Από την 25η Ιανουαρίου και την εκλογή του Σύριζα γινόμαστε αυτόπτες μάρτυρες της σταδιακής και συστηματικής αποδόμησης της θεωρίας ότι υπήρχε έτερος, εναλλακτικός, λιγότερο επώδυνος δρόμος εντός της Ευρωζώνης.
Η λεγόμενη (κατ’ ευφημισμόν) στροφή της συγκυβέρνησης προς το ρεαλισμό είναι αποσπασματική και περιορισμένη, υπό την έννοια ότι λόγω ενδεχόμενου πολιτικού κόστους, από τους μεν μετριοπαθείς να επιχειρείται να ‘βαπτιστεί το κρέας ψάρι’ ούτως ώστε να πείσουν το πολιτικό ακροατήριο αλλά και τους πιο ριζοσπαστικούς κύκλους των κομμάτων τους ότι το Μνημόνιο τελείωσε, από τους δε τελευταίους, ορκισμένους και ειλικρινείς αντιμνημονιακούς, καίτοι γίνεται σωστή και ρεαλιστική ανάγνωση της Συμφωνίας (άρα δεν βαπτίζουν το κρέας ψάρι), υπάρχει μία θεώρηση ότι ακόμα υπάρχει έτερος δρόμος, κυρίως μέσω της μη τήρησης των δεσμεύσεων. Άλλωστε πολλοί από αυτούς ήταν και είναι θιασώτες της ρήξης με την Ευρώπη. Η αποτύπωση αυτής της κατάστασης κρύβει κινδύνους αλλά και ευκαιρίες για την επόμενη μέρα, με μοναδικό γνώμονα το Εθνικά ωφέλιμο κι όχι την κομματική μικροπολιτική.
Είναι αλήθεια ότι ο πολιτικός χρόνος των εκλογών (το timing) ήταν κακός. Σε μία κρίσιμη καμπή στην προσπάθεια της χώρας, με την τελική αξιολόγηση – τέλος του Μνημονίου 2 – εν εκκρεμότητι, τα θεσμικά ατοπήματα σχετικά με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και η προεκλογική περίοδος (που δυστυχώς θεωρώ πως ακόμη συνεχίζεται) έχουν φέρει τα κρατικά ταμεία και τη χώρα σε άκρως προβληματική κατάσταση. Όμως ουδέν κακόν αμιγές καλού: οι εκλογές ήταν τελικά απαραίτητες. Η οικονομική εξόντωση της κοινωνίας, η αγανάκτηση του κόσμου, κι η μεταρρυθμιστική κόπωση (των μεταρρυθμίσεων που δεν έγιναν!) απαιτούσαν μία νέα σελίδα που θα αναπτέρωνε το ηθικό του λαού. Εν τούτοις, σε τέτοιες περιόδους και καταστάσεις ο πολιτικός χρόνος δε συντονίζεται με τον φυσικό αλλά συμπυκνώνεται με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καθόλου καιρός για χάσιμο. Κι όμως, όπως μας έχουν συνηθίσει, οι Έλληνες πολιτικοί ασχολούνται περισσότερο με το επικοινωνιακό ‘μασάζ’ στις κοινοβουλευτικές τους ομάδες και στα κομματικά ακροατήρια, παρά με την υπεύθυνη διακυβέρνηση (και αντιπολίτευση) της χώρας.
Η Συμφωνία κι οι δεσμεύσεις (ιδιαίτερα τώρα που είναι φανερό πως δεν άλλαξαν και πολλά) πρέπει να εφαρμοστούν άμεσα, ομόθυμα και δίκαια. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει άλλος δρόμος εντός Ευρώ (και δεν είμαστε προετοιμασμένοι για έξοδο από αυτό) οφείλουμε να προχωρήσουμε ως Έθνος στην εξυπηρέτηση αυτού του στρατηγικού σκοπού ακόμα κι αν έχουμε τις ενστάσεις μας. Κι όποτε οι Έλληνες ενωνόμασταν προς έναν κοινό σκοπό, πάντοτε επιτυγχάναμε. Αφού λοιπόν συμφωνηθεί και τεθεί ξεκάθαρα αυτός ο Εθνικός πλέον σκοπός και οι βασικές αρχές του (ίσως και με σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), τα κόμματα οφείλουν να εκκαθαρίσουν στο εσωτερικό τους την ήρα από το στάρι και να στρατεύσουν τις δυνάμεις που είναι έτοιμες να εργαστούν προς το σκοπό αυτόν. Μετά από πέντε χρόνια θυσιών πρέπει να εφορμήσουμε προς τα εμπρός, όχι προς τα πίσω.
Η Κυβέρνηση, αξιοποιώντας την προς το παρόν μεγάλη δημοτικότητα που απολαμβάνει, πρέπει να ξεκαθαρίσει στον λαό (κάνοντάς τον κοινωνό και συμπαραστάτη) ότι αυτή η Συμφωνία είναι μονόδρομος, οφείλει να γίνει σεβαστή και να εφαρμοστεί τάχιστα, μήπως και γλυτώσουμε τις παλινωδίες των περασμένων πέντε ετών και εξέλθουμε από την επιτήρηση μία ώρα αρχύτερα. Το μήνυμα πρέπει να είναι τόσο ευδιάκριτο που πρέπει να δοθεί πρώτα απ’ όλα στο εσωτερικό της. Από τη στιγμή που επετεύχθη έστω κι αυτή η Συμφωνία, πρέπει να διατηρήσει στις τάξεις της μόνον όσους είναι έτοιμοι να δεσμευτούν από αυτήν και είναι διατεθειμένοι να την εξυπηρετήσουν. Όσοι θεωρούν ότι η ‘δημιουργική ασάφεια’ των κειμένων είναι παράθυρο για ‘παπατζιλίκια’ και ‘κρυφτούλι’ με τους κουτόφραγκους των ‘θεσμών’ είναι τη δεδομένη στιγμή επικίνδυνοι για τη χώρα. Τέτοιες νοοτροπίες συνετέλεσαν στο να βρεθούμε σε αυτήν την κατάσταση και να μην μπορούμε και να βγούμε από αυτήν! Επ’ ουδενί δεν πρέπει η ηγεσία της Κυβέρνησης που τάσσεται υπέρ της συγκεκριμένης Συμφωνίας να μπει σε δοσοληψίες και παζάρια με τους ενδοκυβερνητικούς αντιφρονούντες με αποτέλεσμα αμοιβαίες υποχωρήσεις και παραχωρήσεις που μπορεί να έχουν αντίκτυπο σε θέματα όπως η παιδεία, η λαθρομετανάστευση κτλ.
Η Αντιπολίτευση από την άλλη πλευρά οφείλει να στηρίξει με κάθε μέσο και σε όλα τα όργανα (Ευρωπαϊκά κι Ελληνικά) την Εθνική προσπάθεια, προβαίνοντας στη δέουσα, όχι όμως την κοντόφθαλμη μικροκομματική, κριτική. Όποιος λόγω προσωπικών πικριών του παρελθόντος ή λόγω πολιτικής διαφωνίας δεν επιθυμεί ή δεν μπορεί να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο εγχείρημα, καλύτερο θα είναι να σιωπήσει. Την ώρα που ο λαός θέλει ευρύτερη συναίνεση και συστράτευση, τέτοιες παλαιοκομματικές νοοτροπίες είναι ξεπερασμένες.
Είναι λοιπόν η απόλυτη ευκαιρία να προχωρήσουμε στην Εθνική Συμφιλίωση μετά από αυτά τα χρόνια του έντονου μνημονιακού διχασμού χωρίς επικοινωνιακά πυροτεχνήματα εντυπωσιασμού και μικροπολιτικής αντεκδίκησης. Δεν πρέπει να αφήσουμε ούτε μία μέρα να πάει χαμένη. Η Ελλάδα δεν πρέπει να γυρίσει στην εσωστρέφεια και στα μικροκομματικά παιχνίδια. Δεν πρέπει να διχαστεί ξανά χρησιμοποιώντας αυτήν τη φορά το δίπολο ‘λιγότερο / περισσότερο μνημονιακός και υποταγμένος’, αντικαθιστώντας το ‘μνημονιακός / αντιμνημονιακός’ το ‘προδότης, γερμανοτσολιάς / Σαμουήλ στο Κούγκι’ κτλ.
Αν υπάρξει ομοθυμία και αραγές Εθνικό μέτωπο, κάθε διαπραγμάτευση με τους δανειστές γίνεται αποτελεσματικότερη, πολλώ δε μάλλον αν καταλαβαίνουν κι οι ίδιοι πως υπάρχει η βούληση για εφαρμογή των δεσμεύσεων. Αν όμως δεν υπάρξει, το Μνημόνιο 3 με επαχθέστερους όρους και τα νέα σενάρια για Grexit δεν αργούν. Ο Μάιος είναι πολύ κοντά (ίσως και πολύ μακριά). Και οι επόμενες εκλογές θα γίνουν πολύ συντομότερα του αναμενομένου με το κυρίαρχο ‘αφήγημα’ να είναι πως υπάρχει έτερος δρόμος πέρα από μία απλή εναλλαγή διαχειριστών των μνημονίων αλλά το πραγματικό δίλημμα αυτή τη φορά να είναι Ευρώ ή Δραχμή.
Βασίλειος Αδαμίδης