Γράφει ο Γρηγόρης Φαρμάκης.
Κάποιοι επιμέναμε σταθερά από το πρωί της 26ης Ιανουαρίου μέχρι και το βράδυ που αποφασίστηκε αυτό το καταστροφικό δημοψήφισμα, ότι αυτή η ιστορία της τάχα αξιοπρεπούς δήθεν διαπραγμάτευσης ήταν μια προδιαγεγραμμένη πορεία ρήξης. Δεν έχει φυσικά καμία σημασία η προσωπική μας επιβεβαίωση. Έχει όμως σημασία η επιβεβαίωση στην πράξη του συλλογισμού που μας οδηγούσε σε αυτό το συμπέρασμα, γιατί αυτός ο συλλογισμός ισχύει και για την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος, αν αυτό γίνει.
Η κυβέρνηση του Τσίπρα είχε μία και μοναδική απλοϊκή στρατηγική, χωρίς εναλλακτική σε περίπτωση αποτυχίας, ακριβώς γιατί πίστευε ότι αυτή η στρατηγική θα απέβαινε ακλόνητη: τον εκβιασμό μιας απόφασης σε αποκλειστικά υψηλό πολιτικό επίπεδο για μια χαριστική ελληνική εξαίρεση, χωρίς μέτρα και τεχνικές λεπτομέρειες, χωρίς διαπραγματεύσεις επί της ουσίας, με μόνη την απειλή της χρεοκοπίας και της διάρρηξης της ευρωζώνης. Η θεωρία παιγνίων του Βαρουφάκη τούς υπεδείκνυε ότι το κόστος των εταίρων θα ήταν μεγαλύτερο και θα τους εξανάγκαζε στην υποχώρηση. Αυτή ήταν η πρόταση που δεν θα μπορούσαν τάχα να αρνηθούν, ούτε μια στο εκατομμύριο.
Γι’ αυτό και αυτούς τους πέντε μήνες δεν έγινε καμία διαπραγμάτευση, παρά μόνο μια πρόφαση διαπραγμάτευσης με αστείες προτάσεις, υπαναχωρήσεις και παρελκυστική τακτική, με μόνο σκοπό το ροκάνισμα του χρόνου, ώστε η απειλή να γίνει πραγματικά πιστευτή. Γι’ αυτό θυσιάστηκε όλο το πολιτικό κεφάλαιο και η αξιοπιστία της χώρας. Γι’ αυτό στραγγίστηκε η πραγματική οικονομία. Γι’ αυτό και η αναξιοπρεπής υπαναχώρηση και μονομερής αποχώρηση προχτές το βράδυ. Οι άνθρωποι αυτοί, που ενέπαιζαν και εξαπατούσαν και τους συμμάχους μας και τους Έλληνες πολίτες επί πέντε μήνες, έπαιζαν ασυνείδητα και ανεύθυνα στα ζάρια την ιστορική μοίρα μιας χώρας για μια τακτική τζογαδόρου χαρτοπαικτικής λέσχης. Ήταν φανερό για όποιον ήθελε να το δει.
Δεν υπήρχε συνεπώς κανένας σοβαρός Τσίπρας που έπρεπε τάχα να στηριχτεί για να υπερκεράσει τάχα τις ακραίες συνιστώσες του και την εσωτερική του αντιπολίτευση. Είναι το ίδιο ακραίος. Δεν επρόκειτο να υπάρξει ποτέ μια συμφωνία που θα έπρεπε να ψηφιστεί άνευ όρων και προϋποθέσεων από την αντιπολίτευση υπό το βάρος της εθνικής της ευθύνης. Υπήρχε από την αρχή μόνο μια στρατηγική ροκανίσματος του χρόνου και εκβιασμού που ξεδιπλώθηκε πια ολοκληρωτικά με αυτή την κωμωδία δημοψηφίσματος, της τελευταίας απελπισμένης αλλά προγραμματισμένης κίνησης που απέμενε όταν η στρατηγική αυτή κατέρρευσε πια ολοκληρωτικά.
Γι’ αυτό και η εξήγηση αυτού του πρωθυπουργού, ότι τάχα το δίλημμα δεν είναι ναι ή όχι στην Ευρώπη αλλά ναι ή όχι σε μια συμφωνία που δεν υπήρξε ποτέ, δεν μπορεί να γίνει πιστευτή. Είναι το ίδιο φαιδρή με την προτροπή του για ένα «όχι» που θα του δώσει τάχα νέα νωπή εντολή να διαπραγματευτεί ξανά πειστικά με τους εταίρους μας. Αν ήταν έτσι, θα είχε διαπραγματευτεί με την πρόσφατη προηγούμενη εντολή που υφάρπασε από το εκλογικό σώμα. Γι’ αυτό και καλεί τους έλληνες πολίτες να καταψηφίσουν την εναλλακτική του «ναι» χωρίς να έχει το πολιτικό θάρρος και την αίσθηση ιστορικής ευθύνης να εξηγήσει τι πραγματικά θα σημαίνει την επόμενη ημέρα η εναλλακτική του «όχι»: μια έξοδο από το ευρώ που θα γίνει εκ των πραγμάτων αναπόφευκτη υπό το βάρος των οικονομικών εξελίξεων, και η οποία, όχι μόνο θα φέρει απτή οικονομική οδύνη πολλαπλάσια των μνημονίων, αλλά θα διακινδυνεύσει σοβαρά τη θέση της χώρας στην Ευρώπη.