Γράφει ο Δημήτρης Παράξενος.
Η «Ελληνική κοινωνία και οικονομία μετά την Άλωση (1453-1669)» του Απόστολου Βακαλόπουλου αφορά σε μια σημαντική περίοδο της ελληνικής ιστορίας για την οποία γνωρίζουμε σχετικά λίγα. Μερικά θέματα που απασχολούν το συγγραφέα είναι οι καταπιέσεις και μετακινήσεις των Ελλήνων, η Εκκλησία και οι λόγιοι, οι κοινότητες, οι κλέφτες και οι αρματολοί, το εμπόριο.
Μετά την οθωμανική κατάκτηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ελληνικοί πληθυσμοί μετακινήθηκαν προς τα ορεινά ή τις βενετικές κτήσεις (Κρήτη, Ιόνιο πέλαγος, κ.λ.π.) εξαιτίας της βίας που ζούσαν καθημερινά. Η αυθαιρεσία και σκληρότητα των Τούρκων αξιωματούχων, οι ληστές, η πειρατεία στο Αιγαίο, οι ταραχές των πολέμων (έγιναν βενετοτουρκικοί πόλεμοι επανειλημμένα) έκαναν τη ζωή τους αφόρητη. Σοβαρές διακρίσεις υπήρχαν με βάση τη θρησκεία και πολλοί αλλαξοπίστησαν για να γλιτώσουν. Οι χριστιανοί αντιμετώπιζαν το παιδομάζωμα (βίαιος αποχωρισμός του παιδιού από τους γονείς του για να υπηρετήσει την οθωμανική αυτοκρατορία ως μουσουλμάνος), μεγαλύτερη φορολογία, άνιση δικαστική αντιμετώπιση, διάφορους περιορισμούς (όπως να μην επισκευάζουν τις εκκλησίες τους ή να ντύνονται διαφορετικά) και γενικά χειρότερη μεταχείριση συγκριτικά με τους μουσουλμάνους. Στην οθωμανική αυτοκρατορία ως προνόμια (τα οποία δίνονταν π.χ. σε πόλεις που είχαν παραδοθεί κατά την οθωμανική εισβολή ή στην Εκκλησία) νοούνταν στοιχειώδη δικαιώματα προστασίας της ιδιοκτησίας και της ελευθερίας ή ελαφρύτερη φορολογία. Χωρίς προνόμια οι χριστιανοί ήταν έρμαιο των διαθέσεων των Τούρκων αρχόντων. Έτσι, οι Έλληνες για να αποφύγουν την καταπίεση κατέφευγαν στα ορεινά, όπου ίδρυαν οικισμούς σε πολύ αντίξοες συνθήκες.
Η Εκκλησία ήταν παράγοντας κοινωνικής συνοχής, προσωπικό καταφύγιο των σκλάβων και άξονας συγκρότησης εθνικής ταυτότητας. Όταν απομακρύνονταν από αυτήν με τον εξισλαμισμό τους αποκόπτονταν από τον ελληνισμό. Οι Τούρκοι διέκριναν τους υπηκόους τους σε μουσουλμάνους και λοιπούς και θεωρούσαν τον πατριάρχη Κωνσταντινούπολης υπεύθυνο για τη νομιμοφροσύνη των χριστιανών. Κληρικοί και μοναχοί ταξίδευαν σε ελληνικές χώρες, ίδρυαν μονές και κήρυτταν στους υπόδουλους για να αντέξουν τις κακουχίες. Είναι χαρακτηριστικό πως οι Έλληνες εκείνο τον καιρό δεν απέδιδαν σε κάποιον άλλο τα δεινά τους αλλά στα ελαττώματά τους. Οι μορφωμένοι κληρικοί τους έλεγαν ότι για να ελευθερωθούν πρέπει να ξαναβρούν την αρετή και την πίστη τους.
Οι λόγιοι ήταν πολύ λίγοι αφού η κατάσταση της παιδείας ήταν άθλια και η φοβερή ανέχεια δεν επέτρεπε την ίδρυση σχολείων. Ο θεσμός που προσέφερε στα παιδιά στοιχειώδη γράμματα ήταν η Εκκλησία. Οι λόγιοι θλίβονταν που οι Έλληνες έχασαν το βασίλειό τους και την πρωτεύουσά του, την Κωνσταντινούπολη, ενώ θυμούνταν με νοσταλγία το ένδοξο παρελθόν των αρχαίων προγόνων τους. Προσπαθούσαν να ανυψώσουν το πνευματικό επίπεδο των συμπατριωτών τους και γνωστοποιούσαν την οικτρή κατάστασή τους σε διανοούμενους στο εξωτερικό, π.χ. την Ιταλία ή τη Γερμανία. Έτσι, βοήθησαν να δημιουργηθεί αργότερα το φιλελληνικό κίνημα.
Οι κοινότητες ήταν στην τουρκοκρατία ο οργανισμός πολιτικής συμμετοχής των Ελλήνων. Η κοινότητα εξέλεγε τους άρχοντές της, που αποφάσιζαν για την κατανομή των φορολογικών βαρών ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα καθενός και τη χρήση των περισσευούμενων χρημάτων για δημόσια έργα, όπως σχολεία και ναούς. Επίσης, μεριμνούσαν για την ανανέωση ή προστασία των τυχόν προνομίων τους. Οι κοινότητες παρουσίαζαν πολλές διαφοροποιήσεις ανά τόπο και εποχή, φανερώνοντας το δυναμισμό του θεσμού· αποτελούσαν το χώρο όπου ο Έλληνας σχετιζόταν πολιτικά με τους άλλους με γνώμονα το κοινό συμφέρον.
Οι αρματολοί ήταν στρατιωτικά σώματα Ελλήνων που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για να επιβάλουν την τάξη σε ανασφαλείς περιοχές. Οι κλέφτες ήταν παράνομοι που είχαν ανέβει στα βουνά γιατί δεν ανέχονταν τις καταπιέσεις των κατακτητών. Στα θύματά τους ήταν και ομοεθνείς τους αλλά αντιπαθούσαν σφοδρά μόνο τους Τούρκους. Οι αρματολοί και οι κλέφτες ήταν εχθροί, όμως συχνά οι μεν μεταπηδούσαν στις τάξεις των δε κι αντίστροφα. Η παρουσία τους ήταν ιστορικά ουσιώδης: εξοικείωσαν τον Έλληνα με την τακτική του ανταρτοπόλεμου, που ήταν το βασικό του πλεονέκτημα εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Επανάσταση του 1821, και διατήρησαν στον πληθυσμό ένα αίσθημα ανεξαρτησίας και ενεργητικής αντίστασης στους δυνάστες του.
Το εμπόριο ήταν δραστηριότητα στην οποία επιδόθηκαν σταδιακά οι Έλληνες σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν τις υλικές συνθήκες ζωής τους εκμεταλλευόμενοι την τοπική παραγωγή και την ανάπτυξη των συναλλαγών Ανατολής-Δύσης. Ξεχώρισαν οι Ηπειρώτες και Μακεδόνες, που έφθαναν μέχρι τη σημερινή Ρουμανία και Ουγγαρία. Με τα λεφτά που έβγαζαν οι έμποροι βοηθούσαν την πατρίδα τους, η οποία τους έλειπε πολύ. Βασική δυσκολία ήταν ο ανταγωνισμός των ξένων, Άγγλων, Γάλλων, Βενετών και Ολλανδών, καθώς και των Αρμένιων και Εβραίων υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ωστόσο, σταδιακά δυνάμωναν και διαμόρφωναν μια αστική τάξη που γινόταν φορέας νέων ιδεών.
Ο Απόστολος Βακαλόπουλος αναλαμβάνει ένα δύσκολο έργο καθώς τα στοιχεία για την τουρκοκρατία είναι διασκορπισμένα σε πολλές πηγές, όπως κρατικά αρχεία ή αφηγήσεις ξένων περιηγητών, και καλύπτουν μόνο μερικώς το βίο των Ελλήνων. Ωστόσο δίνει μια όσο το δυνατόν ολοκληρωμένη εικόνα, παραθέτοντας ενδιαφέρουσες πληροφορίες, π.χ. την προέλευση των κατοίκων διαφόρων πόλεων και χωριών, στίχους από δημοτικά τραγούδια και αποσπάσματα έργων λογίων. Οι παραπομπές του στις πηγές είναι αμέτρητες και μπορούν να χρησιμεύσουν σε όποιον θέλει να μελετήσει σε βάθος. Η γραφή του είναι απλή και ζωντανή ενώ έχει το χάρισμα να μην κουράζει παρά τις εκάστοτε λεπτομέρειες.
Η «Ελληνική κοινωνία και οικονομία μετά την Άλωση (1453-1669)» δείχνει ότι η συνέχιση του ελληνικού έθνους μέσα στην τουρκοκρατία επιτεύχθηκε με αφάνταστες θυσίες και κόπους. Σήμερα, σε πολύ πιο ευνοϊκές συνθήκες, ο ελληνισμός ως ιδιαίτερο συλλογικό υποκείμενο κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Συνεπώς, η γνώση της τουρκοκρατίας είναι απαραίτητη σε όποιον θέλει να μάθει ποια είναι η ελληνική ταυτότητα και πώς κρατήθηκε ζωντανή δια μέσω των αιώνων.