[scribd id=272263670 key=key-TuP0H84yRuvMth5vp2ES mode=scroll]
Το δημόσιο χρέος και η πτώση του φιλελευθερισμού
Γεώργιος Α. Σιβρίδης*
Ο Κονδύλης είχε πει ότι όπως αν ο 20ος αι. σήμανε το τέλος του κομμουνισμού, ο 21ος θα σημάνει το τέλος του φιλελευθερισμού. Αυτό διαφαίνεται με το εμπόριο χρέους που οδηγεί στην όλο και μεγαλύτερη επαύξησή του.
Ο σύγχρονος φιλελευθερισμός, όπως αυτός πρακτικά ασκείται από τους τυχοδιώκτες των χρηματιστηριακών αγορών και από ηθικολόγους κουτοπόνηρους γραφειοκράτες, έχει ορισμένο χρόνο ζωής. Όπως και ο κομμουνισμός, θα φθάσει να εκφράζει τα αντίθετα από αυτά που θεωρητικά ευαγγελίζεται και θα τελειώσει μέσα από την αντίφασή του αυτή.
Οι φόροι για να εξυπηρετηθούν τα χρέη και η υποδούλωση των λαών σε αυτά θα οδηγήσουν στην πλήρη αυτογελοιοποίησή του. Και όλα αυτά, γιατί όπως και ο κομμουνισμός, αφενός δεν κατενόησε την φύση και την λειτουργία του χρήματος, αφετέρου δεν αντιλήφθηκε ότι υπάρχουν άλλες διαστάσεις της ανθρώπινης ζωής πολύ πιο θεμελιώδεις από την κατανάλωση και τα ναρκισσιστικά δικαιώματα, και οι οποίες ορίζουν αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό.
Αντίθετα, ο «νοθευμένος», όπως τον αποκαλεί ο Κονδύλης, φιλελευθερισμός του 19ου αι. ήταν ο πραγματικός φιλελευθερισμός, επειδή ακριβώς δεν πρότεινε κάποιον παράδεισο επί της γης. Ήταν νομιναλιστικός και συμπληρωματικός στις υφιστάμενες κοινωνικές δομές.
*
Ας πάρουμε την περίπτωση του δημοσίου χρέους. Σύμφωνα με την φιλελεύθερη μυθολογία, είναι αποκλειστικά το κράτος που το δημιουργεί, όμως είναι το τραπεζοπιστωτικό σύστημα εκείνο που πρέπει να δανείσει αν θέλει το ίδιο να υφίσταται, καθώς υπάρχει επειδή δανείζει. Γιατί το δημόσιο χρέος αυξάνεται παράλληλα με την αύξηση της φορολόγησης, ενώ ταυτόχρονα η πίστωση γνωρίζει επέκταση πέραν των φυσικών επιτοκίων;
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα, δηλαδή η ίδια η φύση του χάρτινου χρήματος, βασίζεται στην δυνατότητα επεκτάσης της πίστωσης. Αυτό σημαίνει ότι η εγγύηση για την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί είναι δάνεια που συνάπτουν οι εμπορικές τράπεζες ή χρηματιστηριακά παράγωγα ως ασφάλιστρα ή οι φόροι που θα εισπραχθούν στο μέλλον. Και αυτό δεν είναι καινούργια ιστορία. Τα κρατικά ομόλογα ξεκινούν από τις πόλεις της αναγεννησιακής Ιταλίας, ενώ η Τράπεζα της Αγγλίας και οι φούσκες των Νοτίων Θαλασσών και του Μισσισσιππή είναι ιστορίες των αρχών του 18ου αι. Η διαφορά του κράτους τότε από το σημερινό είναι ότι ο δανεισμός εξυπηρετούσε στον πόλεμο που θα έφερνε καινούργιες εκτάσεις προς εκμετάλλευση, ενώ σήμερα, στις «δημόσιες επενδύσεις» και την δημιουργία «ανάπτυξης». Δεν αλλάζει κάτι ουσιαστικά, το κράτος δανείζεται για να κάνει κάποιες δουλειές και στέλνει τον λογαριασμό στους υπηκόους. Ο επιχειρηματίας που θα αναλάβει την δουλειά μπορεί να αυξήσει τις απολαβές του, αφού ξέρει ότι το κράτος έχει δυνατότητα να δανεισθεί επειδή ακριβώς βάζει ως εγγύηση τους φόρους που μπορεί να εισπράξει. Αυτός είναι λίγο πολύ ο μύθος της οικονομικής ανάπτυξης, που φθείρει την πολιτεία στη καρδία της, δηλαδή τους θεσμούς της, καλλιεργώντας την διαφθορά.
*
Όμως, την στιγμή που ο μέσος φιλελεύθερος εγείροντας θέμα κάποιας ομιχλώδους «ατομικής ευθύνης» (sic) του ψηφοφόρου που ψήφισε τον πολιτικό που δανείσθηκε και όχι προσωπικής ευθύνης του εκάστοτε τραπεζίτη ή χρηματιστή, ζητεί ουσιαστικά την συσσώρευση του χρέους εις βάρος της πραγματικής αγοράς. Ο ίδιος μπορεί να αρνείται ότι το επιζητεί αυτό, όπως ένας κομμουνιστής μπορεί να αρνηθή ότι σκοπός του είναι η δημιουργία ενός απάνθρωπου κράτους. Αν αφήσουμε την ηθική και το δίκαιο κατά μέρος, με την οποία ούτως ή άλλως ο φιλελεύθερός μας ως ατομικιστής δεν τα πάει και πολύ καλά, και πιάσουμε το κατεξοχήν οικονομικό κομμάτι, θα δούμε γιατί δεν γνωρίζει οικονομικά—το ίδιο το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, το οποίο δεν είναι μια ιδεολογία όπως με μαρξιστικό τρόπο νομίζει ο φιλελεύθερός μας. Έτσι οι απόψεις του είναι περισσότερο εμπόδιο παρά προάσπισή του.
Το κεφαλαιοκρατικό σύστημα ή η αγορά είναι ένα προϊόν συσχετισμών (associations) όπως και η κοινωνία. Ο κλασικός libre-échangiste [ελευθεραγοριστής] Frédéric Bastiat γράφει στα Οικονομικά Σοφίσματα: «Mais, l’homme étant sociable, les services s’échangent les uns contre les autres, proposition que vous pouvez, si cela vous convient, construire à rebours» [Αλλά καθώς ο άνθρωπος είναι κοινωνικός, οι υπηρεσίες καταλλάσσονται οι μεν έναντι των δε, πρόταση που μπορείτε, αν σάς βολεύει, να κατασκευάσετε από την ανάποδη.] Όποιος αντίθετα μιλεί για «τις» αγορές, λες και είναι ατομικές οντότητες με δική τους βούληση δεν μπορεί παρά να κρύψει το σοσιαλιστικό του παρελθόν, οπόταν δηλαδή μίλαγε για την βούληση «της» κοινωνίας. Οι συσχετισμοί έχουν νόμους, νόμους της πράξης. Τέτοια είναι η έννοια της «αξίας». Η αξία κάθε πράγματος είναι σχετική προς το μέγεθος της επιθυμίας που έχει κάποιος για να το αποκτήσει, και με την οποία το πράγμα αυτό γίνεται αντικείμενο πόθου. Αυτό κάνει η coquette με το παιχνίδι της: αυξάνει την ερωτική της αξία μέσα από το παιχνίδι της. Μπορείς επίσης να πωλήσεις φύκια για μεταξωτές κορδέλες, όπως κάνουν συνήθως οι χρηματιστές, αλλά κάποια στιγμή θα αποκαλυφθή ότι τα φύκια είναι πράγματι φύκια και όχι μεταξωτές κορδέλες.
Η συσσώρευση χρέους λοιπόν είναι παράλογη, επειδή καθιστώντας το χρέος unsustainable το κάνει λιγότερο επιθυμητό για να το αγοράσει κανείς. Δηλαδή εκμηδενίζει την αξία του ή σε οικονομικούς όρους, την «οριακή ωφελιμότητά» του. Και αυτή είναι η σημασία της ανόδου του δανεισμού ενός υπερχρεωμένου κράτους. Αν το αγοράσεις δεν θα πάρεις πίσω τα χρήματά σου, με απλά λόγια. Άλλωστε η έννοια του τόκου, ή του ενοικίου εμπεριέχει τον κίνδυνο αυτόν. Κοινώς είναι η λογική της αγοράς. Για αυτό και η χρεοκοπία είναι μέσα στο παιχνίδι του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, αντίθετα προς την λογική του γραφειοκράτη και του ηθικολόγου ο οποίος αντίθετα προτιμά να μεταφέρει το πρόβλημα στους πολίτες και στην πραγματική οικονομία προκαλώντας την ερήμωση που θα προκαλούσε μία βαρβαρική επιδρομή.
*
Για να κλείσω, το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, δηλαδή η αγορά, θα επιβιώσει επειδή είναι ένα σύστημα που αναγεννάται μέσα από τις αστοχίες του. Εκείνοι που δεν θα επιβιώσουν είναι οι θεωρητικοί του, που προσπαθούν να το δουν σε σχέση με μια μεσσιανική αντίληψη, είτε αυτοί λέγονται μαρξιστές και στέκονται έναντί του, είτε φιλελεύθεροι και νομίζουν ότι το υπερασπίζονται.
Συγκεκριμένα ο φιλελευθερισμός, ενώ γεννάται μέσα από τον republicanism του 18ου αι. που εξήρε την ελεύθερη αγορά ως τρόπο ανεξαρτησίας και προστασίας της πολιτείας από την αγορά και ως liberalism κατά τον 19ο αι., δεν ήταν άλλο από την υιοθέτηση των αρχών της πολιτείας και της ελεύθερης αγοράς από τους συντηρητικούς. Και κάποια στιγμή διεστρεβλώθη, θέτοντας την αγορά στην υπηρεσία του κράτους.
Έτσι ενώ ο Λόρδος Acton ήταν εναντίον των ταχυδακτυλουργιών του τραπεζικού συστήματος, ο «νέος φιλελεύθερος» Keynes έκανε την εκτεταμένη πίστωση κεντρικό κομμάτι της θεωρίας του, συγγενεύοντας μάλιστα με τα οικονομικά του φασισμού (δημιουργία εθνικής οικονομίας μέσω κρατικών επιδοτήσεων). Κατά το τέλος του 20ου αι. και μετά την πτώση του κομμουνισμού, ο φιλελευθερισμός με τον σοσιαλισμό ήρθαν πιο κοντά κάνοντας ως κοινό σκοπό τους την παρασιτική υπερκατανάλωση η οποία θα μπορούσε να υποστηριχθή από την πιστωτική επέκταση.
Το κατεξοχήν παράδειγμα είναι το νόμισμα του ευρώ, που ήταν ακριβώς ένα σχέδιο με τέτοιαν σκόπευση. Αυτή η κοινή κατάληξη φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού έχει την πηγή της στον ωφελιμισμό του 19ου αι. όπου η republican έννοια του «κοινού αγαθού» (common good) που αντιλαμβάνεται κανείς μέσω μιας κοινονοημοσύνης (common sense) ή μιας συμπάθειας (sympathy), από ελάχιστος κοινός παρονομαστής μιας κοινωνίας τρέπεται στο «μεγαλύτερο αγαθό» (the greater good) για τον «μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων». Δηλαδή σε έναν υπολογισμό, μια κοινωνική μηχανική, καταδικασμένη να αποτύχει. Και αποτυγχάνει γιατί το βασικό του αξίωμα είναι ότι ο άνθρωπος είναι ένα άτομο που δεν είναι κοινωνικό, αλλά απλώς θέλει να αυτο-ικανοποιείται και να αποφεύγει τον πόνο που μπορεί να του αποφέρει ένας συσχετισμός.
Και αυτό αποτελεί μια εσφαλμένη ανθρωπολογία, γιατί την όποια ικανοποίηση την λαμβάνει μέσα από τον συσχετισμό του με ένα περιβάλλον. Και είναι καταδικασμένος να συσχετισθή, γιατί ως ον είναι ατελές._
Δημοσίευση ΙΝΣΠΟΛ 24/Γ/2015
* Ο Γεώργιος Α. Σιβρίδης εργάζεται ως αρχιτέκτονας, ανεξάρτητα και στην Σιβρίδης ΕΠΕ. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο των Αθηνών, φιλοσοφία στο Παντεπιστήμιο Paris I Sorbonne και κοινωνικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Paris V Réné Descartes.
1 comment
Τὸ κείμενο τῆς ἀρχικῆς ἀναρτήσεως εἶναι ἕνα ἀκόμη κεφάλαιο στὸν μελλοντικὸ συλλογικὸ τόμο πού θά ἐκδόσει τὸ Ἰνστιτοῦτο Συντηρητικῆς Πολιτικῆς (ΙΝ.Σ.ΠΟΛ.) μὲ τίτλο «Ποιός «-ισμὸς» τὴν ἔχει μακρύτερη», τὴν διάρκεια ζωῆς φυσικά. Οἱ μελετητὲς (λέμε τώρα) τοῦ ΙΝΣ.Π.ΠΟΛ. συνωθοῦνται σὰν τοὺς λιγούρηδες ἀνεψιούς γύρω ἀπὸ τὴν ἐπιθανάτιο κλίνη τοῦ ἑκάστοτε ἀσθενοῦς θείου «-ισμοῦ» καὶ ἀπαριθμοῦν τὰ ἐλαττώμματά του μὲ στόχο νὰ πάρουν ὅ,τι μποροῦν ἀπὸ τὴν κληρονομιά του.
Ἔτσι, ἦλθε καὶ ἡ σειρὰ τοῦ φιλελευθερισμοῦ, νεκροῦ, βεβαίως, ἐκλογικῶς ἀπὸ 100 τούλάχιστον χρόνια.
Ἡ λογικὴ τοῦ κειμένου εἶναι αὐτὴ τῆς ἀντεστραμμένης πυραμίδος. Μὲ δεδομένο ὅτι ἡ Ἑλλάδα βρέθηκε τὸ ἔτος 2010 ὑπερχρεωμένη, συμπεραίνουμε ὂτι ὁ φιλελευθερισμὸς ἀνὰ τὸν κόσμο ὁλόκληρο θνήσκει. Νὰ διευκρινίσουμε, πρῶτον, γιὰ νὰ ἀποκαταστὴσουμε τὴν μνήμη τοῦ μακαρίτη, ὅτι ὁ φιλελευθερισμὸς ποτὲ δὲν διενοήθη νὰ φορτώσει τὰ βάρη τῆς ὑπερχρεώσεως χάριν παροχῶν πρὸς ἰδιῶτες στὸ κοινωνικὸ σύνολο. Ὁ δανεισμὸς τοῦ κράτους, σύμφωνα μὲ τὸ δόγμα τῶν φιλελευθέρων, δὲν ἧταν γιὰ νὰ κάνει τὸ κράτος «κάποιες δουλειές». Ἦταν γιὰ νὰ κάνει τὸ κράτος ἐπενδύσεις μὲ ἀπόδοση σὲ βάθος χρόνου, ὅπως δημόσια ἔργα καὶ νὰ παράσχει ἐκπαίδευση πού θὰ καθιστοῦσε τοὺς πολίτες του πιὸ παραγωγικοὺς καί, κρισίμως, σοφωτέρους στὶς πολιτικὲς ἐπιλογές τους.
Ἂς δοῦμε τώρα, τὶ συνέβη στὴν πράξη. Τὸ ἑλλαδικὸ κρατίδιο, χάρη στὴν προσπάθεια τακτοποιήσεως τῶν δημοσίων οικονομικῶν του τὰ ἔτη 1992-2000, μπόρεσε νὰ δανεισθεῖ γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ πάνω ἀπὸ 100 χρόνια, μὲ λογικοὺς ὅρους ἀπὸ τοὺς ἀποταμιευτὲς ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐκτὸς ἀπὸ πελατειακὲς παροχές (35 κηπουροὺς στὸν «Εὐαγγελισμό», μισθοὺς 4.000 εὐρὼ τὸν μῆνα γιὰ «ἐπιθεωρητὲς γραμμῶν» στὸν ΟΣΕ, συντάξεις 6.000 εὐρὼ τὸν μῆνα σὲ ἀποστράτους στρατηγοὺς καὶ δικαστές), ἐξακολούθησε νὰ χρηματοδοτεῖ τὴν Σχολή (Παραγωγῆς Ὑπεραρίθμων καὶ Ὑποψηφίων Ἀνέργων) Ἀρχιτεκτόνων Μηχανικῶν στὸ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Πολυτεχνεῖο. Γιὰ νὰ τοὺς βρεῖ δουλειά, δανείσθηκε κι ἄλλα καὶ «ἔριξε χρῆμα στὴν ἀγορά», ὥστε νὰ χτισθοῦν ἀναρίθμητα ἄχρηστα ἀκίνητα καὶ πολλὰ περιττὰ δημόσια ἔργα. Ἀκόμα κι ἔτσι ἦταν ἀδύνατον νὰ συνεχίσει νὰ δανείζεται γιὰ νὰ συντηρεῖ ὅλον αὐτὸν τὸν κόσμο πού ἦταν ἐφικτὸς μόνον στὴν φαντασία τῶν ψηφοφόρων. Ἐκεῖ, ὅμως, ποὺ ἡ σπατάλη εἶναι κυριολεκτικῶς καταστροφική, εἶναι στὴν ἐκπαίδευση. Πάει ὁ τάλας ὑποαπασχολούμενος ἀρχιτέκτονας νὰ εὐρύνει τὸ πνεῦμά του μὲ σπουδὲς περὶ τὴν φιλοσοφίαν καὶ τὰ κοινωνικὰς ἐπιστήμας στοὺς κλεινοὺς Παρισίους καὶ γεμίζει τὸ κεφάλι του μὲ δῆθεν φιλοσοφικὲς ἀρλοῦμπες περὶ καπιταλισμοῦ καὶ φιλελευθερισμοῦ, τέτοιες πού μόνον στὸ Παρίσι ἐκφέρονται χωρὶς νὰ προσπορίσουν στὸν ἐκφέροντα ἄμεσο γιαούρτωμα. Σκεφθεῖτε τὴν σπατάλη χρήματος, ἀλλά, κυρίως, χρόνου, τοῦ ἐλαχίστου χρόνου ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ μάθει. Καὶ ἑκατοντάδες χιλιάδες τέτοιοι νέοι συνάνθρωποί μας μεταφέρουν καὶ θὰ μεταφέρουν στὶς πλάτες τους μέχρι νὰ πεθάνουν τὸ φορτίο αὐτῶν τῶν ἠλιθίων ἰδεῶν μέχρι νὰ πεθάνουν. Αὐτὸ τὸ φορτίο, ἐπειδὴ εἶναι ἐνσωματωμένο στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπειδὴ ζεῖ ὅσον καὶ αὐτοί, εἶναι ἀπείρως βαρύτερο άπὸ τὸ βάρος τοῦ δημοσίου χρέους τῆς Ἑλλάδος. Τρανὴ ἀπόδειξη τὸ πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν δημοψήφισμα. Μὲ τὴν ψῆφο τῆς πλειοψηφίας, τὸ βάρος τοῦ δημοσίου χρέους αὐξήθηκε, ἀντὶ νὰ μειωθεῖ.