Το Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής δημοσιεύει το μελέτημα του εταίρου του ΙΝΣΠΟΛ Δρ. Άγγελου Χρυσόγελου (βιογραφικό) με θέμα:
*
Τα υπαρξιακά ρήγματα της (κεντρο)Δεξιάς
στην Ελλάδα σήμερα:
λαϊκό ή αστικό, ανατολή ή δύση, μνημόνιο ή αντιμνημόνιο
*
Το μελέτημα είναι διαθέσιμο σε μορφή PDF:
Τα υπαρξιακά ρήγματα της (κεντρο)Δεξιάς
στην Ελλάδα σήμερα:
λαϊκό ή αστικό, ανατολή ή δύση, μνημόνιο ή αντιμνημόνιο
Οι εκλογές του Ιανουαρίου 2015 και οι πολιτικές εξελίξεις έκτοτε επιβεβαιώνουν τον εδώ και καιρό συντελεσμένο διχασμό—κομματικό, κοινωνικό, ιδεολογικό—της Δεξιάς παράταξης πάνω στο ζήτημα της λιτότητας και των σχέσεων με την Ευρώπη, ζητήματα που σχηματικά στον δημόσιο διάλογο συμπυκνώνονται στον όρο «μνημόνιο».
Πρόκειται για μια πραγματικά ιστορική εξέλιξη. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, η Δεξιά κυριαρχείται από ένα μεγάλο κόμμα πρακτικά συνώνυμο με παράταξη: πρώτα ο Συναγερμός, μετά η ΕΡΕ, κατόπιν η Νέα Δημοκρατία. Τα όποια ρήγματα και διασπάσεις σε αυτήν την μακρά περίοδο αφορούσαν συνήθως σε προσωπικά εγχειρήματα και αποχωρήσεις και κατέληγαν τις περισσότερες φορές σε αποτυχία και επανένταξη στο κόμμα-κορμό (το «μαντρί» της προσφιλούς έκφρασης). Ακόμα σημαντικότερο όμως είναι το γεγονός ότι ελάχιστες φορές σε αυτήν την περίοδο οι διασπάσεις αφορούσαν σε θεμελιώδεις διαφορές όσον αφορά τους βασικούς στόχους και θεμελιώδεις προσανατολισμούς της παράταξης.
Η μοναδική φορά που δυο διαφορετικά κόμματα της Δεξιάς εξέφρασαν ριζικά αντιθετικές προτάσεις ήταν μάλλον οι εκλογές του 1977, όταν η «Εθνική Παράταξη» εξέφρασε την αντίθεση μιας σημαντικής μειονότητας μέσα στην Δεξιά στις επιλογές του Κωνσταντίνου Καραμανλή σχετικά με την μετάβαση από την δικτατορία. Ακόμα και ο ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη εξέφρασε περισσότερο μια εντονότερη εκδοχή αρχών και ιδεών που η ΝΔ (ισχυριζόταν ότι) αποδεχόταν, ιδιαίτερα σε θέματα ταυτότητας και αξιών, παρά ριζικά διαφορετικές ιδέες. Σε αντίθεση με την από το 1968 βαθιά διασπασμένη Αριστερά, αλλά και αυτό ακόμα το ΠΑΣΟΚ που για χρόνια αντιμετώπισε την θεμελιώδη και υπαρξιακή διάσταση μεταξύ «εκσυγχρονιστών» και «παπανδρεϊκών», η Δεξιά είχε επιδείξει για εξήντα χρόνια μια αξιοθαύμαστη εσωτερική ενότητα πάνω σε βασικά σημεία όπως ο διεθνής προσανατολισμός της χώρας, η θεσμική και πολιτειακή οργάνωση του κράτους, και η μορφή των οικονομικών σχέσεων και παραγωγής. Οι όποιες διαφοροποιήσεις (αν δεν αφορούσαν απλά προσωπικές και αρχηγικές ατζέντες και ανταγωνισμούς) δεν ήταν κάτι παραπάνω από διαφορετικές αποχρώσεις πάνω στο ίδιο μοτίβο.
Αυτή η εσωτερική ενότητα διασαλεύτηκε θανάσιμα με την έλευση της οικονομικής κρίσης και του μνημονίου. Οι αλλεπάλληλες διαφωνίες και διαστάσεις αρχικά (εκλογές Μαΐου 2012) διέσπασαν κομματικά την Δεξιά σε όλα τα συνιστώντα κομμάτια της (φιλελεύθερο, συντηρητικό, λαϊκιστικό, ακραίο). Κατόπιν (από τον Μάιο στον Ιούνιο του 2012) αυτά τελικά συσπειρώθηκαν κατά μήκος της βασικής διαχωριστικής γραμμής που τέμνει όλο το κομματικό σύστημα: το ρήγμα μεταξύ «μνημονίου» και «αντιμνημονίου». Τόσο οι εκλογές του 2012 όσο και εκείνες του 2015 κατέδειξαν ότι, πρώτον, το πάλαι ποτέ κόμμα-παράταξη (ΝΔ) απολαμβάνει πλέον πολύ περιορισμένη πρωτοκαθεδρία μέσα στην Δεξιά σε σχέση με το παρελθόν, και ότι, δεύτερον και κυριότερο, η Δεξιά τέμνεται από ένα υπαρξιακό ρήγμα που θέτει εν αμφιβόλω την ίδια την υπόστασή της ως πολιτικής ταυτότητας. Πραγματικά, η διάσταση μεταξύ της ΝΔ και των αντιμνημονιακών κομμάτων της Δεξιάς (ΑΝΕΛ, ΧΑ) δεν αφορά μόνο διαφορετικές πολιτικές θέσεις αλλά εκφράζει διαφορετικές αξιακές, ταξικές, ηλικιακές κ.λπ. αναφορές. Η κρίση ούτε λίγο ούτε πολύ ανέδειξε τον διχασμό της Δεξιάς μεταξύ δυο διαφορετικών κόσμων, και η συμμετοχή των ΑΝΕΛ σε μια κυβέρνηση της οποίας η ΝΔ συνιστά την αξιωματική αντιπολίτευση επικυρώνει και πρακτικά αυτόν τον διχασμό.
Με την ΝΔ να διατηρεί παρ’ όλα ταύτα την θέση της ως ένας βασικός πυλώνας του κομματικού συστήματος (σε αντίθεση με τον παλαιό αντίπαλο, το ΠΑΣΟΚ, που καταβαραθρώθηκε) και τους ΑΝΕΛ σε ρόλο κυβερνητικού εταίρου, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η Δεξιά διατηρεί την σημασία της μέσα στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας. Στην πραγματικότητα όμως, η Δεξιά πλήρωσε ίσως περισσότερο από τις άλλες δυο παρατάξεις το τίμημα της κρίσης. Η Αριστερά προφανώς ωφελήθηκε καίρια από την ικανότητά της να εμφανιστεί ως ο πιο αξιόπιστος φορέας του «αντιμνημονίου». Η Κεντροαριστερά από την άλλη υπήρξε ο μεγαλύτερος χαμένος σε ότι αφορά την εκλογική της επιρροή. Αλλά ακόμα και αυτή η συρρικνωμένη και διασπασμένη Κεντροαριστερά διατηρεί τουλάχιστον μια συνέπεια σε ότι αφορά το ζήτημα της Ευρώπης και των μεταρρυθμίσεων που εγγυάται σε κάποιο ποσοστό την αυτοτέλειά της ως ξεχωριστής πολιτικής ταυτότητας. Στην περίπτωση της Δεξιάς αυτή η συνέπεια και εσωτερική συνέχεια έχει θρυμματιστεί καίρια—και για αυτόν τον λόγο και αυτή ακόμα η υπόστασή της τίθεται εν αμφιβόλω.
Το ζήτημα της Ευρώπης, της λιτότητας και των μεταρρυθμίσεων είναι προφανώς η πρωταρχική αιτία για την υπαρξιακή διάσπαση της Δεξιάς. Αλλά το μνημόνιο υπήρξε καταλύτης και αποκρυστάλλωσε και ένα βαθύτερο ρήγμα που διαπερνούσε την ελληνική κοινωνία και το οποίο οι περισσότεροι διαισθάνονταν αλλά ποτέ δεν είχε εκφραστεί ξεκάθαρα με κομματικούς όρους. Σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για το ρήγμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης ή, όπως το έχουμε αποκαλέσει αλλού, μεταξύ λαϊκότητας και αστικότητας. Σήμερα έχει καταστεί πια σαφές ότι το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων και των σχέσεων με την Ευρώπη πιέζει τον Ελληνισμό να ξεκαθαρίσει τον διεθνή προσανατολισμό του και να διατυπώσει ένα συγκεκριμένο όραμα για την οργάνωση των θεσμών, της οικονομίας και της σχέσης μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Η Ελλάδα καλείται ουσιαστικά, υπό συνθήκες ασφυκτικές, να επιλύσει το ζήτημα του «πολιτιστικού δυϊσμού» της—και όπως φαίνεται, η Δεξιά δεν είναι σε θέση να προσφέρει μια συνεκτική απάντηση σε αυτό το πιεστικό δίλημμα. Αντίθετα, με την εικόνα ρήξης μεταξύ αστικότητας και λαϊκότητας που δίνει, η Δεξιά προσφέρει το πιο απτό παράδειγμα αυτού του πολιτιστικού ρήγματος που διατρέχει όλη την ελληνική κοινωνία.
Για την Δεξιά αυτή είναι μια ιδιαίτερα οδυνηρή διαπίστωση. Πραγματικά, η εσωτερική συνοχή της Δεξιάς πάνω στα καίρια και θεμελιώδη ζητήματα της ελληνικής πολιτικής στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, καθώς και η πολιτική της κυριαρχία (ιδιαίτερα στο πρώτο μισό της εξηνταετούς περιόδου που εγκαινιάστηκε με την δημιουργία του ελληνικού Συναγερμού στις αρχές της δεκαετίας του ’50), βασίστηκαν ακριβώς στην ικανότητά της να λειτουργεί ως ένας χώρος σύνθεσης και συγκερασμού των δυο φύσεων του νέου Ελληνισμού. Στο μέτρο κατά το οποίο κατόρθωνε να συμφιλιώνει αυτήν την εσωτερική πολιτιστική διάσταση, η Δεξιά δεν αποτελούσε μόνο μια πρωτεύουσα πολιτική δύναμη, αλλά έπαιζε και έναν καίριο ιστορικό ρόλο, αποτελώντας τον εγγυητή της δυτικής και ευρωπαϊκής προσήλωσης της χώρας, αλλά και συγκεράζοντας και συμφιλιώνοντάς την, παράλληλα με την ιστορική συνέχεια και τα κεντρικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά του Ελληνισμού. Για αυτόν τον λόγο η διάσπαση της Δεξιάς στα χρόνια του μνημονίου δεν αποτελεί μόνο μια καίρια εξέλιξη για μια από τις πολιτικές παρατάξεις του εγχώριου πολιτικού συστήματος, αλλά σηματοδοτεί ότι ο συγκερασμός και υπέρβαση του πολιτιστικού δυϊσμού του Ελληνισμού είναι εξαιρετικά δύσκολος, με απρόβλεπτες συνέπειες για την συνοχή του ελληνικού πολιτικού σώματος. Και η προσπάθεια επανασυγκόλλησης και επανασύστασης της πολιτικής ταυτότητας της Δεξιάς δεν αφορά μόνο στο δικό της μέλλον, αλλά κυρίως στην δημιουργία μιας πολιτικής πρότασης που θα προσφέρει τα εχέγγυα για να ξεπεραστεί ο νοσηρός διχασμός της ελληνικής κοινωνίας τα χρόνια της κρίσης.
Ας ξεκινήσουμε από την λογική των «μνημονιακών» και «αντιμνημονιακών» επιχειρημάτων που εκκινούν από την Δεξιά. Όπως και άλλα κεντροδεξιά κόμματα που αντιμετώπισαν το ζήτημα της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη (τόσο σε κράτη-δανειστές όσο και σε κράτη-δανειζόμενους), η ΝΔ αντιμετώπισε εξ αρχής δυο αντιτιθέμενα προτάγματα, τα οποία μέχρι τότε συγκροτούσαν σε λίγο-πολύ αρμονική συνύπαρξη την ιδεολογική ταυτότητά της. Από την μια μεριά η ελληνική και ευρωπαϊκή κεντροδεξιά ακολουθούσε το πρόταγμα της φιλελεύθερης οικονομικής μεταρρύθμισης, της δημιουργίας ενός αποτελεσματικού και ουδέτερου (έναντι κοινωνικών ομάδων και δρώντων της αγοράς) κράτους, και την συνακόλουθη πρόσδεση στην Ευρώπη ως εγγυητή αυτών των μεταρρυθμίσεων. Από την άλλη μεριά ήταν το πρόταγμα της προστασίας και προώθησης κάποιων βασικών αξιών και στοιχείων της εθνικής ταυτότητας (ιδιαίτερα σε ζητήματα μετανάστευσης, ασφάλειας και κοινωνικής πολιτικής) μέσα σε μια ενωμένη Ευρώπη και έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Τόσο οι οικονομικοί-θεσμικοί όσο και οι αξιακοί-ταυτοτικοί στόχοι της κεντροδεξιάς ήταν σε μεγάλο βαθμό αμοιβαία συμβατοί (ή τουλάχιστον ουδέτεροι), και μέσα σε αυτό το ιδεολογικό σύστημα η προστασία κάποιων βασικών στοιχείων του έθνους-κράτους παρουσιαζόταν ως κατά βάση σύμφωνη με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (όσο αυτή περιοριζόταν κυρίως σε οικονομικά ζητήματα).
Αυτή η σύζευξη επέτρεψε στην ευρωπαϊκή κεντροδεξιά να κυριαρχήσει από το 2000 και μετά, κάτι το οποίο τελικά έλαβε χώρα και στην Ελλάδα (με κάποια καθυστέρηση). Με την οικονομική κρίση όμως αυτή η αρμονία μεταξύ των δυο πυλώνων της κεντροδεξιάς μετατράπηκε σε δίλημμα: η οικονομική μεταρρύθμιση (υπό αυστηρή επιτήρηση από υπερεθνικούς θεσμούς) και η αναγκαία επιτάχυνση της υπερεθνικής οικονομικής ολοκλήρωσης στην Ευρωζώνη έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το αίσθημα εθνικής κυριαρχίας και αυτοτέλειας που καλλιεργούσε η κεντροδεξιά μέχρι πρόσφατα. Σε μια χώρα μάλιστα που πρέπει να εφαρμόσει έξωθεν επιβαλλόμενη λιτότητα, η εσωτερική αρμονία του κεντροδεξιού αφηγήματος καταρρέει και η Ευρώπη και οι μεταρρυθμίσεις από την μια και το αίσθημα εθνικής αυτοτέλειας από την άλλη συγκροτούν πλέον ένα όχι συμβατό αλλά διαζευκτικό σύστημα—με την ίδια λογική το ίδιο δίλημμα αντιμετωπίζει η κεντροδεξιά σε χώρες-δανειστές, όπου πρέπει να δικαιολογήσει την παροχή δανείων σε άλλες χώρες. Στην Ελλάδα, διάφοροι συγκυριακοί παράγοντες αλλά και το βάθος της οικονομικής κρίσης συνετέλεσαν ώστε το κεντροδεξιό δίλημμα να μετατραπεί σε εκλογικό και πολιτικό ρήγμα της Δεξιάς (κάτι το οποίο δεν συνέβη ή συνέβη σε πολύ μικρότερο βαθμό σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες). Τα επιχειρήματα της κάθε πλευράς όμως είναι συγκρίσιμα με αυτά που ακούγονται και σε άλλες χώρες της Ευρώπης: οικονομική μεταρρύθμιση από την μια, εθνική κυριαρχία από την άλλη.
Τα δεξιά «αντιμνημονιακά» επιχειρήματα στην Ελλάδα δεν είναι ίδια με τα αριστερά «αντιμνημονιακά» επιχείρηματα, και το ίδιο ισχύει με τα «μνημονιακά» επιχειρήματα εκατέρωθεν. Όσο και αν διάφοροι προσπαθούν να δημιουργήσουν την εικόνα φυσικών συμμαχιών μεταξύ «λαϊκιστών» (ή «δυνάμεων απαλλαγής») από την μια και «υπεύθυνων δυνάμεων» (ή «προδοτών») από την άλλη, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των μελών αυτών των νεοπαγών στρατοπέδων – όχι απλά ιδεολογικές σε ό,τι αφορά τα λοιπά ζητήματα πολιτικής (π.χ. ζητήματα κοινωνικών αξιών, που διατηρούν πάντα την σημασία τους), αλλά και σε βασικά ζητήματα ερμηνείας και επίλυσης της κρίσης. Στο «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο (που εκφράζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την σημερινή κυβέρνηση) η Αριστερά δίνει πολύ μεγάλη έμφαση στις οικονομικές και ταξικές διαστάσεις της κρίσης, ενώ η Δεξιά επικεντρώνει στο αίσθημα καταρράκωσης της εθνικής αξιοπρέπειας και ανεξαρτησίας λόγω της επιβολής της λιτότητας από την Ευρώπη. Στο «μνημονιακό» στρατόπεδο (που εκφραζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό από την προηγούμενη κυβέρνηση) η Δεξιά επικεντρώνει στην ανάγκη ορθολογικής και απρόσκοπτης λειτουργίας του κράτους και της αγοράς, ενώ η Κεντροαριστερά προτάσσει (είτε ως κομματικός λόγος είτε ως κυρίαρχη διανόηση) την ανάγκη πρόσδεσης με την Δύση ως προϋπόθεση πολιτιστικού (περισσότερο από οικονομικού) εκσυγχρονισμού.
Η προσεκτική ανάλυση των επιχειρημάτων όλων των πλευρών δείχνει ότι, πέραν της συμφωνίας σε αυτό που φέρεται ως βασικό (αποδοχή ή απόρριψη του «μνημονίου»), εμφιλοχωρούν καίριες διαφωνίες τόσο στις προκύπτουσες προτάσεις πολιτικής όσο και, κυρίως, στις αντιλήψεις και αξίες που οδηγούν σε αυτές τις προτάσεις. Όσο και αν οι πάσης αποχρώσεως «αντιμνημονιακοί» συμφωνούν στο ότι η έξωθεν επιβαλλόμενη λιτότητα είναι απαράδεκτη κοινωνικά και εθνικά, η διατύπωση μιας θετικής πολιτικής πρότασης πέραν αυτής της παραδοχής είναι ακόμα ζητούμενο. Αν λάβει κανείς υπόψη του και την ύπαρξη των ανθεκτικών ακραίων συνιστωσών (σταλινικής και νεοναζιστικής κοπής) του «αντιμνημονιακού» στρατοπέδου που αναμένεται να ασκήσουν εκλογικοπολιτική πίεση στους δυο κυβερνητικούς εταίρους όσο ο καιρός θα περνάει και δύσκολες αποφάσεις αναπόφευκτα θα λαμβάνονται, η απρόσκοπτη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη στο μέλλον. Το «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο έχει δώσει αντιφατικές υποσχέσεις για την ικανοποίηση αιτημάτων τόσο κατεστημένων οργανωμένων συμφερόντων (π.χ. συνδικάτα του ευρύτερου δημοσίου τομέα) όσο και μιας ευρείας λαϊκής μάζας με τελείως διαφορετικές ανάγκες (π.χ. μείωση της ανεργίας). Σε πολύ μεγάλο βαθμό, αυτό το χάσμα αναπαράγει την διαφορά μεταξύ των προτεραιοτήτων και της κοινωνικής επιρροής του αριστερού και του δεξιού «αντιμνημονίου» (εν πολλοίς αυτή αναπαράγεται και μέσα στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ πια): οργανωμένες προνομιούχες και καλά δικτυωμένες ομάδες από την μια (στην μεγάλη τους πλειοψηφία συνδεδεμένες με την Αριστερά), ανοργάνωτη λαϊκή μάζα από την άλλη (το βασικό ακροατήριο των Δεξιών «αντιμνημονιακών» κομμάτων).
Το «μνημονιακό» στρατόπεδο είναι εξίσου διχασμένο—αν όχι σε επίπεδο επιλογών της πολιτικής ηγεσίας, πολύ περισσότερο στις προτεραιότητες και τις ιδέες του κόσμου που στηρίζει την εναπομείνασα «μνημονιακή» Δεξιά και Κεντροαριστερά. Σε επίπεδο ηγεσίας και επίσημων θέσεων κομματικών σχηματισμών φαίνεται να επικρατεί μια βασική συμφωνία πάνω στους κύριους άξονες οικονομικής πολιτικής (υπάρχει άλλωστε η πρότερη εμπειρία της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου). Καίριες διαφορές και εκκρεμότητες όμως μεταξύ των «μνημονιακών» συνιστωσών (ή ακριβέστερα μεταξύ της πλατιάς μάζας ψηφοφόρων αυτού του στρατοπέδου, που προέρχεται στο μεγαλύτερο μέρος της από την Δεξιά, και της πολιτικής ηγεσίας του, που είναι μοιρασμένη μεταξύ Δεξιάς και Κεντροαριστεράς) παραμένουν.
Ο ΕΝΦΙΑ, για παράδειγμα, ήταν ένα κατ’ εξοχήν ΠΑΣΟΚικής έμπνευσης και λογικής μέτρο. Δεν ήταν τίποτα άλλο παρά υπερφορολόγηση της μεσαίας ακίνητης ιδιοκτησίας προκειμένου να συντηρηθεί ένα ανορθολογικό κράτος (οικοδομημένο από το ΠΑΣΟΚ φυσικά αλλά και συντηρημένο από την ΝΔ), παρουσιαζόμενη ως «αναγκαίο μέτρο δημοσιονομικού χαρακτήρα». Τις συνέπειες του μέτρου όμως τις πλήρωσε κατ’ εξοχήν η ΝΔ, αφού σε αυτό αποδίδεται η ραγδαία μετακίνηση μεσοαστών ψηφοφόρων από αυτήν κατευθείαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογές. Σε πλείστες όσες περιπτώσεις, η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου λειτούργησε σαν «τροχονόμος» οικείων κατεστημένων συμφερόντων (συντεχνίες, επαγγελματικές ομάδες, οικονομική ολιγαρχία κ.λπ.) εις βάρος της μεσαίας τάξης που, ελλείψει άλλων επιλογών και υπό το κράτος φόβου, την στήριζε. Και βέβαια, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν τόλμησαν να επέμβουν αποφασιστικά στις αμέτρητες περιπτώσεις νόθευσης της λειτουργίας αγορών (ενέργειας, τύπου, κατασκευών κ.ο.κ.) από την δράση μιας ομάδας οικονομικών ολιγαρχών, οι οποίες επέφεραν και πολλαπλάσιες ζημίες για το δημόσιο.
Σε αντίθεση με το «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο, το εσωτερικό χάσμα του «μνημονιακού» στρατοπέδου μεταξύ οργανωμένων συμφερόντων και της πλατιάς μάζας που πληρώνει συνήθως τον λογαριασμό δεν μπορεί να αποτυπωθεί με απόλυτη εγκυρότητα ως διαφοροποίηση μεταξύ ενός κεντροαριστερού και δεξιού πυλώνα. Πρακτικά το χάσμα μεταξύ συντεχνιών και οργανωμένων συμφερόντων από την μια και της υπερφορολογούμενης μεσαίας υπαλληλικής και επιχειρηματικής τάξης από την άλλη αφορά σήμερα πρώτα και κύρια το μεγαλύτερο κόμμα του «μνημονιακού» στρατοπέδου, την ΝΔ, η οποία διατηρεί ακόμα (σε αντίθεση με την Κεντροαριστερά) υπολογίσιμο λαϊκό έρεισμα, αλλά και παρουσιάζει σαφέστατες δεσμεύσεις και εξαρτήσεις από συγκεκριμένα συμφέροντα και οργανωμένες ομάδες. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς ότι η αντίθεση μεταξύ των δυο λογικών (συντεχνιακής και εκσυγχρονιστικής) έχει τις ρίζες της στην κύρια διαχωριστική γραμμή του παλαιού δικομματισμού, όταν η ΝΔ (ισχυριζόταν ότι) αντιπαλευόταν την κυριαρχία επί της λειτουργίας του κράτους και της αγοράς από συμφέροντα (τόσο επιχειρηματικά όσο και συνδικαλιστικά) που σχετίζονταν και αναπαράγονταν μέσα από τον κομματικό μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ. Η προφανής διαπλοκή νεώτερων και παλαιότερων κομματικών εκφράσεων της Κεντροαριστεράς με την οικονομική ολιγαρχία σήμερα αποτελεί υπενθύμιση (ιδιαίτερα στους εναπομείναντες ψηφοφόρους της ΝΔ) αυτού του παλαιού ρήγματος, όπως ανάμνηση αυτού του ρήγματος αποτελεί και η πλήρης αποδοχή εκ μέρους της ΝΔ της ΠΑΣΟΚικής ερμηνείας των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας: υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης για να βγαίνουν τα νούμερα, ενώ παράλληλα παραμελούνται πλήρως οι απαραίτητες θεσμικές και διαρθρωτικές τομές.
Και το «μνημονιακό» στρατόπεδο διατρέχεται από μια θεμελιώδη διαφοροποίηση, η οποία στα μάτια των δεξιών ψηφοφόρων του ιδιαίτερα αναπαράγει την παλαιά αντίθεση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ—άσχετα αν η τελευταία ουδέποτε ανταποκρίθηκε στην πράξη στις προσδοκίες που κατά καιρούς δημιουργούσε για να καταλήξει τελικά σήμερα ως θεματοφύλακας αυτής ακριβώς της ΠΑΣΟΚικής λογικής. Η διάσταση μεταξύ συντεχνιακής και αστικής-εκσυγχρονιστικής «μνημονιακής» λογικής λοιπόν έχει την βάση της στην ιστορική αντιπαλότητα του δικομματισμού (τουλάχιστον έτσι όπως την παρουσίαζαν διαχρονικά οι ηγεσίες της ΝΔ και την αντιλαμβανόταν ο μέσος ψηφοφόρος του κόμματος). Με αυτήν την έννοια είναι και αυτή μια διάσταση (όπως και στο «αντιμημονιακό» στρατόπεδο) μεταξύ Δεξιάς και (κεντρο)Αριστεράς, άσχετα αν σήμερα το ίδιο το κόμμα της Δεξιάς (ΝΔ) έχει απορροφηθεί πλήρως στην λογική που υποτίθεται ότι αντιπαλευόταν. Λόγω αυτού, μέσα στο «μνημονιακό» στρατόπεδο η αντίθεση από οριζόντα (Δεξιά-Αριστερά) γίνεται κάθετη, μεταξύ της ηγεσίας και του κόσμου αυτού του στρατοπέδου. Το μοναδικό που κρατάει τους δυο αυτούς πόλους ενωμένους είναι ο φόβος της εξόδου από την Ευρώπη.
Βλέπουμε λοιπόν ότι, παρά την αδιαμφισβήτητη πολιτική δυναμική των τελευταίων ετών που αναδιέταξε το κομματικό σύστημα, το ίχνος της παλαιάς πολιτικής γεωγραφίας παραμένει μέσα στα νέα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Η παλαιά διάσταση μεταξύ Δεξιάς και (κεντρο)Αριστεράς δεν αφορά μόνο ζητήματα (π.χ. αξιακά) που στην παρούσα συγκυρία έχουν τεθεί στο περιθώριο (αν και ξεκάθαρα διαφοροποιούν τους διαφορετικούς πυλώνες της «μνημονιακής» και της «αντιμνημονιακής» παράταξης και διατηρούν ζωντανές τις επαφές μεταξύ των διχασμένων ιδεολογικών ταυτοτήτων). Αλλά εμπεριέχει και ξεκάθαρες πρακτικές διαστάσεις που άπτονται των πιεστικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία σήμερα. Όσο και αν το «μνημόνιο» έχει αδιαμφισβήτητα διχάσει την Δεξιά, οι ξεχωριστές «δεξιές» προσεγγίσεις τόσο υπέρ όσο και κατά του μνημονίου εμπεριέχουν συγκεκριμένα κοινά στοιχεία που τις διαφοροποιούν εξίσου από τις αντίστοιχες «(κεντρο)Αριστερές». Τόσο στο «αντιμνημονιακό» όσο και στο «μνημονιακό» στρατόπεδο υπάρχει ένα εσωτερικό ρήγμα μεταξύ οργανωμένων και κατεστημένων συμφερόντων και συντεχνιών από την μια, και μιας πλατειάς ανοργάνωτης μάζας (μικροαστικής και αστικής) από την άλλη. Και στις δυο περιπτώσεις, τα αιτήματα της ευρείας μάζας συμπίπτουν (σε επίπεδο προτιμήσεων και απόψεων των ψηφοφόρων περισσότερο παρά επίσημων θέσεων των αντίστοιχων δεξιών κομμάτων) με τον δεξιό πυλώνα του κάθε στρατοπέδου. Παρά το βαθύ και επίπονο ρήγμα του «μνημονίου», επιβιώνει ακόμα μια εσωτερικά συνεπής λογική και ένα σύστημα αιτημάτων που πηγάζει από μια ατζέντα που για χρόνια είχε ταυτιστεί με την Δεξιά και τις προσδοκίες του κόσμου της.
Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτό το ρήγμα που διαπερνά και το «μνημονιακό» και το «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο ως το «ρήγμα της Μεταπολίτευσης»—αυτό που έχει ονομαστεί ως διάσταση μεταξύ των «κερδισμένων» και των «χαμένων της Μεταπολίτευσης». Έχει καταστεί σαφές ότι η μνημονιακή διαχείριση της κρίσης τα τελευταία πέντε χρόνια δεν έκανε τίποτα άλλο από το να εμβαθύνει αυτό το ρήγμα με το να απομυζά πόρους από την ευρεία μάζα των ήδη «χαμένων» προκειμένου να προστατευτούν οι διάφοροι «κερδισμένοι». Δεν έχουμε λόγους να αισιοδοξούμε ότι αυτό το ρήγμα δεν θα κάνει την εμφάνισή του και κατά την διάρκεια της θητείας της νέας «αντιμνημονιακής» κυβέρνησης.
Φυσικά, αυτό το ρήγμα είναι κοινωνικό και ξεπερνά τις ιδεολογικές καταβολές και προτιμήσεις των πολιτών (με άλλα λόγια, υπάρχουν προφανώς και δεξιοί και αριστεροί «χαμένοι» και «κερδισμένοι»). Αν όμως το συνδυάσει κανείς με την ιδεολογική διάσταση της Μεταπολίτευσης (η οποία ευθύνεται εν πολλοίς για την καταστροφική τροπή των πραγμάτων τα τελευταία 35 χρόνια), αν δηλαδή κάποιος αναζήτησει αυτούς που, εκτός από ταξικοκοινωνικά χαμένοι (υπάλληλοι που δεν προστατεύονται από συνδικάτα, μικροί και μεσαίοι ιδιοκτήτες ακινήτων, άνεργοι, νέοι, ο κόσμος της αγοράς που δεν ανήκει σε συντεχνίες και δεν φοροδιαφεύγει) είναι και ιδεολογικά και αξιακά χαμένοι, θα προκύψει σε μεγάλο ποσοστό μια διαταξική συμμαχία που στην βάση της απόρριψης του ιδεολογικού συστήματος της Μεταπολίτευσης ενώνεται γύρω από το αίτημα δίκαιης και ορθολογικής λειτουργίας του κράτους και ρύθμισης της αγοράς. Είναι, με άλλα λόγια, ο κόσμος της Δεξιάς που σήμερα, διασπασμένος, διαχέεται στις διαφορετικές ομαδοποιήσεις που δημιούργησε η κρίση, διατηρώντας όμως την διακριτή του ιδεολογική ταυτότητα, αιτήματα και προτεραιότητες. Αυτές οι προτεραιότητες (λαϊκή στο «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο, αστική-εκσυγχρονιστική στο «μνημονιακό» στρατόπεδο) έχουν περισσότερα κοινά μεταξύ τους παρά με τις αντίστοιχες συντεχνιακές λογικές (στην συντριπτική τους πλειοψηφία κληροδοτήματα και προϊόντα της ΠΑΣΟΚικής συμμαχίας) του κάθε στρατοπέδου.
Λαμβανομένων αυτών υπόψη, τότε η αποτυχία της Δεξιάς στα χρόνια της κρίσης καθίσταται ακόμα εμφανέστερη. Το γεγονός ότι το κύριο κόμμα της Δεξιάς διατήρησε την πρωτεύουσα θέση του στο κομματικό σύστημα, ή ότι ένα άλλο κόμμα της Δεξιάς συγκυβερνά, δεν θα πρέπει να αποκρύπτουν το γεγονός ότι η ξεχωριστή πολιτική ταυτότητα της Δεξιάς έχει διαχυθεί και αποσυντεθεί σε σημείο που να αναρωτιέται κάποιος αν υπάρχει πια «Δεξιά» σήμερα ως διακριτή πολιτική ταυτότητα. Αντίθετα, στα χρόνια της κρίσης η Δεξιά και ο κόσμος της χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο ως καθαρτήριο δομών εξουσίας και συμφερόντων που, αναβαπτιζόμενα είτε ως «αντιμνημονιακές δυνάμεις αντίστασης» είτε ως «υπεύθυνοι φιλοευρωπαϊστές», έχουν παρόλα αυτά κοινή μήτρα στο σύστημα εξουσίας της Μεταπολίτευσης και τον κυρίαρχο κομματικό σχηματισμό του (ΠΑΣΟΚ). Η ΝΔ, ανίκανη να υποστηρίξει θεωρητικά και πρακτικά την αρχική της αρνητική στάση προς το μνημόνιο και προκειμένου να αφήσει πίσω της το εξευτελιστικό αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου του 2012, πρόθυμα ανέλαβε την συνέχιση των πολιτικών του ΠΑΣΟΚ των ετών 2010-2012, βαπτίζοντας ως μεταρρύθμιση μέτρα αποστράγγισης της αγοράς, των μεσαίων στρωμάτων και της ακίνητης ιδιοκτησίας ελλείψει οποιασδήποτε σοβαρής πολιτικής ενάντια στις στρεβλώσεις, την φοροδιαφυγή και την διαπλοκή. Οι ΑΝΕΛ σήμερα από την άλλη πρόθυμα προσφέρουν ένα εθνικοπατριωτικό άλλοθι σε μια κυβέρνηση που σε επίπεδο αξιών βρίσκεται στον αντίποδα και του έθνους και της πατρίδας—ουσιαστικά δεν υπάρχει συν-κυβέρνηση, αλλά δυο ξεχωριστές κυβερνήσεις με μοιρασμένους τομείς εξουσίας, όπου οι ΑΝΕΛ δεν καταλαμβάνουν πάνω από το 10% του συνολικού έργου έτσι κι αλλιώς. Και πίσω από την προμετωπίδα της «αντίστασης», οι γνωστές συντεχνίες και συνδικάτα ανανεώνουν την κυριαρχία τους στα πανεπιστήμια, το δημόσιο και αλλού.
Είναι τέτοια η δυναμική όμως του κομματικού ανταγωνισμού και τέτοιο το βάθος των συνεπειών της κρίσης που ο κόσμος της Δεξιάς προτιμάει να επικεντρώνει στα πεπραγμένα του αντιπάλου («μνημονιακού» ή «αντιμνημονιακού») παρά να αντιμετωπίσει την σκληρή αλήθεια—ότι δηλαδή οι ιδέες και οι αξίες της Δεξιάς απλώς χρησιμοποιούνται για να ξεπλύνουν και να αναβαπτίσουν κατεστημένα συμφέροντα δημιουργημένα στα χρόνια της Μεταπολίτευσης στο όνομα της προόδου και που κυριαρχούν στο κάθε στρατόπεδο. Ένας μετριοπαθής αστός απελπίζεται (δίκαια) για το μέγεθος και την κατάσταση του δημοσίου τομέα, την κυριαρχία των συνδικάτων και την ατιμωρησία αναρχικών και λοιπών παρανομούντων, αλλά αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ότι η αγορά στρεβλώνεται εξίσου από την δράση διαπλεκόμενων επιχειρηματικών συμφερόντων ή ότι μεγάλο μέρος της διανόησης που σήμερα εμφανίζεται ως «φιλοευρωπαϊκή» κάποτε ήταν ο θεματοφύλακας της πολιτικής ορθότητας έναντι φαινομένων (κατ’ αυτήν) «αυταρχισμού», «ξενοφοβίας» και «ρατσισμού». Ένας λαϊκός άνθρωπος με πίστη στην πατρίδα και την εθνική ανεξαρτησία ενοχλείται (επίσης δίκαια) με την αδικία της οικονομικής προσαρμογής, την αύξηση των ανισοτήτων και την εικόνα υποταγής της χώρας στο εξωτερικό, αλλά προτιμάει να αγνοεί ότι οι οικονομικές λύσεις που προτείνει η Αριστερά δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να προστατεύουν τα προνόμια των ήδη προστατευμένων συντεχνιών και συνδικάτων, χωρίς να εξασφαλίζουν ούτε ανάπτυξη ούτε πραγματικά οικουμενικό κοινωνικό κράτος.
Δεν είναι τυχαίο ότι (με κάποιες εξαιρέσεις) ο τόνος σε επίπεδο λόγου και ιδεών δίνεται και στο «μνημονιακό» και στο «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο από μη-δεξιούς και, μέχρι πρόσφατα, συνοδοιπόρους μάλιστα στην «προοδευτική παράταξη». Κάπως έτσι από την μια μεριά η αντίσταση στο μνημόνιο πήρε τον χαρακτήρα «νέου ΕΑΜ» και η στήριξη στις μεταρρυθμίσεις μετετράπη σε πιστοποιητικό ορθολογισμού μην τυχόν και χαρακτηριστεί κάποιος «ψεκασμένος». Τόσο η αυθεντικά αστική όσο και η αυθεντικά πατριωτική διάσταση των δυο στάσεων έναντι του μνημονίου είναι σαφέστατα σε δεύτερο πλάνο. Ο κόσμος της Δεξιάς απλά παρακολουθεί και προσφέρει την ψήφο και την υποστήριξή του στα συμφέροντα και την ιδεολογία της Μεταπολίτευσης που, χωρίς τον κομματικό μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ να λειτουργεί πια ως επιδιαιτητής, βρίσκονται μεν σε αντίθετες πλευρές πλέον αλλά διατηρούν την συλλογική τους κυριαρχία επί της κοινωνίας, της αγοράς και της διανόησης.
Το πώς φτάσαμε ως εδώ είναι λίγο-πολύ εύκολα κατανοητό, και συνδέεται πρωτίστως με την μαλθακότητα, την δειλία και τον καιροσκοπισμό των πολιτικών ελίτ της ελληνικής Δεξιάς—αν όχι ήδη από το 1974, τότε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά σίγουρα. Η εξέλιξη την οποία το παρόν σημείωμα θέλει να προκαλέσει—έναν διάλογο σε πρώτη φάση μεταξύ διαφορετικών τάσεων της Δεξιάς (αστικής και λαϊκής) με απώτερο σκοπό την επανασύσταση και επανανοηματοδότηση του περιεχομένου της Δεξιάς ως πολιτικής ταυτότητας—δεν μπορεί παρά να λάβει χώρα έξω και μακριά από τα στεγανά των υπαρχόντων κομματικών σχηματισμών που εκπροσωπούν τον χώρο. Μακριά από τον αδιέξοδο φανατισμό της Χρυσής Αυγής, μακριά από τον άνευ πρακτικού αντικρίσματος λαϊκισμό των ΑΝΕΛ, και (το βασικότερο!) μακριά από τον παρηκμασμένο κομματισμό και τις εξαρτήσεις της ΝΔ.
Σχετικά με την ΝΔ, είναι απαραίτητο μάλιστα να ξεκαθαριστεί μια παρεξήγηση που εδραιώθηκε λόγω της πολιτείας και ρητορείας της ηγεσίας Σαμαρά. Αν και η ΝΔ τα τελευταία τρία χρόνια όντως άρθρωσε έναν κατά τα φαινόμενα δεξιό λόγο με την μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από την εποχή της ίδρυσής της, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ποιον ρόλο επιτέλεσε αυτή η ρητορεία. Γιατί, προφανώς, άλλο είναι ένα κόμμα να προωθεί τα συμφέροντα των ομάδων που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί με βάση την ρητορεία του, και άλλο είναι αυτή η ρητορεία να λειτουργεί ως τρόπος εγκλωβισμού των ψηφοφόρων του, προκειμένου αυτοί να λειτουργήσουν ως το εκλογικό και νομιμοποιητικό άλλοθι της αναπαραγωγής ενός συστήματος εξουσίας. Η «περήφανη δεξιά» ρητορεία της ηγεσίας Σαμαρά πρέπει να ιδωθεί αποκλειστικά ως το δεύτερο, ένας τρόπος δηλαδή να νομιμοποιηθεί προς τα δεξιά το καρτέλ εξουσίας που επέζησε και αναβαπτίστηκε μέσω της κρίσης. Ένας κομματικός μηχανισμός του οποίου ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης και η επιβίωση συνταυτίζονται με τα συμφέροντα και τους μηχανισμούς που υποτίθεται ότι θέλει να μεταρρυθμίσει και να αντιπαλέψει, προφανώς δεν έχει ρόλο στην διαδικασία αναδιαμόρφωσης της Δεξιάς, όπως την εννοούμε εδώ.
Δυστυχώς πέντε χρόνια κρίσης δεν γίνεται να έχουν αφήσει νοοτροπίες, κοσμοθεωρίες και αντιλήψεις ανεπηρέαστες. Η παρούσα ανάλυση (και έμμεση πρόσκληση) δεν αφορά προφανώς ούτε τον ευρωπαϊστή δεξιό που στα σοβαρά γοητεύεται με τα βαθιά νοήματα του λόγου του Γρηγόρη Ψαριανού και τις selfies του Χάρη Θεοχάρη, ούτε τον πατριώτη δεξιό που μισεί την Μέρκελ και τον Σόιμπλε περισσότερο από όσο αγαπάει τα πανεπιστήμια, τις πόλεις και την εθνική συνοχή της χώρας του. Για όλους τους υπολοίπους, εκκρεμεί ακόμα το καθήκον επανασύστασης της Δεξιάς πέρα από το (υπαρκτό και σημαντικό, αλλά σε τελική ανάλυση στείρο) ρήγμα μεταξύ «μνημονίου» και «αντιμνημονίου». Δεν είναι μόνο ότι αυτό το ρήγμα δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να αναβαπτίσει εκατέρωθεν τα συμφέροντα και τις προνομιούχες ομάδες που εγκαθίδρυσαν τριάντα χρόνια «προοδευτικής» διακυβέρνησης και σαράντα χρόνια «προοδευτικής» νοοτροπίας (διαπλοκή, συνδικάτα, συντεχνίες, κρατικοδίαιτη και ολιγαρχο-δίαιτη διανόηση) εις βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Είναι ότι, έτσι ή αλλιώς, η μοναδική βιώσιμη λύση για το ελληνικό πρόβλημα γενικά μπορεί να προέλθει μόνο από μια πολιτική πρόταση που συνθέτει και ξεπερνάει αυτόν τον διαχωρισμό—και η οποία βεβαίως δεν είναι απαραίτητο να περιοριστεί στην προσέλκυση μόνο ανθρώπων που αυτοχαρακτηρίζονται ως δεξιοί. Πιστεύουμε ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί από μια Δεξιά ενωμένη γύρω από τον στόχο υπέρβασης της Μεταπολίτευσης και όλων των εκφάνσεών της, «μνημονιακών» και «αντιμνημονιακών»._
2 comments
Καταπληκτικό άρθρο, εξαιρετική προσπάθεια, λείπει όμως απ’ ότι βλέπω το ρημάδι το μάρκετινγκ. Που θα πάει όμως, είσαστε στο στενό τον Θερμοπυλών. Αναγκαστικά τα φωτα θα έρθουν πάνω σας.
Μακάρι να έβλεπα και ένα αντίστοιχο προβληματισμό για την αριστερά. Βέβαια ποιός ξέρει. ίσως και να υπάρχει και να έχουν κι αυτοί πρόβλημα μάρκετινγκ 🙂
4200 λέξεις χωρὶς κεντρικὸ νόημα ! Μόνον πού ὁ γενάρχης τῆς σχολῆς τῆς τιποτολόγου κενολογίας, ὁ Φρανσουὰ Μιττεράν, εἶναι καὶ θὰ μείνῃ ἀξεπέραστος.
Στὸ ἱστορικὸ μέρος, εἶναι ἀπολύτως ἀνακριβὲς ὅτι ἡ αὐταποκαλουμένη «δεξιὰ» εἶχε ποτὲ ἑνότητα. Ὅπως καὶ οἱ ἄλλες συμμορίες, πού ὑποδύονται τὰ πολιτικὰ κόμματα στὴν Ἑλλάδα, μόνον σκοπό της εἶχε τὴν νομὴ τῆς ἐξουσίας. Μάλιστα, ἡ μάσσα δὲν ἦταν ἀρκετὰ ἰσχυρὴ συγκολλητικὴ οὐσία καὶ χρειαζόταν κάποια ἐξωτερικὴ παρέμβασις, τῶν Ἀνακτόρων, τῶν ξένων ὥστε νὰ χρισθῇ ὁ ἑκάστοτε ἀρχηγός. Αὐτό, σήμερα λείπει, ὁπότε βλέπουμε τὸ κανονικὸ σκορποχῶρι.
Οἱ δῆθεν ἰδεολογίες, «δεξιᾶς» καὶ «ἀριστερᾶς» εἶναι φερετζέδες εἰσαγωγῆς πού συγκαλύπτουν τὴν πραγματικὴ λειτουργία τῶν αὐταποκαλουμένων πολιτικῶν κομμάτων. να πραγματικὸ πολιτικὸ κόμμα εἶναι χῶρος προβήματισμοῦ καὶ συζητήσεων γιὰ τὰ κοινά, τὰ πολιτικὰ προβλήματα, αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀφοροῦν ὄχι ὡς ἄτομα, ἀλλὰ ὡς μέλη τοῦ σώματος τῆς πολιτείας. Γίνεται ποτὰ συζήτηση γιὰ τέτοια θέματα στὸ ἐσωτερικὸ τῶν κομμάτων ; Καὶ πῶς νὰ γίνῃ, ἀφοῦ ὅσοι προσέρχονται ἐκεῖ προσέρχονται ἀτομικοῦ ὀφέλους ἔνεκα καὶ μόνον ; Συνεπῶς, ἀφοῦ δὲν ἔχουμε πολιτικὸ διάλογο, δὲν ἔχουμε καὶ δημοκρατία μὲ τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο τῆς λέξεως.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ σήμερα ἡ κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ὀρθῶς ἐπιλέγει νὰ στηρίξῃ τὸ πλειοψηφικὸ κομμάτι τῆς κοινωνίας μας, ποὺ εἶναι οἱ μισθοδοτούμενοι ἀπὸ τὸ εὐρύτερο δημόσιο και οἱ συνταξιοῦχοι ; Βάσει τῶν ἐκλογικῶν ἀποτελεσμάτων τῆς τελευταίας τετραετίας, ποσοστὸ τοὐλάχιστον 44% τῶν ψηφοφόρων πιστεύει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ διατηρήσῃ τὸ βιοτικό του ἐπίπεδο συμμετέχοντας στὸν παγκόσμιο καταμερισμὸ τῆς ἐργασίας. Ἔχει δίκιο, ἀφοῦ γιὰ δεκαετίες προετοιμάζουμε ἑαυτοὺς καὶ τὰ παιδιά μας γιὰ θέσεις σφραγιδοθετῶν στὸ εὐρύτερο δημόσιο. Ἔχουμε ἐπενδύσει τὸ ἀνθρώπινο (καὶ τὸ πλεῖστον τοῦ ὑλικοῦ κεφαλαίου μας ἐπίσης) κεφάλαιό μας σὲ λάθος τομεῖς, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀπαξιώσουμε τόσο εὔκολα πλέον. Μὲ τὸ δεδομένο αὐτό, θὰ πρότεινα δύο διεξόδους :
Πρῶτον, GREXIT γιὰ ὅσους ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ μεταναστεύσουν ἤ, τοὐλάχιστον, νὰ κατευθύνουν τὰ παιδιά τους πρὸς τὸ ἐξωτερικό, ὅσο ὑπάρχει άκόμη καιρός.
Δεύτερον, νὰ ὑποστηρίξουν, ὅσοι λίγοι θέλουν κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν στασιμοχρεωκοπία τῶν τελευταίων 195 ἐτῶν καὶ τὴν λειτουργία τοῦ κράτους μας ὡς κράτους-ἐπαίτου, πολιτικὸ πρόγραμμα μέ δύο σημεῖα :
1. Ὅσοι, βάσει ΑΦΜ, θὰ ἔχουν λάβει περισσότερα άπὸ τὸ δημόσιο ταμεῖον ἀπὸ ὅσα ἔδωσαν στὸ χρονικὸ διάστημα άπὸ τὴν ἡμερομηνία τῶν προηγουμένων ἐκλογῶν μέχρι τὴν ἡμερομηνία προκηρύξεως τῶν ἐκλογῶν νὰ ψηφίζουν σὲ χωριστὴ κάλπη, αὐτὴν τῶν «ἀγάδων» καὶ οἱ ὑπόλοιποι σὲ ἄλλη κάλπη, αὐτὴν τῶν «ραγιάδων». Ἔτσι γιὰ νὰ φαίνεται ποιός πληρώνει καὶ ποιός τὰ τρώει.
2. Στὸ εὐρύτερο δημόσιο, ὅπου οἱ «ἄξιοι» εἶναι περισσότεροι άπὸ τὶς διαθέσιμες θέσεις, θὰ ὑπηρετοῦν ἐκ περιτροπῆς, μὲ ἐπιλογὴ τῆς σειρᾶς μὲ κλήρωση, ὅπως στὴν ἀρχαία Ἀθηναϊκὴ δημοκρατία. Γιὰ παράδειγμα, ἅν προκηρυχθοῦν ἑκατὸ θέσεις γυμναστῶν σὲ σχολεία καὶ περάσουν τὴν ὅποια βάση στὶς ἐξετάσεις ΑΣΕΠ χίλιοι, ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς χιλίους θὰ δικαιοῦται νὰ ὑπηρετήσει τριάμισυ χρόνια, ἀντὶ οἱ ἐκατὸ γιὰ τριανταπέντε χρόνια ὁ καθένας. Ἀφοῦ δὲν γίνεται νὰ μειωθῇ τὸ κράτος, ἂς μοιράζεται ἡ γενναιοδωρία του πιὸ ἴσα.