του Ραφαήλ Ρεκουνιώτη
Οι τελευταίες εξελίξεις, με την παρουσία τουρκικών δυνάμεων στα νότια της Κύπρου, αποδεικνύει για μια ακόμα φορά, την παραδοσιακή, πλέον, πολιτική της Άγκυρας στην εξαγωγή κρίσεων από το εσωτερικό της χώρας στους «γείτονες». Η αντίδραση της Αθήνας σαφώς δεν αναβιώνει το περίφημο «αμυντικό δόγμα» Ελλάδας-Κύπρου αλλά δείχνει μια υποψία υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημόκρατίας1, με φόντο τη συνάντηση κορυφής Ελλάδας, Κύπρου και Αιγύπτου η οποία θα πραγματοποιηθεί στο Κάϊρο στις 8 Νοεμβρίου και συνιστά ένα αποφασιστικό βήμα διευθέτησης ενός άξονα των τριών χωρών με κοινό αντίπαλο την Τουρκία. Η επερχόμενη συνάντηση αντιμετωπίζεται πολύ θετικά από το Ισραήλ αλλά και τη Ρωσία με αποκορύφωμα την πρόσκληση του Κύπριου προέδρου στο Κρεμλίνο. Όλα αυτά, «στριμώχνουν» ακόμα περισσότερο την Άγκυρα που βλέπει την πραγματικότητα που διαμορφώνεται στην Μέση Ανατολή ασύμφορη γι’αυτήν καθώς περιθεροποιείται ακόμα περισσότερο σε μία περιοχή που παλαιότερα απολάμβανε το ρόλο του σταθεροποιητικού παράγοντα με τις ευλογίες της Δύσης.
Ειδικότερα, πολλά χρόνια η γεωγραφική θέση της Τουρκίας «βόλευε» καθώς συνόρευε απευθείας με τη Σοβιετική Ένωση και αποτελούσε την πρώτη γραμμή άμυνας έναντι της σοβιετικής απειλής.Μετά την πτώση του Παραπετάσματος, ο ρόλος της δεν χάθηκε καθώς χώρες όπως η Συρία, το Ιράκ και το Ιράν απετέλεσαν νέοι εχθροί της Δύσης.
Ωστόσο, η Μέση Ανατολή δεν φημίζεται για την σταθερότητά της και τα χρόνια πέρασαν φτάνοντας στο σήμερα όπου το Ιράκ και η Συρία έχουν ουσιαστικά διαλυθεί και επιπλέον τείνει να δημιουργηθεί ένα φανατικό ισλαμικό μόρφωμα από τμήματα εδαφών των δύο χωρών.Οι γεωγραφικές ανακατατάξεις ενδέχεται να είναι δυσμενείς για την Τουρκία αφού η γέννηση ενός φυλοδυτικού ενιαίου κουρδικού κράτους που θα διεκδικήσει στο μέλλον περιοχές της νοτιο-δυτικής Τουρκίας μπορεί να αποτελέσει σημαντικό στήριγμα για την Αμερική και το Ισραήλ.Με άλλα λόγια, η ύπαρξη σημαντικών πετρελαϊκών κοιτασμάτων και υδάτινων πόρων στο ιρακινό κουρδιστάν, δίνει επιπλέον βαρύτητα στην δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους που θα παρέχει την ασφάλεια των πόρων και της διανομής τους στο εξωτερικό.
Όμως, ένα συμπαγές κουρδικό κράτος δεν μπορεί να διαμορφώσει μόνο του τις εξελίξεις σε αυτή την περιοχή αφού αναζητείται ακόμα το θέμα της ηγεσίας και θα χρειαστεί ένας εύλογος χρόνος προσαρμογής του στα διεθνή δεδομένα. Μία χώρα που τηρεί τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι το Ιράν που θα μπορούσε να αποτελέσει το νέο παράγοντα σταθερότητας στη περιοχή. Η παρουσία κουρδικής μειονότητας στα εδάφη του δημιουργούσε κατά το παρελθόν, προϋποθέσεις συμμαχίας Τουρκίας-Ιράν ενάντια στη Δύση. Σήμερα, όμως, το Ιράν έχει επιτύχει μια συμβιβαστική λύση με τους Κούρδους και θα προσπαθήσει στο μέλλον να πάρει με το μέρος του το εκκολαπόμενο Κουρδιστάν. Επιπλέον, η εμφανής επιθυμία της Τουρκίας να ηγηθεί του Σουνίτικου Ισλάμ καθώς και η σφοδρότητα του πολέμου στο Ιράκ, έχει μεγαλώσει το χάσμα μεταξύ Σιιτών-Σουνιτών, με αποτέλεσμα οι σχέσεις μεταξύ της σουνίτικης Τουρκίας με το σιιτικο Ιράν να είναι ανύπαρκτες.
$11. Να σημειωθεί ότι το κυπριακό πολεμικό ναυτικό δεν κατέχει δύναμη ικανή να αναχαιτίσει μια πιθανή τουρκική απειλή καθώς αποτελείται κυρίως, από μικρά περιπολικά πλοία. Οπότε, το βάρος της υπεράσπισης της Κύπρου από θαλάσσης πέφτει πάνω στην Ελλάδα.
Επιπλέον, το Ιράν παρουσιάζεται ως ο καταλληλότερος παίκτης, που θα βοηθήσει τη Δύση στο πόλεμο κατα του ISIL, με τη βοήθεια της σηίτικης φιλοιρανικής οργάνωσης Χεζμπολάχ. Εν ολίγοις, η Τεχεράνη παίζει τον ίδιο ρόλο με την Άγκυρα. «Πουλάει» την γεωγραφική της εγγύτητα με κράτη-ταραξίες με την προϋπόθεση να μην θεωρείται, από τη Δύση, και αυτή ένα από αυτά. Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, μάλλον έχουν αποδεκτεί την πιθανότητα να συνυπάρξουν με ένα εξημερωμένο Ιράν και να ρισκάρουν στην αύξηση του γεωπολιτικού του ρόλου, εάν αυτό βέβαια, πεισθεί να περιορίσει το πυρηνικό του πρόγραμμα και τις αντι-ισραηλινές ενέργειες.
Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη για την Τουρκία αφού οι επεκτατικές της τάσεις απλώνονται και στον θρησκευτικό τομέα. Ο νεο-οθωμανισμός επιτάσσει την επιβολή της Τουρκίας στον σουνίτικο κόσμο αγνοώντας την Σαουδική Αραβία η οποία αποτελεί χρόνια την ηγέτιδα δύναμη αυτού του μουσουλμανικού τόξου. Η Άγκυρα προτείνει στις μάζες, ένα πιο μετριοπαθές Ισλάμ αντίθετο με τον σκληρό και δύσκαμπτο Ισλάμ της μπούργκας που ακολουθεί η Σαουδική Αραβία. Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν προτείνει εκδημοκρατισμό και ισλαμισμό που εάν το εφάρμοζε ο οίκος των Σαούντ θα κατέρρεε την επόμενη μέρα. Αντιδρώντας το σαουδο-αραβικό ιερατείο, καταγγέλει Τούρκους διανοούμενους και την «έκλυτη» Τουρκία που καταγγέλουν τον οπισθοδρομικό Οχαμπατισμό.
Έτσι, η Τουρκία βρίσκεται «στριμωγμένη» και απομονωμένη σε ένα περιβάλλον που διεθνώς αλλάζει. Η μόνη λύση για να αρθεί η απομόνωση είναι να κάνει ό,τι μπορεί για να επιστρέψει στον ρόλο της κομβικής χώρας που είχε κάποτε. Και για να το πετύχει αυτό, θα προβεί σε απειλές ενάντια σε χώρες που βρίσκονται δίπλα της και μπορούν να την αντικαταστήσουν ως νέο στήριγμα στη Δύση.