Η αποδόμηση της εννοίας του ΄Εθνους από την Θάλεια
Δραγώνα κι’ από την ΄Αννα Φραγκουδάκη
του Δαμιανού Βασιλειάδη
19/01/2010
Εισαγωγικά
Βρισκόμαστε εδώ και πολλά χρόνια (απ’ την εποχή
κυρίως του Σημίτη και ακόμη πιο πριν), όπου διαμορφώνεται στον ελλαδικό χώρο
και όχι μόνο ( η επίδραση απ’ το εξωτερικό είναι ασφαλώς ισχυρή), μια αφύσικη
συμπαράταξης ανάμεσα στους εκσυγχρονιστές και αναθεωρητές της ιστορίας της
δεξιάς με τους εκσυγχρονιστές και αναθεωρητές της ιστορίας απ’ την αριστερά,
(για τους δικούς τους ιδεολογικούς λόγους). Στόχος αυτής της αφύσικης
συμπαράταξης (μπορεί όμως να είναι με βάση μιαν επιστημονική ανάλυση και
φυσιολογική)1είναι
η ιδεολογική τρομοκρατία της άλλης άποψης, που θυμίζει άλλες εποχές2
Η μελέτη των βιβλίων και τα συμπεράσματα απ’
την έρευνα μας3
Η Θάλεια Δραγώνα και η Άννα Φραγκουδάκη, επιμελήθηκαν
την συλλογική έρευνα που εκτίθεται στο βιβλίο; Τι είν’ η πατρίδα μας;
Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση.
Ήδη απ’ τον τίτλο ο αναγνώστης συμπεραίνει ότι το
καταληκτικό συμπέρασμα των ερευνητών, το οποίο βασίζεται σε συνεντεύξεις και σ’
ερωτηματολόγια επί ενός κατά την άποψή τους αντιπροσωπευτικού αριθμού
εκπαιδευτικών και στην ανάλυση του περιεχομένου των σχολικών βιβλίων της
ιστορίας, της Γεωγραφίας και της Γλώσσας της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, είναι ο
εθνοκεντρισμός.
Για να πιστοποιήσουν εκ προοιμίου ότι η έρευνά τους
είναι πέραν κάθε αμφισβήτησης κι’ ότι είναι οι κάτοχοι της μοναδικής αλήθειας
απέναντι στους σκοταδιστές, παραθέτουν αντί προλόγου μια σκηνή απ’ το θεατρικό
έργο του Μπρεχτ: Η ζωή του Γαλιλαίου. Με τη σκηνή αυτή επιδιώκουν να προκαταλάβουν
τη σκέψη και να θεμελιώσουν ως θέσφατο ότι όσοι ενδεχομένως θ’ αμφισβητήσουν τα
συμπεράσματα της έρευνάς τους θα είναι τύποι ανάλογοι προς τους σκοταδιστές και
τους ανθρώπους της Ιεράς εξέτασης εκείνης της εποχής, δηλαδή στην μοντέρνα
εκδοχή τους «ακροδεξιοί, αντιδραστικοί ρατσιστές» κ.λπ., ώστε να καλλιεργήσουν
στην τρυφερή ψυχή της νεολαίας – και όχι μόνον – ενοχές, που θ’ αδρανήσουν κάθε
διάθεσή της ν’ αντισταθεί με συνέπεια την ευκολότερη τελική υποταγή στα ποικίλα
ιμπεριαλιστικά κέντρα εντός και της εκτός Ελλάδας. Κι αυτό διότι, πέραν των
όσων νέων υιοθετήσουν αμέσως και καλόπιστα τις απόψεις τους, επιδιώκεται με την
τακτική αυτή να θεμελιωθεί στο υποσυνείδητο και όσων νέων θελήσουν ν’
αμφισβητήσουν τις απόψεις τους, μια ηττοπάθεια, η οποία πάλι θα διευκολύνει το
επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Η επιλογή ως τόπου μελέτης του σχολείου έγινε
γιατί, σύμφωνα με τους επιμελητές, το σχολείο είναι «ο κατ’ εξοχήν κοινωνικός θεσμός μέσα απ’ τον οποίο μαζί με την μετάδοση
γνώσεων καλλιεργείται και αναπαράγεται η εθνική ταυτότητα των νέων γενεών. Στα
σύγχρονα έθνη – κράτη το σχολείο εξασφαλίζει τη συγκρότηση, την εδραίωση και
την αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας». 4
Εκ προοιμίου θέλουμε να τονίσουμε κι’ εμείς, ότι το
συμπέρασμα που καταλήξαμε μετά από εμπεριστατωμένη και λεπτομερή μελέτη του
ανωτέρω βιβλίου και του βιβλίου που επιμελήθηκαν η κ. Θάλεια Δραγώνα και ο κ.
Φαρούκ Μπιρτέκ, Τούρκος καθηγητής, με τίτλο «Ελλάδα και Τουρκία. Πολίτης
και έθνος –κράτος», ξεκάθαρο στόχο έχει ν’ απαξιώσει και στη συνέχεια ν’ απαλείψει
την καλλιέργεια και αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας επί των νέων γενεών. Και
αυτήν την πολιτική προωθούν το ΠΑΣΟΚ με «σοσιαλιστικό» πρόσημο και ο πρόεδρός
του Γιώργος Παπανδρέου.
Αυτός είναι εξάλλου ο εμφανής στόχος : η κατάργηση
της «εθνικής» παιδείας. Το λέει ξεκάθαρα η απόφαση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ,
που φέρει φυσικά και την κύρια ευθύνη αποεθνοποίησης του κράτους. Η κ. Θάλεια
Δραγώνα και ΄Αννα Φραγκουδάκη με τους ομοϊδεάτες τους είναι απλώς τα
«επιστημονικά» εκτελεστικά όργανα.
Στη διδασκαλία διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας
«συμβάλλουν οι τελετές, τα σύμβολα, οι εθνικές επέτειοι, οι συμβολικές
χρονολογίες»5,
εξηγεί η κ. Δράγωνα πολύ σωστά. Έτσι ερμηνεύεται λοιπόν και η μανία που
διακατέχει ορισμένους για την ελληνική σημαία. Με το να καίνε ή να ποδοπατούν
την ελληνική σημαία συμβολικά ποδοπατούν την εθνική ταυτότητα, την ελληνική
ιστορία, τους αγώνες του ελληνικού λαού για ελευθερία και δημοκρατία, για τα
«πανανθρώπινα ιδανικά», όπως ήταν το σύνθημα του ΕΑΜ.6
Σε αντίθεση με τα χαρακτηριστικά της εθνικής
ταυτότητας, υποτιμώνται, κατά την κ. Θάλεια Δραγώνα, «οι αξίες, τα πιστεύω, οι αρχές των ‘‘άλλων’’ ομάδων αναγκαστικά, αλλά
και επικίνδυνα».7
Είναι απορίας άξιο το πώς ο αυτοσεβασμός στην εθνική ταυτότητα έχει όλες αυτές
τις αρνητικές παρενέργειες απέναντι στους άλλους. Διότι το συμπέρασμα ότι το
ένα οδηγεί «αναγκαστικά» στο άλλο, δηλαδή στην επικινδυνότητα απέναντι στον
«άλλον» και συνεπώς στην ξενοφοβία και στον εθνικισμό κατ’ επέκταση, είναι
σαφώς μια απολύτως αυθαίρετη επινόηση της κ. Θάλειας Δραγώνα, του τύπου «έτσι
αποφασίσαμε και έτσι είναι».
Παραθέτει μάλιστα και για του λόγου της το «αληθές»
και μια σειρά από ιστορικούς, όπως π.χ. ο Αντώνης Λιάκος, η Κουλούρη, ο
Κωστόπουλος, ο Λιθοξόου και άλλοι, γνωστοί, εθνομηδενιστές (αυτό που λέει ο
λαός: «ρώτα και τον μπάρμπα μου τον ψεύτη»).
Σ’ αυτό το πνεύμα αναλύονται «οι σύγχρονες θεωρήσεις για την ιστορικότητα του έθνους, σύμφωνα με τις
οποίες το έθνος δεν συνιστά μια πρωταρχική, φυσική και σταθερή οντότητα – όπως
ήθελε η ρομαντική αντίληψη του 19ου αιώνα, την οποία εξακολουθούν ν’
αναπαράγουν οι εθνικές ιδεολογίες -, αλλά είναι ιστορικό φαινόμενο, με
συγκεκριμένα μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά, ενώ ο εθνικός ‘‘εαυτός’’ ορίζεται σε
κάθε περίπτωση μέσα απ’ την αντίθεση μα και τη διαφορά του απ’ τους διάφορους
εθνικούς ‘‘άλλους’’»8.
Όμως και στην παράθεση αυτών των επιχειρημάτων κυριαρχεί
απόλυτη αυθαιρεσία, η οποία καθορίζεται απ’ την ιδεολογική στάση ορισμένων από
τους προαναφερθέντες «επιστημόνες», με την διαμορφωμένη αλλά και γνωστή ανά το
πανελλήνιο άποψη ο οποία απαξιώνει κάθε τι το εθνικό.
Κατά την αφελή αυτή συλλογιστική όποιο άτομο έχει
ταυτότητα αποτελεί κίνδυνο για τους «άλλους». Οπότε θα πρέπει να καταργήσουμε τις…
ταυτότητες. Βέβαια θα πρέπει ν’ αντιτείνουμε πως, όταν θα φτάσουμε σε κάποιαν
αταξική κοινωνία, δεν χρειάζεται κανένας ταυτότητα. Το πρώτο συμπέρασμα το
οποίο εξάγεται από αυτές τις θέσεις είναι ότι η σχολική εθνική διαπαιδαγώγηση
είναι λανθασμένη, για να μην την πούμε αναχρονισμό.
Την ίδια αντιεπιστημονική αυθαιρεσία με δογματικό
τρόπο εκφράζει και μια άλλη άποψη στο βιβλίο που λέει ότι «Η αξιολόγηση του ελληνικού και των άλλων εθνών με βάση την ευρωκεντρική
επιστημονική παράδοση του 19ου αιώνα, τελικά αποδίδει στον ‘‘ελληνισμό’’
πολιτισμική υπεροχή, με αιτιολόγηση την ικανότητα ‘‘διατήρησής’’ του, χωρίς να
υφίσταται επιδράσεις, και έτσι διαμορφώνεται μια αμυντική διάσταση της εθνικής
ταυτότητας».9
Πώς όμως εξάγει η κ. Θάλεια Δραγώνα το συμπέρασμα
ότι ο ελληνισμός δεν αποδέχεται επιδράσεις και ότι αν αποδεχτούμε την «αμυντική
διάσταση» (ο Σβορώνος θα μιλούσε για «αντίσταση»), δεν υφίσταται αντικειμενικά
κίνδυνος στο γειτονικό περιβάλλον μας; Αποτελεί μήπως φαντασίωση των
«εθνικιστών και των υπερπατριωτών» η διαπίστωση ότι απειλείται ο ελληνισμός (η Κύπρος,
το Αιγαίο, η Θράκη, η Μακεδονία, αύριο η Ήπειρος και μεθαύριο η Κρήτη και
παραμεθαύριο η Κέρκυρα)10 απ’ τον
τουρκικό επεκτατισμό κι’ απ’ τον σκοπιανό αλυτρωτισμό και απ’ τις
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που τους συμπαραστέκονται και τους υποστηρίζουν; Ή μήπως,
κατά την κοινωνική ψυχολόγο κ. Θάλεια Δραγώνα , έχουν πάθει ομαδική παράκρουση
και ψύχωση οι Έλληνες, σύμφωνα με την «κοινωνιοψυχολογική
ερμηνεία του εθνοκεντρισμού»;
Όλα αυτά τα φαινόμενα έχουν και τις «πολιτικές
συνέπειες της ανιστορικής παρουσίασης του ελληνικού έθνους», όπως
ισχυρίζεται κι’ η συνάδελφος της κ. Δραγώνα, η κ. ΄Αννα Φραγκουδάκη, η οποία
καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η εθνική
διαπαιδαγώγηση απ’ το σχολείο παράγει μιαν αντιφατική αξιολόγηση του ελληνικού
έθνους και πολιτισμού, που οδηγεί σε μια εθνική ταυτότητα ανασφαλή, σε
κατάσταση κατωτερότητας και αδυναμίας και σε κίνδυνο αλλοίωσης και εξαφάνισης»,11
Ασφαλώς τα σχολικά βιβλία δεν είναι τέλεια και
θέλουν αλλαγή προς το καλύτερο. Πάντοτε υπάρχει το καλύτερο. Από κει και πέρα
όμως, το να διαπιστώνει η κ. Φραγκουδάκη φαινόμενα που είτε δεν υπάρχουν είτε,
εάν υπάρχουν, αλλά οφείλονται σε πραγματικά αίτια, αποτελεί διαστρέβλωση της
ιστορικής αλήθειας. Και πάνω σ’ αυτήν την στρέβλωση αποφαίνεται με ειρωνεία και
η κ. ΄Εφη Αβδελά: Δεν φαίνεται «ακόμη η
ώρα για ν’ αποκτήσει η Κλειώ – που παραμένει παραγνωρισμένη απ’ το ελληνικό
κοινό – μια στέρεη και αυτόνομη παρουσία στη χώρα που επικαλείται την καταγωγή
της»12.
Γενικά η υποτίμηση της εθνικής ταυτότητας διατρέχει
ως μίτος όλη την αξιολόγηση του Νεοέλληνα, ερμηνευομένου ως ενός κομπλεξικού
και φοβικού υποκειμένου, με συναισθήματα ανωτερότητας προς τους γείτονες
(Ανατολίτες και Βαλκάνιους) και κατωτερότητας προς τους Βορειοευρωπαίους, με υπερεκτίμηση
του «Εαυτού» του και υποεκτίμηση του «Άλλου», όταν αυτός προέρχεται από θεωρούμενους
ως κατώτερους πολιτισμούς. Έτσι εκτιμάται ο ΄Ελληνας εκπαιδευτικός στην
κοινωνιοψυχολογική ψυχοσύνθεσή του, κατά τις κ. Δραγώνα και Φραγκουδάκη και των
συνεργατών τους στην έρευνα.
Μερικά παραδείγματα τα οποία αναφέρουν ως
αντιπροσωπευτικά είναι χαρακτηριστικά:
«Μην ξεχνάτε
ότι και η Ευρώπη τρέφει μεγάλο σεβασμό στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό,
συνεχιστές του οποίου είμαστε εμείς σήμερα…». Και ένα άλλο παράδειγμα που
αναφέρει η κ. Δραγώνα για την, όπως λέει «τη γνωστή ρήση πολιτικού προσώπου,
που φαίνεται άγγιξε μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού: ‘‘…όσο για τον πολιτισμό μας, όταν αυτοί τρώγανε βελανίδια, εμείς
φτιάχναμε παρθενώνες’’»13
Μια τέτοια στάση των εκπαιδευτικών μας δεν είναι
δυνατόν παρά να υποδηλώνει, κατά κ. Δραγώνα, φαινόμενα αμφιθυμίας και τελικά
ρατσισμού και εθνικισμού. Και συνεχίζει: «Ωστόσο
η ρατσιστική στάση δεν είναι μονοσήμαντη. Η αμφιθυμία αποτελεί διάχυτο
χαρακτηριστικό του λόγου του επιθετικά απορριπτικού των ‘‘άλλων’’».14
Σχετικά με το έθνος παραθέτει διάφορους μοντέρνους
συγγραφείς, όπως τον Β. ΄Αντερσον, περί της φαντασιακής κοινότητας και στηρίζει
τη δημιουργία του έθνους στη γνωστή θεωρία ότι τα περί έθνους αποτελούν
φαντασιακές κατασκευές του κράτους και συνεπώς, όταν εκλείψει το κράτος, θα
εκλείψει και το έθνος, μιας και η δημιουργία του έθνους αποτελεί κατασκευή του
κράτους.
Γράφει σχετικά: «Ο λόγος περί έθνους, στηριγμένος στις υλικές μορφές που αναπαράγονται
με τη συστηματική φροντίδα και την τυπική ευθύνη του κράτους για να στηρίξουν
την ερμηνεία του κόσμου που καλλιεργεί, συγκροτεί ‘‘εθνικά’’ υποκείμενα.»15
Αυτά τα ελληνικά εθνικά υποκείμενα, κατά την κ. Δραγώνα
πάντοτε, μεταθέτουν «τον άξονα ορισμού
της ελληνικότητας απ’ τον χώρο στον χρόνο και αντιστρόφως, όπως εφαρμόζεται
στις συζητήσεις περί του απανταχού ελληνισμού, της ελληνικότητας της Μακεδονίας
ή της κατάταξης της Ελλάδας στην Ευρώπη».
Για να προστεθεί ότι ,ε την έρευνά τους
αποδεικνύεται περίτρανα «η επιβεβαίωση
των εθνοκεντρικών, ξενοφοβικών στερεοτύπων, που εν πολλοίς αναπαράγονται απ’ τα
ίδια σχολικά εγχειρίδια».16
Κατά την έρευνα όλοι σχεδόν οι εκπαιδευτικοί με
τους οποίους έλαβε χώρα η συνέντευξη ισχυρίστηκαν (σε ποσοστό 98%) ότι δεν
τρέφουν ρατσιστικά αισθήματα.17
Οπότε αυτήν, την δυσάρεστη για τις επιδιώξεις της, απάντηση
κ. Δραγώνα την έφερε πάλι στα μέτρα της με μια έμμεση απόρριψη, γράφοντας: «Η γενική
πεποίθηση ωστόσο ότι οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές είναι ενδιαφέρον κοινωνικό
φαινόμενο, που χρειάζεται μελέτη και εμβάθυνση».18
Ομολογεί δηλαδή εμμέσως ότι θα επιθυμούσε να
επιβεβαιωθεί από την απάντησή τους, που όμως δεν ήρθε, η υπόθεσή της, ότι σίγουρα
υπάρχουν ξενοφοβικά στοιχεία.
Στο βιβλίο συνήθως γίνεται ταύτιση ή επιχειρείται να
υπάρχει συνάφεια της ξενοφοβίας με τον ρατσισμό. Ο ΄Ελληνας κλειδαμπαρώνεται
τώρα κυριολεκτικά, εξαιτίας της ανασφάλειας και της επικινδυνότητας που
προέκυψε κυρίως από την ανεξέλεγκτη εισροή λαθρομεταναστών (Μήπως η κ. Θάλεια
Δραγώνα και η κ. Άννα Φραγκουδάκη αφήνουν το κλειδί του σπιτιού τους πάνω στην
πόρτα; Ή μήπως κι οι ίδιες, που θεωρούν τον εαυτό τους αντιρατσιστή έχουν πόρτα
ασφαλείας;)
Αυτά τα φαινόμενα, όπως γράφει, επιβεβαιώνουν γι’ ακόμη μια φορά τις
συνέπειες της «ανιστορικής παρουσίασης
του ελληνικού έθνους». Τονίζει σχετικά: «Το σημαντικότερο συμπέρασμα των ερευνητικών δεδομένων που
παρουσιάζονται στο δεύτερο μέρος αυτού του βιβλίου είναι ότι το σχολείο
καλλιεργεί την ξενοφοβία και την εύθραυστη και ανασφαλή εθνική ταυτότητα. Στον
εκπαιδευτικό θεσμό εμφανίζεται κυρίαρχη μια αντίληψη για τον πατριωτισμό, που
παρουσιάζει το ελληνικό έθνος απολύτως ομοιογενές, με πολιτισμικές ιδιότητες
ίδιες και αναλλοίωτες απ’ την πιο μακρινή αρχαιότητα και μη υποκείμενες σε
επιδράσεις κι ακόμη σαν έθνος πολιτισμικά ανώτερο εξαιτίας της ευγενούς
καταγωγής του απ’ την αρχαιότητα, η οποία κατέχει στη Δυτική Ευρώπη και τον
πολιτισμό της θέση αξίας παγκόσμιας».19
Εν συνεχεία εξηγεί το φαινόμενο: «Αυτή η αντίληψη για τον πατριωτισμό ανήκει
στον 19ο αιώνα»20. Απ’ όλην
αυτήν την τοποθέτηση προκύπτει για την κ. ΄Αννα Φραγκουδάκη αβίαστα η αντίληψη:
«Έτσι η δυσκολία προσαρμογής στις νέες
συνθήκες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και της καινούργιας πραγματικότητας των
μεταναστών και προσφύγων συνδυάζεται με μια παραδοσιακή ξενοφοβία, που είναι
ταυτόχρονα και αίτιο και αποτέλεσμα ενός λόγου για το έθνος με περιεχόμενο τους
μύθους και τις αντιφάσεις ενός παρωχημένου εθνικισμού».21
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σ’ αυτές τις παράλογες,
ανιστόρητες και αυθαίρετες και πραγματικά αντιεπιστημονικές, αλλά συγχρόνως και
«ρατσιστικές» ερμηνείες της κ. ΄Αννας Φραγκουδάκη;
Πρώτα απ’ όλα θα ήταν παράλογος ο οποιοσδήποτε, εάν
ισχυριζόταν ότι δεν υπήρχαν επιδράσεις, θετικές ή αρνητικές, δεν έχει σημασία.
Δεύτερο από πού προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο πατριωτισμός ανήκει στον 19ο
αιώνα; Τρίτον γιατί το έθνος σώνει και καλά πρέπει να εγκλωβιστεί στις
κατασκευές της κ. Φραγκουδάκη, για τους μύθους και τις αντιφάσεις ενός
παρωχημένου εθνικισμού; Δηλαδή μια όποια εθνική συνείδηση, εθνική μνήμη, μια
κάποια έστω συνέχεια απ’ την αρχαιότητα είναι απαράδεκτη, ως ανιστόρητη;
Ανιστόρητος είναι φυσικά και ο μύθος για την
ομοιογένεια, διότι, όπως γράφει ή ίδια στο βιβλίο «Ο μύθος της ομοιογένειας είναι εύκολο να καταπολεμηθεί ιστορικά»22 Μιλάει στη
συνέχεια για «εθνικές ιδεολογίες» και
κυρίως για το ότι «η ομοιογένεια ως
μέγιστη εθνική αξία παράγει ξενοφοβία και αυτή με τη σειρά της καλλιεργεί
αυταρχικές τάσεις».23 Οπότε, κατά
την αντίληψή τους, για να μην παράγει λοιπόν ξενοφοβικές και αυταρχικές τάσεις,
αρκεί να δημιουργήσουμε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, η οποία εάν προκύψει, θα
μας απαλλάξει αυτομάτως απ’ τ’ αρνητικά αυτά φαινόμενα. Βρίσκω θράσος να
παρουσιάζονται ως επιστημονικού περιεχομένου κατευθύνσεις τέτοιοι παιδαριώδεις
συλλογισμοί.
Αναφέρεται κατόπιν η κ. Φραγκουδάκη σ’ ένα άλλο
προσθετικό της μυθοπλασίας των σχολικών βιβλίων, για την υπερτίμηση απ’ τη μια
και για την υποτίμηση απ’ την άλλη της εθνικής ταυτότητας, δηλαδή για μιαν
ανώμαλη, ψυχολογικά παθογενή, όπως την θεωρεί, πνευματική κατάσταση του
΄Ελληνα. Γι’ αυτό ισχυρίζεται στη συνέχεια ότι «στο όνομα του πατριωτισμού καλλιεργούν μια εθνική ταυτότητα ανασφαλή,
σε κατάσταση κατωτερότητας και αδυναμίας και σε κίνδυνο αλλοίωσης και
εξαφάνισης».24
Και μιας που αναφέρεται η κ. Φραγκουδάκη στον
αυταρχισμό, ας παραθέσουμε τις απόψεις της στο βιβλίο: Ο αυταρχισμός είναι
λογικό αποτέλεσμα της συντηρητικής φιλοσοφίας (Ηampden ß Turner 1970, 259. Η
έννοια του αυταρχισμού είναι συνδεδεμένη με την κλασική μελέτη του Αντόρνο και
των συνεργατών του (Adorno κ.ά. 1950) και διατηρεί υψηλούς δείκτες συσχέτισης
με τις έννοιες του συντηρητισμού, του εθνοκεντρισμού και του εθνικισμού»25
Τι αποδεικτικά στοιχεία βγαίνουν απ’ αυτήν την
τοποθέτηση; Παιδαριώδη: Αφού η παιδεία μας είναι εθνοκεντρική είναι ταυτόχρονα
και αυταρχική και συντηρητική. Με μια πολυπολιτισμική παιδεία, που καταργεί τον
εθνοκεντρισμό, δεν θα είχαμε τέτοιο πρόβλημα! Είναι το λογικό συμπέρασμα.
Το ερωτηματολόγιο στο οποίο βασίστηκε η μελέτη των
Δραγώνα και Φραγκουδάκη «δομήθηκε γύρω απ’
τις βασικές θεματικές της έρευνας: εθνικός ‘‘εαυτός’’ σε σχέση με τον εθνικό ‘‘άλλο’’,
που υπήρξε και το κύριο αντικείμενο της μελέτης, ‘‘ελληνική παιδεία’’ σε σχέση
με την ‘‘ευρωπαϊκή’’ και με την ‘‘πολυπολιτισμική’’ εκπαίδευση, που αποτελεί το
συγκεκριμένο πεδίο στο οποίο εκτυλίσσεται η έρευνα, και ‘‘ελληνικότητα’’ σε
σχέση με την ‘‘Ενωμένη Ευρώπη’’, που αποτελεί την ιστορική εξειδίκευση του
θέματος».26
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου αναλύονται απ’ τους
επιμελητές του βιβλίου τα γενικά συμπεράσματα της έρευνας, απ’ τα οποία
σταχυολογούμε ορισμένα, τα οποία ενέχουν βέβαια, για να τ’ ομολογήσουμε, και το
στοιχείο της μη ολοκληρωμένης προσέγγισης του βιβλίου, που όμως θ’ αποκάλυπτε
αλήθειες που επιβεβαιώνουν τα μερικά συμπεράσματά μας.
Ομιλούν οι συγγραφείς του βιβλίου για «στερεότυπα»
των εκπαιδευτικών, όπως το «στερεότυπο»
της ανωτερότητας/κατωτερότητας, που αποτελεί βασικό αίτιο της ξενοφοβικής
τοποθέτησης μιας ομάδας εκπαιδευτικών, που οδηγεί με τη σειρά του στην τάση
απομονωτισμού, που ο συνδυασμός όλων αυτών οδηγούν στο αίσθημα ανωτερότητας της
«ελληνικής κουλτούρας» και εν κατακλείδι όλα τ’ ανωτέρω και πολλά άλλα οδηγούν
στον πλήρη αποκλεισμό των Τούρκων απ’ την Ευρώπη.27
Μια σημαντική αποκάλυψη της έρευνας κατά τους
συγγραφείς του βιβλίου, είναι το φαινόμενο του ετεροπροσδιορισμού, ο οποίος «έμμεσα αποκαλύπτει μια ελλειμματική εικόνα
της σύγχρονης Ελλάδας, η οποία αναζητεί τα τεκμήρια της αξίας της στο παρελθόν.
Η αρχαιότητα συνεπώς λειτουργεί ως αντιφατική υπέρτατη αναφορά, η άρρητη σύγκριση
με την οποία παράγει τη μειονεκτικότητα του παρόντος, ενώ η ρητή επίκλησή της
θεμελιώνει την υπεροχή του. Η γενικευμένη λοιπόν θεώρηση του ‘‘ελληνικού
πολιτισμού’’ ως αχρονικού μορφώματος αποκλείει τη διάκριση ιστορικών
ιδιαιτεροτήτων και διαφορών και μέσα απ’ το σχήμα της αναλλοίωτης διατήρησης
προβάλλει στο παρόν αλλά και στο μέλλον την αίγλη του παρελθόντος, καλύπτοντας
μιαν άρρητη υποτίμηση της νεολληνικής πραγματικότητας».28
Από πού όμως, αλήθεια, βγαίνει το συμπέρασμα ότι η «γενικευμένη θεώρηση του ελληνικού πολιτισμού»
αποκλείει την διάκριση των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων και ότι αυτό συνεπάγεται
την υποτίμηση της νεοελληνικής πραγματικότητας; Είναι πέραν πάσης αποδείξεως η
διαπίστωση ότι ο Νεοέλληνας παρά τη βαριά σκλαβιά κάτω απ’ τον οθωμανικό ζυγό,
άποψη η οποία, όπως φαίνεται διάχυτα στο έργο των συγγραφέων, δεν γίνεται
αποδεκτή, παρήγαγε λαμπρό έργο, το οποίο οι συγγραφείς και οι ομοϊδεάτες τους
όχι μόνο επιδιώκουν μανιωδώς να το ευτελίσουν, αλλά και να το αμαυρώσουν και
στη συνέχεια να το υποτιμήσουν, για να μας πείσουν ότι η παγκοσμιοποιημένη
πολυπολιτισμικότητα αποτελεί ανώτερο ανθρωπιστικό αγαθό, διότι απαλείφει τα
κομπλεξικά και ξενοφοβικά χαρακτηριστικά του Νεοέλληνα απέναντι στους «ξένους».
Φυσικά μέσα στον ορυμαγδό των αρνητικών στοιχείων
που έχουν δευτερεύουσα σημασία, αναδεικνύονται στην έρευνα και ορισμένες
θετικές επισημάνσεις όπως η επισήμανση ότι «στα
δύο βιβλία ιστορίας ναρκοθετείται έμμεσα η ιστορικότητα απ’ την απουσία της
κοινωνικής διάστασης των γεγονότων και φαινομένων… Δηλαδή απ’ τις σελίδες
ειδικά της ελληνικής ιστορίας απουσιάζει η επιστημονική οπτική περί κοινωνικών
ομάδων και τάξεων καθώς και κάθε κοινωνική διαφοροποίηση». Αυτό το
συμπέρασμα είναι σε μεγάλο βαθμό αληθινό, για όποιον έχει μελετήσει τα βιβλία
της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Απ’ την άλλη η θεώρηση απ’ τους συγγραφείς του
βιβλίου «Τι είναι η Πατρίδα μας;» ότι αποτελεί υποτίμηση η διαπίστωση ότι οι
Οθωμανοί έχουν απειλήσει την πολιτισμική εθνική ιδιαιτερότητα και ομοιογένεια
και την φυσική και πολιτισμική ύπαρξη του ελληνισμού, αποτελεί εθελοτυφλία στα
κραυγαλέα ιστορικά γεγονότα, που μόνο με σκοπιμότητα έχουν να κάνει.
Τέλος η διαρκής και θα ’λεγα με κάποια υπερβολή,
λυσσώδης καταγγελία των συγγραφέων, και κυρίως της κ. Θάλειας Δραγώνα και της
κ. ΄Αννας Φραγκουδάκη εναντίον της στάσεως του Νεοέλληνα απέναντι σ’ αυτό που αποκαλούμε
βαριά κληρονομιά, αποτελεί αναίρεση κάθε αντικειμενικής ιστορικής και
ερευνητικής προσπάθειας και αναδεικνύει μια ορισμένη σκοπιμότητα, εκείνην
δηλαδή της στρατηγικής της παγκοσμιοποίησης και της νέας τάξης, η οποία επιδιώκει
να μεταβάλλει ακόμη και τα έθνη που έχουν συμπαγή εθνική ταυτότητα σε μια
παγκοσμιοποιημένη συνειδησιακά «σούπα».
Τους συγγραφείς επίσης τους ενοχλεί το γεγονός ότι
απ’ τους εκπαιδευτικούς ο «αρχαίος
ελληνικός πολιτισμός παρουσιάζεται ως θεμελιώδης αναφορά του εθνικού εαυτού με
αξία μοναδική και ανεπανάληπτη, αλλά ταυτόχρονα και ως κοιτίδα του σύγχρονου
πολιτισμού στους τομείς της επιστήμης, της τέχνης, των ιδεών. Τονίζεται η
καθολικότητα ιδεών, όπως η δημοκρατία και το ολυμπιακό ιδεώδες, ενώ παράλληλα
προβάλλεται η απαράμιλλη αξία και η παγκόσμια αναγνώριση της αρχαίας ελληνικής
τέχνης. Φωτογραφίες αρχαίων γλυπτών συμπληρώνουν ή αντικαθιστούν το λόγο των
κειμένων αφού ‘‘τ’ αριστουργήματα μιλάνε μόνα τους’’»29
Γιατί άραγε δεν αναρωτιούνται οι συγγραφείς για
ποιον λόγο οι Νέο-Οθωμανοί του κυρίου Νταβούτογλου προσπαθούν να οικειοποιηθούν
και να παρουσιάσουν όλα τα ελληνορωμαϊκά (και βυζαντινά ακόμη, απ’ όσα δεν
μπόρεσαν ν’ αφανίσουν) πολιτισμικά αγαθά και μνημεία ως τούρκικη κληρονομιά;
Δεν τους δημιουργεί προβληματισμό το γεγονός αυτό ή
το αγνοούν; Ή μήπως διόλου δεν το αγνοούν, αλλά δεν συμφέρει στις επιδιώξεις
τους να το θίξουν; Ας εκτιμήσουν τουλάχιστον και ας προβάλλουν αυτό που επιχειρούν
να παρουσιάσουν οι Νέο – Οθωμανοί Τούρκοι ως δική τους κληρονομιά, ώστε να
φανεί ότι αυτή η αποκαλούμενη «τουρκική κληρονομιά» για την οποία είναι υπερήφανοι
ο Τούρκοι είναι στην πραγματικότητα η ελληνορωμαϊκή και η βυζαντινή κληρονομιά!30
1 Βλ. ανάλυση μου: «Διεθνισμός
και παγκοσμιοποίηση», όπου καταλήγω με βάση θεωρητική μου ανάλυση στο
ακόλουθο συμπέρασμα: «Εν κατακλείδι: Τόσο
η εκσυγχρονιστική Αριστερά όσο και η εκσυγχρονιστική σοσιαλφιλελεύθερη και
συντηρητική Δεξιά, από διαφορετικές αφετηρίες, αλλά σε συγκλίνουσα πορεία,
αποτελούν την εμπροσθοφυλακή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Όποιος είναι
ενάντια στον πατριωτισμό είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης και όποιος είναι υπέρ
της παγκοσμιοποίησης είναι ενάντια στον πατριωτισμό. Αυτό είναι ξεκάθαρο, για
να μην υπάρχει σύγχυση, ηθελημένη ή μη».
2 Βλ. την τοποθέτηση
όλων των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ εναντίον των «ακροδεξιών στοιχείων», όπου
ταυτίζουν τους διαφωνούντες με την κ. Θάλεια Δραγώνα με τον ΛΑΟΣ και με τον
Καρατζαφέρη. Φαίνεται πως ορισμένοι νομίζουν ότι άμα τα βάλουν με τον
Καρατζαφέρη, αποκτούν αυτομάτως και δικαιωματικά αριστερά ένσημα! Αν ήταν τόσο
εύκολα τα πράγματα θα κάναμε την επανάσταση απ’ τον καναπέ μας! Έστω κι αν
κανείς τους δεν διάβασε το βιβλίο της, ξέρουν ότι είναι εθνομηδενίστρια και
τους αρκεί για να την υποστηρίξουν, όπως έκαναν πολλοί με το βιβλίο της κύριας
Ρεπούση, με πρωτοστατούντα τον τότε πρόεδρο του ΣΥΝ. Αντί όμως να χαρίζουν τα
πατριωτικά θέματα στον Καρατζαφέρη, θα έπρεπε οι ίδιοι να τα πάρουν στα χέρια
τους, σύμφωνα με την εαμική παράδοση. Γιατί πρέπει επιπλέον να γνωρίζουν ότι τα
εθνικά θέματα έχουν άμεση και διαλεκτική σχέση με τα κοινωνικά. Όμως με πολλούς
της Αριστεράς συμβαίνει το λαϊκό: «Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα».
Εννοούμε βεβαίως τη δογματική πόρτα. Ας διαβάσουν οι αριστεροί πολίτες» την
ανακοίνωσή τους, για να διαπιστώσουν ποια είναι η ανοχή τους στην άλλη άποψη
και στη διαφορετικότητα. Μας θυμίζουν ούτε λίγο ούτε πολύ σταλινικά φαινόμενα.
Και μάλιστα με τη στήριξη των διαπλεκομένων ΜΜΕ. Πού βρίσκεται η ανοχή στον
διάλογο και στην πάλη των ιδεών σε μια κοινωνία, όπου «ακόμη» επιτρέπεται ο
αντίλογος;
3 Μια πρώτη τοποθέτησή
μου περιλήφθηκε ως εισαγωγικό σημείωμα στην αλληλογραφία του Μίκη Θεοδωράκη με
την κ. Θάλεια Δραγώνα. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν ν’ ανατρέξουν στην ιστοσελίδα
μου: www.damonpontos.gr , όπου περιλαμβάνονται πολλά άρθρα μου με αναφορά σε
σχετικά θέματα.
4 Θάλεια Δραγώνα και
΄Αννα Φραγκουδάκη, επιμέλεια, Τι είν’ η πατρίδα; Εθνοκεντρισμός στην
εκπαίδευση, εκδ. «Αλεξάνδρεια», Αθήνα, Φεβρουάριος 1997, σ. 13.
5 Ό.π., σ. 15.
6 Που είναι το: Εμπρός
«ΕΛΑΣ, ΕΛΑΣ για την Ελλάδα…». Όλα τα επιτεύγματα του ΕΑΜ χαρακτηρίζονται πια
εθνικιστικά.
7 Ο.π., σ. 16. Το
πρόβλημα με τους συγγραφείς του βιβλίου και με άλλους που έχουν την ιδεολογία
αποεθνοποίησης ή εθνομηδενισμού είναι ότι δεν τους ενδιαφέρει καν να
καλυτερεύσουν την εθνική ταυτότητα, αφαιρώντας ας πούμε, ότι έχει σχέση με τον εθνικισμό,
τον ρατσισμό κ.λπ, όπως ισχυρίζονται, αλλά να ενοχοποιήσουν την εθνική
ταυτότητα, να την αποδομήσουν και, ει δυνατόν, να την αντικαταστήσουν με την
παγκοσμοποιημένη πολυπολιτισμική παιδεία, που εξυπηρετεί τα ξένα στρατηγικά
σχέδια, γιατί μηδενίζει με τον εθνομηδενισμό τους τις ηθικές και πνευματικές
αντιστάσεις που πρέπει να διατηρεί ο Νεοέλληνας ενάντια στη λαίλαπα της
παγκοσμιοποίησης και της νέας τάξης, που θέλει να παράγει και αναπαράγει μόνο
καταναλωτικά υποκείμενα για τα μονοπώλια.
8 Ό.π., σ. 22.
9 Ό.π., σ. 23.
10 ΄Ηδη μπαίνει σ’
εφαρμογή ένα καινούργιο σχέδιο για μιαν αυτόνομη Κρήτη και αρχίζει να γίνεται
λόγος και για την Κέρκυρα, ως ανεξάρτητη περιοχή. Ας διαβάσουν οι
ενδιαφερόμενοι το χωρίο στο βιβλίο του Μανώλη Γλέζου «Εθνική Αντίσταση 1940
1944, εκδ. «Στοχαστής» για να καταλάβουν. Στρατηγική της Παγκοσμιοποίησης και
της Νέας Τάξης αποτελεί η διάλυση της Ελλάδας μέσα απ’ την άλωση της συνείδησης
του Νεοέλληνα, για να τον μετατρέψουν σε όργανο πειθήνιο (συναινετικό, όπως θα
έλεγε και ο Γκράμσι) στ’ άνομα στρατηγικά σχέδιά της. Και ας μην πει κάποιος
ότι όλ’ αυτά αποτελούν αποκυήματα επιστημονικής φαντασίας. Διότι το ίδιο
ειπώθηκε με το σκοπιανό και βλέπουμε σήμερα πού καταλήξαμε! Θεωρούσαμε οι
περισσότεροι ότι η προπαγάνδα των Σκοπίων ήταν αποκύημα επιστημονικής φαντασίας
και γελοιότητα και αποδείχτηκε μια τραγική πραγματικότητα: Όλοι σχεδόν ανά τον
κόσμο, αλλά αρκετοί και στην Ελλάδα, (και δεν είναι υπερβολή) θεωρούν ότι ο
Σκοπιανοί είναι οι γνήσιοι Μακεδόνες, απόγονοι του Φιλίππου και του
Μεγαλέξανδρου. Η συνεχής υποχωρητικότητά μας απέναντι στις εξωτερικές
επιβουλές, που απεργάζονται τα εξωθεσμικά κέντρα με τους αριστεροδεξιούς προπαγανδιστικούς
μηχανισμούς, συνιστούν μέγιστο κίνδυνο για την υπόσταση αυτού του έθνους –
κράτους, το οποίο εμφανώς θέλουν να καταλύσουν, για να γίνει επιτέλους και η
Ελλάδα ένα υποτακτικό προτεκτοράτο στα κελεύσματα της νέας τάξης.
11 ΄Ο.π., σ. 26.
12 ΄Ο.π., σ 71.
13 Ό.π., σ. 85.
14 ΄Ο.π. σ. 100.
15 ΄Ο.π. σ. 123.
16 Ό.π., σ. 138.
17 «Την άποψη ότι οι ΄Ελληνες δεν είναι
ρατσιστές την υποστηρίζει το συντριπτικό ποσοστό 98% του δείγματος των
εκπαιδευτικών». Ό.π., σ. 193.
18 Ό.π., σ. 193.
19 Ό.π., σ. 143.
20 ΄Ο.π., σ. 143.
21 Ό.π., σ. 143.
22 ΄Ο.π., σ. 147.
23 ΄Ο.π., σ. 153.
24 ΄Ο.π., σ. 195.
25 ΄Ο.π., σ. 211.
26 Ό.π., σ. 235.
27 Ό.π., σ. 281-282.
28 Ό.π., σ. 295.
Επειδή στην επιστολή του προς τη κ. Θάλεια Δραγώνα ο Μίκης Θεοδωράκης έχει
απαντήσει διεξοδικά στο σύνολο σχεδόν των ανωτέρω απόψεων, παραπέμπουμε στην
επιστολή αυτή, για να μην επαναλάβουμε ήδη λεχθέντα, τα οποία όμως
προσυπογράφουμε. Βλ. την ιστοσελίδα μου.
29 ΄Ο.π., σ. 449.
30 Σε πιάνει κατάθλιψη
για το γεγονός ότι το τουρκικό καθεστώς προσπάθησε να εξαφανίσει ό,τι έχουν
αφήσει υπόλοιπο οι Σταυροφόροι στην Κωνσταντινούπολη απ’ την βυζαντινή
κληρονομιά. Τα περισσότερα κατάλοιπα τα βρίσκει κανείς πια στα μουσεία κυρίως
των ΗΠΑ.
.