«Ανάλυση» είναι η επιστημονική μέθοδος προσέγγισης ενός φαινομένου με τρόπο συστηματικό, εσωτερικά συνεπή και θεωρητικά ανοικτό. Μια από τις πιο κρίσιμες υποθέσεις της κλασικής ανάλυσης, είναι η ορθολογική συμπεριφορά των «παικτών». Κι ένα από το πιο «λεπτά ζητήματα» κάθε ανάλυσης είναι τι συμβαίνει, αν κάποιος ή κάποιοι από τους πρωταγωνιστές μιας διαμάχης δεν λειτουργούν ορθολογικά, δηλαδή διαπράττουν σφάλματα. Τα σφάλματα περιπλέκουν την ανάλυση, διότι καταργούν την βασική υπόθεση ορθολογικότητας (rationality assumption). Τα σφάλματα είναι δύο ειδών: Τυχαία και «συστημικά». Και με την εισαγωγή της πιθανότητας σφάλματος, το συνολικό αναλυτικό μοντέλο γίνεται πολύ πιο περίπλοκο, είτε διότι εισάγεται ένας πρόσθετος βαθμός τυχαιότητας είτε διότι εισάγεται ένα πρόσθετος βαθμός συνθετότητας. Σε κάθε περίπτωση, από τέτοια «επιβάρυνση πολυπλοκότητας», ακόμα και το απλούστερο μοντέλο κινδυνεύει να μετατραπεί από «ντετερμινιστικό» (και λίγο ως πολύ προβλέψιμο) σε «χαοτικό» (και απρόβλεπτο). Έτσι, λοιπόν, μια κρίσιμη πτυχή που πρέπει να περιλαμβάνεται σε κάθε ανάλυση διεθνών σχέσεων – και που μέχρι τώρα παραβλεπόταν συστηματικά – είναι η διάσταση του λάθους. Όταν μιλάμε για την πολιτική των ΗΠΑ πρέπει να εξετάζουμε αν υπάρχει «απόκλιση» ανάμεσα στο μακροχρόνιο συμφέρον τους και την τρέχουσα πολιτική τους, δηλαδή αν υπάρχει ορατό σφάλμα. Οι ΗΠΑ είναι η ισχυρότερη χώρα διεθνώς. Κι όμως, διαπράττουν…μνημειώδη σφάλματα: Το Βιετνάμ είναι κλασικό λάθος των Αμερικανών από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Το Ιράκ είναι το πιο πρόσφατο λάθος, από τη μεταψυχροπολεμική εποχή. Υπάρχουν πολλά ακόμα, λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό, αλλά όχι λιγότερο σημαντικά. Για την ακρίβεια, η πολιτική των ΗΠΑ, όπως και η πολιτική όλων των άλλων χωρών, αντιμετωπίζεται σήμερα από τη σύγχρονη ανάλυση, ως μια διαδικασία συνεχών σφαλμάτων και συνεχούς επανόρθωσής τους – ή «μάθησης» μέσα από σφάλματα και την «επανόρθωση» σφαλμάτων (trial-and-error learning process). Οι ΗΠΑ κέρδισαν τον Ψυχρό Πόλεμο, όχι γιατί δεν έκαναν σφάλματα. Ούτε καν γιατί διέπραξαν «τα λιγότερα λάθη». «Νίκησαν», κυρίως, διότι η Αμερικανική πολιτική είχε τη δυνατότητα να «απορροφά» τα σφάλματά της – κυρίως να απορροφά τις συνέπειες τους. Αντίθετα, η Σοβιετική κοινωνία είχε πολύ μικρότερη δυνατότητα να «απορροφά» τα δικά της λάθη. Κι έτσι οι ΗΠΑ διέπρατταν σφάλματα που μπορούσαν να τα «αντέξουν» και να τα διορθώσουν στη συνέχεια, ενώ η τότε ΕΣΣΔ δεν μπόρεσε να αντέξει τα δικά της σφάλματά και κατέρρευσε εσωτερικά. Ήδη, θεμελιώσαμε, κατά κάποιο τρόπο, μια προσέγγιση των διεθνών σχέσεων, τελείως διαφορετική απʼ αυτή που κυριαρχεί ως σήμερα: Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται σε τρεις έννοιες: τα σφάλματα που κάνει κάθε πλευρά, την ανθεκτικότητα που επιδεικνύει στα δικά της σφάλματα και την ευελιξία που αποδεικνύει στην εκμετάλλευση των σφαλμάτων που διαπράττουν όλοι οι άλλοι. Σύμφωνα με αυτή την αναλυτική προσέγγιση κερδίζει, τελικά, εκείνος που αντέχει περισσότερο τις δικές του αποτυχίες και εκμεταλλεύεται καλύτερα τις αποτυχίες του των άλλων. Η προσέγγιση αυτή δεν καταργεί την κλασική ανάλυση ορθολογικότητας και συμφέροντος κάθε πλευράς. Απλώς την πηγαίνει πολύ μακρύτερα. Ξεκινάμε πάντα διευκρινίζοντας ποιο είναι το μακροχρόνιο συμφέρον κάθε πλευράς. Ύστερα, όμως, εξετάζουμε αν υπάρχει «απόκλιση» μεταξύ τρέχουσας πολιτικής και μακροχρονίου συμφέροντος, δηλαδή αν υπάρχει σφάλμα. Ύστερα εξετάζουμε πως αυτό το σφάλμα ενδέχεται να επηρεάζει την ορθολογική συμπεριφορά όλων των υπολοίπων –
Η ανάλυση ξεκινά από την ίδια «αφετηρία ορθολογικότητας», απλώς πηγαίνει πολύ πιο μακριά, γίνεται πολύ πιο ρεαλιστική, πιο σύνθετη, ενίοτε και πιο «χαοτική»…
Μη Ορθολογική, Μη ρεαλιστική και Αντιφατική
Ας έλθουμε τώρα στην τρέχουσα πολιτική των ΗΠΑ; Ένα προφανές σφάλμα της είναι η αντί-ρωσική υστερία που διακατέχει μεγάλο μέρος των αμερικανικών ελίτ.
Η στάση αυτή είναι πέρα για πέρα λανθασμένη, μη ορθολογική, μη ρεαλιστική και απολύτως αντιφατική:
* Είναι λανθασμένη διότι η Ρωσία, μετά την κατάρρευση του Κομμουνιστικού καθεστώτος, δεν είναι πια «εξ ορισμού» αντίπαλος των ΗΠΑ. Αντίθετα, είναι «φυσικός σύμμαχός» τους στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», και δυνητικά απαραίτητος σύμμαχος στο μέλλον, έναντι των πιθανών φιλοδοξιών παγκόσμιας ηγεμονίας της Κίνας.
* Ανερχόμενη δύναμη διεθνώς είναι η Κίνα. Με έκταση λιγότερη από τη μισή της Ρωσίας, έχει επταπλάσιο πληθυσμό. Η Κίνα έχει ακόμα εκπληκτικό οικονομικό δυναμισμό, μοναδικές εξαγωγικές επιδόσεις, τεράστια συσσώρευση ρευστών διαθεσίμων, ακόρεστη «δίψα» πλουτοπαραγωγικών πόρων, ενώ πραγματοποιεί συνεχώς τεχνολογικά άλματα. Με τις σημερινές τάσεις, είναι πολύ πιθανό να διεκδικήσει παγκόσμια ηγεμονία μέσα σε δύο-τρεις, δεκαετίες.
Ως εκ τούτου, η Ρωσία έχει δύο επιλογές:
– είτε να γίνει στρατηγικός εταίρος της Κίνας, για να διεκδικήσει αυτή η τελευταία διεθνή ηγεμονία έναντι των ΗΠΑ
– είτε να γίνει στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ, για να ελέγξουν μαζί τις μελλοντικές φιλοδοξίες της Κίνας.
Η Ρωσία έχει πολύ περισσότερα να κερδίσει αν γίνει ο απαραίτητος στρατηγικός εταίρος του «μελλοντικού ηγεμόνα», παρά αν διεκδικήσει ρόλο παγκόσμιου ηγεμόνα για τον εαυτό της. Είναι προτιμότερο να γίνει σίγουρος king maker («ανάδοχος» ηγεμόνα) παρά αμφίβολος king (ηγεμόνας).
Με μία διαφορά, ωστόσο: Ότι, αν η Ρωσία βοηθήσει την Κίνα σε βάρος των ΗΠΑ, έχει πολύ περισσότερα να φοβάται μετά, από την γειτονική, ισχυρή και πολυάνθρωπη Κίνα, παρά αν βοηθήσει τις ΗΠΑ σε βάρος της Κίνας. Στη γεωπολιτική οι «βάρβαροι» που είναι μακριά μας είναι πάντα προτιμότεροι από τους «βάρβαρους» που είναι δίπλα μας.
Συνεπώς, σε ότι αφορά τη μακροχρόνια στρατηγική της, η Ρωσία έχει λόγους να μεροληπτεί ελαφρώς υπέρ σύγκλισης με τις ΗΠΑ μάλλον, παρά με την Κίνα. Κι όμως, η Ουάσιγκτων κάνει ό,τι μπορεί το τελευταίο διάστημα, για να σπρώξει τη Ρωσία και την Κίνα, τη μία στην αγκαλιά της άλλης…
Γιʼ αυτό και αμερικανική πολιτική είναι ΜΗ ορθολογική.
* Σε ό,τι αφορά την πιο βραχυχρόνια στρατηγικό ορίζοντα, οι ΗΠΑ έχουν διακηρύξει ως υψίστη προτεραιότητα τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Κι επειδή ο «Πόλεμος» αυτός διεξάγεται κυρίως στην Κεντρική Ασία – δίπλα στη Ρωσία και πολύ μακριά από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη – χωρίς τη Ρωσία οι ΗΠΑ δεν μπορούν να τον κερδίσουν μακροχρόνια. Ενώ αν η Δύση συγκλίνει στρατηγικά με τη Ρωσία, μαζί έχουν σοβαρές πιθανότητες να τον. Κι όμως, η Ουάσιγκτων κάνει ό,τι μπορεί για να «αποξενώσει» τη Ρωσία. Αντί να κλείσει το μέτωπο με τη Ρωσία για να κερδίσει τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, ανοίγει και τα δύο μέτωπα ταυτόχρονα: και κατά της Ρωσίας και κατά του Πολεμικού Ισλάμ.
Γιʼ αυτό και πρόκειται για μη ρεαλιστική πολιτική.
* Τέλος είναι και αντιφατική: Το Ρωσικό πετρέλαιο έχει κόστος εξόρυξης πάνω από 18 δολάρια το βαρέλι. Αντίστοιχα το πετρέλαιο του Ιράκ έχει κόστος εξόρυξης κοντά στο 1 δολάριο το βαρέλι! Η αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ – και η αδυναμία των ΗΠΑ να ελέγξουν τη χώρα αυτή στη συνέχεια – έβγαλε από την διεθνή αγορά το φθηνό πετρέλαιο του Ιράκ, προκάλεσε κύματα κερδοσκοπικών πιέσεων (λόγω γεωπολιτικής αβεβαιότητας) και εκτίναξε τις τιμές του πετρελαίου: Από 25-30 δολάρια το βαρέλι, όπου βρισκόταν στις αρχές του 2003, στα 90-95 δολάρια το βαρέλι σήμερα.
Στις τιμές του 2003 το ρωσικό πετρέλαιο ήταν μόνο οριακά αξιοποιήσιμο ή έδινε μηδαμινό κέρδος (αν αφαιρεθεί και το κόστος μεταφοράς). Σήμερα δίνει κολοσσιαία κέρδη και (μαζί με το φυσικό αέριο) τεράστια οικονομική ισχύ στη Ρωσία, η οποία εκεί που βούλιαζε βρίσκεται να έχει ξεπληρώσει το δημόσιο χρέος της, να έχει ανακτήσει πλήρως την ανεξαρτησία επιλογών της, και να έχει πραγματοποιήσει θεαματική επάνοδο στη διεθνή σκηνή. Αυτή την εξέλιξη την προκάλεσαν – άθελά τους – οι ίδιες οι ΗΠΑ με την επέμβασή τους στο Ιράκ και την εκτόξευση της τιμής πετρελαίου που ακολούθησε.
Η Ουάσιγκτων ξεκίνησε ένα Πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας», τον οποίο μπορεί να κερδίσει μόνο σε στρατηγική σύγκλιση με τη Ρωσία, την οποία έκτοτε αντιμετωπίζει ως…«εχθρό»! Στη συνέχεια κλιμάκωσε μόνη της, με επέμβαση στο Ιράκ, πράγμα το οποίο ευνόησε μόνο τη Ρωσία διεθνώς, την οποία οι ΗΠΑ επιμένουν να αντιμετωπίζουν ως…«κύριο αντίπαλο»! Γιʼ αυτό η πολιτική τους είναι, πέραν των άλλων, και πολλαπλά αντιφατική.
Το σφάλμα αυτό η Ουάσιγκτων αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να το διορθώσει…
Πώς να μην πληρώνουμε τα…σφάλματα των άλλων
Υπό αυτή την έννοια, το «άνοιγμα» Καραμανλή στη Ρωσία, αποτελεί κίνηση που αργά ή γρήγορα θα κάνουν πολλοί ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας (μερικοί έχουν ήδη αρχίσει) και τελικώς θα υποχρεωθεί να την κάνει και η ίδια η Ουάσιγκτων.
Μπορεί κάποιοι στην Αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας να έπαθαν… «νευρική κρίση» όταν πληροφορήθηκαν τις δηλώσεις Καραμανλή – Πούτιν στη Μόσχα, αλλά η διπλωματική γραφειοκρατία του Στέητ Ντηπάρτμεντ εκφράζει συνήθως την «αδράνεια» την προηγούμενης πολιτικής των ΗΠΑ, όχι τις τάσεις της πολιτικής στροφής που επέρχεται.
Αυτό συνέβη πολλές φορές στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου: οι Αμερικανοί διπλωμάτες δεν διέβλεψαν εγκαίρως τη Πολιτική της Ύφεσης που ξεκίνησε επί Κέννεντυ, ούτε το άνοιγμα προς την Κίνα που ξεκίνησε επί Νίξον, ούτε την επιστροφή στο ψυχροπολεμικό κλίμα που έγινε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ʼ80 (επί πρώτης προεδρικής θητείας Ρέηγκαν), ούτε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ʼ80 (επί δεύτερης προεδρικής θητείας Ρέηγκαν και επί Προεδρίας Τζώρτζ Μπούς του πρεσβύτερου). Σε όλες αυτές τις θεαματικές «διακυμάνσεις» πολιτικής, η γραφειοκρατία του Στέητ Ντηπάρτμεντ βρισκόταν μονίμως «μια φάση πίσω»…
Το ίδιο είναι πιθανό να συμβαίνει και σήμερα. Οι κατά τόπους Αμερικανικές πρεσβείες είναι κολλημένες σε αντί-ρωσικά ψυχροπολεμικά στερεότυπα, που η ίδια η κυβέρνησή τους θα υποχρεωθεί – προς το δικό της συμφέρον – να ξεπεράσει σύντομα.
Γιʼ αυτό και η Κυβέρνηση Καραμανλή πρέπει να αποφύγει να δώσει αντιαμερικανικό περιεχόμενο στη στροφή της προς τη Ρωσία και να βρεί όσα περισσότερα ερείσματα γιʼ αυτή την πολιτική της μέσα στην ίδια την Ευρώπη. Πράγμα, όχι δύσκολο, άλλωστε, αφού αρκετοί Ευρωπαίοι ηγέτες κινούνται ήδη προς την ίδια κατεύθυνση.
Η Κυβέρνηση Καραμανλή έκανε το σωστό. Αλλά το κακό είναι ότι πολλές φορές οι κυβερνήσεις πληρώνουν και τα σωστά τους, όχι μόνο τα σφάλματά τους. Καμιά φορά πληρώνουν και τα σφάλματα των άλλων, όταν αυτοί συμβαίνει να είναι ισχυρότεροι και με μεγάλη τοπική επιρροή.
Η Τουρκία ποντάρει στην αντί-ρωσική υστερία των ΗΠΑ, δηλαδή στη διαιώνιση αυτού του σφάλματος της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Η Τουρκία πάντα ωφελείται από τη ρήξη Δύσης – Ρωσίας. Αντίθετα, είναι η πρώτη που χάνει όταν η Δύση και η Ρωσία συγκλίνουν στρατηγικά.
Η Ελλάδα ποντάρει στη στρατηγική σύγκλιση Δύσης-Ρωσίας. Και πολύ καλά κάνει. Η σύγκλιση αυτή, που σήμερα φαίνεται δύσκολη, είναι πολύ πιθανό να ξεκινήσει τα επόμενα χρόνια.
Το πρόβλημα είναι να μη χάσει η Ελλάδα μέχρι να συνειδητοποιήσει η Ουάσιγκτων το σφάλμα της.
Το πρόβλημα είναι να μην πληρώσουμε τη σωστή επιλογή μας, γιατί συνέβη να έχουμε δίκιο «πολύ νωρίς»…
.