Wednesday 2 October 2024
Αντίβαρο
Ορθοδοξία Πρόσωπα

Ο Κύπριος Μητροπολίτης Δημητσάνης Θεόφιλος Χατζής – ο εθνομάρτυρας

Γράφει ο Ηρακλής Ζαχαριάδης
Πρόεδρος Ελληνικού Πνευματικού Ομίλου Κυπρίων Ελλάδος
Εκδότης Κυπριακού Ελληνισμού

 mhtr-dhmhtsanhs-theofilos-1

Ο Φιλόθεος Χατζής καταγόταν από τα χωριά της Λευκωσίας (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 13, σελίδα 247 – Λευκωσία 1950), (Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκης, τόμος 12ος, Αθήνα 1931, σελίδα 621, Πέτρου Γεωργαντζή «Οι Αρχιερείς και το εικοσιένα», Ξάνθη 1985, σελ. 39 κ.α).

Στα τέλη του 17ου αιώνα  -περίπου 1790- όντας νεαρός, έφυγε από την Κύπρο και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να εκλεγεί (Δευτερεύων των Διακόνων),όπου τελικά και υπηρέτησε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο -ως Δευτερεύων των Διακόνων- του κυπριακής καταγωγής Πατριάρχη Γερασίμου του Γ΄ (1794 – 1797), το οποίο σημαίνει ότι ήταν καλής μόρφωσης και επιβραβεύτηκε λόγω της πίστης και της αφοσιωμένης διακονίας του.

Το 1795 οι κάτοικοι της Δημητσάνης ζήτησαν με γράμμα τους από τον Πατριάρχη Γεράσιμο τον Γ΄ να αντικαταστήσει τον Μητροπολίτη Αμβρόσιο (1767– 1795),ο οποίος τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς είχε υποβάλει παραίτηση λόγω γήρατος και δεν είχε αφήσει καλές εντυπώσεις κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του. Από τους ιστοριογράφους της εποχής κατηγορείτο ως νωθρός, απαίδευτος και αδιάφορος για την πνευματική ανάπτυξη του ποιμνίου του. Για όλους αυτούς και άλλους λόγους οιΔημητσανίτες είδαν την παραίτηση του Αμβρόσιου με ανακούφιση. Μία χαρακτηριστική περικοπή είναι από γράμμα που έστειλε ο δάσκαλος της Σχολής Δημητσάνης στον Άνθιμο Καρακάλλο -πρώην Μεθώνης- στην Τεργέστη με ημερομηνία 30-10-1795. Του γράφει μεταξύ άλλων “…λοιπόν προσμένομεν τον νέον αρχιερέα μας, με τον ερχομό του οποίου ελπίζομεν να  εξυπνήση η αποκοιμισμένη μας εκκλησία…”.

Πραγματικά, λοιπόν, μόλις παραιτήθηκε ο Αμβρόσιος, ανέθεσαν σε δύο Δημητσανίτες στην Κωνσταντινούπολη,ήτοι στον Μητροπολίτη Σμύρνης ΓΡΗΓΟΡΙΟ (μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη) και στον μεγαλέμπορο ΝΙΚΗΤΑ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ,“να εκλέξουν Άξιον Αρχιεπίσκοπον οποίον ήθελεν εύρουν εύλογον είτε ιδικόν μας, είτε ξένον». Τον άξιοΕπίσκοπο πολύ γρήγορα βρήκαν στο πρόσωπο του Κύπριου Φιλόθεου Χατζή. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Γ´ αγγέλει την εκλογή του Φιλόθεου τον Νοέμβριο του 1795 ως νέοΜητροπολίτη τον Δευτερεύοντα των Διακόνων της Μεγάλης Εκκλησίας, με γράμμα του (Τάσου Γριτσόπουλου Αρχιεπισκοπή Δημητσάνης, σελίδα 242, όπου δημοσιεύεται ολόκληρη η επιστολή)προς τους πατέρες της Σταυροπηγικής Μονής του Τιμίου Προδρόμου, η οποία βρισκόταν στην επισκοπική περιφέρεια της Δημητσάνης, για την εκλογή του Φιλόθεου και τους ανέφερε με αυτά τα λόγια: «Επειδή ο θεοφιλέστατος αρχιεπίσκοπος Δημητσάνης συνάδελφος ήμουν Αγαπητός Κυρ Αμβρόσιος παρατήσατο οικειοθελώς της επαρχίας αυτού και κατά την ένθερμο αυτού παράκλησιν και κοινή αίτησιν των της επαρχίας αυτού Χριστιανών δια κανονικών ψήφων και Συνοδικής εκλογής προετιμήθητωνάλλων ο ημέτερος δευτερεύων των διακόνων κυρΦιλόθεος και δη ημετέρας άδειας εχειροτονήθη αρχιερεύς γνήσιος, νόμιμος και κανονικός και απεκαταστάθη αρχιεπίσκοπος της επαρχίας ταύτης κατά την κανονική διατύπωσιν ως Άξιος και Τίμιος και Δόκιμος αναφανείς και τη Εκκλησία κατά διαφόρους καιρούς πιστός  εκδουλεύσας – και παρα τη ημώνμετριότητι χρόνους ικανούς διατρίψας και εξυπηρετήσας ευγνωμόνως και ευπειθώς…».Λίγο αργότερα, δηλαδή τον Ιανουάριο του 1796, ο Πατριάρχης Γεράσιμος, με σχετικό Σιγγίλιο,ακύρωνε την ένωση της Αρχιεπισκοπής Δημητσάνης με τη Μητρόπολη Λακεδαιμονίας και την ανασύστηνε ως Μητρόπολη δίνοντας με αυτόν τοντρόποτηνπαλιάτηςαίγλη.

mhtr-dhmhtsanhs-theofilos-2

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΙΑΣ ΤΟΥ

Ο Φιλόθεος ποίμανε τους κατοίκους της περιφέρειάς του για 26 χρόνια έχοντας ως μοναδικό γνώμονα του έργου του τις αρχές του Ευαγγελίου. Όπως σημειώνεται (Ιδέ Χρυσανθακόπουλου – Φωτάκου «Βίοι Πελοποννησίων και των έξωθι της Πελοποννήσου ελθόντων», Αθήνα 1888, σελ. 295) «ήτο εκ των ησυχότερων Αρχιερέων και πολύ εκκλησιαστικός…».

 

Ο Φιλόθεος είχε καλή μόρφωση, ήταν όμως αγαθός, τίμιος, ευσεβής και προοδευτικός. Η επαρχία του, Γορτυνία, τον τιμούσε ειλικρινά για τα προτερήματά του αυτά. Αληθινός πνευματικός πατέρας ο Φιλόθεος, φρόντισε όσο μπορούσε για την πνευματική ανάπτυξη του ποιμνίου του.

Τί έκανε ο Φιλόθεος και ήτο τόσο αγαπητός; Ένα από τα πρώτα του έργα, μετά την εγκατάστασή του στη Δημητσάνα, ήταν η ανέγερση του ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΥ ΜΕΓΑΡΟΥ, το οποίο ανακάλυψα ότι πρόκειται για ένα διατηρημένο κτίριο απέναντι από το Δημαρχείο. Με τη συμβολή κοινού των Μονών και των Εκκλησιών της επαρχίας, κατάφερε σύντομα να υλοποιήσει το όραμά του αυτό (Τάσου Γριτσοπούλου απ.π. σελ. 243-245, όπου δημοσιεύεται το σχετικό έγγραφο για την ανέγερση Επισκοπικού Μεγάρου).

Ακολούθως επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στην παιδεία τόσο της επισκοπικής του περιφέρειας, όσο και των υπολοίπων περιοχών. Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες και κόπους ώστε οι Σχολές της εποχής, σε όλη την επαρχία της Αρκαδίας, να εξακολουθήσουν να λειτουργούν και να μορφώνουν το υπόδουλο γένος. Σώζεται Συγγίλιον γράμμα του Πατριάρχη Καλλινίκου του Ε΄(1801-1806, 1808-1809), το οποίο τον διορίζει, μαζί με Επίσκοπο Αμυκλών Νικηφόρου Κουγιά  (1779-1816), έφορο στην Ελληνική Σχολή της Βυτίνης (Π. Παπαζαφειρόπουλου «Περί της εν Βυτίνη Ελληνικής Σχολής των πρώτων αυτής διδασκάλων και της εν αυτή καταρτιζομένης βιβλιοθήκης», Ναύπλιον 1858, σελ. 32, 34).

Όμως και σε μία άλλη πόλη της Γορτυνίας, στη Στεμνίτσα, ο Φιλόθεος υπηρέτησε, μαζί με τον Χριστιανουπόλεως Γερμανό Ζαφειρόπουλο (1807-1821), ως Επίτροπος και Πατριαρχικός και Συνοδικός Έξαρχος (Βασιλείου Γ. Ατέση «Εθνομάρτυρες Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος» Θεολογία, τόμος Μ.Β. Αθήνα 1971 σελ. 8-9).

Ιδιαίτερο βέβαια ήτο το ενδιαφέρον του για τη φημισμένη Σχολή της Δημητσάνης. Τη Σχολή αυτή ενίσχυε με πολλούς τρόπους, ούτως ώστε να συνεχίσει τη λειτουργία της. Επειδή όμως οι οικονομικοί πόροι της Δημητσάνης ήταν περιορισμένοι, ο Φιλόθεος ζήτησε το 1816 συμπαραστατούμενος από τους προκρίτους της πόλης, την έγκριση του Πατριαρχείου, ώστε να συνδεθεί άμεσα η Σταυροπηγιακή Μονή Φιλοσόφου με τη Σχολή της Δημητσάνης (Ευθυμίου Καστόρχη: «Περί της εν Δημητσάνη Σχολής και περί των καθιδρυτών και πρώτων αυτής διδασκάλων», Αθήναι 1846, σελ. 66-71). Έτσι, τα έσοδα της Μονής από τα διάφορα κτήματά της θα χρησιμοποιούνταν για την κάλυψη των εξόδων συντήρησης της Σχολής. Ο τότε Πατριάρχης Κύριλλος ο ΣΤ΄ (1813-1818) και η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενέκριναν τη σύνδεση αυτή και με την έκδοση Συγγιλίου, τον Ιούλιο του 1816, όρισαν ως έφορο της Σχολής τον Παλαιών Πατρών Γερμανών (1806-1826). Σημειώστε ότι τόσο ο Παλαιών Πατρών Γερμανών, όσο και ο Εθνομάρτυρας Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄(1797-1798, 1806-1808, 1818-1821) ήταν απόφοιτοι της Σχολής αυτής.

Όμως επέδειξε και ενδιαφέρον και για τις Μονές που βρίσκονταν στην επαρχία του. Σώζεται γράμμα του προς τον Μητροπολίτη Γερμανό, με το οποίο τον παρακαλεί να επιτρέψει στον μοναχό της Ιεράς Μονής φιλοσόφου Νεκτάριο, να περιέλθει στην επισκοπική του περιφέρεια  και να συλλέξει λάδι για τις ανάγκες της Μονής (Αρχιμανδρίτου Θεόφιλου Σιμόπουλου «Μάρτυρες και Αγωνισταί Ιεράρχες», Αθήνα 1971, σελ. 385-394, όπου δημοσιεύεται ολόκληρο το γράμμα).

Ο Μητροπολίτης Δημητσάνης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Επίσκοπο Παλαιών Πατρών Γερμανών, που και αυτόν τον μύησε ο Αντώνιος Πελοπίδας από τη Στεμνίτσα, και  με χρήματα της εκκλησίας πρωτοστάτησε στην εγκατάσταση και λειτουργία των μπαρουτόμυλων  Δημητσάνης  (γενέτειρας του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄), όπου με το μπαρούτι τροφοδοτούσαν όλη την επανάσταση. Ο Γεώργιος Φιλίππου στο βιβλίο του «Κύπριοι Αγωνισταί», σελ. 140, αναφέρει:«Εις την επαρχία του κατορθώνει ένα μοναδικόν φαινόμενον καθ’ όλον τον Ελληνισμό. Προ του αγώνος σύσσωμος η Δημητσάνα εμυήθη εις τα της Φιλικής Εταιρείας, πράγμα το οποίο εξυπηρέτησε κατά τρόπον μοναδικόν τον αγώνα, δίοτι διευκολύνθη η κατασκευή και αποθήκευση της αναγκαίας πυρίτιδος υπό των αδελφών Νικολάου και Σπυρίδωνος Σπηλιωτόπουλου».

 

Πρέπει δε να αναφέρω ότι πριν από την έναρξη της επανάστασης λειτουργούσαν 14 μπαρουτόμυλοι που παρήγαγαν μεγάλες ποσότητες πολεμοφοδίων (Ιωάννου Φιλήμονος «Φιλική Εταιρεία», Ναύπλιον 1834, σελ. 368-376). Αντιλαμβάνεται κανείς ότι όλος ο πληθυσμός δούλευε στους μπαρουτόμυλους αυτούς, υπό την καθοδήγηση των αδελφών Σπηλιωτόπουλου.

Θα αναρωτηθεί εύλογα λοιπόν ο αναγνώστης μας από πού βρισκόταν τόση πρώτη ύλη; Η πρώτη ύλη λοιπόν μαζευόταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας, όπως από τη Γορτυνία ο άνθρακας με επεξεργασία του αγριόχορτου «σφάκες» και από τη Μονεμβασιά και τη Μάνη το νίτρο και το θειάφι. Στη συνέχεια το μπαρούτι αποθηκευόταν στα Μοναστήρια της περιοχής, σε ειδικές κρυψώνες, και μόλις σήμανε η επανάσταση, διοχετεύτηκε σε κάθε γωνιά της Ελλάδας (Τάσου Γριτσόπουλου: «Η μπαρούτι της Δημητσάνας», Ελληνική Κύπρος αριθμ. 24, Λευκωσία  1951, σελ. 94). Ο Φιλόθεος Χατζής αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην παραγωγή της μπαρούτης και στην προετοιμασία του αγώνα (Λοϊζου Φιλίππου: «Κύπριοι Αγωνισταί», Λευκωσία 1953, σελ. 140-141). Δε στάθηκε όμως εδώ, μαζίμε τους αδελφούς Σπηλιωτόπουλου και πολλούς προύχοντες της Δημητσάνας ίδρυσαν τη λεγόμενη «Ιερά Αδελφότητα», για τη μεταξύ τους καλύτερη συνεργασία (Μύρωνος Χριστοφίδη: «Κύπριοι κληρικοί από το εξωτερικό», Τάιμς Σάιπρους – τόμος Δ΄, αριθμ.41, Λευκωσία 1959, σελ. 24 και Χρ. Ν. Κωνσταντόπουλου). Όλα τα υλικά που μάζευαν οι κάτοικοι τα πλήρωνε η Μητρόπολη της Αγίας Κυριακής, δηλαδή ο Μητροπολίτης Φιλόθεος Χατζής.

Πιστεύω ότι χωρίς αυτούς τους μπαρουτόμυλους η πορεία της επανάστασης θα ήταν διαφορετική, διότι οι 150 οκάδες μπαρούτι που παράγονταν, αποτελούσαν τη βασικότερη πηγή ανεφοδιασμού σε πολεμοφόδια.Χαρακτηριστικό της σημασίας που απέδιδαν οι Δημητσανίτες στη συνέχιση της λειτουργίας των μπαρουτόμυλων και στην κατασκευή των φυσιγγίων, ήταν και η θυσία εκ μέρους του μεγάλου αριθμού βιβλίων για την παραγωγή πολεμοφοδίων, δηλαδή όταν σε περίοδο αδυναμίας εύρεσης χαρτιού, οι κάτοικοι προσέφεραν τα βιβλία της μεγάλης και ιστορικής βιβλιοθήκης της πόλης και αυτό για να  μη διακοπεί ο ανεφοδιασμός των ελληνικών σωμάτων που αγωνίζονταν για την ελευθερία.

 

Εκτός από μεγάλος πατριώτης ήταν και χρηστός ανήρ, κατά τον Τρυφώνα Ευαγγελίδη (Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΚΔ΄, σελίδα 97) και ο Φωτακός γράφει για τον Χατζή:«Ο επίσκοπος αυτός ήταν εκ των ησυχοτέρων αρχιερέων και πολύ εκκλησιαστικός, σεβόμενος από όλην την επαρχίαν της Καρυταίνης».

 

Τόσο πολύ αγάπησε τη Δημητσάνη, που συνδέθηκε μαζί της  και με συγγενικούς δεσμούς, γιατί τη θεωρούσε δεύτερη πατρίδα του. Συγκεκριμένα κάλεσε και έφερε τον αδελφό του από την Κύπρο, τον Γεώργιο Χατζή ή Χατζηγεώργιο, και τον πάντρεψε με την αδελφή του κηπουρού του Παναγιώτη (Μπαξεβάνου). Αγόρασε επίσης κήπο στο Παλιοχώρι. Όλα αυτά δείχνουν ότι ο Φιλόθεος Χατζής αγάπησε πραγματικά την επαρχία και τους κατοίκους της (Χρονικά των Αρκάδων, τόμος Δ΄- 1977, του ιστοριοδίφη Χρ. Γ. Κωνσταντόπουλου).

mhtr-dhmhtsanhs-theofilos-3

Ο ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΧΑΤΖΗ

 

Στην Πελοπόννησο, ο τοπικός διοικητής,κάλεσε στην Τριπολιτσά, όπου ήταν η έδρα του, αρκετούς Αρχιερείς και προύχοντες δήθεν «προς σύσκεψιν» (Πέτρον Γεωργαντζή ό.π.π., σελ. 300-304).

Τότε ακούστηκαν αρκετές φωνές ότι, ενόψει της έναρξης του αγώνα, δεν πρέπει να προσέλθουν αλλά να κρύφτουν προσωρινά και να στελεχώσουν εν συνεχεία τα επαναστατημένα σώματα. Τελικά αποφασίστηκε να μεταβούν στην Τριπολιτσά, ώστε με την εκεί παρουσία τους να παραπλανήσουν τους κατακτητές και να δώσουν την ευκαιρία στο λαό να προετοιμαστεί καλύτερα. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Επισκόπου Ανδρούση Ιωσήφ, τα οποία φανερώνουν και την εθελούσια θυσία τους χάριν του υπόδουλου λαού:«Ας τρέξωμεν ίνα βύσωμεν τα όμματα των Οθωμανών, έως ου ενδυναμώσωσι οι ημέτεροι. Αν δε και μας θανατώσωσι, γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου. Θανατούμεθα ολίγοι και το έθνος σώζεται» (Κωνσταντίνου Βαβολίνη «Η εκκλησία εις τον αγώνα της Ελευθερίας», Αθήνα 1952, σελ. 95-98). Ο Ιωάννης Φιλήμονας στο βιβλίο, σελ. 370, αναφέρει ότι έως τις αρχές Μαρτίου 1821 προσήλθον οι περισσότεροι από όσους είχε προσκαλέσει, μεταξύ δε αυτών ήτο και ο Μητροπολίτης Φιλόθεος Χατζής παρά το γεγονός ότι την περίοδο αυτή ήτο άρρωστος. Οι άλλοι αρχιερείς ήσαν οι: Τριπόλεως Δανιήλ, Μονεμβασιάς Χρύσανθος, Ανδρούσης Ιωσήφ, Χριστιανουπόλεως Γερμανός, Ωλένης Φιλάρετος, Κορίνθου Κύριλλος και Ναυπλίου Γρηγόριος. Από τους προύχοντες της Πελοποννήσου παρουσιάστηκαν ο γιος του Πετρόμπεη, Αναστάσιος Μαυρομιχάλης, και οι Π. Αζέλιος Οικονόμου, Θεόδωρος Δεληγιάννης, Πανάγος Κυριάκος, Αναγνώστης Κωστόπουλος, Ιωάννης Τομαράς, Αντώνιος Καραπατάς, Ιωάννης Βιλαέτης και άλλοι…ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κερνίτσης Προκόπιος δεν προσήλθον.

Στην αρχή όλοι είχαν ελευθερία κινήσεως αλλά στη συνέχεια τους περιόρισαν σε χώρο που ανήκε στον ταμία του Πασά. Στις 21 Μαρτίου τους υποχρέωσαν να στείλουν εγκύκλιο προς τον ελληνικό πληθυσμό τον οποίο προέτρεπαν να παραμείνει πιστός στο Σουλτάνο (Δημητρίου Πετρακάκου «Κοινοβουλευτική Ιστορία της Ελλάδος, 1453-1843, τόμος Α΄, Αθήνα 1935, σελ. 237, όπου δημοσιεύται η εγκύκλιος). Την εγκύκλιο αυτή υπέγραψαν οι εφτά από τους οχτώ Αρχιερείς, δεν υπέγραψε ο Φιλόθεος. Τελικά οι συλληφθέντες μεταφέρθησαν στις 17 Απριλίου 1821 στις αφόρητα δυσώδεις φυλακές της Τριπολιτσάς, όπου υπέφεραν τα πάνδεινα (Σίμου Μπαλάνου: «Αι θυσίαι του κλήρου υπέρ της εθνικκής αποκαταστάσεως μέχρι το 1821», Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος – Αθήναι 1922, σελ. 253-263).

Στις φυλακές αυτές Αρχιερείς της Πελοποννήσου υπέγραψαν στις 15 Ιουνίου 1821 «Συνυποσχετικό» έγγραφο για κοινή συνεργασία υπέρ της πατρίδος (Δημητρίου Πετρακάκου, ό.π.π., σελ. 238, όπου δημοσιεύεται το έγγραφο).

Οι Αρχιερείς και Πρόκριτοι αλυσοδέθηκαν σε ένα μικρο δωμάτιο με ειδική αλυσίδα που αιχμαλώτιζε τα κεφάλια τους (Ιωσήφ Ζαφειρόπουλου Ιερομονάχου «Οι Αρχιερείς και οι προύχοντες εντός της εν Τριπόλει φυλακής εν έτει 1821», Αθήνα 1890. Η πρώτη έκδοση έγινε το 1852). Η βαριά αλυσίδα 350 κιλών που πίεζε τον τράχηλό τους σε συνδυασμό με τον πολύ μικρό χώρο, τους εμπόδιζε να κινηθούν ή να εντείνουν τα πόδια τους. Η δυσοσμία συνεχώς αυξανόταν από την παρουσία ενός δοχείου που χρησιμοποιήτο ως αφοδευτήριον. Όταν κάποιος το επισκεπτόταν για σωματική του ανάγκη όλοι ήταν υποχρεωμένοι να μετακινηθούν εξαιτίας της αλυσίδας που τους συνέδεε. Στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης ερχόταν να προστεθεί και το αθλίας ποιότητας φαγητό καθώς και οι ύβρεις και οι απειλές των Τούρκων.

Αποτέλεσμα αυτών όλων ήτο, περί τα τέλη Αυγούστου, να αποβιώσει πρώτος ο Μητροπολίτης Μονεμβασιάς Χρύσανθος. Τέλος Σεπτεμβρίου, οι Τούρκοι βλέποντας ότι πλησιάζει η κατάληψη της Τριπολιτσάς από τους Έλληνες και θέλοντας να χρησιμοποιήσουν τους Αρχιερείς και τους προύχοντες ως ομήρους, τους μετέφεραν από τις φυλακές και τους περιόρισαν σε άλλο χώρο. Τους έδωσαν καινούργια ρούχα και τροφή για να επιζήσουν. Η εξάντηληση όμως όλων ήτο πάρα πολύ μεγάλη και πολύ γρήγορα ο ένας μετά τον άλλο αποβίωσαν και μεταξύ αυτών και ο Φιλόθεος. Η απελευθέρωση της Τριπολιτσάς από τα ελληνικά στρατεύματα στις 23/09/1821 βρήκε ζώντες μόνο τρεις από τους οχτώ Αρχιερείς  που φυλακίστηκαν (Τριπόλεως Δανιήλ, Κορίνθου Κύριλλος και Ανδρούσης Ιωσήφ) καθώς και τρεις προύχοντες.

Ο Μητροπολίτης Φιλόθεος Χατζής καθ’ όλη τη διάρκεια της φυλάκισής του διατηρούσε την ψυχραιμία του καθώς έτρεφε και μίσος κατά των Τούρκων. Κάποια μέρα λοιπόν κυκλοφόρησε η φήμη ότι την επομένη ημέρα θα τους εκτελούσαν. Ο Φιλόθεος είχε μαζί του 5.000 γρόσια, τα οποία όμως δεν ήθελε να περιέλθουν στα χέρια των Τούρκων μετά το θάνατό του. Σκέφτηκε λοιπόν και «τη νύκτα λαβών το ουροδοχείον έρριψεν εντός αυτού πέντε χιλιάδες γρόσια επί σκοπώ του να εύρη αυτά μετά θάνατον χριστιανός τις, διότι οι Τούρκοι δεν ήγγιζον τοιούτα αγγεία. Τοιαύτα δε ιδών τις εκ των Χεόντων τα ούρα έλαβεν δι’ εαυτόν».

Ύστερα από πέντε ημέρες, όταν κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε απόφαση να εκτελεσθούν, ζήτησε τα χρήματα, τα οποία και έλαβε «παρά χρήμα».

Δυστυχώς, ο καλός αυτός συμπατριώτης μας δεν άντεξε την πείνα και τις στερήσεις. Πέθανε λίγες μόνο ημέρες πριν από την άλωση της Τριπολιτσάς (μεταξύ 17-22 Σεπτεμβρίου 1821). Ο Μητροπολίτης Τριπολιτσάς Δανιήλ Παναγιωτόπουλος (1765-1831) περιέγραψε τα δεινά που υπέστησαν σε μακροσκελές στιχούργημα 752 στίχων, το οποίο συνέταξε τον Αύγουστο του 1822 στη Μονή της Άνω Χρέπας (Απόστολος Βαρνάβας – Επίσημο περιοδικό της εκκλησίας της Ελλάδος Περ. Γ΄- τομος Ν.Δ., Μάρτιος 1993, τεύχος 3). Για τον Μητροπολίτη Δημητσάνης Φιλόθεο Χατζή γράφει ότι πέθανε «τότε ο Δημητσάνης, ο της εμής πατρίδος ποιμήν ο αγιώτατος εκείνης της μερίδος…» (Τάσου Γριτσόπουλου: «Μητροπολίτης Αμυκλών και Τριπολιτσάς Δανιήλ Παναγιωτόπουλος», Θεολογία, τόμος Λ.Α., Αθήνα 1960, σελ. 424-443, δημοσιεύεται όλο το στιχούργημα – πρώτη φορά δημοσιεύτηκε στη «Φιλολογική Ακρόπολη», τ.1, 1888-1889, σελ. 361 και 375)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Στις τελευταίες του στιγμές ο Κύπριος αυτός κληρικός δεν ξεχνάει να εκτελέσει το πατριωτικό τους χρέος. Η μεγάλη αγάπη του Φιλόθεου Χατζή προς την παιδεία και κατ’ επέκταση προς την πνευματική ανόρθωση του υπόδουλου Γένους, φανερώνεται και από την τελευταία του πράξη. Εξομολογήθηκε στον Επίσκοπο Δανιήλ και του ανέθεσε να εποπτεύσει, ώστε να διατεθούν από την περιουσία του 5.000 γρόσια για την Ελληνική Σχολή της Δημητσάνης (Θάνου Βαγενά «Χρονικά της Κύπρου, Αγώνες των Κυπρίων για την Ελευθερία», Αθήνα 1954, σελ. 78-79).

Ο ίδιος ο Δανιήλ επόπτευσε, μετά την απελευθέρωσή του από τις φυλακές της Τριπολιτσάς, την υλοποίηση της ύστατης επιθυμίας του Φιλόθεου. Μάλιστα υπέγραψε σχετικό έγγραφο με ημερομηνία 14 Δεκεμβρίου 1821, μαζί με τον αδελφό του Φιλόθεου, Χατζηγεώργιο (Τάσου Τσιτσόπουλου: «Η Αρχιεπισκοπή…», σελ. 248, όπου δημοσιεύται το σχετικό έγγραφο) ο οποίος φαίνεται ότι έμενε στη Δημητσάνα μετά το θάνατο  του αδελφού του. Η περιουσία του όμως μόλις έφθανε τα 2.500 γρόσι και ο Χατζηγεώργιος συμπλήρωσε το ποσό των 5.000 με μια αρχιερατική στολή του αδελφού του, διάφορες ομολογίες και άλλα αρχιερατικά η εκποίηση των οποίων απέφερε χρήματα και συμπληρώθηκε το ποσό (Τάσου Γριτσόπουλου: «Σχολή Δημητσάνης, Αθήνα 1968, σελ. 64-65).

Ο Χατζηγεώργιος παρέμεινε στη Δημητσάνα μετά το θάνατο του αδελφού του. Από σημείωμα σε κώδικα του ναού των Αγίων Αποστόλων του Παλαιοχωρίου, πληροφορούμαστε (Τάσου Γριτσόπουλου: «Η Αρχιεπισκοπή…» σελ. 248-249) ότι:«…εις το 1824 Φεβρουαρίου 10 ήλθεν ο Κυρ. Γ. Χατζής αδελφός του Αγίου Δημητσάνης Φιλοθέου και έβαλεν εν τω ναώ έναν αίραν, εν τριώδιον, μια φυλλάδα της λειτουργίας και εν στρώμα της Αγίας Τραπέζης».

 

Αναμφίβολα η προσφορά των Κυπρίων κληρικών στους εθνικούς και πνευματικούς αγώνες του Γένους υπήρξε πολυδιάστατη και ιδιαίτερα σημαντική. Ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους καταλαμβάνει ο Εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Δημητσάνης Φιλόθεος Χατζής. Η συμμετοχή του στην προπαρασκευή του μεγάλου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 και ο μαρτυρικός του θάνατος, τον κατατάσσουν ανάμεσα στους κληρικούς προς τους οποίους το έθνος οφείλει κάθε τιμή και ευγνωμοσύνη (Απόστολος Βαρνάβας, Επίσημο περιοδικό της εκκλησίας της Κύπρου, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών).

Ταυτόχρονα σας υπενθυμίζωκαι έναν άλλο Κύπριο τον Νικοδημείας Αθανάσιο Καρύδη, ο οποίος συνελήφθη μαζί με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Αυτόν τον συνοδικό Κύπριο, τον συλλαμβάνουν γέροντα και άρρωστο, τον σέρνουν στο Πάρμα του Καπουσού για να τον κρεμάσουν. Ο Ιστορικός της επανάστασης Ιωάννης Φιλήμονας γράφει: «Ο πρεσβύτερος και λίαν αδύνατος και ισχνός τω σώματι άμα εξελθών της φυλακής απεβίωσεν. Οι δε δήμιοι φορτώσαντες τον νεκρόν επί αχθοφόρου, απήγαγον εις τον τόπον της καταδίκης και απηγχόνισαν τούτον προς το εκπληρωθήναι την απόφασιν». Οι δήμιοι δεν σέβονται τον νεκρό και κρεμούν το άψυχο σώμα στην αγχόνη.Αυτός λοιπόν στάθηκε ο Φιλόθεος ως επίσκοπος Δημητσάνης. Ευσεβής και προοδευτικός ιεράρχης αλλά και μάρτυρας της ελευθερίας του Γένους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

 

  1. Αμβροσίου Φραντζή: Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος – τ.μ.Δ΄ 1841.
  2. Φ. Χρυσανθόπουλου – Φωτάκου: Βίος Πελοποννησίων Ανδρών 1888.
  3. Ιωσήφ Ζαφειρόπουλου: Οι Αρχιερείς και οι προύχοντες εντός της εν Τριπόλει φυλακής, εν έτει 1821 (βλ.εκ. 1890).
  4. Τάσου Γριτσόπουλου: Η Αρχιεπισκοπή Δημητσάνης… 1950.
  5. Θάνου Βαγενά: Ο Επίσκοπος Δημητσάνης Φιλόθεος (εφημ. Αρκαδικόν φ.3-18-3-1956).
  6. Γεωργίου Καρβέλα: Ιστορία της Δημητσάνης 1972.
  7. Χρήστος Κωνσταντόπουλος: Χρονικά των Αρκάδων, τόμ. Δ΄ 1977 σελ. 65.
  8. Κ. Κοκκινόφτα: Ο Κύπριος Μητροπολίτης Δημητσάνης Φ.Χ. περ. Απόστολος Βαρνάβας, σελ. 116, Περ.Γ΄, τομ.ΝΔ΄, Μάρτιος 1993, τεύχη 3.
  9. Μεγάλη Κυπριακή Βιβλιοθήκη, τόμ.13ος, Λευκωσία 1990, σελ. 247.
  10. Πάπυρος Λαρούς: τόμ.12ος, Αθήνα 1964, σελ. 740.
  11. Γιάννης Ιωαννίδης: «Μικρή Εγκυκλοπαίδεια Εθνομαρτύρων Κληρικών», τόμ. Β΄, Αθήνα 1992, σελ. 19.
  12. Άντρου Παυλίδη: «Ιστορία της Νήσου Κύπρου», Λευκωσία 1992, σελ. 169.
  13. Πέτρου Γεωργαντζή: «Οι Αρχιερείς και το Εικοσιένα», Ξάνθη 1985, σελ. 39.
  14. Ευθυμίου Καστάρχη: «Περί της εν Δημητσάνη Σχολής», Αθήνα 1846, σελ. 66-71.
  15. Αρχ. Θεοφίλου Σιμόπουλου: «Μάρτυρες και Αγωνισταί Ιεράρχαι», Αθήνα 1971, σελ. 385-394.
  16. Αμβροσίου Φραντζή: «Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος», τόμ.Δ΄, Αθήνα 1841, σελ. 97.
  17. Ευάγγελου Σαβράμη: «Συμβολαί εις την Ιστορίαν της Δημητσάνης» Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, έτος Θ΄, Αθήνα 1932, σελ. 219-238.
  18. Τάκη Κανδηλώρου: «Η Φιλική Εταιρεία 1814-1821», Αθήνα 1926, σελ. 343.
  19. Άγγελου Παπακώστα: «Η συμβολή της Κύπρου στην επανάσταση του Εικοσιένα», Ν. Εστία, τόμος 58, Αθήνα 1955, σελ. 1175.
  20. Λοίζου Φιλίππου: «Κύπριοι Αγωνισταί», Λευκωσία 1953, σελ. 140-141.
  21. Δημητρίου Πετρακάκου: «Κοινοβουλευτική Ιστορία της Ελλάδας (1453-1843)», τόμ.Α΄, Αθήνα 1935, σελ. 237.
  22. Βασιλείου Μυστακίδου: «Επισκοπικοί Κατάλογοι», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τόμ. ΙΒ΄, Αθήνα 1936, σελ. 170.
  23. Ιωάννου Φιλήμονος: «Δοκίμιον Ιστορικού περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», τόμ.4ος, Αθήναι 1860, σελ. 204.
  24. Α. Λαζάρου: «Η Κύπρος γενέτειρα του Ομήρου», σελ. 110.

25.Γ. Σπανού: «Κύπριοι στους Αγώνες του 1821»

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.