Monday 30 September 2024
Αντίβαρο
Δημήτριος Βερδελής Ιστορία: Βυζάντιο Ταυτότητα

[ΙΝΣΠΟΛ]΄Βυζάντιο΄ και Ρωμανία: Χριστιανισμός και Ελληνισμός στην Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως

Το Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής δημοσιεύει το μελέτημα των Μιχάλη Ρέττου και Δημήτρη Βερδελή με θέμα:

΄Βυζάντιο΄ και Ρωμανία

Χριστιανισμός και Ελληνισμός στην Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως

Η περίοδος του μεσαιωνικού ελληνισμού, η λεγόμενη βυζαντινή, έχει απασχολήσει πολλούς σύγχρονους μελετητές (στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως) και έχει προκαλέσει πλήθος συζητήσεων και αμφιλεγόμενων ιστορικών προσεγγίσεων. Σκοπός του παρόντος μελετήματος είναι η απηλλαγμένη από σκοπιμότητες αποτύπωση ορισμένων ιστορικών γεγονότων και καταστάσεων και κυρίως της πολιτισμικής πραγματικότητας της περιόδου αυτής. Η μελέτη μας εστιάζει σε συγκεκριμένα γεγονότα που αφορούν στην επικράτηση του χριστιανισμού στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στην πολιτική αντιμετώπιση των εθνικών, στην παιδεία και στον πολιτισμό στο Βυζάντιο καθώς και στη σχέση του με τον (αρχαίο και σύγχρονο) ελληνισμό. Ουσιαστικό ζητούμενο είναι η γνωριμία με κάποιες βασικές πτυχές του βυζαντινού κόσμου και πολιτισμού και η -κατά το δυνατόν- ορθότερη επιστημονικά προσέγγιση των επίμαχων ιστορικών γεγονότων, σε συνδυασμό με την ρεαλιστική ανάδειξη της συλλογικής βυζαντινής ταυτότητας.

Το μελέτημα είναι διαθέσιμο σε μορφή PDF:

6_14_c_Byzantium

 

Περίληψη

 

Η περίοδος του μεσαιωνικού ελληνισμού, η λεγόμενη βυζαντινή, έχει απασχολήσει πολλούς σύγχρονους μελετητές (στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως) και έχει προκαλέσει πλήθος συζητήσεων και αμφιλεγόμενων ιστορικών προσεγγίσεων. Σκοπός του παρόντος μελετήματος είναι η απηλλαγμένη από σκοπιμότητες αποτύπωση ορισμένων ιστορικών γεγονότων και καταστάσεων και κυρίως της πολιτισμικής πραγματικότητας της περιόδου αυτής. Η μελέτη μας εστιάζει σε συγκεκριμένα γεγονότα που αφορούν στην επικράτηση του χριστιανισμού στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στην πολιτική αντιμετώπιση των εθνικών, στην παιδεία και στον πολιτισμό στο Βυζάντιο καθώς και στη σχέση του με τον (αρχαίο και σύγχρονο) ελληνισμό. Ουσιαστικό ζητούμενο είναι η γνωριμία με κάποιες βασικές πτυχές του βυζαντινού κόσμου και πολιτισμού και η -κατά το δυνατόν- ορθότερη επιστημονικά προσέγγιση των επίμαχων ιστορικών γεγονότων, σε συνδυασμό με την ρεαλιστική ανάδειξη της συλλογικής βυζαντινής ταυτότητας.

Συντάκτες

Ο Μιχάλης Ρέττος γεννήθηκε το 1987 στην Αθήνα και κατάγεται από τη Λιβαδειά Βοιωτίας. Σπουδάζει φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ και είναι απόφοιτος σχολής δημοσιογραφίας.

Ο Δημήτρης Βερδελής γεννήθηκε το 1994 στην Αθήνα και κατάγεται από την Αρχαία Επίδαυρο. Είναι τριτοετής φοιτητής νομικής της Νομικής Σχολής Αθηνών, ενώ έχει αρθρογραφήσει σε ιστοσελίδες είδησης και γνώμης (π.χ. «Αντίβαρο» κ.ά.).

 

‘ΒΥΖΑΝΤΙΟ’ ΚΑΙ ΡΩΜΑΝΙΑ

Χριστιανισμός και Ελληνισμός

στην Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως

 

Η περίοδος του μεσαιωνικού ελληνισμού, η λεγόμενη βυζαντινή, έχει απασχολήσει πολλούς σύγχρονους μελετητές (στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως) και έχει προκαλέσει πλήθος συζητήσεων και αμφιλεγόμενων ιστορικών προσεγγίσεων. Σε αρκετές από αυτές τις πολυδιάστατες προσεγγίσεις σχετικά με την ταυτότητα, την πολιτική ιδεολογία και την πολιτιστική ποιότητα του βυζαντινού κράτους (του κράτους της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας)[1] -εγχωρίων ως επί το πλείστον ιστορικολογούντων- παρεισφρέουν ιδεολογικά, θρησκευτικά και άλλα κριτήρια και κίνητρα με αποτέλεσμα την κατά το δοκούν απόδοση της «ιστορικής αλήθειας». Σκοπός του παρόντος μελετήματος είναι η απηλλαγμένη από σκοπιμότητες αποτύπωση ορισμένων ιστορικών γεγονότων και καταστάσεων και κυρίως της πολιτιστικής πραγματικότητας της περιόδου αυτής. Η μελέτη μας εστιάζει σε συγκεκριμένα γεγονότα που αφορούν στην επικράτηση του Χριστιανισμού στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στην πολιτική αντιμετώπιση των εθνικών, στην παιδεία και στον πολιτισμό στο Βυζάντιο και στη σχέση του με τον (αρχαίο και σύγχρονο) ελληνισμό. Ουσιαστικό ζητούμενο είναι η γνωριμία με κάποιες βασικές πτυχές του βυζαντινού κόσμου και πολιτισμού και η -κατά το δυνατόν- ορθότερη επιστημονικά προσέγγιση των επίμαχων ιστορικών γεγονότων, σε συνδυασμό με την ρεαλιστική ανάδειξη της συλλογικής βυζαντινής ταυτότητας.

 

1.Επικράτηση Χριστιανισμού

Η επικράτηση του χριστιανισμού και η ανάδειξή του σε πρωταρχικό στοιχείο αναφοράς της ταυτότητας των Βυζαντινών, είναι από τα πιο πολυσυζητημένα γεγονότα που αφορούν  στο Βυζάντιο. Κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι η χριστιανική θρησκεία επεβλήθη «εκ των άνω», από τους αυτοκράτορες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και πιο συγκεκριμένα με τα διατάγματα του Θεοδοσίου Α΄ και του Ιουστινιανού Α΄. Αυτή η άποψη, όμως, συναντά επιστημονικές ενστάσεις και αντιστάσεις, διότι, ως γνωστόν, ο μαζικός εκχριστιανισμός του ελληνόφωνου ανατολικού κόσμου -πρωτίστως- και στη συνέχεια του υπολοίπου τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας συνετελέσθη σταδιακά από τον 1ο μέχρι τον 4ο αιώνα, σε συνθήκες ανήλεων και συστηματικών διώξεων και διωγμών εναντίον των Χριστιανών.

Κατά τον ερευνητή-κοινωνιολόγο και καθηγητή της συγκριτικής θρησκειολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον Rodney Stark, ο ρυθμός αύξησης των Χριστιανών στους αιώνες αυτούς ήταν ραγδαίος. Σύμφωνα με την επιστημονική μελέτη του, η πληθυσμιακή αύξηση του χριστιανικού στοιχείου στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας κυμάνθηκε ως εξής : από 1.400, περίπου, πρώτους Χριστιανούς το 50 μ.Χ., ο αριθμός αυξάνεται στους 1.171.356 το 250 μ.Χ., στους   6.299.832 το 300 μ.Χ., και στους 33.882.008 το 350 μ.Χ. (ποσοστό 56,5%) – με τους διωγμούς να παύουν μόλις το 313 μ.Χ.[2] Πριν ακόμη εμφανιστεί ο Κωνσταντίνος, η επικράτηση του Χριστιανισμού είχε επιτευχθεί σχεδόν σε όλη τη Μικρά Ασία, καθώς και σε άλλες επαρχίες.[3] Μάλιστα, ο Χριστιανισμός είχε τέτοια εξάπλωση, ώστε ακόμα και στο απώτερο άκρο της δυτικής Ελλάδας, όπως για παράδειγμα στη Κέρκυρα, ο Χριστιανισμός αποτελούσε πλειοψηφία ήδη από την εποχή του Διοκλητιανού.[4] Ο Steven Runciman αναφέρει ότι «η πλειονότητα ολόκληρης της αυτοκρατορίας ήδη από τον καιρό του Ιουλιανού ήταν χριστιανική».[5] Το τελικό συμπέρασμα, με βάση τα παραπάνω στοιχεία, είναι ότι η χριστιανική πίστη ήταν κυρίαρχη και πλειοψηφούσα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία πριν ακόμη θεσπιστεί ως religio imperii (επικρατούσα θρησκεία) με διάταγμα το 380 μ.Χ. από τον Θεοδόσιο Α’ (Cod. Theod. XVI, 1,2). Επικράτησε δηλαδή πρώτα στη βάση (παρά τους διωγμούς, τις κακουχίες και τις εξοντώσεις) και ύστερα στην κεφαλή του οικουμενικού αυτού κράτους.

 

2.Διωγμοί εναντίον Χριστιανών

Οι συνθήκες που αντιμετώπισαν οι Χριστιανοί, έως ότου να νομιμοποιηθούν ως θρησκευτική συλλογικότητα από τον Κωνσταντίνο Α’, ήταν σκληρές και αντίξοες. Κατά τη διάρκεια 1ου με 3ο αιώνα μετράμε συνολικά δέκα διωγμούς κατά των Χριστιανών, με αποκορύφωμα τον τελευταίο (και πιο καταστροφικό) επί Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.). Επί 9 χρόνια τα όργανα του αυτοκράτορα κυνηγούσαν τους Χριστιανούς στα μέρη που κρύβονταν, για να τους κάψουν, να τους βασανίσουν ή ακόμα και να τους ρίξουν στα θηρία. Αυτή μόνο την περίοδο (της βασιλείας του Διοκλητιανού), στη Μ. Ασία υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν 15.000 Χριστιανοί και στην Αίγυπτο 140.000. Επί Διοκλητιανού, το 303 μ..Χ., θανατώνεται ο Άγιος Δημήτριος, στην Παλαιστίνη ο Άγιος Γεώργιος και στην Αίγυπτο η Αγία Αικατερίνη. Υπολογίζεται ότι περίπου 500.000 Χριστιανοί εκτελέστηκαν συνολικά μέσα σε αυτά τα 9 χρόνια συστηματικών εξοντώσεων.[6]

Τα κυριότερα αίτια των διώξεων κατά του χριστιανικού στοιχείου εντοπίζονται στο ότι οι Χριστιανοί αρνούνταν την λατρεία του αυτοκράτορα και δεν έκαναν θυσίες στους θεούς. Άλλοι παράγοντες είναι ότι απέφευγαν τη στρατιωτική υποχρέωση στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και ότι συνέρχονταν σε μυστικές συνελεύσεις (εκκλησίες), οι οποίες απαγορεύονταν ρητά. Επίσης, οι πρώτοι Χριστιανοί δεν πίστευαν στην (κοσμική) κοινωνική οργάνωση. Αν και ο συνολικός αριθμός των Χριστιανών μαρτύρων (Ρωμαίων πολιτών, ως επί το πλείστον ελληνοφώνων), κατά την περίοδο μεταξύ 1ου και 3ου αιώνα, δεν επιβεβαιώνεται από τις πηγές και, ασφαλώς, δεν μπορεί εύκολα να υπολογιστεί, εκκλησιαστικές πηγές κάνουν λόγο για αριθμό ο οποίος ενδεχομένως να ξεπέρασε τα 11.000.000.

 

  1. Επικράτηση της ελληνικής γλώσσας

Ο Μέγας Κωνσταντίνος, ως  γνωστόν, συνυπέγραψε με τον Αύγουστο Λικίνιο την απόφαση  (έδικτο) των Μεδιολάνων (Φεβρουάριος 313 μ.Χ.) και βάσει αυτής κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκεία. Στην ουσία ενεργοποίησαν το διάταγμα ανοχής του Γαλερίου (311 μ.Χ.), το οποίο όμως μέχρι τότε δεν είχε τεθεί σε ισχύ. Ο Κωνσταντίνος αποφάσισε, μετά τη νίκη του επί του Λικινίου το 324, να μεταφέρει την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στην Ανατολή και να ιδρύσει τη Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη) κυρίως  για λόγους πολιτικούς, εμπορικούς και γεωστρατηγικούς.[7]

Η μεταφορά της πρωτεύουσας έφερε τον ελληνισμό στο επίκεντρο της αυτοκρατορίας, αφού τα αστικά κέντρα της Ανατολής ήταν ελληνόφωνα (ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια) και εκχριστιανισμένα (τα πρώτα που υιοθέτησαν τον Χριστιανισμό στη διάρκεια  1ου με 3ο αιώνα). Κατά τον 6ο αιώνα, ο Ιουστινιανός θεσμοποίησε την ελληνική γλώσσα, με την έκδοση ορισμένων από τις νέες διατάξεις του, τις «Νεαρές», στα ελληνικά, προφανώς για να μπορούν αυτές να γίνουν κατανοητές από την πλειοψηφία των υπηκόων του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας,[8] που αποτελούταν από ελληνοφώνους. Η κρατική αυτή απόφαση για την υιοθέτηση της ελληνικής γλώσσας, ελήφθη ως αναγνώριση μιας ήδη υφιστάμενης πραγματικότητας, αφού το κράτος έπρεπε -για να εγγυηθεί την συνοχή  και  την ενότητά του- να ασπαστεί τη γλώσσα της πλειοψηφίας, που τουλάχιστον στον εκκλησιαστικό αλλά και εμπορικό κόσμο, ήταν τα ελληνικά.

Βέβαια, στην πράξη η ελληνική γλώσσα είχε γίνει αποδεκτή ήδη από τον προηγούμενο αιώνα. Το διάταγμα περί «Ελληνιστί διατίθεσται» τον 5ο αιώνα επί Θεοδοσίου του Β’ και οι 11 έδρες ελληνικών έναντι 10 λατινικών στο Πανδιδακτήριον της Κωνσταντινούπολης επίσης τον 5ο αιώνα, μαρτυρούν του λόγου το αληθές. Ήδη από τον 5ο αιώνα, τα ελληνικά ομιλούνταν στην Κριμαία, την ουγγρική αυλή, τη Βουλγαρία, τη Ρωσία, τη Σερβία και αλλού.[9] Στα τέλη του 6ου αιώνα η χρήση των λατινικών στο Βυζάντιο είχε υποχωρήσει τόσο, ώστε απέμειναν λιγοστοί μόνο γνώστες της λατινικής.[10] Η γλώσσα της αυτοκρατορίας ήταν πλέον -ουσιαστικά- η ελληνική, η οποία κατοχυρώθηκε στη συνέχεια και ως επίσημη στην πολιτική και στη στρατιωτική διοίκηση, επί βασιλείας του Βασιλείου Α’ (867-886).

 

4.Περί διωγμών εναντίον εθνικών και καταστροφής των ιερών ναών

Ένα ακόμη ζήτημα που απασχολεί την ιστορική έρευνα, αφορά στην πολιτική αντιμετώπιση των εθνικών τη θρησκεία, από τον Θεοδόσιο Α’ και έπειτα, μετά την υιοθέτηση του Χριστιανισμού ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Ακούγεται ενίοτε πως οι αυτοκράτορες (και ειδικά ο Θεοδόσιος Α’) ανέχθηκαν ή ακόμα χειρότερα διέταξαν καταστροφές αρχαίων ναών και μνημείων και διωγμούς εναντίον των εθνικών. Πράγματι, ο Θεοδόσιος στα τέλη του 4ου αιώνα επαναφέρει το ρωμαϊκό religio imperii (επικρατούσα θρησκεία) υπέρ των Χριστιανών (380μ.Χ.) και εκδίδει στη συνέχεια της βασιλείας του τα περίφημα διατάγματα, με τα οποία ισχυροποιεί αισθητά τη θέση της χριστιανικής πίστης στην αυτοκρατορία, κυρίως για λόγους εσωτερικής συνοχής, σε μία περίοδο μάλιστα κατά την οποία η αυτοκρατορία αντιμετώπιζε σοβαρούς κινδύνους, τόσο εξωτερικούς (Γότθους και Γερμανούς) όσο και εσωτερικούς (θρησκευτική διαμάχη μεταξύ Αρειανιστών και πιστών του συμβόλου της Νικαίας).

Η θρησκευτική πολιτική του Θεοδοσίου διέφερε από αυτή των προκατόχων του, οι οποίοι ενώ είχαν συμπάθεια είτε σε μια χριστιανική τάση είτε στην ειδωλολατρία (Ιουλιανός), ακολούθησαν πολιτική ανοχής έναντι των άλλων θρησκευτικών ομάδων, δεδομένου ότι de iure υπήρχε κάποια θρησκευτική ισότητα. Ο Θεοδόσιος πίστευε σε μία ενιαία εκκλησία που να δέχεται το Σύμβολο της Νικαίας και γι’ αυτό απαγόρευσε κάθε άλλη εκδήλωση, είτε υπό τη μορφή χριστιανικής αιρέσεως είτε υπό τη μορφή ειδωλολατρίας.[11]

Σύμφωνα όμως με το πόρισμα της καθηγήτριας Αρχαίας Ιστορίας Πολυμνίας Αθανασιάδη, «το διάταγμα του Θεοδοσίου του Μεγάλου (191-193 μ.Χ.) αναφέρει απαγόρευση λατρείας σε αρχαία ιερά και την είσοδο στους ναούς, δεν εντέλλεται όμως την καταστροφή τους».[12]  Βάσει των παραπομπών του συγγραφέα, δημοσιογράφου και ιστορικού Κυριάκου Σιμόπουλου και άλλων ερευνητών, συγκεκριμένο διάταγμα για κατεδάφιση Ελληνικών ναών εξεδόθη από τον Αρκάδιο και μετά (όχι από τον Μέγα Θεοδόσιο), με ελάχιστη όμως έως μηδαμινή εφαρμογή στην πράξη.  Άλλωστε, ανασκαφικά τουλάχιστον, δεν υπάρχουν ενδείξεις που να μαρτυρούν τέτοια καταστροφή. Τα μεγάλα κέντρα της αρχαίας θρησκείας, αυτά ακριβώς που θα έπρεπε λογικά να είχαν υποστεί τις μεγαλύτερες καταστροφές, όπως οι Δελφοί, η Ολυμπία, η Δωδώνη, τα ιερά των Αθηνών κ.α., δεν φαίνεται ανασκαφικά να έχουν υποστεί ζημιές από ανθρώπινο χέρι στα τέλη του 4ου αιώνα. Εξάλλου πολλοί ναοί της αρχαίας λατρείας έμειναν ανέπαφοι και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα, κυρίως στην κάτω Ιταλία και την Σικελία, όπου επίσης βασίλευε ο Μ. Θεοδόσιος, αλλά και στην κυρίως Ελλάδα, όπως το συγκρότημα της Ακροπόλεως των Αθηνών, ο ναός του Ηφαίστου (Θησείο) και ο ναός του Ιλισσού.[13]

Μάλιστα στον Θεοδοσιανό Κώδικα (XVI 10,25) «επιτρέπεται στους Χριστιανούς να μετατρέπουν τους αρχαίους ναούς σε χριστιανικούς» και γι’ αυτό το λόγο δεν καταστράφηκαν, αλλά σώθηκαν αυτούσιοι (όπως ο αρχαίος ναός κάτω από τον ανηγερμένο από την Αγία Ελάνη, τον 4ο αιώνα, ναό της Παναγίας της Καταπολιανής ή Εκατονταπυλιανής στην Πάρο, που ανεκάλυψε ο μεγάλος αρχαιολόγος Α. Ορλάνδος). Κατά τον επιφανή βυζαντινολόγο Διονύσιο Ζακυνθηνό η διάταξη αυτή έγινε ακριβώς για να σωθούν οι ναοί. Κανένα από τα μεγάλα και επιβλητικά ιερά των Αθηνών δεν γκρεμίστηκε. Να προσθέσουμε ότι πολλοί ναοί κατέπεσαν από μεταγενέστερους σεισμούς, όπως π.χ. ο ναός του Ολυμπίου Διός. Η κρατική πολιτική, λοιπόν, του Βυζαντίου δεν φαίνεται να ενθαρρύνει την καταστροφή αρχαίων ιερών. Αυτό αποδεικνύεται και από τα ίδια τα διατάγματα των αυτοκρατόρων, τα οποία προειδοποιούν αυστηρά τους Χριστιανούς υπηκόους ότι δεν θα γίνουν ανεκτές διώξεις εναντίων εθνικών και Εβραίων, όπως επίσης και οποιαδήποτε βεβήλωση αρχαίου ναού, θεσπίζοντας μάλιστα αυστηρές ποινές στους παραβάτες.[14]

Παρ’ όλα αυτά, πράγματι, έγιναν καταστροφές και ακρότητες, σε τοπικό κυρίως επίπεδο, από φανατικούς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς παράγοντες, περισσότερο εναντίον αγαλμάτων αρχαίων θεοτήτων, με συνηθέστερο το φαινόμενο της ρινοτμήσεως και της καταστροφής των προσώπων. Όμως είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτά τα γεγονότα δεν φαίνεται να έγιναν με αυτοκρατορική εντολή.[15] Μάλιστα, από τους βανδαλισμούς που όντως έγιναν, η αρχαία Ελλάδα έπαθε ελάχιστα συγκριτικά με όλες τις άλλες χώρες της αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστό παράδειγμα αποτελεί η Αθήνα η οποία δεν υπέστη σοβαρές καταστροφές.[16] Ο αρχαιολόγος Άγγελος Χωρέμης υποστηρίζει ότι «σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει καθολική πίεση εκ μέρους των Χριστιανών, κρατικά κατευθυνόμενη βία, όπως επίσης δεν υπάρχουν και εξαναγκαστικοί εκχριστιανισμοί όπως έγιναν τον καιρό του Καρλομάγνου, της ισπανικής reconquista κ.α. Υπάρχουν βέβαια κάποιες ακρότητες περιορισμένες όμως τοπικά και χρονικά. Το περίεργο δεν είναι πως έγιναν αγριότητες, το περίεργο είναι πως έγιναν τόσες λίγες μετά από τα μαρτύρια, που είχαν υποστεί οι Χριστιανοί».[17]

Μελετώντας μάλιστα τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας βλέπουμε πως συνέχεια αναφέρουν ότι η πραγματική και ενάρετη πίστη σχετίζεται άμεσα με την ελεύθερη βούληση, γεγονός που ευλόγως αποκλείει το ενδεχόμενο οι διάφοροι βανδαλισμοί και διώξεις εθνικών να έγιναν με προτροπή ή οποιαδήποτε συμμετοχή δική τους, έμμεση ή άμεση. «Ουκ αρετή γαρ το βία γινόμενον» γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.[18]«Ο Θεός δεν αγαπά αυτό που γίνεται αναγκαστικά, αλλά αυτό που κατορθώνεται με την αρετή. Η δε αρετή επιτυγχάνεται με την ελεύθερη προαίρεση», γράφει ο Μέγας Βασίλειος.[19] «Η σωτηρία των ανθρώπων δεν οικοδομείται με τη βία και την επιβολή, αλλά με την πειθώ και την προσήνεια», γράφει ένας άλλος Άγιος, ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης.[20] Ενώ ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει ότι «είναι ύβρις προς το Θεό να του ζητάμε πράγματα εναντίον των εχθρών μας»[21].

 

5.Περί Λιβανίου

Αρκετοί επικαλούνται ως απόδειξη για τις «βίαιες πράξεις των Χριστιανών» τον λόγο του Λιβανίου προς τον Θεοδόσιο τον βασιλέα «Υπέρ των ιερών», τις οποίες πράξεις συνδέουν με το διάταγμα του Θεοδοσίου κατά των εθνικών. Ο Λιβάνιος (314-393), μεγάλος ρητοροδιδάσκαλος, έγραψε το 386 το κείμενο αυτό απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’ (379-395) για να διαμαρτυρηθεί για την στάση των φανατικών μοναχών (της Αντιόχειας) έναντι των εθνικών ναών (τεμένων). Στον λόγο του επικρίνει τους Χριστιανούς αυτοκράτορες ως ιερόσυλους και τους κατηγορεί, επειδή -κατ’ εκείνον- θέλουν έτσι να ιδιοποιηθούν τις περιουσίες των ειδωλολατρικών ναών. Προβαίνει σε μια δραματική περιγραφή της καταστροφής των αγροτικών ιερών  από τους μοναχούς, η οποία (όπως αναφέρει) ζημιώνει τη γεωργία και κατ’ επέκταση την αυτοκρατορική οικονομία. Ισχυρίζεται ότι οι Χριστιανοί είναι αυτοί που καταλύουν το νόμο, ενώ οι ειδωλολάτρες σέβονται τους νόμους μην κάνοντας θυσίες.[22]

Για να γίνει κατανοητή η στάση του Λιβανίου έναντι του Χριστιανισμού, να προσθέσουμε ότι ήταν συνεπής οπαδός της ειδωλολατρίας, θυσίαζε στις θεότητες της, μετερχόταν την μαντεία και ήταν μυημένος σε διάφορα εθνικά μυστήρια. Υποστήριξε το εγχείρημα του αυτοκράτορα Ιουλιανού για την ανάσταση της αρχαίας θρησκείας, παρά το γεγονός ότι σε νεαρή ηλικία έδειχνε να έχει τάσεις φιλοχριστιανικές.[23] Φαίνεται όμως ότι επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Ιουλιανό, όπως και αυτός άλλωστε επηρεάστηκε από τον Λιβάνιο μελετώντας τα έργα του.

Η πραγματικότητα όμως, που συχνά αγνοείται και αποσιωπάται, είναι πως το κείμενο του Λιβανίου δεν μπορεί να έχει συνταχθεί εξ αιτίας του διατάγματος του Θεοδοσίου κατά της ειδωλολατρίας, όπως κάποιοι υποστηρίζουν, αφού το τελευταίο εξεδόθη το 391 (δηλαδή πέντε χρόνια αργότερα από την αποστολή της επιστολής).[24] Τα γεγονότα έχουν ως εξής: o Θεοδόσιος διόρισε ύπαρχο Ανατολής τον Ίβηρα Μάτερνο Κηνύγιο, συμπατριώτη και φίλο του καίτοι φανατικό θρησκόληπτο. «Υποκίνησε πράγματι τον όχλο, επικεφαλής του οποίου ήταν φανατικοί καλόγεροι, και άρχισαν να καταστρέφουν τα αρχαία ιερά, στην αρχή κυρίως τα μικρά (και απροστάτευτα) ιερά της υπαίθρου και εν συνεχεία άρχισαν να μπαίνουν και να καταστρέφουν ιερά και μέσα στις πόλεις. Τότε ο Λιβάνιος γράφει τον περίφημο και ωραιότατο λόγο του «Υπέρ των Ιερών». (Η αντίδραση του θρησκόληπτου Θεοδοσίου ήταν να απαγορεύσει την είσοδο των μοναχών μέσα στις πόλεις, προστατεύοντας έτσι τα εθνικά ιερά των άστεων και όταν σε λίγο πέθανε ο Μάτερνος Κηνύγιος τοποθέτησε ως ύπαρχο Ανατολής τον σώφρονα εθνικό Ευτόλμιο Τατιανό, ο οποίος κατάφερε να ηρεμήσει τα πράγματα και να φέρει την καταλλαγή.»[25]

 

6.Η σφαγή του ιπποδρόμου της Θεσσαλονίκης

Ένα άλλο γεγονός το οποίο συζητείται εκτενώς, μετά την πρόσφατη εύρεση ομαδικού τάφου της εποχής στη Θεσσαλονίκη (στις εργασίες για το μετρό) είναι η σφαγή στον ιππόδρομο από τον Θεοδόσιο Α’ (390 μ.Χ.). Έχει γίνει πολύς λόγος για το αν η σφαγή αυτή διετάχθη για λόγους θρησκευτικούς. Δηλαδή, για το αν η σφαγή έγινε για να εκδικηθεί ο Θεοδόσιος τους Θεσσαλονικείς εθνικούς, που αρνούνταν (δήθεν) να εκχριστιανιστούν. Παρακάτω θα εξετάσουμε τα ιστορικά γεγονότα, τα οποία αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν τον Θεοδόσιο σε αυτή την αποτρόπαια ενέργεια.

Όπως θα δούμε, τα κίνητρα για την εν λόγω σφαγή (το μεγαλύτερο έγκλημα του Θεοδοσίου) ήταν αμιγώς πολιτικά και δεν είχαν σχέση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των σφαγιασθέντων. Μέσα στους νόμους που είχε εκδώσει ο Θεοδόσιος ήταν και κάποιοι οι οποίοι καταδίκαζαν την ομοφυλοφιλία. Με αφορμή αυτόν τον νόμο, ο Βουθέριχος (ο οποίος μάλλον ήταν Γότθος), που ήταν ο επικεφαλής της αυτοκρατορικής φρουράς της Θεσσαλονίκης, έκλεισε στην φυλακή έναν δημοφιλή ηνίοχο της πόλης. Στη συνέχεια, εξ αιτίας της άρνησης του Βουθερίχου να ελευθερώσει τον ηνίοχο, το πλήθος μετετράπη σε όχλο και αντέδρασε με πράξεις φανατικής και αλόγιστης βίας. Οι πράξεις βίας, που φαίνεται στη συνέχεια να απλώθηκαν και σε όλη την  πόλη, κατέληξαν στη δολοφονία του Βουθερίχου και της προσωπικής φρου­ράς του. Έτσι, μετά, όπως φαίνεται, από έντονη πίεση του νέου διοικητή της πόλης, του οποίου το όνομα παραδόξως δεν αναφέρουν οι πηγές, ο Θεοδόσιος διέταξε τη σφαγή των Θεσσαλονικέων, η οποία έγινε με τον εξής τρόπο: τριάντα ή και σαράντα ημέρες περίπου μετά τη δολοφονία του Βουθερίχου, ίσως κατά τον μήνα Μάιο, ο λαός επανακλήθηκε με εντολή του αυτοκράτορα από το νέο στρατιωτικό διοικητή να δώσει το παρόν και πάλι σε αρματοδρομίες. Αντί όμως να γίνουν αγώ­νες, έκλεισαν οι μεγάλες θύρες του κτιρίου και ο στρατός όρμησε και σκό­τωσε όλους τους (7.000) θεατές χωρίς καμιά εξαίρεση.[26]

Ανάμεσα στους δολοφονημένους υπήρχαν σίγουρα και πάμπολλοι Χριστιανοί, αφού η Θεσσαλονίκη, ύστερα από την επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου (50 μ.Χ.), στους επόμενους τρεις αιώνες απετέλεσε μεγάλο χριστιανικό κέντρο.[27] Ο Αρχιεπίσκοπος Μεδιολάνων Άγιος Αμβρόσιος αντιμετώπισε με αυστηρότητα τον Θεοδόσιο, τον οποίο από την αρχή προσπαθούσε να τον αποτρέψει από αυτό το έγκλημα. Η στάση του Αμβροσίου διαφαίνεται, κυρίως, από την ενδιαφέρουσα 51η Επιστολή του ιδίου προς τον Θεοδόσιο Α’. Ο επίσκοπος υποστήριξε ότι δεν ήταν ο ίδιος που απαγόρευε σε έναν μεγάλο φίλο της Εκκλησίας να εισέλθει στο ναό, αλλά ο ίδιος ο Θεός. Για τον Αμβρόσιο, αν ο αυτο­κράτορας εισερχόταν στο ναό χωρίς να ζητήσει δημόσια συγγνώμη, θα έπραττε ένα δεύτερο αμάρτημα, βαρύτερο του πρώτου.  Η Επιστολή καταλήγει με έναν περίερ­γο αφορισμό. Ο ιεράρχης γράφει ότι «για καθετί έρχεται ο κατάλλη­λος χρόνος και ότι στη διαταγή της σφαγής ο αυτοκράτορας παρασύρθηκε από τον διάβολο».[28] Με τη λέξη «διάβολος», είναι πιθανό να εννοούσε τον εκβιασμό που μάλλον δέχθηκε ο αυτοκράτορας από τους   -συμμάχους του τότε- Γότθους. Ο Θεοδόσιος αναγκάστηκε μετά από οκτώ μήνες να ζητήσει δημόσια συγνώμη και ο Αμβρόσιος συμβιβάστηκε, σε μία δύσκολη για την εκκλησία εποχή (εξ αιτίας της αιρέσεως του Αρειανισμού, που απειλούσε την πίστη του Συμβόλου της Νικαίας).

Η πιθανότερη εξήγηση για τη διαταγή της σφαγής των κατοίκων της Θεσσαλονίκης από το Θεοδόσιο Α΄ στον Ιππόδρομο της πόλης το 390 ήταν ο ισχυρός εκβιασμός που δέχθηκε από τους Γότθους. Η δολο­φονία του Βουθερίχου πιθανότατα δεν ήταν ισχυρός παράγοντας, ώστε να οδηγηθεί ο αυτοκράτορας σε μια τόσο βάναυση πράξη. Ούτε επίσης η βίαιη συμπεριφο­ρά του πλήθους μπορεί να ερμηνευτεί ως μια συνειδητή και οργανωμένη κοινωνική αντίσταση. Οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης μπορεί να ήταν δυσαρε­στημένοι από την παρουσία του ξένου στρατού, τον οποίο ωστόσο χρησιμο­ποιούσε ως σύμμαχο ο αγαπητός στην πόλη Θεοδόσιος Α΄. Ο Θεοδόσιος προέβη στην εγκλημα­τική πράξη της σφαγής προκειμένου να μην ακυρωθούν τα μεγαλεπήβολα πολιτικοστρατιωτικά σχέδια του, που είχαν σχέση με την δύση. Επιδιώκοντας φανερά ησυχία στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, ικανοποίησε τους τότε συμμάχους του Γότθους.[29] Το συμπέρασμα που εξάγεται με βάση τα παραπάνω στοιχεία είναι πως η εγκληματική σφαγή δεν παρουσιάζει καμία θρησκευτική αιτιολόγηση· αντίθετα παρουσιάζει συγκεκριμένη πολιτική στόχευση. Ανάμεσα στους νεκρούς, προφανώς, δεν ήταν μόνο ειδωλολάτρες, αλλά και Χριστιανοί, οι οποίοι πήγαν για να παρακολουθήσουν τις εορτές.

 

7.Η παιδεία στο Βυζάντιο

Η ελληνική παιδεία υπήρξε πάντα κυρίαρχη μέσα στο Βυζάντιο, ακόμα και κατά την περίοδο συγκρούσεως με τους παγανιστές. Ο μέσος Βυζαντινός είχε πολύ μεγαλύτερη εξοικείωση με την αρχαία ελληνική γλώσσα από έναν μέσο νεοέλληνα και αντιστοίχως ένας λόγιος Βυζαντινός από έναν σημερινό λόγιο. Σε όλη τη βυζαντινή περίοδο δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές στο περιεχόμενο και τον τρόπο της διδασκαλίας. Το πρώτο πράγμα πού διδασκόταν ένα παιδί, όταν γινόταν έξι χρονών, ήταν η γραμματική ή «το ελληνίζειν την γλώσσαν». Τα επόμενο στάδιο της εκπαίδευσης περιελάμβανε τη γνώση των αρχαίων κλασικών, και ιδίως του Ομήρου, του οποίου τα έργα αποστηθίζονταν. Ο Steven Runciman αναφέρει ότι «ο Συνέσιος τον 5ο αιώνα μιλάει για την ικανότητα του ανιψιού του να αποστηθίζει τον Όμηρο (μάθαινε πενήντα στίχους την ημέρα), ενώ ο Ψελλός από πολύ μικρός ήξερε ολόκληρη την Ιλιάδα απ’ έξω». Το αποτέλεσμα ήταν ότι όλοι οι βυζαντινοί ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν στίχους του Ομήρου.[30]

Το Πανεπιστήμιο (Πανδιδακτήριο) της Κωνσταντινούπολης που ίδρυσε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ ήταν καθαρά κοσμικό. Ιδρύθηκαν (ήδη από το 425 μ.Χ.) τριάντα μία έδρες διδασκαλίας (στα ελληνικά και στα λατινικά) που περιλάμβαναν τη ρητορική, τη φιλοσοφία και τις νομικές σπουδές.[31] Υπήρχαν τεράστιες βιβλιοθήκες (οι οποίες καταστράφηκαν  κατά τη Δ΄ σταυροφορία, το 1204), όπου μελετώντο και αντιγράφονταν τα συγγράμματα των αρχαίων.  Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Sylvain Gouguenheim «η Δύση γνώρισε τους αρχαίους κλασικούς πρώτα μέσω του Βυζαντίου (από τις μεταφράσεις ελληνικών κειμένων στα λατινικά, οι οποίες ξεκίνησαν τον 10ο αιώνα και όχι το 1453) και στη συνέχεια μέσω των αραβικών κειμένων, των οποίων η μεταφραστική ακρίβεια είναι αμφισβητούμενη, λόγω της μη μεταφραστικής αμεσότητας (από ελληνικά σε αραβικά και στη συνέχεια σε λατινικά)».[32] Αν, λοιπόν, σήμερα είναι πολύ εύκολο να έχουμε πρόσβαση  στην Ιλιάδα ή τους Διαλόγους του Πλάτωνα, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο Βυζάντιο. Να προσθέσουμε ακόμη, ότι οι λόγιοι του Βυζαντίου της ύστερης περιόδου δεν ήταν απλά φιλόλογοι που συνέλεγαν και επιμελούνταν κείμενα της κλασικής γραμματείας, αλλά πολυμαθείς που συνέγραφαν ταυτόχρονα έργα για τα μαθηματικά, την αστρονομία, τις φυσικές επιστήμες και άλλα αντικείμενα.[33]

Δίπλα, ωστόσο, στο κοσμικό εκπαιδευτικό σύστημα, που διατήρησε μια λόγια παράδοση, συμπορευόταν μία θρησκευτική εκπαίδευση που σχετιζόταν με τα μοναστήρια. Κάθε μοναστήρι έπρεπε να έχει έναν δεδομένο αριθμό βιβλίων, ενώ οι σημαντικές μονές διέθεταν δικές τους μεγάλες και αξιόλογες βιβλιοθήκες.[34] Τα μοναστήρια από τον 4ο    αιώνα και μετά υπήρξαν κέντρα παραγωγής μιας γραμματείας που περιλάμβανε βίους αγίων και διδακτικά κείμενα. Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν ότι η αφρόκρεμα των λογίων (ειδικά του ύστερου Βυζαντίου) ήταν άνδρες της εκκλησίας ή και μοναχοί, όπως πχ. ο Γεώργιος Παχυμέρης και ο Θωμάς Μάγιστρος. Επιπλέον, η παραγωγή θεολογικών έργων ήταν πλουσιότατη. Οι περισσότεροι από τους επιφανείς επισκόπους ήταν ταυτόχρονα πολυγραφότατοι συγγραφείς που συνέταξαν υπομνήματα στα Ιερά Κείμενα, Εξηγήσεις, Ομιλίες και θεολογικές πραγματείες όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Βασίλειος Καισαρείας, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός και ο Γρηγόριος Νύσσης, οι οποίοι συνέθεσαν ένα ογκώδες σώμα κειμένων καθοριστικό για τη μεταγενέστερη βυζαντινή θεολογία.[35]

Στο ύστερο Βυζάντιο θεωρούσαν δεδομένο ότι οι εκκλησιαστικοί άνδρες μπορούσαν να είναι ταυτόχρονα συγγραφείς. Μάλιστα, πολλοί εξ αυτών ήταν μελετητές της κλασικής γραμματείας. Η παιδεία και η φιλολογική τους κατάρτιση, ήδη από την ύστερη αρχαιότητα, τους προσέδιδε κύρος και τους επέτρεπε να ανταπεξέρχονται στον κοσμικό χαρακτήρα της κοινωνίας. Παράλληλα, όμως, τα γραπτά τους οριοθετούσαν την περιοχή ενός χριστιανικού συστήματος γνώσης, μιας χριστιανικής φιλοσοφίας και κοσμοαντίληψης ικανής να σταθεί επάξια δίπλα στην παράδοση της κλασικής αρχαιότητας.[36]

Συνοψίζοντας, μπορούμε να αποφανθούμε με βεβαιότητα ότι ο αρχαίος ελληνικός κόσμος και η μετέπειτα χριστιανική ελληνικότητα αποτελούσαν για τους Βυζαντινούς δύο σταθμούς του ίδιου πολιτισμού, του δικού τους πολιτισμού.[37] Έτσι, ο βυζαντινός πατριωτισμός, που άρχισε να αναπτύσσεται περισσότερο και να αποκτά συγκεκριμένο περιεχόμενο από τον 8ο αιώνα (με τη Δυναστεία των Ισαύρων) και να ενισχύεται συνεχώς μέχρι την πτώση της αυτοκρατορίας -λόγω κυρίως της συρρίκνωσης του βυζαντινού κράτους και των συνεχών εξωτερικών απειλών- στηρίχθηκε στην υπεράσπιση της (ορθής) χριστιανικής πίστης και της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς. Είναι αξιοσημείωτο πως αυτήν ακριβώς την εποχή (μιλάμε για τους τελευταίους τρεις με τέσσερις περίπου αιώνες της αυτοκρατορίας) οι όροι «Έλληνας» και «ελληνικός» δεν σημαίνουν πια τον ειδωλολάτρη και την ειδωλολατρία -όπως σήμαιναν προηγουμένως- αλλά τον αρχαίο Έλληνα και την παιδεία του, την οποία ενσαρκώνει η βυζαντινή πολιτιστική παράδοση.[38]

Το υψηλό πνευματικό και μορφωτικό επίπεδο του βυζαντινού κόσμου μαρτυρεί το σύνολο των διανοουμένων του Βυζαντίου, οι οποίοι μελετούσαν και ήταν άριστοι γνώστες της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και γραμματείας. Αριστοτελιστές, πλατωνιστές με αξιόλογη φιλολογική κατάρτιση και ταυτόχρονα θεολόγοι εκκλησιαστικοί άνδρες και όχι μόνο, συγκροτούν ένα διανοητικό πλαίσιο και μία δεξαμενή σκέψης, η οποία συνθέτει γόνιμα την γνώση της αρχαίας γραμματείας με την εκκλησιαστική βίωση και τη θεολογική ερμηνεία. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ονόματα: του  Άγιου Μαξίμου του Ομολογητού (φιλοσόφου, θεολόγου και εκκλησιαστικού συγγραφέα, πολέμιου του μονοθελητισμού), του Μ. Βασιλείου Καισαρίας (καθηγητού ρητορικής, θεολόγου και ενός από τους Τρεις Ιεράρχες), του Μ. Φώτιου (πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, σημαντικού λόγιου και αριστοτελιστή, συνέγραψε την περίφημη «Μυριόβιβλο»), του Γενάδιου Σχολάριου (πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ρήτορα και φιλοσόφου αριστοτελιστή), του Γρηγορίου Παλαμά (μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, θεολόγου και ησυχαστή), του Λέοντος Στ΄ του Σοφού (αυτοκράτορα 886-912, συγγραφέα και ρήτορα), του Ζαχαρία του Ρήτορος (αρχιεπισκόπου και εκκλησιαστικού ιστορικού), του Αινεία του Γαζαίου (φιλοσόφου νεοπλατωνιστή που ασπάστηκε τον χριστιανισμό), του Προκοπίου του Γαζαίου (καθηγητού ρητορικής, ερμηνευτή Αγίων Γραφών), του Ιωάννη Δαμασκηνού (μοναχού, ιερέα, ρήτορα και μουσικού), του Μιχαήλ Ψελλού (λόγιου, ιστορικού, φιλοσόφου, πολιτικού και καθηγητή του Πανδιδακτηρίου), του Γεωργίου Ακροπολίτη (λογίου, διπλωμάτη, ιστορικού και διευθυντή της σχολής φιλοσοφίας), του Θεόδωρου Μετοχίτη (βυζαντινού λόγιου, ανωτάτου αξιωματούχου και πανεπιστήμονα, από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του Βυζαντίου), του Δημητρίου Χρυσολωρά (λόγιου κληρικού, θεολόγου, φιλοσόφου, αστρονόμου και πολιτικού), του Θεοδώρου Κουροπαλάτη (σημαντικού Έλληνα φιλοσόφου του 12ου αιώνα), του Ιωάννη του Φιλόπονου (χριστιανού φιλοσόφου και φυσικού επιστήμονος), του Ματθαίου Καμαριώτη (καθηγητή φιλοσοφίας), του Γεωργίου Τραπεζουντίου (λόγιου του 15ου αιώνα), του Γεωργίου Παχυμέρη  (λόγιου, θεολόγου, κληρικού, φιλοσόφου, ιστορικού και μαθηματικού με πλούσια εκκλησιαστική και πολιτική δράση και εκτεταμένο συγγραφικό έργο), του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού (υμνογράφου και συνθέτη κοντακίων) και πάρα πολλών ακόμα που είναι αδύνατο να αναφερθούν.

Συγκεφαλαιώνοντας τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι κάποιες ιδεολογικές ιστορικές προσεγγίσεις (οι οποίες συνήθως αρέσκονται, σκοπίμως, να παρουσιάζουν το Βυζάντιο ως σκοταδιστικό και πολιτιστικά υποβαθμισμένο και τον Χριστιανισμό ως τη θρησκεία που επιβλήθηκε με τη βία και σάρωσε το ελεύθερο πνεύμα και τον φιλοσοφικό στοχασμό της κλασικής εποχής) στερούνται επιστημονικής ακρίβειας και ανάλυσης. Ίσως, αυτή η οπτική για τον χριστιανικό μεσαίωνα να έχει μεγαλύτερη συνάφεια με τον τρόπο που η ρωμαιοκαθολική Δύση προσέλαβε το εκκλησιαστικό γεγονός. Για την ιστορία, η μεσαιωνική Δύση προέκυψε από την κατάλυση της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 4ο με 6ο αιώνα -από διάφορα φύλα που έκαναν τότε την εμφάνιση τους στην ιστορία- και την ένωση, τελικά, αυτών των φύλων από τον Καρλομάγνο (Carolus Magnus) στα τέλη του 8ου/αρχές του 9ου αιώνα, υπό την σκέπη του Πάπα. Αυτά τα φύλα, τα οποία συγκρότησαν την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους, εναντιώθηκαν εξ αρχής -πολιτικά, δογματικά, οργανωτικά και στη συνέχεια και στρατιωτικά (Δ΄ Σταυροφορία) στην ανατολική (εξελληνισμένη) Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την οποία και καθυπόταξαν (1204). Έπειτα, οι δυτικές κοινωνίες έκαναν τεράστια πολιτισμικά άλματα (Αναγέννηση, Διαφωτισμός) και αποτελούν σήμερα τον πυρήνα της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιδέας και της πολιτικής της ολοκλήρωσης. Το σημερινό ελληνικό πρόβλημα έχει τις ρίζες του στην αδυναμία κατανόησης της πολιτιστικής ετερότητας του Βυζαντίου και συνακόλουθα στην αδυναμία να εντάξουμε τον εαυτό μας στον ευρωπαϊκό κορμό. Αν η Ευρώπη είναι ένα σταυροδρόμι και μια σύνθεση πολιτισμών, και η ενοποίηση της μια γόνιμη διαδικασία ενσωμάτωσης λαών με όχι -κατ’ ανάγκη- ταυτισμένη παράδοση και κουλτούρα, τότε η γνώση του Βυζαντίου (δηλαδή της πολιτιστικής μας παράδοσης) είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ασκηθεί σήμερα πολιτική με όρους αυτοπροσδιορισμού, αυτεπίγνωσης και αυτοσυνειδησίας. Τέλος, να αναφέρουμε ως πηγή μελέτης για τη γνώση του βυζαντινού κόσμου και πολιτισμού το βιβλίο του Steven Runciman «Βυζαντινός Πολιτισμός» (Byzantine Civilization). Διαβάζοντάς το, ανοίγεται στον αναγνώστη μια οδός μέχρι πρότινος -εν πολλοίς- άγνωστη για τον πλούτο της πνευματικής βυζαντινής παράδοσης. Ο Runciman καταδεικνύει με απόλυτο τρόπο ότι στο Βυζάντιο διεσώθη η αρχαία ελληνική κληρονομιά, συμπαρατεταγμένη αρμονικά με την χριστιανική θεολογία και διδασκαλία. Στο βιβλίο αποκαλύπτεται επίσης, ο ελληνικός χαρακτήρας της βυζαντινής παιδείας και του πολιτισμού, που μπορεί να μην φαίνεται στο όνομα του κράτους, αλλά είναι πασιφανής στα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, των ποιητών, των ιστοριογράφων και της λόγιας παράδοσης της αυτοκρατορίας._

[1] Η ονομασία «Βυζάντιο», που εν τέλει επικράτησε, χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά τον 16ο αιώνα από τον Γερμανό ιστορικό Hieronymus Wolf και αποτελεί στην ουσία μια ψευδωνυμία. Το λεγόμενο Βυζάντιο δεν είναι κάτι άλλο από τη φυσική συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι πολίτες του Βυζαντίου αυτοπροσδιορίζονταν πάντα ως Ρωμαίοι και δεν ονόμασαν ποτέ εαυτούς «Βυζαντινούς», όνομα που ανήκε στην αρχαία αποικία των Μεγάρων, την πόλη του Βυζαντίου, επί της οποίας οικοδομήθηκε η Κωνσταντινούπολη.

[2] Rodney Stark, The Rise of Christianity: A Sociologist Reconsiders History (Princeton, NJ: Princeton University Press, 1996), 7.

[3] Alexander Vasiliev, Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας 324-1453 (Αθήνα: Πελεκάνος, 2006), 71.

[4] Σπυρίδωνος Παπαγεωργίου,  Ιστορία της Εκκλησίας της Κέρκυρας – από της συστάσεως αυτής μέχρι του νυν (Κέρκυρα: Χρωμοτυπολιθογραφείον Αδελ. Γ. Ασπιώτη, 1920),  8.

[5] Steven Runciman, Η Βυζαντινή Θεοκρατία (Αθήνα: Δόμος, 1982), 35.

[6] Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια (Αθήνα: Γιοβάνη, 1980), Τόμος 7,  155. Σύγχρονη Σχολική εγκυκλοπαίδεια (Εκδόσεις Πιπέρη Σωτήρα), 188.

[7] Averil Cameron, Οι Βυζαντινοί (Αθήνα: Ψυχογιός, 2009), 47.

[8] Το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, το οποίο έχανε σταδιακά τις επαρχίες του -λόγω της εισβολής καινούριων φύλων (Φράγκων στη βόρειο Γαλλία, Βησιγότθων στη νότιο Γαλλία και στην Ισπανία, Οστρογότθων στην Ιλλυρία, Βανδάλων στην Αφρική, Άγγλων, Σαξόνων και Ιούτων στη Βρετανία)- είχε καταλυθεί οριστικά το 476, από τον Οδόακρο, αρχηγό των βαρβάρων μισθοφόρων των Ρωμαίων.

[9] Dimitri Obolensky, The Byzantine Commonwealth: Eastern Europe, 500-1453 (New York, Praeger Publishers, 1971), 683.

[10] Cameron, Οι Βυζαντινοί, 31.

[11] Vasiliev, Ιστορία, 115-116.

[12] Περιοδικό Ελληνικά, (Θεσσαλονίκη, 1994) τ.44 , 31-50.

[13] Gerasimos Pagoulatos, The destruction and conversion of ancient temples to christian churches during fourth, fifth and sixth centuries (Athens: n.p. ,1994), Theologia Vol. 65, p.152-170.

[14] α)Θεοδοσιανός Κώδικας XVI.10.24 8 Ιουνίου 423 μ.Χ. Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντινιανός και Θεοδόσιος προς Ασκληπιόδοτο, ‘Επαρχο Πραιτορίου β)Θεοδοσιανός Κώδικας XVI.10.8, Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντινιανός και Θεοδόσιος προς Παλλάδιο, Δούκα της Οσροηνής 30 Νοεμβρίου 382 μ.Χ. γ) Θεοδοσιανός Κώδικας  XVI.10.15, Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος προς Μακρόβιο, Βικάριο της Ισπανίας, και Προκλιανόν, Βικάριο των Πέντε Επαρχιών 29 Ιανουαρίου 399 μ.Χ. και δ) Θεοδοσιανός Κώδικας XVI.10.18, Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος προς Απολλόδωρο, Ανθύπατο Αφρικής 20 Αυγούστου 399 μ.Χ. ε) Ιουστινιανός Κώδικας I.11.3, Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος προς Μακρόβιο και Βικάριο Προκλιανό (399 μ.Χ.).

[15] π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία; (Αθήνα, Αρμός, 2003), 158.

[16] Ferdinand Gregorovius, Ιστορία της πόλεως Αθηνών κατά τους μέσους αιώνας (Αθήνα, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, 1904) τ. 1, p. 97-133.

[17] Μεταλληνός, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;, 163.

[18] Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως (Παρίσι,1865,Patrologia Graeca, Jacques Paul Migne), τ.94, 924Α.

[19] Μέγας Βασίλειος, Περί του «ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός» (Παρίσι,1865, Patrologia Graeca, Jacques Paul Migne)  τ. 31, 345B.

[20] Επιστολαί Β’, ρκθ’ «Παύλω περί Ιούδα του προδότου» (Παρίσι, 1865, Patrologia Graeca, Jacques Paul Migne), τ.78, 573B.

[21] Περί του «μη δημοσιεύειν τα αμαρτήματα των αδελφών, μηδέ κατεύχεσθαι των εχθρών» (Παρίσι,1865,Patrologia Graeca, Jacques Paul Migne),  τ. 51, 363.

[22] Λιβάνιος, Προς Θεοδόσιον τον βασιλέα υπέρ των ιερών (Αθήνα, Κατάρτι, 1998) 13-47.

[23] Μεταλληνός, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;, 159.

[24]  Paul Petit, Sur la date du ”pro templis” de Libanius, Byzantion. Tome XXIX-XXX, Hommage à la mémoire de Ciro Giannelli (Bruxelles, Fondation byzantine et néo-grecque, 1960),  285-310.

[25] Μεταλληνός, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;, 160-161.

[26] Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, Εκκλησιαστική Ιστορία (Παρίσι, 1865, Patrologia Graeca, Jacques Paul Migne), τ.2, 888-889.

[27] Γεώργιος Τ. Κόλλιας, Η προβυζαντινή Θεσσαλονίκη και η στάσις του 390 (Αθήνα, 1935, Τυπ. Γουλ. Καμτσίκου Βερανζέρου), 28-29.

[28] Άγιος Αμβρόσιος, Epistola LI (Παρίσι,1845,Patrologia Latina, Jacques Paul Migne), τ.16,  1209-1214.

[29] Σωτήρης Γιάτσης, Η σφαγή στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης το 390 μ.Χ. Ένα πολιτικό έγκλημα του Θεοδοσίου Α΄(2004-2006, Εώα και Εσπερία), τ.6, 230.

[30] Steven Runciman, Ο Βυζαντινός Πολιτισμός (Αθήνα, Γαλαξίας-Ερμείας, 2004), 251.

[31] Cameron, Οι Βυζαντινοί, 224.

[32] Βλ. συνέντευξη του Σιλβέν Γκουγκενέμ στην «Καθημερινή τής Κυριακής» 17-6-2012 http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_17/06/2012_485594.

[33] Cameron, Οι Βυζαντινοί, 229.

[34] Cameron, Οι Βυζαντινοί, 231.

[35] Cameron, Οι Βυζαντινοί, 232-233.

[36] Peter Brown, Power and Persuasion in Late Antiquity: Towards a Christian Empire (Madison, University of Wisconsin Press, 1992), 119-142.

[37] Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας (Αθήνα: Ψυχογιός ,1997), 77.

[38] Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία, 75.

 

inspol

4 comments

Marianka 12 December 2014 at 09:53

2015 και ασχολούμαστε ακόμα με μία αυτοκρατορία της οποίας ήμασταν απλά μία επαρχία. Ό,τι να’ναι….

Reply
Φειδίας Μπουρλάς 12 December 2014 at 13:05

Παρακαλῶ τοὺς διαχειριστὲς νὰ μὴν ἐπιτρέπουν «σχόλια»-σαχλαμάρες σὰν τὸ παραπάνω. Τὸ Ἀντίβαρο ἔχει ἕνα ἐπίπεδο. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ δημοσιεύονται ὁλόκληρες μελέτες, μὲ ὧρες ἐργασίας πίσω τους, καὶ ὁ κάθε ἐξυπνάκιας (ποὺ δὲν διάβασε γραμμή, καὶ δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ διαβάσῃ καὶ νὰ ἀντιληφθῇ γραμμή) νὰ πετᾷ μιὰ σαχλαμάρα ἔτσι ἁπλά.

Ἡ κατάπτωσις πάντως ποὺ ζοῦμε στὰ χρόνια μας δὲν εἶναι ἀνεξήγητη. Ἀπὸ κληρονόμοι τοῦ βασιλικοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων καὶ Ρωμαίων, γραικύλοι χωρὶς ἱστορία καὶ μνήμη καὶ σφουγγοκωλάριοι τῆς Μέρκελ. Αὐτὰ παθαίνεις ὅταν σὲ ἔχουν μάθει νὰ περιφρονῇς τὴν κληρονομιὰ καὶ τὴν ταυτότητά σου ἐπειδὴ «βρισκόμαστε στὸ 2015»…

Reply
Γεώργιος Ἰακ. Γεωργάνας 13 December 2014 at 01:05

Πιὸ χρήσιμο βρίσκω νὰ μένουν καὶ τὰ ἀνόητα σχόλια ὥστε νὰ ὑπάρχει καὶ ὁ ἀντίλογος. Γιὰ παράδειγμα, γιὰ ὅποιον ἀσχοληθεῖ γνησίως «μὲ μία αὐτοκρατορία τῆς ὁποίας ἤμασταν ἀπλᾶ μία ἐπαρχία», εἶναι προφανές ὅτι πολλὰ πρακτικὰ καὶ πεζὰ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μποροῦν νὰ μᾶς καθοδηγήσουν καὶ τὸ 2015. Ἂν μή τι ἄλλο, νὰ ἀποφύγουμε λάθη τοῦ παρελθόντος ὥστε νὰ μὴν δίνουμε τὴν ἐντύπωση ἀμελετήτων, ἀνοήτων καὶ ἀμετανοήτων.
Ἐπὶ τῆς οὐσίας, ἀπὸ τὴν βιβλιογραφία τοῦ ἄρθρου λείπει ὁ πρῶτος μελετήσας εἰς βάθος τὴν ὑστεροβυζαντινὴ ἱστορία (μὲ μεγαλη σημασία γιὰ τὸν νεώτερο Ἑλληνισμό) ἀπὸ τοὺς μελετητὲς τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος, ὁ Παῦλος Καλλιγᾶς. Γιὰ πολλὰ χρόνια οἱ βυζαντινές σπουδὲς στὴν Ἐλλάδα ἔμειναν ἐκεῖ πού τὶς ἔφθασε ὁ Καλλιγᾶς διότι εἶχε ἐξονυχίσει τὶς πηγὲς καὶ σὲ πολλὰ εἶχε ἀντικρούσει καὶ διορθώσει παρανοήσεις τῶν μελετητῶν τῆς Δύσεως, τόσο ὥστε παρεῖλκε περαιτέρω μελέτη. Ἡ παράλειψις μοῦ φαίνεται σοβαρωτέρα, δεδομένου ὅτι τὰ σχετικὰ βιβλία τοῦ Καλλιγᾶ διατίθενται ἐλευθέρως στὸ διαδίκτυο :
http://anemi.lib.uoc.gr/search/?dtab=m&search_type=simple&search_help=&display_mode=overview&wf_step=init&show_hidden=0&number=10&keep_number=10&cclterm1=&cclterm2=&cclterm3=&cclterm4=&cclterm5=&cclterm6=&cclterm7=&cclterm8=&cclfield1=&cclfield2=&cclfield3=&cclfield4=&cclfield5=&cclfield6=&cclfield7=&cclfield8=&cclop1=&cclop2=&cclop3=&cclop4=&cclop5=&cclop6=&cclop7=&isp=&display_help=0&offset=1&search_coll%5Bmetadata%5D=1&&stored_cclquery=creator%3D%28%CE%9A%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CE%B3%CE%AC%CF%82%2C+%CE%A0%CE%B1%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%82%2C%29&skin=&rss=0&show_form=&export_method=none&display_mode=detail&ioffset=1&offset=4&number=1&keep_number=10&old_offset=1&search_help=detail
http://anemi.lib.uoc.gr/search/?dtab=m&search_type=simple&search_help=&display_mode=overview&wf_step=init&show_hidden=0&number=10&keep_number=10&cclterm1=&cclterm2=&cclterm3=&cclterm4=&cclterm5=&cclterm6=&cclterm7=&cclterm8=&cclfield1=&cclfield2=&cclfield3=&cclfield4=&cclfield5=&cclfield6=&cclfield7=&cclfield8=&cclop1=&cclop2=&cclop3=&cclop4=&cclop5=&cclop6=&cclop7=&isp=&display_help=0&offset=1&search_coll%5Bmetadata%5D=1&&stored_cclquery=creator%3D%28%CE%9A%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CE%B3%CE%AC%CF%82%2C+%CE%A0%CE%B1%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%82%2C%29&skin=&rss=0&show_form=&export_method=none&display_mode=detail&ioffset=1&offset=3&number=1&keep_number=10&old_offset=1&search_help=detail

Reply
Μιχάλης_Στέκας 23 September 2016 at 11:54

Λογική αντίφαση που πηγάζει από την ανάγνωση του ανωτέρω μελετήματος.
“….Κατά τον ερευνητή-κοινωνιολόγο και καθηγητή της συγκριτικής θρησκειολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον Rodney Stark, ο ρυθμός αύξησης των Χριστιανών στους αιώνες αυτούς ήταν ραγδαίος. Σύμφωνα με την επιστημονική μελέτη του, η πληθυσμιακή αύξηση του χριστιανικού στοιχείου στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας κυμάνθηκε ως εξής : από 1.400, περίπου, πρώτους Χριστιανούς το 50 μ.Χ., ο αριθμός αυξάνεται στους 1.171.356 το 250 μ.Χ., στους 6.299.832 το 300 μ.Χ.,…”.
Στη συνέχεια όμως στο κεφάλαιο που περιγράφει τις διώξεις των Χριστιανών, αναφέρεται:
“…. Αν και ο συνολικός αριθμός των Χριστιανών μαρτύρων (Ρωμαίων πολιτών, ως επί το πλείστον ελληνοφώνων), κατά την περίοδο μεταξύ 1ου και 3ου αιώνα, δεν επιβεβαιώνεται από τις πηγές και, ασφαλώς, δεν μπορεί εύκολα να υπολογιστεί, εκκλησιαστικές πηγές κάνουν λόγο για αριθμό ο οποίος ενδεχομένως να ξεπέρασε τα 11.000.000….”
Πως είναι δυνατόν ο αριθμός των Χριστιανών στην αυτοκρατορία το 300 μ.χ. να ήταν 6.299.832 και οι μάρτυρες χριστανοί να ξεπερνούσαν (ενδεχομένως) τα 11.000.000 ;;; Δεν βγαίνουν τα νούμερα.

Reply

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.