του Παντελή Καρύκα
Συγγραφέα – hellasforce.com
Ύστερα από 16 χρόνια πολέμου, η Βενετία, το 1479, ζήτησε ειρήνη από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή. Ο οπλαρχηγός Κροκόνδειλος Κλαδάς, Στρατιώτης στην υπηρεσία της Βενετίας, κατά διάρκεια του πολέμου, δεν αποδέχτηκε την ειρήνη και στις 9 Οκτωβρίου του 1479, επικεφαλής στρατιωτικού σώματος 1.600 ανδρών και βάδισε προς τη Μάνη, υψώνοντας το λάβαρο του, σημαία γαλάζια με ολόλευκο σταυρό στη μέση, πλάι στην κόκκινη πολεμική σημαία των Παλαιολόγων με τον δικέφαλο αετό (έμβλημα που επίσης καπηλεύτηκαν οι βόρειοι γείτονες).
Χιλιάδες Έλληνες έσπευσαν με ενθουσιασμό να καταταγούν στον επαναστατικό στρατό του Κλαδά, ο οποίος μέσα σε έναν μήνα έφτασε να διαθέτει μεγάλο αριθμό ανδρών, σύμφωνα με, ορισμένες, πηγές.
Για να ενισχύσει τη θέληση του λαού, αλλά και για να εξαναγκάσει τους Ενετούς να ξαναρχίσουν τον πόλεμο με τους Τούρκους, κήρυττε δημόσια ότι ενεργεί με τη σύμφωνη γνώμη της Βενετίας.
Δεν δίστασε μάλιστα να υψώσει δίπλα στις ελληνικές σημαίες και αυτή του Αγίου Μάρκου.
Έχοντας συγκεντρώσει αρκετούς άνδρες ο Κλαδάς κινήθηκε αρχικά προς απελευθέρωση των οχυρών της Μάνης, τα οποία οι Ενετοί είχαν παραχωρήσει στους Τούρκους. Με μεγάλο ενθουσιασμό οι Έλληνες ρίχθηκαν στους Τούρκους και τους κατανίκησαν.
Όλα τα ελεγχόμενα από τους Τούρκους οχυρά στην ευρύτερη περιοχή της Μάνης, κυριεύτηκαν.
Οι νίκες αυτές προκάλεσαν ρίγη ενθουσιασμού στους Έλληνες, αλλά και τρόμο στον σουλτάνο.
Ο μεγάλος φόβος του Μωάμεθ ήταν ότι η Βενετία βοηθούσε την εξέγερση. Εκείνη την εποχή οι Τούρκοι πολεμούσαν σκληρά και σε άλλα μέτωπα, στην Ανατολία, κατά τουρκομανικών φύλων, στην Αίγυπτο κατά των Μαμελούκων και στην Μεσοποταμία, κατά των Περσών. Άρα η έκρηξη νέου τουρκοβενετικού πολέμου θα ήταν άκρως επιζήμια, ίσως και μοιραία για την οθωμανική κυριαρχία.
Η Βενετία όμως, επίσης εξαντλημένη από τον προηγηθέντα μακροχρόνιο πόλεμο, ξεκαθάρισε τη θέση στον σουλτάνο, δηλώνοντας ότι ουδεμία σχέση είχε με το κίνημα και ήταν μάλιστα πρόθυμη να βοηθήσει στην κατάπνιξη του.
Ως δείγμα καλής θέλησης απέναντι στον Μωάμεθ, ο Ενετός διοικητής της Κορώνης Νικολό Κονταρίνι, συνέλαβε την σύζυγο και τα παιδιά του Κλαδά, τα οποία ο Έλληνας αρματολός είχε αφήσει για ασφάλεια εκεί.
Κατόπιν εξέδωσε προκήρυξη, με την οποία αποκήρυσσε τον Κλαδά. Οι Ενετοί δεν περιορίστηκαν όμως σ’ αυτά, αλλά επικήρυξαν τον Κλαδά, δίνοντας αμοιβή 10.000 χρυσά νομίσματα σε όποιον παραδώσει στις ενετικές αρχές τον Κλαδά ζωντανό, για να τον παραδώσουν κατόπιν στους Τούρκους.
Έχοντας ησυχάσει από την «ενετική» απειλή, ο Μωάμεθ αποφάσισε να καταστείλει μόνος τους την εξέγερση.
Για τον σκοπό αυτό διέταξε τον μπεηλέρμπεη Αλί Βούμικο να εκστρατεύσει κατά του Κλαδά. Ο Αλί Βούμικος αφού συγκέντρωσε 6.000 επιπλέον άνδρες – οι πηγές δεν αναφέρουν τον ακριβή αριθμό του στρατού του Βούμικου – κίνησε από τον Μυστρά για τη Μάνη. Στις 16 Ιανουαρίου 1481 ο οθωμανικός στρατός εισέβαλε στη Μάνη και επιτέθηκε κατά του πύργου του Τριγοφίλου.
Τον πύργο υπεράσπιζαν τρείς μόνο στρατιώτες, ενώ εντός του είχαν βρει καταφύγιο και 16 άμαχοι, οι οποίοι φυσικά βοήθησαν στην άμυνα. Οι λιγοστοί Έλληνες αντιστάθηκαν όσο μπόρεσαν, αλλά στο τέλος ο πύργος κυριεύθηκε και όλο όσοι αιχμαλωτίστηκαν τεμαχίστηκαν σε μικρά – μικρά κομμάτια, έτσι όπως μόνοι οι Τούρκοι, «καλλιτέχνες», στην βαρβαρότητα, γνωρίζουν.
Κατόπιν ο Βούμικος κινήθηκε στα ενδότερα της Μάνης και προσέγγισε το Οίτυλο. Ο Κλαδάς όμως είχε συγκεντρώσει τις δυνάμεις του και δεν δίστασε να δώσει μάχη εκ παρατάξεως με τους αήττητους, έως τότε, Οθωμανούς.
Προστατευμένοι στο ορεινό έδαφος, οι πεζοί του Κλαδά, τοξότες στην πλειοψηφία τους, θέρισαν τους σπαχήδες του Βούμικου. Έτσι όταν οι Στρατιώτες (ελαφροί ιππείς) τους Κλαδά αντεπιτέθηκαν, οι Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους 700 νεκρούς και άγνωστο αριθμό τραυματιών. Ήταν η πρώτη νίκη των Ελλήνων έναντι του κατακτητή, από την άλωση της Πόλης.
Ταπεινωμένος ο οθωμανικός στρατός σταμάτησε τη φυγή του, όταν έφτασε στα τείχη του Μυστρά. Στο μεταξύ οι Ενετοί, σε μια αναλαμπή ανθρωπισμού, απέρριψαν την πρόταση του Μωάμεθ περί παραδόσεως σε αυτόν της οικογενείας του Κλαδά, αλλά την έστειλαν στη Βενετία, όπου, όμως, έκλεισαν τα μέλη της στη φυλακή.
Παράλληλα οι Ενετοί, για να είναι βέβαιοι ότι δεν θα δημιουργούνταν ζητήματα με τον Μωάμεθ, αποφάσισαν να αποστρατεύσουν τους περισσότερους από τους Έλληνες Στρατιώτες που είχαν στην υπηρεσία τους. Ένας από αυτούς ήταν ο Θεόδωρος Μπούας. Ο Μπούας θυμωμένος από τους Ενετούς, εγκατέλειψε το Ναύπλιο, επικεφαλής 60 Στρατιωτών και ενώθηκε με τον Κλαδά, με τον οποίο όμως, κατόπιν, ήρθε σε σύγκρουση, γεγονός που έβλαψε ανεπανόρθωτα τον αγώνα.
Παρά την συντριβή του στρατού, ο Μωάμεθ θύμωσε μεν, δεν απογοητεύτηκε δε. Ανέθεσε τη διοίκηση νέας στρατιάς στον σαντζάκμπεη Αχμέτ, στον οποίο διέθεσε και επίλεκτους γενίτσαρους και άτακτους αζάπηδες. Η οθωμανική στρατιά εμφανίστηκε στην Πελοπόννησο το επόμενο έτος.
Στις 16 Φεβρουαρίου 1481 ο Αχμέτ είχε στρατοπεδεύσει στον Μυστρά, έχοντας συγκεντρώσει τουλάχιστον 10.000 άνδρες. Από την άλλη πλευρά η θέση του Κλαδά εξασθενούσε. Πρώτα από όλα την επανάσταση έβλαψε ιδιαιτέρως η διαμάχη μεταξύ του Κλαδά και του Μπούα και η αποχώρηση του τελευταίου από τη Μάνη.
Αλλά και η στάση της Βενετίας είχε επηρεάσει πολλούς επαναστάτες, οι οποίοι έβλεπαν αδύνατη την επιτυχία τους χωρίς τη βοήθεια μιας ξένης δύναμης. Έτσι σιγά – σιγά πολλοί εγκατέλειπαν τον Κλαδά. Ο Αχμέτ παρόλα αυτά δεν αποτόλμησε επίθεση, παρά μόνο στις 4 Απριλίου, όταν κατέπλευσε στα ύδατα της Μάνης και μια τουρκική γαλέρα.
Η εμφάνιση της έριξε ακόμα περισσότερο το ηθικό των επαναστατών, με συνέπεια να μειωθεί ακόμα περισσότερο ο στρατός του Κλαδά. Ο τελευταίος μπορούσε πλέον να στηρίζεται αποκλειστικά στους δικούς του Στρατιώτες, και στους «ζαγραδόρους» (παραστάτες των εφίππων στρατιωτών) πεζούς του.
Με τις δυνάμεις αυτές δεν μπορούσε καν να διανοηθεί να αντιμετωπίσει τον Αχμέτ μπέη.
Ο Τούρκος όμως έκανε το λάθος να διαχωρίσει τις δυνάμεις του και να επιτεθεί μόνο με 2.000 γενιτσάρους και ιππείς κατά του χωριού Καστανιά. Ο Κλαδάς αντεπιτέθηκε στο τουρκικό αυτό σώμα, παρά το γεγονός ότι ακόμα και απέναντι σε αυτό οι δυνάμεις του υστερούσαν δραματικά σε αριθμό, και κατόρθωσε να το νικήσει.
Οι Τούρκοι εκτόξευσαν και νέες επιθέσεις. Η μάχη στο χωριό μαίνονταν για ένα ολόκληρο μερόνυχτο. Στο τέλος οι λιγοστοί Έλληνες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Βρέθηκαν όμως αποκλεισμένοι από παντού, καθώς ένα ακόμα τουρκικό σώμα, με επικεφαλής τον μπέη της Καλαμάτας, είχε κινηθεί στα νώτα των Ελλήνων.
Ακολούθησε πανικός και ο επαναστατικός στρατός διαλύθηκε. Οι περισσότεροι πάντως άνδρες του διασώθηκαν, αφού κατόρθωσαν διασπάσουν τον τουρκικό κλοιό με μια απελπισμένη έφοδο.
Ανάμεσα στους διασωθέντες ήταν και ο Κλαδάς, ο οποίος κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει ένα σώμα 50, μόλις ανδρών. Οι υπόλοιποι Μανιάτες έσπευσαν προς τα χωριά τους για να τα υπερασπιστούν από τους Τούρκους.
Τις επόμενες μέρες η στρατιά του Αχμέτ προέλασε χωρίς να αντιμετωπίζει οργανωμένη αντίσταση. Πολλά χωριά ξεθεμελιώθηκαν και οι κάτοικοι ανασκολοπίστηκαν. Ο Κλαδάς στο μεταξύ, πολιορκήθηκε με τους λιγοστούς άνδρες τους σε έναν πύργο. Για καλή του τύχη όμως είχαν φτάσει εκείνες τις μέρες στη Μάνη τέσσερις (κατ’ άλλους τρείς) γαλέρες του βασιλιά της Σικελίας Φερδινάνδου, φανατικού εχθρού των Τούρκων. Επικεφαλής δε του στολίσκου ήταν ένας καλός φίλος του Κλαδά, ο επιλεγόμενος Γιάγκος.
Αυτός βλέποντας τη δυσχερή θέση του Κλαδά έστειλε μήνυμα, προτείνοντας του να επιβιβαστεί με τους άνδρες του στα πλοία. Ο Κλαδάς, που δεν είχε άλλωστε και άλλη επιλογή, δέχθηκε. Πριν όμως αποχωρήσει αποφάσισε να δώσει μια τελευταία μάχη με τον Αχμέτ. Έτσι το βράδυ της 12ης προς 13ης Απριλίου 1481, οι Έλληνες επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κατά των πολιορκητών Τούρκων και κατάσφαξαν πολλούς από αυτούς, μέσα στη σύγχυση και στον πανικό που προκλήθηκε.
Αμέσως μετά διέσχισαν τις τουρκικές θέσεις και έσπευσαν στο Πόρτο Κάγιο, εκεί όπου είχαν αγκυροβολήσει οι ιταλικές γαλέρες. Την επομένη επιβιβάστηκαν σε αυτές και αναχώρησαν για τη Νεάπολη της Ιταλίας. Ο Κλαδάς όμως δεν είχε ακόμα πει την τελευταία του λέξη.
Πολύ σύντομα οι Τούρκοι θα τον έβρισκαν και πάλι απέναντι τους.
Ωστόσο ο Κροκόνδειλος Κλαδάς δεν έμελλε να δει την αυγή της ελευθερίας. Μαρτύρησε στα χέρια των Τούρκων, μετά από αποτυχημένη προσπάθεια νέας επανάστασης στη Χιμάρα της Βόρειας Ηπείρου, έχοντας την τιμή να είναι ο πρώτος που ύψωσε την σημαία της επανάστασης κατά του μιαρού Ασιάτη εχθρού.