί τήν ὀρθολογική δράση. Ἡ Μεγάλη Μουσική τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης τείνει πάντα καί μόνιμα πρός τό ἄπειρο καί εἶναι ἀνυπέρβλητη σέ ὕφος. Εἶναι ἐνδιαφέρον τό ὅτι ἡ Μεγάλη Μουσική φθάνει στό ἀπόγειο της κατά τόν ὀρθολογικό 18° αἰῶνα, πρᾶγμα πού χαρακτηρίζει τίς ἀξεπέραστες ἀντιφάσεις τῆς εὐρωπαϊκῆς ψυχῆς. Στή μουσική φαίνεται καθαρά ἡ κρίσιμη καί θεμελιώδης διαφορά ἀνάμεσα στόν Ἑλληνικό καί στόν Δυτικό Εὐρωπαϊκό πολιτισμό. Δηλαδή, ἡ διαφορά ἀνάμεσα στήν ἀσίγαστη ἀνησυχία καί τό ἀνικανοποίητο τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης καί στή συγκεκριμένη ἁρμονία καί τήν ἰσορροπημένη εὐαισθησία ἑνός ἤθους πού εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἑλληνικό καί πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό μία ἐκλεπτυσμένη γλῶσσα, καθώς καί μέ τίς ἐλάχιστες ὑποδιαιρέσεις τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς κλίμακας.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν κοινωνική συμπεριφορά, τήν κοινωνική συνοχή, τίς συναισθηματικές ἀντιδράσεις καί τό σύνολο τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ καθόλου βίου, ἐκεῖ οἱ διαφορές μας μέ τούς Δυτικούς Εὐρωπαίους παραμένουν πάγιες καί ἀναλλοίωτες. Ἀρκεῖ νά ἀναλύσουμε τίς ἀνάγκες καί τίς πρακτικές μας γιά τήν εὐταξία, τή θέση, τά καθήκοντα τοῦ ἀτόμου, καί τό περιβάλλον, γιά νά διαπιστώσουμε ὅλως διαφορετικές στάσεις.
Ἀλλά, καί τά οὐσιαστικά ζητήματα τῆς γνώσης τῆς ἀλήθειας καί τῆς θρησκευτικῆς πίστης, τό Ἑλληνικό ὡς κλασική ἀρχαιότητα, Ρωμανία ἤ Νέος Ἑλληνισμός, τά προσεγγίζει θεμελιωδῶς διαφορετικά ἀπό τή Δυτική Εὐρώπη. Γιά τούς Δυτικούς ἡ διάνοια καί ἡ λογική ἐξαντλοῦν τό Εἶναι. Ἀκόμη καί ὁ Θεός προσεγγίζεται μέ τή λογική, πού αὐτή ἡ ἴδια ἐπιτρέπει τό νά γίνει κατανοητός. Σέ πλήρη καί ριζική ἀντίθεση, ἡ ἑλληνική διανόηση καί θεολογία, ἐν πομπῇ καί παρατάξει, ἀπό τούς Προσωκρατικούς καί τόν Πλάτωνα, μέχρι τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τούς σημερινούς μοναχούς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀρνοῦνται στή λογική τέτοια ἀπόλυτη δυνατότητα. Γιά τούς Ἕλληνες, οἱ δυνατότητες πρόσβασης στή γνώση, τήν ἀλήθεια καί τόν Θεό, εἶναι πολλές καί βρίσκονται μέσα στήν ἐμπειρία καί τήν πραγματικότητα, πού προσεγγίζεται ἔτσι ἄμεσα. Ἡ πραγματικότητα, ἡ ἀλήθεια καί ὁ Θεός δέν ἐξαντλοῦνται μέσα στή λογική διανοητική προσέγγιση, ἀλλά ἁπλώνονται στήν κοινή κοσμική τάξη καί στό ἐλεύθερο πρόσωπο.
Ἀκόμη, χαρακτηριστική εἶναι καί ἡ προσήλωση τῆς ἑλληνικῆς σκέψης σέ στατικές μορφές τοῦ Εἶναι, τό ὁποῖο προσεγγίζεται μέ τήν θέαση. Στή δυτική σκέψη ἐκεῖνο πού προέχει εἶναι ὁ δυναμισμός τοῦ γίγνεσθαι μέ τόν ὁποῖο ὁ κόσμος βρίσκεται σέ μόνιμη κίνηση καί ἐξέλιξη σέ γραμμική πορεία.
Ἀποσπάσματα ἀπό τὸ βιβλίο τοῦ Δ. Μαυρίδη «Ἀπό τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Ραιδεστό. Σὲ ἀναζήτηση τῆς νεοελληνικῆς ταυτότητας», Ξάνθη 2003.
.