Κατά τόν λόγιο αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο τόν Πορφυρογέννητο, ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι τό “κάλλιστον καί τιμιώτατον μέρος τῆς Θράκης”. Γιά τόν Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ἀποτελεῖ, τίς παραμονές τῆς Ἅλωσης, τό “καύχημα τῶν ζώντων ὑπό τήν τοῦ ἡλίου Ἀνατολήν“. Μέ τούς πατριδογράφους βυζαντινούς συγγραφεῖς ἡ Κωνσταντινούπολη ἀποκτᾶ μυστική σημασία καί γίνεται “παντός καλοῦ ἐνδιαίτημα“. Ὅλοι, —Ἕλληνες, Τοῦρκοι, Σλάβοι, Ἄραβες καί Δυτικοί—, συμφωνοῦν στό ὅτι αὐτός πού τήν κατέχει ἀποκτᾶ μιά οἰκουμενικότητα μέ διαφορετική, βέβαια, ἔννοια σέ κάθε περίπτωση. Ὅλοι, ἐπίσης, συμφωνοῦν στό ὅτι πρόκειται γιά τή “βασιλίδα τῶν πόλεων“. Τή λένε “βασιλεύουσα“, “θεοφρούρητη“, “ἄκουσμα παγκόσμιον“, “ἁγιασματική πόλη” καί δίδουν πάμπολλους ἄλλους χαρακτηρισμούς καί ἐπίθετα.
Ἀνάλογες σημασίες ἔχει ἡ Κωνσταντινούπολη καί γιά τούς Τούρκους, τούς Ἀρμένιους, τούς Ἄραβες, τούς Γεωργιανούς, τούς λαούς τῆς Ἀνατολῆς, ἀκόμη καί γιά τούς Ἑβραίους. Μέ δέος καί σεβασμό τήν βλέπουν οἱ Ρῶσοι, οἱ Βούλγαροι, οἱ Σλάβοι. Γιά τούς Δυτικούς, βέβαια, ἡ Κωνσταντινούπολη, ὡς πυρήνας καί πηγή τοῦ Βυζαντίου, εἶναι “σημεῖον ἀντιλεγόμενον“, χωρίς αὐτό νά κρύβει τόν φθόνο τους καί τόν ἄκρατο θαυμασμό τους.
Τέλος, γιά τούς Ἕλληνες ἡ Κωνσταντινούπολη ἀναγνωρίζεται ὡς μία ἑστία καί ἕνας ὀμφαλός τῆς πολιτισμικῆς τους ἐπιβεβαίωσης. Ὁ Ἕλληνας ἐπισκέπτης διαπιστώνει ἐκεῖ τήν ὕπαρξη ἑνός συναισθηματικοῦ πόλου πού ὑποπτεύεται τήν ὕπαρξή του, ἀλλά δέν εἶναι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ Ἕλληνες, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον, βλέπουν τήν Κωνσταντινούπολη μέ ὑποκειμενικό τρόπο. Κανείς δέν εἶναι ἁρμοδιώτερος ἀπό τούς Ἕλληνες νά μιλήσει γι’ αὐτό. Δέν εἶναι δυνατό νά γίνει ἀλλιῶς. Αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά λίγα ζητήματα στά ὁποῖα, συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, συμφωνεῖ τό μόνιμα διχασμένο ἑλληνικό ἔθνος.
Ἡ Κωνσταντινούπολη παραμένει τό πολυπληθέστερο κέντρο τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ μέχρι τό 1922, ἀλλά καί ἡ νοερή πρωτεύουσα τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τό οἰκονομικό καί τό πνευματικό κέντρο του. Εἰδικότερα, ἀπό τήν ἐποχή τῆς Ἅλωσης, —ἀλλά καί ἀπό τούς χρόνους τῆς πρώτης ἅλωσής της ἀπό τούς Λατίνους (1204)—, ἡ Κωνσταντινούπολη ἔλαβε διαστάσεις μυθικές καί ἔγινε τό κέντρο τῆς Μεγάλης Ἰδέας, μιᾶς ἰδεολογίας πού ἀπέβλεπε στή μελλοντική λύτρωση τῶν ὑποδούλων καί στήν ἀνασύσταση τῆς ἀρχαίας δόξας.
Στήν Κωνσταντινούπολη συμβίωσαν Μουσουλμάνοι καί Χριστιανοί πάνω ἀπό πέντε αἰῶνες.
Παρά τήν ἐγκατάσταση μουσουλμανικῶν πληθυσμῶν στήν Κωνσταντινούπολη καί τήν ἀνοικοδόμησή της ὡς ἰσλαμική μητρόπολη, οἱ Ρωμηοί ἐξακολουθοῦσαν νά ἀποτελοῦν τό δεύτερο πολυπληθέστερο ἐθνικό στοιχεῖο. Μάλιστα τά τελευταῖα χρόνια τοῦ 19ου αἰώνα δημιουργήθηκε μία πραγματικότητα, στήν ὁποία ἡ παρουσία τῶν Ρωμηῶν ἔγινε πλέον πρωτεύουσα καί καθοριστική σέ σημαντικές περιοχές τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅπως ὁ Γαλατᾶς καί ὁ Βόσπορος.
Πλῆθος ἀπό χωριά περί τήν Κωνσταντινούπολη κατοικοῦνταν ἀπό ἑλληνικούς πληθυσμούς καί κυρίως αὐτά τῆς θρακικῆς περιφέρειας Δέρκων.
Τό 1912 λειτουργοῦσαν στήν περιφέρεια τῆς Κωνσταντινούπολης 105 σχολεῖα μέ 15.000 μαθητές. Τήν ἴδια ἐποχή οἱ Σύλλογοι ἀνέρχονταν σέ πολλές ἑκατοντάδες.
Ὁ Ἕλληνας ἐπισκέπτης πού σήμερα ἔχει τήν τύχη νά ἐπισκεφθεῖ τήν Κωνσταντινούπολη, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τήν Ἁγία Σοφία, βρίσκεται μέσα σέ μία ἀχανή τεράστια πόλη, τήν ὁποία κατοικοῦν ἀναρίθμητοι ἀνατολίτες. Ὡστόσο, πρόκειται γιά τήν πόλη, πού γιά δεκαέξη αἰῶνες ἦταν ἡ μεγαλύτερη καί κύρια πόλη τῶν Ἑλλήνων.
Γιά τόν σημερινό ἐπισκέπτη ὑπάρχει πάντα τό ἐρώτημα: “Γιατί οἱ Ἕλληνες ἐπιμένουν νά ἐπιστρέφουν στήν Κωνσταντινούπολη;”
Ἀποκομμένοι ἀπό ἕνα χῶρο, πού ἦταν πολύ σημαντικός γιά μᾶς, βρεθήκαμε νά ἀγνοοῦμε τήν ἐσωτερική μας διάσταση. Ἀκόμη καί χωρίς Ρωμηούς, ἡ Κωνσταντινούπολη μᾶς δίδει τήν αἴσθηση ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει ἕνας οὐσιαστικός ἐσωτερικός χῶρος. Ἐκεῖ βιώνουμε τήν οἰκείωση τοῦ περιβάλλοντος, τῶν ἱερῶν χώρων καί τῶν κτισμάτων, πού στέκονται γιά γενιές, μάρτυρες τῆς ταυτότητάς μας. Τόπο, ἀπό τόν ὁποῖο ἱστορικά γεγονότα μᾶς ὑποχρέωσαν νά ἀπομακρυνθοῦμε. Τό Βυζάντιο καί ὁ μέγας πολιτισμός του, δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἱστορική περίοδος, ἀλλά τά βάθρα καί ἡ πηγή τοῦ Νέου
Ἑλληνισμοῦ. Ὁ μῦθος τῆς Ρωμανίας καί τῆς Ρωμηοσύνης, ἀγνοημένος, ξεχασμένος καί ἀπωθημένος στό συλλογικό μας ὑποσυνείδητο, πλήν παραδόξως καί μυστικῶς καταλάμπων, ἔχει τήν ἑστία του στήν Κωνσταντινούπολη, τή γεμάτη σήμερα νεοφερμένους ἀπό τήν Ἀνατολή.
Δέν πηγαίνουμε, λοιπόν, ἐκεῖ μόνον γιά ὅ,τι ὀνομάζουμε τουρισμό. Ὁ τουρισμός εἶναι μιά παράδοξη ἀναζήτηση τοῦ ἐξωτικοῦ καί τοῦ διαφορετικοῦ, πράγματα πού ἐμφανίζονται στόν τουρίστα ὡς φευγαλέες ἐντυπώσεις. Ὁ τουρισμός μοιάζει ἔτσι μέ τή μή πραγματικότητα τῆς τηλεόρασης. Ὁ τουρίστας ἀδυνατεῖ νά μυηθεῖ. Τά ταξίδια τῶν Ἑλλήνων στήν πάλαι ἑλληνική Ἀνατολή καί στήν Κωνσταντινούπολη ξεκινοῦν ἀπό μία μύηση. Αὐτή ἡ μύηση βρίσκεται ἐν ὑπνώσει στή συνείδηση καί ἀναδεικνύεται μέ τά κατάλληλα ἐρεθίσματα καί κάτω ἀπό τίς κατάλληλες εὐκαιρίες.
Εἰσερχόμενος στήν ἱστορική Κωνσταντινούπολη ὁ ἐπισκέπτης περνᾶ ἀπό τεράστιους χώρους, ὅπου ὁ σταθμός τῶν λεωφορείων. Ἀμέσως, μετά ἀπό ἀνισόπεδο κόμβο, βρίσκεται σέ μία μεγάλη σύγχρονη λεωφόρο. Ἴσως μέ λίγη προσπάθεια, θά διακρίνει ὁ ἐπισκέπτης, μακριά, τά γκρεμισμένα γιά τό πέρασμα τῆς λεωφόρου τείχη, ὅπου κυματίζουν οἱ κόκκινες σημαῖες. Λίγο δύσκολο νά ἀντιληφθεῖ ὁ Ἕλληνας ἐπισκέπτης ὅτι βρίσκεται στήν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ. Σημεῖο, ὅπου ἡ αὐτοθυσία τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα καί τῶν συμπολεμιστῶν του ἔδωσε νόημα στήν πτώση τῆς Αὐτοκρατορίας.
Λίγο μετά, στήν κορυφή τοῦ τέταρτου λόφου τῆς Ἑπταλόφου, δεσπόζει, ὁρατό ἀπό παντοῦ, τό Φατίχ τζαμί, κτισμένο ἀπό τόν Μωάμεθ τόν Πορθητῆ, ὅπου καί ὁ τάφος του. Οἱ ὑπάρχοντες ὁδηγοί, ὡστόσο, συνήθως δέν ἀναφέρουν ὅτι στή θέση αὐτή ὑπῆρχε ἡ μεγάλη αὐτοκρατορική ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου καί οἱ τάφοι τῶν Αὐτοκρατόρων καί τῶν Πατριαρχῶν.
Ὁ ἐπισκέπτης τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐπίσης, συχνά ἀγνοεῖ τό ἕτερο θαυμαστό καί μεγαλειῶδες ἔργο τοῦ Ἰουστινιανοῦ, πού σώζεται σήμερα: τή βασιλική κινστέρνα. Ἀλλά, καί ἄν ἀκόμη ὁ σύγχρονος ταξιδιώτης ἐπισκεφθεῖ τή βασιλική κινστέρνα, εἶναι σχεδόν βέβαιο, ὅτι θά ἀγνοεῖ τό ὅτι στήν ἐπιφάνεια, πάνω ἀπό τούς ἐπιβλητικούς κίονες τῆς βασιλικῆς κινστέρνας, στέκονταν γιά ἑκατοντάδες χρόνια ἡ κιβωτός τοῦ κλασσικοῦ κόσμου: ἡ βιβλιοθήκη τοῦ Κωνστάντιου τοῦ Β´.
Ἀκόμη, ὁ σύγχρονος ταξιδιώτης δύσκολα θά προσεγγίσει τήν ἐρειπωμένη πιά Μονή τοῦ Στουδίου, κέντρο μάθησης, ὅπου οἱ λειτουργίες καί οἱ ψαλμοί δέν σταμάτησαν οὔτε στιγμή γιά χίλια χρόνια. Ἀλλά, ἀκόμη καί ἄν φτάσει ἐκεῖ στό Ἑπταπύργιο ὁ ἀπληροφόρητος ἐπισκέπτης, ἴσως δέν θά γνωρίζει ἕνα σημαντικό στοιχεῖο: ἐκεῖ οἱ μοναχοί μετέγραψαν τόν 9ο καί 10ο αἰῶνα, κατά τή πρώτη βυζαντινή ἀναγέννηση, ὅλα τά ἔργα τῶν Ἑλλήνων συγγραφέων ἀπό τή μεγαλογράμματη στή μικρογράμματη γραφή. Αὐτά πού γνωρίζουμε σήμερα ἀπό τόν ἀρχαῖο κόσμο ὀφείλονται στή δεύτερη αὐτή σωτήρια ἐπέμβαση τῶν Βυζαντινῶν, πού κέντρο της ὑπῆρξε ἡ Μονή τοῦ Στουδίου.
Τέλος, στόν σημερινό Γαλατᾶ, τόν γεμᾶτο ξέγνοιαστη διασκέδαση, ὁ ταξιδιώτης θά περιδιαβεῖ τήν πάλαι “Μεγάλη ὁδό τοῦ Πέραν”, τή γεμάτη ἀπό σύγχρονα καταστήματα καί ἐντυπωσιακά καλοδιατηρημένα μέγαρα ἐποχῆς. Ἐκεῖ, στό γραφικό, πάντα ζωντανό Μπαλούκ Παζάρ, στήν ἐντυπωσιακή Χριστάκη Passage, τή γεμάτη θορύβους καί τουριστική ἀξιοποίηση, ὁ Ἕλληνας ταξιδιώτης δέν θά ὑποπτευθεῖ ὅτι βρίσκεται παρά τόν χῶρο, ὅπου ὑπῆρχε μέχρι πρόσφατα τό μέγαρο τοῦ “Ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου”. Μία ἑστία μεγάλων πόθων καί τόπος αὐθόρμητης αὐτοσυνείδησης.
Πρόκειται γιά χώρους ἱερούς, ὅπου ἡ λήθη δέν εἶναι δυνατή καί ὅπου κλονίζεται ἐκ θεμελίων ἡ αὐτάρεσκη ἀντίληψή μας γιά ἕνα εὐδαιμονικό “διαρκές παρόν”. Θέλουμε νά πηγαίνουμε λοιπόν ἐκεῖ, ὄχι μόνο γιά νά συνδεόμαστε μέ τήν παράδοση, ἀλλά καί γιά νά δίνουμε καί πάλι νόημα σέ τόπους μέ μεγάλη σημασία γιά μᾶς.
Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Δημήτρη Μαυρίδη «Ἀπό τήν ἱστορία τῆς Θράκης 1875–1925» , Ξάνθη 2006.