Wednesday 9 October 2024
Αντίβαρο
Ταυτότητα

Ελληνικός Συντηρητισμός και Ευρώπη [PDF]

Το Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής δημοσιεύει το μελέτημα του συνεργαζόμενου ερευνητή του ΙΝΣΠΟΛ Δρ. Άγγελου Χρυσόγελου (βιογραφικό) με θέμα:

*

Ελληνικός Συντηρητισμός και Ευρώπη

*

Το μελέτημα είναι διαθέσιμο σε μορφή PDF:

15_15_c_ChrysogelosEurope-page-001

Ελληνικός Συντηρητισμός και Ευρώπη

 

Η κρίση της Ευρωζώνης και οι ολέθριες επιπτώσεις της στην Ελλάδα υποχρέωσαν τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις να συνειδητοποιήσουν ότι κανένα σοβαρό πολιτικό πρόγραμμα δεν γίνεται να διατυπωθεί σήμερα χωρίς αναφορά στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και στους περιορισμούς που αυτό θέτει στην άσκηση πολιτικής σε εθνικό επίπεδο. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όμως δεν είναι απλώς μια απαρασάλευτη πραγματικότητα στην οποία όλες οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να πειθαρχούν. Αντίθετα, μια εθνική πολιτική πρόταση οφείλει να διατυπώσει και ένα όραμα για την Ευρώπη, ακριβώς γιατί κανένα πολιτικό πρόγραμμα σήμερα δεν είναι αξιόπιστο αν αφορά αποκλειστικά το εθνικό επίπεδο. Στην περίπτωση της χώρας μας, η οποία δεν υφίσταται απλά «περιορισμούς» λόγω της ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά διατελεί κατά κυριολεξία σε κατάσταση περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας, η Ευρώπη αποτελεί ένα καίριο ζήτημα πολιτικής που δεν μπορεί να συζητείται εθιμοτυπικά κάθε πέντε χρόνια επ’ ευκαιρία των Ευρωεκλογών.

Ιστορικά, οι μεταπτώσεις στην σχέση των βασικών ιδεολογικών ρευμάτων και των αντίστοιχων κομματικών οικογενειών με το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης αφορούσαν το κατά πόσο το πολιτικό περιεχόμενο της ενοποίησης ανταποκρινόταν στις δικές τους προτιμήσεις πολιτικής. Πολλά σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα για παράδειγμα ήταν για χρόνια αρνητικά στην ανάπτυξη της τότε ΕΟΚ, καθώς την έβλεπαν σαν ένα σχέδιο οικονομικής απελευθέρωσης και απορρύθμισης. Από την στιγμή που η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση απέκτησε και ρυθμιστικό περιεχόμενο (π.χ. με την υιοθέτηση αυστηρών κανόνων περιβαλλοντικής προστασίας), αυτά τα κόμματα άλλαξαν στάση, με αποτέλεσμα να αποτελούν σήμερα ολόθερμους υποστηρικτές της ΕΕ, την οποία βλέπουν σαν το πιο αποτελεσματικό μέσο προστασίας του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους από τον διεθνή ανταγωνισμό. Οι φιλελεύθεροι από την άλλη υποστήριζαν την ευρωπαϊκή ενοποίηση, στην λογική ότι αυτή θα έφερνε μείωση των περιορισμών στο εμπόριο και της ισχύος των εθνικών συνόρων. Αλλά, υπό κανονικές συνθήκες, οι φιλελεύθεροι αντιτάσσονται στην ευρωπαϊκή ενοποίηση αν την προσλαμβάνουν ως την δημιουργία επιπλέον γραφειοκρατικών δομών και ως πηγή κανονισμών και νόμων που περιορίζουν την ατομική ελευθερία. Στην πράξη, όπως και οι σοσιαλιστές, η φιλελεύθερη οικογένεια σήμερα είναι ανεπιφύλακτα θετική προς την ΕΕ, την οποία βλέπει ως τον καλύτερο τρόπο για την προώθηση τόσο της οικονομικής όσο και της πολιτικής ενοποίησης και της αποδυνάμωσης του έθνους-κράτους στην Ευρώπη.

Η χριστιανοδημοκρατία τέλος έχει την πιο ξεκάθαρη σχέση τόσο με την ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης όσο και με την συγκεκριμένη θεσμική της ενσάρκωση στην μορφή της ΕΕ: όντας η κομματική οικογένεια με τον ιστορικά πιο αποφασιστικό ρόλο τόσο στην δημιουργία όσο και στην εξέλιξη της ΕΕ, οι χριστιανοδημοκράτες παραμένουν σήμερα ο βασικός πυλώνας υποστήριξης των επιλογών της ΕΕ στην ευρωπαϊκή κομματική σκηνή.

Παρά τις όποιες μεταπτώσεις στην σχέση μεταξύ των βασικότερων ευρωπαϊκών ιδεολογικών ρευμάτων και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αυτό το οποίο πρέπει να παρατηρηθεί είναι ότι αυτές αφορούν την μορφή αυτή της ολοκλήρωσης, το τέλος της ενωμένης Ευρώπης που αναπόφευκτα θα αναδυθεί στο μέλλον. Αυτό αντανακλά το γεγονός ότι ο σοσιαλισμός, ο φιλελευθερισμός και (λιγότερο) η χριστιανοδημοκρατία είναι διεθνικές ιδεολογίες που κομίζουν οράματα για την πολιτική και κοινωνική οργάνωση, τα οποία θεωρητικά μπορούν να εφαρμοστούν παντού, πέρα από σύνορα και τοπικές ιδιαιτερότητες. Το ιδεώδες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ταιριάζει σε αυτές τις ιδεολογίες, όχι μόνο επειδή μεταφέρει την άσκηση πολιτικής στο υπερεθνικό επίπεδο, αλλά και επειδή μοιράζεται μαζί τους την σχεδόν μεσσιανική φιλοδοξία της ραγδαίας μεταμόρφωσης των υπαρχόντων δεδομένων. Παρά τις επιμέρους διαφωνίες και των τριών σε σχέση με όψεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της σημερινής ΕΕ, η άσκηση πολιτικής και η διατύπωση προτάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι κάτι στο οποίο και οι τρεις ιδεολογίες μπορούν άνετα να προσαρμοστούν.

Σε αντίθεση με τα παραπάνω, ο συντηρητισμός βρισκόταν εξαρχής σε ένταση όχι απλά με την κατεύθυνση που η διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης πήρε κατά καίρους, αλλά με την ίδια την ιδέα και την φιλοδοξία της απόλυτης ενοποίησης. Αυτό είναι εκ πρώτης όψεως ειρωνικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο πρώτος που διατύπωσε την φράση και το όραμα «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» ήταν ο Ουίνστον Τσώρτσιλ το 1946. Αυτό που ξεχνούν οι περισσότεροι όμως είναι ότι ο Τσώρτσιλ θεωρούσε ότι η Μεγάλη Βρετανία δεν μπορούσε (για διαφόρους λόγους) να αποτελέσει μέρος αυτού του οράματος. Η πιθανότητα να χανόταν η αυτοτέλεια της Μεγάλης Βρετανίας μέσα στην ευρωπαϊκή χοάνη ήταν τελείως αντίθετη προς τις απόψεις του Τσώρτσιλ. Όταν οι διάδοχοί του στο βρετανικό Συντηρητικό Κόμμα πίεζαν για την είσοδο της Μεγάλης Βρετανίας στην τότε ΕΟΚ, είκοσι περίπου χρόνια μετά την αναφορά στις «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», το έκαναν με τελείως διαφορετικό σκεπτικό από τον εκπεφρασμένο σκοπό της Συνθήκης της Ρώμης περί «ολοένα στενότερης ένωσης».

Άλλο παράδοξο: η επανεκκίνηση του ευρωπαϊκού σχεδίου την δεκαετία του ’80 χρωστάει εξίσου στον ιδεαλισμό των Κολ και Ντελόρ και στον οικονομικιστικό πραγματισμό της Μάργκαρετ Θάτσερ. Το «όραμα της Ενωμένης Ευρώπης» χτίστηκε στο εξαιρετικά πρακτικό και «στεγνό» σχέδιο ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς, το οποίο με μανία προώθησε η Θάτσερ (της οποίας ο συντηρητισμός βρισκόταν υπό την ισχυρή επήρεια νεοφιλελεύθερων ιδεών). Ο μύθος της ευρωσκεπτικίστριας Θάτσερ είναι προϊόν των τελευταίων «δυσκοίλιων» ετών της πρωθυπουργίας της και της διαπίστωσης στο Συντηρητικό Κόμμα ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποκτούσε πολιτικό περιεχόμενο πέραν του οικονομικού—κάτι στο οποίο οι Βρετανοί συντηρητικοί αντιτίθεντο σταθερά.

Εξίσου διφορούμενη σχέση με την Ευρώπη έχει και το άλλο μεγάλο εθνικό συντηρητικό ρεύμα της ευρωπαϊκής πολιτικής, ο Γκωλισμός. Για τον Ντε Γκωλ, η Ευρώπη δεν αποτελούσε τίποτα περισσότερο από το πλαίσιο μέσα στο οποίο το γαλλικό μεγαλείο θα αποκαθίστατο σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε αντίθεση με τον Τσώρτσιλ, και σε συμφωνία με την χριστιανοδημοκρατία, ο Ντε Γκωλ διατηρούσε μια κατανόηση της Ευρώπης (ιδίως των Δυτικών ρωμαιοκαθολικών κρατών) ως μιας συνεκτικής πολιτιστικής και ιδεολογικής ενότητας. Το σημείο αναφοράς του όμως δεν ήταν ποτέ η Ευρώπη ή ο Δυτικός πολιτισμός αλλά το γαλλικό έθνος και κράτος. Αυτός ο υπέρτατος σκοπός, και η διάθεση χειραφέτησης της Γαλλίας από το ασφυκτικό πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου και της κοινής κυριαρχίας επί της ευρωπαϊκής ηπείρου από τις δυο υπερδυνάμεις, καθοδηγούσε τον Ντε Γκωλ σε διαδοχικές, και αντιφατικές, ρητορικές αναπαραστάσεις της Ευρώπης. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν οι ΗΠΑ έκαναν τα πρώτα βήματα προσέγγισης με την ΕΣΣΔ, ο Ντε Γκωλ χρησιμοποίησε το όραμα της συνεκτικής ρωμαιοκαθολικής Δυτικής Ευρώπης (της «Εσπερίας») για να αποσπάσει από το άρμα των ΗΠΑ τους Γερμανούς Χριστιανοδημοκράτες που παρέμεναν φανατικά αντικομμουνιστές. Πιο μετά αντίθετα, όταν η πολιτική της ύφεσης αποκτούσε δυναμική, ο Ντε Γκωλ διατύπωσε το όραμα της «Ευρώπης από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια» για να καταστήσει εαυτόν (και την Γαλλία) πυλώνα μιας μελλοντικής ενοποιημένης χειραφετημένης Ευρώπης. Γίνεται επομένως σαφές ότι τον Ντε Γκωλ τον αφορούσε πρώτα και κύρια η προώθηση της θέσης της Γαλλίας—οι θέσεις του για την Ευρώπη διαμορφώνονταν ανάλογα με τις τακτικές ανάγκες που εμφανίζονταν καθώς ακολουθούσε τον βασικό του σκοπό. Αυτή η προτεραιότητα της Γαλλίας έναντι της Ευρώπης αποτέλεσε βασικό πυλώνα της εξωτερικής πολιτικής των Γκωλικών, εξηγώντας και τον Ευρωσκεπτικισμό που χαρακτηρίζει μέρος της Γκωλικής παράταξης ακόμα και σήμερα.

Από τα παραπάνω (τα οποία θα μπορούσαν να συμπληρωθούν και με πιο πρόσφατα παραδείγματα όπως ο Βάτσλαβ Κλάους στην Τσεχία ή ο Βίκτορ Ορμπάν στην Ουγγαρία) προκύπτει ότι ο συντηρητισμός (ή ακριβέστερα, οι διαφορετικοί εθνικοί συντηρητισμοί) αντιμετωπίζει την Ευρώπη ως μια πολιτική πραγματικότητα και ένα πλαίσιο, όχι όμως ως έναν σκοπό ή αυθύπαρκτο όραμα. Βασικό σημείο αναφοράς του συντηρητισμού είναι η πολιτική οντότητα μέσα στην οποία διατηρούνται οι διαχρονικές αξίες και ιδέες που ο συντηρητισμός θέλει να διατηρήσει—στην εποχή της νεωτερικότητας, αυτή η οντότητα είναι το έθνος-κράτος. Το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης (και ιδιαίτερα το όραμα μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας-«υπερκράτους») αντιτίθεται στις ανησυχίες και τις προτεραιότητες του συντηρητισμού, και σε επίπεδο αξιακό αλλά και σε επίπεδο καθαρά πρακτικό. Η δημιουργία υπερεθνικών θεσμών και πολύπλοκων γραφειοκρατιών, αλλά και η ιδεολογική, σχεδόν επιθετική, αισιοδοξία ότι η «περισσότερη Ευρώπη» (δηλαδή ακόμα περισσότεροι θεσμοί και ακόμη περισσότερες γραφειοκρατίες) αποτελεί την μοναδική λύση σε όλα τα προβλήματα, έρχονται σε αντίθεση με την προδιάθεση του συντηρητισμού για την διατήρηση της πολιτικής διαχείρισης κοντά στο κατά περίπτωση πρόβλημα, για μετριοπάθεια και ταπεινοφροσύνη. Σε τελική ανάλυση, όσο η «Ευρώπη» δεν αποτελεί (μάλλον για πολύ καιρό) ακόμα το σημείο αναφοράς της πολιτικής (με την έννοια του θεματοφύλακα κοινά αποδεκτών αξιών και ενός πλαισίου μέσα στο οποίο μια αυτοτελής πολιτική κοινότητα αποφασίζει για το μέλλον της), δεν μπορεί παρά να αποτελεί απλά άλλο ένα «ζήτημα πολιτικής» του τοπικά και εθνικά δρώντος πολιτικού∙ ούτε όραμα, ούτε αυτοσκοπός.

Από την άλλη, είναι αναγκαίο να ξεκαθαριστεί ότι η επιφυλακτικότητα του συντηρητισμού προς την Ευρώπη δεν ισοδυναμεί με «Ευρωφοβία» ή σωβινισμό! Σε αυτό το σημείο ο συντηρητισμός διαφέρει καίρια από την ριζοσπαστική και εξτρεμιστική δεξιά («ακροδεξιά»). Η ιδέα της συνεργασίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο από μόνη της είναι κάτι το εξαιρετικά χρήσιμο και απαραίτητο, με δεδομένη και την άνοδο νέων δυνάμεων σε πλανητικό επίπεδο. Άλλωστε, η Ευρώπη πάντα συνέθετε ένα αξιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο η άσκηση εθνικής πολιτικής λάμβανε χώρα. O στόχος ηγεσιών που θα χαρακτηρίζαμε σήμερα συντηρητικές δεν ήταν η με κάθε θυσία προώθηση των εγωιστικών στόχων του οικείου κράτους αλλά ο συγκερασμός της προστασίας των ζωτικών συμφερόντων του με την διατήρηση του ευρύτερου ρυθμιστικού πλαισίου της Ευρώπης, που κωδικοποιούσε κοινά αποδεκτούς («πολιτισμένους») κανόνες συμπεριφοράς και ρύθμιζε την αλληλεπίδραση (ακόμα και τον πόλεμο) μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Ριζοσπαστικοί ηγέτες όπως ο Ναπολέων και ο Χίτλερ αντιμετωπίστηκαν από την υπόλοιπη Ευρώπη (και ιδιαίτερα από τις συντηρητικές ηγεσίες της) όχι μόνο σαν ξένοι εχθροί, αλλά και σαν ανατροπείς της ευρωπαϊκής τάξης και των κοινά αποδεκτών κανόνων και κωδίκων συμπεριφοράς. Με βάση αυτήν την παράδοση, λοιπόν, ο συντηρητισμός δεν απορρίπτει την Ευρώπη αλλά την αποδέχεται ως ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκείται η πολιτική, και που εξασφαλίζει ότι οι σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κράτων παραμένουν μετριοπαθείς και ειρηνικές. Ακόμα περισσότερο (όπως τα παραδείγμα του Ντε Γκωλ και της Θάτσερ κατέδειξαν), βλέπει την Ευρώπη σαν μια δομή που παρέχει την ευκαιρία να οικοδομηθεί ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για την επίτευξη των εθνικών στόχων που έχει θέσει.

Στην εποχή της Ευρωκρίσης, ο συντηρητισμός αντιτίθεται στην οικοδόμηση της κωδικά αναφερόμενης «περισσότερης Ευρώπης» σε συνθήκες πλήρους απαξίας από τους ευρωπαϊκούς λαούς και με ελάχιστους μηχανισμούς ελέγχου και λογοδοσίας. Υπό μια έννοια, ο συντηρητισμός είναι η μοναδική μετριοπαθής ιδεολογία που μπορεί να αντιταχθεί σε μια πορεία βίαιης ανατροπής των σχέσεων μεταξύ Ευρώπης και εθνών-κρατών, η οποία παρουσιάζεται ως απάντηση στην κρίση – κάτι που μέχρι στιγμής έχουν αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα (αλλά με μικρές πιθανότητες επιτυχίας και με λίγη αξιοπιστία) η ακροδεξιά και η ριζοσπαστική αριστερά. Υπό μια άλλη έννοια, ο συντηρητισμός μπορεί να σώσει την ΕΕ και τις ελίτ της από τους εαυτούς τους.

Με δεδομένες τις θεσμικές ατέλειες της Ευρωζώνης, η προσπάθεια των Ευρωπαίων ηγετών για να αντιμετωπίσουν την κρίση μέσω «περισσότερης Ευρώπης» κατέληξε σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση και περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας των κρατών-μελών, με την επιβολή δρακόντειων ελέγχων στα δημοσιονομικά τους και την θεσμοποίηση σκληρών περιορισμών στο τι μπορούν να κάνουν οι εθνικές κυβερνήσεις (περιορισμοί που, π.χ., ούτε που θα διενοείτο ποτέ να επιβάλει η κυβέρνηση της Ουάσινγκτον στις πολιτείες των ΗΠΑ). Αν και θεωρητικά η «περισσότερη Ευρώπη» τελεί υπό τον δημοκρατικό έλεγχο του άμεσα εκλεγμένου ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η ανυποληψία αυτού του οργάνου σημαίνει ότι η εθνική κυριαρχία των κρατών-μελών (που παραμένουν ακόμα και σήμερα οι πιο αποδεκτές οντότητες για άσκηση πολιτικής στα μάτια των Ευρωπαίων πολιτών) έχει παραδοθεί εν πολλοίς στα χέρια δημοκρατικά εκλεγμένων (ακριβέστερα: διορισμένων) μεν, αλλά ελάχιστα νομιμοποιημένων δρώντων. Το αποτέλεσμα είναι μια ακόμα πιο έντονη αύξηση του πραγματικού Ευρωσκεπτικισμού: η «περισσότερη Ευρώπη» έφτασε να απειλεί την υπόσταση της ίδιας της ΕΕ!

Οι συντηρητικές αντιρρήσεις στην εκβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως έχει δεν έχουν να κάνουν με κάποια θεοποίηση του έθνους-κράτους ή με μια προσπάθεια αναδίπλωσης στην εθνική μοναξιά. Προκύπτουν από μια συγκροτημένη ιδεολογική ανάγνωση που υποστηρίζει ότι η ενδυνάμωση υπερεθνικών θεσμών και ο περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας χωρίς να υπάρχει ανάλογη λαϊκή βούληση για κάτι τέτοιο είναι συνταγή αποτυχίας. Αλλά και πιο αφηρημένα, ένας συντηρητικός έχει σοβαρές αντιρρήσεις σε όποια κίνηση αποδυναμώνει τα πολιτικά υποκείμενα που παραδοσιακά έχουν υπάρξει το σημείο αναφοράς και το αποδεκτό πλαίσιο άσκησης πολιτικής. Για τον συντηρητισμό επομένως, η βασική και πιο κρίσιμη διάσταση της ευρωπαϊκής κρίσης είναι πολιτική και θεσμική—και αφορά το καίριο ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης όλου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Όσο οι λύσεις που προτείνονται υπονομεύουν την άσκηση πολιτικής σε εκείνο το επίπεδο, που κατά τεκμήριο είναι το πιο νομιμοποιημένο για την λήψη αποφάσεων και το πιο κατάλληλο για λαϊκή συμμετοχή και έλεγχο αυτών (δηλ. το εθνικό), τόσο αυτές οι δήθεν λύσεις θα υπονομεύουν την ίδια την ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Αυτή η εξέλιξη είναι εξαιρετικά θλιβερή αν αναλογιστεί κανείς ότι η ΕΕ είχε παρουσιαστεί (και) σαν η ευρωπαϊκή απάντηση στην παγκοσμιοποίηση, με την έννοια ότι η ένωση των ευρωπαϊκών κράτων θα τους επέτρεπε να διατηρήσουν την αυτονομία τους μπροστά στις παγκόσμιες οικονομικές ροές που εκφεύγουν του πολιτικού ελέγχου από εθνικές δικαιοδοσίες. Αντίθετα, η ΕΕ έφτασε να διαδραματίζει τον ακριβώς αντίθετο ρόλο! Από δίχτυ προστασίας έγινε πολλαπλασιαστής των επιπτώσεων της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, αναλαμβάνοντας να θεσμοποιήσει σε πολιτικό επίπεδο τις πιέσεις που οι παγκόσμιες χρηματοοικονομικές ροές και ο διεθνής οικονομικός ανταγωνισμός ούτως ή άλλως ασκούν σε εκλεγμένες εθνικές πολιτικές ηγεσίες, εμποδίζοντάς τις να εφαρμόζουν πολιτικές της δικής του επιλογής.

Το ιδεώδες του συντηρητισμού είναι η άσκηση πολιτικής με βάση τις ανάγκες και παραδόσεις μιας αυτοτελούς πολιτικής κοινότητας. Υπό αυτήν την έννοια ο συντηρητισμός—όπως και η Αριστερά, παρεμπιπτόντως—αντιμετωπίζει με επιφύλαξη τους περιορισμούς που η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου θέτει στην ικανότητα των εθνικών κυβερνήσεων να νομοθετούν κατά την κρίση τους. Η διαφορά είναι φυσικά στον λόγο που η κάθε ιδεολογία φτάνει σε αυτό το συμπέρασμα: Η Αριστερά καταδικάζει τις διεθνείς πιέσεις προς κυβερνήσεις που εξασθενίζουν πολιτικές κοινωνικής προστασίας και τον ρυθμιστικό ρόλο του κράτους. Ο συντηρητισμός αντίθετα προβληματίζεται για την μείωση της ανεξαρτησίας εκλεγμένων εθνικών κυβερνήσεων. Δυσανασχετεί με την ιδέα ότι μη-εκλεγμένοι φορείς, πέραν των ορίων της πολιτικής κοινότητας, μπορούν να υπαγορεύουν πολιτικές στο εθνικό επίπεδο. Και βεβαίως διαφωνεί με την Αριστερά στην προτεινόμενη λύση σε αυτό το πρόβλημα: ενώ και οι δυο ιδεολογικές κατευθύνσεις θεωρητικά συμφωνούν στο ότι οι εξωγενείς πιέσεις στις εθνικές κυβερνήσεις πρέπει να ελεγχθούν, η Αριστερά δεν έχει κανένα πρόβλημα να υποκαταστήσει τις εξωγενείς πιέσεις από οικονομικούς παράγοντες με την δημιουργία υπερεθνικών ρυθμιστικών θεσμών που (θεωρητικά) μπορούν να διαχειριστούν αυτές τις πιέσεις στο όνομα των εθνών-κρατών. Μια παραλλαγή αυτής της τακτικής προσπαθεί να εφαρμόσει η ΕΕ με το σύνθημα για «περισσότερη Ευρώπη» και τις φωνές για ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του υπερεθνικού επιπέδου. Ο συντηρητισμός, αντίθετα, απορρίπτει αυτήν την λύση καθώς απομακρύνει τους πολιτικούς φορείς από τον έλεγχο και την λογοδοσία προς τις διαφορετικές πολιτικές κοινότητες οι οποίες και αποτελούν τους μοναδικούς φορείς πολιτικής νομιμοποίησης.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ευρώπη είναι άχρηστη. Όπως ο Ντε Γκωλ ή η Θάτσερ, έτσι και ένας ςς συντηρητικός σήμερα οφείλει να προσεγγίσει την Ευρώπη ως ευκαιρία για την δημιουργία των συνθηκών εκείνων που θα επιτρέψουν την εκπλήρωση του πολιτικού του προγράμματος σε εθνικό επίπεδο. Στην σημερινή συγκυρία, ο συντηρητικός νιώθει σαφώς και την ευθύνη διάσωσης των κεκτημένων της συνεργασίας και της ειρήνης στην ευρωπαϊκή ήπειρο—σημαντικά επιτεύγματα που οι αστοχίες της ΕΕ και η θλιβερή εικόνα των σημερινών ελίτ της δεν μπορούν να μειώσουν. Η Ευρώπη εξακολουθεί να είναι, δυνητικά, ένα σημαντικό δίχτυ προστασίας από τις πιέσεις της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, και μέσα σε μια τέτοια Ευρώπη οι εθνικές κοινότητες μπορούν να ξαναβρούν την αυτονομία δράσης τους—και η δυνατότητα δημοκρατικής επιλογής να αποκτήσει ξανά νόημα. Σε αυτήν την βάση, μια συντηρητική ατζέντα πολιτικής μεταρρύθμισης στην Ευρώπη θα μπορούσε να περιλαμβάνει προτάσεις σε δυο βασικούς άξονες: τον «επαναπατρισμό» εξουσιών στο εθνικό επίπεδο, και την δημιουργία στιβαρών μηχανισμών δημοκρατικού ελέγχου διαμέσου της εθνικής αλυσίδας λογοδοσίας των αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν προτάσεις όπως η μείωση της έντασης και της συχνότητας των ελέγχων των εθνικών προϋπολογισμών από την Επιτροπή, καθώς και ο τερματισμός εγχειρημάτων να αποκτήσει αυτή τα χαρακτηριστικά «κυβέρνησης». Η Επιτροπή δεν πρέπει να είναι τίποτα παραπάνω από το Whitehall της Ευρώπης, μια γραφειοκρατία υψηλοτάτου επιπέδου που όμως ρυθμίζει και νομοθετεί με βάση πολιτικές αποφάσεις που έχουν ληφθεί συλλογικά από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν προτάσεις όπως η δημιουργία μιας Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης της Ευρωζώνης αποτελούμενης από μέλη των εθνικών κοινοβουλίων, με σκοπό τον αποτελεσματικότερο έλεγχο και λογοδοσία αποφάσεων που λαμβάνονται στην Ευρωζώνη προς πολιτικούς που έχουν εκλεγεί σε εθνικό επίπεδο και εκπροσωπούν τους Ευρωπαίους πολίτες όχι απλά σαν μονάδες (η φαντασίωση πάνω στην οποία εδράζεται η ανύπαρκτη νομιμοποίηση του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου), αλλά σαν μέλη διαφορετικών πολιτικών-εθνικών κοινοτήτων (είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι αυτή η πρόταση πρωτοκατατέθηκε στον δημόσιο διάλογο από μια ομάδα προοδευτικών οικονομολόγων, μεταξύ των οποίων ο διάσημος πλέον Τομά Πικετύ).

Το ζήτημα της δημοκρατίας στην ενωμένη Ευρώπη αποκτά επιπλέον σημασία για την Ελλάδα, η οποία αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα χώρας μειωμένης κυριαρχίας και περιορισμού των δημοκρατικών εναλλακτικών της. Όπως άλλωστε γίνεται εμφανές την ώρα που γράφονται αυτές οι γράμμες (ελάχιστες ημέρες πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015), το ίδιο το δικαίωμα του ελληνικού λαού να λαμβάνει με στοιχειώδη ελευθερία αποφάσεις για το μέλλον του τίθεται εν αμφιβόλω εν όψει των πιέσεων των αγορών, τις οποίες η ΕΕ σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζει (αν δεν τις αυξάνει κιόλας, αφού οι οικονομικοί περιορισμοί διαπλέκονται και ενισχύονται από το παράλληλο ερώτημα του γεωστρατηγικού προσανατολισμού της χώρας, αν δηλαδή θα «παραμείνει στην Ευρώπη»). Αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη και επαχθέστερη συνέπεια της κρίσης—η οποία, κατά τρόπο ειρωνικό αλλά εξαιρετικά εύστοχο, σηματοδοτεί το πραγματικό τέλος της Μεταπολίτευσης, το καθεστώς της οποίας επαγγελόταν κατεξοχήν «πραγματική δημοκρατία» μακριά από «ξένες εξαρτήσεις». Δεν είναι τυχαίο δε ότι η απουσία πολιτικής δύναμης στην κεντρική πολιτική σκηνή η οποία να κομίζει στοιχειωδώς συγκροτημένη συντηρητική σκέψη συμπίπτει με την πλήρη αδυναμία ανάδειξης αυτής ακριβώς της διάστασης της κρίσης από το σημερινό πολιτικό σύστημα. Η Αριστερά επικεντρώνεται στις υλικές-οικονομικές διαστάσεις της κρίσης, οι οποίες βέβια είναι σίγουρα σημαντικές, και η «αντιμνημονιακή» δεξιά περιορίζεται στο να ηλεκτρίζει ανορθολογικά αισθήματα ξενοφοβίας και σωβινισμού έναντι της Ευρώπης. Ακόμα όμως και αυτό που πολλοί υποστηρικτές των προγραμμάτων δανεισμού και μεταρρυθμίσεων θεωρούν ως απαραίτητο για την έξοδο της χώρας από την κρίση—την διατύπωση ενός πραγματικά εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου—προϋποθέτει μια διαδικασία δημοκρατικής συζήτησης και πολιτικής/εκλογικής έγκρισης των επόμενων βημάτων. Αν κάτι δίδαξε η παρούσα κρίση, αυτό είναι ότι οικονομικές θυσίες εν τη απουσία δημοκρατικής νομιμοποίησης υπό το καθεστώς τρόμου είναι απλά νερό που χύνεται σε βαρέλι δίχως πάτο. Στην παρούσα συγκυρία ο ελληνικός συντηρητισμός δεν απορρίπτει την ιδέα της οικονομικής και θεσμικής μεταρρύθμισης στην χώρα. Ακριβώς το αντίθετο! Αλλά στέκεται με εξαιρετική επιφύλαξη μπροστά στην προοπτική, η κατάρτιση ενός (ακόμα) προγράμματος να γίνει ερήμην των αναγκών και των συγκεκριμένων συνθηκών που επικρατούν στην ελληνική οικονομία και κοινωνία._

 

Μια συντηρητική πολιτική δύναμη στην Ελλάδα λοιπόν θα έβλεπε τις σχέσεις με την Ευρώπη μέσα από το πρίσμα των συμφερόντων και αναγκών της χώρας – σε ένα γενικότερο επίπεδο, αυτές αφορούν και την προστασία της ικανότητας της πολιτικής κοινότητας των Ελλήνων να αποφασίζουν για τα του οίκου τους όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητα από διεθνείς οικονομικές και πολιτικές πιέσεις. Στο σημείο κατά το οποίο η σημερινή ΕΕ δεν προστατεύει την Ελλάδα από τέτοιες πιέσεις, ο Ελληνικός συντηρητισμός δεν μπορεί παρά να υιοθετεί μια σκεπτική στάση μπροστά στην Ευρώπη. Οφείλει όμως και να πάει ένα βήμα παραπέρα, πέρα από την στείρα αντίδραση της ακροδεξιάς και τον υλιστικό λαϊκισμό της Αριστεράς. Η Ευρώπη δεν μπορεί να αγνοηθεί, ειδικά εφόσον μια διαφορετική Ευρώπη (της οποίας κάποια στοιχεία ενδεχομένως αναδύονται σήμερα) μπορεί να αποτελέσει δίοδο για την πραγμάτωση πολλών εκ των στόχων του συντηρητισμού. Ο Ελληνικός συντηρητισμός μπορεί να δει την Ευρώπη σαν μέσο και όχι σαν σκοπό, όχι σαν απειλή αλλά σαν ευκαιρία. Αυτό είναι θεμελιωδώς διαφορετικό από τον άνευ όρων «Ευρωπαϊσμό» της σημερινής κεντροδεξιάς στην Ελλάδα, ο οποίος χρησιμοποιείται πότε σαν αναπλήρωση απόντος ιδεολογικού στίγματος, πότε σαν «ρεζέρβα» πολιτικής, και πότε σαν δικαιολογία μη δημοφιλών αποφάσεων. Αν η βασική πρόκληση σε μια εποχή κρίσης της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας δεν είναι τόσο η οικονομική υποχώρηση όσο κάτι πολύ πιο θεμελιώδες, η πολιτική και δημοκρατική υπόσταση ανεξάρτητων πολιτικών κοινοτήτων (κάτι που στην Ελλάδα το βιώνουμε πιο έντονα από οπουδήποτε αλλού), ο πραγματισμός και η μετριοπάθεια του Ελληνικού συντηρητισμού σε ό,τι αφορά τις προτεραιότητες του Ελληνισμού και τις σχέσεις με την Ευρώπη συνθέτουν το περίγραμμα μιας εξαιρετικά επίκαιρης και αξιόπιστης πολιτικής πρότασης._

 

http://conservatives.gr/2015/01/24/554-2/

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.