Monday 7 October 2024
Αντίβαρο
Βασίλειος Μπούτος Πολιτική επικαιρότητα

Περί του Δημοψηφίσματος. ΝΑΙ ή ΟΧΙ;

dimopsifismaτου Βασίλειου Μπούτου*

       Αδιαμφισβήτητα διανύουμε μία από τις κρισιμότερες περιόδους στην Ιστορία του Έθνους μας. Την ερχόμενη Κυριακή όλοι μας τιθέμεθα ενώπιον ενός φοβερού διλήμματος, ουσιαστικό πυρήνα του οποίου αποτελεί, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις ορισμένων, η έξοδος ή η παραμονή της πατρίδας μας από την ζώνη του ευρώ και, κατά λογική ακολουθία, από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

       Εκ προοιμίου θα ήθελα να δηλώσω, ότι αμφιβάλλω ως προς την ορθότητα της προσεγγίσεως, σύμφωνα με την οποία ο Ελληνισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος ιστορικώς και πολιτισμικώς με την Ευρώπη, ότι αποτελεί «σάρκα από την σάρκα αυτής». Η ελληνικότητα, ήτοι ο τρόπος, ο οποίος πηγάζει από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση και θεολογία και την πολιτική πρόταση που αρθρώθηκε στην Κλασσική Αθήνα και ο οποίος χαρακτηρίζεται από τον κοινωνιοκεντρικό του χαρακτήρα, πόρρω απέχει από το δυτικό πολιτισμικό παράδειγμα, το παράδειγμα της Νεωτερικότητας, το οποίο προτάσσει σχεδόν αποκλειστικώς το στοιχείο του ατομοκεντρισμού. Όπως έχει καταδειχθεί αναλυτικώς από κορυφαίες φυσιογνωμίες του πνεύματος, η ελληνικότητα, όπως προσδιορίζεται από τις ανωτέρω δύο πτυχές της, διαστρεβλώθηκε ως πολιτισμική πρόταση στους κόλπους των λοιπών Ευρωπαϊκών εθνών. Εξ ου το Σχίσμα των Εκκλησιών, το αντιπροσωπευτικό και κοινοβουλευτικό μοντέλο δημοκρατίας, η καθολική υποταγή στην φύση ως μοναδικού άξονα αναφοράς της ύπαρξης και η μετά βδελυγμίας άρνηση της μεταφυσικής κ.α..

       Η εν λόγω διευκρίνιση γίνεται προκειμένου να καταστεί σαφές, ότι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, τυχόν λόγο παραμονής της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να αποτελεί το υποστηριζόμενο από πολλούς δήθεν γεγονός της κοινής πολιτισμικής ταυτότητας Ελλήνων και λοιπών Ευρωπαίων, διότι ουσιαστικά δεν υπάρχει τίποτε κοινό ανάμεσα στο πρωτότυπο και -ας μου επιτραπεί- το ανακριβές σε ουσιώδη σημεία αντίγραφο. Ασφαλώς, ωστόσο, θα μπορούσε βασίμως να υποστηριχθεί, ότι τα λοιπά Ευρωπαϊκά έθνη, εν σχέσει με έθνη άλλων ηπείρων (με πιθανή εξαίρεση του Ρώσους), κείνται πολιτισμικώς πλησιέστερα προς τους Έλληνες, ενώ το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης ενίσχυσε ιδιαιτέρως τους σχετικούς πολιτικούς δεσμούς και την οικοδόμηση διπλωματικών διαύλων μείζονος πολιτικού εύρους.

       Ως εκ τούτου, και στο πλαίσιο μίας ρεαλιστικής θεώρησης της παρούσης καταστάσεως, νομίζω πως τυχόν λόγο παραμονής της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί, να αποτελέσει παρά αποκλειστικώς και μόνον το συμφέρον της πατρίδας μας, τυχόν δε ρομαντικές και ιστορικώς αμφισβητούμενες θεωρήσεις δεν θα πρέπει να επιδρούν καταλυτικώς κατά την σχετική στάθμιση και αξιολόγηση. Κατά συνέπειαν, όποιος θεωρεί, ότι το συμφέρον της πατρίδας μας, ήτοι η προοπτική επιβίωσης και ανάκαμψης του Έθνους μας –στο πλαίσιο μάλιστα της επί πενταετίαν και πλέον συντελουμένης οικονομικής καταστροφής και όχι σε κοινωνικοοικονομικώς «ουδέτερο» χρόνο– εξυπηρετείται καλύτερα στο πλαίσιο ενός εθνικού νομίσματος, δίχως την ευρωπαϊκή «ομπρέλα» σε επίπεδο τόσο οικονομικό (ιδίως νομισματικό) όσο και διπλωματικής ασφάλειας και εν όψει ιδίως των πλεονεκτημάτων που παρέχει η δυνατότητα χάραξης αυτόνομης νομισματικής πολιτικής και ανεξάρτητου σχεδιασμού του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, ας ψηφίσει ΟΧΙ, όποιος, αντιθέτως, θεωρεί, ότι τούτο εξυπηρετείται καλύτερα στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης, η οποία αφ’ ενός μεν και σε έναν βαθμό κατά τα ανωτέρω προστατεύει αφ’ ετέρου δε περιορίζει σημαντικά την δυνατότητα χάραξης αυτόνομης εθνικής οικονομικής πολιτικής και πιθανότατα υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, ας ψηφίσει ΝΑΙ.

       Εις ό,τι με αφορά και κατόπιν μεγάλης ταλάντευσης ψηφίζω ΝΑΙ. Οι λόγοι που με οδήγησαν σε αυτήν την απόφαση, στην οποία και βασανίστηκα να καταλήξω, είναι εν συντομία οι εξής:

α) ότι τυχόν έξοδος μας από την Ευρωζώνη και, κατά λογική ακολουθία από την Ευρωπαïκή Ένωση (δοθέντος ότι θα αναγκασθούμε να απομακρυνθούμε από το ενωσιακό κεκτημένο, ήτοι την ελευθερία κινήσεως κεφαλαίων, εμπορευμάτων κλπ.), πρόκειται να προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή αυτής που ήδη διερχόμασθε και πρόκειται οπωσδήποτε να γευθούμε στο πλαίσιο ενός ακόμη -και δη πιθανότατα επαχθέστερου των προηγουμένων- μνημονίου, εν όψει των αδιανόητα ισχυρών οικονομικων δεινών, που θα προκαλέσει ο συνδυασμός ιδίως 1. σημαντικώς υποτιμημένης δραχμής, 2. υπερπληθωριστικής δραχμής, 3. αδυναμίας εισαγωγών τόσο φαρμάκων όσο και πρώτων υλών, πέραν των τροφίμων και λοιπών ειδών πρώτης ανάγκης, εν όψει των δύο προηγουμένων παραγόντων, 4. διάλυσης της (όποιας) παραγωγικής βάσης της οικονομίας μας και συνακόλουθα της εξαγωγικής μας δυνατότητας, εν όψει της αδυναμίας εισαγωγής πρώτων υλών κατά τα ανωτέρω, του ιλιγγιώδους κόστους ενέργειας και φυσικά της κατακρήμνισης της εγχώριας ζήτησης, 5. του αδιανόητου κοινωνικοοικονομικού κόστους που θα προκαλέσει η ακαριαία διακοπή της λειτουργίας επιχειρήσεων και άλλων μονάδων της ιδιωτικής οικονομίας και η συνεπεία αυτής ραγδαία αύξηση της ανεργίας και πιθανότατα της εγκληματικότητας, 6. του γεγονότος ότι τόσο τα κρατικά όσο και τα ιδιωτικά δάνεια θα παραμείνουν ισχυρά έναντι των δανειστών μας και δη στο νόμισμα, στο οποίο αυτά συνήφθησαν, γεγονός που περαιτέρω θα επιτείνει στον μέγιστο βαθμό την -καταθλιπτική όσο και απολύτως αντιπαραγωγική- αίσθηση της αέναης ομηρίας – αιχμαλωσίας τόσο του κράτους όσο και των πολιτών, 7. του μεγάλου «κουρέματος», το οποίο θα υποστούν οι τραπεζικές καταθέσεις, 8. της καταστροφής της «βαριάς βιομηχανίας» της Ελλάδος, του τουρισμού, παρά το θεωρητικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να προσφέρει σχετικώς ένα χαλαρό και υποτιμημένο εθνικό νόμισμα, δοθέντος ότι το εν λόγω πλεονέκτημα θα ακυρωθεί στην πράξη εν όψει του πλήρους κοινωνικού χάους που θα προκληθεί κατά τα ανωτέρω και θα καταστήσει την πατρίδα μας κάθε άλλο παρά ελκυστικό τουριστικό προορισμό για αρκετά χρόνια,

β) ότι οι διεθνείς συσχετισμοί κάθε άλλο παρά μας ευνοούν, καθώς ουδεμία χώρα με σημαντικό εκτόπισμα στην διεθνή πολιτική σκακιέρα τίθεται στο πλευρό μας ή συνάγεται ότι πρόκειται να αποτελέσει βέβαιο ή έστω πιθανό στρατηγικό εταίρο και σύμμαχο μας κατά την «μετά ευρώ» περίοδο,

γ) ότι οι ανοιχτά επιβουλευόμενοι την εθνική μας ανεξαρτησία και την ακεραιότητα των εδαφών μας γείτονές μας (Τούρκοι, Αλβανοί, Σκοπιανοί) είναι πολύ πιθανόν να επιχειρήσουν να επωφεληθούν τόσο του κοινωνικού χάους και της απολύτως δεινής οικονομικής θέσεως, στην οποία μετά ταύτα και κατά τα ανωτέρω θα έχουμε περιέλθει, όσο και της πλήρους απομόνωσής μας στον διεθνή διπλωματικό στίβο,

δ) ότι το πολιτικό προσωπικό της Ελλάδος παρίσταται απελπιστικά ανεπαρκές να διαχειρισθεί το γιγαντιαίο εγχείρημα της αντιμετωπίσεως μίας πιθανής εξόδου της πατρίδας μας από την ζώνη του ευρώ, το οποίο άλλωστε και σε κάθε περίπτωση θα απαιτούσε σοβαρή προετοιμασία αλλά και ηγέτη, το ηγετικό χάρισμα του οποίου θα ώφειλε να μην υπολείπεται εκείνου του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή άλλων αντιστοίχου μεγέθους προσωπικοτήτων της Ιστορίας της ανθρωπότητας.

ε) ότι η παρούσα κυβέρνηση εμφανίζεται απολύτως ανειλικρινής ως προς τις πραγματικές στοχεύσεις της, καθώς φαίνεται πως επιθυμεί το ΟΧΙ ως ετυμηγορία του ελληνικού λαού, όχι για να επαναδιαπραγματευθεί με τους δανειστές ενισχυμένη ούσα, όπως εμφανίζεται, αλλά στην πραγματικότητα για να οδηγήσει εκ των πραγμάτων και εν όψει της τελείας ελλείψεως ρευστότητας την πατρίδα μας εκτός ευρώ τούτο προδίδουν, μεταξύ πολλών άλλων, 1. η προδήλως παράλογη προσέγγισή της, σύμφωνα με την οποία οι δανειστές μας, μολονότι είναι λύκοι και παραβιάζοντες τα δημοκρατικά ιδεώδη της Ευρώπης (πράγμα βεβαίως απολύτως αληθές), από την Δευτέρα και, κατόπιν ενός ΟΧΙ του ελληνικού λαού, θα μεταβληθούν σε άκακα αρνάκια και θα τείνουν προς ημάς ευήκοον ούς, επιδεικνύοντες δημοκρατική ευαισθησία, γεγονός που θα έχει ως αυτόματη συνέπεια την άμεση υπογραφή συμφωνίας και μάλιστα ευνοϊκότερης εκείνης που θα προϋπέθετε η εκ μέρους μας αποδοχή της τελευταίας πρότασης Γιούνκερ σημειωτέον δε, ότι αυτή την φορά η εκ μέρους μας προσδοκία ενός ευνοϊκότερου αποτελέσματος των διαπραγματεύσεων βασίζεται και επαφίεται σχεδόν αποκλειστικώς στην καλή τους θέληση και τον ανθρωπισμό τους (!), δοθέντος ότι το βασικό διαπραγματευτικό μας χαρτί, ήτοι ο ισχυρισμός μας ότι πιθανή πτώχευση και έξοδος της Ελλάδος από το ευρώ, θα προκαλούσε ντόμινο καταστροφικών εξελίξεων για την παγκόσμια οικονομία, φαίνεται να αποδεικνύεται αδύναμο, καθώς μέχρις στιγμής και παρά την μη πληρωμή της τελευταίας δόσεως του ΔΝΤ και την λήξη του προγράμματος ουδεμία σημαντική αρνητική εξέλιξη έχει σημειωθεί στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον (υπό την επιφύλαξη πάντως τυχόν σχετικών πρακτικών χειραγώγησης της αγοράς εκ μέρους μεγάλων «παικτών», οι οποίες στόχο έχουν να εμφανίσουν, τουλάχιστον μέχρι και την ολοκλήρωση της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος ή και των διαπραγματεύσεων που τυχόν θα ακολουθήσουν, ότι το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα ουδόλως επηρεάσθηκε από την ελληνική περίπτωση αλήθεια, ποιός μπορεί να τα γνωρίζει αυτά με βεβαιότητα;) δηλαδή η κυβέρνηση εμφανίζεται να εμφορείται από την προδήλως παράδοξη ελπίδα επίτευξης ευνοϊκότερης συμφωνίας, μολονότι εκκινεί από συγκριτικώς δυσμενέστερη διαπραγματευτική θέση, 2. το γεγονός, ότι μολονότι δηλώνει, πως παραμένει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και ότι το δημοψήφισμα αποτελεί μέρος αυτών, εν τούτοις εγκαταλείπει την διπλωματική γλώσσα, υιοθετεί ιδιαιτέρως επιθετικές εκφράσεις και κάνει λόγο για έναν εν εξελίξει πόλεμοπαρά το γεγονός πως συμφωνώ απολύτως με την άποψη, ότι τα κίνητρα και οι στοχεύσεις των δανειστών μας και ιδίως των Γερμανών είναι σκοτεινά και εχθρικά, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω, ότι η εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης υιοθέτηση μίας τέτοιας συμπεριφοράς βεβαιώνει, κατά την κοινή λογική και πείρα, ότι μόνον περί σταδίου και κλίματος διαπραγματεύσεων δεν μπορεί πλέον να γίνεται λόγος αλλά ότι αντίθετα, και παρά τα περί του αντιθέτου διακηρυσσόμενα,  έχει συνειδητώς αποφασισθεί η ρήξη και η αποκοπή κάθε γέφυρας διαπραγμάτευσης, 3. το γεγονός, ότι αποφεύγει συστηματικώς και κατά παράβαση της αρχής του κράτους δικαίου να απαντήσει στο απολύτως κρίσιμο ερώτημα, ποιός είναι ο στρατηγικός σχεδιασμός της κυβέρνησης στην καθόλου απίθανη περίπτωση, κατά την οποία τυχόν πλειοψηφικό ΟΧΙ στο δημοψήφισμα δεν ακολουθήσει επίτευξη συμφωνίας και δη με περιεχόμενο ευνοϊκότερο της προτάσεως των δανειστών, η οποία θα έχει ήδη τότε απορριφθεί τόσο από την ελληνική κυβέρνηση όσο και από τον ελληνικό λαό διά του δημοψηφίσματος, γεγονός που περαιτέρω και εν όψει των επιτακτικών χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας θα θέσει ευθέως ζήτημα εκδόσεως εθνικού νομίσματος. Η εύλογη εντύπωση που δίδεται λοιπόν είναι, ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να υποκλέψει το ΟΧΙ του ελληνικού λαού, καθώς φαίνεται, ότι σκοπεύει να το χρησιμοποιήσει για την επίτευξη σκοπού διαφόρου -και δη αντιθέτου- του διακηρυσσομένου, προκειμένου πιθανότατα να ικανοποιήσει τις προσωπικές της ιδεοληψίες. Η τίμια και δημοκρατική προσέγγιση θα επέβαλλε να είχε ταχθεί δημοσίως υπέρ της δραχμής, αναπτύσσοντας και τα σχετικά επιχειρήματά της και επιδιώκουσα να πείσει ότι αυτήν την πορεία επιβάλλει το συμφέρον της πατρίδας μας.  

       Όλα τα ανωτέρω πιστοποιούν, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ότι συμφέρον της πατρίδας μας, το οποίο πρέπει να αποτελεί το κριτήριο της επιλογής μας, είναι να αποφευχθεί η έξοδος μας από την ζώνη του ευρώ και την Ευρώπη. Και κατά συνέπειαν, εν όψει της απουσίας άλλης εναλλακτικής, και πάντως με βαριά καρδιά, ψηφίζω ΝΑΙ. Έχοντας βεβαίως απόλυτη συνείδηση, ότι η όποια συναφθησομένη συμφωνία θα είναι ιδιαιτέρως επαχθής και θα οδηγήσει την οικονομία μας σε περαιτέρω ύφεση, ανεργία και πτώση του Α.Ε.Π.. Ωστόσο νομίζω πως, παρά ταύτα, θα πρέπει να προκριθεί ως επιλογή, διότι σταθμιζόμενη με την επιλογή της εξόδου από το ευρώ και την Ευρώπη, παρίσταται λιγότερο επαχθής τόσο σε επίπεδο οικονομικό όσο και σε επίπεδο εθνικής ασφαλείας. Για την ακρίβεια το ΝΑΙ, το οποίο θα ψηφίσω, δεν αποτελεί προϊόν θετικής επιλογής αυτού αλλά της άρνησης μου να επιλέξω το απολύτως καταστροφικό ΟΧΙ. Η τραγικότητα σε όλο της το μεγαλείο: γενικευμένη σχεδόν φτώχεια αντί πλήρους εξαθλίωσης. Με άλλα λόγια θεωρώ πως συμφέρον της πατρίδας είναι το λιγότερο κακό, καθώς «το μη χείρον βέλτιστον». Και πάντοτε εν αναμονή μιας επί τα βελτίω μεταβολής των διεθνών συσχετισμών καθώς και της ανασυγκρότησης της παραγωγικής βάσεως της οικονομίας μας, εν όψει και της προοπτικής αξιοποίησης των αδιαμφισβήτητων πλέον πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, οι οποίες συνδέονται με τεράστια κοιτάσματα υδρογονανθράκων.

       Η αλήθεια είναι, ότι πολλές φορές ο Ελληνισμός στην ιστορική διαδρομή του, τιθέμενος ενώπιον συντριπτικών διλημμάτων, επέλεξε όχι με κριτήριο το συμφέρον αλλά την αλήθεια, το δίκαιον. Και αυτές οι περιπτώσεις λάμπρυναν την Ιστορία του και έλαβαν την θέση τους στο πάνθεον των μεγάλων στιγμών της ανθρωπότητας, τα δε σχετικά διλήμματα, επί των οποίων ο Ελληνισμός απάντησε με όρους όχι συμφέροντος, αλλά αληθείας και δικαίου μνημονεύονται διαχρονικώς και οικουμενικώς (ή τάν ή επί τάς, Ελευθερία ή θάνατος, Ναι ή Όχι).

       Το ερώτημα λοιπόν, το οποίο τίθεται, είναι εάν και κατά πόσον και στην παρούσα συγκυρία θα έπρεπε να επιλέξουμε όχι με όρους συμφέροντος, όπως προεξετέθη, αλλά με όρους αληθείας και δικαίου, αρνούμενοι να υποταχθούμε στους όρους των δανειστών μας και ιδίως των Γερμανών, οι οποίοι κινούνται με τον σκληρό, απάνθρωπο και ιμπεριαλιστικό τρόπο που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό την ιστορική διαδρομή τους, έστω και αν χρειασθεί να προσφέρουμε την ζωή μας ως θυσία στο πλαίσιο αυτού του Αγώνα. Και τούτο, διότι είναι σαφές, ότι τυχόν επιστροφή μας στο εθνικό νόμισμα θα οδηγήσει σημαντικό μέρος του ελληνικού λαού σε εξαθλίωση ή και σε φυσικό θάνατο λόγω πείνας ή αδυναμίας αντιμετωπίσεως ασθενειών, εν όψει των ιδιαιτέρως περιορισμένων δυνατοτήτων  παροχής υπηρεσιών ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Το ερώτημα είναι οπωσδήποτε πολύ δύσκολο να απαντηθεί, όμως οπωσδήποτε αξίζει να επιχειρηθεί η σχετική προσπάθεια,  έστω και αν δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει ιδιαιτέρως τον δημόσιο διάλογο.

       Νομίζω πως στην ιστορική τους διαδρομή οι Έλληνες τοποθετήθηκαν ενώπιον των σχετικών συντριπτικών διλημμάτων με όρους αληθείας κατά τα ανωτέρω και ουχί συμφέροντος, αρνούμενοι να υποταχθούν στην ανάγκη και την πρόταξη της κατασφάλισης του «εγώ» και θυσιαζόμενοι προθύμως στο βωμό της αληθείας και του δικαίου, είτε οσάκις απειλήθηκε in natura το ελεύθερο του οργανωμένου συλλογικού μας είναι, μέσω μιας στρατιωτικής εισβολής, είτε οσάκις το διακυβευόμενο αγαθό υπερέβαινε το απλώς γαιώδες «εγώ», συνδεόταν με το στοιχείο του «ιερού» και άξονα αναφοράς του είχε την δέσμη αξιών, προτύπων και τρόπου της υπάρξεως που νοηματοδοτούν τον κοινό μας βίο και, ως εκ τούτου, δίχως τα οποία η ζωή δεν έχει νόημα, ως στερουμένη αληθινής χαράς και εσωτερικής πληρότητας. Δεν είναι τυχαίο, ότι οι Αγώνες των Ελλήνων διαχρονικώς σφραγίζονται από τα εξής ιερά προτάγματα: «υπέρ βωμών και εστιών» και «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της πατρίδος την ελευθερία».

       Μολονότι πρόκειται για απολύτως οριακές σταθμίσεις και, ως εκ τούτου, συναισθανόμενος ότι πολύ πιθανόν να σφάλλω, έχω την εντύπωση, ότι η προκειμένη περίπτωση δεν χαρακτηρίζεται από τις ανωτέρω περιστάσεις, δεδομένου ότι ούτε έχει εκδηλωθεί εχθρική στρατιωτική ενέργεια ούτε το απειλούμενο αγαθό νοηματοδοτεί τον κοινό μας βίο σε επίπεδο υπαρξιακό κατά τα ανωτέρω, καθώς ως επί το πλείστον επιδρά  στο επίπεδο της καταναλωτικής μας ευχέρειας, καταλυτικά βεβαίως, μην το λησμονούμε.   

       Σε κάθε περίπτωση, όποια και αν είναι η προσέγγιση εκάστου εξ ημών, το ΝΑΙ και το ΟΧΙ, το ΟΧΙ και το ΝΑΙ δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να μας διχάσουν. Ο δρόμος θα είναι οπωσδήποτε εξαιρετικά δύσβατος και ανηφορικός, δίχως δε ενότητα, ομόνοια και αλληλεγγύη το κακό θα οξυνθεί και επιταθεί, άλλως δε θα περιορισθεί και κάτι θα σωθεί.  

       Ας προσευχηθούμε όλοι ο Θεός και η Παναγία να μας φωτίσουν και να μας βοηθήσουν.

*Ο Βασίλειος Χρ. Μπούτος είναι Συμβολαιογράφος Πειραιώς, Μ.Δ. Εμπορικού Δικαίου.

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.